Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

 Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

Μέρος 1ον


1.  Προλεγόμενα- Ιστορικά στοιχεία

α. Συγγραφέας:

Σημαντικώτερο ίσως, έργο περί της Επιστολής Ιούδα είναι το υπό του Στέργιου Σάκκου 524 σελίδων Υπόμνημά του στην Επιστολή,1 όπου αυτή υπομνηματίζεται εισαγωγικώς, κριτικώς, ερμηνευτικώς και θεολογικώς, εκδίδεται δε από 13 μεγαλογράμματους (μεταξύ των οποίων και δύο παπύρινους) και 96 μικρογράμματους κώδικες2, ενώ λαμβάνεται υπόψιν και η έμμεση παράδοση (82 εκκλησιαστικοί συγγραφείς ήτοι 54 Έλληνες, 26 Παπικοί/Λατίνοι και 2 Σύροι) καθώς και 11 αρχαίες μεταφράσεις (2 λατινικές, 3 κοπτικές, 2 συριακές, αρμενική, αιθιοπική, σλαβονική και αραβική).3

Στο έργο υποστηρίζεται με ισχυρή αποδεικτική βιβλιογραφία, η γνησιότητα της Επιστολής, η χρονική προτεραιότητα της Β΄ Πέτρου και η μη εξάρτησή της από τα λεγόμενα απόκρυφα.

Το εδάφιο Ιούδα 1 μας πληροφορεί πως συγγραφέας της επιστολής είναι ο Ιούδας, ο αδελφός του Ιακώβου (1/1). Αυτή η φράση γεννά το ερώτημα γιατί αυτοπροσδιορίζεται ως αδελφός του Ιακώβου, μιας σημαντικής ηγετικής προσωπικότητας της αρχέγονης Εκκλησίας.4

Πρόκειται – σύμφωνα και με την εσωτερική μαρτυρία της – για τον αδελφόθεο Ιούδα, γνωστό από τους καταλόγους των αδελφών του Ιησού, χωρίς άλλη ιδιαίτερη μνεία γι’ αυτό το πρόσωπο στην Καινή Διαθήκη. Πρόκειται για τον γιο του μνήστορος Ιωσήφ από προηγούμενη γυναίκα του. Είναι πρόσωπο διάφορο του μαθητού του Χριστού, Ιούδα του Λεββαίου ή Θαδδαίου, παρ’ όλο που στην Δύση, κυρίως μετά το σχίσμα, οι παπικοί εταύτισαν τον αδελφόθεον Ιούδα με τον Ιούδα τον Θαδδαίον.5

Θέμα: Στην σύντομη αυτή επιστολή προλέγεται η αποστασία (Θεσσαλονικεῖς Β΄, 2/3) της Εκκλησίας του Χριστού και περιγράφεται η αιτία της, καθώς και η πορεία της. Όπως και στην Β΄ προς Τιμόθεον και Β΄ Πέτρου, η αντιμετώπιση της αποστασίας γίνεται σαν να έχει ήδη εκδηλωθεί, ενώ μας καταγράφει εμμέσως ή αμέσως αρκετά εσχατολογικά μηνύματα.

β. Χρονολογία-Σκοπός συγγραφής:

Η επιστολή Ιούδα σχετίζεται στενά με την επιστολή Β' Πέτρου. Η χρονολογία συγγραφής της επιστολής Ιούδα εξαρτάται από το αν η επιστολή Ιούδα έχει αντλήσει περιεχόμενο της Β' Πέτρου ή το αντίθετο. Πιθανώς η επιστολή γράφτηκε μεταξύ 60 και 80 μ.Χ. Το πιθανώτερον, μερικά χρόνια πριν το 70 μ.Χ. (Καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους)..

Η επιστολή Ιούδα είναι σημαντική για μας σήμερα, διότι αναφέρεται και στους έσχατους καιρούς και είναι η μόνη επιστολή που αναφέρεται αποκλειστικά στην μεγάλη αποστασία των ανθρώπων. Ο Ιούδας γράφει πως τα έργα ασεβείας αποτελούν μαρτυρία της αποστασίας. Μας καλεί ν' αγωνιζόμαστε για την «άπαξ παραδοθείσα πίστη», γιατί όπως υπάρχουν ζιζάνια μέσα στο σιτάρι, υπάρχουν ψευδοπροφήτες μέσα στην εκκλησία και οι πιστοί κινδυνεύουν. Η επιστολή Ιούδα είναι μικρή αλλά σημαντική, άξια μελέτης, γραμμένη για τον χριστιανό του σήμερα.

γ. Αφορμή της συγγραφής

Περί της αφορμής εκ της οποίας εγράφη η επιστολή και περί του σκοπού αυτής δυνάμεθα να υποθέσωμεν, ότι εις Ιεροσόλυμα μετεδόθη η είδησις εκ πιστών τέκνων της Συρίας, ιδία της εκκλησίας της Αντιοχείας, ότι ψευτοδιδάσκαλοι προεκάλουν μεγάλην φθοράν μεταξύ των Χριστιανών, δια των πεπλανημένων διδασκαλιών τους. Ο Ιούδας λοιπόν, ο οποίος ως ένας εκ των παλαιών πρεσβυτέρων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων,  απήλαυε μετά τον θάνατον του αδελφού του Ιακώβου, ιδιαιτέρου κύρους στην εκκλησία, γράφει την επιστολήν προς τον σκοπόν να τονίσει εις τους πιστούς τον επαπειλούμενον κίνδυνον και να συστήσει εις αυτούς την εμμονήν εις την ζωήν της αγνότητος και της αληθούς πίστεως (Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, Παν. Τρεμπέλα, Αθήναι 1974, εκδ. «Σωτήρ», σ. 990)

2. Η παράδοση για την αυθεντική Επιστολή

α. Το κείμενον της Επιστολής

1.1 ᾿Ιούδας, ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφὸς δὲ ᾿Ιακώβου, τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἡγιασμένοις καὶ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς· 1.2 ἔλεος ὑμῖν καὶ εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη. 1.3 ᾿Αγαπητοί, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἄπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει.

1.4 παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι.

1.5 ῾Υπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι, εἰδότας ὑμᾶς ἅπαξ τοῦτο, ὅτι ὁ Κύριος λαὸν ἐκ γῆς Αἰγύπτου σώσας, τὸ δεύτερον τοὺς μὴ πιστεύσαντας ἀπώλεσεν, 1.6 ἀγγέλους τε τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἀρχήν, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας δεσμοῖς ἀῑδίοις ὑπὸ ζόφον τετήρηκεν· 1.7 ὡς Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ αἱ περί αὐτὰς πόλεις τὸν ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι καὶ ἀπελθοῦσαι ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας πρόκεινται δεῖγμα, πυρὸς αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι. 1.8 ὁμοίως μέντοι καὶ οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι σάρκα μὲν μιαίνουσι, κυριότητα δὲ ἀθετοῦσι, δόξας δὲ βλασφημοῦσιν.

1.9 ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο περὶ τοῦ Μωσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ᾿ εἶπεν· ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος. 1.10 οὗτοι δὲ ὅσα μὲν οὐκ οἴδασι βλασφημοῦσιν, ὅσα δὲ φυσικῶς ὡς τὰ ἄλογα ζῷα ἐπίστανται, ἐν τούτοις φθείρονται.

1.11 οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι τῇ ὁδῷ τοῦ Κάῑν ἐπορεύθησαν, καὶ τῇ πλάνῃ τοῦ Βαλαὰμ μισθοῦ ἐξεχύθησαν, καὶ τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ Κορὲ ἀπώλοντο. 1.12 Οὗτοί εἰσιν ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως, ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα, 1.13 κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τάς ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τόν αἰῶνα τετήρηται.

1.14 προεφήτευσε δέ καί τούτοις ἕβδομος ἀπό Ἀδάμ Ἐνώχ λέγων· ἰδού ἦλθε Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ, 1.15 ποιῆσαι κρίσιν κατά πάντων καί ἐλέγξαι πάντας τούς ἀσεβεῖς αὐτῶν περί πάντων τῶν ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καί περί πάντων τῶν σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ' αὐτοῦ ἁμαρτωλοί ἀσεβεῖς. 1.16 Οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατά τάς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καί τό στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν.

1.17 Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, μνήσθητε τῶν ῥημάτων τῶν προειρημένων ὑπό τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 1.18 ὅτι ἔλεγον ὑμῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται κατά τάς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν. 1.19 Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μή ἔχοντες. 1.20 Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστει ἐποικοδομοῦντες ἑαυτούς, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ προσευχόμενοι, 1.21 ἑαυτούς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε, προσδεχόμενοι τό ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ζωήν αἰώνιον. 1.22 καί οὕς μέν ἐλεεῖτε διακρινόμενοι, 1.23 οὕς δέ ἐν φόβῳ σώζετε ἐκ τοῦ πυρός ἁρπάζοντες, μισοῦντες καί τόν ἀπό τῆς σαρκός ἐσπιλωμένον χιτῶνα. 1.24 Τῷ δέ δυναμένῳ φυλάξαι ὑμᾶς ἀπταίστους καί στῆσαι κατενώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει, 1.25 μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καί μεγαλωσύνη, κράτος καί ἐξουσία καί νῦν καί εἰς πάντας τούς αἰῶνας· ἀμήν.

β. Η εκκλησιαστική παράδοση για την επιστολή

Η αρχαιότερη μαρτυρία της επιστολής πρέπει να θεωρηθεί η Β΄ επιστολή Πέτρου, αν την θεωρήσουμε ως μεταγενέστερη της επιστολής Ιούδα. Μνημονεύεται από τον Μουρατόριο κανόνα, τον Κλήμη Αλεξανδρείας ο οποίος είχε συντάξει υπόμνημα σε αυτήν, τον Τερτυλλιανό, ενώ οι Ωριγένης και Ιερώνυμος αναφέρονται στις επιφυλάξεις που υπήρχαν στην εποχή τους περί την επιστολή, κυρίως επειδή αναφερόταν στο βιβλίον του Ενώχ, το οποίον χρησιμοποιούσαν οι Ταλμουδιστές της απόκρυφης ιουδαϊκής γραμματείας. Ο Ευσέβιος Καισαρείας την κατατάσσει στα αντιλεγόμενα έργα.6

Ωστόσο είναι σχεδόν βέβαιον ότι ο αποκρυφογράφος του αποκρύφου του Ενώχ, αντλεί κείμενα από τον Ιούδα,7 τα οποία οι αποκρυφιστές μυθοπλάστες συγγραφείς, χρησιμοποίησαν  αναλόγως, προκειμένου να αλλάξουν το νόημά τους. 

γ. Η ταυτότητα των καταπολεμούμενων αιρετικών της επιστολής

Παρουσιάζονται μέσα στην επιστολή ως αρνητές του προσώπου του Ιησού Χριστού και ως επιδιδόμενοι σε διάφορες ασέλγειες μιαρές του σώματος και άλλες ανομίες. Επίσης περιπίπτουν σε εκτάσεις και βλασφημούν τους φύλακες αγγέλους. Όλοι αυτοί κινούνται και δρουν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.8 Η ταυτοποίησή τους δεν είναι εύκολη κι’ έτσι κάποιοι μιλούν για γνωστικούς Καρποκρατιανούς ή Οφίτες (ή Καϊνίτες) ή και Νικολαΐτες.9 ενώ άλλοι για ελευθεριάζοντες ψευδοδιδασκάλους. Πιο πιθανό είναι να είναι κάποιοι πρόδρομοι του γνωστικισμού του 2ου αιώνος, οι οποίοι παραποιούσαν την διδασκαλία του Παύλου περί ελευθερίας από τον Ιουδαϊκό Νόμο, ζώντας με τρόπο ανήθικο και καταδικαστέο.10

Ο Ιούδας δεν προβαίνει σε μία συστηματική ανασκευή των θέσεών τους αλλά στιγματίζει την ηθική τους. Μας λέει ότι θα έχουν την τύχη του Κάϊν, του Κορέ και του Βαλαάμ. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πρόκειται για τους αιρετικούς της Μ. Ασίας, τους οποίους καταπολεμά ο Παύλος στις τελευταίες του Επιστολές και ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη, μετά τον θάνατο του Ιούδα.11

3. Συνοπτική Ανάλυση της Επιστολής Ιούδα (Κατά Δύναμιν)12

α. Ο Ιούδας ως πιστός μαθητής του Χριστού ομολογεί την πίστη του και δικαιωματικώς συμβουλεύει και παροτρύνει τους πνευματικούς αδελφούς στο να ποιούν το θέλημα του Θεού, και για τον λόγο αυτό αναφέρει στην επιστολή του συμβουλές πνευματικές, και προτροπές οι οποίες όχι μόνον βοηθούσαν τους νεοφώτιστους χριστιανούς της εποχής του, αλλά συνιστούσαν και προειδοποιήσεις των μελλοντικών γενεών, κυρίως εκείνων στους εσχατολογικούς καιρούς.

Πράττει ταύτα ως παρακαταθήκη στις γενεές των ανθρώπων διαχρονικώς, προκειμένου να τους πείσει ότι πρέπει να μελετούν τις Γραφές. Ότι πρέπει να λαμβάνουν στα χέρια τους το θεόπνευστον βιβλίον της Αγίας Γραφής (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), με δέος και σεβασμό, καθ’ όσον εγράφη δι’ ημάς από το Άγιον Πνεύμα, με χέρια ανθρώπων και έκφραση ανθρωπίνη.

Μακάριος χαρακτηρίζεται από τον Δαβίδ εκείνος ο οποίος «Μελετήσει ημέρας και νυκτός», τον Νόμον του Θεού. Αυτήν την μελέτην διατάσσει ο Θεός δια πολλών χωρίων της Παλαιας Διαθήκης.. «Ημέραν και νύκτα θα τα μελετάς ίνα ειδής ποιείν πάντα τα γεγραμμένα, τότε ευοδωθήση και ευοδώσεις τας οδούς σου και τότε συνήσεις» (Ιησους του Ναυή, 1/8). Εις δε το Δευτερονόμιον, λέγει δια του Μωϋσέως «εμβαλείτε τα ρήματα ταύτα εις την καρδίαν υμών και εις την ψυχήν υμών» (11/18).13

β. Ο Ιούδας ενώ είχε σφοδρόν πόθον να γράψει σχετικά με την σωτηρία μας, άλλαξε λόγω της τότε κρατούσης καταστάσεως στις τάξεις των Χριστιανών και αναγκάστηκε να γράψει δια να προτρέψει τους Χριστιανούς σε αγώνα για την πίστη, την «άπαξ παραδοθείσα» από τον Χριστόν και τους Αποστόλους.

Ποία είναι αυτή η «άπαξ παραδοθείσα πίστις» και πως θεμελιούται;

1/.Η έννοια της Πίστεως προσδιορίζεται σαφέστατα από τον Απόστολο Παύλο

«Ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν. ῾Ενὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ» (ΕΦΕΣ: 4/ 1-7)

2/. Κατά τον αείμνηστον καθηγητήν ΑΠΘ Στέργιον Σάκκον:

«Οι πατέρες παραλαμβάνουν από τους αποστόλους, διαφυλάττουν και ερμηνεύουν την ιερά παράδοση, η οποία, σημειωτέον, παραδόθηκε άπαξ, δεν σχηματίσθηκε κατά τον μακραίωνα εκκλησιαστικό βίο. Και αυτές οι Οικουμενικές Σύνοδοι, όπου οι μεγάλοι θεοφόροι πατέρες θεόπνευστα διατύπωσαν τα δόγματα και τους κανόνες της πίστεώς μας, δεν δημιούργησαν, αλλά ερμήνευσαν την ιερά παράδοση. Υπενθυμίζω ότι τα δόγματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι αποκαλυμμένες αλήθειες του θείου λόγου, όπως τις διατύπωσαν οι φωτισμένοι άγιοι ύστερα από αγώνες και μάχες της Εκκλησίας κατά της πλάνης και της πονηρίας των αιρέσεων. Και οι κανόνες ή εντολές των Συνόδων είναι οι ηθικές προτροπές του θείου λόγου, όπως τις έζησαν οι άγιοι κάθε εποχής, που δεν συσχηματίζονταν με κανένα σχήμα του καιρού τους, αλλά μεταμορφώνονταν σε σκεύη του αγίου Πνεύματος.

Τα πάντα υπό τον ήλιο μπορούν να μεταβάλλονται, να τελειοποιούνται, να εξελίσσονται. Η παράδοση της Εκκλησίας, όμως, παραμένει αναλλοίωτη, ανεξέλικτη και αμετάβλητη στους αιώνες. Ούτε συμπληρώνεται ούτε τελειοποιείται, αλλά αυτή τελειοποιεί τον άνθρωπο, τον αναγεννά, και ανανεώνει την κοινωνία για να την καταστήσει και να την διατηρήσει καινή κτίση. Βεβαίως, σε κάθε εποχή οφείλει η Εκκλησία να βρίσκει νέους τρόπους, για να καθιστά προσιτή και κατανοητή στους ανθρώπους τη διδασκαλία της. Ποτέ, όμως, και για κανένα λόγο δεν μεταβάλλει ούτε στο ελάχιστο τη διδασκαλία· με απόλυτη ευλάβεια τη διατηρεί εντελώς αναλλοίωτη και απαραχάρακτη. Μιμείται την τακτική του Θεανθρώπου Αρχηγού της, ο οποίος «μη εκστάς της φύσεως μετέσχε του ημετέρου φυράματος»· χωρίς να εγκαταλείψει ούτε στιγμή τη θεϊκή του φύση προσέλαβε την ανθρώπινη κι’ αγκάλιασε τον πεσμένο άνθρωπο, για να τον οδηγήσει στη σωτηρία, στη θέωση».

3/. Κατά τον † Αρχ. Γεώργιο Καψάνη, Προηγούμενο Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους:

«Μόνο η Ορθόδοξος Εκκλησία μας κατέχει, διατηρεί, ομολογεί και διδάσκει ακεραία και ανόθευτη την αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Την Αλήθεια την οποία από άκρα συγκατάβαση και αγάπη απεκάλυψε ο Τριαδικός Θεός μας στον κόσμο και την εκήρυξε ο Μονογενής Υιός του Πατρός, ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός. Μόνο η Ορθόδοξος Εκκλησία κηρύσσει αυτούσιο και απαραχάρακτο το ιερό Ευαγγέλιο, όπως το παρέδωσε ο Σαρκωθείς Θεός μας. Δεν τα λέμε αυτά, αγαπητοί, επειδή είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Τα λέμε, γιατί αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Η άπαξ παραδοθείσα πίστις διατηρήθηκε ακεραία και ανόθευτη μόνο μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία.

Η αγία Παράδοση της Εκκλησίας μας, με τον λόγο και την αγία ζωή των Αποστόλων, των Πατέρων, των Οσίων, των μαρτύρων, των ομολογητών, των νεομαρτύρων δεν επέτρεψε να μολυνθή η αδαμαντίνη Πίστις μας. Έστω και αν χύθηκαν ποταμοί αιμάτων των αγίων μας. Για παράδειγμα, ό,τι πίστευε ο άγιος Ιγνάτιος, ο άγιος Πολύκαρπος, ο άγιος Αθανάσιος, ο άγιος Βασίλειος, ο άγιος Φώτιος, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και όλοι οι Πατέρες, το ιδιο ακριβώς πιστεύουμε και σήμερα.

Να το στερεώσουμε μέσα μας, αγαπητοί: Ό,τι διδάσκει, ό,τι πιστεύει, ό,τι λατρεύει, ό,τι προσφέρει σε εμάς με τα άγια δόγματα, με τα άγια μυστήρια η Εκκλησία, σε ό,τι μας καλεί να υπακούουμε και να ζούμε για να ενωθούμε αξίως με τον Χριστό μας, αυτό και μόνον είναι η γνησία Αλήθεια του Τριαδικού μας Θεού.

Όλα αυτά που αναφέρουμε, μας γνωρίζουν και μας βεβαιώνουν ότι η σωτηρία μας, μόνον δια της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι κατορθωτή.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει προς τον Απόστολο Τιμόθεο τα εξής: «το Πανάγιον Πνεύμα λέει ξεκάθαρα ότι στους εσχάτους καιρούς θα αποστατήσουνε μερικοί από την πίστη και θα προσκολληθούν σε πνεύματα παραπλανητικά και σε διδασκαλίες δαιμονικές» (Α’ ΤΙΜ:4/1).

Αυτό γίνεται και σήμερα. Άνθρωποι θολωμένοι από υπερηφάνεια, από εγωϊσμό, από φρόνημα κοσμικό και υποκρισία, αποστρέφονται την Αλήθεια, απαρνούνται και προδίδουν την Ορθοδοξία, ποδοπατούν την πατρώα ευσέβεια και προχωρούν αναίσθητοι στην πλάνη, την κακοδοξία και την αίρεσι.

Μερικοί κάνουν σημαία την αγαπολογία και περιφρονούν την αδαμάντινη πατερική αλήθεια. Λησμονούν ότι μόνον εν αληθεία υπάρχει αγάπη. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ομολογεί: «Αρχή ζωής πίστις∙ τέλος δε αγάπη∙ τα δε δύο (η ορθή πίστις και η αγάπη) εν ενότητι γενόμενα, Θεού άνθρωπον αποτελεί…».

4/. Ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης Αιτωλίας-Ακαρνανίας κ. Κοσμάς, κατά τον εορτασμόν της ημέρας της Ορθοδοξίας (Μάρτιος 2021), σε σχετική ομιλία του ετόνισε μεταξύ άλλων, ότι:

«Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι μία, διότι ἔχει μία ὑπέρτατη ἀρχή, τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἔχει μία ζωοποιοῦσα καὶ ἁγία ζῶσα ψυχή, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ἔχει μία κεφαλή, τὸν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό (Κολασ. α΄, 18). Νὰ ὁμολογήσουμε καὶ πάλι ὅτι αὐτὴ ἡ μία καὶ ἁγία Ἐκκλησία ἔχει καὶ κατέχει ἀκαινοτόμητη τὴν ἀποκαλυφθεῖσα θεία Ἀλήθεια, ἀνόθευτη καὶ ἀκεραία, ὅπως τὴν δίδαξε ὁ Κύριός μας καὶ ὅπως τὴν ἐκήρυξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἔχει ὕψιστο κῦρος στὴν Ὀρθοδοξία. Σὲ αὐτὴν περιέχονται οἱ λόγοι τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ, ὅπως τοὺς ἀπεκάλυψε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ Εὐαγγελιστάς.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἀποστολικῆς καὶ τῆς, ἐν γένει, ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως, διεφύλαξε καὶ διαφυλάσσει ἀνόθευτο τὴν Πίστι τοῦ Χριστοῦ μας, χωρὶς ἀνθρώπινες παρεμβάσεις καὶ καινοτομίες. Πάντοτε ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, γίνεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀποστολικῆς καὶ Πατερικῆς θεοπνεύστου Παραδόσεως.

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος βεβαιώνει ὅτι, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουμε γνήσια καὶ αὐθεντικὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ὀφείλουμε νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τοὺς μακαρίους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι διασῴζουν τὴν ἱερὰ Παράδοσι καί, διὰ τῶν ὁποίων ἔλαμψε ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατ’ αὐτόν τὸν τρόπο ἡ Ἅγια Γραφὴ καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἀλήθεια ἀποβαίνουν ταμιοῦχοι τῆς καθαρᾶς Πίστεως, κάτω ἀπὸ τὸ ζωογόνο φῶς τῆς ἁγιοπνευματικῆς καὶ πατερικῆς Παραδόσεως….

Ἡ Ὀρθοδοξία μας δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρική, ἀλλὰ Χριστοκεντρική. Ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο ὅπως τὸν ἀγάπησε καὶ τὸν ἀγαπᾶ ἡ κεφαλὴ της, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας» (Πράξ. ι’, 38).

Ἡ Ἐκκλησία βλέπει τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὡς νούμερο. Τὸν βλέπει ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα. Διακονεῖ τὸν ἄνθρωπο, τοῦ συμπαρίσταται στὰ προβλήματά του, στὶς ἀσθένειες, στὶς δυστυχίες του, μὲ θυσιαστική ἀγάπη καὶ ἀνυστερόβουλη προσφορὰ τῶν συνειδητῶν στελεχῶν της. Κυρίως ὅμως φροντίζει, ἡ Ἐκκλησία μας, γιὰ τὸν φωτισμό, τὴν ἀνακαίνισι, τὴν μεταμόρφωσι, τὴν καλλιέργεια, τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ ἅγιοι τῆς Ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι οἱ μεγάλοι ἀδιάσειστοι μάρτυρες τῆς ἁγιοπνευματικῆς Ἀληθείας, ἀλλά καὶ τῆς μοναδικότητός της, ὡς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.

Γιὰ τὴν ἀνόθευτη Ἀλήθειά της, γιὰ τὴν ἁγιάζουσα λατρεία της, γιὰ τὴν βεβαία σωτηρία ποὺ μόνη Αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο, ἐμίσησε καὶ μισεῖ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ὁ ἀρχέκακος δράκων καὶ τὰ ὄργανά του.

Τά ὄργανά του εἶναι οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες αἱρεσιάρχες, οἱ ὁποῖοι ἐδημιούργησαν τὶς αἱρέσεις καὶ πολέμησαν τὴν Ὁρθοδοξία μὲ σατανικὸ μίσος. Ἐπεχείρησαν καὶ ἐπιχειροῦν νὰ διασπάσουν τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως τῆς μόνης καὶ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας μας.

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, διασώζουσα τὸ ἑνιαῖον καὶ ἀδιαίρετον, ἀπέκοπτε πάντοτε ἐκ τοῦ σώματός της, ὡς σεσηπότα μέλη, ὅλους ὅσοι ἐπιμένουν στήν πλάνη τῆς αἱρέσεως.

Ἔτσι ἀκριβῶς, οἱ Ἀρειανοί, οἱ Μοδεστιανοί, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Ἀπολλιναρισταί, οἱ Εὐνομιανοί, οἱ Μονοφυσίται, οἱ Παπικοί, οἱ Προτεστάντες, ἀπεκόπησαν. Στοὺς πονηροὺς καὶ σκοτισμένους καιρούς μας ἔχουμε καὶ τὴν παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἐπιδιωκομένη παγκοσμιοποίησι μάχεται σκληρὰ ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σήμερα.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας ἔδωσαν αἱματηρὲς πνευματικὲς μάχες, σφαγιάσθηκαν, ὑπέστησαν πολυώδινα βάσανα γιὰ νὰ ἀποτρέψουν τὴν ἀλλοίωσι τῆς Ἐκκλησίας μας. Χάριτι Θεοῦ ἐνίκησαν, κατέβαλαν τοὺς αἱρεσιάρχες, ὕψωσαν τὸν Σταυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, διεφύλαξαν τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα καὶ Ἦθος, παρέδωσαν σὲ ἐμᾶς ἀκηλίδωτη τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι καὶ τὴν Ἀλήθεια. Αὐτὸν τὸν θρίαμβο ἑορτάζουμε σήμερα!»

5/. Η πίστις θεμελιούται μόνο με την δύναμη του Τριαδικού θεού και όχι με τις δικές μας πεπερασμένες δυνάμεις ή την ανθρώπινη Σοφία.

«Κἀγὼ ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς ἀδελφοί, ἦλθον οὐ καθ᾿ ὑπεροχὴν λόγου ἢ σοφίας καταγγέλλων ὑμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον. καὶ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς, καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως, ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει Θεοῦ». ( Α΄ΚΟΡΙΝΘ: 2/1-5).

«Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτήτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ οὐκ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ· αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος· ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ῥιπιζομένῳ. μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ τοῦ Κυρίου. (ΙΑΚΩΒΟΥ: 1/1-7).14

γ.  Στην συνέχεια ο Ιούδας:

1/. Προειδοποιεί τους Χριστιανούς ότι στους κόλπους της Εκκλησίας παρεισέδυσαν δολίως ψευτοδιδάσκαλοι που αρνούνται τον Ένα και μόνον Δεσπότην και Κύριον Ιησούν Χριστόν, διαστρέφουν και παραχαράσσουν την Αλήθεια, την νοθεύουν με ψευδή ή αληθοφανή επιχειρήματα, προς δικαιολογία του ακολάστου και ανήθικου βίου τους, τους οποίους αποκαλεί ψευτοδιδασκάλους «πάλαι προγεγραμμένους».

Ποιοι είναι οι «πάλαι προγεγραμμένοι»;

Όλοι εκείνοι οι οποίοι προ πολλού χρόνου (από Αδάμ) έχουν προφητευθεί και καθορισθεί στην Αγία Γραφή, ότι θα ανεφαίνοντο και θα αναφαίνονται μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, και θα καταδικαστούν λόγω της ασεβείας και της παραχαράξεως των λόγων του Κυρίου, νοθεύοντες την Αλήθεια με αβάσιμα και αντιαγιογραφικά επιχειρήματα, προς δικαιολογία του ανήθικου, ακόλαστου και αντιχριστιανικού βίου τους.

Όλοι αυτοί χαρακτηρίζονται στην Αγία Γραφή και με άλλα ονόματα και φράσεις, όπως: «Υιοί του Αλλοτρίου» (ΨΑΛΜΟΙ,144/11), «Τάφοι κεκονιαμένοι» (ΜΑΤΘ: 23/27), «γενεά σκολιά» (ΠΡΑΞΕΙΣ:2/40), «Ληστές» (ΙΩΑΝΝΗΣ: 10/11, ΙΕΡΕΜΙΑΣ: 7/11), « Υιοί νυκτός και σκότους» (Α΄ΘΕΣΣΑΛ: 5/5), «Κατάρας Τέκνα», «Πηγαί άνυδροι» (Β΄ΠΕΤΡΟΥ: 2/15-17), κ.α.

2/. Τους υπενθυμίζει:

α/. Την διαχρονική πορεία του παλαιού λαού Ισραήλ, αφού τον έσωσε θαυματουργικώς από την γη της Αιγύπτου, και την καταδίκη όσων δεν επίστευσαν, να αποθάνουν στην έρημο και να μην απολαύσουν την γη της Επαγγελίας.

β/. Ότι ετιμώρησε ακόμη και τους αγγέλους που δεν ετήρησαν τις εντολές Του, τους απεμάκρυνε από τα ουράνια και τους ετοιμάζει την αιώνια καταδίκη τους, κατά την ημέρα της κρίσεως.

γ/. Την καθολική τιμωρία των Σοδόμων και Γομόρων (εξαφάνιση δια πυράς από προσώπου γης), λόγω της ασεβείας και της κατά φύσιν και παρά φύσιν πορνείας τους (Σοδομισμός) και τους λέγει ότι παρά τα γνωστά σ’αυτούς φοβερά παραδείγματα, και σήμερα (την εποχή του Ιούδα) οι άνθρωποι εξακολουθούν να παραπλανώνται, να περιϋβρίζουν τους αγγέλους και να παραβαίνουν τους νόμους του Κυρίου.

3/. Τους επισημαίνει ότι όσοι ακολουθούν αμετανοήτως τους παραπάνω ασεβείς, πορεύονται στις οδούς του Κάϊν, του Βαλαάμ και του Κορέ, τους έχει επιφυλαχθεί η ίδια αιώνια τιμωρία και τους αποκαλεί δένδρα φθινοπωρινά άκαρπα δίς αποθανόντα, κύματα άγρια θαλάσσης, αστέρες πλανήτες που ξέφυγαν από την τροχιά τους και πλανώνται εδώ κι’εκεί πλανώντες και πλανώμενοι.

4/. Καταγράφει, ότι για όλους αυτούς από Αδάμ μέχρι της Ελεύσεως του Κυρίου, έχει προφητεύσει ο Ενώχ, που αναφέρεται στους γενεαλογικούς καταλόγους, όσα έχουν προρρηθεί από τους Αποστόλους, έχει επιφυλαχθεί η ίδια αμετάκλητη τιμωρία.

5/. Προτρέπει τους πιστούς να προφυλάσσονται από τις πλάνες των ασεβών τους οποίους αποκαλεί «αποδιορίζοντες, ψυχικούς, Πνεύμα μη έχοντες»15, παραμένοντες στην άπαξ παραδοθείσα Πίστη τους, αδιαλλείπτως προσευχόμενοι, και καταλήγει:

Ας δοξάζουμε λοιπόν τον Πάνσοφο Θεόν, στον οποίον όσοι κριθούμε άξιοι θα οφείλουμε την σωτηρία μας, και ας αναγνωρίσουμε την μεγαλωσύνη, το κράτος και την εξουσία Του «νυν και εις πάντας τους αιώνας, αμήν».

δ. Παραλήπτες της επιστολής

Είναι άγνωστο ακριβώς ποιοι είναι οι παραλήπτες. Ως παραλήπτες θεωρούνται οι χριστιανοί των εκκλησιών της Μ. Ασίας, και αποκρούονται οι αντίθετες απόψεις νεωτέρων μελετητών. Εικάζεται πως είναι ή Παλαιστίνιοι αναγνώστες ή χριστιανοί της Συρίας.16 Επειδή δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση των παραληπτών, τους προσφωνεί γενικώς «οι εν Θεώ πατρί αγαπημένοι», παραθέτει στοιχεία από την Παλαιά Διαθήκη και την απόκρυφη Ιουδαϊκή γραμματεία, κάτι που υποδηλώνει εξοικείωση των παραληπτών με τα κείμενα αυτά. Επίσης καταπολεμά αιρετικές διδασκαλίες διαδεδομένες μεταξύ των εθνικών χριστιανών. Όλα τα παραπάνω δείχνουν πως είναι καθολική επιστολή και απευθύνεται και στις δύο ομάδες παραληπτών.17

Κατ’ άλλους παραλήπτες της Επιστολής ήταν οι Χριστιανοί της Μ. Ασίας, οι οποίοι μετά τον θάνατο του Παύλου, που στις τελευταίες του Επιστολές μάχεται τους αιρετικούς της Μ. Ασίας ή λίγο πριν από αυτόν, κατά την οριστική του και τελευταία του φυλάκιση, δέχθηκαν διά του συνεργάτη του Σιλουανού την Α' Πέτρου (5,12) και ύστερα την Β'. Μετά τον θάνατο του Πέτρου, ακολούθησε η Επιστολή του Ιούδα. Ο Πέτρος είχε προβλέψει τον επικείμενο θάνατό του και στην δεύτερη επιστολή του, που υπόσχεται υπόμνηση της διδασκαλίας του μετά τόν θάνατό του (1,14-15) ουσιαστικά προεξαγγέλει την Επιστολή του Ιούδα, η οποία είναι και υπόμνηση της διδασκαλίας που υπάρχει στην δεύτερη επιστολή του Πέτρου.18

Συνεχίζεται








1 Στέργιος Σάκκος (1930-2012) : Γεννήθηκε στο ορεινό Πολυνέρι των Γρεβενών το βράδυ της 12ης προς 13η Νοεμβρίου 1930. Το  1949 εισάγεται μεταξύ των πρώτων στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. και το 1953 λαμβάνει το πτυχίο με «άριστα 10». Το 1957 μετά από διαγωνισμό, στον οποίο αριστεύει, προσλαμβάνεται βοηθός στην έδρα της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. Το  1965 αναγορεύεται διδάκτωρ της Θεολογίας. Η διδακτορική διατριβή του με θέμα «Περί Αναστασίων Σιναϊτών» απέσπασε ιδιαίτερα ευμενείς κρίσεις όχι μόνον από Έλληνες αλλά και από ξένους κορυφαίους ερευνητές.

Το 1966-1968 μεταβαίνει στην Γερμανία για μεταδιδακτορικές σπουδές. Το 1970-1975 εκλέγεται και υπηρετεί ως έκτακτος καθηγητής της Εισαγωγής και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στην Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1983-1998 υπηρετεί ως τακτικός καθηγητής στο Τμήμα Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1987-1989 διατελεί πρόεδρος του Τμήματος Ποιμαντικής. Το 1987-2007 συνεργάζεται με τον π. Ιωάννη Διώτη για την επανέκδοση της μεγάλης Πατρολογίας του Migne και καταρτίζει τους πίνακες χωρίων της Αγίας Γραφής.

Κατά την διάρκεια της πανεπιστημιακής του θητείας και μετά την αφυπηρέτησή του, έδινε διαλέξεις στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Συμμετείχε δε ως εισηγητής σε πολλά Θεολογικά Συνέδρια στην πατρίδα μας και στο Εξωτερικό (Κύπρο, Βουλγαρία, Ρουμανία).

Το πλούσιο συγγραφικό έργο του υπερβαίνει τα 80 συγγράμματα με χιλιάδες σελίδες, ενώ άφησε και δεκάδες ανέκδοτα έργα. Τα συγγράμματά του καλύπτουν όλους τους τομείς της Θεολογίας: Ερμηνευτική, δογματική, αγιολογία, απολογητική, κατηχητική. Διακρίνονται για την πρωτοτυπία, τη σαφήνεια, τις ορθόδοξες και πατερικές θέσεις. Έλληνες και ξένοι θεολόγοι αναφέρονται σε αυτά με θαυμασμό.

Παράλληλα με την επιστημονική του δραστηριότητα ο σοφός και χαρισματικός καθηγητής ανέπτυξε πλούσια εκκλησιαστική, κηρυκτική και κατηχητική δράση. Πραγματοποίησε χιλιάδες ομιλίες και διαλέξεις σε πολλές πόλεις της Ελλάδος, καθώς και στους ομογενείς του εξωτερικού, στη Γερμανία (1966-1968, 1987, 1988-1989), Αγγλία (1982-1983) και Αυστραλία (1985). Ως συνεργάτης ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών επί σειρά ετών παρουσίασε θέματα εκλαϊκευμένης θεολογίας. Στην κοινωνική και φιλανθρωπική δράση υπήρξε επίσης αξιοθαύμαστος. Συμμετέχοντας στα προβλήματα των χειμαζομένων ορθοδόξων αδελφών πραγματοποίησε επισκέψεις στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου και της Βοσνίας. Απέθανε το ξημέρωμα της Κυριακής του Πάσχα (15-4-2012).

2 Σάκκος Στέργιος. Υπόμνημα εις την Επιστολήν του Ιούδα, Θεσσαλονίκη (1970). σελ. 199.

3 Σάκκος Στ., σελ.196-198.

4 Καραβιδόπουλος, Ιωάννης (2004). Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη. Θεσσαλονίκη: Π. Πουρναράς, σελίδες 437–441. σελ. 439.

5 Σάκκος Στ., σελ. 67-85.

6 Αγουρίδης Σάββας (1991). Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην. Αθήνα: εκδόσεις Γρηγόρης. σελίδες 395–402.,Καραβιδόπουλος, σελίδες 53, 441, Παναγόπουλος, σελ. 394.

7 Σάκκος, σελ. 146-170 και 286-289.

8 Καραβιδόπουλος, σελ. 438, Παναγόπουλος, σελίδες 394–395.

9 Παναγόπουλος, Ιωάννης (1994). Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη. Αθήνα: Ακρίτας. Σελ. 395.

10 Καραβιδόπουλος, σελ. 438.

11 Σάκκος, σελ. 93-108.

12 Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου Ερμηνείας, Παν. Τρεμπέλα, Αθήναι, Οκτ. 1974, σελ. 990-994.

13 Η Παλαιά Διαθήκη, τ. Α΄, Πεντάτευχος, Εισαγωγή, υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, Αθήναι, 1989, σ.16-17.

14 «Να την ζητεί όμως με σταθεράν και ακλόνητον πίστιν, χωρίς να κυμαίνεται και να αμφιβάλλει, αν θα του την δώση ο Θεός, διότι εκείνος που αμφιβάλλει και κλονίζεται, μοιάζει με κύμα θαλάσσης, που δέρνεται από τον άνεμο και πηγαίνει εδώ και εκεί κατά την φοράν του ανέμου. Διότι ας μη νομίζη ο άνθρωπος αυτός, ο ολιγόπιστος και ακατάστατος, ότι θα πάρει από τον Κυριον κάτι από όσα του ζητεί» (Ερμηνεία χωρίων 1/6,7 της επιστολής Ιακώβου).

15 Ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού έχει πνοή ζωής που τον έκανε ψυχικό άνθρωπο, αλλά και πνεύμα ζωοποιούν που τον έκανε πνευματικό. Ο άγιος Ειρηναίος γράφει: «Έτερον εστί πνοή ζωής, η και ψυχικόν απεργαζομένη τον άνθρωπον· και έτερον πνεύμα ζωοποιούν, το και πνευματικόν αυτόν αποτελούν… Η ουν πνοή πρόσκαιρος, το δε πνεύμα αένναον». Έτσι πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που μέσα του έχει την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.

«Ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού πνευματικός άνθρωπος δεν είναι εκείνος που ζη με το φυσικό άϋλο στοιχείο της φύσεώς του, δηλαδή την ψυχή, αλλά εκείνος που ζη σύμφωνα με το Άγιον Πνεύμα που τον ζωοποιεί και αφθαρτοποιεί και έτσι μετέχει της θείας αθανασίας».

Ο άνθρωπος μετά την δημιουργία του είχε ψυχή και σώμα, αλλά μετείχε και του Αγίου Πνεύματος.

«Η ζωοποιός ενέργεια του Πνεύματος δεν δίνεται στον άνθρωπο κατά αυτόματο και μαγικό τρόπο. Απαιτείται η συνεργός προσπάθεια του ανθρώπου να ζήση δια της πίστεως και αγάπης σύμφωνα με τον αρχικό και τελικό προορισμό του. Όταν όμως ο άνθρωπος δεν ακολουθεί το Πνεύμα, στερείται της ζωοποιού ενεργείας του Θεού και καθίσταται ψυχικός».

Οι Πρωτόπλαστοι, ο Αδάμ και η Εύα, είχαν ψυχή και σώμα, αλλά και την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία χαρίτωνε τον όλο άνθρωπο. Με αυτό δεν εννοείται κάποιο τρισύνθετο, αφού το Άγιον Πνεύμα φώτιζε την ψυχή και το σώμα και έτσι ο άνθρωπος ήταν πνευματικός. Αυτό το γνωρίζουν επαρκώς οι Θεούμενοι, που βλέπουν εκ πείρας την διαφορά μεταξύ ψυχικού και πνευματικού ανθρώπου.(Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΚΑΘ' ΟΜΟΙΩΣΗ ΘΕΟΥ, π. Ιωάννης Ρωμανίδης)

16 Αγουρίδης Σάββας (1991). Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην. Αθήνα: εκδόσεις Γρηγόρης. σ. 401.

17 Παναγόπουλος, Ιωάννης (1994). Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη. Αθήνα: Ακρίτας. σελίδες 391–398.

18 Σάκκος, σελ. 100 και 429-432.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου