ΤA ΓEΓONOTA ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
ΤΟΥ 1821 ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ.
(ΕΙΔΙΚΟΝ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ1821 ΚΑΙ TΩN ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΩΝ,
ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΠΡΟΣ ΑΠΟΤΙΝΑΞΗ ΤΟΥ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥ ΖΥΓΟΥ)
ΜΕΡΟΣ 3oν
5. ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΤΕΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ.
α. Στις 3 Απριλίου (Κυριακή των Βαΐων) και με
υπόδειξη του Άγγλου προξένου Φίλιπ Τζέϊμς Γκρην (Philip James Green), κατέφθασε
στην Πάτρα ο Οθωμανός στρατηγός Γιουσούφ Σέρεζλης1 ο οποίος και έλυσε την πολιορκία που επιχειρούσαν οι
Έλληνες στο κάστρο, ενώ στην συνέχεια ακολούθησε αυτόν, ο Αλβανός/Σκιπετάρος Μουσταφά μπέης που κατευθύνθηκε προς το Αίγιο και την Τριπολιτσά.
Κατόπιν ο Γιουσούφ, κατέστρεψε και λεηλάτησε την Πάτρα.
Μετά την καταστολή της εξεγέρσεως των Αχαιών, δεν
ακολούθησε άλλη τοπική πολεμική δραστηριότητα στην περιοχή τόσο της πόλεως όσο
και ευρύτερα, στην Αιγιάλεια και τα Καλάβρυτα (περιοχές που ήταν ήδη
ελεύθερες). Επανελήφθησαν
κάποιες περιορισμένες χρονικώς πολιορκίες του κάστρου μέχρι τον Οκτώβριο του
ίδιου έτους. Το Αχαϊκόν
Διευθυντήριον, ειδικά μετά την μάχη του Λάλα (9-13 Ιουνίου 1821),2 επισκιάσθηκε από την Πελοποννησιακή Γερουσία.
Εικάζεται ότι αμέσως μετά τα παραπάνω συμβάντα έφθασε
στο Ρωσικό Προξενείο των Πατρών, η είδηση περί της αποκηρύξεως του Αλέξανδρου
Υψηλάντη από τον Τσάρο καθώς και ο «αφορισμός» του από τον Πατριάρχη, από την
οποία προκλήθηκε απογοήτευση και ανησυχία, η οποία όμως, όπως αποδείχθηκε,
γρήγορα ξεπεράστηκαν από την ορμή που είχαν πάρει ήδη οι επαναστατικές
κινητοποιήσεις.
Τον επόμενο χρόνο
(1822) ακολούθησαν εντονώτερα γεγονότα από τον Θ. Κολοκοτρώνη που αφορούσαν
στην ευρύτερη περιοχή των Πατρών και όχι το κάστρο. Γεγονός είναι ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επιθυμούσε μετά την
απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, την απελευθέρωση ολόκληρης της Πελοποννήσου και
βέβαια των Πατρών.
Λέγεται ότι, η τότε προσωρινή Διοίκηση (κυβέρνηση) υπεσχέθη
να τον ορίσει αρχηγό της πολιορκίας, αλλά οι τοπικοί άρχοντες αντιδρούσαν. Καθ’ημάς, ούτε η
κυβέρνηση ούτε οι κοτζαμπάσηδες επιθυμούσαν να αναλάβει ο Θ. Κολοκοτρώνης την
επιχείρηση απελευθερώσεως της πόλεως των Πατρών.
Γιατί άραγε; Τι
εφοβούντο αμφότεροι;
Οι μεν πρώτοι (τα μέλη της κυβερνήσεως)
πρωτοστατούντος του Αγγλόδουλου Μαυροκορδάτου, εκτελούντες εντολήν των Άγγλων
αντιδρούσαν σφοδρώς στον ξεσηκωμό των ραγιάδων Ρωμηών/Ελλήνων, ακολουθούντες το
«δόγμα του Αδ. Κοραή περί ακαίρου εκρήξεως της επαναστάσεως, οι δε δεύτεροι (η πλεοψηφία των κοτζαμπάσηδων), φοβούμενοι μήπως
απολέσουν:
.Τα προσδοκώμενα
πολιτικά οφέλη από την επιτυχή έκβαση της επαναστάσεως (Ανάληψη και της
πολιτικής ηγεσίας από τον Κολοκοτρώνη, η λαοφιλία του οποίου είχε φθάσει στο
αποκορύφωμα).
.Τα «κεκτημένα»/προνόμια
που είχαν αποκτήσει από την μακρόχρονη «συνεργασία» τους με τους Οθωμανους
κατακτητές.
β. Όμως, τον Φεβρουάριο του 1822, οι τότε κυβερνητικοί τον χρειάστηκαν όταν
ο Οθωμανικός στόλος αποβίβασε χιλιάδες στρατό στην πόλη των Πατρών. Μετά την άλωση της
Τριπόλεως (23 Σεπτ. 1821), οι Οθωμανοί φοβούμενοι την επέκταση της Επαναστάσεως
σ’ όλη την Πελοπόννησο και αποφασισμένοι να εκδικηθούν για την συντριβή τους
στην Τρίπολη, άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατεύματα από την ΄Αρτα, Ρούμελη,
Ναύπακτο και αλλού (ακόμη και από τα Γιάννενα), για να ενισχύσουν τις δυνάμεις
τους στον Μωριά.
Παράλληλα προέβησαν :
· Σε
ενίσχυση των ναυτικών δυνάμεών τους.
· Σε
συγκέντρωση ισχυρών δυνάμεων πεζικού από την Ανατολική Στερεά που θα
διεκπεραιούντο στην Πελοπόννησο μέσω του Ισθμού.
Κύριος στόχος του Χουρσίτ Πασά, που είχε
ορισθεί αρχικά σαν αρχηγός των Οθωμανικών δυνάμεων, ήταν με βάση την Πάτρα, να
εξορμά προς τις επαρχίες να καταφέρει άμεσα και ισχυρά κτυπήματα στις Ελληνικές
Επαναστατικές δυνάμεις και έτσι να καταπνίξει την Επανάσταση.
Η τότε σχηματισθείσα Ελληνική Κυβέρνηση και
το Βουλευτικό, συνειδητοποίησαν εγκαίρως τον κίνδυνο και απεφάσισαν να αντιδράσουν
άμεσα. Προήγαγαν τον Θ. Κολοκοτρώνη
σε στρατηγό και τον εξουσιοδότησαν να απελευθερώσει την Πάτρα. Η
Διαταγή της Κυβερνήσεως προς τον Κολοκοτρώνη περί εκστρατείας στην Πάτρα υπό
την ηγεσία του, περιελάμβανε και την εξής σημείωση για συγκέντρωση των
αναγκαίων στρατευμάτων :
«Δια την πολιορκίαν Παλαιών Πατρών και
Καστελίου (Ρίον) υπό τον στρατηγό Θεόδωρον Κολοκοτρώνην να συγκεντρωθούν: Εξ Αρκαδίας στρατιώται 1000, Πύργου και Αγουλινίτσας 300, Γαστούνης 1000,
Π. Πατρών 600, Βοστίτζης 300, Καλαβρύτων 1.700, Καρυταίνης 750, Φαναρίου 350,
Κορίνθου 500. Σύνολον 6.500».
Ο Κολοκοτρώνης αφού πήρε την Εντολή από το
Εκτελεστικό, άρχισε αμέσως την στρατολογία στις Επαρχίες. Κέντρα συγκεντρώσεως
των στρατολογούμενων ορίσθηκαν η Γαστούνη και τα Καλάβρυτα. Από εκεί οι δύο
μεγάλες φάλαγγες θα ενώνονταν έξω από την Πάτρα. Ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του
διηγείται :
«Στην
1η Μαρτίου έφθασα στην Πάτρα, επέρασα από Καρύταινα, Πύργο, Γαστούνη και Πάτρα.
Εσύναξα 6.000. Αρχηγοί Α. Ζαϊμης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Πετιμεζαίοι, Σέκερης με
τους Τριπολιτσιώτες, Λόντος με τους Βοστιτσάνους. Φθάνοντας εις στην Πάτρα
επήγαμε με Καρυτινούς και Πυργιώτες έως 4.000 και Καλαβρυτινούς, ο Ζαϊμης, ο
Λεχουρίτης, έως 1.000, και από την Πάτρα οι ντοπικοί ως 500 και ήσαν οι Κουμανιωταίοι
επικεφαλής. ΄Ητο και με 300 Βοστιτσάνους
ο στρατηγός Λόντος, στα Σελά κατά το Καστέλι της Πάτρας.
Εγώ πηγαινάμενος δεν ήξευρα τον τόπο της
Πάτρας, 28 Φεβρουαρίου. Και
ερχόμενοι εμείς, εβγήκαν οι Τούρκοι έως 5.000, εβγήκαν να λαφυραγωγήσουν εις
την Αχαϊαν και έντεσε η εμπροστινέλα του Γενναίου (Κολοκοτρώνη). ΄Εφθασε και ο
Κολιόπουλος και τους εκυνήγησαν έως έξω της Πάτρας και από πίσω ερχόμουν εγώ
και εμαζωχθήκαμε όλοι εις το Σαραβάλι
και ευθύς έστειλα 100 νομάτους και έπιασαν το Μοναστήρι του Γεροκομείου, τίρο
κανονιού από την Πάτρα. Βλέποντας οι
Τούρκοι ότι επιάσθηκε το Μοναστήρι, εβγήκαν εις πόλεμον νομίζοντες ότι ήσαν
καθώς πρώτα. Και τα στρατεύματα
εκινήθηκαν τα ιδικά μας και έγινε ο πόλεμος σφοδρός και επήραμε κεφάλια
καμμιά ογδονταριά».
Έτσι περιγράφει ο Κολοκοτρώνης τις πρώτες
τοπικές συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή
των Πατρών που είχαν σαν αποτέλεσμα τις πρώτες απώλειες των Τούρκων
και την κατάληψη του Γηροκομείου από ένα
αξιωματικό του δολοφονημένου Καρατζά.3
γ.
Η μάχη του Σαραβαλίου
1/. Κατά την διάρκεια των πρώτων εχθροπραξιών
κατέφθασαν και οι Καλαβρυτινοί, κι’ από την άλλη μεριά την Πάτρα και άλλοι Οθωμανοί,
με αποτέλεσμα να γενικευθεί η μάχη. Επίσης έφθασε για βοήθεια κι’ ο Πλαπούτας
κι’ ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με τον σημαιοφόρο του πατέρα του, Νικόλαο
Καραχάλιο. Αυτός τραυματίστηκε στο κεφάλι αμέσως και καθώς έπεσε ζαλισμένος,
δημιούργησε την εντύπωση στους Τούρκους πως πρόκειται για μια πρώτης γραμμής
επιτυχία και επέπεσαν με αλαλαγμούς χαράς κατά των Ελλήνων. Όμως ο σημαιοφόρος
Καραχάλιος συνήλθε και καθώς σηκώθηκε με αναπεπταμένη την σημαία, οι Τούρκοι
ξαφνιάστηκαν, αποκόπηκε η επιθετική ορμή τους και μετατράπηκε σε φυγή, αφού οι
Ελληνικές δυνάμεις εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση. Τους κυνήγησαν μέχρι τα πρώτα
σπίτια των Πατρών. Θα έμπαιναν στην
πόλη, αν δεν διατάζονταν από τον Κολοκοτρώνη να επιστρέψουν στις βάσεις τους.
Ορθότατη
η ενέργεια του στρατηγού Κολοκοτρώνη, εκείνη την χρονική στιγμή, διότι δεν είχαν
σταθεροποιηθεί οι θέσεις τους και δεν είχαν ολοκληρωθεί οι αναγνωρίσεις, ώστε
να διαπιστωθούν :
α/. Που και πόσες ήσαν οι εχθρικές Δυνάμεις.
β/. Ποιες ήσαν οι δυσκολίες για εχθροπραξίες
μέσα στην πόλη των παλαιών Πατρών (Κίνδυνος εγκλωβισμού).
γ/. Εάν απαιτούντο ενισχύσεις
για ανάληψη γενικής εκκαθαριστικής επιχειρήσεως προς απελευθέρωση των Πατρών.
2/. Ετσι φθάσαμε στις 9 Μαρτίου 1822, μια ιστορική μέρα για τους ΄Ελληνες, με την
παρακάτω διάταξη των Ελληνικών δυνάμεων που έσφιγγαν τον κλοιό γύρω από την Πάτρα (Μικρές διαφοροποιήσεις
λόγω των προηγηθεισών εχθροπραξιών).
α/. Στην Οβρυά ο Κ.
Πετμεζάς, ενισχυμένος με τους Κεφαλλονίτες.
β/. Στο Παλιόπυργο, ο
Γενναίος Κολοκοτρώνης με τον Τζανέτο Χριστόπουλο και τους Φαναρίτες.
γ/. Στον Ομπλό ο Ζαΐμης
με τους Καλαβρυτινούς.
δ/. Στο Πουρναρόκαστρο,
ο Κανέλλος Δεληγιάννης.
ε/. Στην θέση Κυνηγού
κοντά στο Γεροκομειό, οι Κουμανιωταίοι.
στ/. Στο ληνό του
Σεϊταγα, πιο πάνω από το Γεροκομειό προς του Ρωμανού, ο Γιώργης Σέκερης με τους Τριπολιτσιώτες.
ζ/. Στο ληνό του
Νικόλαου Λόντου, ο Αναγνώστης Παπασταθόπουλος με τους Πυργιώτες, ο Ιωάννης
Πέτας με τους Ζακύνθιους, ο Χριστόφορος Ζαχαριάδης και ο Αποστόλης
Κολοκοτρώνης.
Υπήρξε επαφή μεταξύ των σωμάτων και μεγάλη
τάξη στο στρατόπεδο. Ο Γ. Σισίνης, είχε αναλάβει την επιμελητεία και την
φροντίδα για τροφοδοσία από την Γαστούνη (φαγητό, πυρομαχικά, ιατρ. Φροντίδα,
κ.λ.π.).
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε την δράση του
Μιαούλη στην θάλασσα που «έκαμε μεγάλη χαλάστρα εις τα καράβια των Τούρκων και
έφυγαν και επήγαν στην Κωνσταντινούπολη και τα δικά μας έμειναν εκεί όταν
κάναμε τον πόλεμο» (20 Φεβρ. 1822),
μας διηγείται ο Θ. Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του.
3/. Οι
στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Γηροκομειό και το Σαραβάλι.
α/. Ο Μεχμέτ Πασάς,
αρχηγός των δυνάμεων του Φρουρίου των Πατρών, κάλεσε για ενίσχυση και τον
Γιουσούφ, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στη Ναύπακτο, να ενεργήσουν το συντομώτερο
και συντονισμένα, ώστε να ανατρέψουν την σε βάρος τους κατάσταση. Αποτέλεσαν
συνολικά ένα στράτευμα από δώδεκα χιλιάδες άνδρες, σύμφωνα με άλλους εννέα
χιλιάδες, με την συνδρομή πυροβολικού και ιππικού, και ξεκίνησαν τις
επιχειρήσεις χάραμα της 9ης Μαρτίου.
Συνεννοηθέντες οι δύο πασσάδες, εσυνάχθησαν
όλοι στας Πάτρας και στις 9 Μαρτίου έγιναν 3 κολόνες (φάλαγγες), η μια κατά των
Πατρέων στην Θέση Κυνηγού, η άλλη στο Κέντρο, κατ’ ευθείαν στο Γηροκομείο
(Γεροκομειό) και η τρίτη κάτω από το Γεροκομειό, στις σταφίδες.
Πρώτος στόχος λοιπόν η θέση Κυνηγού. Επέλεξαν
την θέση αυτή σαν πιο αδύναμη, γιατί την βαστούσαν μόλις εκατό άνδρες, που κι’
αυτοί εναλλάσσονταν καθημερινά από τα διάφορα στρατιωτικά σώματα, με την
ανατολή του ηλίου. Χαράματα, πιάνουν την θέση αυτή οι Οθωμανοί, και η ελληνική
ομάδα της φρουράς που ήλθε το ίδιο πρωΐ να πιάσει την θέση, αιφνιδιαστικά
δέχτηκε τα πυρά των ενεδρευόντων Οθωμανών. Σκοτώθηκε
ο σημαιοφόρος της Ελληνικής φρουράς και οι υπόλοιποι αιφνιδιασθέντες από το
γεγονός, υποχώρησαν.
β/. Η αποσταλείσα από
τον Κολοκοτρώνη βοήθεια, από τους
Πλαπούτα, Γενναίο Κολοκοτρώνη, Κ. Πετμεζά, Κανέλλο Δεληγιάννη, αποκρούστηκε από
τους πολυάριθμους σε δύναμη Οθωμανούς. Από την στιγμή αυτή, ανέπτυξαν τις
δυνάμεις τους και χτυπούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, όπου παρατηρούσαν να
υπάρχουν ελληνικά στρατεύματα. Προς στιγμή επήλθε σύγχυση στις Ελληνικές
δυνάμεις. Ο Γενναίος μόλις πρόφθασε να καταφύγει και να κλειστεί στο ληνό του
Σεϊταγα, όπου βρίσκονταν ο Γ. Σέκερης με τους Τριπολιτσιώτες. Οι Οθωμανοί κατέλαβαν τα υψώματα γύρω από
το ληνό και κτυπούσαν με κανόνια, καθώς και το αποκλεισμένο Γεροκομειό.
Οι Οθωμανοί με άλλες κινήσεις
προσπάθησαν να αποκόψουν τα ελληνικά
σώματα, ώστε να μην υπάρχει ανάμεσά τους σύνδεσμος, να τα απομονώσουν και να τα
συντρίψουν ή να τα διασκορπίσουν και να τα απωθήσουν προς τα ορεινά μέρη. Όλα
τα σώματα διασκορπίστηκαν και υποχωρούσαν άτακτα, και μόνο κάποιες εστίες αντιστάσεως
έμεναν: Ο ληνός του Σεϊταγα, το Γεροκομειό και ένας
ληνός στην άκρη της πεδιάδας, που είχε πιάσει ο Πλαπούτας. Ολόκληρη η πεδιάδα μέχρι την Λεύκα ήταν στα χέρια των Οθωμανών.
Απόπειρα του Ζαΐμη να κατέβει έφιππος από τον
Ομπλό για να βοηθήσει αυτούς του Γηροκομείου,
έπεσε σε ενέδρα, σε ένα ασβεστοκάμινο που το φύλαγαν ιππείς και κινδύνευσε να
πιαστεί αιχμάλωτος. Κατάφερε να απομακρυνθεί και να αποφύγει τους Οθωμανούς,
αφού πρώτα το αφηνιασμένο άλογό του τον πέταξε σε ένα ρέμα.
γ/. Σύμφωνα με
διασωθείσα και καταγεγραμμένη παράδοση, όταν οι Οθωμανοί άρχισαν να κυνηγούν τις Ελληνικές
δυνάμεις, ένας καλόγερος με το όνομα Καλλίνικος, επονομαζόμενος Παπακουλουράς ή
Φλεσάκος (ανήκε στο σώμα του Καν. Δεληνιάννη) που κρατούσε το
εικόνισμα της Παναγίας, το πέταξε σ’ ένα βάτο λέγοντας: «Τράβα και εσύ με τους Τούρκους, αφού το θέλεις. Δεν θα γυρίσω να
σε πάρω αν δε δυναμώσεις τους ΄Ελληνες, να κυνηγήσουν τους Τούρκους». Έτσι και
έγινε! Μετά την εκδίωξη των Τούρκων από το Γεροκομειό, ο καλόγερος ξαναπήρε το
εικόνισμα της Παναγίας. Τότε απέδωσαν, όλοι, αυτή την ενέργεια σε θαύμα.
Είχε φθάσει το δειλινό και συνέχιζαν την
επίθεση οι Τούρκοι. Ο Κολοκοτρώνης, από
το ΣΑΡΑΒΑΛΙ, παρακολουθώντας την εξέλιξη της μάχης, αντελήφθη την κρισιμότητα
της καταστάσεως. Εκείνη την ώρα φιλοξενούσε τρεις ξένους. Τον Επίσκοπο της
΄Αρτας Πορφύριο, μετά του γραμματέως του Μιχ. Οικονόμου, που είχε έλθει για να
ζητήσει στρατιωτική βοήθεια από τους Πελοποννήσιους για την δυτική Ελλάδα, τον
Πατρινό πρόκριτο Ανδρέα Καλαμογδάρτη, και τον Παναγιώτη Πατρινό.
Ανήσυχος ο Κολοκοτρώνης, για την τροπή που
είχαν πάρει τα πράγματα, πήρε την απόφαση να επέμβει προσωπικώς στην μάχη. Στον
δρόμο συγκέντρωσε τους διασκορπισμένους. Τον Παρασκευά Πλαπούτα που συνάντησε
με πενήντα, τους έστειλε στο ασβεστοκάμινο (χορυγοκάμινο) παρά τον Γλαύκο, για
να χτυπήσουν τους Τούρκους ιππείς. Διστάζοντας αυτοί, τους ενίσχυσε την
πεποίθηση, πως σε περίπτωση κινδύνου, θα έτρεχε σε βοήθειά τους. Με τον
σημαιοφόρο του Ν. Καραχάλιο και τον Φωτάκο, τράβηξαν ψηλά στην Λεύκα, όπου στα
υψώματα είχε καταφύγει ένα μέρος των
διασκορπισμένων Ελλήνων. Τους φώναξε με την βροντώδη φωνή του:
«Που
είστε, μωρέ Έλληνες; Κάτω Έλληνες, Εδώ είναι ο Κολοκοτρώνης».
Στην φωνή του οι αγωνιστές αναθάρρησαν και άρχισαν
να κατεβαίνουν. Τους χώρισε στα δύο. Η μια ομάδα εστάλη σε βοήθεια του Παρασκευά
Πλαπούτα, στην ασβεστοκάμινο, και η άλλη στο ληνό του Σεϊταγα, που αμύνονταν με
τον Γενναίο και τον Σέκερη. Ο Κολοκοτρώνης παρετήρησε που ήταν στημένη η σημαία
εφόδου των Οθωμανών. Απέναντι αυτής, διέταξε τον Κουμανιώτην με τους Πατρινούς
και κατέλαβαν το έναντι μέρος, στήσαντες την δικήν τους σημαίαν.
Με την
ενθάρρυνση του Κολοκοτρώνη, ο Πλαπούτας επέτυχε την κατάληψη της
ασβεστοκαμίνου.
δ/. Αποτέλεσμα αυτής της
ενεργείας, ήταν η διάνοιξη του δρόμου και το καταδιωκόμενον σώμα του Ζαΐμη να
ενωθεί μετά των άλλων Ελλήνων, οι δε πασάδες απεσύρθησαν προς την περιοχή του
Γηροκομείου (Φωτάκος, Απομν. Α΄ 299, 302). Ο τυμπανιστής του αρχιστρατήγου
Νικολέτος, Ζακύνθιος, ανήλθε κατά διαταγήν του εις μίαν μορέαν και εκτύπα
συνεχώς σύναξη των εις τα ορεινά ευρισκομένων στρατιωτών. Και πράγματι, οι
στρατιώτες επειθάρχησαν και προσήρχοντο. Για να τους εμφυσήσει θάρρος ο
Κολοκοτρώνης, ανέβηκε σε ένα ύψωμα, έκανε πως εξέταζε την περιοχή με το
τηλεσκόπιο, και κτυπώντας παλαμάκια, φώναξε: «Ετσάκισαν οι Τούρκοι. Πάρτε τους Ελληνες».
Αυτό
ήταν! Όλα άλλαξαν στην στιγμή!
ε/. Ο Κολοκοτρώνης δεν
άργησε να αντιληφθεί ότι οι Οθωμανοί είχαν συγκεντρώσει στο κέντρον τους, το
οποίον ατένιζε την όχθην του Γλαύκου εις γωνίαν με την πεδιάδα, πολλές
δυνάμεις, τα δε άκρα τους, εις τα οποία εκινείτο το ιππικόν τους ήσαν αδύνατα.
Προς ένα εξ αυτών μετέβη από ορεινό μονοπάτι, ακολουθούμενος υπό του υπασπιστού
του Φωτάκου και του σημαιοφόρου του Καραχάλιου, ήτοι εις Νερομάναν (ύπερθεν του
χωριού Ρωμανού). Εκεί έφθασεν έφιππος με πεζούς που τον ακολουθούσαν. Και από
εκεί, έβαλε φωνήν και συνεκέντρωσε τους εις τα ορεινά ανελθόντας στρατιώτας.
Αποτέλεσμα:
Βρέθηκε
σε θέση με τακτικό πλεονέκτημα (Πεδία βολής και σε ψηλότερο μέρος, σε σχέση με
τις ολίγες δυνάμεις των Τούρκων, έστω και με ιππείς).
στ/. Εν τω μεταξύ η πίεση
των Τούρκων προς τους ΄Ελληνες τους εγκλωβισμένους εις το Γηροκομείον και ληνόν
Σαήτ αγά, ήταν ασφυκτική. Οι του
ληνού, ήτοι οι Γεν. Κολοκοτρώνης, Ν. Μπούκουρας, Γ. Σέκερης και Π.
Παπαδημητρακόπουλος, ηγωνίζοντο πλέον εντός του ληνού και υπέφερον
περισσότερον. Ο ληνός είχεν εις το μέσον ένα πυρπολημένον πύργον, ο οποίος και
ήτο περιμανδρωμένος γύρωθεν. Οι πολιορκούμενοι έθεταν ξύλα επί των ερειπίων και
πολεμούσαν !! Είχαν απομείνει περί τους 150 (οι Τριπολιτσιώται είχον αποχωρήσει) και εδέχθησαν
αλλεπαλλήλους, εφόδους, αλλά δεν εκάμφθησαν.
Η θέσις των ευρισκομένων εις το Γηροκομείον
ήταν δυσχερής. Επλησίαζεν το βράδυ. Τότε ο Κολοκοτρώνης, ενώ η μάχη είχεν
ανάψει παντού, ανήλθεν εις το ύψωμα, παρά την Νερομάναν και εξήτασε, όπως
συνήθιζε, με το τηλεσκόπιόν του δεξιά και αριστερά του, τους μαχόμενους εις δύο
χώρους, τους οποίους εχώριζε το ύψωμα, όπου ευρίσκετο. Εις μίαν στιγμήν, με
ενθουσιασμόν άρχισε να φωνάζη με την γνώριμον εις τους στρατιώτας του
στεντορείαν φωνήν του και από την μιαν πλευράν και από την άλλην :
«Ετσάκισαν οι Τούρκοι, πάρτε τους, ΄Ελληνες, ετσάκισαν οι
Τούρκοι». ΄
Ελληνες και Τούρκοι δεν έβλεπαν τι γίνεται
εις τον άλλον χώρον της μάχης, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι και του ενός και του
άλλου μέρους, εγκατέλειψαν τον αγώνα δια να μην απομονωθούν. Οι ΄Ελληνες
ενθουσιασμένοι άρχισαν να τους καταδιώκουν.
Μόλις ο Κολοκοτρώνης αντελήφθη την επιτυχίαν
του στρατηγήματός του και ότι η πίεσις επί
του ληνού του Σαήτ αγά εχαλαρώθη, έσπευσεν
έφιππος δρομαίως εις τον ποταμόν Γλαύκον υψηλά, όπου είχεν αφήσει τους 50
με στημένην την σημαίαν. Τώρα εύρε συγκεντρωμένους εκεί τους περισσότερους και
διέταξε να κινηθούν αμέσως προς το κέντρον της εχθρικής δυνάμεως, όπου ήταν η
κύρια δύναμις του εχθρού. Επικεφαλής ο ίδιος, επροχώρησε προς το κάτω μέρος του
Ρηγανοκάμπου. Από εκεί, αφού διεσκόρπισεν όσους Τούρκους εύρεν ακόμη να
πολεμούν εις την Νερομάναν, προσέβαλε τους πολιορκούντας τον ληνόν και
Γηροκομείον.
Ο
Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι εφόνευσεν εκεί ο ίδιος έναν Τούρκον συνταγματάρχην
(μπίμπαση), εξαίρει δε την δραστηριότητα εις την καταδίωξιν, του σώματος των
Πατρινών υπό τους Κουμανιώτας.
ζ/. Τα Οθωμανικά
στρατεύματα μη έχοντας καλό σύνδεσμο ανάμεσά τους και καλό οπτικό πεδίο για το
τι γίνεται στα άλλα μέρη, πίστεψαν πως σε όλα τα άλλα μέρη υποχωρούσαν οι δικοί
τους, άρχισαν από κάθε μέρος να υποχωρούν. Αντίθετα οι Ελληνες, αισθανόμενοι
την παρουσία του αρχηγού τους, σχημάτισαν την πεποίθηση, πως πραγματικά οι Οθωμανοί
υποχωρούσαν. Ο πανικός από την Νερομάνα μετεδόθη σε όλες τις μαχόμενες καλώς
έως τότε Τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες και τότε και μετά την μάχην, επίστευσαν
ότι η αρχική (πρωϊνή) υποχώρηση των Ελλήνων απετέλει πολεμικόν στρατήγημα.
Δυστυχώς οι Έλληνες που ήσαν εις το
Γηροκομείον, δεν αντελήφθησαν εγκαίρως την φυγήν των Τούρκων και δεν εξήλθον να
τους κτυπήσουν εκ των όπισθεν, οπότε αι απώλειαι εκείνων θα ήσαν μεγαλύτεραι.
Κατά τον Φωτάκον (Απομνημονεύματα, σ. 304):
«…η θέσις Γεροκομειό είναι κομμάτι χαμήλωμα
και από το μέρος το δυτικονότιον δεν φαίνεται καλά». Εάν εξήρχοντο οι του
Γηροκομείου, θα συνελάμβανον τους δύο πασάδες και τα κανόνια των, «διότι η
θέσις ήτο περιφραγμένη με μεγάλες γράναις, της οποίας είχαν δια της σταφίδαις
των οι ΄Ελληνες».
4/. Απολογισμός
των μαχών
α/. Η σύγχυσις των τρεπομένων
σε φυγή Οθωμανών ήτο πλήρης και όσοι επρόλαβαν, εισήλθαν εις το φρούριον και
έκλεισαν τις πύλες. Αλλά, άλλοι αντί να καταφύγουν εις την Ακρόπολιν,
εστράφησαν εις Συχαινά δια να ευρεθούν εις το φρούριον του Ρίου, πολλοί δε
εχάθησαν πιασθέντες εις τους φράκτας και τα βάτα, θανόντες εκ φόβου (Φωτάκος,
αυτόθι). Αυτοί ούτοι οι δύο πασάδες έπεσαν κατά την φυγήν των προς το
μεσημβρινόν μέρος πλησίον του Γηροκομείου. Διήρχοντο δρομαίως ένα ξυλογέφυρον
παλαιόν, το οποίον εθραύσθη και οι πασάδες έπεσαν εις τα βάτα και το ρεύμα του
ύδατος τους μετέφερε προς τα κάτω, προς τον Αγιον Ανδρέαν.
Εις
1000 περίπου υπολογίζονται οι συνολικές απώλειες των Οθωμανών. Κατ’ άλλους εις 400 νεκρούς. Απώλειαι ημετέρων 20 νεκροί και τραυματίαι (Κατ’άλλους, 22 νεκροί και 14 τραυματίες).
Την επιτυχία αυτή του Κολοκοτρώνη ιδιαίτερα
εξαίρει και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός: «…ο
δε Κολοκοτρώνης έδειξεν εις αυτήν την περίστασιν ανδρείαν και επιδεξιότητα...
Ξεκίνησε με ολίγους στρατιώτας οπού παρευρέθησαν, επλησίασεν εις τον τόπον της
μάχης, εμψύχωσε τους φεύγοντας ΄Ελληνας, εσύναξε τους διασκορπισμένους, τους
ενθουσίασε τόσον, ώστε ώρμησαν ως λέοντες εναντίον των εχθρών, τους έτρεψαν εις
φυγήν, τους κατεδίωξαν μέχρι της πόλεως και εφόνευσαν εξ αυτών 250 περίπου.
Μετά δε ταύτην την μάχην δεν ετόλμων πλέον οι εχθροί ν’ απομακρύνωνται του
φρουρίου και όλη η πεδιάς των Πατρών έμεινεν εις την εξουσίαν των Ελλήνων».
β/. Η νίκη των Ελλήνων στην Μάχη του Σαραβαλίου (9 Μαρτίου 1822), χωρίς να παραβλέψουμε τις
θυσίες και τον ηρωϊσμό των Ελλήνων μαχητών, ήταν ένας προσωπικός θρίαμβος της στρατηγικής ιδιοφυΐας του πολέμαρχου
Κολοκοτρώνη που κατόρθωσε να μεταβάλλει την διαφαινόμενη ήττα, με την
προσωπική του παρουσία, σε μεγαλειώδη νίκη. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι μετά
τις 3 μάχες (Τριπολιτσά – Σαραβάλι -
Δερβενάκια), η φήμη του Τουρκοφάγου Κολοκοτρώνη έφθασε στα πέρατα της
τότε Οσμανικής/Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια φήμη που διεσώθη με την λαϊκή ρήση: «Κολοκοτρώνα,
Κολοκοτρώνα. Έτσι φώναζαν τα τουρκάκια στα βάθη της Μικράς Ασίας και το αίμα
τους επάγωνε».
γ/. Η νίκη των Ελλήνων
στο Σαραβάλι που αποδείχθηκε ότι ήταν η πολυτιμώτερη μάχη, εκείνης της
περιόδου, στην περιοχή των Πατρών, απετέλεσε την μεγάλη ευκαιρία να
απελευθερωθούν ΑΜΕΣΩΣ μετά αι Πάτραι, αφού οι Οθωμανοί ηττημένοι,
τρομοκρατημένοι και με πολλές απώλειες, ενεκλείσθησαν πάλιν στο φρούριον των
Πατρών.
Παραδόξως, ανεξηγήτως αλλά και υπόπτως, η
τότε Ελλαδική διοίκηση ΔΕΝ έδωσε την εντολή στον Κολοκοτρώνη να επιτεθεί και να
απελευθερώσει την πόλη των Πατρών, με αποτέλεσμα μετά ολιγοήμερη αναμονή, οι
περισσότερες δυνάμεις των Ελλήνων αγωνιστών να αποχωρήσουν, προς έκπληξη του
Κολοκοτρώνη και απογοήτευση των αγωνιστών, οι οποίοι διερωτώντο:
«Γιατί δεν δόθηκε
εντολή συνεχίσεως της επιθέσεως προς απελευθέρωση των Πατρών; Πότε θα επαρουσιάζετο πάλιν τέτοια ανεπανάληπτη
ευκαιρία, με ευμενείς συνθήκες, υψηλόν ηθικόν και όλους τους επιχειρησιακούς
παράγοντες υπέρ των Ελλήνων και εναντίον των Οθωμανών;».
Συνεχίζεται
1 Γιουσούφ
Σέρεζλης
(1783-1843) Ένας από τους στρατηγούς που εστάλησαν σε βοήθεια του Ισμαήλ Πασά
εναντίον του Αλή Πασά το 1820. Όταν όμως έφθασε ο σερασκέρης Χουρσίτ Μεχμέτ
Πασάς και χήρεψε η θέση του Πασά της Χαλκίδας διατάχθηκε να μεταβεί στην
Χαλκίδα. Όμως, ακολουθώντας τον δρόμο της Δυτικής Στερεάς, εξερράγη η ανταρσία
των Ελλήνων, ο ξεσηκωμός των Πατρών (1821) όπου και αναγκάσθηκε να κλειστεί στο
κάστρο του Ρίου μαζί με 600 περίπου ντελήδες που τον ακολουθούσαν.
Πληροφορηθείς ο
Άγγλος πρόξενος της Πάτρας Φίλιπ Γκρην περί της άφιξης του Γιουσούφ στο Ρίο,
πασχίζοντας την διατήρηση της οθωμανικής κυριαρχίας, έστειλε απεσταλμένο που
του ζητούσε την άμεση επέμβασή του στην Πάτρα που είχε στασιάσει, προκειμένου
να επιβάλλει την τάξη, ενημερώνοντάς τον σχετικά τόσο για την ένοπλη δύναμη που
είχαν συγκροτήσει οι Έλληνες όσο και για τις ακριβείς θέσεις καλύψεώς τους.
Ακόμα δε περισσότερο του υπέδειξε και τα μη φυλασσόμενα σημεία από τα οποία θα
μπορούσε να διεκπεραιωθεί. Για την πληρέστερη δε ασφάλεια των ντελήδων του,
τους εφοδίασε με διάφορα ρούχα και σύμβολα ώστε να φαίνονται αυτοί κατά την
επιχείρηση ως Έλληνες χριστιανοί επαναστάτες.
Κατόπιν αυτών ο
Γιουσούφ στις 3 Απριλίου του 1821, ανήμερα της Κυριακής των Βαΐων
διεκπεραιώθηκε σε κάποια «έρημη» ακτή της Αχαΐας και εισήλθε στην Πάτρα.
Κατέλαβε την πόλη σχεδόν αμαχητί, ενώ οι Έλληνες αγωνιστές αναγκάστηκαν να
λύσουν την πολιορκία που επιχειρούσαν στο κάστρο της πόλεως. Τελικώς ο Γιουσούφ
παρέμεινε στην Πάτρα ως φρούραρχος σε όλο τον Αγώνα. Βοήθησε τους Λαλαίους, στην
μάχη του Λάλα (9-13 Ιουνίου 1821), τους οποίους και προστάτεψε στην συνέχεια ως
πρόσφυγες. Το επόμενο έτος, υπέστη δεινή ήττα στην μάχη του Γηροκομείου όπου
και έκτοτε δεν φέρεται να ήλθε σε πολεμική αναμέτρηση με τους Έλληνες. Αργότερα
προστάτευσε και λείψανα του στρατεύματος του Δράμαλη τα οποία μετά την ήττα
τους κατέφυγαν προς την Πάτρα.
2 Η μάχη
του Λάλα ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες συγκρούσεις της Ελληνικής
Επαναστάσεως. Ήταν σημαντική νίκη των Ελλήνων κατά των Λαλαίων, στην
πλειονότητά τους μουσουλμάνων Αλβανών/Σκιπετάρων, κατοίκων της περιοχής Λάλας
της Ηλείας, οι οποίοι αποτελούσαν σοβαρό εμπόδιο για την ευνοϊκή εξέλιξη της
επανάστασης στην Πελοπόννησο.
3 Οι επιτυχίες του Καρατζά, καλλιέργησαν κυρίως
από λόγους αντιζηλίας, το παλιό πάθος στους Κουμανιωταίους και έγιναν η αφορμή,
ώστε η έχθρα να φτάσει στο απροχώρητο. Δεν παρέμεινε για πολύ, επιστρέφοντας
και περνώντας από την μονή Ομπλού, ο Καρατζάς δολοφονήθηκε από τον Τσαλαμηδά,
άνθρωπο των Κουμανιωταίων, μπροστά από την σιδερένια πόρτα, στις 4 Σεπτεμβρίου
1821. Η δολοφονία του Καρατζά προκάλεσε
μεγάλο πένθος στο Αχαϊκό στρατόπεδο και είχε διαλυτικές επιδράσεις. «Η
σφαίρα που ερρίφθη κατά του Καρατζά, εκτύπησε την ενότητα του Ελληνικού
στρατοπέδου», σημειώνει ο Διονύσιος Κόκκινος.