Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1



«… Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη, σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη, στην Αγιά Σοφιά.2
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και χάνεται ο Φράγκος σαν την καταχνιά!» (Κ. Παλαμάς)

ΜΕΡΟΣ 38ο

 ΙΔ. ΡΩΜΑΝΙΑ-ΡΟΥΜΕΛΙΑ/ΡΟΥΜΕΛΗ3


  1.  Ο μύθος του Βυζαντίου
Ο όρος «Βυζάντιον»
Ο όρος «Βυζάντιον» είναι ξενόφερτος, ανιστόρητος και νεολογισμός. Οι πολίτες της Ρωμανίας, «Μόνο Ρωμαίους ονόμαζαν τους εαυτούς τους, η Αυτοκρατορία τους ήταν «Ρωμαϊκή» και η πρωτεύουσά τους η Νέα Ρώμη…».4  Είναι το γνωστό ψέμμα των Φράγκων ιστορικών, οι οποίοι αυθαίρετα και ανιστόρητα, τον 16ο αιώνα, αποκάλεσαν «βυζαντινούς» τους κατοίκους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για να αποκόψουν  τους ορθόδοξους Έλληνες- Ρωμηούς της Δύσεως από το κέντρο της Ρωμηοσύνης, την Κωνσταντινούπολη και τους εν Χριστώ αδελφούς τους, του Ανατολικού Ρωμαϊκού (και Ορθοδόξου πλέον) κράτους.
Απώτερος σκοπός τους ήταν να εμφανισθούν αυτοί (οι Φράγκοι δηλαδή), ως συνεχιστές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του αυθεντικού χριστιανισμού, ενώ οι «Βυζαντινοί» (που τους αποκαλούσαν επίσης Γραικούς και αιρετικούς),  ως κατακτητές- επιδρομείς που έπρεπε να καταπολεμηθούν-εκδιωχθούν.
Τα ονόματα αυτά είναι, βέβαια, δηλωτικά της μεγάλης σημασίας της Κωνσταντινουπόλεως, κτισμένης από τον διορατικό Μέγα Κωνσταντίνο, στην θέση της παλαιάς (από τον 7ον  π.Χ. αιώνα) και ομώνυμης αποικίας των Μεγαρέων, υπό τον Βύζαντα. Την θέση του προχριστιανικού και πανάρχαιου Βυζαντίου (της μετέπειτα Κωνσταντινουπόλεως), από την άποψη των θαλάσσιων επικοινωνιών, τονίζει ιδιαίτερα ο Πολύβιος,5 ενώ από τα γραφόμενα του Δίωνα Κασσίου προκύπτει, ότι το Βυζάντιο αποτελούσε την ασπίδα των Ρωμαίων εναντίον των βαρβάρων που προέρχονταν από τον Πόντο και την Ασία.6
Για τους ελληνοφώνους Ρωμαίους, ακόμα ως την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το όνομα «Βυζαντινός» ήταν μάλλον ακατανόητο. Προφανώς θα ηχούσε τόσο παράλογα, ως αν αποκαλούσε κάποιος τον σημερινό κάτοικο της Ελλάδας, «Πλακιώτη» (από το όνομα της παλιάς συνοικίας που γύρω της κτίστηκε η νέα πόλη των Αθηνών.
Κι όμως, το αυθαίρετο επινόημα των Δυτικών κυριάρχησε τελικά, και είναι σήμερα καθιερωμένο στην κοινή συνείδηση και στην ιστορική επιστήμη! Σήμερα σχεδόν ΟΥΔΕΙΣ αναφέρεται στην Ελληνική ή Ρωμαϊκή/Ρωμαίϊκη Αυτοκρατορία! ΟΛΟΙ σχεδόν, ομιλούν, γράφουν και αναφέρονται το «Βυζάντιον», στους «Βυζαντινούς» και στην «Βυζαντινή Αυτοκρατορία»!!
Απίστευτο, ιστορικώς αβάσιμο, Εθνικώς απαράδεκτον και λογικώς αδιανόητον!!!
Η ιστορική πολίχνη του Βυζαντίου
Το Βυζάντιον ήταν μία πολίχνη στις ακτές του Βοσπόρου, αρχαία ελληνική αποικία. Αλλά είναι φανερό ότι η ανάκληση του παλαιού τοπωνυμίου ενδιέφερε τους Δυτικούς, μόνο για να υποκατασταθεί το όνομα της Νέας Ρώμης. Το Βυζάντιο, που ήταν αρχαία πολίχνη στην θέση που ιδρύθηκε, χίλια και πλέον χρόνια αργότερα η Κωνσταντινούπολη, στους χρόνους της Αυτοκρατορίας, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ, σύμφωνα με όλες τις σύγχρονες της εποχής εκείνης πηγές, για να εκφράσει όλη την Αυτοκρατορία και τους κατοίκους της.
Αν έχει χρησιμοποιηθεί, χωρίς να υπάρχουν καταγεγραμμένες ιστορικές μαρτυρίες  της περιόδου εκείνης (μέχρι τον 16ον μ.Χ. αιώνα), αυτό θα έχει γίνει κατά μέρος μόνο για την Πρωτεύουσα, συγκεκριμένα, και για τους κατοίκους αυτής και μόνο.
Οι πολίτες της Αυτοκρατορίας με το όνομα «Βυζάντιο», εννοούσαν μόνο την αρχαία πόλη, αποικία των Μεγαρέων, στην θέση  οποίας κτίσθηκε η Νέα Ρώμη –Κωνσταντινούπολη και λέγοντας «Βυζάντιο» εννοούσαν ή τους κατοίκους της αρχαίας αυτής πόλεως ή τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, με αυστηρά τοπική σημασία, και ποτέ, μα ποτέ, τον κάτοικο/πολίτη της Αυτοκρατορίας  (Ρωμανίας).
Έτσι όμως, με την χρήση από τους Φράγκους και άλλους, του ονόματος Βυζάντιον ως κρατικού, δημιουργήθηκε σύγχυση ως προς το αληθινό όνομα της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην κατανόηση της μεσαιωνικής μας ιστορίας. Η επινόηση των ανύπαρκτων, με κρατική έννοια όρων, «Βυζάντιον» και «Βυζαντινοί», ήταν καθαρή νόθευση της Ιστορίας, με σαφή σκοπιμότητα.
Συνεπώς, η καθολική σχεδόν αποδοχή του ονόματος από τους σημερινούς Έλληνες (κυρίως από το 19ο αι. και μετά), μέσω της σχολικής και πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως, αλλά και της εκκλησιαστικής τοιαύτης (Βυζαντινή μουσική, Βυζαντινή υμνολογία, λειτουργικά βιβλία, κλπ), μαρτυρεί:
-Την αμάθεια, την ιστορική αγνωσία και την πνευματική ένδεια του σημερινού πνευματικού και εκπαιδευτικού δυναμικού της χώρας μας.
-Τον συμπλεγματικό μιμητισμό μας και την άνευ όρων αποδοχή, σε κάθε τι το προερχόμενο από την Ευρώπη. Αυτό συνιστά μία χαρακτηριστική έκφραση της ευρωλαγνείας μας και της άκριτης μανίας του εξευρωπαϊσμού μας.
Η πλαστογράφηση της ιστορίας από τους Φράγκους
Η διεύρυνση της σημασίας του ονόματος Βυζάντιον, δηλαδή η επέκτασή της από την περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως, στο σύνολο της Αυτοκρατορικής επικράτειας, οφείλεται στον «λόγιο» Ιερώνυμο Βολφ, μαθητή του Μελάγχθονα (Φίλιπ Σβάρτσερντ, Philipp Schwartzerdt,) και βιβλιοθηκάριο του τραπεζικού οίκου των ταλμουδιστών Ιουδαίων Fugger. Τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Φραγκο-ιουδαίος Ιερώνυμος Wolf (1516-80) στα 1562.


«Βλέπετε τους κύνας, βλέπετε τους κακούς εργάτας, βλέπετε την κατατομήν…» (ΦΙΛΙΠΠ:3/2)

Πράγματι, ο «Γερμανός» ιστορικός και «ελληνιστής» (1516-1580), έχοντας αντιληφθεί την αυτοτελή σημασία του Βυζαντίου, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το όνομα αυτό, για να χαρακτηρίσει ολόκληρη την Ελληνική Αυτοκρατορία. Το 1562 ο Βολφ άρχισε να εκδίδει έργα Ελλήνων/Ρωμαίων/Ρωμηών ιστορικών (Χρονογραφία Ζωναρά, Ιστορία Νικήτα Χωνιάτη και μέρος της Ιστορίας τον Νικηφόρου Γρήγορά), με τον γενικό τίτλο Corpus Hisloriae Byzantinae (Συλλογή Βυζαντινής Ιστορίας).
Έτσι, το έργο του Ρωμαίου/Ρωμηού (Γραικού) ιστορικού Νικηφόρου Γρηγορά (14ος αι.) «Ρωμαϊκή Ιστορία », μετονομάσθηκε «Βυζαντινή» (1562) “Nicephori Gregora Romanae, hoc est Byzantinae, Historiae, Libri XI (εκδ. Βασιλείας). Η φράση “hoc est Byzantinae” («τουτέστι Βυζαντινής») είναι αυθαίρετη προσθήκη του μεταφραστού και πρόκειται ουσιαστικά για «επιστημονική» πλαστογραφία.
Να γιατί ομιλούμε περί ανιστόρητου όρου και ιστορικής πλαστογραφήσεως-απάτης.
Με αυτές τις συνθήκες, εισήχθησαν τότε, για πρώτη φορά, στην επιστημονική ορολογία τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζαντινοί κ.λπ. με την σημασία που χρησιμοποιούνται σήμερα από τους αποκαλούμενους βυζαντινολόγους. Ο όρος ή τίτλος «Βυζαντινολόγος», είναι ανιστόρητος, υποβολιμιαίος (σκοπίμως υποβαλλόμενος σε αντικατάσταση άλλου/του αληθούς, ουχί γνήσιος, νόθος), και αντιεπιστημονικός.
Τα ονόματα αυτά καθιερώθηκαν με την έκδοση της Βυζαντίδος του Λούβρου (από το 1648 κ.εξ.), πολύτομου έργου που εκδόθηκε υπό την αιγίδα του «Βασιλέως-Ηλίου», του Λουδοβίκου ΙΔ΄, και με την επιμέλεια του παπικού Ιησουΐτη μοναχού Ph. Labbe (1607-1667). Ο 1ος τόμος, φέρει τον τίτλο Ος Byzantinae Historiae Scriptoribus, sub felicissimi Ludovici XIV, Francorum ac Navarraeorum regis christianissimi auspiciis publicam in Lucent e Luperaea Typographia emittendis: Ad omnes per orbem eruditos Προτρεπτικόν (Περί των συγγραφέων της Βυζαντινής Ιστορίας, εκδιδομένων επί του ευτυχεστάτου Λουδοβίκου ΙΔ΄», χριστιανικωτάτου βασιλέως των Φράγκων και της Ναβάρρας εκ της Λουπεραίας Τυπογραφίας Προς πάντας τους ανά την οικουμένην ευπαιδεύτους προτρεπτικόν).
Στον προτρεπτικής φύσεως πρόλογο της εκδόσεως, ο Labbe δεν παραλείπει να εξάρει την «Βυζαντινή Ιστορία», την οποία χαρακτηρίζει θαυμαστή για το πλήθος των πραγμάτων, ευχάριστη για την ποικιλία της, σεβαστή για την μακρά διάρκειά της και σχεδόν εφάμιλλη με την παλαιά Ρωμαϊκή Ιστορία. (“multitudine rerum mirabitem, varietate jucundam, diuturnitale temporis spectabilem ac veteri Romanae tantum non parem”). Δηλαδή διαφοροποιεί την Ρωμαϊκή από την Βυζαντινή ιστορία, ως να επρόκειτο περί τελείως διαφορετικών εθνών, λαών, αυτοκρατοριών και χρονολογικών περιόδων! Αυτός ήταν και ο πρώτος στρατηγικός στόχος των Φράγκων πλαστογράφων.
Η παγίωση των ανιστόρητων ονομάτων Βυζάντιον, Βυζαντινοί κ.ά. οφείλεται στον Γάλλο λόγιο Charles Du Fresne Sieur Du Cange, γνωστότερο στους Έλληνες με το εξελληνισμένο όνομα Δουκάγγιος (1610-1688). Ο Δουκάγγιος, φιλόλογος, λεξικογράφος και ιστορικός, εργάσθηκε ποικιλοτρόπως και εξέδωσε πολλά έργα Ελλήνων συγγραφέων,τους οποίους αποκαλούσε Βυζαντινούς, καθώς και το, κλασικό στο είδος του, Glossarium ad scriptores mediae et infimae Gruecilatis, I-II, Lugduni 1688, μηχ. ανατ. 1958 (Λεξικό της γραικικής (ελληνικής) μεσαιωνικής γλώσσας, τόμ. Α’-Β’, Λυών, 1688).
Τριάντα ένα έτη νωρίτερα, είχε δημοσιευθεί το έργο του Histoire de Vempire de Constantinople sous les empereurs franqois (Ιστορία της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως υπό τους Φράγκους αυτοκράτορες), ενώ το 1680 εκδόθηκε στο Παρίσι το άλλο «σπουδαίο ιστορικό» έργο του, Historia byzantina duplici commentario illustrate (Βυζαντινή ιστορία εικονογραφημένη με διπλό υπομνηματισμό), το οποίο ανατυπώθηκε φωτομηχανικά το 1964. Με τα έργα του Du Cange (Δουκάγγιου), παγιώθηκε η χρήση των ονομάτων που αφορούν και χαρακτηρίζουν την Ελληνική/«Βυζαντινή» Αυτοκρατορία.7
2. Η Εκστρατεία συκοφαντήσεως και δυσφημίσεως της Ελληνικής Αυτοκρατορίας (Τελική Επικράτηση και συντήρηση των όρων Βυζάντιον, Βυζαντινός, Βυζαντινισμός), είναι έργον του Διαφωτισμού και των οπαδών του.
Όπως προείπαμε, η ονομασία της Αυτοκρατορίας ως «Βυζαντινή», είναι μεταγενέστερο δημιούργημα των Δυτικών (του 16ου αιώνα), που κατά τους χρόνους της Αυτοκρατορίας δεν χρησιμοποιούταν για αυτή ως σύνολο, ούτε για τους κατοίκους της.  Με άλλα λόγια δηλαδή, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, έστω και αν χρησιμοποιείται ως η επίσημη ονομασία στα ιστορικά εγχειρίδια όλων των βαθμίδων της εκπαιδεύσεως, σε βιβλία, σε άρθρα, στα λειτουργικά βιβλία της ορθόδοξης εκκλησίας, γενικά παντού, κατά τις επιταγές τις Δύσεως, προς ικανοποίηση των επιδιώξεών της, που οπωσδήποτε είναι εις βάρος των σημερινών απογόνων, των τότε κατοίκων της Ελληνικής Αυτοκρατορίας.
Με σκοπό λοιπόν, να κατασυκοφαντήσουν την Ρωμαίϊκη Αυτοκρατορία μας, της καθ’ ημάς Ανατολής, οι εθνοκατασκευαστές και ονοματοδότες του Συστήματος, εφηύραν, τον 16ον αιώνα, το «Βυζάντιον», έναν όρο που οι σκλαβωμένοι Ρωμηοί δεν είχαν ούτε δικαίωμα, ούτε δική τους πολιτική αρχή να αντικρούσουν, λόγω της καταστάσεως δουλείας στην οποίαν βρίσκονταν..Μέσω δε της Φραγκοκρατούμενης Επιστήμης, επιβλήθηκε το όνομα αυτό και στην Ρωμαϊκή Ανατολή.
Μετά την έκδοση της Βυζαντίδος του Λούβρου και τον ενθουσιασμό των πρωτεργατών της (π.χ. Labbe) για την «βυζαντινή» ιστορία, ήλθε ο Διαφωτισμός «με την αντϊιστορική του αλαζονεία» να καταδικάσει τις «βυζαντινές» σπουδές σε ανυποληψία, καθυβρίζοντας και δυσφημίζοντας ουσιαστικώς, τους Έλληνες, τα Ελληνικά επιτεύγματα και τον Ελληνισμό των Ρωμαίων/Ρωμηών πολιτών της Αυτοκρατορίας. Στον διαφωτιζόμενο (μάλλον συσκοτιζόμενο) άνθρωπο, προκαλούσε ιδιαίτερη αντιπάθεια το συντηρητικό και θρησκευτικό πνεύμα της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας και γι' αυτό, η ιστορία της δεν ήταν γι' αυτόν, παρά ένα «άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών» (Βολταίρος) και στην καλύτερη περίπτωση «ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας».
Οποία διαστρέβλωση της Ιστορίας! Οποία παραποίηση της Αληθείας! Οποία Απάτη!
Έτσι, ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία», διαδόθηκε παντού, από Γάλλους «ανθρωπιστές» και «διαφωτιστές» σαν τον Montesquieu, τον οποίον οι δυτικοί θεωρούν ως μία σημαντική μορφή της διανοήσεως του 18ου αιώνα. Αυτός ήταν ο συγγραφέας του έργου «Περί του Πνεύματος των Νόμων» που τόσο πολύ ενέπνευσε τους Ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών στην σύνταξη του Αμερικανικού Συντάγματος.
Ποιος ήταν ο Μοντεσκιέ (Montesquieu);
Όπως και άλλοι στοχαστές-«διαφωτιστές» εκείνης της εποχής, ο Montesquieu «διακρίθηκε στον χώρο της γαλλικής διανοήσεως του 18ου αιώνος, χάρη στην οικονομική άνεση που του είχαν εξασφαλίσει η οικογένειά του και ο γάμος του (σε ηλικία 25 ετών) με μία ζάπλουτη προτεστάντισσα, καθώς και στις γνωριμίες που απέκτησε, συχνάζοντας μέσα στα διάφορα σαλόνια-πορνεία του Παρισιού, τα επίγεια αυτά στρατολογικά και διαφημιστικά κέντρα της αντίχριστης συνωμοσίας των δυνάμεων του «μυστηρίου της ανομίας».8
Ακολουθώντας την Δυτικοευρωπαϊκή παράδοση που έχει τις ρίζες της στον πρώϊμο Μεσαίωνα, ο Montesquieu θεωρούσε την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως διεφθαρμένη και παρακμασμένη. Αν και έγραψε μακροσκελή ιστορία της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως, ο Montesquieu σε καμιά περίπτωση δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αναφερθεί στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως χρησιμοποιώντας τα ένδοξα ονόματα «Ελληνική» ή «Ρωμαϊκή». Από το αρχαίο όνομα «Βυζάντιον», ο Montesquieu χρησιμοποίησε την λέξη «Βυζαντινή».
Με την λέξη «Βυζαντινή» προσδιόριζε την Αυτοκρατορία και υπονοούσε τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά της: Δολιότητα, υποκρισία και παρακμή. Τον ίδιον δρόμο ακολούθησε και ο Άγγλος «διαφωτιστής» Γίββων (Edward Gibbon), στο έργο του «Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Παρουσιάζει την Αυτοκρατορία μετά τον 6ο αιώνα, δηλαδή από τον αιώνα που Ελληνοποιείται πλήρως ακόμη και γλωσσικώς, ως ένα έπος μονότονης αθλιότητας και διαφθοράς!!!
Έτσι, με τις αλλεπάλληλες συκοφαντίες και ανιστόρητες περιγραφές των διαφωτιστών-σκοταδιστών, για την «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία, επήλθε αρχικώς σύγχυση και με τις συκοφαντικές και αδιάλλειπτες εκδοτικές ομοβροντίες και διδασκαλίες των Φράγκων, η κάμψη του ενδιαφέροντος των ιστορικών ερευνητών για το «Βυζάντιο», η σταδιακή και μεθοδευμένη απαξίωσή του και τελικώς η ηθική του καταδίκη, ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΛΟΓΟ, από Ελληνικής πλευράς, αφού οι Έλληνες/Ρωμηοί ήσαν υποτεταγμένοι στους κατακτητές τους, Οθωμανούς τούρκους.
Αυτή η αρνητική και «εξευτελιστική» απέναντι στο «Βυζάντιο» στάση, επέζησε της Γαλλικής Επαναστάσεως, όπως επισημαίνει ο Βασίλιεφ. Ο Έγελος (1770-1831), κινούμενος στο ίδιο πνεύμα, δεχόταν, ότι: «η γενική όψη (της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) παρουσιάζει μια ξεχωριστή εικόνα αθλιότητος. Άθλια και ανισόρροπη με τα πάθη της, έπνιξε την ανάπτυξη κάθε ευγενούς σκέψεως ή πράξεως (...) μέχρις ότου, επί τέλους, το σαθρό οικοδόμημα της Ανατολικής αυτοκρατορίας σκορπίσθηκε σε κομμάτια μπροστά στην παντοδυναμία των Τούρκων».
Πολιτικοί εξ άλλου, επηρεασμένοι ή ελεγχόμενοι από τους «διαφωτιστές», όπως ο Ναπολέων Βοναπάρτης, έβλεπαν την «Βυζαντινή» αυτοκρατορία ως παράδειγμα προς αποφυγή. Η μειωτική αυτή για το «Βυζάντιο» τοποθέτηση θα συνεχιστεί και στην ιστοριογραφία. Ο όρος «Bas Empire» (ανάξια λόγου/ ποταπή Αυτοκρατορία) θα γίνει Terminus Technicus, που θα χρησιμοποιείται ως «σύμβολο καταφρονήσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας».
Η συνέχιση της χρήσεως αυτού του τίτλου, ουσιαστικά  εξυπηρετούσε τους Φράγκους και γενικώτερα τους εχθρούς της Ρωμηοσύνης, για να μπορούν να διοικούν ένα πολυεθνικό κράτος. Τον διετήρησαν ακόμη και όταν μετά την Δ΄ Σταυροφορία του 1204, κατελήφθη από Φραγκολατίνους Σταυροφόρους η Κωνσταντινούπολη και δημιουργήθηκαν 3 αμιγώς ελληνικά εθνικά κράτη στη Νίκαια, στην Τραπεζούντα και στην Ήπειρο. Ο Πατριάρχης και ο νόμιμος διάδοχος των αυτοκρατόρων μεταφέρθηκαν στη Νίκαια της Μικρασιατικής Βιθυνίας και από το 1204 έως το 1261, καλλιέργησαν την Μεγάλη Ιδέα της απελευθερώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, έχοντας πλήρη συνείδηση της ελληνικής εθνικής καταγωγής τους.
Όπως έχουμε προείπει, μία ανάλογη αλλοίωση των ονομάτων της Αυτοκρατορίας και των πολιτών της είχε προηγηθεί από τους Φραγκολατίνους πάλι, γύρω στον 7ο με 8ο αιώνα, οπότε οι κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχαν ονομαστεί από αυτούς «Γραικοί», δηλαδή είχαν λάβει όλοι ανεξαιρέτως μια εθνική ονομασία, άσχετα αν ήταν ελληνικής προελεύσεως ή άλλης εθνότητος, ενώ ταυτόχρονα οι κάτοικοι της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν έπαψαν να διατηρούν το όνομά τους ως Ρωμαίοι.
Ο σκοπός τότε ήταν πρόδηλος, δηλαδή: H εξάλειψη κάθε ενοποιητικού στοιχείου μεταξύ των κατοίκων του δυτικού και του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο σφετερισμός του τίτλου «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», για το νεοϊδρυθέν υπό τον φραγκικό έλεγχο δυτικό κράτος.
Στην συνέχεια, αρκετοί συγγραφείς υιοθέτησαν την ορολογία Βυζάντιον, Βυζαντινός, αλλά παρά ταύτα, οι όροι παρέμειναν σχετικά άγνωστοι. Όταν το ενδιαφέρον για την Αυτοκρατορία μας αυξήθηκε, οι Άγγλοι ιστορικοί προτιμούσαν να χρησιμοποιούν την ορολογία "ρωμαϊκή" [ο Γίββων (Edward Gibbon) την χρησιμοποιούσε με έναν ιδιαίτερα μειωτικό τρόπο], ενώ οι Γάλλοι ιστορικοί προτιμούσαν να την ονομάζουν «Ελληνική».9
Ο όρος Βυζαντινή, επανεμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και από τότε έχει κυριαρχήσει πλήρως στην ιστοριογραφία, ακόμη και στην Ελλάδα, παρά τις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ότι η αυτοκρατορία θα έπρεπε να καλείται "Ελληνική". Λίγοι Έλληνες λόγιοι υιοθέτησαν την ορολογία εκείνη την εποχή, αλλά το Σύστημα εφρόντισε να γίνει δημοφιλής και καθολικής «αποδοχής», περίπου με την μορφή δόγματος, από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Ήδη από τις αρχές του 19ου αι., ο διαφωτιστής Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) χρησιμοποίησε τους όρους «Βυζαντινή Ιστορία» και «Βυζαντινός Ελληνισμός». Λίγο μετά τα μέσα του 19ου αι. ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, περιλαμβανόμενος στους σκαπανείς της Βυζαντινολογίας, δημοσίευσε το έργο του «Βυζαντιναί Μελέται». (Περί πηγών Νεοελληνικής εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος, εν Αθήναις, 1857), στο οποίο επίσης συνεχώς χρησιμοποιεί τα ονόματα Βυζάντιον και Βυζαντινοί, για να χαρακτηρίσει το μεσαιωνικό ελληνικό κράτος της Ανατολής.
Ωστόσο, ορισμένοι Ευρωπαίοι συγγραφείς, όπως ο A. Banduri, ο Charles Le Beau και ο Montaigne, χρησιμοποίησαν για να δηλώσουν το Βυζάντιο άλλα ονόματα, δηλαδή: Imperium Orientale (Ανατολική Αυτοκρατορία), Bas-Empire (Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό Κράτος) και Empire Grec d’Orient (Ελληνική Αυτοκρατορία της Ανατολής).10
Για τον κορυφαίο του Διαφωτισμού/Σκοταδισμού Βολταίρο (1694-1778), «υπάρχει μια άλλη ιστορία πιο γελοία από την ιστορία της Ρώμης {...): είναι η ιστορία του Βυζαντίου», που συνιστά «ντροπή για την ανθρώπινη σκέψη». Ανάλογη ήταν η εντύπωση για το «Βυζάντιο» και του Μοντεσκιέ (1689-1755): «η ιστορία της ελληνικής αυτοκρατορίας δεν είναι τίποτε άλλο από μία υφή επαναστάσεων, ανταρσιών και απιστιών».
Κορύφωση του διαφωτιστικού/σκοταδιστικού πνεύματος στον χώρο της Ιστορίας, είναι ο Γίββων (1737-1794)(16), μέντορας του Κοραή, ο θεωρούμενος από πολλούς, ως ο μεγαλύτερος Άγγλος ιστορικός του 18ου αιώνα. Περιγράφοντας την πορεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου, διακρίνει στην Αυτοκρατορία μας, μια επί χίλια έτη παρατεινόμενη παρακμή, με αποκορύφωμα να ομολογήσει για τους Ρωμηούς (τους αποκαλεί Βυζαντινούς) και την Αυτοκρατορία μας: «περιέγραψα το θρίαμβο του βαρβαρισμού και της θρησκείας».
Την πορεία της Ελληνικής/Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σ' Ανατολή και Δύση, έβλεπε ως οπισθοδρόμηση, κάτω από την βολταιρική επίδραση και τον απεριόριστο θαυμασμό του προς την ελληνική ειδωλολατρική αρχαιότητα, που συνιστούσε μία από τις βασικότερες προκαταλήψεις του. Είναι νόμος απαράβατος άλλωστε, στην ιστορική έρευνα, η τελική υποταγή του ιστορικού, στον υποκειμενισμό του οποιουδήποτε προσυμβιβασμένου/ προσυνενοημένου (Vorverstandnis).11
Ωστόσο, προς απάντηση όσων υποστηρίζουν, ότι το «Βυζάντιο» είναι περίοδος ελληνικής υποδουλώσεως, ουδέποτε υπήρξε ομάδα ανθρώπων  υπό τον εθνικό όρο Έλληνες, η οποία να προσπάθησε να διεκδικήσει την ελευθερία της. Αντίθετα, οι αρχαίοι Έλληνες δεχθέντες τον Χριστιανισμό, προώθησαν την γλώσσα τους και τον τρόπο σκέψεώς τους στην Αυτοκρατορία και έγιναν πολιτισμικά κυρίαρχοι.
Απόδειξη του σημαντικού βαθμού ελληνικότητας –πολιτισμικής και όχι εθνικής, καθώς σε μια αυτοκρατορία οι εθνικές επιμειξίες δεν είναι σπάνιες- αποτελεί το γεγονός ότι, αν και στην Αυτοκρατορία υπήρχαν αρκετές πολιτισμικές ομάδες κατά καιρούς, ο όρος «βυζαντινή λογοτεχνία» αναφέρεται μόνο στην ελληνόγλωσση λογοτεχνία, η οποία ακολουθούσε κατά κόρον τους αρχαίους γλωσσικούς και λογοτεχνικούς τύπους.
Εν κατακλείδι, αυτό που σήμερα αποκαλείται κακώς, ανιστορήτως και σκοπίμως, Βυζάντιο ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν είναι τίποτα άλλο από την βιολογική κρατική συνέχεια της Εξελληνισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της οποίας κατάληξη ήταν η Χιλιόχρονη Ελληνική Αυτοκρατορία.
Για τους λόγους που προαναφέραμε, όχι μόνον θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση των όρων Βυζάντιον, Βυζαντινή, ως ονομασίας για όλη την Αυτοκρατορία που εισήγαγαν σκόπιμα οι Δυτικοί με πρωτεργάτες τους παπικούς Φράγκους και Λατίνους, καθ’όσον οδηγεί σε αυτό στο οποίο οι εμπνευστές της σκόπευαν όταν την εισήγαγαν, (δηλαδή στην απομάκρυνση και στην αποκοπή των δεσμών μεταξύ των απογόνων των κατοίκων της Αυτοκρατορίας, διαφόρων προελεύσεων εκτός από ελληνική, που όλοι δικαιωματικά μπορούν να καλούνται Ρωμηοί/Ρωμνιοί, έχοντες κοινή πίστη, την Ορθόδοξη, και ομιλούντες στον τότε καιρό, κοινή γλώσσα, την ελληνική), αλλά επιβάλλεται να ΔΙΑΓΡΑΦΟΥΝ οι όροι (Βυζάντιον, Βυζαντινός) από ΟΛΑ τα κείμενα, ιστορικά εγχειρίδια, εκκλησιαστικά βιβλία,  και μελέτες, που αναγιγνώσκονται από τους Έλληνες και διδάσκονται στους Ελληνόπαιδες!
3.  ΡΩΜΑΝΙΑ-ΡΟΥΜΕΛΗ12
α. Ρωμανία
Το κράτος που συνηθίζουμε σήμερα, να αποκαλούμε Βυζαντινό, ουδέποτε απεκλήθη έτσι όσο υπήρχε. Από το 330 μ.Χ. το όνομα της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης είναι Ρωμανία. Το όνομα αυτό αναφέρεται ήδη τον 4ο αιώνα, από το Μ. Αθανάσιο:
 «Ουδέ Λιβερίου του επισκόπου Ρώμης κατά την αρχήν εφείσαντο, αλλά και μέχρι των εκεί την μανίαν εξέτεινε και ουχ ότι αποστολικός εστί θρόνος ηδέσθησαν, ουδ’ ότι μητρόπολις η Ρώμη της Ρωμανίας εστίν ηυλαβήθησαν». (Επιστολή προς Μοναχούς τας δυσσεβείας των Αρειανών καθιστορούσα, PG 25, 733C).
Αψηφώντας τις πολύπλοκες διπλωματικές συγκρούσεις, οι Δυτικοί του μεσαίωνα αναφέρονταν στην επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με το όνομα «Ρωμανία» (χώρα των Ρωμαίων). Παραδείγματος χάριν: Από τον έκτο μέχρι τον όγδοο αιώνα, η πόλη της Ραβέννας ήταν η πρωτεύουσα της επαρχίας των Ρωμαίων της Ιταλίας, η έδρα του Εξάρχου. Η περιοχή γύρω από την Ραβέννα, διοικείτο απευθείας από την Αυτοκρατορική εξουσία. Στην σκέψη των Λογγοβάρδων, του Γερμανικού λαού που απέσπασε μεγάλο τμήμα της Ιταλίας από τον Αυτοκρατορικό έλεγχο, η περιοχή γύρω από την Ραβέννα ήταν «Ρωμανία». Μέχρι σήμερα, αυτή η περιοχή της Ιταλίας ονομάζεται «Romagna», που προέρχεται από το «Ρωμανία».
Είναι ενδιαφέρον, ότι το όνομα «Ρωμανία» ή «Αύτοκρατορία τής Ρωμανίας» (Romania, Imperium Romaniae), χρησιμοποίησαν κατά κόρον, οι Λατίνοι της Ανατολής την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1261) για τα βυζαντινά εδάφη που βρίσκονταν τότε υπό την κατοχή τους. (Βλ. Διονύσιος Ζακυνθηνός, Βυζαντινή ιστορία, 1972, με παραπομπή στην σχετική βιβλιογραφία).
Στο Αυτοκρατορικό κενό που ακολούθησε, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1204, αυτοί οι τυχοδιώκτες, στην πλειοψηφία τους παπικοί Γάλλοι, εξέλεξαν τον δικό τους Αυτοκράτορα και εγκαθίδρυσαν την δική τους Φραγκική ή Λατινική Αυτοκρατορία. Ο Φραγκικός ή Λατινικός Αυτοκρατορικός τίτλος ήταν: «Imperator Romaniae» (Αυτοκράτωρ Ρωμανίας). Το «Αυτοκράτωρ Ρωμανίας» ήταν κάτι διαφορετικό από το «Imperator Romanorum» (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων). Σήμαινε τον αυτοκράτορα της «χώρας των Ρωμαίων», της Ρωμανίας, και όχι απλώς των Ρωμαίων.
Στην Δυτική Ευρώπη, ο τίτλος «Imperator Romanorum» ανήκε στους Γερμανούς διαδόχους του Καρλο-νάνου/μάγνου και του Όθωνα Γ΄, όταν στεφανώνονταν από τον Πάπα στην Ρώμη. Μετά τον Όθωνα Γ΄, οι Γερμανοί Βασιλείς ονομάζονταν «Rex Romanorum» (Βασιλεύς Ρωμαίων) για το χρονικό διάστημα, που μπορούσε να είναι και πολλά χρόνια, που μεσολαβούσε από την στιγμή της εκλογής τους στην Γερμανία μέχρι την στέψη τους στην Ρώμη Μετά τα μέσα του 13ου αιώνα, πολλοί Γερμανοί Βασιλείς, δεν έλαβαν ποτέ το Αυτοκρατορικό στέμμα. Παρέμειναν «Rex Romanorum» σε όλη την βασιλεία τους.
Όταν οι Σταυροφόροι της 4ης Σταυροφορίας εξέλεξαν τον πρώτο Αυτοκράτορά τους τον Βαλδουΐνο Α΄ (1204-1205), ο Δυτικός Αυτοκρατορικός θρόνος ήταν κενός. Ο Γερμανός Βασιλιάς Φίλιππος δεν είχε στεφθεί Αυτοκράτωρ από τον Πάπα και δεν επρόκειτο να στεφθεί ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, ο Βαλδουΐνος Α΄ σεβάστηκε την Δυτική παράδοση: Δεν τόλμησε να προσβάλει τον Πάπα με το να διεκδικήσει τον τίτλο «Imperator Romanorum», αλλά μόνο τον τίτλο «Imperator Romaniae» (Αυτοκράτωρ της Ρωμανίας), αναγνωρίζοντας έτσι και το αληθινό όνομα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας (Ρωμανία).
Στα μάτια των Δυτικών, μόνον ο Πάπας μπορούσε να κάνει κάποιον «Imperator Romanorum».
Το 1508, ο Πάπας εξουσιοδότησε τον «Rex Romanorum» (Βασιλιά) να αποκαλείται «Imperator Romanorum Electus» (Εκλεγμένος Αυτοκράτωρ Ρωμαίων), χωρίς την τελετή στέψεως στην Ρώμη. Ο τελευταίος «Εκλεγμένος Αυτοκράτωρ Ρωμαίων » παραιτήθηκε το 1806. Στην Δύση, η ιδέα του «Imperator Romanorum» επέζησε για να περιγράφει τον εκάστοτε Φραγκοπαπικό ηγεμόνα μέχρι το 19ο αιώνα.
Μέχρι το τέλος, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, ειδικά οι Παπικοί, αναφέρονταν στην «Sacrum Romanorum Imperium» (Aγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), ως μια σοβαρή και σημαντική υπόθεση. Πάντως, οι Δυτικοευρωπαίοι δεν αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι ούτε ονόμαζαν την πατρίδα τους Ρωμανία. Αυτές οι λέξεις αποδίδονταν, έστω και απρόθυμα, μόνον στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Δυτικοευρωπαίοι δεν ήταν οι μόνοι σφετεριστές της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων, της Ρωμανίας, που προσέβλεπαν στο όνομα της Ρώμης. Τον 11ο αιώνα, ένας κλάδος των Σελτζούκων Τούρκων εγκαθίδρυσε ένα Σουλτανάτο στην Μικρά Ασία, αποσπώντας εδάφη της Μικράς Ασίας. Η επικράτεια του Σουλτανάτου είχε αποκοπεί από την Αυτοκρατορία μετά την μάχη του Ματζικέρτ (1071), στην οποία ο Αυτοκράτωρ Ρωμανός Δ΄ (1067-1071) έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων.
Αυτό το Τουρκικό κράτος ονομαζόταν «Ρουμ», από το Ρώμη, Ρωμαίοι. Το Σουλτανάτο του Ρουμ συνέχισε να υπάρχει μέχρι μετά το 1300, έχοντας ως πρωτεύουσα το Κόνια (Ικόνιο).
       


β. Ρούμελη/Ρωμυλία13
Με την ονομασία Ρούμελη (τουρκικά: Rumeli), ενίοτε Ρωμυλία, φερόταν μεγάλη διοικητική περιφέρεια κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Άλωση της Πόλης και καθ' όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας, μέχρι λίγο πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κάλυπτε την νότια χερσόνησο του Αίμου (Βαλκανική), εκτός από τις παραδουνάβιες επαρχίες της Βοσνίας, της Κρήτης, της Κύπρου και κάποιων νήσων του Αιγαίου. Ουσιαστικά επρόκειτο για την ηπειρωτική μείζονα περιοχή του Ελληνισμού.14
Ανώτατος διοικητής της περιφέρειας αυτής ήταν ο Μπεηλέρμπεης (ή Αρχίμπεης) που αρχικά είχε έδρα την Σόφια και από το 1836, όταν πλέον είχε δημιουργηθεί το Βασίλειο της Ελλάδος, μεταφέρθηκε στο Μοναστήρι.
Η Οθωμανική Ρούμελη

Συμπερασματικώς, οι Οθωμανοί Τούρκοι υιοθέτησαν τον όρο «Rumelia» (Ρούμελη) για να ονομάσουν τα τμήματα της Βαλκανικής χερσονήσου που κατέκτησαν από τους Ρωμαίους κατά το 14ο αιώνα. Το «Ρούμελη ήταν μια υποδεέστερη λέξη. Αν η Ανατολία ήταν η Ρώμη (Ρουμ), τότε οι Ευρωπαϊκές κτήσεις ήταν η Μικρότερη Ρώμη (Ρούμελη). Η λέξη «Ρούμελη» επέζησε μέχρι τον 19ο αιώνα. Ύστερα από μια ήττα των Τούρκων από τους Ρώσους, οι δυο αντιμαχόμενοι υπέγραψαν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1877).
Η Συνθήκη περιλάμβανε μια διάταξη για την δημιουργία του «Πριγκιπάτου της Ανατολικής Ρωμυλίας», υπό Ρωσική «προστασία», σε εδάφη που σήμερα κατέχονται παρανόμως, από την Βουλγαρία. Η προσπάθεια για την δημιουργία Ανατολικής Ρωμυλίας δεν απέδωσε ποτέ καρπούς. Μετά από διπλωματικές πιέσεις από άλλες δυνάμεις, η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Η Ανατολική Ρωμυλία εξαφανίστηκε πριν ακόμη αποκτήσει αληθινή ύπαρξη.15

Ετυμολογία

Το όνομα Ρούμελη προέρχεται από παραφθορά της σύνθετης τουρκικής λέξης Ρουμ + ιλή που σημαίνει χώρα των Ρουμς, (χώρα των Ρωμαίων ή Ρωμιών), καλούμενη και Ρωμανία. Εξ αυτού ήταν και ο οθωμανικός διοικητικός τίτλος Ρούμελη Βαλεσή (= Βαλής της Ρούμελης), που έφερε επιμέρους ο τοπάρχης της περιοχής της σημερινής Στερεάς Ελλάδας μέχρι περίπου την περιοχή της Θεσσαλονίκης στις αρχές της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821.
Ρούμελη: Η τουρκική απόδοση του κρατικού ονόματος Ρωμανία
Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Ρωμανία συμπεριλάμβανε ολόκληρο τον μεσόγειο χώρο, που σήμερα καλύπτει την Αγγλία, την Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, το Βέλγιο, την κοιλάδα του Ρήνου, Βαυαρία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ιταλία, τα Βαλκάνια, την Μικρά Ασία, τις ρωσικές παραλίες του Ευξείνου Πόντου, τον Λίβανο, την Συρία και όλη την Βόρειο Αφρική από την Αίγυπτο μέχρι το Μαρόκο.
Η τουρκική απόδοση του κρατικού μας ονόματος Ρωμανία είναι το όνομα Ρούμελη. Τα ιστορικά δικαιώματα της Ρωμηοσύνης επί της Ρωμανίας, φαίνονται σαφώς από την χρήση του ονόματος αυτού από τους Τούρκους. Πριν από την  άλωση οι Τούρκοι ονόμαζαν Ρούμελη όλες τις ελεύθερες εκτάσεις της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης, οι οποίες διοικούνταν από τον βασιλέα των Ρωμαίων. Αλλά και μέχρι των αρχών του 20ου αιώνα οι Τούρκοι ονόμαζαν Ρούμελη ολόκληρο το ευρωπαϊκό μέρος της αυτοκρατορίας τους, δηλαδή τα Βαλκάνια. Καθ' όλη την ιστορία τους οι Τούρκοι διατήρησαν και το όνομα Κωνσταντινούπολις.
Παραδόξως, ενώ οι Τούρκοι διατήρησαν το όνομα Ρούμελη, οι Νεογραικοί και νεογρακύλοι το κατήργησαν.
γ. Υπάρχει σχέση μεταξύ του αυτοκρατορικού κράτους της Ρωμανίας και του σημερινού κράτους της Ρουμανίας (ROMANIA);
Ίσως κάποιοι να απορούν γιατί το όνομα «Ρωμανία» έγινε το όνομα ενός σύγχρονου κράτους που λέγεται Ρουμανία (διεθνώς ROMANIA). Η σύνδεση του ονόματος «Ρωμανία» με το σημερινό κράτος «Ρουμανία», πηγάζει από τον 19ο αιώνα. Στην πρώτη τους εμφάνιση στις ιστορικές πηγές του Μεσαίωνα, οι μετέπειτα αποκληθέντες «Ρουμάνοι» αποκαλούνται «Βλάχοι» (κυρίως) και Μολδαβοί, από τους χρονογράφους από την Ουγγαρία και την Κωνσταντινούπολη.
Ένα πριγκιπάτο με το όνομα «Βαλαχία» εμφανίζεται μεταξύ των Βλάχων πριν από το 1300. Ακολούθησαν τα ξεχωριστά Βλάχικα πριγκιπάτα της Μολδαβίας και της Τρανσυλβανίας. Αργότερα, οι ερευνητές κατάλαβαν ότι η Βλάχικη γλώσσα προερχόταν από την Λατινική: Η Βλάχικη ήταν αδελφή γλώσσα με την Ιταλική, την Γαλλική, την Ισπανική.
Εδώ γεννάται το ερώτημα: Πώς έφτασαν Λατινόφωνοι σ’ αυτή την απόμακρη γωνιά της Ευρώπης βόρεια από τον ποταμό Δούναβη;
Οι μισθοφόροι μελετητές των εθνοκατασκευαστών του Συστήματος, ανέπτυξαν την θεωρία ότι οι Βλάχοι ήταν απόγονοι Ρωμαίων αποίκων και εκλατινισμένων ντόπιων που ζούσαν στην περιοχή βόρεια του Δούναβη κατά το δεύτερο και τρίτο αιώνα μ.Χ. Σ’ αυτή την περίοδο, η περιοχή αποτελούσε την Ρωμαϊκή επαρχία της Δακίας, όταν σ’ όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας η επίσημη γλώσσα ήταν η Λατινική και η Ελληνική. 
Με την σύνθετη ονομασία Μολδοβλαχία χαρακτηρίζονταν επί τουρκοκρατίας και λίγο πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821, οι ανατολικές παραδουνάβιες χώρες, (Ηγεμονίες), της Χερσονήσου του Αίμου (Βαλκανικής), η Μολδαβία και η Βλαχία, που αποτελούσαν τότε επικυρίαρχα τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι παραδουνάβιες αυτές χώρες αποτελούσαν για τους Έλληνες τόπους οικείους στους οποίους μετανάστευαν και εγκαθίσταντο μόνιμα ή παρεπιδημούσαν επαγγελματικά ως λόγιοι, κληρικοί, έμποροι, αλλά και ως μισθωτές κτημάτων των Βογιάρων (μεγαλοκτηματιών). Έτσι μαζί μ΄ αυτούς εξαπλώνοταν και ο ελληνικός πολιτισμός σ΄ αυτές. Ειδικότερα με την υποστήριξη των Φαναριωτών Ηγεμόνων, ο εξελληνισμός στην περιοχή είχε προχωρήσει και στα ανώτατα κοινωνικά στρώματα, όπως επίσης και ο εξευρωπαϊσμός. Πολλοί μάλιστα Βογιάροι μιλούσαν και έγραφαν ελληνικά και ορισμένοι γαλλικά και γερμανικά.
Η Μολδοβλαχία λοιπόν, αποτελούσε κυρίως καταφύγιο όλων των καταδιωγμένων από τους Τούρκους Ελλήνων του ελλαδικού χώρου και τούτο από ένα σπουδαίο λόγο. Σύμφωνα με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812) η Τουρκία δεν είχε το δικαίωμα μεταφοράς στρατού στις χώρες αυτές χωρίς προηγούμενη άδεια της Ρωσίας. Οποιαδήποτε παραβίαση αυτού του όρου θα προκαλούσε Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Αυτός ήταν και ο λόγος που ξεκίνησε η οργάνωση της επαναστάσεως των Ελλήνων απ’ αυτή την περιοχή, τόσον εκ μέρους των μυημένων στην Φιλική Εταιρεία όσο και από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
  

                                                    Έμβλημα Της Μολδοβλαχίας

Η ιδέα της Ρωμαϊκής/Ρωμαίϊκης και όχι Ρωμαϊκής/Λατινικής καταγωγής προσέδωσε νέα υπερηφάνεια στους Βλάχους. Μετά την συνένωση της Βλαχίας και της Μολδαβίας σε μια οντότητα το 1859, επιλέχθηκε το 1862 το όνομα «Ρο(υ)μανία» για να περιγράψει το συνενωμένο κράτος και να υπενθυμίζει τις ρίζες του από την Ρωμανία.
Εκείνη την εποχή, η Ρο(υ)μανική ενότητα και ανεξαρτησία χρειαζόταν την υποστήριξη της Γαλλίας υπό τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ (1852-1870). Ο «Λατινικός δεσμός» με την Γαλλία, βοήθησε την Ρουμανική υπόθεση εμπνέοντας το ενδιαφέρον των Γάλλων για το «αδελφό έθνος» της Ρουμανίας. Αυτά ως προς την ιστορική αλήθεια!
Λαμβάνοντας υπόψη την σχετικά πρόσφατη εποχή κατά την οποία απέκτησε το όνομα της η σύγχρονη Ρουμανία, φαίνεται καθαρά ότι προηγουμένως ο όρος «Ρωμανία» αναφερόταν στην επικράτεια όπου ζούσαν οι ελληνόφωνοι «Ρωμαίοι», και αποτελούσε τμήμα της Αυτοκρατορικής Ρωμανίας..
Για πάνω από χίλια χρόνια, το κράτος που αποκαλούμε σήμερα , λανθασμένα και ανιστόρητα,  Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η Ρωμανία. Μετά το τέλος της Αυτοκρατορίας, οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέχισαν να αυτοαποκαλούνται «Ρωμαίοι»/Ρωμηοί.
δ. Η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία πάρθεν, η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο.
Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να ονομαστεί «Βυζαντινή Αυτοκρατορία». Αν χρειαζόταν ιδιαίτερο όνομα, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, «Αυτοκρατορία Ρωμαίων» από το ελληνικό «Βασιλεία Ρωμαίων».
Δεν ονομαζόταν λοιπόν η Αυτοκρατορία «Βυζαντινή» και οι κάτοικοί της «Βυζαντινοί», αλλά μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην πόλη που ίδρυσε ο νέος Αυτοκράτοράς της, ο Μέγας Κωνσταντίνος, δηλαδή στην Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη, το νέο γνήσιο όνομά της είναι:
Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ή της Ρωμανίας, ή απλά Ρωμανία.
Ωστόσο δεν παύει να ισχύει και εδώ και το προηγούμενό όνομα της, δηλαδή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ καλείται όμως και Ρωμαίϊκη Αυτοκρατορία. Το πραγματικό όνομα του κράτους ήταν Ρωμανία. Δηλαδή κράτος, με πρωτεύουσα τη Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη.
Τέλος, ανάλογα με το ακριβές γεωγραφικό τμήμα της Αυτοκρατορίας που αναφερόμαστε (ελεύθερο ή υπόδουλο μετά τις κατακτήσεις των Τούρκων), αυτή ονομάζεται εκτός από Ρωμανία (υπόδουλες περιοχές Μ. Ασίας) και Ρούμελη (ελεύθερες περιοχές στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο και Κωνσταντινούπολη). Κατ’ ανάλογο τρόπο, και οι πολίτες της Αυτοκρατορίας ονομάζονταν Ρωμνιοί (όπως και Ρωμιοί ή Ρωμηοί) ή Ρωμαίοι, Ρωμανοί ή Ρομάνοι, ή και Ρουμ από τους Τούρκους και τους Άραβες.
Ο τίτλος των Αυτοκρατόρων ήταν «πιστός εν Χριστώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Ο τίτλος αυτός δεν είχε εθνική αλλά πολιτειακή σημασία.  Θεωρούσαν ότι κρατικά, πολιτειακά συνέχιζαν το Ρωμαϊκό κράτος και έτσι είχαν δικάιωμα να κυβερνούν διαφόρους λαούς.
Το δικαίωμα αυτό βλέπουμε να τονίζει στον επίσημο τίτλο του ο Μανουήλ Κομνηνός, ο οποίος αναγράφεται ως εξής: «Μανουήλ εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς ο πορφυρογέννητος, Ρωμαίων αυτοκράτωρ ευσεβέστατος, αεισεβαστός, αύγουστος, ισαυρικός, κελτικός, αρμενικός, δαλματικός, ουγγρικός.... θεοκυβέρνητος κληρονόμος του στέμματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ψυχή νεμόμενος τα τούτου δίκαια».
Όμως το όνειρο των Ελλήνων Ρωμηών που καλλιέργησαν εξαρχής την ιδέα για μια ενωμένη Ευρώπη, δεν μπόρεσαν να το δουν να γίνεται πραγματικότητα, καθ’όσον οι Φράγκοι και οι ταλμουδιστές τραπεζίτες της Ευρώπης άλλα σχεδίαζαν.
Στην σημερινή εποχή που ζούμε τώρα, οι βιολογικοί και πνευματικοί απόγονοι των Φράγκων και Λατίνων, με τις «ευλογίες» του Πάπα και της προτεσταντικής Φραγκογερμανίας,  ικανοποιούνται να μας βλέπουν υποταγμένους κάτω από τα σκληρά οικονομικά μέτρα που κατάφεραν οι ίδιοι, με την βοήθεια των δικών μας ελλαδιτών(νεογραικών και νεογραικύλων) ηγετών, να λαμβάνουν εις βάρος μας.
Ήλθεν όμως η ώρα, να τους δώσουμε να καταλάβουν καλά, αν επιθυμούμε να μη ζούμε σαν σκλάβοι δικοί τους, ακόμα κι’ αν αυτοί που έχουν βρεθεί στην ηγεσία του τόπου μας, κατευθύνουν την χώρα μας, υπακούοντας ως πιστά κυνάρια, στα κελεύσματα των οικονομικών αυτών κατακτητών.
Ας υπερασπιστούμε την αλήθεια της ιστορίας μας και της πίστεώς μας, κάτω από το όνομα της Ρωμηοσύνης, που μας ενώνει, που ενώνει όσους λαούς έχουμε κοινή πίστη και ιστορία, από τον καιρό που ζήσαμε μαζί στην Ελληνική/Ρωμαίϊκή Αυτοκρατορία.
Το φως δεν μπορεί να κρυφτεί, αλλά διαλύει το σκοτάδι. Ας φωτιζόμαστε με το αληθινό φως που είναι ο Ιησούς Χριστός, δια της Ορθοδοξίας μας, για να μην ντροπιαστούμε σαν αυτούς που κρύβονται μέσα στο σκοτάδι, συνωμοτώντας σε βάρος των Ελλήνων και της Ρωμηοσύνης.
Να είμαστε βέβαιοι ότι οι σκοταδιστές θα αποκαλυφθούν συντόμως, και το σκοτάδι  θα διαλυθεί τελικά από το φως, που είναι η Αλήθεια.
                                                                          *
Η διάσωση του όρου Ρωμανία, που από τον 4ον αιώνα, δηλώνει το όνομα της εκχριστιανισμένης και εξελληνισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γίνεται στο στόμα του λαού (ποίηση π.χ. Πόντου, Κύπρου κ.λπ.), ενώ η  λογιοσύνη, ξένη και ελλαδική, ακρίτως και δουλικώς, δέχθηκε τους όρους «Βυζάντιο» (και «Βυζαντινή αυτοκρατορία»), που μόλις το 1562 για πρώτη φορά εφευρέθηκαν από δυτικούς Φράγκους συγγραφείς, για την εγκατάλειψη από τον Ελληνισμό του ονόματος της αυτοκρατορίας του και τον σφετερισμόν του από την Δύση.
Η Ρωμανία αποτελούσε το χρυσόμαλλο δέρας για πολλούς διεκδικητές και οι επιλεκτικές κάθε φορά ονομασίες των Ελλήνων απ' αυτούς, σηματοδοτούσαν και τις διπλωματικές τους μηχανορραφίες. Αυτό φαίνεται καλύτερα από τις επανειλημμένες προσπάθειες να αμφισβητηθεί η συνέχεια του Ελληνισμού και να απαλειφθεί παντελώς από την εθνική συνείδηση η ρωμαϊκή, δηλαδή της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης, της Ρωμανίας που κακόβουλα, ανιστόρητα και σκόπιμα, ονόμασαν και καθιέρωσαν μετά την Πτώση της Πόλης μας, Βυζάντιο!

              
Ρωμαίϊκο κύπελλο από επιχρυσωμένο άργυρο. Ανάμεσα στις παραστάσεις που διακοσμούν το κύπελλο αυτό, περιλαμβάνεται δύο φορές η ανάληψη του Μ. Αλεξάνδρου, η μορφή του οποίου χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς για να συμβολίσει την οικουμενική εξουσία του Αυτοκράτορα της Ρωμανίας.[12ος αιώνας. Ύψος : 9 εκ., διάμ: 13,8 εκ. Αγία Πετρούπολη (Ερμιτάζ. αρ. ευρ. ω72)]. [Περιοδικό Αρχαιολογίας - Ιστορίας των πολιτισμών,τεύχος 34, άρθρο «Ωρες Βυζαντίου, Αθήνα - Θεσσαλονίκη - Μυστράς, Αύγουστος 2001 - Ιανουάριος 2002», Σταυρούλα Μασουρίδη, Αρχαιολόγος, σελίδα 21].
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Ν. Σπηλιάδης (στενός συνεργάτης του Καποδίστρια) στα Απομνημονεύματά του λέγει ότι, ο Ι. Καποδίστριας ήθελε να δημιουργήσει «Νεορωμαϊκήν αυτοκρατορίαν» (ανακοίνωση καθηγητού Π. Χριστοπούλου), δηλαδή να αναστήσει την Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης Κωνσταντινουπόλεως, που φυσικά δεν το ενέκρινε η Ευρώπη των απογόνων του Καρλομάγνου και για τον λόγον αυτόν δολοφονήθηκε.
Πασίγνωστος είναι και ο Ποντιακός θρήνος για την Άλωση της Πόλης και για την ελπίδα ανασυστάσεως της Ρωμανίας, της Ελληνικής Αυτοκρατορίας:
«Ἡ Ρωμανία πέρασεν, ἡ Ρωμανία πάρθεν, ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασεν ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο»!
Αυτός είναι και ο διακαής πόθος και το όραμα των σημερινών αδρανοποιημένων και ανησυχούντων Ρωμηών! Να ξανανθίσει η Ρωμανία μας!

Συνεχίζεται






1 α. Η βιβλιογραφία από την οποίαν αντλήθηκαν τα στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που καταγράφονται σε κάθε ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του θέματος.
β. Οσάκις θα αναφερόμαστε στους όρους Βυζάντιον, Βυζαντινός/ Βυζαντινοί, Βυζαντινός πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική χερσόνησος, θα το πράττουμε κατ’ οικονομίαν, αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς αβάσιμοι.
Όπως σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Δ.Α. Ζακυνθηνός, «τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζάντιος, Βυζαντινός, Βυζαντιακός, ουδέποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό την Ελλήνων των μέσων αιώνων εν τη σημασία, ην έχουν σήμερον. Κατ' αυτούς Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντιών πόλις ήτο η Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δε ο κάτοικος αυτής... Ο όρος ούτος εν τη κατά τους νεωτέρους χρόνους κατισχυσάση ευρεία εννοία εμφανίζεται το πρώτον εν τη Λατινική, μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, δηλοί κυρίως τους εις την Ιταλίαν καταφυγόντας Έλληνας λογίους. Ως όρος επιστημονικός χρησιμοποιείται κατά τον δέκατον έκτον (16ον) αιώνα».
Ειδικώς για τους όρους «Βαλκάνια» και «Βαλκανική», σημειώνουμε τα εξής:
Ο Αίμος είναι οροσειρά στα βορειανατολικά της Ελληνικής Χερσονήσου, από την οποία ονομάστηκε Χερσόνησος του Αίμου. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες, περιεχόμενο διμερών ή διεθνών συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ) η περιοχή των σημερινών Βαλκανίων, ανεφέρετο ως «Χερσόνησος του Αίμου».
Οι Συστημικοί ανθέλληνες και οι Ιουδαιοταλμουδιστές νεότουρκοι, την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο και  Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως, επικράτησε διεθνώς η ανιστόρητη αυτή ονομασία.
Με την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan = όρος, ή υψηλή δασώδης οροσειρά), (αρχ. Ελλην. Χερσόνησος του Αίμου)], και Βαλκανική χερσόνησος, καθιερώθηκε εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται, περισσότερο ως πολιτικός όρος παρά γεωγραφικός, αφ’ ενός η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και συγκεκριμένα η τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια χερσόνησος της Ευρώπης και αφετέρου συλλήβδην και χώρες γειτονικές που βρίσκονται εκτός των φυσικών γεωγραφικών ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το μακρινό παρελθόν λειτούργησε και λειτουργεί ως σταυροδρόμι, μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της Θράκης.          
2 Μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας που ήταν υποδουλωμένη στους άπιστους εισβολείς και αιμοσταγείς κατακτητές, Λατίνους και Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, εισέρχεται θριαμβευτικώς στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.
3 Ρωμανία, «Βυζάντιο» & διαχρονική ελληνικότητα, Κων. Χολέβας.

--Φράγκοι και Ευρωπαϊκή Ένωση, Ρωμιοί και Καθολική (Οικουμενική) Ορθοδοξία. Bασίλειος Ευσταθίου, Δρ. Φυσικής, Πτυχιούχος Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ, 14 Φεβρ.2015.Τα παρακάτω βιβλία ή άρθρα χρησιμοποιήθηκαν για την συγγραφή σχετικού  άρθρου:

1. π. Ρωμανίδης Ιωάννης, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, Πουρνάρας, 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982.
2. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της.
3. π. Γεώργιος. Δ. Μεταλληνός, Το όνομα Ρωμηός και η Ιστορική του σημασία, ΕΡΩ, 2010.
4. Αναστασίου Φιλιππίδη, Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα. Οι ιστορικές ρίζες της μακραίωνης σύγκρουσης Ελληνισμού και Δύσης, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου.
5. Ράνσιμαν Στήβεν, Βυζαντινός Πολιτισμός, μετάφραση Δέσποινας Δετζώρτζη, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα, 1979.
6. Χρήστου Παναγιώτη, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Κυρομάνος, 2η έκδοση, Αθήνα, 1989.
7. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Η άλωση της Πόλης από τους Φράγκους στις 12/12 Απριλίου 1204, Εφημερ. «Χριστιανική», αριθ. 681 (994)/6.5.2004.
Ιστοχώροι:
Οι παρακάτω ιστοχώροι με σχετικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν για την συγγραφή αυτού του άρθρου:
1.el.wikipedia.org/wiki/
2.www.impantokratoros.gr/
3.www.apologitis.com/gr/keimena/
4.oodegr.co/oode/
4. aioniaellinikipisti.blogspot.gr
Λοιπές Πηγές:

1. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό Κράτος, , Τέταρτη έκδοση – Εκδόσεις Βάνιας Θεσσαλονίκη, σελ. 51.

2.  Το έργο του Θ. Δρίτσα: Η παραχάραξη της ιστορίας. Οι Έλληνες του ’21 ήταν οι συνεχιστές της Ρωμηοσύνης. Το λεγόμενο «βυζαντινό Κράτος» ποτέ δεν υπήρξε, http://www.romanity.oodegr.com/21-politismikh_synexeia.html.

3. ΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ, ΕΝΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ; Του Clifton R. Fox Καθηγητή Ιστορίας Στο Tomball College Tomball, TX, USA. Μετέφρασε από τα Αγγλικά ο Δ. Ν. Λόγκο. Αναθεώρηση 29-3-96. Η αρχική έκδοση του άρθρου δημοσιεύθηκε στο Celator [Τόμος 10, Αριθμός 3: Μάρτιος 1996]. Τμήμα του επίσης αναφέρεται στο βιβλίο Ancient Coin Collecting του Wayne G. Sayles, έκδοση [Ιούνιος 1996] Krause Publications.

4. Εκκλησιαστικόν Περιοδικόν Σύγγραμμα  Νέα Σιών, Έκδοσις Ιερού κοινού του Παναγίου Τάφου, http://www.impantokratoros.gr/3CD2F57D.el.Aspxhttp:// www.impantokratoros.gr/42AA8A66.el.Aspx, http://www.Impantokratoros.r/8AABE5F5.el.aspxhttp://www.hristospanagia.gr,http://www.diakonima.gr
4 Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό Κράτος, Τέταρτη έκδοση – Εκδόσεις Βάνιας Θεσσαλονίκη, σελ.51.---  του Θ. Δρίτσα: Η παραχάραξη της ιστορίας. Οι Έλληνες του ’21 ήταν οι συνεχιστές της Ρωμηοσύνης.Το λεγόμενο «βυζαντινό Κράτος» ποτέ δεν υπήρξε, http://www.romanity.oodegr.com/21-politismikh_synexeia.html.
5 Πολύβιος, IV, 38 κ.εξ.
6 Δίων Κάσσιος, 74, 14, 4: «των ‘Ρωμαίων μέγα φυλακτήριον και ορμητήριον προς τους εκ του Πόντον και τής Ασίας βαρβάρους». Βλ. και Διον. Ζακυθηνός, Βυζαντινή ιστορία…, 34.
7 Περισσότερα στοιχεία για τα έργα αυτά του Δουκάγγιου, βλ. Α. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία, Α΄, 324-610, Αθήναι 1975, 4.
8 Διαφωτισμός, Ιωάννη Γ. Παλαιτσάκη, Αθήνα, 2002, σ.32-34---Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, Παν. Κανελλόπουλου, V/52-V/63 και 85- V/57 και VI/353.
9 Εδουάρδος Γίββων "Άνοδος και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας", Alexandre Rambeau, "L'empire Grecque au X'siecle"
10 Τα ονόματα αυτά υπάρχουν στα συγγράμματα: A. Banduri, Imperium orientale sive Antiquitates Constantinopolitanae, Paris 1711 (νεότ. έκδ. Βενετία 1729)’ C. Le Beau, Histoire du Bas-Empire, Paris 1757-1786′ A. Rambaud, L’Empire Grec au dixieme siecle. Constantin VII Porphyrogenete, Paris 1870.
11Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Ιστορική θεώρηση ορθοδόξου και ουμανιστικού προτύπου στον Νέο Ελληνισμό, στο βιβλίο του Ιδίου, Ορθοδοξία και Ελληνικότητα - Προσεγγίσεις στη νεοελληνική ταυτότητα, Αθήνα 1992, σελ. 63 ε.ε.---- π. Γ.Δ. Μεταλληνού, το Ελλαδικό Αυτοκέφαλο και η Ρωμηοσύνη, στο βιβλίο του Ιδίου, Ελληνισμός Μαχόμενος, Αθήνα 1995, σ. 85 ε.ε----Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Κοσμήτορος Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Περιοδικό Πεμπτουσία, τεύχος 19 – άρθρο: Ο Ελλαδικός Μοναχισμός τον 19ο αιώνα.
12 -Η "Βυζαντινή" Αυτοκρατορία, ήταν η αδιάσπαστη συνέχεια της Ρωμαϊκής, -Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, του Μάριου-Κωνσταντίνου Ιωάννου ,Φοιτητού Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
13 «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου» τομ. 16ος, σελ. 706
14 Κατά το μέσον του 17ου αιώνα το «Μπεηλερμπεηλήκι» της Ρούμελης περιλάμβανε 27 Σαντζάκια τα οποία και ήταν από ανατολή προς δύση τα εξής:
·της Βιζύης,
·των Σαράντα Εκκλησιών,
·της Σηλυβρίας,
·της Νικόπολης,
·του Βιδινίου,
·της Σόφιας,
·της Καλλίπολης,
·της Θεσσαλονίκης,
·της Κιουστεντήλ,
·των Σκοπίων,
·των Τρικάλων,
·της Χαλκίδας,
·της Αθήνας,
·του Μορέως,
·της Ναυπάκτου,
·του Κάρλελι (Βραχώρι),
·των Ιωαννίνων,
·του Δελβίνου,
·της Αυλώνας,
·του Ελμπασάν,
·της Σκόδρας,
·της Αχρίδας,
·της Πρεσρένης,
·του Βούτσιτου,
·της Δουκαγίν,
·του Κρούσεβατς και
·Σμεντέρεβο.
15 Πρώτη δημοσίευση: http://wwwtc.nhmccd.cc.tx.us/people/crf01/romaion/. Mετάφραση: http://www.romanity.org/htm/fox.e.01.ti_einai_an_einai_kati_enas_buzantinos.01.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου