Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΟΙ, ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΑΝ ΤΗΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ;

(WHO, WHEN AND WHY DESTROYED THE LIBRARY OF ALEXANDRIA?)1


ΜΕΡΟΣ 1ον
1.  Γενικά
Στην εποχήν μας, δεν είναι λίγοι εκείνοι που δεν χάνουν ευκαιρίαν κάθε τόσο, δια των ηλεκ­τρονικών και έντυπων μέσων ενη­μερώσεως, να μας βομβαρδίζουν συχνάκις με πληροφορίες για γεγονότα του παρελθόντος που αφορούν στις θέσεις του Χριστιανισμού και στις διαχρονικές δράσεις των Χριστιανών, όπως αυτοί τις παρουσιάζουν, ισχυριζόμενοι ότι: Ο Χριστιανισμός είναι μία επαχθής, απάνθρωπη και βαρβαρική θρησκεία που έβλαψε την ανθρωπότητα, κατέστρεψε τα ιερά των αρχαίων Ελλήνων, διέπραξε εγκλήματα κατά των Εθνικών, επέφερε συμφορές στον Ελληνισμόν και γενικώτερα δεινά πλήγματα κατά του παγκόσμιου πολιτισμού.
Τους τελευταίους τρεις (3) αιώνες, οι εγκάθετοι προπαγανδιστές του Συστήματος, οι αντιχριστιανοί πάσης αποχρώσεως και ιδεολογίας, ιδιαιτέρως οι Νεοπαγανιστές, μας «πιπιλίζουν» το μυαλό, σε μια προσπάθεια «πλύσεως του εγκεφάλου» μας, διοχετεύοντας και συντηρώντας ως «ένα ακόμη επιχείρημα» κατά των Χριστιανών, την πληροφορίαν,  ότι:
«Οι Χριστιανοί επυρπόλησαν την ξακουστήν Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Ελληνιστικής Αλεξανδρείας, όπου ευρίσκοντο αποθηκευμένοι οι ανεκτίμητοι θησαυροί της παγκόσμιας γνώσεως, το 391 μ.Χ., με εντολή του αυτοκράτορος Θεοδοσίου και υποκίνηση του εκεί πατριάρχου Θεοφίλου».
«Αυτό υπο­στηρίζεται σαν ιστορική θέση, σαν επιστημονικό θέσφατον, που προβάλλεται για να χρησιμεύ­σει βέβαια σαν ένα επί πλέον επι­χείρημα, προκειμένου ν' αποδειχ­θεί ακριβώς η ιδιοσυγκρασία και ο γενικότερος παρεμφερής ρόλος του Χριστιανισμού σαν «συστήματος σκοταδιστικού». Υποστηρίζεται δε η θέση αυτή σαν μια τόσο ξεκάθαρη ιστορική αλήθεια, έτσι ώστε να μη τολμά κανείς νάχει αντίρρηση, αν δεν θέλει να θεωρηθεί οπισθοδρομι­κός, ή σκοταδιστής, ανιστόρητος και μη ενημερωμένος επιστημονι­κά».2
Ο ισχυρισμός αυτός, δηλαδή ότι «οι χριστιανοί κατέστρεψαν την περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», προβάλλεται εντονώτερον στην εποχήν μας, από τους δεδηλωμένους πολεμίους της Ορθοδόξου πίστεως και πάσης αντιχριστιανικής ομολογίας συκοφάντες, πρωτοστατούντων των «διαφωτιστών», σε συγχορδία με τους νέο-παγανιστές.
Η αναπόδεικτη αυτή υπόθεση και ανιστόρητη κατηγορία κατά των Χριστιανών και προσωπικώς κατά του τότε επισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου, ως υπευθύνων κατά τα επεισό­δια τού 389, διετυπώθη μετά 14 ολόκλη­ρους αιώνες, δηλαδή μόλις τον 18ον αιώνα, από τον άγγλον ιστορικόν  Έντουαρντ Γκίμπον/Εδουάρδον Γίββωνα (Edward Gibbon),3 οπαδόν του Διαφωτισμού, δεδηλωμένον αντιχριστιανόν, μισέλληνα και τέκτονα, μέλος της τεκτονικής στοάς Lodge of Friendship No. 3, του Λονδίνου.  Ο Γίββων, κατηγόρησε αποκλειστικά τους χριστιανούς για την καταστροφήν της περίφημης Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, κατά την διάρκεια γεγονότων του 391 μ.Χ. (κατ’ άλλους το 389 μ.Χ.).
Ποιάς βιβλιοθήκης όμως; Της Βασιλικής, του Σεραπείου ή άλλης από τις μικρότερες που είχαν ιδρυθεί στην Αλεξάνδρεια, μέχρι τον 4ον αιώνα;
2. Οι βιβλιοθήκες της Αλεξανδρείας
α. Εκείνο που δεν γνωρίζουν πολλοί, κάτι που σκοπίμως αποσιωπούν οι κατήγοροι του Χριστιανισμού, είναι πως όταν αναφέρονται στην καταστροφή της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας το 391-392 μ.Χ., δεν διευκρινίζουν ποια βιβλιοθήκη εννοούν, αφού υπήρχαν περισσότερες της μιας βιβλιοθήκες στην ευρύτερη περιοχή της Αλεξάνδρειας. Στην πόλη υπήρχαν τουλάχιστον δύο επί μέρους βιβλιοθήκες:
-Η λεγόμενη «Βασιλική Βιβλιοθήκη» καθώς και το λεγόμενο «Μουσείο» (400 χιλιάδες τόμοι) που ήταν στην περιοχή του Βρουχείου. Η μεγαλύτερη κιβωτός γνώσεων του αρχαίου κόσμου. Στις βιβλιοθήκες αυτές υπήρχαν συγγράμματα από όλους τους λαούς και θρησκείες, όχι μόνον αρχαιοελληνικά. Υπήρχαν περσικά, αιγυπτιακά, εβραϊκά, ακόμα και βουδιστικά.
Η Αλεξάνδρεια κατέστη παγκόσμιο πνευματικό κέντρο εξ αιτίας εκείνης της περίφημης Βασιλικής Βιβλιοθήκης της.
-Η βιβλιοθήκη του Σεραπείου που είχε γύρω στους 42.000 τόμους. «Από τον Έλληνα λόγιο Τζέτζη, ο οποίος αντλούσε τις πληροφορίες του από παλαιότερες ελληνιστικές πηγές, μαθαίνουμε τον αριθμό των βιβλίων-ρόλων, που περιείχε η βιβλιοθήκη του Μουσείου επί Πτολεμαίου του Φιλάδελφου (prolegomena de comoedia, ed. Korster, p. 32). Σύμφωνα μ’ αυτόν, υπήρχαν 400.000 βίβλοι συμμιγείς και 90.000 βίβλοι αμιγείς, μαζί επομένως 490.000 Βιβλία-ρόλοι.4   
Η πρώτη και μεγαλύτερη, ονομαζόταν «η εντός» ή «του Βρουχείου» ή «Βασιλική» ή «του Μουσείου». Πρόσβαση και μελέτη σ’ αυτήν είχαν μόνο τα μέλη του Μουσείου και οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι των Πτολεμαίων. Το Μουσείον ή «Βιβλιοθήκη του Μουσείου», που θεωρείται από κάποιους ερευνητές, ως ο ιερός χώρος ταφής και επίσημης λατρείας του Αλεξάνδρου ως θεού, ήταν εντεταγμένα στο ανακτορικό συγκρότημα των Πτολεμαίων (το «Σώμα» του Αλεξάνδρου).
Η δεύτερη, ονομαζόταν «η εκτός» ή «Ρακώτις», ή «του Σεραπείου», ευρίσκετο στον τομέα της πόλεως ο οποίος εκατοικείτο κυρίως από Αιγυπτίους. Αποτελούσε συνέχεια του ναού του θεού Σεράπιδος,5 ήταν μεταγενέστερη και θυγατρική της πρώτης, ασυγκρίτως μικρότερη της Βασιλικής και η πρόσβαση και μελέτη σ’ αυτήν, ήταν ακώλυτη για όλους..
Ο ιερός Επιφάνιος, επίσκοπος στην Σαλαμίνα της Κύπρου, γράφει το 392 μ.Χ. «Τα ιερά βιβλία των Εβραίων μεταφράσθηκαν επί Φιλάδελφου και κατατέθηκαν εις την πρώτη βιβλιοθήκη του Βρουχείου. Αργότερα ιδρύθηκε νέα βιβλιοθήκη εις το Σαράπειον, της οποίας τα βιβλία ήταν λιγότερα από εκείνη του Βρουχίου και γι’ αυτό ονομάστηκε «θυγάτηρ» (θυγατρική) της πρώτης. Σε αυτήν συγκεντρώθηκαν οι μεταφράσεις της Αγίας Γραφής που εκπονήθηκαν από τον Ακουΐλα τον Σύμμαχο, τον Θεοδοτίωνα και άλλους και κατατέθηκαν στην βιβλιοθήκη του Σαραπείου 250 έτη και πλέον από την μετάφραση των Ο΄ εις την βιβλιοθήκη του Μουσείου, διότι από το 7ον έτος της βασιλείας του Φιλάδελφου, όπου έγινε αυτή έως την Κλεοπάτρα, είναι 249 χρόνια.»
«Και ούτως αι βίβλοι εις ελληνίδα εκτεθείσαι απετέθησαν εν τη ΠΡΩΤΗ βιβλιοθήκη τη ΕΝ ΤΩ ΒΡΟΥΧΙΩ οικοδομηθείση. Έτι δε ύστερον και ΕΤΕΡΑ εγένετο βιβλιοθήκη ΕΝ ΤΩ ΣΕΡΑΠΙΩ ΜΙΚΡΟΤΕΡΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ, ήτις και θυγάτηρ ωνομάσθη αυτής».6
Με την συνίδρυση αυτήν, φαίνεται πως οι Πτολεμαίοι προέβαλλαν την λατρεία του Αλεξάνδρου, από τον οποίον προερχόταν η εξουσία τους, εδήλωναν τη νομιμότητά της και επεδίωκαν την διασφάλισή της, με την κατοχή και την αξιοποίηση της γνώσεως. Η έκταση και η υλοποίηση της επιδιώξεως αυτής, γίνονται φανερές από το γεγονός ότι «Πτολεμαίος ο Λάγου...την υπ’ αυτού, κατασκευασμένην βιβλιοθήκην εν Αλεξανρεία κοσμήσαι τοις πάντων ανθρώπων συγγράμμασιν όσα γε σπουδαία υπήρχεν» (Ευσεβίου, Ιστορία Εκκλησιαστική, V8, 11). 
Πως δημιουργήθηκεν όμως, τόσον η πρώτη όσον και η δεύτερη βιβλιο­θήκη της Αλεξάνδρειας και ποία η τύχη αμφοτέρων των βιβλιοθηκών;
β. Η Βασιλική Βιβλιοθήκη ή «του Μουσείου»
1/. Ιστορικά στοιχεία7
Ανέκαθεν, και προ της δυναστείας των Πτολεμαίων8 φαίνεται ότι υπήρχαν στην Αίγυπτο, διάσπαρτες ανά τους αιγυπτιακούς ειδωλολατρικούς ναούς, μικρές βιβλιοθήκες, μια αιγυ­πτιακή συνήθεια, που την πήραν αργότερα Έλληνες και Ρωμαίοι. Κατά τον Διόδωρο (α, 45) μαρτυρείται η βιβλιοθήκη του παλαιότερου βασιλιά της Αιγύ­πτου, του Οσυμάνδυου, η οποία έφερεν σαν προμετωπίδα την φράση: «ιατρείον ψυχής». Παρ' Ευσταθίω (Προοίμ. εις Οδύσσειαν), επίσης γίνε­ται λόγος μάλλον περί βιβλιοθήκης εις το άδυτον του Ηφαίστου στην Μέμφιδα.
Η αιγυπτιακή Ραχώτις, προ τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν ήταν παρά ένα πτωχό χωριουδάκι ψαρά­δων και βοσκών, όταν το 332 ο Έλλην Μακεδών στρατηλάτης ανάθεσε στον επίσης Μακεδόνα ή, κατ' άλλους, Ρόδιον αρχιτέκτονα Δεινο­κράτη9 να κτίσει εκεί μιαν καινούργιαν πόλη, η οποία, προς τιμήν του Μακεδόνος βασιλέως, έλαβεν το όνομά του.
Ο Πτολεμαίος Α' ο Λάγου ή Σωτήρ, ο μετά τον Μ. Αλέξανδρον βασιλεύσας, ανύψωσεν τη νέαν πόλη σε πρωτεύουσαν της Αιγύπτου, υποκαταστήσασαν τις προηγούμενες, Μέμφιν και Θήβες. Εκόσμησε την πόλη με λαμπρά οικοδομήματα και διακρίθηκε σαν προστάτης των επι­στημών, των γραμμάτων και των τεχνών. Ο ίδιος μάλιστα ήταν πεπαιδευμένος, όπως δείχνουν οι σωζόμενες Επι­στολές του, καθώς και το ότι συνέγραψεν Ιστορίαν τού Μ. Αλέξαν­δρου,10 από την οποία μάλιστα ο Αρριανός αρύσθηκε πολλά στοιχεία για να συγγράψει την δικήν του Ιστορίαν Αλέξανδρου, όπως ο Αρριανός ομολογεί στον πρόλογόν του.
Θεωρείται, πάντως, βέβαιον ότι ο Πτολεμαίος Α' ο Λά­γου ίδρυσεν το περίφημο Μουσείον της Αλεξάνδρειας, το οποίον δεν ήταν παρά Σύλλογος συγκαταβιούντων ένδοξων σοφών ανδρών, είδος Επιστημονικής Ακαδημίας ή Πανεπιστήμιου ή Βασιλικής Επιστημονικής Εταιρεί­ας ή Βασιλικού Ιδρύματος Ερευ­νών ή επιστημονικού Πρυτανείου, όπου ενδιαιτώντο, μελετούσαν, συ­ζητούσαν και συνέγραφαν οι σοφοί.
Το Ίδρυμα αυτό βρισκόταν, κατά τον Στράβωνα11 εντός της περιοχής των «βασιλεί­ων», τα οποία κατελάμβαναν το τέταρτον ή τρίτον τού περιβόλου της πόλεως. Ο Αμμιανός όλο αυτό το τμήμα της πόλεως το ονομάζει Βρούχιον (κβ', 14), που βρισκόταν ανατολικά και κατά μήκος τού μεγάλου λιμανιού και περιελάμβανε μνημειώδη οικοδομικά συγκροτήματα, που κτίστηκαν ολίγον κατ' ολίγον απ’ τους Πτολεμαίους και αργότερα από τους Ρωμαίους: Έτσι ανηγέρθη, μαζί με τα εκεί ανάκτορα, ιερά, γυμνά­σιο, θέατρον και το Μουσείον, το οποίον περιελάμβανε εκτός τού ιερού των Μουσών και την τεράστιαν βιβλιοθήκην της Αλεξάνδρει­ας ή τις βιβλιοθήκες τού Μουσείου.
Πάντως, υποθέτομεν ότι, ο Πτολεμαίος ο Α' ο Λάγου πρώτα - πρώτα θα συγκέντρωσεν στην δικήν του Βιβλιοθήκην πολλά βιβλία απ’ τις ήδη προϋπάρ­χουσες, ατελείς μάλλον, αιγυπτια­κές βιβλιοθήκες. Αλλά και ο περίφημος Νικοκράτης, βασιλιάς Κύπρου, που τον αριθμεί ο Αθηναίος (Βιβλ. α', 3) μεταξύ των πιο φημισμένων ιδρυτών βιβλιοθήκης, ηττηθείς από Πτολεμαίον τον Λάγου, πιθανώτατα απώλεσε μαζί με την βασιλείαν και την βιβλιοθήκην του, περιελθούσαν εις χείρας τού νικητού. Έτσι, και μόνον «εκ των ενόντων», συγκέντρωσεν ο Πτολεμαίος ο Λάγου σημαντικόν αριθμόν βιβλίων.
Εάν, λοιπόν, ο Πτολεμαίος ο Α' ο Λάγου είναι αυτός που έκτισεν το Μουσείον και συγκέντρωσεν εκεί σοφούς και ίδρυσεν σ' αυτό την πρώτη βασιλική Βι­βλιοθήκην στην Αλεξάνδρειαν, όμως στο γυιόν του Πτολεμαίον Β' το Φιλάδελφον ανήκει η τιμή της με­γάλης επεκτάσεως και τού εμπλουτισμού αυτής της Βιβλιοθήκης, με αξιώσεις και σε επίπεδον πράγματι οικουμενικόν.12
Ψυχή, όμως, της τεραστίας αυτής προσπάθειας τού Φιλάδελφου, για τέτοιας εκτάσεως συλλογή βιβλίων, υπήρξε Δημήτριος ο Φαληρέας.
Η πρώτη αναφορά που έχουμε για την βιβλιοθήκη, βρίσκεται σε μια επιστολή του Αριστέα (περίπου 180-145 π.Χ.), ενός Ιουδαίου λόγιου που κατέγραψε το χρονικόν της μεταφράσεως της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική γλώσσα, γνωστής ως μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄). Κατά τον Αριστέα, «καταστα­θείς επί της τού βασιλέως βιβλιοθήκης Δημήτριος ο Φαληρεύς, εχρηματίσθη πολλά διάφορα προς το συναγαγείν, ει δυνατόν άπαντα τα κατά την Οικουμένην βιβλία. Και ποιούμε­νος αγορασμούς και μεταγραφάς, επί τέλος ήγαγεν, όσον εφ' εαυτώ την τού βασιλέως πρόθεσιν».
Κατά τον Ιώσηπον: «Δημήτριος ο Φαληρεύς, ος ην επί των βιβλιοθηκών τού βασιλέως, σπουδάζων, ει δυνατόν είη, πάντα τα κατά την Οικουμένην συναγαγείν βιβλία, και συνωνούμενος, ει τι και μόνον ακούσειε σπου­δής άξιον, η ηδύ τη τού βασιλέως προαιρέσει (μάλιστα γαρ περί την συλλογήν των βιβλίων είχεν φιλοκάλως), συνηγωνίζετο».13
Η μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄) έγινεν κατά τα δύο τελευ­ταία έτη της βασιλείας Πτολεμαίου τού Λάγου, που συμπίπτουν με τα δύο πρώτα έτη της βασιλείας τού Φιλάδελφου, διότι επί δύο έτη συνεβασίλευσαν πατέρας και γυιός. Έτσι, γίνεται καταληπτόν και το τού Κλήμεντος τού Άλεξανδρέως: «Ερμηνευθήναι δε τας γραφάς φασίν επί τού Πτολεμαίου τού Λάγου ή, ως τινές επί τού Φιλάδελ­φου την μεγίστην φιλοτιμίαν εις τούτο προσενεγκαμένου Δημητρίου τού Φαληρέως».14
Η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας λοιπόν, ιδρύθηκε στην Αλεξάνδρεια, στο Αλεξανδρινό μουσείο, κατά τον 3ον αιώνα π.Χ. από την δυναστεία των Πτολεμαίων και πολύ γρήγορα εμπλουτίστηκε με κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας αλλά και με κείμενα των λαών της Ανατολής. Η φήμη της σαν ένα σπουδαίο ερευνητικό και φιλολογικό κέντρο, ξεπερνούσε τα όρια των ελληνιστικών βασιλείων.
Στην βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εργάστηκαν πολύ σπουδαίοι αρχαίοι έλληνες σοφοί, αναμεσά τους ο Ερατοσθένης, ο Ζηνόδοτος, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, ο Καλλίμαχος κ.α. Στο Αλεξανδρινό μουσείο, τμήμα του οποίου ήταν η βιβλιοθήκη, δημιουργήθηκε στην ουσία το πρώτο πανεπιστήμιο στον τότε γνωστόν κόσμο. Η βιβλιοθήκη είχε και πλούσια εκδοτική δραστηριότητα επειδή της είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να δημιουργεί αντίγραφο για κάθε χειρόγραφο που εμφανιζόταν στην Αίγυπτο. Για τον σκοπό αυτό, είχε ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό αντιγραφέων.
Η μαζική παραγωγή χειρογράφων, ωστόσο, επετεύχθη, όπως προείπμεν, από τον εξόριστο Δημήτριον Φαληρέα κατ' εντολήν του Πτολεμαίου Σωτήρος. Ο ίδιος ο Φαληρεύς, πρώην «τύραννος» των Αθηνών, ανήκε στην πρώτη γενιά της Περιπατητικής Στοάς και ήταν ένας από τους μαθητές του Αριστοτέλη μαζί με τον Θεόφραστο και τον Μέγα Αλέξανδρο. 
Οι αρχαιολόγοι δεν έχουν αποκαλύψει ακόμη, τα κτίσματα του Μουσείου. Το μόνο κομμάτι βιβλιοθήκης που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, και σώζεται ερειπωμένο σήμερα, ανήκει στο λεγόμενον Σεραπείον και όχι στην Βασιλική βιβλιοθήκη.
Από τις τμηματικές πληροφορίες που υπάρχουν, υποθέτουμε πως βρισκόταν στον Β.Α. τομέα της πόλεως (Βρούχιον ή Βρουχείον), κοντά στο ανακτορικόν σύμπλεγμα.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα (17.1.18), περιβαλλόταν από αυλές και στο κέντρο του βρισκόταν η μεγάλη αίθουσα και ένα κυκλικό δώμα, με παρατηρητήριο στην οροφή του.15
Το 1848, στον κήπο του αυστριακού προξενείου, ανακαλύφθηκε γρανίτινος όγκος, διαμορφωμένος για την υποδοχή παπύρων με την επιγραφή Διοσκουρίδου γ΄ τόμοι, γεγονός που μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε το σχήμα που είχαν τα ράφια, αν και υπολογίστηκε πως ήταν αδύνατον να χρησιμοποιείται γρανίτης για την υποδοχή των εκατοντάδων χιλιάδων όπως εκτιμάται παπύρων της βιβλιοθήκης. Στην Ρωμαϊκή εποχή, τα χειρόγραφα απέκτησαν πλέον την μορφή κωδίκων (βιβλίων) και άρχισαν να αποθηκεύονται σε ξύλινα κιβώτια που αποκαλούνταν ερμάρια.
2/.  Οργάνωση και Λειτουργία16
Κατά την εποχή του Δημητρίου, οι Ελληνικές βιβλιοθήκες ήταν στην πραγματικότητα ιδιωτικές συλλογές χειρογράφων, όπως εκείνη του Αριστοτέλη. Όσον αφορά στην Αίγυπτο, γνωρίζουμε πως στους ναούς υπήρχαν βιβλιοθήκες με θρησκευτικά και κρατικά έγγραφα, όπως σε ορισμένα μουσεία, στην Ελληνική επικράτεια. Ήταν η μεγάλη φιλοδοξία του Πτολεμαίου να συσσωρεύσει όλη την γνώση, που οδήγησε αυτές τις μικρές συλλογές στην επικράτεια μιας αληθινής βιβλιοθήκης.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι διάδοχοι του Πτολεμαίου προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους ήταν σίγουρα μοναδικές. Ο Πτολεμαίος Γ' συνέταξε μια επιστολή "προς όλους τους ηγεμόνες του κόσμου", ζητώντας να δανειστεί τα βιβλία τους, (Γαληνός. 17.1). 
Όταν οι Αθηναίοι του έστειλαν τα κείμενα του Ευριπίδη, του Αισχύλου και του Σοφοκλή, εκείνος τα αντέγραψε και επέστρεψε πίσω τα αντίγραφα, κρατώντας τα πρωτότυπα για τη βιβλιοθήκη. Επίσης, όλα τα πλοία που ελλιμενίζονταν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, ήταν υποχρεωμένα να υποστούν έρευνα όχι για λαθρεμπόριο, αλλά για πάπυρους που αντιγράφονταν και παραδίδονταν πίσω στους κατόχους τους, αν το επιθυμούσαν. Αυτές οι ανορθόδοξες μέθοδοι, στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τον πρώτο συστηματικό τρόπο συλλογής έργων.
Η Βιβλιοθήκη ήταν χωρισμένη σε τομείς, όπως: ρητορική, νομική, ιστορία, μαθηματικά, ιατρική, ποίηση, που χωριζόταν σε επική, λυρική, τραγική και κωμική. Την εποχή του Πτολεμαίου Γ’ ο αριθμός των κυλίνδρων – ονομάζονταν έτσι λόγω του σχήματος τους – έφτανε τις 532.000 και γύρω στα 30.000 πινάκια, ενώ λίγο πριν από την καταστροφή της, αριθμούσαν περί τις 700.000 τόμους!
Διανοούμενοι της εποχής, επιστήμονες, μαθηματικοί, ποιητές, πήγαιναν εκεί για να μελετήσουν και να ανταλλάξουν ιδέες. Ήταν δηλαδή σαν το πρώτο αρχαίο πανεπιστήμιο. Ο επικεφαλής της Βιβλιοθήκης ονομαζόταν διευθυντής και πιθανότατα δεν είχε καμιά σχέση με αυτούς του Μουσείου. Υπό την επίβλεψη του είχε ένα μεγάλο αριθμό επιστημόνων, από αντιγραφείς και μεταφραστές μέχρι καταγραφείς και συλλέκτες.
Όμως η βιβλιοθήκη καταστράφηκε και όλα τα χειρόγραφα χάθηκαν.
Ο μέγας αριθμός των τόμων της βιβλιοθήκης οφειλόταν στην συλλογή και στην διάσωση έργων Ελλήνων και «βαρβάρων», στην ύπαρξη διπλών και τριπλών αντιγράφων, απαραίτητων για την σύνταξη κριτικών εκδόσεων, την εξακρίβωση της αυθεντικότητας του έργου, και τον δανεισμό των βιβλίων, που επιτρεπόταν μόνο από την Βιβλιοθήκη του Σεραπείου.
Ας προστεθεί ότι έρευνες για την ανεύρεση βιβλίων διεξάγονταν ακόμη και στα πλοία: Τα πρωτότυπα αποτελούσαν αντικείμενο κατασχέσεως, και στους ιδιοκτήτες εχορηγούντο αντίγραφα.
Η οργάνωση, ο συνεχής εμπλουτισμός και η απρόσκοπτη λειτουργία και των δύο βιβλιοθηκών, απετέλεσαν κύριο μέλημα της πολιτικής των Πτολεμαίων. Η επιδίωξη αυτή διεμορφώθη, όπως προείπαμε, από τον Αθηναίο φιλόσοφο και πολιτικό Δημήτριο τον Φαληρέα, ο οποίος, με αγορές και αντιγραφές, «...άπαντα τα κατά την οικουμένην βιβλία" (Αριστέου, Επιστολή, 9-10), "...δαπάναις Βασιλικαίς..., εις Αλεξάνδρειαν συνήθροισεν...» (Τζέτζη, Προλεγόμενα εις Αριστοφάνους Πλούτον). 
Στις συλλογές αυτές περιλαμβάνονταν, εκτός από το σύνολο της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, και «... τα των Ιουδαίων νόμιμα...» (Αριστέου, Επιστολή, 9-10), τα οποία μεταφράστηκαν, και απετέλεσαν το ελληνικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης (Μετάφραση των Ο΄) και συνέβαλαν, με τις γνωστές συνέπειες, στην εξέλιξη της ιστορίας και του πολιτισμού. 
3. Πότε, από ποίους και διατί κατεστράφη η βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας;
α. Σύγχρονοι συστημικοί επιστήμονες αλλά και μερίδα μη συστημικών ιστορικών και ερευνητών, ισχυρίζονται, ανιστορήτως και ακρίτως, ότι:
-Η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρειας, κατεστράφη από τους Χριστιανούς της Αλεξανδρειας, το 391 μ.Χ., (κατ’ άλλους το 389), ότε υποκινούμενοι από τον πατριάρχη Θεόφιλον, μετά από σχετικό διάταγμα του Θεοδοσίου, προέβησαν σε λεηλασίες και αφανισμόν της.
-Κείμενα των θεωρουμένων ειδωλολατρών ιστορικών που αναφέρονται στην καταστροφή της βιβλιοθήκης, έχουν λογοκριθεί από Χριστιανούς και έχουν αφαιρεθεί «επίμαχα σημεία», από τα διασωθέντα κείμενά τους.
Το εντυπωσιακό και το ενάντιο σε κάθε σύγχρονη άποψη για «καταστροφή/εμπρησμό της Βιβλιοθήκης στα 391», είναι ότι ΟΥΔΑΜΟΥ αναφέρεται καταστροφή βιβλιοθήκης κι’ εμπρησμός βιβλίων, αλλά μόνο η καταστροφή του ναού του Σαράπιδος. Σε όλες τις περιγραφές ΟΥΔΕΙΣ συγγραφέας κάνει την παραμικρή αναφορά για βιβλιοθήκη ή για βιβλία. Ακόμη κι ο εθνικός/ειδωλολάτρης Ευνάπιος, δεν κάνει λόγο για καταστροφή βιβλίων.
Ο Ευνάπιος,17 περιέγραψε το γεγονός στο έργον «Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών»,18 όπου κάποιος Αντωνίνος, προτού πεθάνει το 390 μ.Χ., φέρεται να είχε προφητεύσει –έτσι ισχυρίζεται ο Ευνάπιος– ότι όλοι οι εθνικοί ναοί της Αλεξάνδρειας θα καταστρέφονταν.
(Παρατήρηση: Εάν τα γεγονότα στο Σεραπείον συνέβησαν το 389, τότε ο Ευνάπιος ή σφάλλει εσκεμμένως ή τα κείμενά του έχουν έχουν αλλοιωθεί κατά την αντιγραφήν τους). 
Η διήγηση του Ευνάπιου είναι γεμάτη ειρωνεία για τον πατριάρχη Θεόφιλον και τους οπαδούς του, καθώς περιγράφει την κατάληψη του ναού, ως μάχη χωρίς αντίπαλον, εκτός από τα αγάλματα.
 Αν ο ειδωλολάτρης Ευνάπιος, είχε αντιληφθεί τέτοια καταστροφή βιβλίων/ βιβλιοθήκης, εξ αιτίας της καταστροφής του Σαράπειου, είναι βέβαιον ότι δεν θα σιωπούσε, αλλά θα την ανέφερε για να κατηγορήσει τους χριστιανούς.
Οι χριστιανοί ιστοριογράφοι συνεχώς αναφέρουν χριστιανικές βιαιότητες (και συχνά τις μεγαλοποιούν, πιστεύοντας πως έτσι δοξάζουν τους ήρωες των ιστοριών τους) και δεν θα δίσταζαν να αναφέρουν μία ακόμα. Aν οι χριστιανοί αντιγραφείς του Ευνάπιου, λογόκριναν το υποτιθέμενο απόσπασμά του, το οποίο ήταν σχετικό με τον αφανισμό της βιβλιοθήκης, τότε θα λογόκριναν και άλλα αποσπάσματά του, σωζόμενα μέχρι σήμερα, στα οποία υβρίζει τους χριστιανούς μάρτυρες της Πίστεως.
Αφού δεν λογόκριναν κάτι πολύ πιο προσβλητικό γι’ αυτούς, δεν θα λογόκριναν μια απλή ιστορική αναφορά; Τέλος, τον 6ον αιώνα έχουμε την μαρτυρία του παγανιστή Αμμωνίου, ο οποίος όχι μόνο αναφέρει μίαν «μεγάλη βιβλιοθήκη» της Αλεξάνδρειας, αλλά ότι επί των ημερών του, υπήρχαν μόνον 40 αντίγραφα των Αναλυτικών του Αριστοτέλη και 2 αντίγραφα των Κατηγοριών του. Δηλαδή, ουδεμία σχέση της βιβλιοθήκης του τέλους του 4ου μ. Χ. αιώνος, με την ξακουστή προχριστιανική Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας…
β.  Καταγεγραμμένες καταστροφές της Βασιλικής βιβλιοθήκης
Πρώτη καταστροφή
1/. Από τον Ιούλιο Καίσαρα το 47/48 π.Χ.
Παρά την παγκόσμια φήμη της Βιβλιοθήκης, σημάδια παρακμής της είχαν παρουσιασθεί πολύ ενωρίς. Η αρχή της παρακμής πιθανολογείται από την βασιλεία του Πτολεμαίου Δ΄ του Φιλοπάτορος (221-204 π.Χ.) και μετέπειτα. Οι λόγοι ήταν κυρίως δύο:
-Η δημιουργία ανταγωνιστικών κέντρων γνώσεως, όπως η Πέργαμος και η Έφεσος, όπου συγκροτήθηκαν επίσης λαμπρές βιβλιοθήκες.
-Η αυξανόμενη επιρροή της Ρωμαϊκής δυνάμεως, η οποία καθιστά σταδιακώς την Αίγυπτο, προτεκτοράτο της αναδυόμενης αυτοκρατορίας, στερώντας της πλούτο, δύναμη και πολιτική επιρροή. Βεβαίως η βιβλιοθήκη δεν παύει να εμπλουτίζεται (ο Μάρκος Αντώνιος, για παράδειγμα, φέρεται να δώρισε μεγάλες ποσότητες βιβλίων), αλλά δεν είχε την παλαιά της αίγλη.
Σχετικά με αυτήν την πληροφορία περί εμπλουτισμού της Βασιλικής βιβλιοθήκης από τον Μάρκον Αντώνιον, ο Πλούταρχος (Αντώνιος, 58, 5) αναφέρει μερικές πολύ εξευτελιστικές ιστορίες για τον Μάρκο Αντώνιο, τις οποίες είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ο φίλος του αυτοκράτορα C. Calvisius Sabinus.
Σύμφωνα μ’ αυτές, ο Μάρκος Αντώνιος ( 83 π.Χ. – 30 π.Χ.), όταν διεξήγε πόλεμο στα ανατολικά του ρωμαϊκού κράτους, είχε δωρίσει στην βασίλισσα Κλεοπάτρα 200 χιλιάδες ρόλους βιβλίων από την βιβλιοθήκη της Περγάμου. Επειδή όμως ο ίδιος ο Πλούταρχος, χαρακτηρίζει τον Calvisius Sabinus. ως κακολόγον (ΣΣ: Ψευδολόγον), δεν θα έπρεπε να θεωρήσει κανείς ως βάσιμα τα αριθμητικά στοιχεία που μας παραθέτει, αλλά  μάλλον ως μύθο».19
Η πρώτη μεγάλη καταστροφή έρχεται το 48 π.Χ. με την πολιορκία του Ιουλίου Καίσαρος στο Βρουχείον από τον Αχίλα, κατά την διαμάχη μεταξύ Ιουλίου Καίσαρα και 13άχρονου Πτολεμαίου του 13ου, η οποία συνδέεται με την δυναστεία της βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ΄ της Φιλοπάτορος, με τον αδελφό της Πτολεμαίον ΙΔ΄ και την παρουσία στην Ρώμη του Ιουλίου Καίσαρος.
Ο Καίσαρας βρέθηκε σε δύσκολη θέση αφού οι λίγοι στρατιώτες του δεν επαρκούσαν να συγκρατήσουν το πλήθος τού λαού. Γι' αυτό πρώτον μεν κατέφυγεν σε ασφαλέστερο μέρος και έπειτα από εκει άρχισε να δίδει διπλωματικές υποσχέσεις στους Αλεξανδρινούς, για να κερδίσει χρό­νο, μέχρι να φθάσουν τα ρωμαϊκά στρατεύματα του από την Συρίαν στην Αλεξάνδρειαν. Οι αντίπαλοί του όμως Αλεξανδρείς, ενισχύθη­καν έγκαιρα με 20.000 περίπου μισθοφόρους, που ήλθαν στην Αλεξάνδρειαν και απέκλεισαν τον Καί­σαρα στα βασιλικά ανάκτορα. Έτσι αρχίζει ο λεγόμενος Αλεξανδρινός πόλεμος τού Καίσαρα.20
Σύμφωνα με πηγές, τις οποίες θα αναφέρουμε παρακάτω, ο Καίσαρ θέλοντας να εμποδίσει τον αντίπαλό του, από την ελεύθερη είσοδο στο λιμάνι,  έκαψε τον Ρωμαϊκό του στόλο, αποτελούμενο από 72 πλοία, μαζί με εκείνα που κατασκευάζονταν στα ναυπηγεία.
Δυστυχώς και πιθανώς παρά την θέληση τού Καίσαρος, η πυρκαγιά μετεδόθη από τα πλοία και στην Βιβλιοθήκην του Βρουχείου, που βρισκόταν στην παραλίαν. To γεγονός της πυρπολήσεως της βιβλιοθήκης, πιστοποιεί ο Σενέκας (De tranquillitate animi, ΙΧ),21 παραπέμποντας στον Τίτο Λίβιο, ο Πλούταρχος (Βίος Καίσαρος), ο Δίων Κάσσιος και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος.
Κατά τον στωϊκόν φιλόσοφον Σενέκα και τον Ορόσιον (Orosius) καταστράφηκαν τότε 400.000 τόμοι. Ο Σένεκας, που εκτελέστηκε το 65 μ.Χ., προσδιορίζει σε 400.000 τον αριθμό των τόμων που καταστράφηκαν στην Αλεξάνδρεια κατά τις επιχειρήσεις του Καίσαρα.22
Η έκταση της καταστροφής του 47/48 π.Χ. δεν μπορεί να υπολογισθεί. Για μερικούς ιστορικούς και ερευνητές, η προκληθείσα καταστροφή δεν ήταν ολοκληρωτική, ώστε να αφανίσει τελείως την Βασιλική Βιβλιοθήκη. Αυτή η εκτίμηση φαίνεται να είναι η πιθανώτερη. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι ζημίες και οι απώλειες των πνευματικών θησαυρών της βιβλιοθήκης, ήσαν ανυπολόγιστες και ανεπανόρθωτες!
Έγιναν αρκετές προσπάθειες για την αποκατάσταση του ονόματος του Ιουλίου Καίσαρα, και κάποιες από αυτές ήταν λογικοφανείς» και πειστικές. Εκείνο που έχει σημασία, όμως, είναι το γεγονός πως από την εποχή της Ρωμαϊκής κατακτήσεως, άρχισε η κατάπτωση και η καταστροφή. Όχι μόνον σταμάτησε η απόκτηση νέων χειρογράφων, αλλά τα πολυτιμότερα από αυτά, έπαιρναν τον δρόμο για την Ρώμη. Οι μεγάλες ταραχές και συχνές πολιορκίες επιτάχυναν την αποσύνθεση.
Ο ίδιος ο Καίσαρας, στην ιστορία του, τηρεί σιγή ιχθύος για την πυρπόληση της Βιβλιοθήκης, τις επιπτώσεις και τις διαστάσεις της πυρπολήσεως στην Αλεξάνδρεια. Η στάση του αυτή, παρά το γεγονός ότι δεν απηχεί το συνηθισμένο συγγραφικό του ύφος (γενικά οι περιγραφές του είναι πλήρεις, διαυγείς και επεκτείνονται στα δρώμενα σ’ ολόκληρο τον περίγυρο), είναι «εύλογη». Και τούτο διότι, δεν θα μπορούσε να παραδεχθεί ο ίδιος το έγκλημα κατά της ανθρωπότητος που διέπραξε, καταστρέφοντας τους πολυτιμώτατους θησαυρούς που περιείχοντο στην Βιβλιοθήκη. Με άλλα λόγια ηθέλησε να προστατεύσει την υστεροφημίαν του.
Φανταστική ζωγραφική απόδοση της πυρκαγιάς που κατέκαψε την Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, το 48 π.Χ.

2/. Πηγές που επιβεβαιώνουν την καταστροφήν της Μεγάλης Βιβλιοθήκης από τον Ιούλιο Καίσαρα.
α/. Ο υπαρχηγός του Καίσαρα, ο οποίος έγραψε το χρονικόν «Αλεξανδρινός Πόλεμος (Bellum Alexandrinum, αναφέρεται στην πυρπόληση με ύφος περισσότερο απολογητικό, αφού μας πληροφορεί ότι τα κτήρια της πόλεως «σχεδόν  καθόλου δεν κινδύνευσαν να καταστραφούν από την φωτιά, επειδή ήταν λιθόκτιστα και, μάλιστα, οι στέγες τους όχι μόνο δεν υποστηρίζονταν από ξύλινες δοκούς, αλλά ήταν κι αυτές λιθόκτιστες».23
Το σημείον αυτό της περιγραφής του υπαρχηγού του Καίσαρα, μετά βεβαιότητος έχει παραποιηθεί από τον ίδιον τον συγγραφέα, για προφανείς λόγους (για να μην αποδοθεί η ευθύνη της καταστροφής στον Καίσαρα), είτε από κάποιον μεταγενέστερον αντιγραφέα του βιβλίου, διότι:
1ον//Λίγο παρακάτω από το προμνησθέν χωρίον, ξεκάθαρα αναφέρει ότι τα δημόσια κτίρια είχαν ξύλινες στέγες, όταν γράφει ότι οι κάτοικοι της πόλης, στην προσπάθειά τους να ναυπηγήσουν νέο στόλο, χρειάστηκαν ξύλα για να φτιάξουν κουπιά και αναγκάστηκαν να αφαιρέσουν τις στέγες των στοών, των γυμναστηρίων και άλλων δημοσίων κτηρίων για να χρησιμοποιήσουν τις δοκούς που υποστήριζαν.24
2ον// Η ύπαρξη ξύλου στις στέγες επιβεβαιώνεται και από την φράση του Ρωμαίου συγκλητικού Λουκανού (εκτελέστηκε το 65 μ.Χ.), ο οποίος είχε συνθέσει το επικό ποίημα «Εμφύλιος Πόλεμος»:25
 «Εκτός από τα πλοία, η φωτιά εξαπλώθηκε και σ’ άλλες περιοχές της πόλης και τις κατέκαψε κι αυτές.... Τα παραθαλάσσια κτήρια παραδόθηκαν στις φλόγες˙ ο άνεμος ευνόησε τις δυνάμεις της καταστροφής˙ οι φλόγες... έτρεχαν επάνω στις στέγες με ταχύτητα μετεωρίτη».
Αφού οι φλόγες έτρεχαν πάνω στις στέγες με ταχύτητα μετεωρίτη, είναι βέβαιον ότι τουλάχιστον για τις στέγες των δημοσίων κτηρίων είχε χρησιμοποιηθεί ξύλο, όπως λένε ο Λουκιανός κι’ ο υπαρχηγός του Καίσαρα.
β/. Ο ιερέας των αρχαίων παγανιστικών μυστηρίων Πλούταρχος26 είναι ΣΑΦΕΣΤΑΤΟΣ, όταν γράφει: «[Ο Καίσαρας,] όταν επιχείρησαν να του πάρουν τον στόλον, εξαναγκάστηκε να απομακρύνει τον κίνδυνο με φωτιά, η οποία κατέστρεψε την μεγάλη βιβλιοθήκη, καθώς εξαπλώθηκε από τον ναύσταθμο».27
Η επίμαχη και καταλυτική παράγραφος 49, στο έργο του Πλουτάρχου «Ο Καίσαρ»:
«Κἀκείνη παραλαβοῦσα τῶν φίλων Ἀπολλόδωρον τὸν Σικελιώτην μόνον, εἰς ἀκάτιον μικρὸν ἐμβᾶσα, τοῖς μὲν βασιλείοις προσέσχεν ἤδη συσκοτάζοντος· ἀπόρου δὲ τοῦ λαθεῖν ὄντος ἄλλως, ἡ μὲν εἰς στρωματόδεσμον ἐνδῦσα προτείνει μακρὰν ἑαυτήν, ὁ δ’ Ἀπολλόδωρος ἱμάντι συνδήσας τὸν στρωματόδεσμον εἰσκομίζει διὰ θυρῶν πρὸς τὸν Καίσαρα. καὶ τούτῳ τε πρώτῳ λέγεται τῷ τεχνήματι τῆς Κλεοπάτρας ἁλῶναι λαμυρᾶς φανείσης, καὶ τῆς ἄλλης ὁμιλίας καὶ χάριτος ἥττων γενόμενος, διαλλάξαι πρὸς τὸν ἀδελφὸν ὡς συμβασιλεύσουσαν. ἔπειτα δ’ ἐπὶ ταῖς διαλλαγαῖς ἑστιωμένων ἁπάντων, οἰκέτης Καίσαρος κουρεύς, διὰ δειλίαν ᾗ πάντας ἀνθρώπους ὑπερέβαλεν οὐδὲν ἐῶν ἀνεξέταστον, ἀλλ’ ὠτακουστῶν καὶ πολυπραγμονῶν, συνῆκεν ἐπιβουλὴν Καίσαρι πραττομένην ὑπ’ Ἀχιλλᾶ τοῦ στρατηγοῦ καὶ Ποθεινοῦ τοῦ εὐνούχου. φωράσας δ’ ὁ Καῖσαρ, φρουρὰν μὲν περιέστησε τῷ ἀνδρῶνι, τὸν δὲ Ποθεινὸν ἀνεῖλεν· ὁ δ’ Ἀχιλλᾶς φυγὼν εἰς τὸ στρατόπεδον περιΐστησιν αὐτῷ βαρὺν καὶ δυσμεταχείριστον πόλεμον, ὀλιγοστῷ τοσαύτην ἀμυνομένῳ πόλιν καὶ δύναμιν. ἐν ᾧ πρῶτον μὲν ἐκινδύνευσεν ὕδατος ἀποκλεισθείς·
αἱ γὰρ διώρυχες ἀπῳκοδομήθησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων· δεύτερον δὲ περικοπτόμενος τὸν στόλον, ἠναγκάσθη διὰ πυρὸς ἀπώσασθαι τὸν κίνδυνον, ὃ καὶ τὴν μεγάλην βιβλιοθήκην ἐκ τῶν νεωρίων ἐπινεμόμενον διέφθειρε· τρίτον δὲ περὶ τῇ Φάρῳ μάχης συνεστώσης, κατεπήδησε μὲν ἀπὸ τοῦ χώματος εἰς ἀκάτιον καὶ παρεβοήθει τοῖς ἀγωνιζομένοις, ἐπιπλεόντων δὲ πολλαχόθεν αὐτῷ τῶν Αἰγυπτίων, ῥίψας ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν ἀπενήξατο μόλις καὶ χαλεπῶς. ὅτε καὶ λέγεται βιβλίδια κρατῶν πολλὰ μὴ προέσθαι βαλλόμενος καὶ βαπτιζόμενος, ἀλλ’ ἀνέχων ὑπὲρ τῆς θαλάσσης τὰ βιβλίδια, τῇ ἑτέρᾳ χειρὶ νήχεσθαι· τὸ δ’ ἀκάτιον εὐθὺς ἐβυθίσθη. τέλος δὲ τοῦ βασιλέως πρὸς τοὺς πολεμίους ἀποχωρήσαντος, ἐπελθὼν καὶ συνάψας μάχην ἐνίκησε, πολλῶν πεσόντων αὐτοῦ τε τοῦ βασιλέως ἀφανοῦς γενομένου. καταλιπὼν δὲ τὴν Κλεοπάτραν βασιλεύουσαν Αἰγύπτου καὶ μικρὸν ὕστερον ἐξ αὐτοῦ τεκοῦσαν υἱόν, ὃν Ἀλεξανδρεῖς Καισαρίωνα προσηγόρευον, ὥρμησεν ἐπὶ Συρίας».

γ/. Ο Αύλος Γέλλιος,28 συγγραφέας του 2oυ μ.Χ. αι. αναφέρει ότι περισσότερα από 700.000 βιβλία κατακάηκαν κατά την λεηλασίαν της Αλεξανδρείας, από τον Καίσαρα.29
δ/. Ο εθνικός/ειδωλολάτρης ιστοριογράφος Αμμιανός Μαρκελλίνος30 γράφει ότι «η ομόφωνη μαρτυρία των παλαιών αρχείων διακηρύσσει ότι 700.000 βιβλία κάηκαν κατά την διάρκεια του Αλεξανδρινού Πολέμου, όταν η πόλη λεηλατήθηκε κατά την δικτατορία του Ιούλιου Καίσαρα».31
ε/. Ο ιστορικός Δίων ο Κάσσιος (αρχές 3ου μ.Χ. αι.)32 εξιστορώντας τα γεγονότα του Αλεξανδρινού Πολέμου, επιβεβαιώνει την πυρκαϊάν γράφοντας:
«Μεγάλο μέρος της πόλης έγινε παρανάλωμα του πυρός και, εκτός των άλλων, αποτεφρώθηκαν οι αποθήκαι όπου φυλάσσονταν τα βιβλία, για τα οποία λέγεται ότι ήταν αμέτρητα και ανεκτίμητα» («κἀκ τούτου πολλαὶ μὲν μάχαι καὶ μεθ’ ἡμέραν καὶ νύκτωρ αὐτοῖς ἐγίγνωντο, πολλὰ δὲ καὶ κατεπίμπρατο, ὥστε ἄλλα τε καὶ τὸ νεώριον τάς τε ἀποθήκας καὶ τοῦ σίτου καὶ τῶν βιβλίων, πλείστων δὴ καὶ ἀρίστων, ὥς φασι, γενομένων, καυθῆναι»).33
Ποιες ήσαν οι αναφερόμενες στο προμνησθέν έργον του Δίωνος Κασσίου «αποθήκες»;
Η άποψη πως η λέξη «αποθήκαι» αναφέρεται σε τόπο φύλαξης εμπορευμάτων και σιτηρών και, συνεπώς, δεν έχει σχέση με την Βασιλική Βιβλιοθήκη είναι λανθασμένη, διότι:
1ον/ Στο κείμενον αναφέρονται σαφώς «αποθήκαι σίτου και βιβλίων…» και όχι μόνον «αποθήκαι σίτου».
2ον/ Δύο αιώνες νωρίτερα, ο  Αλεξανδρινός ιατρός Γαληνός, χρησιμοποιεί αυτήν ακριβώς την λέξη «αποθήκαι» για να αναφερθεί στους χώρους αποθήκευσης βιβλίων της Βασιλικής Βιβλιοθήκης (Comm. in. Hipp. Epidem., 3, 17 a 606-7).
Το κείμενο του Γαληνού διευκρινίζει σαφώς ότι «αποθήκαι» χαρακτηρίζονταν οι χώροι αποθηκεύσεως βιβλίων που ανήκαν στις Βιβλιοθήκες.
Μα, καλά. Είναι δυνατόν οι νεοπαγανιστές να μην έχουν υπόψη τους τα παραπάνω κείμενα των ομοθρήσκων τους αρχαίων και ιδιαιτέρως το σαφέστατο κείμενο του δικού τους ιερέα, των δικών τους αρχαίων θρησκευτικών μυστηρίων;
Αρχικόν Συμπέρασμα: Η Βασιλική Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, καταστράφηκε επί Ιουλίου Καίσαρος το 47/48 π.Χ., κατά τις επιχειρήσεις του στην Αλεξάνδρεια
στ/. Η ύποπτος σιγή του γεωγράφου Στράβωνος περί της Βιβλιοθήκης
Ο γεωγράφος Στράβων, που έζησε στην Αλεξάνδρεια τέσσερα έτη (24-20 π.Χ.) και ήταν από τους πρώτους που την επισκέφθηκαν μετά τον πόλεμο, κάνει την καλύτερη λεπτομερή περιγραφή της αρχαίας πόλεως: Μιλάει για το λιμάνι, τους ναούς, το θέατρο, το Μουσείο, αλλά για την Βιβλιοθήκη δεν λέει τίποτα, δεν αναφέρει καν το όνομά της. Απίστευτο !!!
Συγκεκριμένα, έκανε διάφορες υποθέσεις και εκτιμήσεις. Για παράδειγμα:
.Αναφέρει ότι ο (αλεξανδρινός) Ερατοσθένης (3ος π.Χ. αι.) θα είχε στην διάθεσή του μια βιβλιοθήκη πολύ μεγάλη,
.Ο ίδιος δεν επιβεβαιώνει τον Ίππαρχο (2ος π.Χ. αι.), ο οποίος αναφέρει στο έργο του τον πλούτον των συλλογών της Βιβλιοθήκης, αν και περιγράφει λεπτομερώς την Αλεξάνδρεια, πράγμα που σημαίνει ότι, κατά την πιθανώτερη εδοχή εάν όχι βεβαιότητα, ότι  ο Στράβων δεν μπορούσε να βρει την Βιβλιοθήκη και τα βιβλία της, αφού αυτή είχε ήδη καταστραφεί από το 48 ή 47 π.Χ. από τον Ιούλιο Καίσαρα.
Διατί άραγε ο Στράβων αποσιωπά την Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας;
Ο πιθανώτερος λόγος της ύποπτης σιωπής του Στράβωνος, είναι ο εξής:
Εάν ανέφερε την ανυπαρξίαν της παγκοσμίως γνωστής βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, θα έπρεπε να αναφέρει και τους λόγους, δηλαδή γιατί  δεν υπήρχε..Επειδή τα γεγονότα ήταν νωπά, θα ήταν υποχρεωμένος να αναφέρει ότι υπεύθυνος της καταστροφής της βιβλιοθήκης ήταν ο Καίσαρ το 47 ή 48 π.Χ. …Κάτι τέτοιο όμως το οποίον εκρατείτο μυστικόν επί έτη, θα έθιγε την φήμην του Καίσαρος και θα επέφερε την βεβαίαν τιμωρίαν του Στράβωνος που εφιλοξενείτο στην Ρωμαιοκρατούμενη πόλη της Αλεξανδρείας! Έτσι επροτίμησε την αποσιώπηση του θέματος!!!

Συνεχίζεται



2 «Έκαψαν οι Χριστιανοί την περίφημη βιλιοθήκη της Αλεξανδρείας;», Χρίστος Βασιλειάδης, Θεολόγος-φιλόλογος
3 Edward Gibbon (April 27, 1737 - January 16, 1794)
Born into a well-to-do Surrey family and educated at Magdalen College, Oxford and later in Lausanne, Switzerland, Gibbon travelled Europe in 1763 and arrived in Rome in October of 1764. Returning to England, nine years were to pass before he began writing “The Decline and Fall of the Roman Empire”, the first volume of which was published in 1776.
The second and third volumes were both published in 1781, the same year he was elected member for the borough of Lymington in Hampshire. In September, 1783, Gibbon, having disposed of all his effects except his library, left England and returned to Lausanne where he wrote the last three volumes of his Decline and Fall which were all published on 8th May, 1788. Two hundred years after its publication, Gibbon’s The Decline and Fall of the Roman Empire continues to be a popular history of the period. (Initiated: Dec. 19, 1774, Lodge of Friendship No. 3, London… Source: AQC Vol. 17 (1904) p. 22.Add. MSS. 34887, British Museum).
4 Σύμφωνα μ’ αυτόν υπό τον όρον «βίβλος αμιγής», πρέπει να εννοήσουμε ένα βιβλίο-ρόλο, που περιείχε ένα άρτιο (μικρότερο) σύγγραμμα ενώ οι «βίβλοι συμμιγείς» ήταν ρόλοι οι οποίοι κάθε φορά περιείχαν ένα «βιβλίο» κάποιου μεγαλύτερου έργου. Επομένως τα εννιά βιβλία του έργου της ιστορίας του Ηρόδοτου ήταν εννιά βίβλοι συμμιγείς. Μπορεί τώρα κανείς να συνεχίσει το παιχνίδι και να λογαριάσει τους 490.000 ρόλους της αλεξανδρινής βιβλιοθήκης με σύγχρονους τόμους. Τα εννιά βιβλία (=9 ρόλοι) του Ηροδότου σήμερα αποτελούν δύο τόμους στις εκδόσεις Teubner.
Αν τεθεί ως βάση η ίδια σχέση για τους 490.000 ρόλους της Βιβλιοθήκης, τότε θα φτάσουμε κάπου σε 109.000 τόμους. Επειδή όμως για την ποίηση ένα βιβλίο (=ρόλος) ήταν κατά πολύ συντομότερο από τα πεζά συγγράμματα – οι 24 ραψωδίες της Ιλιάδας αποτελούν μόνον ένα τόμο στις εκδόσεις Teubner – τότε ο φανταστικός αριθμός των τόμων μας θα μπορούσε να μειωθεί περισσότερο, κάπου στους 80.000 τόμους. (Για σύγκριση: Η κρατική βιβλιοθήκη της Βαυαρίας στο Μόναχο έχει ένα πλήθος πάνω από 5.400.000 τόμους)».
Σύμφωνα με τον Τζέτζη, η βιβλιοθήκη του Σαραπείου περιελάμβανε 42.800 ρόλους βιβλίων. Με άλλα λόγια, συνολικά περίπου 7.000 σύγχρονους τόμους.
5 Η πρώτη αναφορά στο όνομα "Σέραπις" εμφανίζεται στην «Αλεξάνδρου Ανάβαση» (7,26) του Αρριανού, στην σκηνή του θανάτου του Αλεξάνδρου, όπου οι βασιλικές εφημερίδες αναφέρουν ότι ζητήθηκε η γνώμη του θεού κατά την επίσκεψη ομάδας Μακεδόνων στο ιερό του. Μάλιστα ο Σέραπις ήταν ο μόνος θεός που συμβουλεύτηκαν για την τύχη του ένδοξου βασιλιά.
[7.26.2] λέγουσι δὲ αἱ ἐφημερίδες αἱ βασίλειοι ἐν τοῦ Σαράπιδος τῷ ἱερῷ Πείθωνά τε ἐγκοιμηθέντα καὶ Ἄτταλον καὶ Δημοφῶντα καὶ Πευκέσταν, πρὸς δὲ Κλεομένην τε καὶ Μενίδαν καὶ Σέλευκον, ἐπερωτᾶν τὸν θεὸν εἰ λῷον καὶ ἄμεινον Ἀλεξάνδρῳ εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ θεοῦ κομισθέντα καὶ ἱκετεύσαντα θεραπεύεσθαι πρὸς τοῦ θεοῦ• καὶ γενέσθαι φήμην τινὰ ἐκ τοῦ θεοῦ μὴ κομίζεσθαι εἰς τὸ ἱερόν, ἀλλὰ αὐτοῦ μένοντι ἔσεσθαι. -Αρριανός - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις 7.26.2'
[7.26.2] Οι βασιλικές εφημερίδες αναφέρουν ότι ο Πείθων και ο Άτταλος και ο Δημοφών και ο Πευκέστας και επιπλέον ο Κλεομένης και ο Μενίδας και ο Σέλευκος κοιμήθηκαν στον ναό του Σαράπιδος και ρώτησαν τον θεό αν ήταν προτιμότερο και καλύτερο για τον Αλέξανδρο να μεταφερθεί στον ναό του θεού και, αφού γίνει ικέτης του, να θεραπευθεί από αυτόν. Δόθηκε από τον θεό κάποιος χρησμός να μη μεταφερθεί στον ναό του, αλλά θα ήταν καλύτερο, αν έμενε εκεί όπου ήταν.
6 Επιφάνιος, «Περί μέτρων και σταθμών», ΙΑ΄, PG 43, 256 Β.
7 Έκαψαν οι χριστιανοι την περιφημη βιβλιοθηκη της Αλεξανδρείας, Χρίστου Βασιλειάδη Θεολόγου-φιλολόγου.
8 Δέκα πέντε τον αριθμόν Έλληνες Mακεδόνες βασιλείς με το ίδιον όνομα «Πτολεμαίος», της ίδιας δηλαδή δυναστείας, βασίλεψαν στην Αίγυπτον από το 323 έως το 30 π.Χ.
9 Ο Δεινοκράτης, εκτός των άλλων δραστηριοτήτων του, συνέλαβε το παράδοξον σχέδιο να μετασχηματίσει τον Άθω σε άγαλ­μα τού Αλέξανδρου.
10 Πλουτάρχου, Αλέξανδρος § μστ'.
11 «Των δε βασιλείων (της Αλεξάνδρει­ας) μέρος εστί και το Μουσείον, εχον περίπατον, και εξέδραν, και οίκον μέγαν, εν ω το συσσίτιον των μετεχόντων τού Μουσείου φιλολόγων ανδρών. Έστι δε τη συνόδω ταύτη χρήματα κοινά και ιερεύς ο επί τού Μουσείου τεταγμένος» (Στράβ. ιζ', 793). Σημειωτέον, ότι λέγοντας Μουσείον θα πρέπει να εννοούμεν συνεκδοχικώς τόσον το ίδιον το οικοδόμημα όσον και τον Σύλλογον των σοφών.
Ο Φιλόστρατος (Βίοι Σοφιστ.) ονόμασε το Μουσείον: «τράπεζαν Αιγυπτίαν ξυγκαλούσαν τους εν πάση τη γη ελλογίμους». Και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος «των εξόχων ανδρών καταγώγιον». Τίμων δε ο σιλλογράφος διακωμωδώντας το, το ονόμασε «τάλαρον Μουσών, εν ω πολλοί βόσκονται απείριτα δηριόωντες», δηλαδή «σιτούμενοι σε κλουβί, όπως τα σπανιότατα και γι' αυτό πολυτιμό­τατα των πτηνών (Αθήν. α', 22). Ο Φιλό­στρατος, τέλος, ομιλεί για «κύκλον Μουσεί­ου» (Βίοι Σοφιστών), ως εκ τού κυκλικού σχήματος μάλλον, καθ' ο κάθονταν οι σοφοί κατά τις συνεδριάσεις τους, δείγμα της ισοτιμίας και της επιστημονικής δημοκρατίας τού Μουσείου.
Και εκ των υπολοίπων αρχαίων συγγραφέ­ων, στο Μουσείον της Αλεξάνδρειας αναφέ­ρονται ο Λουκιανός (Συμπόσιον), ο Απολ­λώνιος Τυανεύς (Επιστολή λδ'), ο Δίων Χρυσ. (Λόγ. λδ'), Αρτεμίδωρος ο Εφέσιος και Μαρκιανός ο Ηρακλεώτης. Επίσης ο ποιητής Καλλίμαχος έγραψε και ποίημα: «το Μουσείον», που αποτελεί περιγραφήν αυτού τού Ιδρύματος της Αλεξάνδρειας (Σουΐδας, λ. Καλλίμαχος), αλλά και ο Αριστόνικος πραγματείαν «Περί τού εν Αλεξάνδρεια Μουσείου» (Φώτιος, αναγ. ρξα').
12 Ο Πτολεμαίος ο Λάγου, δεν έκλεισεν στους διάδοχους του την θύραν της αχανούς Βιβλιοθήκης εις αποθησαύριση και άλλων βιβλίων, είτε παλαιών, που ήσαν άγνωστα ή διέφυγαν της προσοχής ή ήσαν κώδικες πληρέ­στεροι, επισημότεροι, αρχαιότεροι των ήδη αποθησαυρισθέντων, είτε και συγγραφέων νεωτέρων.
13 Ιώσηπ. Αρχαιολ., βιβλ. ιβ', β', § α.
14 Κλήμ. Στρωματείς, α'.
15 Το κεντρικό δώμα περιέβαλλαν αίθουσες διδασκαλίας. Στην πραγματικότητα ο σχεδιασμός μοιάζει με εκείνον του Σαραπείου, το οποίον άρχισε επί Πτολεμαίου Α' Σωτήρος και ολοκληρώθηκε από τον γιο του Πτολεμαίο Β΄ το Φιλάδελφο. Υπολογίζεται ότι εργάζονταν εκεί μόνιμα 30-45 άτομα, τα οποία τρέφονταν και χρηματοδοτούνταν από τον βασιλικό οίκο κατ' αρχήν και αργότερα από δημόσιους πόρους.
Οι χώροι στους οποίους στεγάζονταν και ταξινομούνταν οι πάπυροι, βρίσκονταν είτε στις εξωτερικές αίθουσες ή στην Μεγάλη Αίθουσα. Οι πάπυροι ταξινομούνταν πάνω σε σχάρες ειδικά κατασκευασμένες γι’ αυτό τον σκοπό και οι καλύτεροι από αυτούς ήταν τυλιγμένοι σε λινό ή δερμάτινο κάλυμμα. Η περγαμηνή είναι μια μεταγενέστερη και μάλιστα αναγκαστική ανακάλυψη. Η Αλεξάνδρεια σταμάτησε τις εξαγωγές παπύρου, προκειμένου να σταματήσει την άνοδο της ανταγωνιστικής Βιβλιοθήκης της Περγάμου, την οποία ίδρυσαν οι Σελευκίδες. 
16 Βιβλιοθηκονομία
Η διαίρεση των συγγραμμάτων σε βιβλία επεβλήθη από τους φιλολόγους της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Τα μεγάλα βιβλία διαιρέθηκαν σε μικρότερους κυλίνδρους, ώστε κάθε βιβλίο να περιλαμβάνεται σ’ ένα μόνο μικρόν κύλινδρο με αριθμημένους στίχους. Κάθε στίχος είχε έκταση περίπου ενός εξαμέτρου, δηλαδή 16-17 συλλαβών ή 36 γραμμάτων. 
Τα βιβλία αυτά κατασκευάζονταν από πάπυρο ή από περγαμηνή, ήσαν τοποθετημένα μέσα σε κυλινδρικές θήκες και φυλάσσονταν σε ξύλινα ράφια ευρισκόμενα στις ορθογώνιες κόγχες των τοίχων. Οι συγγραφείς των έργων είχαν κατανεμηθή σε κατηγορίες, σύμφωνα προς ομοειδή γνωστικά αντικείμενα, και σε συγκεκριμένες κόγχες, με την αντίστοιχη ένδειξη.
Βιβλιοθηκάριοι
Ο διευθυντής της Βιβλιοθήκης διοριζόταν από τον Βασιλέα και πιθανόν έφερε τον τίτλο του "Βιβλιοθηκάριου". Η σπουδαιότητα του αξιώματος αυτού δηλώνεται από το γεγονός ότι ο εκάστοτε διευθυντής της Βιβλιοθήκης ανελάμβανε την διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση των Βασιλοπαίδων και του διαδόχου του θρόνου της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου.
Ενδεικτικώς, αναφέρονται τα ονόματα του Ζηνοδότου (285-270), του Ερατοσθένους (284-200), του Απολλωνίου (270-245) και του Αριστάρχου του Σαμόθρακος (175-145). Με την Βιβλιοθήκη και το Μουσείο της Αλεξανδρείας συστηματοποιήθηκαν η καταγραφή, η ανάλυση και η επεξεργασία της Ελληνικής γραμματείας, αναπτύχθηκε η επιστήμη της φιλολογίας, και το βιβλίο κατέστη όργανο προαγωγής της έρευνας και της τεκμηριώσεως, αλλά και της αναπαραγωγής και της διαδόσεως της γνώσεως.
17 Ο Ευνάπιος (347 – 414 μέχρι 420) ήταν Έλληνας σοφιστής και ιστορικός του 4ου αιώνα από τις Σάρδεις της Λυδίας, φιλόσοφος της νεοπλατωνικής σχολής (που είχε ιδρύσει ο Αιδέσιος) και μαθητής του Χρυσανθίου. Το 362 ο Ευνάπιος ήλθε στις Αθήνες, όπου και υπήρξε μαθητής του ρήτορα Προαιρεσίου ενώ συνάμα μυήθηκε στα Ελευσίνια Μυστήρια. Το 366, επανήλθε στη πατρίδα του όπου και επιδόθηκε στο ιστορικό και φιλοσοφικό συγγραφικό του έργο καθώς και στην ιατρική. Το έργο του με τον τίτλο "Ευπόριστα" πρόσφερε στον φίλο του ιατρό Ορειβάσιο.
Υπήρξε πιστός της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας διακηρύσσοντας την εμμονή του ως "Έλληνες την θρησκείαν" ή "θεούς θεραπεύοντες κατά αρχαίον τρόπον". Θαύμαζε τον Αυτοκράτορα Ιουλιανό και κατέκρινε τον Μέγα Κωνσταντίνον. Το 396 έγραψε το σχεδόν ολόκληρο διασωθέν σύγγραμμα "Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών", όπου περιλαμβάνονται οι βίοι των σοφιστών Πλωτίνου, Πορφυρίου, Ιαμβλίχου, Ιμερίου, Προαιρεσίου, Χρυσανθίου, κλπ. στηριζόμενος και σε συγγράμματα προγενεστέρων.
18 Αιδέσιος, 9, 17, εκδ. Κάκτος.
19 Horst Blanck, Tο βιβλίο στην αρχαιότητα, σ. 198.
20 Περιγραφήν του έχομεν στο τέλος τού De bello civili ως και στο De bello Alexandrine
21 Σενέκας: Λεύκιος Ανναίος (4 π.Χ. (;)-65 μ.Χ). Υιός του Μάρκου Σενέκα.Το 65 μ.Χ. ενεπλάκη στην συνωμοσίαν  του Γαϊου Καλπουρνίου Πίσσωνος και αποκαληφθείς διετάχθη να αυτοκτονήσει..Έγραψε πολλά έργα μεταξύ των οποίων και το De tranquillitate animi (περί ηρεμίας της ψυχής).
22 Περί της Πνευματικής Γαλήνης (De Animi Tranquillitate), 9, 5, εκδ. Πατάκη--- De tranquillitate animi, IX. 21.
23 Bellum Alexandrinum, 1.
24 Bellum Alexandrinum, 3.
25 Pharsalia, X, στίχοι 440 κ.ε. και 486-505, Longmans, Green, and Co., London, 1896.
26 Ο Πλούταρχος (45-120 μ.Χ.) ήταν Έλληνας ιστορικός, βιογράφος και δοκιμιογράφος. Γεννημένος στην μικρή πόλη της Χαιρώνειας, στην Βοιωτία. Ο Πλούταρχος ταξίδεψε πολύ στον μεσογειακό κόσμο της εποχής του και δύο φορές στην Ρώμη, (βλ. Plut. Demosth. 2.2, Plut. Otho 14.1-2, Plut. Otho 18.1). Είχε φίλους Ρωμαίους με ισχυρή επιρροή, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Soscius Senecio και ο Fundanus, και οι δύο σημαντικοί Συγκλητικοί, στους οποίους ήταν αφιερωμένα ορισμένα από τα ύστερα κείμενά του. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Χαιρώνεια, όπου λέγεται ότι μυήθηκε στα μυστήρια του Απόλλωνος. Ήταν πρεσβύτερος των ιερέων του Απόλλωνα στο Μαντείον των Δελφών (βλ. Ηθικά 792F), υπεύθυνος για την ερμηνεία των χρησμών της Πυθίας, αξίωμα που κράτησε για 29 έτη έως τον θάνατό του.
27 Καίσαρ, 49, εκδ. Κάκτος.
28 Ο Αύλος Γέλλιος (Aulus Gellius, 125-180 μ.Χ.) ήταν Ρωμαίος συγγραφέας και γραμματικός, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα γεννήθηκε και σίγουρα μεγάλωσε στην Ρώμη. Είναι γνωστός για το σύγγραμμά του "Αττικαί νύκτες".
29 Αττικές Νύκτες, 7, 17, 3, στον Ελ Αμπαντί Μουσταφά, Η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εκδ. Σμίλη.
30 Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Ammianus Marcellinus, περί το 330 μ.Χ.-μετά το 391 ή το 392. Πιθανώς περί το 395) ήταν Ρωμαίος ιστορικός, πιθανόν ελληνικής καταγωγής. Θεωρείται ένας από τους τελευταίους μεγάλους ιστορικούς της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου και το έργο του Res gestae (Πράξεις ή, συμβατικά, Ιστορία), γραμμένο στα Λατινικά, κατατάσσεται μεταξύ των μεγάλων έργων, της τάξεως του Λιβιου και του Τακίτου (Πηγές: Rohrbacher, David (2002). The Historians of Late Antiquity, (2002), σ. 14 ---  Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford University Press, τ.1, σελ. 78).
31 Rerum Gestarum Libri, XXII, 16, 13, London, William Heinemann Ltd, Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press, MCMLXXII.
32 Ο Δίων Κάσσιος ή Δίων Κάσσιος Κοκκηϊανός (περίπου 155-235) ήταν Ρωμαίος ιστορικός, πιθανώς ελληνικής καταγωγής ο οποίος διετέλεσε και ύπατος κατά την Ρωμαϊκή περίοδο.
33 Ιστορία, 42, 38, Ursulus Philippous Boissuain, editio secunda Lucis ope espesa, Berolini, MCMLX. Druck 1955: August Raabe, Berlin-Neuköln.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου