Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΟΙ, ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΑΝ ΤΗΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ; (WHO, WHEN AND WHY DESTROYED THE LIBRARY OF ALEXANDRIA?)1

ΜΕΡΟΣ 2ον

3. Πότε, από ποίους και διατί κατεστράφη η βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας; (Συνέχεια 1ου μέρους)
β.  Καταγεγραμμένες καταστροφές της Βασιλικής βιβλιοθήκης (Συνέχεια  1ου μέρους)
Δεύτερη καταστροφή
Επί αυτοκράτορος Καρακάλλα.2
Όταν οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας άκουσαν τους ισχυρισμούς του Καρακάλλα ότι σκότωσε τον αδελφόν του Γέτα σε αυτοάμυνα, σατίρισαν τον ισχυρισμό του, όπως και άλλες ιδιαιτερότητές του. Η απάντηση του Καρακάλλα σε αυτή την «προσβολή», ήταν άμεση και φρικιαστική. Το 215 μ.Χ.  κατέσφαξε την όχι μόνον την αντιπροσωπεία της πόλεως που συγκεντρώθηκε ανυποψίαστη μπροστά στην πόλη για να τον προϋπαντήσει, αλλά και όλη την νεολαία της ευγενούς τάξεως. Σύμφωνα με τον ιστορικό Δίωνα Κάσσιο, σφαγιάστηκαν πάνω από 20.000 άνθρωποι.
Κατόπιν προχώρησε σε λεηλασία της Αλεξάνδρειας, δήμευσε την περιουσία του Μουσείου, του ενός από τα τρία φημολογούμενα κτίρια της Βιβλιοθήκης, έδιωξε τους σοφούς και κατέστρεψε την βιβλιοθήκη.
Ο Δίων ο Κάσσιος (77,7, 22 και 78, 7, 3) μας πληροφορεί σχετικώς:  «καὶ δὴ καὶ τοὺς φιλοσόφους τοὺς Ἀριστοτελείους ὠνομαζομένους τά τε ἄλλα δεινῶς ἐμίσει, ὥστε καὶ τὰ βιβλία αὐτῶν κατακαῦσαι ἐθελῆσαι, καὶ τὰ σισσίτια ἃ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ εἶχον, τάς τε λοιπὰς ὠφελείας ὅσας ἐκαρποῦντο, ἀφείλετο, ἐγκαλέσας σφίσιν ὅτι συναιτίος τῷ Ἀλεξάνδρῳ τοῦ θανάτου Ἀριστοτέλης γεγονέναι ἔδοξε» («προς τους φιλοσόφους που λέγονταν Αριστοτελικοί έδειχνε πικρό μίσος με κάθε τρόπο, ώστε να επιθυμήσει να κάψει τα βιβλία τους και ειδικότερα να καταργήσει τα κοινά συσσίτιά τους στην Αλεξάνδρεια, καθώς και όλα τα προνόμια που απολάμβαναν»).3
Ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος Σεβήρος, προσπάθησε να επανορθώσει τo αδίκημα, ανανεώνοντας τα συσσίτια και επιστρέφοντας όσα δημεύθηκαν, αλλά από τότε, το Μουσείον και η Μεγάλη βιβλιοθήκη,  άρχισε να οδηγείται προς την ΟΡΙΣΤΙΚΗ παρακμή.
Τρίτη καταστροφή (Οριστική καταστροφή της Βιβλιοθήκης)
Επί Λευκίου Δομιτίου Αυρηλιανού, (Lucius Domitius Aurelianus, 214-275 μ.Χ.)
1/. Η παρουσία της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στην περιοχή του Βρουχίου, είναι  η μαρτυρία που για τους μελετητές βαραίνει ιδιαίτερα στην προσπάθεια ανιχνεύσεως της οριστικής καταστροφής της, η οποία όπως φαίνεται, έγινε τον 3ο αιώνα μ.Χ., 120 χρόνια πριν τα γεγονότα με του 390/391. Πρωταγωνιστές και υπεύθυνοι για την καταστροφή ήταν οι ειδωλολάτρες επί Λευκίου Αυρηλιανού.
Η καταστροφή αυτή, συνδέεται με την βασίλισσα Ζηνοβία της Παλμύρας. Η Ζηνοβία εξεγέρθηκε εναντίον της Ρωμαϊκής κυριαρχίας και κατόρθωσε να στεφθεί βασίλισσα της Αιγύπτου το 269. Η ρωμαϊκή αντίδραση ήταν σφοδρή. Ο Λεύκιος Δομίτιος Αυρηλιανός, (Lucius Domitius Aurelianus, 214-275 μ.Χ.), ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας στο διάστημα 270-275. Από την άλλη πλευρά ήταν η Ζηνοβία, βασίλισσα της Παλμύρας (μιας ρωμαϊκής αποικίας στην σημερινή Συρία), στα έτη 267-273, με επεκτατικές βλέψεις οι οποίες έθεσαν σε κίνδυνο την ρωμαϊκή κυριαρχία στην Αίγυπτο.4
Το 272 μ.Χ., ο ειδωλολάτρης (εθνικός) αυτοκράτορας Αυρηλιανός επιτέθηκε ακόμη μια φορά στην Αλεξάνδρεια, για να την ανακαταλάβει από τον αυτοανακηρυχθέντα αυτοκράτορα Φίρμο και πιο πριν από την Ζηνοβία, οι οποίοι την είχαν καταλάβει διαδοχικά˙ στον τομέα του Βρουχείου, όπου βρισκόταν το Μουσείο. Η αντίσταση κατά των Ρωμαίων ήταν τόσο ισχυρή, ώστε προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές, εξ αιτίας των οποίων πολλά μέλη του Μουσείου εγκατέλειψαν την χώρα.5
Όπως αναφέρει ο Λουτσιάνο Κανφόρα «Τότε έρχεται πραγματικά το τέλος της μεγάλης βιβλιοθήκης, κατά την διάρκεια της συγκρούσεως ανάμεσα στην Ζηνοβία και τον Αυρηλιανό».6
2/. Ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός, πολιόρκησε και κατέκτησε την πόλη εκ νέου το 275, συντρίψας τις δυνάμεις και διαλύσας το κράτος της Ζηνοβίας. Θύμα της καταστροφής ήταν και η Βιβλιοθήκη, με ενδεχόμενη εξαίρεση τον ναόν του  Σεραπείου. Όμως, αυτή η επανάσταση των Παλμυρηνών, οι οποίοι είχαν οπαδούς και στην Αίγυπτο, είχε ως συνέπεια να μεταδοθεί το αντιρρωμαϊκό κίνημα και να εκδηλωθεί και στην Αλεξάνδρεια «με αρχηγό τον πλούσιο έμπορο […] Φίρμο».7
 «Εναντίον των επαναστατών βάδισε, μετά την οριστική συντριβή των Παλμυρηνών, ο ίδιος ο Αυρηλιανός. Η νίκη του κατά του Φίρμου επισφραγίσθηκε με σφαγή και με την ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ των τειχών και ΤΗΣ ΣΥΝΟΙΚΙΑΣ ΒΡΟΥΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, όπου είχαν καταφύγει οι επαναστάτες».8
O Eπιφάνιος παρατηρεί περί το 391 μ.Χ. «… άλλοτε στην συνοικία αυτή - υπήρχε η βιβλιοθήκη και τώρα η ΕΡΗΜΟΣ».
«Πτολεμαίος, ο επικληθείς Φιλάδελφος […] όστις βιβλιοθήκην κατασκευάσας επί της αυτής Αλεξάνδρου πόλεως εν τω Βρουχίω καλουμένω κλίματι (και έστι τούτο της αυτής πόλεως ΕΡΗΜΟΝ ΤΑΝΥΝ ΥΠΑΡΧΟΝ)…».9
3/.Το συμπέρασμα του Ιταλού πανεπιστημιακού καθηγητού Λουτσιάνο Κανφόρα, για την καταστροφή της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης.
α/. Ο καθηγητής Λουτσιάνο Κανφόρα, ήταν αυτός που εκπόνησε ειδική εμπεριστατωμένη μελέτη για την τύχη της περίφημης βιβλιοθήκης, καταλήγοντας στο εξής συμπέρασμα:
«Λίγα χρόνια αργότερα ήρθε η σειρά της Αλεξάνδρειας. ΤΟΤΕ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ, κατά την διάρκεια της συγκρούσεως ανάμεσα στη Ζηνοβία και τον Αυρηλιανό, οπότε, όπως γράφει ο Αμμιανός, Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΕΧΑΣΕ ΤΗN ΣΥΝΟΙΚΙΑ (amisit regionem) «quae Bruchion appellabatur, diuturnum praestantium hominum domicilium» (XXII, 16, 15).. Η αδιάκοπη ζωντάνια της, μοναδική σ' έναν κόσμο βασανισμένο από τη σαθρότητα των ίδιων των βιβλίων, μαρτυρείται από σημεία που αλληλοδιαδέχονται σχεδόν ως την τελευταία στιγμή».10
β/. Άλλα εξειδικευμένα έργα, στα οποία υιοθετήθηκε ή επιβεβαιώθηκε το συμπέρασμα του Ιταλού καθηγητή, με θέμα ακριβώς το τις Αλεξανδρινές βιβλιοθήκες.
1//. Σύμφωνα με τον αμερικανό πανεπιστημιακό καθηγητή, Roger S. Bagnall11 «Πρόσφατα παρατηρήθηκαν σημάδια ομοφωνίας, ότι η περισσότερον πιθανή χρονολογία της μεγαλύτερης καταστροφής της Βιβλιοθήκης του Παλατιού είναι το έτος 273 μ. Χ., με την επανάκτηση της Αλεξάνδρειας από τον Αυρηλιανό. Αλλά δεν υπάρχει άμεση ένδειξη που να αφορά στην Βιβλιοθήκη, στις αρχαίες πηγές για το θέμα αυτό· Το επιχείρημα, μάλλον, είναι ότι η περιοχή του παλατιού ερειπώθηκε εκείνον τον καιρό και η μεγάλη Βιβλιοθήκη πιθανόν ήταν θύμα αυτής της ευρύτερης καταστροφής».12
2//. Ο Lionel Casson σημειώνει:13
«το τέλος της βιβλιοθήκης έφτασε ίσως το 270 μ.Χ. ή εκεί γύρω, όταν ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός, καταπνίγοντας την εξέγερση του βασιλείου της Παλμύρας, έδωσε λυσσαλέες μάχες στην Αλεξάνδρεια. Τότε ισοπεδώθηκαν τα ανάκτορα, και πιθανόν μαζί τους και η βιβλιοθήκη».14
«…η περίφημη βιβλιοθήκη του Μουσείου στην Αλεξάνδρεια είχε ήδη εκλείψει από το 270 περίπου... Η δεύτερη σημαντικότερη αλεξανδρινή βιβλιοθήκη ήταν στο Σεραπείον, το ναό του θεού Σεράπιδος, κτίριο που κατεδαφίστηκε το 390 […] Η βιβλιοθήκη όμως μπορεί να διέφυγε την καταστροφή και να υπήρχε ακόμη, όταν η Αλεξάνδρεια παραδόθηκε στους Άραβες το 642, αν πιστέψουμε μια γραφική ιστορία που διασώζεται σε αραβικές πηγές».15
3//. Ο γερμανός  διευθυντής της βιβλιοθήκης του Γερμανικού  Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Ρώμης, Horst Blanck επαναλαμβάνει:16
«Το θλιβερό τέλος της βιβλιοθήκης, σύμφωνα με τον Canfora, το έφεραν οι πόλεμοι του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (κυβέρνησε 270-275) με τη Ζηνοβία, την βασίλισσα της Παλμύρας, όταν καταστράφηκε στην Αλεξάνδρεια και το τμήμα της πόλης Βρουχείον, μαζί με το παλαιό βασιλικό ανάκτορο (Ammianus Marcellinus 22,16.15)».17
4//. Άλλη μια αναφορά έχουμε και από το ειδικό αρχαιογνωστικό εγχειρίδιο «Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία» (εκδ. Παπαδήμας), έργο πλήθους καθηγητών, υπό την επιμέλεια του Heinz-Gunther Nesselrat,18 όπου στο σημείο που εξετάζεται η πιθανότητα να έγινε η καταστροφή της βιβλιοθήκης από τον Ιούλιο Καίσαρα, μνημονεύονται ευθέως τα πορίσματα του Κανφόρα.19
Όταν λοιπόν, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, συνέγραφε την ιστορία του, και αναφέρει ότι το Βρουχείον ήταν ενδιαίτημα των λογίων χρησιμοποιώντας παρελθόντα χρόνο (δεν γράφει ότι «είναι το ενδιαίτημα διαπρεπών ανδρών»), προφανώς, την εποχήν της συγγραφής του έργου του, στο Βρουχείον (την μεγάλη βιβλιοθήκη) δεν έμεναν λόγιοι και φιλόσοφοι, διότι η συνοικία, και μαζί της οι Βιβλιοθήκες, είχε προ  πολλών δεκαετιών καταστραφεί.
Τετάρτη καταστροφή
Επί αυτοκράτορος Διοκλητιανού
Μεταξύ του 297 και 298 μ.Χ. ο ειδωλολάτρης/εθνικός αυτοκράτωρ Διοκλητιανός, μέγας διώκτης και σφαγέας των Χριστιανών, κατέφθασε στην πόλη της Αλεξάνδρειας, για να καταστείλει μια εξέγερση, και αφού πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη, διέταξε τον σφαγιασμό πολλών μελών της πνευματικής κοινότητος. Πολλά βιβλία, κυρίως όσα είχαν σχέση με αλχημεία, συγκεντρώθηκαν σε κεντρικά σημεία της πόλεως και κάηκαν.20
Ο Μαλάλας μας πληροφορεί: «Καὶ ἐπεστράτευσε κατ’ αὐτῶν ὁ αὐτὸς Διοκλητιανός, καὶ ἐπολέμησεν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τῇ μεγάλῃ, πολιορκήσας αὐτὴν καὶ ποιήσας φοσάτα, κόψας τὸν ἀγωγὸν καὶ στρέψας αὐτὸν ἀπὸ τοῦ λεγομένου Κανώπου καὶ παρέχοντα χρῆσιν τῇ πόλει. Παραλαβὼν δὲ Ἀλεξάνδρειαν ἐνέπρησεν αὐτήν [=έκαψε την Αλεξάνδρεια]˙ εἰσῆλθε δὲ ἐν αὐτῇ ἔφιππος, τοῦ ἵππου αὐτοῦ περιπατοῦντος ἐπάνω τῶν λειψάνων. Ἦν δὲ κελεύσας τῷ ἐξπεδίτῳ μὴ φείσασθαι τοῦ φονεύειν, ἕως οὗ ἀνέλθῃ τὰ αἵματα τῶν σφαζομένων ἕως τὸ γόνυ τοῦ ἵππου οὗ κάθετο».
Ο Σουΐδας,  στο λήμμα Διοκλητιανός, γράφει:
«…προγραφαῖς τε καὶ φόνοις τῶν ἐπισήμων μιαίνων ἐπῆλθε τὴν Αἴγυπτον. ὅτε δὴ καὶ τὰ περὶ χημείας ἀργύρου καὶ χρυσοῦ τοῖς παλαιοῖς αὐτῶν γεγραμμένα βιβλία διερευνησάμενος ἔκαυσε = πήγε και μίανε την Αίγυπτο με προγραφές και φόνους των επισήμων (…) ερευνώντας τα βιβλία τα έκαψε».
Με άλλα λόγια, ο ειδωλολάτρης αυτοκράτωρ Διοκλητιανός:
1/. Ανέσκαψε και επυρπόλησε την πόλη της Αλεξάνδρειας.
2/.Έκαψε βιβλία της όποιας βιβλιοθήκης υπήρχε τότε, στην Αλεξάνδρεια, πάντως όχι της Βασιλικής βιβλιοθήκης η οποία ήταν ήδη κατεστραμμένη.
3/.Κατέσφαξε τους Αλεξανδρινούς, Χριστιανούς και ειδωλολάτρες αντιπάλους του.
4/.Καθιέρωσε με νόμο την ανατολίτικη προσκύνηση του αυτοκράτορα,
5/.Επέβαλε ως επίσημη γλώσσα του κράτους τα λατινικά αντί της μέχρι τότε Ελληνικής.
6/.Εκήρυξε διωγμούς κατά αιρετικών (κυρίως Μανιχαίων) και των Ορθοδόξων Χριστιανών.
7/.Αυτοαναγορεύτηκε θεός.
Αρχικόν Συμπέρασμα
Πριν από το 391 μ.Χ. είχαν προηγηθεί τουλάχιστον τέσσαρες (4) ιστορικώς καταγεγραμμένες καταστροφές της Αλεξανδρείας και του Βρουχείου, όπου βρίσκονταν η Μεγάλη Βασιλική Βιβλιοθήκη και το Μουσείο της Αλεξανδρινής βιβλιοθήκης. Με άλλα λόγια, η Μεγάλη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, είχε καταστραφεί ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ,  δεκαετίες πριν, από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στον χώρον του Σαραπείου (389 ή 391/392 μ.Χ.).
4. Η «καταστροφή» της Αλεξανδρινής βιβλιοθήκης, επί πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου, το 391 μ. Χ.21
α. Η αρχική πηγή της πληροφορίας για την καταστροφή της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης, το 391 μ.Χ.
Όπως προαναφέραμε, οι συστημικοί ιστορικοί και λοιποί πολέμιοι του Χριστιανισμού, ισχυρίζονται ότι το 391 μ.Χ. «Οι Χριστιανοί επυρπόλησαν και κατέστρεψαν την Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, όπου ευρίσκοντο αποθηκευμένοι οι ανεκτίμητοι θησαυροί της παγκόσμιας γνώσεως, με εντολή του αυτοκράτορος Θεοδοσίου και υποκίνηση του πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου, ως αποκορύφωμα του αυτοκρατορικού διατάγματος της 24ης Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου».
Η πληροφορία ότι, «οι Χριστιανοί επυρπόλησαν και κατέστρεψαν την Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας», κατεγράφη για πρώτη φορά, στο βιβλίο του Edward Gibbon (Εδουάρδου Γίββωνος), «The history of the decline and fall of the Roman Empire» και έκτοτε επαναλαμβάνεται μιμητικώς, από διάφορους, περίπου ως δόγμα, χωρίς να δείχνουν την παραμικρή διάθεση, να εξετάσουν εμβριθέστερα, το ζήτημα αυτό.
Αυτός λοιπόν, ο «περίφημος» Γίββων, αντιχριστιανός, μισέλλην και τέκτων, ανάμεσα σε άλλα ιστορικά ατοπήματα που έκανε, απέδωσε στους χριστιανούς, από λάθος ή καθ’ημάς από σκοπιμότητα, και την καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, γράφοντας μεταξύ άλλων: «Theophilus proceeded to demolish the temple of Serapis [...] The valuable library of Alexandria was pillaged or destroyed»22 που σημαίνει:
«Ο Θεόφιλος προχώρησε στην κατεδάφιση του ναού του Σέραπι [...] Η πολύτιμη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας λεηλατήθηκε ή  καταστράφηκε».
Όταν ο Γίββων στο παραπάνω βιβλίο του, αναφέρεται στην «πολύτιμη βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας», η σκέψη σχεδόν όλων, μεταβαίνει στην Βιβλιοθήκη του Μουσείου, την Βασιλική Βιβλιοθήκη, το Πνευματικό θησαυροφυλάκιο του παγκόσμιου πολιτισμού εκείνης της εποχής !!!
Αυτά έγραφε ο Γίββων, πριν 231 χρόνια περίπου ( Χρονολογία πέρατος της συγγραφής του βιβλίου του, το 1788).23
Αυτήν την πληροφορίαν/άποψη, λοιπόν, την διετύπωσε πρώτος, ο δεδηλωμένος αντιχριστιανός και οπαδός του αντιχριστιανικού διαφωτισμού Γίββων. Όσοι όμως, από τότε μέχρι σήμερα, την επαναλαμβάνουν ακρίτως, χωρίς να ελέγξουν προηγουμένως την αξιοπιστία και αμεροληψία του συγγραφέως, αν η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστες πηγές, και το σπουδαιότερον εάν έγινε κριτική μελέτη σε συσχετισμό με άλλες πηγές της αρχαίας και σύγχρονης βιβλιογραφίας, που αναφέρονται στην βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, ευθύνονται εξ ίσου για την αναμετάδοσή της!
Υπογραμμίζεται ότι ο Γίββων ήταν ένας γνήσιος εκπρόσωπος του αντιχριστιανισμού, που έγραψε σε μια εποχή όπου, το ρεύμα του «διαφωτισμού», είχε παρασύρει κάθε ψήγμα επιστημονικής αξιοπρέπειας από τους ανθρώπους, που  αναφέρονταν υβριστικώς στον Χριστιανισμό και τους Χριστιανούς, με ετσιθελικά, ιστορικώς αβάσιμα, αυθαίρετα και αντιεπιστημονικά συμπεράσματα.
β.  Κριτική του Γίββωνος, για την αξιοπιστία του ιδίου και του έργου του («The history of the decline and fall of the Roman Empire»), από μη Ελληνικές πηγές.
Αρκετοί ιστορικοί που διακρίνουν στοιχεία προκαταλήψεως από τον Γίββωνα εναντίον του Xριστιανισμού και της Ρωμαίϊκης/Ελληνικής Αυτοκρατορίας μας («Βυζάντιον»), θεωρούν ότι ο Γίββων, από εσφαλμένη εκτίμηση, ή σκοπιμότητα, συνέχεε την βασιλική βιβλιοθήκη με εκείνη που βρισκόταν κοντά στον ναό του Σεράπιδος. Σχετικά με τις αναφορές του Γίββωνος για το θέμα αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε μια αντίστοιχη περίπτωση της ιστορίας, με ευκολία, ο Γίββων αθώωνε τους Άραβες για την μεγάλη μαρτυρούμενη καταστροφή βιβλίων στην Αλεξάνδρεια, στις αρχές του 7ου αιώνος.
Κατόπιν τούτων, καταθέτουμε μερικές από τις κριτικές για το έργο του Γίββωνος, ξένων επιστημόνων, πανεπιστημιακών και ιστορικών ερευνητών, για το επίμαχο θέμα της Αλεξανδρινής βιβλιοθήκης, προκειμένου να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα, για την αυθεντικότητα ή όχι των κειμένων του, την ιστορικήν βασιμότητα ή όχι των γεγονότων που περιγράφει, καθώς και την αντικειμενικότητα/αμεροληψία ή όχι, τουτέστιν την αξιοπιστία του συγγραφέως.
1/. «Δεν πρόκειται να επαναλάβω την στερεότυπη φράση ότι οι βυζαντινές σπουδές ήταν και συνεχίζουν να είναι αδικαιολόγητα παραμελημένες. Αυτό μπορεί να ίσχυε πριν από 100, ίσως και 50 χρόνια, αλλά σίγουρα δεν αντικατοπτρίζει τη σημερινή πραγματικότητα. Η περιφρονητική μεταχείριση του Βυζαντίου από μελετητές, όπως ο Μοντεσκιέ και ο Εδουάρδος Γίββων διατήρησε κάποια από την κακεντρέχειά της και στη Βικτωριανή εποχή, αλλά άρχισε να απορρίπτεται πολύ πριν το τέλος του 19ου αιώνα, προς όφελος μιας πιο θετικής θεώρησης» [Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, «Ιστορία του Βυζαντίου», Νεφέλη, Αθήνα 2006, σελ. 7 (στον πρόλογο του C. Mango)]
2/. «…τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης ο Γίββων δεν έδειξε μικρότερη εχθρότητα απ΄ ό,τι ο Βολταίρος απέναντι στον χριστιανισμό, κηρύσσοντας τον ένοχο για την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (Lefebvre Georges, «Η Γαλλική Επανάσταση», 7η έκδ. αναθεωρημένη c1989, MIET, Αθήνα 2003, σελ. 77)
3/. «Σήμερα, φυσικά, τα σχετικά με τον Χριστιανισμό κεφάλαια του Γίββωνος, έχουν πολύ μικρότερο, και όχι ιστορικό, ενδιαφέρον. Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν τους σύγχρονους κριτάς του Γίββωνος. Μετά την εποχή του το ιστορικό υλικό είναι πιο άφθονο, τα ιστορικά προβλήματα έχουν αλλάξει, η εξέτασι των πηγών έχει γίνει πιο κριτική, η εσωτερική σχέσι των πηγών είναι πιο ξεκαθαρισμένη και νέες επιστήμες, όπως η νομισματολογία, επιγραφολογία, σφραγιδολογία και παπυρολογία, συμβάλλουν στην ιστορική έρευνα. Επί πλέον ο Γίββων δεν είχε επιδοθή στα Ελληνικά...
Ο Άγγλος Ιστορικός Φρήμαν γράφει σχετικά ότι: «Παρά την θαυμάσια τέχνη του Γίββωνος... δεν είναι ασφαλώς το ύφος του εκείνο που χρειάζεται για να διεγείρη τον σεβασμό για τα πρόσωπα ή την περίοδο, με την οποία ασχολείται ή για να οδήγηση σε μια λεπτομερέστερη μελέτη τους. Ο απαράμιλλος του σαρκασμός και η υποτίμησι, βρίσκονται διαρκώς εν δράσει... είναι ανίκανος να θαυμάση με ενθουσιασμό πράγματα ή πρόσωπα. Σχεδόν κάθε Ιστορία, όταν την χειρίζωνται με αυτόν τον τρόπο, αφίνει την αξιοπεριφρόνητη πλευρά της να κυριαρχεί στην σκέψι του αναγνώστου. Ίσως καμιά ιστορία δεν θα έμενε αστιγμάτιστη με έναν τέτοιο χειρισμό...».
Η Βυζαντινή Ιστορία έτσι κακομεταχειρισμένη, παρουσιάζεται άσχημα. Οι προσωπικές Ιστορίες και oι υποθέσεις όλων των αυτοκρατόρων, από τον υιό του Ηρακλείου μέχρι τον Ισαάκ Άγγελο, συμπιέζουνται σ' ένα κεφάλαιο. «Αυτός ο τρόπος διαχειρίσεως του θέματος», παρατηρεί ο J. Β. Bury «ανταποκρίνεται ττρος την περιφρονητική θέσι που παίρνει ο συγγραφεύς απέναντι στη «Βυζαντινή» ή «κατώτερη Αυτοκρατορία». Η ερμηνεία που δίνει ο Γίββων στην εσωτερική ιστορία της Αυτοκρατορίας, μετά τον Ηράκλειο, δεν είναι μόνον επιπόλαιη αλλά συγχρόνως δίνει λανθασμένη εντύπωση των γεγονότων». (Vasiliev Α.Α., «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 21-23)
4/. «Σήμερα δεν υπάρχει πια ανάγκη να αποδείξουμε πόσο ιστορικά αστήρικτες είναι οι θεωρίες του Lebeau και του Gibbon. Πέρασε ευτυχώς ανεπανάληπτα η εποχή, που όσοι έγραφαν βιβλία για το Βυζάντιο βρίσκονταν στην ανάγκη να δικαιολογηθούν πειστικά, γιατί προτίμησαν ένα τέτοιο θέμα και να καταπολεμήσουν με πομπώδεις εκφράσεις και συχνά εξεζητημένο τρόπο τους ισχυρισμούς του Gibbon... Όπως είναι γνωστό, το έργο του Gibbon με την εντυπωσιακή αφηγηματική του ποιότητα επηρέασε πολύ και για μεγάλο χρονικό διάστημα τα πνεύματα και παρέλυσε το ζήλο για την έρευνα του Βυζαντίου ένα ολόκληρο σχεδόν αιώνα. Ακόμη και σήμερα πολλοί ερευνητές βλέπουν τη θρησκευτική ζωή του Βυζαντίου με τις διόπτρες του Gibbon» ( Ostrogorsky Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Α', 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 52-53).
5/. «...[τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία] ο Μοντεσκιέ και ο Γίββων, τη θεωρούν ακόμη συνέχεια και παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από κάποια ασυναίσθητη επίδραση μιας προαιώνιας μνησικακίας, από κάποια σκοτεινή ανάμνηση θρησκευτικών παθών που έχουν ξεχαστεί, εξακολουθούμε να κρίνουμε τους Έλληνες του Μεσαίωνα όπως τους έκριναν οι σταυροφόροι, που δεν τους καταλάβαιναν, και οι πάπες, που τους αφόριζαν. Κατά τον ίδιο τρόπο, και η βυζαντινή τέχνη εξακολουθεί να θεωρείται, δυστυχώς πολύ συχνά, τέχνη στατική —πρόθυμα την ονομάζουν «ιερατική»—, που δεν είχε τη δύναμη να ανανεωθεί και που, κάτω από τη στενή επίβλεψη της Εκκλησίας, περιόρισε τη χιλιετή της προσπάθεια στο να επαναλαμβάνει αόριστα τις δημιουργίες ορισμένων ιδιοφυών καλλιτεχνών. Στην πραγματικότητα, το Βυζάντιο ήταν κάτι τελείως διαφορετικό».[Diehl Charles, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 7]
6/. «Ο Γκίμπον προσέδωσε μια πρόσθετη ενότητα στην εξιστόρηση του θεωρώντας την ως απαρέγκλιτη παρακμή από τα ιδεώδη εκείνα της πολιτικής και περισσότερο ακόμη, της πνευματικής ελευθερίας που είχε συναντήσει στην κλασική λογοτεχνία... Οσοδήποτε όμως καλά κι αν ταίριαζε η αντίληψη αυτή με την ιστορία του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, αποτελεί το σοβαρότερο μειονέκτημα του δεύτερου μέρους της ιστορίας του Γκίμπον που τον παρέσυρε σε καταφανείς αντιφάσεις. Υποστήριζε, λ.χ. ότι τη μακραίωνη ιστορία του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, δηλ. του Βυζαντίου, χαρακτήριζε μια συνεχής παρακμή, μολονότι επί 1.000 χρόνια η Κωνσταντινούπολη στάθηκε το προπύργιο της Ανατολικής Ευρώπης.
Το γεγονός είναι ότι ο Γκίμπον όχι μόνο δεν συμπαθούσε τον βυζαντινό πολιτισμό αλλά δεν ήταν και εξοικειωμένος αρκετά με τις ελληνικές πηγές όσο με τις λατινικές, ούτε είχε πρόσβαση στο πλούσιο υλικό άλλων γλωσσών που συγκέντρωσαν εν τω μεταξύ οι μελετητές, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές παραλείψεις στην εξιστόρησή του καθώς και μη ικανοποιητικές συγκεφαλαιώσεις... Τίθεται όμως περαιτέρω το ερώτημα κατά πόσον οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν θα πρέπει να θεωρηθούν ως προοδευτικές ή οπισθοδρομικές.
Γράφοντας ως «φιλόσοφος» των μέσων του 18ου αιώνα, ο Γκίμπον είδε την ιστορική πορεία ως οπισθοδρόμηση... Η νεώτερη ιστορική γνώση έχει σημειώσει, στον τομέα που απασχόλησε τον Γκίμπον, σημαντική πρόοδο με την ανάπτυξη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, καθώς και της ιστορίας των θεσμών. Η μελέτη των νομισμάτων, των επιγραφών και γενικά η αρχαιολογία προσέφεραν σημαντικά στην έρευνα αυτή. Ιδιαίτερα κυρίως, η επιστημονική εξέταση των φιλολογικών πηγών, που εφαρμόζεται πολύ συστηματικά σήμερα, ήταν άγνωστη στον Γκίμπον» («Γκίμπον, Έντουαρντ», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 18, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005).
7/. «…αφηγήθηκε την ιστορία της αυτοκρατορίας… με πνεύμα κάθε άλλο παρά φιλικό προς τον θρίαμβο του χριστιανισμού στη Δύση... Θεωρούσε ότι η τέχνη μπορούσε να αναπτυχθεί ουσιαστικά ανεξάρτητα από τη ζωή ή τις πεποιθήσεις των καλλιτεχνών, και ότι η τέχνη της Ελλάδας ήταν γι' αυτόν κάτι το πολύ ανώτερο από τη χριστιανική τέχνη του Μεσαίωνα και της Αναγεννήσεως. Έτσι μαζί με τον σύγχρονό του Βολτέρο, ο Γίββων και ο Βίνκελμαν, ο καθένας με τον τρόπο του, μετέτρεψαν την ιστορία σε όπλα επίθεσης εναντίον των παραδοσιακών χριστιανικών προτιμήσεων».(UNESCO, Ιστορία της Ανθρωπότητας, τόμ. 12, «Η Θεμελίωση των Νεώτερων Χρόνων 1300-1775», εκδ. Χ. Τεγόπουλου-Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ο.Ε., Αθήνα 1970, σελ. 4137).
8/. Σύμφωνα με τον Λουτσιάνο Κανφόρα, «ο Γίββων» στις σχετικές αναφορές του «συνέχεε την βασιλική βιβλιοθήκη, με εκείνη του Σεραπείου»!!!24
Εμείς δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτε περισσότερο..
Κατόπιν των παραπάνω, η επίκληση στην «αυθεντία» του Γίββωνα, για το σοβαρό θέμα της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, ΔΕΝ έχει ελαφρυντικά, ούτε τα τοιαύτα «λόγω βλακείας». Και την ευθύνη για το ότι εξακολουθούν να κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα, ως αντιχριστιανικά «επιχειρήματα», αποσπάσματα από αυτή την ανεπανάληπτη ΑΠΑΤΗ που κατ' ευφημισμόν απεκλήθη το έργο του ως «ιστορικόν», την έχουν εξ ολοκλήρου οι νεόκοποι και εγκάθετοι αντιχριστιανοί, κυρίως όμως οι αγράμματοι νεοπαγανιστές, του διαδικτύου και των τηλεοπτικών διαύλων.
Μήπως αντελήφθητε τώρα, όσοι είσθε άδολοι αναζητητές της Αληθείας, τι κρύπτεται όπισθεν εκείνων που ισχυρίζονται  ότι την περίφημη βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας έκαψαν και λεηλάτησαν οι Χριστιανοί το 391 μ.Χ. επί πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου;
Για ποίους λόγους εθελοτυφλούν οι συκοφάντες του Χριστιανισμού, στα συντριπτικά στοιχεία περί των πραγματικών υπευθύνων και αιτίων της καταστροφής της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, τουτέστιν των αντιχριστιανών ειδωλολατρών, επιλεγομένων Εθνικών και ενίοτε «Ελλήνων», τα οποία είναι καταγεγραμμένα στην Ελληνική και διεθνή γραμματεία, και προτιμούν τις βολικές για την ιδεοληψία τους ανιστόρητες, αντιεπιστημονικές και όλως κατ’ ουσίαν αβάσιμες και αυθαίρετες διατυπώσεις τους;
Εάν ΔΕΝ έχετε συνειδητοποιήσει ακόμη την ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ του Συστήματος, περί της δήθεν καταστροφής της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης από τους Χριστιανούς το 391 μ.Χ., τότε προτείνομεν:   
1ον/. Όλοι ανεξαιρέτως, οι αμφισβητίες και αντιρρησίες, όσοι επικαλούνται τον Γίββωνα ή βιβλία και ισχυρισμούς αρχαιολατρών και νεοπαγανιστών, για να στηρίξουν τις συκοφαντίες τους σε βάρος των Χριστιανών, για την καταστροφήν της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης, να επισκεφθούν τις τοπικές βιβλιοθήκες ή κανένα βιβλιοπωλείο, να αναζητήσουν βιβλία που περιέχουν τις πηγές που καταγράψαμε και όσες θα καταγράψουμε παρακάτω, και με το χέρι στην καρδιά, να αναζητήσουν μόνοι τους την αλήθεια και να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα για τους  υπευθύνους και τα αίτια της καταστροφής του μεγίστου πνευματικού θησαυροφυλακίου της αρχαιότητος, της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας...
2ον/. Εάν δικαιολογηθούν, πως δεν διαθέτουν τον απαιτούμενον χρόνον για κάτι τέτοιο, ας αναγνώσουν τα στοιχεία που παραθέτουμε, στις επόμενες αναρτήσεις μας, συνδυάζοντάς τα με όσα έχουμε καταγράψει μέχρι τώρα.
Συνεχίζεται



2 Ο Καρακάλλας (Marcus Aurelius Severus Antoninus Pius Augustus,188-217), επίσημα γνωστός ως Αντωνίνος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτωρ (198-217). Γεννήθηκε στο Λούγδουνο (σημερινή Λυών) της επαρχίας της Γαλατίας. Το πατρογονικό του όνομα ήταν Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, αλλά υιοθέτησε το όνομα Καρακάλλας εξαιτίας του μανδύα με κουκούλα που φορoύσαν οι συμπατριώτες του. Ήταν μέλος της δυναστείας των Σεβήρων, ο μεγαλύτερος γιος του Σεπτίμου Σεβήρου και της Ιουλίας Δόμνας.
Βασίλεψε από κοινού με τον πατέρα του από το 198 μέχρι τον θάνατο του Σεβήρου το 211. Στην συνέχεια ο Καρακάλλας κυβέρνησε από κοινού με τον μικρότερο αδελφό του,Γέτα, με τον οποίο είχε μία έντονη σχέση, μέχρι την δολοφονία του Γέτα αργότερα το ίδιο έτος. Προσπάθησε να εξοντώσει τους και τους υποστηρικτές του Γέτα, προκειμένου να ενδυναμώσει την εξουσία του. Ταξιδεύοντας από την Έδεσσα προς την Παρθία, δολοφονήθηκε από τον Ιούλιο Μαρτιάλη, έναν από τους ακολούθους του σε έναν δρόμο κοντά στη Χαρράν (την ώρα που ουρούσε) στις 8 Απριλίου του 217. Ο Μαρτιάλης σκοτώθηκε επί τόπου από έναν τοξότη της φρουράς. Τον Καρακάλλα διαδέχθηκε στην εξουσία ο επικεφαλής της φρουράς των πραιτωριανών Μακρίνος (Macrinus).
3 Ηρωδιανός, 4, 8, 9,  στο Ελ Αμπαντί Μουσταφά, Η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εκδ. Σμίλη.
4 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΣΤ΄, «Ελληνισμός και Ρώμη 30 π.Χ.-324 μ.Χ.», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1976, σελ. 324.
5 Scriptores Historiae Augustae, Αυρηλιανός, 32˙ και Firmus 3˙ και Αμμιανός Μαρκελλίνος, XXII, 16, 15.
6 Ελ Αμπαντί Μουσταφά, Η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εκδ. Σμίλη, σ. 202.
7 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΣΤ΄, όπως υποσ. 4.
8 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΣΤ΄, όπως υποσ. 4.
9 Επιφάνιος, «Περί μέτρων και σταθμών», (Patrologia Graeca,43, 249C.252A).
10 Κανφόρα Λουτσιάνο, «Η Χαμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1990, σελ. 202.
11 Roger Shaler Bagnall (born August 19, 1947 in Seattle) is an American classical scholar. He was a professor of classics and history at Columbia University from 1974 until 2007, when he took up the position of first Director of the Institute for the study of Ancient World (ISAW) at New York University.
Born in Seattl Washigton, Bagnall studied at Yale University (B.A., 1968) and University of Toronto (M.A., 1969; Ph.D., 1972). He has published several works on the history of Ancient Greece and Ancient Egypt, as well as papyrology. He was elected a Fellow of the American Academy of Arts and Sciepapyrologynces in 2000. In 2003, he won the Mellon Distinguished Achievement Award
12 Roger S. Bagnall, Hellenistic and Roman Egypt. Sources and Approaches, σ. 357-8.
13 Lionel Casson (July 22, 1914 – July 18, 2009) was a classicist, professor emeritus at New York University, and a specialist in maritime history. He earned his B.A. in 1934 at New York University, and in 1936 became an assistant professor. He went on to earn his Ph.D. there in 1939. In 2005 he was awarded the Archaeological Institute of America Gold Medal.
14 Lionel Casson, «Οι βιβλιοθήκες στον αρχαίο κόσμο», εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006, σελ. 81.
15 Lionel Casson, «Οι βιβλιοθήκες…», ό.π., σελ. 217.
16 Ο Horst Blanck [Χορστ Μπλανκ (1936-2010)], σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας Κλασική Αρχαιολογία, Αρχαία Ιστορία, Κλασική Φιλολογία και Προϊστορική Αρχαιολογία και ειδικεύτηκε στη βιβλιοθηκονομία επιστημονικών βιβλιοθηκών. Έχει συγγράψει, εκτός από αυτοτελείς αρχαιολογικές μελέτες, 80 άρθρα και βιβλιοκρισίες, καθώς και λήμματα για καταλόγους εκθέσεων. Από το 1974 ως το 2001 υπήρξε διευθυντής της βιβλιοθήκης του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Ρώμης. Μετά τηn συνταξιοδότησή του, εγκαταστάθηκε στο Τσερβέτερι της Ετρουρίας.
17 Horst Blanck, «To Βιβλίο στην Αρχαιότητα», εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1994, σελ. 192.
18 Ο Heinz-Günther Nesselrath (1957-) σπούδασε από το 1976 έως το 1981 κλασική φιλολογία και αρχαία ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας.Είναι επίσης συντάκτης της Εισαγωγής στην Ελληνική Φιλολογία (Στουτγάρδη / Λειψία 1997), η οποία μεταφράστηκε το 2001 στα Ελληνικά και το 2004 στα Ιταλικά.
19 Nesselrath Heinz-Gunther, «Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία» (τόμ. Α΄-Αρχαία Ελλάδα), 2η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σελ. 13.
20 Ιωάννη Μαλάλα, Χρονογραφία 308-9---Σουίδας, λήμμα Διοκλητιανός˙ Ιωάννης Αντιοχείας, Excert. Valesian, σ. 834 (Migne, Patrologia Graeca, τ. 77  = Muller), Frag. Hist. Graec., IV, 601, στο Ελ Αμπαντί Μουσταφά, Η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, εκδ. Σμίλη.
21 Η διαφορά των χρονολογιών για τα συμβάντα στο Σεραπείον που παρουσιάζεται από διαφόρους συγγραφείς, πιθανώς να οφείλεται στον διαφορετικόν υπολογισμόν της γεννήσεως του Ιησού (διαφορά 2-3 ετών), από τους ίδιους τους συγγραφείς ή τους αντιγραφείς των κειμένων. Έτσι έχουμε καταγεγραμμένες πληροφορίες για καταστροφή της «Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης», το 389, 391 και 392.
22 Edward Gibbon, «The history of the decline and fall of the Roman Empire» (ed. William Smith), τόμ. 3, London 1862, σελ. 419.
23 Την ιδέα για την συγγραφή του έργου του, φέρεται να συνέλαβε το 1764, κατά την διάρκεια μιας επίσκεψής του στην Ρώμη, η συγγραφή του οποίου διάρκεσε από το 1776 έως το 1788. Στο έργο του ανιχνεύεται η σύνδεση του αρχαίου και του σύγχρονου κόσμου, με την διαπραγμάτευση θεμάτων όπως η εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού, οι Τεύτονες, οι κατακτήσεις του Ισλάμ και οι Σταυροφορίες [Πηγές:  The history of the decline and fall of the Roman Empire (Η Ιστορία της Παρακμής και της Πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), μετάφρ. του Α΄ τόμου στα Ελληνικά από τον Αργ. Παπαβασιλείου, του Β1 από τον Διονύσιο Χατζόπουλο, του Γ΄ από τον Αργ. ΠαπαβασιλείουΕλεύθερη Σκέψις»)].
-"Gibbon, Edward" A Dictionary of World History. Oxford University Press, 2000. Ανάκτηση 26 Ιουλίου 2009).
24 Κανφόρα Λουτσιάνο, «Η Χαμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1990, σελ. 122.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου