Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΟΙ, ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΑΝ ΤΗΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ; (WHO, WHEN AND WHY DESTROYED THE LIBRARY OF ALEXANDRIA?)1


ΜΕΡΟΣ 3ον

4. Η «καταστροφή» της Αλεξανδρινής βιβλιοθήκης, το 391 μ.Χ. (Συνέχεια 2ου μέρους)
γ. Η ίδρυση του ναού και της βιβλιοθήκης του Σεραπείου.
1/. Κατά την ιστορική έρευνα για τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στον ναόν του Σεραπείου, ο οποίος είχεν κτισθεί στην περιοχήν της Ραχώτιδος, κατεγράφη και η ύπαρξη μιας δεύτερης Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια, εκτός από εκείνην του Μουσείου. Και το επιβαλλόμενον ερώτημα που αφορά σε κάθε ερευνητή και ιστορικόν μελετητήν, είναι: Πότε δημιουργήθηκε η δεύ­τερη αυτή Βιβλιοθήκη;
2/. Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, είναι βεβαιωμένη η ύπαρξη μόνον του ναού τού Σεραπείου, επί Πτολεμαί­ου Α΄ τού Λάγου, ο οποίος και εισήγαγεν την λατρείαν τού Σεράπιδος στην Αίγυπτον, αλλά ΟΧΙ βιβλιοθήκης. Έτσι, όπως μας περιγράφει και ο Paulus Orosius (μετά το 390 μ.Χ.), ΔΕΝ είναι δυνατόν να υπήρχε μία δεύτερη βιβλιοθήκη την εποχήν της λειτουργίας της Μεγάλης Αλεξανδρινής  Βιβλιο­θήκης του Μουσείου.
Με βεβαιότητα λοιπόν, η Βιβλιοθή­κη τού Μουσείου, δηλαδή αυτή με τους 400.000 τόμους, στην συνοικία του Βρουχείου, παραπλεύρως του λιμανιού, η οποία και κάηκεν, όπως αποδείξαμε,  από τον Ιούλιον Καίσαρα το 47/48 π.Χ. (παράπλευρη απώλεια), ήταν μοναδική.
3/. Όμως, ο Ρωμαίος ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος (περί το 330-400 μ.Χ.), περιγράφοντας τα μνημεία της Αλεξάνδρειας, στους χρόνους του Ιουλίου Καίσαρος, αναφέρει την ύπαρξη Βιβλιοθήκης στο Σεράπειον και εκτιμά ότι εκεί είχεν συγκε­ντρωθεί όλος ο βιβλιακός θησαυρός των Πτολεμαίων.2
Προφανώς πρόκειται περί λάθους, εξ αγνοίας ή σκοπιμότητος, γύρω από τ' όνομα του καταστραφέντος Μου­σείου, χωρίς να αποκλείεται λαθροχειρία κατά μεταγενέστερη αντιγραφήν του έργου του. Τούτο επιβεβαιώνεται και από τον άγιον Επιφάνιον, ο οποίος κατόπιν ερευνών του, γύρω απ’ τις διάφορες μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθή­κης, καθώς και για τον χρόνον δημο­σιεύσεώς τους, μας βεβαιώνει ότι ο Φιλάδελφος εμπλούτισε με την μετάφραση των Ο΄, την περίφημη Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκην τού Βρουχείου, δηλαδή εκείνην τού Μουσείου (Βλέπε παρ. 2α και υποσ. 6 του 1ου μέρους).
4/. Συμπερασματικώς, το γεγονός που συνέβη τρεις (3) περίπου αιώνες μετά την κατά­θεση της μεταφράσεως των Ο' (των εβραϊκών βιβλίων), στο Βρούχειον, δεν μπορούσε να ήταν παρά μόνον είτε η έναρξη λειτουρ­γίας μιας νέας Βιβλιοθήκης, είτε η εισδοχή σ' αυτήν των έργων τού Ακύλα (γύρω στο 130 μ.Χ.), τού Θεοδοτίωνος (περί το 150 μ.Χ.) και τού Συμμάχου (κατά το 170 μ.Χ.). Γνωρίζομεν, ότι αυτοί οι λόγιοι ήσαν αιρετικοί, έζησαν μετά Χριστόν και έγραψαν τα έργα τους, πά­νω από 400 χρόνια, μετά τον Πτο­λεμαίον τον Φιλάδελφον. Άρα η χρονολογία που μας δίνει ο άγιος Επιφάνιος, είναι εκείνη της ιδρύσεως της βιβλιοθήκης τού Σεραπείου, επί Κλεοπάτρας (69-30 π.Χ.).
Αυτό το συμπέρασμα εναρμονί­ζεται και με το ότι:
-Πράγματι την εποχήν της Κλεοπάτρας, ο Ιούλιος Καίσαρας προεκάλεσε την πυρκαγιά στο λιμάνι της Αλεξανδρείας που είχε σαν αποτέλεσμα να καούν τα βιβλία τού Μουσείου στο Βρούχειον, αλλά και
-Τότε ο Αντώνιος φέρεται να αφαίρεσεν από την Βιβλιοθήκην της Περγά­μου, ανταγωνιστικής της Αλεξάν­δρειας, 200.000 τόμους και τους δώρισεν στην βασίλισσαν της Αιγύ­πτου Κλεοπάτρα, μάλλον προκει­μένου να επανορθωθεί κάπως η τόσο μεγάλη απώλεια εκ της προη­γηθείσης πυρκαϊάς και, έτσι, να ιδρυθεί η νέα Βιβλιοθήκη, στο Σεράπειον (Αυτό με την προϋπόθεση ότι η πληροφορία που μας δίδεται για την δωρεά του Αντωνίου, είναι αληθής).
Σχετικά με αυτήν την πληροφορία περί εμπλουτισμού της Βασιλικής βιβλιοθήκης από τον Μάρκον Αντώνιον, ο Πλούταρχος (Αντώνιος, 58, 5) αναφέρει μερικές πολύ εξευτελιστικές ιστορίες για τον Μάρκο Αντώνιο, τις οποίες είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ο φίλος του αυτοκράτορα C. Calvisius Sabinus. Σύμφωνα μ’ αυτές, ο Μάρκος Αντώνιος (83 π.Χ. – 30 π.Χ.), όταν διεξήγε πόλεμο στα ανατολικά του ρωμαϊκού κράτους, είχε δωρίσει στην βασίλισσα Κλεοπάτρα 200 χιλιάδες ρόλους βιβλίων από την βιβλιοθήκη της Περγάμου. Επειδή όμως ο ίδιος ο Πλούταρχος, χαρακτηρίζει τον Calvisius Sabinus ως κακολόγον (ΣΣ: Ψευδολόγον), δεν θα έπρεπε να θεωρήσει κανείς ως βάσιμα τα αριθμητικά στοιχεία που μας παραθέτει, αλλά  μάλλον ως μύθο».3
Επομένως, εάν υπήρχε βιβλιοθήκη στο ναόν του Σεραπείου, αυτή ιδρύθηκε επί Κλεοπάτρας (69-30 π.X), ΟΥΔΕΜΙΑΝ σχέση είχε με την Μεγάλη Βασιλική Βιβλιοθήκη του Μουσείου, και έκτοτε λειτουργούσε, όπου και τοποθετήθηκαν πολύ αργότερα, οι προαναφερθείσες μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης, περίπου από το 130 μ.Χ. μέχρι και το 170 μ.Χ., των αιρετικών Ακύλα, Θεοδοτίωνος και Συμμάχου. Υπενθυμίζεται ότι η βιβλιοθήκη του Σεραπείου ονομάστηκε «θυγάτηρ», όχι μόνον διότι είχε λιγότερα βιβλία, αλλά διότι είχε καταρτισθεί εκ των διπλών της του Βρουχίου.
5/. Στους επόμενους αιώνες, ακολούθησαν επιθέσεις ξένων στρατευμάτων καθώς και εσωτερικές εξεγέρσεις στην Αλεξάνδρειαν, που όλες τους πιθανώτατα να υπήρ­ξαν μοιραίες και για τη νέα Βιβλιοθήκην, δηλαδή εκείνη τού Σεραπείου. Οι σπουδαιότερες ήσαν οι εξής:
·Επί Μάρκου Αυρήλιου (162 μ.Χ. - 180 μ.Χ.), και επί Κομμόδου (180 μ.Χ. - 192 μ.Χ.) ξέσπασεν πυρκαϊά στο Σεράπειον. Το αρχικό ίδρυμα του ναού του Σαραπείου κάηκε το 181 μ.Χ. αρχόμενης βασιλείας του Κόμοδου αλλά κτίσθηκε ξανά σε αρχικό σχέδιο και τόσο λαμπρό ώστε μόνο το Καπιτώλιο της Ρώμης μπορούσε να του αμφισβητήσει τα πρωτεία (Ευσέβιος «Χρονικά»).
·Επί Καρακάλλα (211 μ.Χ. - 217 μ.Χ.) έγινεν στην Αλεξάνδρεια «φοβερή σφαγή, που κράτησεν πολλά μερόνυχτα... και δεν λυπή­θηκαν τότε τίποτε, ούτε κοσμικόν, ούτε ιερόν, ούτε οικίες, ούτε ναούς. Ο Καρακάλλας διέλυσε και τις εταιρείες των Φίλων των Γραμμά­των».4
·Κατά τον Φίλωνα,5 κτίσθηκεν στην Αλεξάνδρειαν, προς τιμήν τού Αυγούστου, ένας περίλαμπρος ναός ονομασθείς «Σεβάστειον», που συνδεόταν με πλούσιες βιβλιοθήκες. Επί Αυρηλιανού, ακόμη (272 μ.Χ.), το ανατολικόν ήμισυ της Αλεξάνδρειας, όπου βρίσκονταν οι δημόσιες σχολές και η βιβλιοθήκη του ναού τού Αύγουστου, κατεστράφη στον πόλεμον κατά των Ρωμαίων. Δεν επρόκειτο βέβαια για το Σερά­πειον, διότι, όπως μας λέγει ο Φίλων, το Σεβάστειον οικοδομήθηκε στην ακτήν της θαλάσσης.
·Επί Διοκλητιανού (296/297 μ.Χ.), αφού  προηγήθηκε πολιορκία της Αλεξάνδρειας επί επτά μήνες, επακολούθησεν σφαγή τού πληθυ­σμού και λεηλασία των πάντων.6
Σημειώνομεν τα παραπάνω, προκειμένου να υπενθυμίσουμε στους λωτοφάγους σημερινούς οπαδούς του «διαφωτισμού» και τους συνηγόρους τους στον αντιχριστιανισμόν, τους νεοπαγανιστές και λοιπούς πολεμίους του Χριστιανισμού, ότι οι ειδωλολάτρες βεβήλωσαν διαχρονικώς, τα «ιερά και όσια», της προχριστιανικής θρησκείας και όχι οι Χριστιανοί.
·Επί Θεοδοσίου Α' τού Μεγάλου, κατόπιν, γκρεμίστηκεν το άγαλμα τού Σεράπιδος το 389 μ. Χ.
·Επί Μαρκιανού (450 - 457 μ.Χ.) πυρπολήθηκεν το Σεράπειον, όταν το στράτευμα, το οποίον ήθελε να κατευνάσει μιαν εξέγερση τού λαού, καταδιώχθηκεν απ’ το πλήθος και κατέφυγεν στο Σεράπειον, όπου ο όχλος έβαλε φωτιάν και έκαψεν τους στρατιώτες ζωντανούς. Τούτο σημαίνει ότι ο ναός του Σεραπείου, επτά δεκαετίες περίπου, μετά την υποτιθέμενη καταστροφήν του από τους Χριστιανούς του Θεοφίλου, λειτουργούσε κανονικώτατα, δηλαδή δεν είχε καταστραφεί.. 
·Επί Ιουστινιανού, ο στρα­τηγός Ναρσής πυρπόλησεν την πόλη της Αλεξάνδρειας.
·Τέλος, επί Ηράκλειου, το 616 μ.Χ., οι Πέρσες καταλαμβάνουν την πόλη και την λεηλατούν, κάτι το οποίον επαναλαμβάνουν οι Άραβες το 642. Σημειωτέον ότι σ' αυτήν ακριβώς την τελευταίαν άλωση της Αλεξάνδρειας τού 642, τοποθε­τείται και η πληροφο­ρία δύο Αράβων ιστορικών, ότι τότε ο επί κεφαλής τού αραβικού στρα­του, κατόπιν εντολής τού Εμίρη Ομάρ έκαυσεν τα βιβλία τού Σεράπειου.7
Μετά από τόσες πυρπολήσεις, καταστροφές και λεηλασίες που είχαν συμβεί στην Αλεξάνδρεια, από διαφόρους, με πρωταγωνιστές τους ειδωλολάτρες της εποχής εκείνης, τι θα ανέμενε κανείς να είχε απογίνει η Βιβλιοθήκη τού Σεράπειου της Αλεξάνδρειας;
δ. Η καταστροφή του ναού του Σαράπιδος και η σχέση της βιβλιοθήκης του ναού  εκείνου, με την βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας.
1/. Η αλήθεια για τον επίσκοπον Θεόφιλον και τα γεγονότα στον ναόν του Σεραπείου, το 391 μ. Χ.
Η έρευνα για το θέμα μας, εστιά­ζεται στο εξής ερώτημα:
«Όταν, το 389 ή 391/392,8 ο Μέγας Θεοδόσιος ο Α' έστειλε διαταγήν προς τις αρχές της Αλεξάνδρειας, κατόπιν εξεγέρσεως των ειδωλολατρών, να γκρεμισθεί το περίφημον άγαλ­μα τού Σέραπι, τότε οι χριστιανοί, εκτός της καταστροφής τού ειδώ­λου του Σεράπιδος, προέβησαν, υπό την καθοδή­γηση, επίβλεψη και επιστασία τού τότε επίσκοπου Αλεξάνδρειας Θεόφιλου, σε βανδαλιστικήν καταστροφήν του ναού και ολοκληρωτική καταστροφή και της Βιβλιοθήκης τού Σεραπείου, από μίσος προς την ειδωλολατρίαν;».
α/. Σκιαγράφηση του χαρακτήρος και της προσωπικότητος του Θεοφίλου
Κατά τον Στυλιανόν Παπαδόπουλον, ομότιμον καθηγητήν της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Θεόφιλος:
-Αναδείχθηκε σ' επιφανή αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας και η εμβέλεια της δράσεώς του ταυτιζότανε σχεδόν με το εύρος της όλης τότε, Εκκλησίας. Απέκτησε καλή παιδεία, γνώρισε προσωπικώς τον αυστηρό μοναστικό βίο, διέθετε οργανωτικά χαρίσματα, υπήρξε δημιουργικόν πνεύμα και είχε παρορμητικόν, θεληματικόν κι’ ενίοτε βίαιον χαρακτήρα.
-Εργάσθηκε με υπέρμετρο ζήλο για την μετατροπή εθνικών ναών σε χριστιανικούς (χωρίς όμως να καταδιώξει εθνικούς σοφούς), προσπάθησε ν ανακτήσει ο αλεξανδρινός θρόνος το κύρος, που είχε πριν από την Β' Οικουμενική Σύνοδο (381).
-Επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κανονική τάξη, αλλά χειροτόνησε (406) επίσκοπο Κυρήνης τον έγγαμο Συνέσιο, που του είχε δηλώσει ότι δεν θα χωριστεί από την σύζυγό του και δεν θ' αρνηθεί τις πλατωνικές αντιλήψεις του. Την φήμη του στην Εκκλησία, ζημίωσε πολύ η εχθρική του στάση έναντι του Ιωάννου Χρυσοστόμου.
-Διακρίθηκε κυρίως για την εκκλησιαστική και την διεκκλησιαστική του δράση, αλλά, έχοντας παραδοσιακό φρόνημα, καταπολέμησε τους φορείς ωριγενιστικών αντιλήψεων και εξέφρασε ορθές θεολογικές απόψεις. Η αντίδρασή του (και με σύνοδο) προς τους ωριγενιστές, έφερε στην επιφάνεια τον ευμετάβολο ("αμφαλλάξ" χαρακτηρίστηκε από τον Παλλάδιο Ελενοπόλεως) και σκληρό του χαρακτήρα και την σχετικά ρηχή του θεολογία. Προς το τέλος της ζωής του όμως, επέδειξε πολλήν ανεκτικότητα και μετριοπάθεια.
-Υπήρξε αρχικά, θαυμαστής του Ωριγένη και αναγνώστης των έργων του, ενώ η μεταγενέστερη ρηχή του πολεμική (από το 396 περίπου) προϋποθέτει ενίοτε αντιλήψεις ωριγενιστών και όχι του ίδιου του Ωριγένη. Από τις αντιλήψεις που κατεπολέμησε στον Ωριγένη, ανήκει π.χ. η αντίληψη περί προϋπάρξεως των ψυχών των ανθρώπων και του Χριστού και ή θεωρία ότι με την ανάστασή του ο Κύριος αποκάθαρε τα πάντα, στον ουρανό και στην γη.
-Συνέταξε τις πασχάλιες Επιστολές του και άλλα σύντομα κείμενα και εξέφρασε, χωρίς βαθιές τομές και αναλύσεις, θεολογικές απόψεις στο κλίμα της εποχής. Απέρριπτε με σαφήνεια την αντιοχειανής προελεύσεως ιδέα περί δύο προσώπων (ή Υιών) στον Χριστό [Πηγή: Θεόφιλος Αλεξανδρείας (+412). Ο δραστήριος, ο παραδοσιακός και αυταρχικός Αρχιεπίσκοπος, Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών].
Ο ιστορικός Θεοδώρητος,9 αιρετικός επίσκοπος και αναθεματισθείς από την Ε΄ Οικουμενικήν Σύνοδον,10 τον ονομάζει «σοφώτατον» και «πυκνόν τας φρένας και ανδρείον το φρόνημα».
Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (+ περί το 400) τον ονόμασε «Φαραώ της Αιγύπτου», οι δε Αλεξανδρινοί τού απέδωσαν τον χαρακτηρισμόν «αμφαλλάξ», διότι ορμούσεν ακάθεκτος προκειμένου να θέσει σε εφαρμογήν πάραυτα ό,τι στιγμιαία και επιπόλαια αποφάσι­ζε, για να αλλάξει όμως γνώμην αμέσως μετά, όταν δηλαδή ωρίμαζεν η σκέψη του.
Απ’ τους ίδιους ονομάστηκεν επίσης «λιθομανής» και «χρυσολάτρις», επειδή σαν εχθρός και μέχρις υπερβολής κατα­λύτης των ειδωλολατρικών ναών, αναζητούσεν όλο και περισσότερα χρήματα, όχι βέβαια για τον εαυ­τόν του, αλλά για την ανέγερση χριστιανικών ναών και την οικοδό­μηση πολλών ευαγών ιδρυμάτων. Γι' αυτό και η αρχιερατεία του έγινεν πολυθόρυβη, ένεκα δηλαδή τού χαρακτήρα του, αλλά και των πολλών σύγχρονων του γεγονό­των, στα οποία θέλοντας και μη αναμίχθηκεν.
Η συμμετοχή του στα γεγονότα τού 389,391/392, ήταν θέμα φλογερής Πίστεως και γι’ αυτόν τον χαρακτήρα του, νεώτεροί μας ιστορικοί παρασυρόμενοι, τον ενοχοποίησαν ακρίτως και ανιστορήτως και άλλοι ενσυνειδήτως, τού κατελόγισαν πράξεις, που δεν ιστο­ρείται μεν ότι αυτός διέπραξεν, αλλ' οι οποίες απλώς θα ταίριαζαν ίσως, στον χαρακτήρα του, αν όντως τις είχε διαπράξει.
β/. Τα γεγονότα στην Αλεξάνδρεια το 391 μ.Χ. 
1//. Η πρώτη περιγραφή για τα γεγονότα στο ναό του Σεραπείου, ήταν σίγουρα αυτή του Σωφρονίου Α΄, ενός χριστιανού λογίου, γνωστού από το έργον του «Σχετικά με την ανατροπή του Σέραπι», που έχει χαθεί.
Τα αφηγεί­ται επίσης και ο τότε σύγχρονος ιστορικός Σωκράτης,11 ο οποίος ΔΕΝ διέκειτο ευμενώς προς τον Θεόφιλον και είχεν στην Κωνσταντινούπολη σαν καθηγητές του, ακριβώς εκείνους τους δύο ειδωλολάτρες ιερείς, τον λεξικογράφον Ελλάδιον, ο οποίος καυχόταν ότι με τα χέρια του είχεν σκοτώσει εννέα χριστιανούς, κατά τα επεισόδια τού Σεράπειου, το 389, και τον γραμματικόν Αμμώνιον, ο οποίος δεν υστέρησε σε φόνους το 389.
Απ’ αυτούς τους δύο, συνέλεξε ο Σωκράτης πληροφορίες για την καταστροφήν του ναού τού Σεράπιδος, από πρώτο μεν χέρι, αλλ' ασφαλώς μονόπλευρες, μεροληπτικές και προφανώς συκοφαντικές.
2//. Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι ο Θεοδόσιος είχε διατάξει την κατεδάφιση των εθνικών ναών της Αλεξάνδρειας καθιστώντας τον Θεόφιλο εφαρμοστήν της διαταγής αυτής. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι το 388 ο Θεόφιλος ζήτησεν από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιον Α' τον Μέγαν, με τον οποίον συνδεόταν με φιλίαν από νεανίας, να επιτραπεί η καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών της Αλεξάνδρειας και η μετατροπή τους σε χριστιανικούς. Πήρε δε την συγκατάθεση του αυτοκράτορα μετά ένα έτος, το 389.12
Έτσι, κατά τον Σωκράτην, ο Θεόφιλος λόγω της διαταγής του Θεοδόσιου, προχώρησε στην δημόσια έκθεση των αντικειμένων που βρίσκονταν στα άδυτα ενός Μιθραίου ναού, μετά κατέστρεψε το Σαράπειον, και εξέθεσε δημοσίως τα αντικείμενα του ναού (φαλλούς και άλλα), με σκοπό να γελοιοποιήσει την εθνική θρησκεία. Έπειτα, όμως, αναφέρει ότι ο διοικητής της Αλεξάνδρειας και ο στρατιωτικός διοικητής της Αιγύπτου, βοήθησαν τον Θεόφιλο να καταστρέψει τους ναούς αφ’ ότου είχε παύσει η ταραχή και η αιματοχυσία.
Δεν αναφέρει όμως, ότι πρώτοι οι εθνικοί επιτέθηκαν στους χριστιανούς στους δρόμους και τις συνοικίες, σκοτώνοντας όποιον εύρισκαν μπροστά τους και μπορούσαν, εξαγριωμένοι με την δημόσια έκθεση των ιερών αντικειμένων τους (δεν αναφέρει τίνος από τους δύο ναούς), και έπειτα  οχυρώθηκαν στο Σαράπειον.
Ο Σωκράτης, λέει ότι εξαρχής υπήρχε σχέδιο καταστροφής του ναού, όμως ο τρόπος με τον οποίον αντιλαμβάνεται τα γεγονότα είναι περίεργος: Από την μια λέει ότι ο Θεόφιλος είχε λάβει εντολή κατεδαφίσεως όλων των ναών και από την άλλη ότι οι εθνικοί στασίασαν αφ’ότου ο Θεόφιλος κατεδάφισε το Σαράπειον, και ότι ουδέποτε οχυρώθηκαν σε αυτό – το είχε ήδη καταστρέψει ο Θεόφιλος, άλλωστε.
Παρά ταύ­τα, πουθενά στο σύγγραμμά του, δεν κάνει λόγο για καταστροφή Βιβλιο­θήκης, από τους Χριστιανούς.
3//. Εκτός από τον Σωκράτη, οι Ρουφίνος και Σωζομενός, εμφανίζουν το γεγονός της καταστροφής, ακριβώς ως μη προαποφασισμένον, δηλαδή χωρίς η αρχική έκθεση των ειδωλολατρικών αντικειμένων του Μιθραίου, να εντασσόταν σε ένα γενικώτερον σχέδιο καταστροφής κάθε εθνικού, ναού.
Ο Ρουφίνος (πέθανε το 410 μ.Χ.) ήταν ένας Λατίνος ορθόδοξος χριστιανός που πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του στην Αλεξάνδρεια. Έφτασε σε αυτήν το 372 μ.Χ. και μολονότι δεν γνωρίζουμε αν ήταν ή όχι παρών κατά την καταστροφή του Σεραπείου, ήταν σίγουρα εκεί την ίδια περίπου χρονική περίοδο.
Έκανε μια μάλλον ελεύθερη μετάφραση της Ιστορίας της Εκκλησίας του Ευσεβίου στα λατινικά και στην συνέχεια, πρόσθεσε σε αυτή τα δικά του βιβλία X και XI, συνεχίζοντας την αφήγηση μέχρι την δική του εποχή. Το βιβλίο ΧΙ, αποτελεί την καλύτερη πηγή για τα γεγονότα στο Σεράπειον, τα οποία περιγράφει λεπτομερώς.
Η αναφορά του σχετικά με τον αριθμό των βιβλίων συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό με αυτή που δίδεται παραπάνω. Φαίνεται να εκφράζει την λύπη του για την καταστροφή του Σεραπείου, αλλά θέτει ξεκάθαρα την ευθύνη στους ειδωλολάτρες που εξ αιτίας των βιαιοτήτων και των δολοφονιών κατά χριστιανών πολιτών, εξαγρίωσαν τον όχλον των χριστιανών.
Ο Ρουφίνος ουδένα λόγον κάνει για βιβλιοθήκην. Πουθενά, δεν αναφέρουν οι δύο αυτοί συγγραφείς καταστροφήν βιβλιοθήκης. Είκοσι πέντε μάλιστα χρόνια μετά τα επεισόδια τού 389, ο Ρουφίνος επισκέφθηκεν το Σεράπειον, δηλα­δή το έτος 414, πράγμα που σημαί­νει ότι αυτό εξακολούθησε να υπάρχει σαν κτιριακό συγκρότημα.
Ο Σωζομενός, αντίθετα, υποστηρίζει πως η διαταγή για κατεδάφιση του ναού, δόθηκε από τον Θεοδόσιον:13 «διέταξε την καταστροφή των ναών στην Αλεξάνδρεια οι οποίοι ήταν η αιτία για την λαϊκή στάση», χωρίς να αναφέρεται ο Θεόφιλος ως εκτελεστής της, χωρίς να είχε προηγηθεί αρχικά κάποια διαταγή του Θεοδόσιου για γενική καταστροφή των εθνικών ναών της Αλεξάνδρειας, και μάλιστα χωρίς να αναφέρεται κατεδάφιση του Σαράπειου, αλλά μετατροπή του σε εκκλησία ( Να σημειωθεί ότι η παραπάνω διαταγή του Θεοδόσιου, εξεδόθη μετά την λήξη της αναταραχής).
Στην αφήγηση του Σωζομενού, ο Θεόφιλος αρχικά είχε εκθέσει σε δημόσια θέα τα αντικείμενα που βρίσκονταν στο άδυτο ενός άλλου εθνικού ναού (του Διονύσου) και δεν είχε προτείνει την καταστροφή του Σαράπειου, ούτε φαίνεται να συμμετείχε σε αυτήν. Οι εθνικοί, στην θέα της δημόσιας εκθέσεως των αντικειμένων του αδύτου τού ναού του Διονύσου, αρχικά επιτέθηκαν κατά των χριστιανών και εφόνευαν όποιους χριστιανούς συναντούσαν και μπορούσαν και μετά τις σφαγές που διέπραξαν, οχυρώθηκαν στο Σαράπειον.
Η σειρά των γεγονότων σύμφωνα με τον Σωκράτη, αντιβαίνει όχι απλώς στην αφήγηση των Ρουφίνου και Σωζομενού, αλλά και στην αίσθησή μας ότι η κορύφωση των γεγονότων θα ήταν η κατεδάφιση του Σαράπειου, δηλαδή ότι το Σαράπειον κατεδαφίστηκε στο τέλος,· πράγμα που συνεπάγεται ότι κατεδαφίστηκε ως «παρεπόμενον» των συρράξεων εξαιτίας του Μιθραίου/ναού Διονύσου, κι’ όχι επειδή εξαρχής είχε αποφασιστεί η κατεδάφισή του.
Η εντύπωση που προκαλείται από την ανάγνωση των αποσπασμάτων των Σωζομενού και Ρουφίνου είναι ότι η απαρχή των διενέξεων μεταξύ χριστιανών και εθνικών, οι οποίες οδήγησαν στην καταστροφή του Σαράπειου, ήταν εντελώς άσχετη, ως προς τον χώρο και την αιτία, με το Σαράπειον.
Οι εθνικοί έπειτα από ημέρες οδομαχιών, κλείστηκαν στην ακρόπολη του Σαράπειου και η οχύρωσή τους εκεί κι’ όχι σε άλλο ναό ή τοποθεσία, οδήγησε και στην διαταγή καταστροφής του. Πράγματι, τίποτε δεν μπορεί να συνδέσει το Σαράπειον και την καταστροφή του με την αρχική αιτία των διενέξεων, δηλαδή την δημόσια έκθεση παγανιστικών «ιερών» αντικειμένων από το άδυτο ενός άλλου ναού (του Διονύσου ή του Μίθρα),εγκαταλειμμένου για πολλά χρόνια.
4//. Το 389 μ.Χ. μόνον ο σηκός είχεν αποφασισθεί να κατεδαφισθεί, που σημειωτέον ήταν απομονωμένος από τα διπλανά οικοδομήματα, στα οποία και βρισκόταν η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου. Έτσι, χωρισμένην από το Ιερόν, την περιγράφει τον 4ον αιώνα, ο ρήτορας Αφθόνιος, ο οποίος επισκέφτηκε το Σεραπείον, και μας λέει:
«Η βιβλιοθήκη αυτή, ανοικτή εις το δημόσιο σε κάθε ώρα, είναι για την πόλη ολόκληρη μόνιμη πρόσκληση εις θεραπεία της σοφίας».
Και μολονότι δεν σώ­ζεται μια λαμπρά, κατά τον Ιερώνυμον (De viris illustribus c. CXXXI) εργασία τού Σωφρονίου «Περί της ανατροπής τού Σεράπιδος», μας είναι όμως δυνατόν να συμβουλευθούμεν άλλους, σύγχρο­νους των τότε γεγονότων συγγρα­φείς, όπως τον ειδωλολάτρην Ευνάπιον (Βίοι σοφιστών, βίος Αιδέσιου) και τον προμνησθέντα χριστιανόν ιερέα Ρουφίνον.
Ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Ευνάπιος από την Αντιόχεια (πέθανε μετά το 400 μ.Χ.) συμπεριέλαβε την λεηλασία του Σεραπείου στο βιβλίο του «Βίος Αντωνίου», ο οποίος, πριν πεθάνει το 390 μ.Χ., είχε «προφητεύσει» ότι όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί της Αλεξάνδρειας θα καταστρέφονταν. Εκτός από το ότι ήταν ειδωλολάτρης, ο Ευνάπιος ήταν έντονα αντιχριστιανός και κατέβαλε κάθε προσπάθεια να κάνει τον Θεόφιλο και τους οπαδούς του να φαίνονται όσον τον δυνατόν, φανατικοί και ανόητοι.
Η αφήγηση του είναι γεμάτη δηλητήριο και σαρκασμό καθώς περιγράφει την λεηλασία του ναού ως μάχη δίχως εχθρόν. Συνεπώς, αν είχε καταστραφεί η μεγάλη βιβλιοθήκη, τότε ο Ευνάπιος σίγουρα θα το είχε αναφέρει. Όμως, ΟΥΔΕΝ αναφέρει περί τούτου.
Ο Ευνάπιος, λοιπόν, παραπονείται μεν και οδύρεται για την καταστροφήν, που προκάλεσαν οι Χριστιανοί στο ναόν, στην κατοικία δηλαδή τού Σεράπιδος και στα αναθήματα, αλλά ΟΥΔΕΜΙΑ νύξη κάνει για καταστροφή βιβλιοθήκης, που, αν είχε γίνει, θα τού ήταν ένα μεγάλο επιχείρημα κατά των Χριστιανών.
5//. Ο Θεοδώρητος14 ασχολείται κυρίως με την περιγραφή της καταστροφής του αγάλματος του Σεράπιδος και δεν αναφέρει ονομαστικά την καταστροφή του ναού ούτε αφηγείται το χρονικό της καταστροφής του, καθώς και άλλοι ιστορικοί, ουδείς όμως εξ αυτών, αποδίδει στους χριστιανούς ή στον επίσκοπον Θεόφιλον τοιούτον βανδαλισμόν.
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι εντός του Σεραπείου έδωσε ο ίδιος ο Θεόφιλος εντολή ν' αφαιρεθεί η κεφαλή του ξύλινου αγάλματος, οπότε ξεχύθηκαν από μέσα του, μύγες αντί χρησμών. Έτσι, ενώπιον όλων έγινε φανερός ο τρόπος, με τον οποίο (δια του κενού εσωτερικά αγάλματος και της οπής που υπήρχε στον τοίχο όπου ακουμπούσε), «οι ιερείς του ειδώλου τούτου μιλούσαν και η φωνή τους εξερχόταν από το άγαλμα» και προφανώς εξαπατούσαν τους «πιστούς» (βλ.  Θεοδωρήτου, Εκκλησ. ιστ. Ε' 22 και Rufinus, Historia ecclesiastica ΙΙ 17: PL 21, 536).
Οι ιστορίες του Ερμία (πέθανε το 443 μ.Χ.) και του Θεοδώρητου (πέθανε μετά το 457 μ.Χ.),παρά την ικανοποίησή τους να εκθέσουν λεπτομερώς την καταστροφή του Σεραπείου, δεν αναφέρουν καθ’όλου τα βιβλία, αν και ο Θεοδώρητος λέει ότι κάηκαν τα ξύλινα είδωλα του Σεράπιδος. Όμως, και οι δύο αυτές ιστορίες, εξαρτώνται άμεσα από αυτήν του Σωκράτη του Σχολαστικού, που περιλαμβάνουν στοιχεία και από άλλες πηγές.
6//. Ο Ορόσιος (πέθανε μετά από το 415 μ.Χ.), ήταν φίλος του Αγίου Αυγουστίνου και έγραψε την Ιστορία κατά των ειδωλολατρών, η οποία είχε στόχο να δώσει κακή εικόνα σε οτιδήποτε μη-χριστιανικό. Έτσι, ως ιστορικός μεν είναι άχρηστος, αλλά στην αναφορά του για την Μεγάλη Βιβλιοθήκη λέει κάτι που ξεφεύγει από την συνηθισμένη του μεροληψία, υποδηλώνοντας πως οι χριστιανοί έκαναν κάτι που ήταν λάθος. Διαβάζουμε: «… υπάρχουν στους ναούς κιβώτια με βιβλία που εμείς οι ίδιοι έχουμε δει και όταν λεηλατήθηκαν τα ιερά αυτά, μας λένε, εκκενώθηκαν από δικούς μας ανθρώπους στην δική μας εποχή.»
Η δήλωσή του ότι δεν υπήρχε άλλη σημαντική βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια κατά την εκστρατεία του Καίσαρα είναι ενδιαφέρουσα και πηγαίνει αντίθετα με την ύπαρξη μιας βιβλιοθήκης μέσα στο Σεράπειον, εκείνη την εποχή..
Όμως, η μαρτυρία του Ορόσιου φαίνεται ότι παραποιείται. Ο Ορόσιος δεν είπε ότι «είδε τις θήκες των βιβλίων κενές», κάτι που αυθαιρέτως ερνηνεύθηκε ως καταστροφή της βιβλιοθήκης,  αλλά το αντίθετο. Ο Παύλος Ορόσιος έζησε κατά τον Ε΄ αιώνα. Το 414, νεότατος ακόμη, επισκέφτηκε την πόλη. Το αυτό μαρτυρούν 2 επιστολές του Αγίου Αυγουστίνου η μία προς τον Ιερώνυμο (LXVI,2), η δε άλλη προς τον Ευόδιο (CLXIX 13). Γράφει λοιπόν αυτολεξεί εις την «Παγκόσμιο Ιστορία» του:
«Ο Καίσαρας έβαλε φωτιά στον βασιλικό στόλο ο οποίος βρίσκοντας εις την ξηράς την ακτή. Η φωτιά μεταδόθηκε και έκαψε 400.000 τόμων που φυλάσσονταν σε γειτονικό οίκημα. Και όμως υπάρχουν ακόμη και σήμερα εις τους ναούς βιβλιοθήκες τις οποίες είδα ως αυτόπτης. Αλλά επειδή λένε οι συγγραφείς ότι οι δικοί μας κένωσαν τις θήκες των βιβλίων (με την φωτιά), και αυτό είναι αληθέστατο, είναι ανάγκη να πούμε ότι μετά την πυρκαγιά λήφθηκε φροντίδα για την προμήθεια νέας συλλογής βιβλίων, εξ αμίλλης προς τον επιστημονικό ζήλο των αρχαίων, παρά να δεχθούμε ότι υπήρχε άλλη εκτός εκείνης των 400.000 τόμων, δηλαδή άλλη που θα έμενε ανέπαφη κατά την καταστροφή εκείνη» (Hist. Univ. VI/15).
Συνεπώς, είναι βέβαιον ότι, ούτε και στην καταστροφή του Σαραπείου το 391/392, πειράχτηκε  η βιβλιοθήκη του. Διότι οι Ρουφίνος, Σωκράτης, Σωζομενός και Θεοδώρητος, διατείνονται ότι μόνο οι ναοί και τα είδωλα κατεστράφησαν όχι δε και τα υπόλοιπα οικοδομήματα. Ως και ο Εθνικός Ευνάπιος, κατά τις αρχές του Ε΄ αιώνα μ.Χ. θρηνώντας την καταστροφή της ακροπόλεως του παγανισμού, ΔΕΝ αναφέρει τίποτα περί βιβλίων, παρ’ όλη την αγανάκτησή του, περί τής καταστροφής του ναού.
2/.  Όπως αναφέρει η Maria Dzielska, ο Θεόφιλος έδωσε…«ένα ισχυρό χτύπημα στο Σεραπείον που ήταν κάποτε κέντρο λατρείας στην Αλεξάνδρεια. Η ενέργεια εναντίον του Ναού, έλαβε χώρα είτε το 391 είτε το 392».15
Αξίζει να σημειώσουμε την πληροφορία που μας δίδει η συγγραφέας, ότι  οι καταστροφές δεν θα εγένοντο, αν δεν είχαν προηγηθεί οι δολοφονίες χριστιανών από τους παγανιστές, στους δρόμους της Αλεξάνδρειας, αποτέλεσμα των οποίων ήταν οι Χριστιανοί να κινηθούν κατά των ειδωλολατρών, οι οποίοι υπεχώρησαν και οχυρώθησαν εντός του Σεραπείου. Παραλλήλως, προκειμένου να σταματήσουν οι βιαιότητες εκ μέρους των παγανιστών, ο Θεόφιλος εκάλεσε τον στρατό να επέμβει:
«Μια ομάδα Αλεξανδρινών ειδωλολατρών, των οποίων ο αριθμός ήταν ακόμα σημαντικός, οχυρώθηκε μέσα στον ναό και άρχισε να επιτίθεται στους πολιορκητές χριστιανούς. Αυτό έδωσε στον Θεόφιλο την ευκαιρία να στραφεί στις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές για βοήθεια. Το ζήτημα τερματίστηκε με ένα διάταγμα του αυτοκράτορα που ανάγκασε τους ειδωλολάτρες να εγκαταλείψουν τον ναό, ανακήρυξε μάρτυρες τους ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ και παρέδωσε το Σεραπείον στην εκκλησία […] Ξέρουμε […] δυο Αλεξανδρινούς γραμματικούς που πήραν μέρος στην άμυνα του Σεραπείου […] Ο Αμμώνιος […] και ο Ελλάδιος […] Στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατέφυγαν μετά τις ταραχές του 391-392, αναπολούσαν και οι δύο με θλίψη τα γεγονότα της Αλεξανδρείας […] Από την πλευρά του, ο Ελλάδιος επαίρετο ότι ΕΙΧΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙ ΕΝΝΕΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ στις συγκρούσεις των δρόμων».16
3/. Είναι προφανές ότι οι Εθνικοί ήταν αυτοί που εξεγέρθηκαν, και δεν πήγαν οι Χριστιανοί, αναιτίως να τους κάψουν τον ναό. Εφ’ όσον λοιπόν προηγήθησαν βίαιες συγκρούσεις, και μάλιστα με υπαιτιότητα των Εθνικών, δεν μπορούν να κατηγορούν τους Χριστιανούς, ότι κατέστρεψαν τον ναόν τους, στον οποίο είχαν καταφύγει. Μοιραίως λοιπόν ακολουθούν βίαια γεγονότα, που διαστρεβλώνουν οι εθνικοί.
Παρ’ όλα αυτά, το 452 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Μαρκιανού,  πληροφορούμεθα  ότι εξακολούθησε να υφίσταται το Σεραπείον, εφ’ όσον εκεί ήταν που κατέφυγαν οι στρατιώτες τού αυτοκράτορος, για να σωθούν απ’ την λαϊκήν εξέγερση, όπου και τους έκαψεν το μαινόμενον πλήθος ζωντανούς.  Άρα εξακολουθούσε να υπάρχει το Σεράπειον και μετά το έτος 389 μ.Χ., γεγονός που σημαίνει ότι:
ΜΟΝΟΝ τα είδωλα του ναού του Σεραπείου και τα σκεύη της ειδωλολατρικής λατρείας των Εθνικών κατεστράφησαν.
Άλλο όμως είναι η καταστροφή του ναού, και συγκεκριμένα των αγαλμάτων και λοιπών ειδώλων και λατρευτικών σκευών και τελείως διαφορετικό η καταστροφή των βιβλίων ή της βιβλιοθήκης. Το εάν φυλάσσονταν εντός του ναού βιβλία και σε τι αριθμόν, δεν γνωρίζομεν, αλλά εάν υπήρχαν και κατεστράφησαν, δεν σημαίνει ότι οι Χριστιανοί τα κατέστρεψαν.
4/.Το 391 μ.Χ., καταστράφηκε το Σαράπειον και ΟΧΙ η Βασιλική Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, που ήταν ήδη προ καιρού, κατεστραμμένη από τους ειδωλολάτρες.
Οι πηγές Ρουφίνου, Αφθόνιου και Ορόσιου, επιτρέπουν εις τον άγγλον συγγρφέα και εκδότην Arthur J. Butler, να συμπεράνει ότι τον Ε΄ αιώνα δεν υπάρχει μεγάλη βιβλιοθήκη εις την Αλεξάνδρεια, παρά μόνον όσα βιβλία ή χειρόγραφα σώζονταν στα μοναστήρια, σε ιδιωτικές συλλογές και σε διδακτήρια.
5/. Η λεπτομερής περιγραφή των γεγονότων από τον Αρχιεπίσκοπον Χρυσόστομον Παπαδόπουλον.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυ­σόστομος Παπαδόπουλος17 συνοψίζοντας τους Ρωμηούς/Έλληνες («βυζαντινούς») ιστορικούς, περιγράφει τα γεγονότα της κατεδαφίσεως του ειδώλου τού Σεράπιδος, ως εξής:
«Το εθνικόν θρήσκευμα ήτο έτι τότε ισχυρόν εν Αλεξάνδρεια και εν άλλαις της Αιγύπτου πόλεσιν, ιδίως μεταξύ των Ελλή­νων κατοίκων. Ο ζηλωτής Θεόφι­λος, θέλων να εξαφανίση αυτό, προϋκάλεσε, πιθανώς τω 389, παρά του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου διάταγμα περί μεταποιήσεως τού εν Αλεξάνδρεια ναού του Διονύσου, συνταυτιζομένου εν Αιγύπτω μετά τού Οσίριδος, εις χριστιανικό ναόν. Κατά την ανασκαφήν αυτού ευρέθησαν επαίσχυντα σύμβολα της τού Διονύσου λατρείας, άτινα ο Θεόφιλος διέταξε να περιαγάγωσιν ανά την πόλιν προς εμπαιγμόν των εθνικών Ελλήνων.18
Άλλ' ούτοι εξερεθισθέντες εκ της ύβρεως εκεί­νης της θρησκείας αυτών, επανέστησαν κατά των Χριστιανών, εφόνευσαν ικανούς και ωχυρώθησαν εν τω περιφήμω ναώ τού Σαράπιδος. Εκείθεν δ' αφορμώμενοι εποιούντο αιματηράς κατά των Χριστιανών επιθέσεις, συνελάμβανον πολλούς αιχμαλώτους και ανεσταύρουν αυτούς, εις φρικώδεις υποβάλλοντες βασάνους. Μεταξύ των επαναστατών ευρίσκοντο και άνδρες διαπρεπείς, φιλόλογοι και φιλόσοφοι, εκ φανατισμού δια των όπλων εκδικούμενοι την υβρι­σθείσαν θρησκείαν. Ο λεξικογρά­φος Ελλάδιος, Ιερεύς ων τού Διός, κατά τινα επίθεσιν εφόνευσεν εννέα Χριστιανούς. Ομοίως ο συνάδελ­φος αυτού Αμμώνιος ηγωνίσθη δια των όπλων κατά των Χριστιανών, ων πλείστοι εφονεύθησαν, ή επληγώθησαν, ελαχίστους των επανα­στατών εθνικών φονεύσαντες. Επί πολλάς ημέρας εξηκολούθησεν η θλιβερά εκείνη κατάστασις εν Αλε­ξάνδρεια, έως ου ο αρχηγός τού στρατού Ρωμανός και ο Έπαρχος της πόλεως Ευάγριος, επεμβάντες προσεπάθησαν να κατευνάσωσι τους επαναστάτας και πείσωσιν αυτούς να εξέλθωσι του Σεράπειου. Εκείνοι όμως ανενδότως επέμενον, παραθαρρυνόμενοι υπό τού φιλοσό­φου Ολυμπίου, όπως αγωνισθώσι μέχρις εσχάτων.
Ο Αυτοκράτωρ, εις ον πάντα ταύτα εμηνύθησαν, απήντησεν ότι επειδή οι φονευθέ­ντες ήσαν μάρτυρες τού Χριστιανισμού, τους φονείς δεν καταδικάζει εις θάνατον. Απονέμει αυτοίς συγγνώμην, επί τη ελπίδι επιστρο­φής αυτών εις τον Χριστιανισμόν. Ταυτοχρόνως όμως διέταξε την βιαίαν κατάλυσιν πάντων των ναών της Αλεξανδρείας, ως αίτιων της στάσεως. Οι εν τω Σεραπείω, δια τοιαύτης τού αυτοκράτορος απο­φάσεως τυχόντες αμνηστείας, εξήλθον αυτού. Ο δε Ολύμπιος προλαβών επέβη κρυφά πλοίου και απήλθεν εις Ιταλίαν. Ομοίως και οι επιφανέστεροι των εθνικών απήλθον εις τας επαρχίας, φοβού­μενοι τας αντεκδικήσεις του χρι­στιανικού όχλου.
Ο Θεόφιλος, εκπληρών κατά γράμμα την διαταγήν του αυτοκράτορος περί κατα­στροφής των εθνικών ναών, εστρά­φη πρώτον κατά τού περικαλλεστάτου Σεράπειου. Αναβάς εις αυτό έστη προ τού κολοσσιαίου αγάλμα­τος τού Σεράπιδος κεχρυσωμένου και κεκοσμημένου δια λίθων πολυ­τελών. Διεφημίζετο δε παρά τω όχλω, ότι η καταστροφή τού αγάλματος εκείνου έμελλε να συνεπαγάγη την τού κόσμου καταστροφήν. Όθεν περιδεής έστη προ τού αγάλματος ο μετά τού Θεοφίλου εις το Σεράπειον όχλος. Αλλ' ο Θεόφιλος «τούτους μεν τους λόγους γραϊδίων μεθυόντων νομίσας είναι ληρήματα, τού δε μεγέθους ως αψύχου καταφρονήσας εκέλευσέ τινι, πέλεκυν έχοντι, παίσαι προθύμως τον Σάραπιν. Εκείνου δε παίσαντος, εβόησαν άπαντες το θρυλούμενον δείσαντες, ο δε Σάραπις, δεξάμενος την πληγήν, ούτε ήλγησε, ξύλινος γαρ ην, ούτε φωνήν αφήκεν, άψυχος ων. Επειδή δε την κεφαλήν αφηρέθη, μύες αγεληδόν εξέδραμον ένδοθεν˙ μυών γαρ οικητήριον ην ο Αιγύπτιος θεός. Εις μικρά δε αυτόν διελόντες τα μεν παρέδοσαν τ πυρί, την δε κεφαλήν δια παντός του άστεως έσυρον, των προσκυνούντων ορώντων και του παρ αυτών προσκυνηθέντος την ασθένειαν κωμωδούντων».19
Εκτός του Σεραπείου και άλλοι κατεστράφησαν εν Αλεξάνδρεια ναοί, επιστατούντος του Θεοφίλου, «τα δε αγάλματα των θεών μετεχωνεύοντο εις λεβήτια και εις ετέρας χρεί­ας της Αλεξανδρέων Εκκλησίας, του Βασιλέως χαρισμένου τους θεούς εις δαπανήματα των πτω­χών».20 Ο Θεόφιλος, πάντα συντρίψας τ' αγάλματα, αφήκεν αχώ­νευτον εν σπάνιάγαλμα τού Ανούβεως εις πικράν ανάμνησιν των εθνικών και διηνεκή της ψευδούς αυτών θρησκείας ελέγχον. Ο δε Αμμώνιος, ο Γραμματικός, ιδιαζόντως εθλίβετο δια τον εμπαιγμόν εκείνον.
Αλλ' εις άπαντα τον εθνικόν κόσμον καταπληκτικήν ενεποίησεν εντύπωσιν η καταστροφή ιδίως τού Σεράπειου, εφ' ου μετά μικρόν μεγαλοπρεπέστα­τος ιδρύθη χριστιανικός ναός, έγρα­φε δε ο Λατίνος Πρεσβύτερος Ιερώνυμος ότι «ο Αιγύπτιος Σάραπις εγένετο χριστιανός».21 Πολλοί των Εθνικών Ελλήνων της Αλεξανδρείας μετά τ' ανωτέρω γεγονό­τα εδέχθησαν τον Χριστιανισμόν, εν οις ήσαν και τίνες ιερείς των ψευδών θεών. Ούτοι δε ανεύρον κατά την ανασκαφήν του Σεραπείου ιερογλυφικά τινά γράμματα σταυ­ρού τύπον φέροντα, άτινα ηρμηνεύθησαν ως προδηλούντα την τελείαν του Σταυρού εν τω κόσμω επικράτησιν.
Ο Αυτοκράτωρ Θεο­δόσιος ηυχαρίστησε τω Θεώ, διότι εκ της Αλεξανδρείας ηφανίσθη το «αρχαίον ψεύδος», αληθώς δε εκ των γεγονότων της Αλεξανδρείας εκρίθη η οριστική τού εθνικού θρησκεύματος κατάλυσις. Όθεν εθνικός Έλλην Ιστορικός εσημείωσεν περί αυτού «Θεόφιλος, ο πρώ­τος αρξάμενος της κατά των Ιερών και των εξ αιώνος πατρίων επι­βουλής».22 Εξυμνήθη δε ο Θεόφι­λος ως καταλύτης τού Σαραπείου και τού εθνισμού εν γένει, ιδίως εν τη φιλολογία των μοναχών της Αι­γύπτου.
Ο Ιστορικός Θεοδώρητος προσέθηκεν και την λεπτομέρειαν, καθ' ην «ου μόνον εκ βάθρων ανέσπασε τα των ειδώλων τεμένη, αλλά και των εξαπατώντων Ιερέων τοις εξηπατημένοις υπέδειξε μηχα­νήματα˙ τα τε γαρ εκ χαλκού και τα εκ ξύλου κενά ενδόθεν κατασκευάζοντες ξόανα και τοις τοίχοις τα τούτων προσαρμόζοντες νώτα, πόρους τινάς αφανείς εν τοις τοίχοις ηφίεσαν είτα δια των αδύτων ανιόντες και είσω των ξοάνων γινό­μενοι, άπερ εβούλοντο δια τούτων εκέλευον. Φενακιζόμενοι δε οι επαΐοντες, εδρών το κελευόμενον. Ταύτα ο σοφώτατος καταλύων αρχιερεύς τοις εξαπατηθείσιν υπέδειξε δήμοις».23
Δεν περιωρίσθη δε ο Θεόφιλος εις την καταστροφήν μόνον  των εν Αλεξάνδρεια εθνικών ναών. Σπουδαίον κέντρον τού εν Αλεξάνδρεια εθνισμού, μάλιστα δε της μαγείας, ήτο ο Κάνωπος (η Κάνωβος, το σημερινόν Αβουκύρ). Εκεί είχον καταφύγει πολλοί των φιλοσόφων και φανατικών εθνικών της Αλεξανδρείας, εκεί διέτριβεν από πολλού και ο μάντις Αντώ­νιος, προλέγων το τέλος του εθνι­κού θρησκεύματος και το τέλος τού κόσμου μετά την καταστροφήν τού αγάλματος τού Σεράπιδος. Ο Θεόφιλος ηδυνήθη ευκόλως να εξαφανίση εν Κανώπω παν μνημείον τού εθνικού θρησκεύματος και να διασκορπίση τους τελευταίους αυτού εν Αιγύπτω αντιπροσώπους. Εις μόνον βωμός, εκ σκληρότατου κατεσκευασμένος λίθου, έμεινεν ακατάλυτος. Μέρος δε των εκ των εθνικών τού Κανώπου ναών θη­σαυρών διηρπάγη υπό τού στρατού. Πιθανώς εν τη καταστροφή των ει­δωλολατρικών μνημείων συνέπρα­ξαν μετά τού Θεοφίλου και οι μονα­χοί της Αιγύπτου.
Εν Κανώπω ιδρύθησαν πολλοί χριστιανικοί ναοί, εις μνήμην μαρτύρων, ων τα λείψανα εκ της πόλεως Αλεξανδρείας εκομίσθησαν. Πρόρρησιν δε τίνα του μάντεως του Κανώπου Αντωνίου, καθ' ην οι ναοί θα μετεβάλλοντο εις τάφους, εξηγούν οι εθνικοί ειρωνικώς, ως επαληθεύσασαν μετά την ίδρυσιν των ναών εις τιμήν των χριστιανών μαρτύρων».
ε. Αρχικά συμπεράσματα
1/. Όταν αναφερόμαστε στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αλεξάνδρεια το 391 μ.Χ., και τα συσχετίζουμε με καταστροφή βιβλιοθήκης, εννοούμεν την βιβλιοθήκη του Σεραπείου και όχι την Μεγάλη και περίφημη Βιβλιοθηκη της Αλεξανδρείας, που καταστράφη αρχικώς από τον Ιούλιον Καίσαρα το 47/48 π.Χ. και οριστικώς τον 3ον μ.Χ. αιώνα, επί Διοκλητιανού.
2/. Η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου στην Ραχώτιδα,  υποκατέστησεν εκείνην του Μουσείου στο Βρούχιον, μετά την ΟΡΙΣΤΙΚΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΝ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ, χωρίς ποτέ να την φθάσει ή να την συναγωνισθεί.
Όμως φαίνεται ακόμη βέβαιον ότι, ούτε και στην καταστροφή του Σαραπείου το 391/392, πειράχτηκε  η βιβλιοθήκη του. Μόνον τα είδωλα και πιθανώς τμήμα του ναού κατεστράφησαν, όχι και τα υπόλοιπα οικοδομήματα.
3/. Ουδείς από τους ιστορικούς που ανεφέρθησαν στα γεγονότα του Σεραπείου, όπως ο Σωζομενός, που είχεν υπ' όψει του τον Σωκρά­τη, ο ιστορικός Θεοδώρητος, ο Ρουφίνος, καθώς και άλλοι ιστορικοί, αποδίδει στους χριστιανούς ή στον επίσκοπον Θεόφιλον τοιούτο βανδαλισμόν.24 ΔΕΝ αναφέρουν τίποτε περί καταστροφής βιβλίων.
4/. Οι σύγχρονες μελέτες που υπάρχουν, έχουν καταφέρει να διαφωτίσουν πολλά σημαντικά ζητήματα, τα οποία ο Γίββων δεν γνώριζε ή σκοπίμως αποσιωπούσε, για λόγους, ιδεολογικούς, θρησκευτικούς και προσωπικούς. Έτσι, μόλις τον 18ον αιώνα, ο άγγλος ιστορικός Γίββων, χωρίς ιστορικά ντοκουμέντα, ενοχοποιεί τους χριστιανούς και τον επίσκοπον Αλεξάνδρειας Θεόφιλον. Εντεύθεν δε, προέκυψεν η όλη κατηγορία κα­τά των χριστιανών και του επίσκο­που Θεόφιλου.
Διότι αν ο Γίββων είχε κάνει τον κόπο να μάθει ελληνικά και να μελετήσει σοβαρά το αντικείμενό του, θα ήξερε ότι ήταν γνωστή αυτή η διάκριση των δύο βιβλιοθηκών, της Βασιλικής ή του Βρουχείου και του ναού του Σεράπιδος.
5/. Όταν ένας προβληθείς από το Σύστημα ως διαπρεπής ιστορικός, όπως ο Γίββων, έχει προβεί σε τοιούτου και τοσούτου μεγέθους «ιστορικόν ολίσθημα», τότε έχομεν το δικαίωμα να χαρακτηρίσουμε το έργον του ως απάτην ολκής, ΑΝΕΥ ελαφρυντικών ή οποιασδήποτε δικαιολογίας!!!
Έτσι, οι περισσότεροι από εκείνους που επιμένουν στην αποκλειστική ευθύνη των Χριστιανών για τα γεγονότα του 391 μ.Χ., αναγνώσαντες ίσως τα μοναδικά χωρία του δεδηλωμένου αντιχριστιανού Γίββωνος που αναφέρονται σ’αυτά ή απλώς πληροφορηθέντες περί τούτων από άλλες εγχώριες ή ξένες «αυθεντίες», αναφέρονται αορίστως στην  Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, ή αφήνουν να εννοηθεί ότι πρόκειται για την Μεγάλην, την Βασιλικήν Βιβλιοθήκη. Οι υπόλοιποι, ανοήτως ή εσκεμμένως εξαπατούν, στηρίζοντες τις συκοφαντίες τους, στην πνευματική ερημίαν της εποχής μας, αναφερόμενοι εμφατικώς και ψευδώς, στην Βασιλική Βιβλιοθήκη.


Συνεχίζεται





1 Όπως υποσ. 1, 2ου μέρους


2 Rerum Gestarum libri..., I, XXII.
3 Horst Blanck, Tο βιβλίο στην αρχαιότητα, σ. 198.
4 Ammiani Marcellini, Rerum Gestarum libri, I, XXII.
5 Περί πρεσβείας προς Γάϊον.
6 Eutropii, Breviarium ab urbe condita, I, IX και Pauli Orosii, Historia, VII, XXV.
7 Ο επικεφαλής τού αραβικού στρατού, μόλις κατέλαβεν την Αλεξάνδρειαν, ερώτησεν τον Εμίρην Ομάρ τι να κάνει τα βιβλία της Βιβλιοθήκης τού Σεράπειου. Η απάντη­ση και διαταγή τού Ομάρ ήταν: «Εάν μεν τα βιβλία αυτά είναι αντίθετα με το Κοράνιον, πρέπει να καούν. Αλλά και εάν συμφωνούν με το Κοράνιον, πάλιν πρέπει να καούν, ως άχρηστα και περιττά, αφού ό,τι γράφεται στα βιβλία αυτά περιλαμβάνεται στο Κοράνιον». Και για να είναι κάπως χρήσιμα αυτά τα βιβλία, παραδόθηκαν στα λουτρά της Αλε­ξάνδρειας σαν προσάναμα και καύσιμη ύλη, για να ζεσταίνουν τους λέβητες των λουτρών αυτών. Αυτήν την πληροφορίαν για το άδοξον τέλος της δεύτερης βιβλιοθήκης της Αλεξάν­δρειας μας δίνουν οι ίδιοι οι προαναφερθέντες Άραβες ιστορικοί.
8 Η διαφορά των χρονολογιών για τα συμβάντα στο Σεραπείον, που παρουσιάζεται από τους κατά καιρούς συγγραφείς, πιθανώς να οφείλεται στον διαφορετικόν υπολογισμόν της χρονολογίας γεννήσεως του Ιησού (διαφορά 2-4 ετών), από τους ίδιους τους συγγραφείς ή τους αντιγραφείς των κειμένων. Έτσι έχουμε καταγεγραμμένες πληροφορίες για καταστροφή της «Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης», το 389, 391 ακόμη και το 392 μ.Χ.
9 Ο Θεοδώρητος (393-457) ήταν σημαντικός συγγραφέας, δεινός θεολόγος και Χριστιανός επίσκοπος της Κύρου (423-457), πρωτεύουσας της Συριακής επαρχίας της Κυρρηστικής. Ήταν πολυγραφώτατος και θεωρείται από  σημερινούς αιρετικούς ως «ο μεγαλύτερος ερμηνευτής της Ανατολής». (Τατάκης Βασίλειος, Η Βυζαντινή φιλοσοφία, σ. 29).
Ως μαθητής του Διοδώρου από την Ταρσόν και του Θεοδώρου της Μοψουεστίας (Μόψου), συμμετείχε στην μειοψηφία της Συνόδου της Εφέσου το 431, η οποία εξεδίωξε τον Νεστόριον. Εντούτοις, η Σύνοδος της Εφέσου το 449, εξεδίωξε τον ίδιο και τον εξανάγκασε να αποσυρθεί στην μονή Απαμείας. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος, όμως, τον επανέφερε στην προηγούμενη θέση του. Πέθανε είτε στην Κύρο είτε στην μονή κοντά στην Απάμεια.
10 Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 553 (5 Μαΐου – 4 Ιουνίου), από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄, με σκοπό την καταδίκη των λεγομένων «Τριών Καφαλαίων», που ευνοούσαν τον Νεστοριανισμό, δηλ. του προσώπου και των συγγραμμάτων του Μοψουεστίας Θεοδώρου, των συγγραμμάτων του Κύρου Θεοδώρητου κατά του Αλεξανδρείας Κυρίλλου και της Γ΄ Οικουμενικής και υπέρ του Νεστόριου και της επιστολής του Εδέσσης Ίβα, προς Μάρη τον Πέρση. Καταδικάστηκαν επίσης οι κακοδοξίες του Ωριγένη και των Ωριγενιστών, Δίδυμου Τυφλού και  Ευάγριου Ποντικού       
Τα μέλη της Ε' Οικουμενικής Συνόδου το 553 «τὰ τε γραφέντα παρὰ Θεοδωρήτου κατὰ τῆς ὀρθῆς πίστεως, καὶ τῶν δώδεκα κεφαλαίων τοῦ μακαρίου Κυρίλλου, καὶ τὴν λεγομένην [προς] Ἴβα[ν] [Εδέσσης] ἐπιστολήν, συνοδικῶς ἀνεθεμάτισάν τε καὶ ἐβδελύξαντο», όπως επίσης και εκείνους που είχαν συγγράψει ή επρόκειτο να συγγράψουν προς υπεράσπισή του. (ΘΗΕ, λήμμα «Θεοδώρητος», Τατάκης Βασίλειος, Η Βυζαντινή φιλοσοφία, σ. 25).
11 Εκκλησιαστική Ιστορία 5, 16-17.
12 Εκκλησιαστική Ιστορία 6, 3…37.
13 Εκκλησιαστική Ιστορία 7, 15.
14 Εκκλησιαστική Ιστορία, 5, 22.
15 Dzielska Maria, «Υπατία η Αλεξανδρινή», εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 1997, σελ. 150.
16 Dzielska Maria, «Υπατία η Αλεξανδρινή», ό.π., σελ. 150.155.
17 Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρεί­ας, σελ. 232 - 236.
18 Εκ της λεπτομέρειας ταυτής φαίνεται ακριβεστέρα η πληροφορία τού Σωζομενού, ότι ο καταστραφείς ναός ήτο τού Διονύσου και ουχί τού Μίθρα, ως ο Σωκράτης εσημείωσεν.
19 Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία 5, 22.
20 Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία 5, 15.
21 Hieronymi, Epistola 107.
22 Ζώσιμου, Ιστορία 5, 23.
23 Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία 5, 22.
24 Εκκλησιαστική Ιστορία 5, 22 και 7, 15.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου