Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΜΕΡΟΣ 12ον

9. ΠΕΛΑΣΓΟΙ (Συνέχεια 11ου μέρους)
δ. Οι Πελασγοί κατά την Ελληνικήν Μυθολογία  
Κατά την Ελληνική Μυθολογία, γενάρχης και πολυώνυμος ήρωας των Πελασγών είναι ο Πελασγός, τα στοιχεία γεννήσεως (καταγωγής) του οποίου ποικίλλουν, ανάλογα με τις διάφορες τοπικές παραδόσεις.
Η Αργειακή παράδοση, τον θεωρεί άλλοτε γιό του Ποσειδώνος και της Νιόβης (Διον. Αλικαρνασεύς, 11.11), άλλοτε γιό του Τριόπα και πατέρα της Λαρίσσης (Παυσανίας 1, 14, 2), άλλοτε γιό του Φορωνέως και αδελφό του Υπερβορείου (Σχολ. Πινδάρου, Ολυμπιακ., 3, 28) και άλλοτε γιό του βασιλέως του Άργους Παλαίχθονος (Αισχύλου, Ικέτιδες, 250 και 1010).
Κατά την Θεσσαλική Παράδοση, ο Πελασγός ήταν γιός του Ποσειδώνος και της Λαρίσσης (Διον. Αλικ. 1, 17) ή του Ινάχου (Σχόλιον Απολλ. Ροδίου, 1, 580). Γενέτειρά του ήταν η Πελοπόννησος, από όπου έφυγε με τους αδελφούς του Αχαιόν και Φθιόν για να εγκατασταθούν στην Θεσσαλία, η οποία έως τότε ωνομάζετο Αιμονία.
Πολυάριθμες άλλες παραδόσεις για τον Πελασγό και τους απογόνους του, βρίσκουμε σε πολλά μέρη της Ελλάδος (Πελοπόννησος, νήσοι, Κρήτη, Αττική, Εύβοια, Μακεδονία, Ήπειρος, Λήμνος, κ.α.).
Το πλήθος των διαφορετικών παραδόσεων για τον γενάρχη των Πελασγών, αποδεικνύει την επικρατούσα τότε σύγχυση-αδυναμία να προσδιορισθούν με βεβαιότητα, τόσον οι αρχέγονες ρίζες, όσον και η πανάρχαια κοιτίδα του. Αυτό ήταν απόλυτα φυσιολογικό λόγω της καταστάσεως εκείνης της εποχής. Όλες όμως οι παραπάνω παραδόσεις:
1/. Έχουν ένα κοινό κωδικό σημείο αναφοράς.Την θάλασσα, το ύδωρ, το υγρόν στοιχείον (Ποσειδών, Ίναχος, Αχαιός, Λάρισα, κλπ).
2/. Αντανακλούν στις αμέτρητες και ασταμάτητες μετακινήσεις των προελληνικών και πρωτοελληνικών φύλων στον χώρο που ονομάστηκε Πελασγία και μόλις τον προπερασμένο αιώνα, για λόγους σκοπιμότητος, Αιγηΐς (Λεπτομέρειες στο οικείον κεφάλαιον: ΑΙΓΑΙΟΙ ή ΑΙΓΑΙΕΙΣ ή ΑΙΓΙΕΙΣ).
3/. Συμβολίζουν λαόν ή λαούς οι οποίοι μετακινήθηκαν δια θαλάσσης, ομαδικώς ή μετά την απόσχισή τους από κάποια ευρύτερη ομάδα.
ε. Λοιπές μαρτυρίες για την πανάρχαια ύπαρξη - εξάπλωση - επικράτηση των Πελασγών στην περιοχή της Χερσοννήσου του Αίμου-της Μεσογείου .
Περί των Πελασγών υφίστανται μαρτυρίες πολλών αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων από τους μυθικούς χρόνους. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι: Όμηρος, Ηρόδοτος, Ησίοδος ο Ασκραίος, Έφορος ο Κυμαίος, Στράβων ο Αμασεύς, Σκύμνος ο Χίος, Μενεκράτης ο Ελαΐτης, Παυσανίας ο Λύδιος ο «Περιηγητής», Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, καθώς και οι Αθηναίοι Θουκυδίδης, Ευριπίδης, Αισχύλος, Αντικλείδης και Πλάτων.
Οι συνεχείς επεξεργασίες και συνδυαστικές ανασυνθέσεις των ελληνικών μύθων και παραδόσεων, καθιστούν εξόχως δυσχερή τον διαχωρισμόν μεταξύ σαφών «αναμνήσεων ιστορικών γεγονότων» και μυθοπλασίας, όσον αφορά στις πληροφορίες που δίδουν οι αρχαίοι συγγραφείς για τους Πελασγούς (όπως σαφώς επισημαίνεται από την Christiane Sourvinou-Inwood: «Herodotus -and others- on Pelasgians», στο  έργο «Herodotus and his world», των εκδόσεων Oxford University Press, 2003 και από τον Μιχαήλ Σακελλαρίου : «Pelasgιs», στο «Peuple prιhellιniques d’origine indo – europιenne», της Εκδοτικής Αθηνών, 1977.).
Ως γενάρχης λοιπόν, των Πελασγών, αναφέρεται ο Πελασγός. Με το όνομά του συνεδέθησαν πολυάριθμοι θρύλοι και παραδόσεις.
Των Πελασγών το γένος εκ Πελοποννήσου το αρχαίον (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, 1/17).
Την εποχή εκείνη, τα δύο αυτά νησιά (Ίμβρος - Τένεδος), τα κατοικούσαν ακόμα Πελασγοί (Ηρόδοτος, 5/26).
Οι κάτοικοι της Τρωάδος (πρωτεύουσα η Τροία), ήσαν λαοί Πελασγικής φυλής (Εγκυκλ. ΗΛΙΟΥ, τ. 17ος,  σ. 860 - Ηρόδοτος 5/122 - Στράβων,  Ι/62).
Ο Όμηρος περιγράφει τον Αχιλλέα να προσεύχεται στον Δωδωναίο Δία ως αρχέγονο Θεό των Πελασγών: «Ζευ άνα Δωδωναίε Πελασγικέ τηλόθι ναίων Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, αμφί δε Σελλοί σοι ναίουσι υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι…» («Δία, άρχοντα-βασιλεύ Δωδωναίε Πελασγικέ, κάτοικε προστάτη της Δωδώνης πέρα της κακοχείμωνης, που γύρω σου παραστέκουν οι χρησμολόγοι, χαμόκοιτοι Σελλοί με τ’ άπλυτα ποδάρια» – Ομήρου «Ιλιάς», Ραψωδία Π, στίχοι 233-235).1
Το αρχαιότερον Πελασγικόν έθνος της Θράκης του Διακού γένους, είναι οι Διοί (Θουκυδίδης, Ζ/27 και Β/96).
Στην Ρηγισουΐλλα της Ιταλίας «ιστόρηται γενέσθαι βασίλειον Μάλεω του Πελασγού, όν φησί δυναστεύσαντα εν τοις τόποις μετά των συνοίκων Πελασγών απελθείν ενθένδε εις Αθήνας» (Στράβων, 225).
Ο πολυπληθής Πελασγικός λαός «διεκυμάνθη σε όλη την έκταση όχι μόνο της κυρίως Ελλάδος, αλλά και της αποκαλουμένης σήμερα Ιταλίας, Ρουμανίας, των πλησιοχώρων τόπων, της Μ. Ασίας, των νήσων του Αιγαίου, και της τότε ονομαζομένης Ιλλυρίας» (Λεξ. Ελευθερουδάκη, λ. Πελασγοί, σ. 560).
Στους Πελασγούς της Θεσσαλικής Φθίας αναφέρεται ο Στράβων (βιβλίον Ε΄- 2.4). Κατονομάζει την μία από τις τέσσαρες πόλεις του κράτους Πηλέως – Αχιλλέως, (κράτους το οποίον συμπίπτει με την σημερινή Ανατολική – Βορειανατολική Φθιώτιδα και ευρέα τμήματα των σημερινών νομών Λαρίσης και Μαγνησίας), το Πελασγικόν Άργος, την αποκαλουμένη αργότερον Κρεμαστή Λάρισα (η σημερινή κωμόπολη Πελασγία), στην περιοχή που εξετείνετο από «την Θεσσαλία μεταξύ των εκβολών του Πηνειού και των Θερμοπυλών, μέχρι της ορεινής χώρας σε όλη την έκταση της Πίνδου. Οι Πελασγοί ήσαν κυρίαρχοι αυτών των τόπων». ιδιαιτέρως δε πως είχαν επεκταθεί «προπάντων μεταξύ των Αιολέων οι οποίοι ήσαν ανά την Φθία και την Θεσσαλία». Σημειώνεται επίσης ότι αργότερον, κατά τους ιστορικούς χρόνους, το νότιον τμήμα της Θεσσαλίας, μεταξύ Λαρίσης και Φερών διατηρούσε το όνομα Πελασγιώτις.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα της νεκροπόλεως της Έγκωμης (ανακάλυψη μυκηναϊκών τάφων), η υποστήριξη των Ελλήνων (Αχαιών) στον Τρωϊκό πόλεμο, Ο οίκος Τευκρίδων (ιδρύθηκε από τον Τεύκρο, αδελφό του Αίαντα Τελαμώνιου) στην Κύπρο, μαρτυρούν την εξάπλωση των Ιώνων – Αχαιών (μεταγενεστέρων ονομάτων Πελασγικών φύλων), στην Μεγαλόνησο Κύπρο.
Ο Ορφέας και ο Λίνος, χρησιμοποιούσαν την Πελασγική γλώσσα (Διόδωρος Σικελιώτης Γ/67).
Οι Αθηναίοι κατάγονται από τους αρχαίους Πελασγούς (ΗΡΟΔ:Ι/56).
Ο Όμηρος στα έπη του αναφέρει εμμέσως ή αμέσως την παρουσία των Πελασγών (ΙΛΙΑΣ:Β/681,840-ΟΔΥΣΣ:Τ/177).
Ιστορικές παραδόσεις εντοπίζουν τους Πελασγούς στην Αττική, στον Ελλήσποντο και στον Άθω. Και στις τρείς περιπτώσεις σχετίζονται ή ταυτίζονται με τους Τυρσηνούς (Για τον Άθωνα και τις Αθήνες βλέπε Θουκ. Δ/109,4. Για τον Ελλήσποντο βλ. Ηρόδ, Α/5-Σοφοκλέους αποσπάσματα 248-Διονύσιος Αλικαρν, Ι, 25/ «Τυρσηνοί Πελασγοί»).
Για την Αττικήν, ο Ηρόδοτος αναφέρει την ύπαρξη πελασγικού έθνους («Ιστορίαι», Βιβλίον Α’, 57 – «…το Αττικόν έθνος εόν Πελασγικόν…») και συμπληρώνει πως όταν ο Κροίσος της Λυδίας ηθέλησε να μάθει ποιοι Έλληνες είναι οι ισχυρότεροι, ανεκάλυψε πως πρώτοι ήσαν οι Λακεδαιμόνιοι και μετά οι Αθηναίοι, οι πρώτοι από την φυλή των Δωριέων και οι δεύτεροι από εκείνην των Ιώνων. «Πράγματι αυτοί οι λαοί ήσαν οι πλέον εξέχοντες, οι δεύτεροι μεν καταγωγής Πελασγικής, οι πρώτοι δε καταγωγής ελληνικής».
Επειδή οι Αρκάδες θεωρούνταν το αρχαιότερο γένος της Ελλάδος ελέγοντο και  Προσέλληνοι, γεννηθέντες προ της σελήνης, δηλαδή ότι υπήρξαν πανάρχαιοι κάτοικοι της γης.
Οι Αρκάδες όμως, ονομάζονταν Πελασγοί της Αρκαδίας (Ηρόδοτος, Α/146).
«Ο γενάρχης των Αρκάδων, υιός του Διός και της Καλλιστούς εδίδαξε τους Πελασγούς να τρώγουν άρτον αντί  βαλάνων και να νήθουν (γνέθουν) έρια. Ο τάφος του εδεικνύετο εις την Μαντινείαν» (Λ. Αρκάς: Λεξικό Ελλην. Αρχαιολογίας, Αλέξ. Ραγκαβής, 1888, τ. 1ος, σ.124).
Το όνομα Πελασγοί εχρησιμοποιείτο αποκλειστικώς από τους αρχαίους προγόνους μας συγγραφείς, οι οποίοι ανεφέροντο στους πληθυσμούς αυτούς τους οποίους θεωρούσαν είτε ως προγόνους των Ελλήνων (Προέλληνες), είτε ως ανθρώπους που ευρίσκοντο προ των Ελλήνων σε μέρη τα οποία  σήμερον αποτελούν την Ελλάδα.
στ. Το Κωδικό στοιχείο και λοιπά ονόματα, αφορώντα στις παραδόσεις περί Πελασγού - Πελασγών
Όπως προαναφέρθηκε, κοινό κωδικό στοιχείο όλων των παραδόσεων για τους Πελασγούς, είναι η θάλασσα, το νερό, το υγρόν στοιχείον. Συγκεκριμένα:
1/. Ποσειδών:
Μυθολογικός Θεός της θαλάσσης / Ωκεανός.
«Στον Όμηρο υπάρχει Ποσειδάων που σήμερα ξέρουμε ότι αυτός είναι και ο μυκηναικός τύπος. Άλλος εύχρηστος διαλεκτικός τύπος είναι Ποτειδάν, που μας επιτρέπει να υποθέσουμε κάποιο αρχικό τύπο Ποτειδάων. Μπορούμε λοιπόν να τον αναλύσουμε στα συνθετικά του.Το πρώτο του συνθετικό είναι πότις πόσις της κλασσικής Ελληνικής, δηλαδή ο σύζυγος ή ο «κύριος» (δεσπότης), με παράλληλα π.χ. στην σανσκριτική patis = κύριος, κυρίαρχος, στην λατινική potis=δυνατός,ικανός}..Μας ξενίζει η δίφθογγος ει στην κατάληξη, αλλά μπορεί να εξηγηθεί ότι είναι η κατάληξις μιας κλητικής (Ώ πότειΚύριε)» (Ο Μυκηναϊκός κόσμος, John Chadwick, 1997, p.173-174)
Ποσειδέων ή Ποτιδάων ή Ποτειδάν ή Ποτιδάς πιθανώς προέρχεται εκ της ρίζης πόσις (επικώς πόσει) ή ποταμός ή πόντος ή εκ ρίζης μη ιαπετικής(Λεξ. Σταματάκου, σ. 819-Λεξ. Δορμπαράκη, σ. 671).
.Πόσις: Σύζυγος, νόμιμος σύζυγος, άνδρας.
.Τον αρχικόν τύπον πόσις δεικνύουν οι τύποι Πότ-νια (Δέσποινα, Κυρία, Βασίλισσα), δεσ-πότ-ης,δεσ-πότ-νια.
.Ποταμός (Πο-, ρίζ. του ποτός, πίνω): Θεότης
Η λέξη πόταμος (Λεσβ.) έχει πρωταρχική σημασία:«ύδωρ κατακρημνιζόμενον, καταπίπτον».  
2/. Τριόπας: Υιός του Ποσειδώνος. Κατέφυγε στην Καρία, όπου έκτισε επί του Τριοπίου ακρωτηρίου την Κνίδο.
3/. Λάρισσα:
.Κόρη του Τριόπα ή του Πελασγού.
.Κατά μία εκδοχή εκ της λέξ. Λάρος ή Λαρίς-ίδος (Γλάρος), γνωστόν θαλάσσιον πτηνόν. Ως πόλη δε Λάρισα: Η πόλη των (Γ)λάρων / εκ θαλάσσης ελθόντων / του λαού της θαλάσσης.
«Ο Στράβων ειδικώς ομιλών περί της Θεσσαλικής και Αιολικής και Εφεσίας Λαρίσης, λέγει ότι οι Λαρισαίοι «ποταμόχωστον την χώραν έσχον». Εκ των γραφομένων δε τούτων του Στράβωνος, θα ηδύνατο τις ευλόγως να εξαγάγη το συμπέρασμα, ότι υπάρχει και τρίτη τις έννοια εις την λέξιν Λάρισα, εκφραζομένη ειδικώτερον εις τας ποταμοχώστους χώρας» (Πελασγοί, Νικ. Ελευθεριάδης, επανέκδ.1997,σ.228).
«Η ακρόπολις της αρχαίας πόλεως ευρίσκετο επί λόφου με αποτόμους κλιτύες επί του ποταμού Πηνειού» (Λεξ. ΗΛΙΟΣ,τ.13ος, σ.173-174).
.Υπάρχουν καταγραμμένες τουλάχιστο 12 πόλεις με το όνομα Λάρισα που είναι κτισμένες επί ποταμών ή εφαπτόμενες της θαλάσσης (Φρικωνίς της Αιολίδος της Μ. Ασίας παρά τον ποτ. Έρμο-Η Τρωϊκή - Η Συριακή ή Κασιώτις επί του ποτ. Ορόντου- Η Ασυριακή επί του ποτ.Τίγρητος- Η Αχαϊκή και Ίλιδος στις όχθες του ποτ.Λαρίσου- Η Εφεσία - Η παρά τις Τράλλεις- Κώμη του πόντου μεταξύ Ναυλόχου και Οδησσού- Η Κρητική - Η Αργειακή-Της Φθιώτιδος- Η Λεσβιακή/ «Λαρισαίαι πέτραι»). 
.Λάρις: Ποταμός της Βοιωτίας (Θερμώδων).
4/. Φορωνεύς: Βασιλεύς του Άργους. Υιός του ποταμού Ινάχου και της νύμφης Μελίας.
5/. Ίναχος: Προσωποποίηση του ομωνύμου ποταμού, υιός του Ωκεανού και της Τηθύος, πρώτος βασιλεύς του Άργους, και ιδρυτής της δυναστείας των Ιναχιδών.
6/. Αίμονες
Όνομα αρχαιοτάτων κατοίκων της Θεσσαλίας προηγούμενον χρονολογικώς του «Θεσσαλοί». Ο λαός ούτος κατά διαφόρους ιστορικούς, έζησε κατά την περίοδον του τρομερού σεισμού που είχε σαν αποτέλεσμα τις κατακλυσμικές πλημμύρες και τον σχηματισμόν της κοιλάδος των Τεμπών.
Κατ’ άλλη εκδοχή βασιζόμενη και σε στίχους του Πινδάρου, οι Αίμονες ή Αιμονιείς είναι λαός που εισέβαλλε από την Θεσπρωτία στην σημερινή Θεσσαλία, υπό τον Αίατο.
Αιμόνη: Κατά την μυθολογίαν, θυγατέρα του Δευκαλίωνος και της Πύρρας. Από αυτή ονομάσθηκε κατά μία εκδοχή η Θεσσαλία.
Αίμ-ων (Ετυμολογία - Λεξ. Σταματάκου, σ. 40)
Ικανός, ειδήμων, έμπειρος.
Ιάμ (Yam): Παλαιοδιαθηκική ρίζα που σημαίνει Θάλασσα (Strong’s Exhaustive Concordance Of the Bible (SECOB), 37th printing, 1978, Hebrew and Chaldee dictionary, 3730, 3731, 3732, σ.50).
Ιαμίν/Ιάμινες/Ιάμ-ονες=Αίμονες (Οι θαλασσινοί, οι έμπειροι στην θάλασσα. Βλέπε και Γιαμάν-Γιαμάνι=Κύπρος-Κύπριοι/Ίωνες).
Αίμωνες: Οι ερυθρωποί, οι πλήρεις αίματος (Αισχ. Ικέτιδες, 847-Ευρ. Εκ.90). Αλλά και Αιμώνιος=Ερυθρός όπως το αίμα,σύκα,Αθήν.76Β (Λεξ.Σκαρλ. Βυζαντίου, σ.69).
Λοιπά Ονόματα
Αιμόνη: Η ξανθή θυγατέρα της Πυρράς ή Πύρρας (Ξανθής) συζύγου του Δευκαλίωνος.
Αίμων/Αίμωνες: Οι ερυθρωποί/ ξανθοί Πελασγοί που ανήκαν στον κλάδο της Λευκής ή Ι/Ε ομοεθνίας.
Αιμονία: Η περιοχή που κατοικούσαν οι παλαιότατοι Αίμονες ή Πελασγοί.
Παλαίχθων: (πάλαι + χθων/νός), ο παλαιός κάτοικος, αυτόχθων, ο επί μακρόν χρόνον διαμείνας σε κάποια χώρα (Λεξικό Σταματάκου, σ. 731).        
Υπερβόρειοι:
Μυθικός λαός, υπάρχων κατά τον Ηρόδοτον κατοικών εις την πέραν του βορείου ανέμου χώραν (του απωτάτου Βορρά).
ζ. Ετυμολογία του ονόματος ΠΕΛΑΣΓΟΣ
1/. Κυριώτερες απόψεις ιστορικών-γλωσσολόγων-ερευνητών.
*Κυρίως κατά πληθυντικόν Πελασγοί:
Εκ του πέλας (οι) = Oι γείτονες, οι πλησίον, οι συνάνθρωποί μας (Λεξ. Σταματάκου, σ. 766 και Λεξ. Σουΐδα, σ. 837).
α/. Ιέναι επί τους πέλας (Θουκυδ.).
β/. Πας τις εαυτόν τους πέλας μάλλον φιλεί (Ευριπίδης).
γ/. Οίκησαν πέλας των λεγομένων κήπων Μίδεω (Ηρόδοτος).
*Σπανίως εις τον ενικόν, ο πέλας = O γείτονας.
Παράγωγα: Πελάζω ή πελάθω = προσέρχομαι, πλησιάζω, φέρω εμαυτόν, έρχομαι, φέρω κάτι πλησίον κάποιου.
Το όμοιον τω ομοίω αεί πελάζει (Πλάτων).
*Οι κινούμενοι, οι προσερχόμενοι από κάπου σε κάποια άλλη περιοχή, δηλαδή μετανάστες, περάτες.
-Εκ του πέλλω (συγγεν. του πάλλω):
α/. Κινούμαι, είμαι, υπάρχω.
β/. Ζευ πάτερ, σεο εκ πάντα πέλονται.
-Εκ του περάω = διέρχομαι, περνώ απέναντι (Αττικώς σημαίνει φέρω πέραν των θαλασσών, πωλώ ως δούλους - Λεξ. Δορμπαράκη, σ. 633).
-Παράγωγα: O πέραν (περαίος) = περάτης, μετανάστης.
*Εξ αναγραμματισμού του ον. Πελαγ-σοί = Οι λαοί της θαλάσσης/ του πελάγους, οι πελαγίσιοι.
*Πελασγός = Πέλας (γείτονες, πλησίον, συγγενείς λαοί) και αγός [Αγός= Ο αρχηγός (άγω/αμετάβατον = πορεύομαι, μτβ = φέρω, οδηγώ, κατευθύνω)]. Δηλαδή, Πελασγός = Ο αρχηγός των γειτονικών (συγγενών) λαών.
*Κατά νεώτερη εκδοχή (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Α/1970, σ. 358-360), η λέξις είναι σύνθετη, από τις δυο ινδοευρωπαϊκές λέξεις bhel = άνθος και osgho = κλάδος (ανθισμένο κλαδί).
Εκ της Ινδοευρωπαϊκής (σήμερον Ρωσικής) λέξεως Μπελ = Λευκός (εξ ου και Βελορούς = Λευκορωσία) και της Ινδοευρωπαϊκής Όσγκο =Κλάδος. Δηλαδή: Μπελόσγκο = Ο κλάδος των Λευκών = Η Λευκή φυλή.
*Εκ των λ. πέλας και αργός (λευκός, στίλβων, λάμπων. Εξ ου και αργίπους = Ο έχων λευκούς πόδας. Αργής/ήτος = λευκός, λαμπρός. Αργαίνω =Είμαι λευκός, άργυρος). Δηλαδή Πελασγοί = Οι λευκοί γείτονες (συγγενείς).
*Πελασγοί = (Οι)κινούμενοι, οι όντες (όμαιμοι)/ενδεδυμένοι με δέρμα ζώου (ασκός)
α/. Πέλω ή πέλας+ασκός.
β/. Ασκός=Δέρμα (προβιά) ζώου.
γ/. Ασκώλια: Η Δευτέρα ημέρα των αγροτικών Διονυσίων, κατά την οποίαν εχόρευαν επάνω σε ασκούς.
*Εκ του Πελαγ-σκοί, πβλ. Μίγ-σκω μίσγω {Αυτό το πελαγ- υπάρχει στο όνομα Πελαγόνες της Μακεδονίας, βλ. και περιοδικό Glotta 1, 16 (1909)} και σημαίνει πιθανώς τους πεδινούς, κατοίκους της Θεσσαλίας, τους κατοικούντες την Πελασγιώτιδα. (Κων. Αμάντου, Μικρά μελετήματα, Άρθρα και Λόγοι,1940, σ.100) .
*Τέλος, εκ του Πέλαγος (μεταφορ.) που σημαίνει πλήθος (Σχόλια του βιβλίου Προμηθεύς Δεσμώτης, εκδ. Ιωάνν. Ζαχαροπούλου,1954, σ. 92).
2/. Ετυμολογία με βάση την Παλαιά Διαθήκη
α/. Το όνομα του προϊστορικού γενάρχου των Πελασγών, δεν είναι ο (παρα) μυθολογικός Πελασγός, αλλά το εξελληνισμένον και προερχόμενον από τον Βιβλικόν Φελέγ ή Φελέγκ ή Φαλέγ ή Πελέγ(κ) ή Πελάγ, διότι:
.Ο Φαλέγκ είναι ο πρώτος υιός του Έβερ. Επί των ημερών του Φαλέγκ, διεσπάρησαν για πρώτη φορά οι άνθρωποι στην γή, όταν επιχείρησαν να κτίσουν τον πύργο της Βαβέλ.
«Ο Έβερ απέκτησε δύο υιούς.Το όνομα του ενός ήτο Φαλέγκ (ΣΣ: Το όνομα Φελέγκ σημαίνει χωρισμός), διότι επί των ημερών αυτού διεχωρίσθησαν/ διεσπάρησαν οι κάτοικοι της γης...» (ΓΕΝΕΣΗ: 10/25).
Με την σύγχυση των γλωσσών, ο Θεός ανάγκασε τους ανθρώπους να χωρισθούν σε ομάδες, τις οποίες και διεσκόρπησε σε όλη την τότε γνωστήν γήϊνη επικράτεια.
«Είπε τότε ο Θεός: Εμπρός ας καταβώμεν εκεί και ας επιφέρωμεν σύγχυσιν εις την γλώσσα των, ώστε να μην εννοή ο ένας την γλώσσαν του άλλου.Έτσι και έγινεν .Με την σύγχυσιν δε αυτήν των γλωσσών και την αδυναμίαν των να συνεννοούνται μεταξύ των οι άνθρωποι,τους ηνάγκασεν ο Θεός να χωρισθούν εις ομάδας μεταξύ των, να διασκορπισθούν εις όλην την γην και να παύσουν πλέον να οικοδομούν την υπερήφανον πόλιν και τον πύργον των» (ΓΕΝ: 11/7-9).
.Η λέξη Φαλέγκ (Peleg) στα αρχαιοεβρ. σημαίνει επίσης σεισμός, τουτέστιν ο σεισμός που προκλήθηκε λόγω της συγχύσεως των γλωσσών, προς τον οποίον συσχετίζεται προφανώς, ο παραμυθολογούμενος προκατακλυσμιαίος σεισμός των Τεμπών. Η λέξη αυτή προέρχεται από την ρίζα peleg (ποταμός, ύδωρ, υδάτινο ρέμμα/αυλάκι). Δηλαδή πλήρης ταύτιση της λέξεως με το κοινό κωδικό στοιχείο (ύδωρ), όλων των προμνησθεισών παραδόσεων περί του Πελασγού.
.Η ρ. Peleg προέρχεται από την αρχέγονη Ιαπετική (Ι/Ε) ρ.Pâlag που σημαίνει διαχωρισμός, αποκοπή, απόσχιση [κυριολ. και μεταφορικά-Strongs Exhaustive Concordance of the Bible,Hebrew and Chaldee Dictionary (SECOB), 1978, 33η έκδοση, σ. 94].
Δηλαδή αποκοπή/χωρισμός των απογόνων του Πελέγκ από τον βασικό κορμό των Αρίων ή Ι/Ε, και κίνηση προς Δυσμάς, αφού είναι βεβαιωμένο ότι το κτίσμα της Βαβέλ είναι «ο ημιτελής πύργος που άφησαν οι απόγονοι του Νώε, και όπου αργότερα κτίσθηκε η Βαβυλών. Στα ερείπια της Βαβέλ, έγινε «ο πύργος του Βήλ», περίοπτον οικοδόμημα της πόλεως, στο οποίο λατρευόταν ο Βάαλ» (Λεξικό της Αγίας Γραφής, Βασ. Μουστάκη, Αθήναι 1955, σ. 35).           
.Αν παράγουμε την ερμηνεία του ονόματος από την γεωγραφική διασπορά των Πελασγών και το πλήθος των μεταναστευτικών ρευμάτων των συγγενών φύλων, τότε θα πρέπει να δεχθούμε σαν πιθανότατη ερμηνεία την εξής:
Πελασγός: Μετανάστης, παρεπιδημών, αποσχισμένος, περάτης.
Πελασγοί= Μετανάστες, αποσχισμένοι, περάτες. Δηλαδή με την ίδια σημασία που έχει και το παλαιοδιαθηκικόν όνομα Εβραίος/ Εβραίοι.2
β/. Μετανάστες/Πελασγοί ήσαν:
-Οι Ίβηρ-ες {Εβ(ε)ρ-αίοι=περάτες/μετανάστες} της σημερινής Γεωργίας (επί του Καυκάσου) και Ιβηρ-ικής Χερσονήσου (Ισπανία, Πορτογαλία και Ανδόρα). Οι τελευταίοι επεκτάθηκαν στα νότια της Γαλλίας (απόγονοι αυτών θεωρούνται οι Βάσκοι). Εκτός των άλλων η λέξη Ίβηρ:
.Δηλώνει σχέση με νερό, θάλασσα.
.Υποδηλώνει το πέρασμα μέσω ύδατος.
.Αποτελεί στοιχείο για τον γεωγραφικό προσδιορισμό της εξαπλώ- σεως των πανάρχαιων Πελασγών ( από τον Καύκασο μέχρι την Ισπανία).
*Έβρος: Ποταμός της Ισπανίας, ο Ίβηρ των αρχαίων Ελλήνων και Iberus των Ρωμαίων (Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλ. τ.8ος, σ.448).
Ίβηρες: Όνομα έθνους, και Ιβηρία χώρα. Έστι δε και άλλη Ιβηρία η εσπερία, η και Ισπανία λεγομένη» (Λεξ. Σούδα,σ.51).
-Οι Πελαγόνες ή Πελαγούν της αρχαίας Μακεδονίας (Πελαγ-ίν= πληθυντικός του Πελάγ-), οι οποίοι αρχικά κατοίκησαν στην κοιλάδα του Αξιού ποτ. και αργότερα παρά τον Ερικώνα ποτ. και την Ορεστίδα χώραν. Φυλετικά «οι Πελαγόνες ήσαν συγγενείς προς τους Ελ-ιμειούς και τους Ορ-εστούς Ηπ-ειρώτας, αναμειχθέντες από τους προιστορικούς χρόνους με τους (Π)αίωνες» (Μεγ. Αμερικανική Εγκυκλ. τ. 18ος, σ.234-235).
-Οι Παφλαγόνες ή Φα-φαλεγ-ούν της Μικρασιατικής Παφλαγονίας.
«Οι Παφλαγόνες της Μ. Ασίας είναι οι Φαφαλεγούν, κατ’ αναδιπλασιασμόν του αρχικού συμφώνου,συνηθέστατον εις τας Σημιτικάς γλώσσας. Ο τοιούτος δε αναδιπλασιασμός ήτο αρχαιότερον συνηθέστατος εν τη Ελληνική ουχί μόνον κατά τον παρακείμενον και υπερσυντέλικον αλλά και κατά τους άλλους χρόνους του ρήματος,και τον αόριστον και τον μέλλοντα,ως τα γίνομαι γιγνομαι (η ρίζα γιν), δεδέχομαι, πέπιθον, ήραρον, κεχαρήσω,κλπ..» (Οι Πελασγοί, Νικ. Ελευθεριάδης, 1997, σ. 131).
-Οι Πελιγ-νοί (Στράβων,241), αρχαίος λαός της μέσης Ιταλίας. 
-Οι Φ(ε)λεγ-ύες ή Φλεγοί ή Πελα(σ)γοί, απόγονοι του μυθικού Φλεγύα, βασιλέως της ομώνυμης Θεσσαλικής φυλής, υιού του Άρεως.
-Οι Φελεσσαίοι Ιταλίας (Στέφανος, 661).
-Οι Φιλισταίοι Παλαιστίνης και Ιταλίας παρά τον Πάδο (Πλίνιος, 3.20).
-Οι Βλίσκοι και Βλίσσιοι, οι Βοιωτοί, πρώην (Ησύχ. Ι,382).
-Οι Belascae οι Θράκες της Βοιωτίας (Gl. Lt. 2,28).
-Οι Pilaski, κάποιος λαός αναφερόμενος σε σφην. γραφή ή Pilazki, Pinazkieilschr. βιβλ. 1,197,29 -Rawlinson, 3,66,7).
3/. Η σχέση των ριζών Peleg  και Αρ-, Μαρ-, Μουρ-, Μορ-, Μυρ-
α/. Οι ρίζες Αρ- και Μαρ-.
Ο Άρης (M-ars στα Αγγλικά, και M-ars/Martis στα Λατινικά), είναι κύριο όνομα και για τους αρχαίους Έλληνες θεωρείτο ο ισχυρός, ο θεός του θάρρους και της ανδρείας (Μ-άριος= Κύριο όνομα. Μ-άρις ονομαζόταν και ο υιός του βασιλέως Αμισαδώρου της Λυκίας (ΙΛ:Π/227,319).
Ο Μax Müller, πολυγραφώτατος συγγραφέας σε θέματα σανσκριτικής γλώσσης και συγκριτικής φιλολογίας,  πιθανολογεί ότι τα ονόματα Άρης και Mars, είναι ένα και το αυτό, και αναφέρει αυτά στήν σανσκριτική ρ. Mar- (προκαλώ φόβο).
Το όνομα Άρης, «προέρχεται από τη ρ. Αρ-. Εκ της αυτής ρίζης προήλθον τα αρετή, άρι-, αρείων, άριστος, διότι η πρώτη εκδήλωσις της ιδέας του καλού, της αρετής συνέπιπτε με την έννοια της ανδρείας, της εν πολέμω γενναιότητος. Παράβαλλε με το Λατιν. Virtus» (Λεξ. Σταματάκου, σ. 175).
β/. Oi Ρίζες-Λέξεις της Παλαιάς Διαθήκης (Ar-,Mar-, Moor-Mer-) :
Ar-
*âr-â= Το λιοντάρι, το όνομα ενός Ισραηλίτη (valiant/ γενναίος-ΗΣΑΪΑΣ: 33/7).
*ar-i-el= Το λιοντάρι του Θεού, ο ισχυρός, συμβολική ονομασία της Ιερουσαλήμ, το όνομα δύο Ισραηλιτών (ΑΡΙΘ: 23/24).
*ar-ee= Το λιοντάρι, ο βίαιος (ΚΡΙΤΕΣ: 14/8).
Mar-(Mar, merôr)
*Μar, mârâh (SECOB, 4751, 4784) = Πικρός, παγερός (κυριολ.-μτφ), αγριεμένος, ερεθισμένος.
«Ήλθαν δε εις Μερρά και ουκ ηδύναντο πιείν εκ Μερράς, πικρόν γαρ ην...» (ΕΞΟΔ: 15/23).
*Χωματόνερο, λασπόνερο (ΑΡΙΘ: 5/18-19).
Mârê =Domineering, Lord, master (SECB, 4756).
Mârar=trickle (but used only as denom. from 4571,to be bitter,deal, be moved with choler.
Moor-
moor=alter,barter, dispose, change, remove (πωλώ, διαθέτω, μεταβάλλω θέση, μετακομίζω-διέρχομαι, απομακρύνομαι, ανταλάσσω-SECOB,4171, σ. 63). Οι εμπορικές συναλλαγές προϋποθέτουν μετακίνηση και δια θαλάσσης).
Mer-
Mer-ee/Mer-ee-ree {(SECOB, 4805/4815)= bitter, rebellious (μτφ) [πικρός, ανυπότακτος, αλαφιασμένος, ταραγμένος (όπως τα κύματα)}.
γ/. Σύγκριση των παραγώγων των ριζών (Μαρ-, Μυρ-Μορ-, Μουρ-) με την ρίζα Peleg.
Εάν συγκρίνουμε τα παράγωγα των παραπάνω ριζών (Μαρ-, Μυρ-Μορ-, Μουρ-) με την ρίζα Peleg, εκ της οποίας και η ετυμολογία της λ. Πελασγός, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν ταυτόσημες ερμηνείες που περιέχουν κοινές κωδικές λέξεις (ύδωρ, θάλασσα, κίνηση δια θαλάσσης).
Συγκεκριμένα:
.Μαρ-αθών (Μαρ+άνθος ή ανθών)=Παραθαλάσσια χλόη, πεδιάδα στα ανατολικά Παράλια της Αττικής.
«Τόπος Αθήνησι...Τούτον Καλλίμαχος (απόσπ.350) εννότιον λέγει, τουτέστιν ένυδρον..» (Λεξ. Σούδα, σ. 685).
.Μάρ-αθον ή μάραθρον = Φυτό που φύεται κοντά σε νερό/ θάλασσα (Μαρ-αθιάς=παραθαλάσσια περιοχή).
.Μαρ-μαρά: Θάλασσα (Προποντίδα), όρμος της ΝΔ ακτής της Προκοννήσου (εντός Προποντίδος).
.Μαρ-έομαι: Ανάγομαι στη θάλασσα, σηκώνω άγκυρα.
.Μάρ-πτις/-ιος(ο): Ο άρπαγας/ληστής της θαλάσσης.
.Μαρ-έα: Πλημμυρίς.
.Μαρ-γαριτάρι,μάργαρον(το): Το όστρεο που παράγει τον μαργαρίτη, πολύτιμος λίθος.
.Μάρ-μαρος/μαρ-μαρυγή/μαρ-μαίρω/μαρ-μαρίζω:Λίθος που περιέχει απαστράπτοντες κρυστάλλους. Λέξεις και ρήματα που χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν «τηn λάμπουσα και ακτινοβολούσα κίνηση της θαλάσσης».
«άλα μαρμαρέην» (ΟΜ: Ξ/273).
.Μάρ-ις/μάρεως: Μέτρο υγρών.
.Mare= Θάλασσα (Λατιν.).
.More= Θάλασσα (Σλάβ.).
.Moor=Αγκυροβολώ (Αγγλ.) και moor-hen=νερόκοττα.
.Μars,morass=Έλος (Αγγλ.)
.Μόρ-μυρος ή μουρμούρα=Είδος θαλάσσιου ιχθύος.
.Μορ-μύρω= Ροχθώ (εκοπώ μετά ρόχθου, επί των κυμάτων), παφλάζω.
«τὸν δὲ ἰδὼν ῥίγησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης: ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ ἀπάλαμνος ἰὼν πολέος πεδίοιο στήῃ ἐπ᾿ ὠκυρόῳ ποταμῷ ἅλα δὲ προρέοντι ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών….» (ΙΛΙΑΣ: Ε/596-599).
.Μύρ-αινα ή μύρος (κοινώς σμύρνα ή σμέρνα)=Θαλάσσιο φίδι ή θαλάσσιο χέλι.               
.Μυρ-ίος= ο ατελεύτητος, ο άπειρος,ο αχανής(όπως η θάλασσα).  
.Πλημ-μύρ-α (πλην+μύρω)=Υπερεκχείλιση υδάτων.
.Μύρ-ω=Ρέω, σταλάζω, στάζω, κλαίω (Μύρον = ευώδης χυμός εκ- κρινόμενος εκ φυτών).
.Μύρ-τος,μυρτιά ή σμερτιά, μυρσίνη=είδος φυτού που απαντά σε παραθαλάσσιες περιοχές.
.Μύρ-μηξ(ο) = Βράχος βυθισμένος στη θάλασσα (ύφαλος).
.Μύρ-μηξ(η) = πλήθος ανθρώπων (Πβλ. Ετυμολ. Πέλαγος, παρ.3α).
.Μυρ-τώον πέλαγος=Τμήμα του Αιγαίου πελάγους.
.Αλ-μυρ-ός (αλς/αλός+μυρ-)=Aλατισμένος (άλμη=Εκ του άλς, Θαλάσσινό νερό).
.Μαρ-ίνα/Μουράγιο=ορμίσκος ασφαλούς προσδέσεως μικρών σκαφών /προκυμαία, κρηπίδωμα λιμένος.
.Μουρ-άνο= Προάστειο της Βενετίας, επί ομωνύμου νήσου της λιμνοθαλάσσης της.
.Αλλά και η λέξη «Μαρ-άν» στην φράση: «Μαράν Αθά» (Α΄ ΚΟΡΙΝΘ: 16/22) σημαίνει ο Κύριος, άρχων, Θεός, μεγαλοπρεπής (Από την αρχέγονη Μωσαϊκή-Χαλδαϊκή ρίζα mârâ ή mârê που σημαίνει κύριος, αυθέντης, άρχοντας με την έννοια της επικυριαρχίας).
η. Τελικά συμπεράσματα
1ον: Η λ. Καφτόρ σημαίνει: Η παράλια αποικία, τουτέστιν περιοχή κατοικίας (των αρχαιότατων Πελασγών), πλησίον των βράχων και των σπηλαίων, δηλαδή στα σχοινίσματα της θαλάσσης. Με άλλα λόγια, η βιβλική Καφτόρ αναφέρεται στην νήσον Κρήτη, αλλά υπονοεί και όσες παράλιες περιοχές περιλαμβάνουν σπήλαια και βράχους σε μεγάλη έκταση και με οφιοειδή ή μαιανδρική μορφή, όπως η Κύπρος.
«Ουαί οι κατοικούντες το σχοίνισμα της θαλάσσης πάροικοι Κρητών. Λόγος Κυρίου εφ’ υμάς Χαναάν γη αλλοφύλων και απολώ υμάς εκ κατοικίας. Και έσται Κρήτη νομή ποιμνίων και μάνδρα προβάτων. Και έσται το σχοίνισμα της θαλάσσης, τους καταλοίπους οίκου Ιούδα» (ΣΟΦΩΝΙΑΣ: 2/5). 
3
2ον: Οι πρώτοι/προϊστορικοί κάτοικοι της Κρήτης, έφθασαν στο νησί, προερχόμενοι από την Ανατολή.  Οι αρχαιότατοι Πελασγοί-Ετεοκρήτες, είναι Λευκοί (Ιαφεθίτες ή όμαιμοι Χαμίτες ή αμφότεροι). Όμως, πιθανώς, όχι  Σημίτες.
3ον: Η μελέτη προελληνικών τοπωνυμίων και των ιστορικών ιχνών μετακινήσεως των Πελασγών - προελλήνων, επιβεβαιώνει ότι η Ανατολή είναι η αρχική κοιτίδα τους -μητέρα γη.
«Η μελέτη των προελληνικών τοπωνυμίων υπό δύο ονομαστών γλωσσολόγων, του Fick  και του Kretschmer, εβοήθησε πλήν άλλων και την εξακρίβωσιν του πληθυσμού των Μικρασιατικών κατοίκων της προελληνικής Ελλάδος. Ούτω τα τοπωνύμια με θέμα λήγον εις νθ-νδ ή σσ-ττ, τα οποία είναι συχνότερα εις την Ανατολικήν Ελλάδα, θεωρούνται Μικρασιατικά: Ερύμανθος, Ζάκυνθος, Κόρινθος, Τίρυνς-νθος, Πέρινθος,κλπ, Παρνασσός, Ιλισσός, Υμηττός, Λυκαβηττός,κλπ. Ομοίως τα ονόματα Μυκ-ήναι, Μύκ-ονος, Μυκ-αλησσός, Μυκ-άλη είναι Μικρασιατικά» (Κων. Αμάντου, Μικρά μελετήματα, άρθρα και λόγοι, 1940,σ. 100).
«Τα πάντα λοιπόν συντρέχουσιν όπως θεωρήσωμεν ως πρώτην του ανθρωπίνου γένους εστίαν την Ασίαν........Η Ασία είναι η έδρα του αρχαιοτάτου, μακράν εξηπλωμένου και πολυειδώς ανεπτυγμένου πολιτισμού, τέλος η χώρα εκείνη, εις ήν παραπέμπουσιν ημάς όλα τα ιστορικά ίχνη, αι αρχαιόταται παραδόσεις…»  (Γενική Ιστορία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Αναστασίου Πολυζωίδου και Γεωργίου Π. Κρέμου, Αθήναι, Εκδ. Σ. Κ. Βλαστού, 1889, τόμος πρώτος, βιβλίον πρώτον, σ. 26-27. Βλέπε και στο κεφάλαιο Ινδοευρωπαϊκή Ομοεθνία).
Επειδή, οι κάτοικοι της Ανατολικής Ηπειρωτικής Ελλάδος χρησιμοποιούν ονομασίες και τοπωνύμια που προέρχονται από την Προελληνική Μικρά Ασία και τα «πάντα λοιπόν συντρέχουσιν όπως θεωρήσωμεν ως πρώτην του ανθρωπίνου γένους εστίαν την Ασίαν», προκύπτουν τρία επί μέρους βασικά συμπεράσματα:
α/. Οι πρώτοι προϊστορικοί κάτοικοι και ιδιοκτήτες πλήρους κυριότητος της Μικράς Ασίας, είναι οι Πελασγοί Προέλληνες.
β/. Οι πρώτοι προϊστορικοί κάτοικοι και ιδιοκτήτες του κυρίως Ελλαδικού χώρου, είναι απόγονοι προελλήνων ή πρωτοελλήνων  μεταναστών, που ήλθαν από την Μικρά Ασία (αρχική κίνηση από Ανατολή προς Δύση).
γ/. Οι πρώτοι προϊστορικοί κάτοικοι αμφοτέρων των γεωγραφικών περιοχών (Μικράς Ασίας-Κυρίως Ελλάδος) και κατ’ ακολουθίαν των νήσων της Μεσογείου, είναι οι Πελασγοί Προέλληνες. Οι Πελασγοί αυτοί, με τις προϋποθέσεις που προείπαμε (παλαίχθονες), είναι ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ και ιστορικώς, ιδιοκτήτες των προμνησθεισών περιοχών, κατά πλήρη κυριότητα (ΣΣ: Μία από τις σημασίες της λ. παλαίχθων, είναι ο αυτόχθων, Λεξικό Σταματάκου, σ. 731).       
Κάθε άλλη προσπάθεια συνδέσεως των Πελασγών με προγενέστερους αυτών χρόνους, είναι αυθαίρετη, αντιεπιστημονική και ύποπτη δεδομένου ότι τα ίχνη των προγόνων των γνωστών σ’ εμάς σαν Πελασγών, χάνονται στα βάθη της προϊστορίας και είναι αδύνατον, χωρίς την αποκωδικοποίηση στοιχείων από το θεόπνευστο και αρχαιότερο βιβλίο του κόσμου, την Παλαιά Διαθήκη, να καταλήξουμε σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα.
4ον: «Χωρίς αμφιβολία οι Πελασγοί ήσαν Ινδοευρωπαίοι. Ήσαν μάλιστα οι ομάδες που κατά το 3000 π.Χ. ή λίγο αργότερα απεσπάσθησαν από την μεγάλη ινδοευρωπαϊκή παμφυλία που εκινείτο τότε προς τις ΒΔ ακτές του Ευξείνου Πόντου. Επέρασαν τον Δούναβι και βαθμιαίως κατέβηκαν προς τα κάτω και έφθασαν στον Ελλαδικό χώρο, κατά κύματα χωρισμένοι σε διάφορα φύλα» (Οι περιπέτειες των Εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, 1989, Π. Χρήστου, σ.10) [ΣΣ: Διατηρούμεν επιφυλάξεις, μόνον για την διάβαση του Δουνάβεως, από τα προϊστορικά Πελασγικά φύλα και την από Βορρά κάθοδόν τους, στις περιοχές του σημερινού Ελλαδικού χώρου, κατά την τρίτην χιλιετηρίδα π.Χ. Βλέπε και στο κεφάλαιον περί Δωριέων, παρ. 12β].
5ον: Πελασγοί είναι οι Προέλληνες, ήτοι ομόφυλες πατριές, από τις οποίες προήλθαν οι Πρωτοέλληνες.
Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αναφερόμενοι στους Πελασγούς «εννοούν συνήθως τους Προέλληνες, είτε στο σύνολό τους είτε κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους, που κατοικούσαν στον Ελλαδικό χώρο και τα μικρασιατικά παράλια, καθώς και στις ακτές της Ιλλυρίας, της Ιταλίας και γενικώτερα της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου». (Λεξικό Γεωργ. Μπαμπινιώτη, λ. Πελασγοί, σ.1380).
Για παράδειγμα ο Ηρόδοτος δέχεται ότι η Ελληνική φυλή (ΣΣ: Ο Ηρόδοτος ταυτίζει τους Έλληνες με τους Δωριείς, οι οποίοι όπως θα αποδειχθεί στο οικείο κεφάλαιο ήσαν Αχαιοί/ Ίωνες/Ιαφεθίτες), εγκαταστάθηκε στον Ελλαδικόν χώρον, μεταγενέστερα από τους Πελασγούς, ήταν αρχικά ολιγάριθμη αλλά αυξήθηκε αργότερα αφού προσχώρησαν και ενώθηκαν με αυτήν, πρώτα οι Πελασγοί και μετά πολλοί άλλοι τους οποίους ονομάζει βαρβάρους.
«Το δε Ελληνικόν αποσχισθέν μέντοι από του Πελασγικού, εόν ασθενές, από σμικρού τέο την αρχήν ορμώμενον, αύξηται ες πλήθος εθνέων, Πελασγών μάλιστα προσκεχωρηκότων αυτώ και άλλων εθνέων βαρβάρων συχνών» (ΗΡΟΔ: Α/57-58).
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της συγχύσεως των γλωσσών των ανθρώπων από τον Θεόν, ενώ μέχρι εκείνη την εποχή, όλοι οι άνθρωποι μιλούσαν μία γλώσσα και είχαν την ίδια ομιλία (ΓΕΝΕΣΗ: 11/1-9).
Η λέξη βάρβαρος στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν έχει την έννοια του αλλογενούς, αλλά εκείνου που μιλούσε διάλεκτο διαφορετική από την Ελληνική/Ιωνική η οποία, είχε μεν κοινές ρίζες, πλην όμως, ήταν ακατάληπτη από πολλούς κατοίκους του τότε Ελλαδικού χώρου….4
 «Ο Απολλόδωρος θεωρούσε ότι η λέξη (βάρβαρος) ήταν ένας περιφρονητικός όρος που χρησιμοποιούταν ειδικότερα από τους Ίωνες (για τους Κάρες), για να στιγματίσουν ένα λαό με τον οποίο έκαναν συχνά πολέμους. Άλλοι διαβεβαίωναν ότι η αιτία της αποδόσεως αυτού του επιθέτου έπρεπε να αναζητηθεί στη γλώσσα των Καρών που ήταν πιο τραχειά και άξεστη από των άλλων εθνών. ......Ο ίδιος ο Στράβων διατυπώνει την άποψη ότι η λέξη βάρβαρος καταδεικνύει κάποιου είδους τραχύτητα ή ατέλεια στην προφορά, την οποία οι Έλληνες, που έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία σε τέτοιες ατέλειες, ήλθαν αργότερα να μεταφέρουν (το χαρακτηρισμό) σε όλες τις άλλες γλώσσες εκτός από τη δική τους.....». (Μετάφραση συγγραφέα-Geographical and Historical Discription of ASIA MINOR, by J. A. Crammer, D.D.vol. II, Oxford University Press,1882, Section X, p.166).
Αυτό ήταν και το πιθανώτατον νόημα των γραφομένων από τον Στράβωνα (Ζ/321): «Σχεδόν τε η σύμπασα Ελλάς κατοικία βαρβάρων υπήρξεν το παλαιόν».
Μήπως και σήμερα Ελληνικές διάλεκτοι όπως, Ποντιακή, Κυπριακή, Κρητική, Βλάχικη, κ.α. δεν είναι δυσκολονόητες ή ακατάληπτες από πολλούς Έλληνες που διαμένουν σε άλλες περιοχές;
6ον: Προέλληνες είναι όλα εκείνα τα Ιαφεθικά φύλα που μετά τον αρχικό διαχωρισμό των ανθρώπινων φυλών, μετακινήθηκαν δυτικά και κατοίκησαν στον μετέπειτα ονομασθέντα Ελληνικό χώρο. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν οι πατριές (αγνώστου αριθμού) της γραμμής Χαμ (αρχικώς) και πιθανώς της γραμμής Σημ (μεταγενεστέρως), που μετοίκησαν από την Αίγυπτον ή αλλαχού και εγκαταστάθηκαν μόνιμα (νωρίτερα, ταυτόχρονα ή αργότερα) στην Ελλάδα. Αμφότεροι (Σημίτες-Χαμίτες) είναι ομογάλακτοι του Ιάφεθ, γιατί οι Σημ-Χαμ και Ιάφεθ είναι αδέλφια εξ αίματος (υιοί του Νώε).
7ον: Πρωτοέλληνες είναι όλα τα Ιαφεθικά φύλα με κύριο αν όχι αποκλειστικό πυρήνα τους Ιαφεθίτες-Ίωνες (απογόνους του Ιωΰαν-ΓΕΝΕΣΗ: 10/2-5), οι οποίοι σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, είναι οι αρχέγονοι πρωτο-Έλληνες κάτοικοι της προϊστορικής Ελλάδος.
Οι Ιαφεθίτες Ίωνες είναι η αστείρευτη δεξαμενή των αργότερα εμφανισθέντων και μυστικώς αποκληθέντων, Ελλήνων, οι οποίοι κατά τρόπο ανεξήγητον, αφομοίωσαν όλους του μη Ιαφεθίτες Πελασγούς.   
8ον: Την περίοδο του διαχωρισμού των Σημιτικών φύλων (γενεαλογική γραμμή Σημ-Έβερ-Φαλέγ), διεσπάρησαν ή είχαν ήδη διασπαρεί κυρίως στα διάφορα νησιά της Μεσογείου θαλάσσης τα Ιαφεθικά φύλα (ΓΕΝΕΣΗ: 10/1-5).
Ποιό από τα δύο φύλα (Ιαφεθίτες, Χαμίτες), μετοίκησε πρώτο, σε περιοχήν ή περιοχές του Ευρύτερου Αρχαιοελληνικού χώρου, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, γιατί τα πάντα καλύπτονται από την αδιάλυτη αχλύ του προϊστορικού σκότους.
Εάν ληφθεί σαν χρονολογική σειρά αυτή που αναφέρεται στην Βίβλο (ΓΕΝΕΣΗ:10/1-5), τότε τα πρωτεία ανήκουν, αναμφισβήτητα, στους Ιαφεθίτες/ Ίωνες. Εάν όμως ληφθεί σαν αφετηρία η περίοδος του διαχωρισμού (Φαλέγ-Peleg) {ΓΕΝΕΣΗ: 10/2125) καθώς και μεταγενέστερα ιστορικά στοιχεία, τότε είναι δύσκολη η απόδοση των πρωτείων  εποικισμού του Ελληνικού χώρου. Στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να παραγνωρίζονται τα εξής:
-Ο Ιάφεθ είναι ο νεώτερος αδελφός των Σημ-Χαμ και η διασπορά-διαχωρισμός των φυλών, αφορά σε όλους.
Όπως είναι εξακριβωμένο ο Ιωΰαν ήταν ένας από τους άνδρες που έκτιζαν τον πύργο όταν διαιρέθηκαν οι γλώσσες όλων....» (Ιωάννης Δαμασκηνός, περί αιρέσεων, γ, 23-26).
9ον: Η Σημιτική γλώσσα είναι διαφορετική της Χαμιτικής και Ιαφεθικής ομογλωσσίας, αλλά οι Σημίτες-Χαμίτες-Ιαφεθίτες, ανήκουν στην ίδια Λευκή Ομοφυλία, αφού οι Σημ-Χαμ και Ιάφεθ είναι αδέλφια εξ αίματος. Ο διαχωρισμός των φυλών που διδάσκεται σήμερα στα σχολεία και πανεπιστήμια, με βάση την απ-ανθρωποειδή πιθηκολογικήν θεωρίαν της εξελίξεως, είναι αυθαίρετος, αβάσιμος, παραπλανητικός και αντιεπιστημονικός.
Ο Ιάφεθ θεωρείται μεν γενάρχης της Ιαπετικής ή Ινδοευρωπαϊκής ή Λευκής ομοεθνίας (περισσότερα στο οικείον κεφάλαιον), αλλά οι Χαμίτες και Σημίτες ως ομογάλακτοι των Ιαφεθιτών είναι και αυτοί λευκοί. Λαμβανομένης, όμως, υπόψη και της Ιαπετικής ομογλωσσίας, ο Ιάφεθ είναι ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος των Λευκών (Ξανθού γένους), γιατί συνδυάζει και την ιδιαιτερότητα της Ιαπετικής γλώσσας.
Συνεπώς, ο Ιάφεθ δια του διαδόχου του Ίωνος, είναι ο αρχέγονος πατριάρχης των Ελλήνων.
10ον: Η λέξη Ιάφεθ στα Παλαιοδιαθηκικά/Εβραϊκά, σημαίνει εξάπλωση (συναφής της λέξεως «διαχωρισμός»). Συνεπώς σαν Πελασγοί  με την στενή έννοια, είναι όλοι οι Ιαφεθίτες αλλά με την ευρύτερη έννοια (μετανάστες, διασπαρένες, αποκοπέντες), πρέπει να θεωρούνται όλοι, Σημίτες, Χαμίτες και Ιαφεθίτες,
11ον: Η λέξη Πελασγός, καλύπτει και άλλα φύλα, εκτός από αυτά που αργότερα απεκλήθησαν Ελληνικά, όπως Τυρσηνοί, Τρώες, Αβοριγίνες, Φοίνικες, Ιλλυριοί, Φιλισταίοι, κ.α..
-Οι Αβοριγίνες (αρχαιότατοι κάτοικοι της Ιταλίας), ήσαν και αυτοί Πελασγοί.5
«Έπειτα Πελασγών τινες των οικούντων εν τη καλουμένη νυν Θετταλία την εαυτών αναγκασθέντες εκλιπείν σύνοικοι γίνονται τοις Αβοριγίσι,και κοινή μετ’εκείνων επολέμουν προς τους Σικελούς. Εδέξαντο δ’αυτούς οι Αβοριγίνες ίσως μεν και κατά την του ωφεληθήσεσθαι ελπίδα, ως δ’εγώ πείθομαι κατά το συγγενές μάλιστα. Ην γαρ και το των Πελασγών γένος Ελληνικόν εκ Πελοποννήσου το αρχαίον»(Διονύσιος Αλικαρνασσεύς,17/ 40-45).
«Τους δ’ Αβοριγίνας, αφ’ών άρχει Ρωμαίοις το γένος,οι μεν αυτόχθονας Ιταλίας,γένος αυτό καθ’εαυτό γενόμενον αποφαίνουσι...Οι δε λογιώτατοι των Ρωμαϊκών συγγραφέων εν οίς Πρόκιός τε και Κάτων, Έλληνας αυτούς είναι λέγουσι των εν Αχαΐα ποτ’ οικησάντων, πολλές γενεές πρότερον του πολέμου του Τρωϊκού μεταστάντες» (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Χ).
-Οι Φιλισταίοι της Π.Δ. είναι λαός Πελασγικός.
«Εξηκριβώθη ότι οι Φιλισταίοι ήσαν λαός ΕλληνοΠελασγικός, οι οποίοι αφορμηθέντες εκ Κρήτης εγακτεστάθησαν εις Παλαιστίνην συμπήξαντες ομοσπονδίαν περιλαμβάνουσα τις πόλεις: Γάζα, Ασκαλώνα, Ασδόδ, Άζωτον, Ακκαρώνα και Γαδ ...» (Εγκ. ΗΛΙΟΣ, τ. 17ος, σ. 232).
Πελασγοί μνημονεύονται μεταξύ των πανάρχαιων κατοίκων της Κρήτης (ΟΔΥΣΣ: Τ/172-177).
Φυσικά οι Φιλισταίοι, ΔΕΝ παρουσιάσθηκαν ξαφνικά στην Κρήτη ούτε φύτρωσαν ως δια μαγείας αλλά, όπως αποδείξαμε στο προηγούμενον κεφάλαιον, έφθασαν εκεί από την Ανατολή. Πανάρχαιος λαός με το όνομα Πελασγοί, αναφέρεται ότι κατοικούσε σε κάποια χώρα της άπω Ανατολής (Pilaski) που βρισκόταν επί της άνω πλευράς του Τίγρητος. Η περιοχή αυτή σε σχέση με το Αιγαίο, είναι Ανατολή με Δύση.
-Η παράδοση, κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ότι και οι Φοίνικες ήσαν Πελασγοί ήταν τόσο ισχυρή, ώστε τους χαρακτήρες των γραμμάτων που έφερε ο Κάδμος στις Θήβες, ονομάζει «Πελασγικά γράμματα» (3,67). Η Φοινίκη σε σχέση με τις Θήβες, είναι Ανατολή με Δύση.
12ον: Οι ρίζες Ποτ-(Ποσειδών), Μαρ-(Αρης) είναι ταυτόσημες και σημαίνουν: Ο κύριος/ισχυρός (της θαλάσσης). Αργότερα ο Άρης χρίσθηκε και θεός του πολέμου γιατί θεωρείτο η προσωποποίηση της γενναιότητος/ ανδρείας.
13ον: Γραμματολογικώς, υπάρχει επιβεβαίωση για το ταυτόσημο των λέξεων Peleg και Πελασγός, αφού η βιβλική ρ. Peleg/Pâlag/Πελάγ- έγινε Πελαγ-ός/Πελαγ-σκός/ Πελασγός, διότι:
.«Εάν το θέμα λήγει εις μέσον ή δασύ,το ηχηρόν του μέσου και το δασύ επιδρά επί το k του επιθήματος sk,ώστε γίνεται μέσον ή δασύ. Παράβαλε σφαγή,(σ)φα(γ)-σκανον-φάσγανον, όπως και ligo λί(γ)σκος-λί(γ)σγος, πελαγ-σκος, Πελα(γ)σγός.....» (Γ. Χατζηδάκης,  Ακαδημεικά αναγνώσματα, σ. 216).
.«Πως από το Φελάγ ή Πελάγ εγένοντο οι Πελασγοί, είναι εύκολον να εξηγηθή....Και από το Πελάγ εγένετο εν τη Ελληνική Πελά-σ-γ τη παρεμβολή ενός ευφωνικού σ, πράγμα συνηθέστατον ως π.χ. από το έγχος πάλλω γίνεται εγχέ-σ-παλος αντί εγχέπαλλος,όπως λέγεται  μίγνυμι και μί-σ-γω και σ-μίγδην, μικρός, σ-μικρός, κλπ..» (Πελασγοί, Νικ.Ελευθεριάδη, επανέκδ. ΚΑΚΤΟΣ, 1997, σ.130).
14ον: Η λέξη Πελασγοί, σημαίνει:
α/. Οι ομογάλακτοι ερυθρωποί/λευκοί θαλασσοκράτορες (μαρμαίρ-οντες, αυτοί των οποίων το πρόσωπο λάμπει από τον ήλιον λόγω της συνεχούς εκθέσεώς τους σ’αυτόν, αφού βρίσκονταν σχεδόν μονίμως στην θάλασσα).
β/. Οι αποσχισθέντες από την ΑΡ-ΙΑ ή ΙΑΠΕΤΙΚΗ ή ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ (ΛΕΥΚΗ) ομοεθνία.
γ/. Οι μέρ-οπες βροτοί/λαοί, οι Ίβηρες (μετανάστες), η μύρ-μηκα (πλήθος-πέλαγος) των Αρίων που μετανάστευσαν από την αρχική κοιτίδα τους, έγιναν ισχυροί-ριψοκίνδυνοι θαλασσοπόροι, και επικυριάρχησαν στον θαλάσσιον χώρο, από Ανατολής μέχρι Δύσεως (Αιγαίον-Μεσόγειος).
Συνεχίζεται









1 Η Ήπειρος και ιδιαιτέρως η Δωδώνη (σε κλειστή, βατή επιμήκη κοιλάδα, στους πρόποδες του όρους Τόμαρος, σε υψόμετρο 600 μέτρων) αποτελούσε το κέντρο των Πελασγών. Ο Στράβων μνημονεύει τον Ησίοδο, ο οποίος είχε αποκαλέσει την Δωδώνη «Πελασγών έδρανον» (fragmentum / θραύσμα κειμένου 225).
2 «Αναζητώντας την Αλήθεια», τ. 1ος - Η Παλαιά Διαθήκη, Σπυρίδων Κ. Αρώνης, Πάτραι, 1999, σ.116-119.
3 Λεξ. Σκαρλάτου Βυζαντίου, 1839, σ.1241.
4 Ως βάρβαροι κατά τους ιστορικούς χρόνους, θεωρούνται όλοι οι μη Ιαφεθίτες Ίωνες, που προηγήθηκαν, ακολούθησαν ή έφθασαν ταυτόχρονα με τους υπολοίπους Πελασγούς, και μιλούσαν ακατάληπτη διάλεκτο, μέχρι την εποχή της πλήρους αφομοιώσεώς τους από τους ήδη «πρωτοεμφανισθέντες» Έλληνες.
5 «Αβοριγίνες: Ονομασία διδομένη ενίοτε εις τους αυτόχθονας κατοίκους μιάς χώρας (εκ του Λατιν. Ab origine=Πρωταρχικοί, πρωτόγονοι)» (Επίτομο Εγκ. Λεξ. ΠΡΩΪΑΣ, τ.1ος, σ.28).
«Αβορίγινες: Οι πρώτοι κάτοικοι περιοχής τινος οι οποίοι κατέστη δυνατόν να ιχνηλατηθούν υπό της συγχρόνου ερεύνης. Κατά τους Ρωμαίους συγγραφείς οι Α. ήσαν φυλή η οποία κατά την παράδοσιν εξεδιώχθη υπό των Σαβίνων εκ της χώρας διαμονής της, εις τα όρη πέριξ του Ρεάτε (Ριέτι), επέδραμον εις το Λάτιον, υπέταξαν τους εντοπίους Σικούλους και κατέλαβον τη βοηθεία μιάς φυλής των Πελασγών,την χώραν των. Ούτοι ομού μετά των Πελασγών απεκλήθησαν αργότερα Λατίνοι» (Μεγ. Αμερ. Λεξ. τ.1ος, σ.44).     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου