Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

ΤA ΓEΓONOTA ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ.

(ΕΙΔΙΚΟΝ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ1821 ΚΑΙ TΩN ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΩΝ, ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΠΡΟΣ ΑΠΟΤΙΝΑΞΗ ΤΟΥ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥ ΖΥΓΟΥ)



ΜΕΡΟΣ 6oν

5. Η ΤΕΛΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΑΜΑΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟΝ ΠΕΡΙΟΔΟΝ (ΜΑΡΤΙΟΣ 1821-ΙΟΥΛΙΟΣ 1822) [Αίτια-Ένοχοι- Συνέπειες] {Συνέχεια 5ου μέρους}.
α. Κύρια αίτια (Συνέχεια 5ου μέρους)
6/. Ο ανθελληνικός (υπονομευτικός) ρόλος του Βατικανού και η αντεπαναστατική και φιλο-οθωμανική στάση των παπικών/«καθολικών», κατοίκων του Αιγαίου.1
α/. Ο ανθελληνικός (υπονομευτικός) ρόλος του Βατικανού
Οι πολιτικοί ηγέτες της τότε Ελληνικής Διοικήσεως (Κυβερνήσεως), προσπάθησαν να προσεγγίσουν το Βατικανό προκειμένου να βοηθήσει στην αναγνώριση της Επαναστάσεως από τους πολιτικούς ηγέτες της Δύσεως. Πρόκειται για έντοτες προσπάθειες που έγιναν την τριετία 1822-1825.
Μέλη της Κυβερνήσεως, όπως ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης, προέβησαν σε πολλές μυστικές διπλωματικές ενέργειες για την σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τον Παπικό θρόνο, και προέβαλαν το επιχείρημα της ενώσεως των δύο Εκκλησιών. Σε κείμενά τους, ο Πάπας αποκαλείται «κεφαλή των Χριστιανοσύνης» και ο εκπρόσωπος της ελληνικής Κυβερνήσεως αποστέλλεται για να υποβάλλει ταπεινά «τον σεβασμό, την λατρεία και την εκτίμηση ολοκλήρου του ελληνικού έθνους».
Οι παραπάνω φράσεις και παρόμοιες δηλώσεις στις οποίες προέβησαν οι τότε διοικούντες την Ελλάδα προς τον Πάπα, δεν ήσαν τίποτε άλλο παρά απαράδεκτες και εμετικές δηλώσεις πλήρους υποταγής στον Πάπα, και  εκφορά δουλικών λόγων, με την ελπίδα, κατά την αφέλεια ή ανόητη κρίση τους, να κάμψουν την αδιαλλαξία του Βατικανού και την εωσφορική αλαζονεία του Πάπα ! Εις μάτην όμως!
Πρός τον σκοπόν αυτόν, εστάλησαν πολλά παρόμοια κείμενα στον Πάπα, του οποίου ο αντιπρόσωπος συμμετείχε στο Συνέδριο της Βερόνας, όπου συνεδρίαζαν οι πολιτικοί ηγέτες της Δύσεως, αλλά ο Πάπας ΑΓΝΟΗΣΕ επιδεικτικώς, τις δραματικές εκκλήσεις των απεσταλμένων της επαναστατημένης Ελλάδος.
Τον Απρίλιο του 1822, ο Μαυροκορδάτος προσεκάλεσε τον αρχιεπίσκοπο της Νάξου, Ανδρέα Βεγγέτι (Andrea Veggetti) να μεταβεί στην Κόρινθο για συνομιλίες σχετικά με υποθέσεις της Εκκλησίας της Ρώμης, πρόσκληση που επανέλαβε και ο Θεόδωρος Νέγρης.
Ο Βεγγέτι βολιδοσκόπησε το Βατικανό, αλλά εκείνο του σύστησε να παραμείνει στη Νάξο, αν η ελληνική πλευρά δεν αποδεχόταν την Ένωση (υπό τον Πάπα), στην βάση των αποφάσεων της Φερράρας Φλωρεντίας και δεν του παρείχε ασφάλεια και προστασία η Πύλη και ο Γάλλος πρέσβης.
Στυγνός εκβιασμός του Βατικανού, προκειμένου οι Έλληνες να αλλαξοπιστήσουν και να ασπασθούν τον Φραγκοπαπισμό !!!
{Archbishop Andrea Veggetti (1816.03.08 – 1838.11.15). Bishop of Tinos (Greece) (1809.02.21 – 1816.03.08)… Metropolitan Archbishop of Naxos (Greece) [1816.03.08 – 1838.11.15]}.
Τελικά η συνάντηση ΔΕΝ πραγματοποιήθηκε, με εντολή του Βατικανού, αλλά και λόγω της απροθυμίας των ίδιων των παπικών.2
Η πρωτοβουλία των Μαυροκορδάτου και Νέγρη στην συγκεκριμένη περίοδο θα πρέπει να ενταχθεί στην γενικώτερη προσπάθεια να προσεγγισθεί το Βατικανόν, προκειμένου να πετύχουν την μεσολάβησή του στις παπικές Δυνάμεις της Δύσεως, αλλά και για να εξαλειφθεί η αναστάτωση που προκαλούσε στα νησιά, η οξεία αντίθεση των παπικών στις απόπειρες των ελληνικών αρχών να εδραιώσουν την εξουσία τους.3
H Προσωρινή Κυβέρνηση των Ελλήνων πληροφορούμενη εγκαίρως για επικείμενη συνδιάσκεψη στη Βερόνα, θέλησε να εκμεταλλευθεί την συγκυρία και απέστειλε τους Ανδρέα Μεταξά και τον Γάλλο Φιλίπ Ζουρνταίν (Philippe Jourdain).4
Η Ελληνική αντιπροσωπεία έφθασε στην Αγκώνα στις 22 Σεπτεμβρίου 1822 κομίζοντας τρία υπομνήματα: προς τον τσάρο, τους ευρωπαίους ηγεμόνες και τον Πάπα. Δεν κατόρθωσαν να φτάσουν στην Βερόνα επειδή ο Πάπας αρνήθηκε να χορηγήσει τις απαιτούμενες άδειες. Τελικά μέσω ελλήνων εμπόρων και παπικών αξιωματούχων έφθασαν οι επιστολές στον καρδινάλιο Spinola, δύο μέρες μετά το πέρας των εργασιών της διασκέψεως.5
Τον χειμώνα του 1822-1823, η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση απέστειλε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στον Πάπα Πίο Ζ΄, με σκοπό να τον συναντήσει για την προώθηση της ελληνικής υποθέσεως. Φτάνοντας στην Αγκώνα το αίτημα διαβιβάστηκε στον καρδινάλιο Ηρακλή Consalvi, αλλά απορρίφθηκε.
Φαίνεται από διάφορα κείμενα ότι οι αξιωματούχοι του Βατικανού διαβίβασαν στον Π. Π. Γερμανό, «το ενδιαφέρον που πάντα έδειχνε ο παπικός θρόνος για την επιστροφή των ορθοδόξων στην δικαιοδοσία του υπέρτατου ποντίφικα, του υπέδειξε έμμεσα ως πρότυπο για την οποιαδήποτε συζήτηση περί ενώσεως, την σύνοδο της Φλωρεντίας (1439)…».
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, όμως, όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου, Ιερόθεος, «ως Ορθόδοξος Ιεράρχης, δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί μια τέτοια πρόταση που συνιστούσε προδοσία της πίστεως και υποδούλωση της αληθείας της Εκκλησίας, και μάλιστα ήθελε να διαφυλάξει και την Ορθόδοξη Εκκλησία ελεύθερη από κάθε υποδούλωση. Έτσι, προσπάθησε αφ’ενός μεν με διαφόρους τρόπους να αποφύγει να επισκεφθεί την Ρώμη και να συναντήσει τον Πάπα, αφ’ ετέρου δε παραπληροφορούσε εσκεμμένα την Ελληνική πολιτική ηγεσία, με το να τους αποκρύπτει όλα όσα συζητούσε με τους παπικούς αξιωματούχους, γιατί ενδεχομένως η πολιτική εξουσία θα προτιμούσε κάτι τέτοιο, αν αυτό ωφελούσε τα πολιτικά πράγματα που τους ενδιέφεραν εκείνο το χρονικό διάστημα.
Η τακτική αυτή του Παλαιών Πατρών Γερμανού απέβλεπε σε τρεις σκοπούς. Πρώτον, να διαφυλάξει το κύρος και την αλήθεια της ορθοδόξου πίστεως και να μην αλλοιωθεί από διάφορες κακοδοξίες. Δεύτερον, να μην υποσκάψει το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο οποίο ακόμη ανήκε, γιατί τέτοιες πρωτοβουλίες υπάγονται στην κανονική αρμοδιότητά του. Και τρίτον, γιατί ήθελε να διασφαλίσει το κύρος και την ελευθερία της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τις αλλεπάλληλες και σταδιακές πολιτικές παρεμβάσεις, γιατί και τότε φάνηκε ότι η πολιτική ηγεσία, ήθελε να χρησιμοποιήσει την Εκκλησία, για διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες».
Τελικώς, απεφεύχθη  η προδοσία της Πίστεως, χάρη στην τακτική που ακολούθησε ο Π. Π. Γερμανός και για άλλους τρείς λόγους.
Ο πρώτος, διότι ο Πάπας από την αρχή δεν έδειχνε ενδιαφέρον για την υπόθεση αυτή, επειδή οι πολιτικοί ηγέτες της Δύσεως, διέκειντο δυσμενώς απέναντι των Ελλήνων και τους θεωρούσαν τρομοκράτες.
Ο δεύτερος, διότι αντέδρασαν δυναμικά πολλοί, ακόμη και προτεστάντες και προτεσταντίζοντες «διαφωτιστές», όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος δεν επιθυμούσε την κυριαρχία του Παπισμού στην Ελλάδα.
Ο τρίτος, διότι επικράτησε η αγγλική πολιτική που δεν ήθελε να τεθεί η Ελλάδα υπό την επιρροή του Βατικανού και βεβαίως διά του τρόπου αυτού η γαλλική πολιτική να επηρεάζει τα πράγματα.
Πάντως, η τοιαύτη κατάληξη του σοβαρού αυτού θέματος,  απετέλεσε σωτηρία για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος.
Σε μία υστάτη προσπάθεια,ο ένας από τούς απεσταλμένους αντιπροσώπους της επαναστατικής Κυβερνήσεως, ο Γάλλος συνταγματάρχης Philippe Jourdain επιχείρησε, προκειμένου να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Πάπα, να συνάψει συμμαχία με το αποκρυφιστικό τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας, το οποίον τότε, διέθετε ισχυρή επιρροή στο Βατικανό.  Μια τέτοια ενέργεια εάν είχε θετική κατάληξη, θα είχε τραγικές συνέπειες στην Ελλάδα, αφού σύμφωνα με το σχέδιο της συμφωνίας που θα υπεγράφετο, προβλεπόταν εγκαθίδρυση στον χώρο του Αιγαίου, ενός φράγκικου πολιτικο-θρησκευτικού αυτόνομου καθεστώτος. Τελικώς αποφεύχθηκε η σύναψη τέτοιας συμφωνίας, διότι η επαναστατική Κυβέρνηση, ύστερα από αμφιταλαντεύσεις, διέκοψε τις διαπραγματεύσεις και απέρριψε τις προτάσεις των ιπποτών της Μάλτας.
β/. Η αντεπαναστατική στάση των παπικών/«καθολικών», κατοίκων των νησιών του Αιγαίου, με την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. 
Οι Παπικοί ή Φραγκοπαπικοί,6 οι ανιστορήτως και αντι-Αγιογραφικώς αποκαλούμενοι από το Σύστημα, «καθολικοί» ή «Ρωμαιοκαθολικοί», προεπαναστατικώς, αποτελούσαν την μόνη ετερόδοξη θρησκευτική μειονότητα της επικρατείας.7
Αξιόλογες παπικές κοινότητες υπήρχαν εκτός της Σύρου όπου πλειονοψηφούσε, στην βενετοκρατούμενη Τήνο, στην Νάξο, στην Πάρο και στην Σαντορίνη. Στα υπόλοιπα νησιά, Μήλο, Κίμωλο, Σίφνο, Σίκινο, Φολέγανδρο, Μύκονο, Κέα, Κύθνο, Άνδρο, Ίο, Σέριφο, οι παπικές κοινότητες την περίοδο αυτή ήταν ολιγάριθμες ή εντελώς ανύπαρκτες.8
Ο αριθμός των παπικών στα ελληνικά νησιά το 1821, δεν είναι ακριβής: 16.000 για τον Hofmann και 11.000 για τον Σπυρίδωνα Τρικούπη και τον Ιωάννη Φιλήμονα.9
Με την έναρξη της ελληνικής Επαναστάσεως και την γενική πρόσκληση των οπλαρχηγών να συμμετάσχουν στον αγώνα της απελευθερώσεως της Ελλάδος από τον Οθωμανικό ζυγό,  οι κοινότητες των φραγκοπαπικών επέδειξαν αδιαφορία και έσπευσαν να αποστασιοποιηθούν από τις επαναστατικές κινήσεις των ορθοδόξων Ελλήνων και επέλεξαν την αρχή της ουδετερότητος.
Όμως δεν στάθηκαν σε αυτήν την αρχή της ουδετερότητας, αλλά προχώρησαν και σε αντιεπαναστατικές ενέργειες, συνεργαζόμενοι κυρίως με τους ομοδόξους Γάλλους προξενικούς πράκτορες. Διασώζονται πολλά τέτοια περιστατικά και επίσημα κείμενα είτε από τους παπικούς των νησιών είτε από τον γαλλικό στόλο του Αιγαίου, ο οποίος τους προστάτευε. Μία από τις αντεπαναστατικές ενέργειές τους, ήταν η μετ’επιμονής άρνηση της δικαιοδοσίας των ελληνικών αρχών, για την καταβολή φόρων προς αυτές.10
Οι παπικοί Γάλλοι διπλωματικοί εκπρόσωποι, παρακινούσαν τους ομοθρήσκους τους να διατηρήσουν ουδετερότητα. Οι πληθυσμοί αυτοί, ήταν περισσότερον προσκεκολλημένοι στην θρησκεία τους, παρά στην εθνικότητά/υπηκοότητά τους και την πολιτειακή τους ταυτότητα. Για τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ήθελαν να αποφύγουν αντίποινα των Οθωμανών, αλλά και δεν έτρεφαν ελπίδες εκ μέρους τους, για ευτυχή κατάληξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Δεν έλειψαν και μεμονωμένες επιδοκιμασίες της αίσιας εκβάσεως της Επαναστάσεως, από παπικούς όπως του επισκόπου Ζακύνθου.11
Οι δυτικές διπλωματικές αποστολές, παρείχαν προστασία στους φραγκοπαπικούς (λατινικού) θρησκευτικού δόγματος Έλληνες, ενώ έφταναν στο σημείο να απειλούν τους Ορθόδοξους Έλληνες, αν έβλαπταν τους παπικούς συντοπίτες τους: Μία τέτοια περίπτωση αναφερόμενη από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ήταν του Αυστριακού ναυάρχου Παυλούκη που απείλησε σχετικά τους Ορθόδοξους Ναξιώτες.12
β/. Τα μισελληνικά αισθήματα κατά των Ελλήνων και η φιλο-οθωμανική στάση των φραγκοπαπικών («καθολικών») του Αιγαίου, κατά την διάρκεια της Επαναστάσεως.13
1//. Oι παπικοί της Σύρου
Στην Σύρο, μεταξύ της 20ης Απριλίου, οπότε εστάλη η πρόσκληση των Υδραίων και της 10ης Μαΐου 1821, οπότε οι πρόκριτοι της Σύρου υπέβαλαν αίτημα προς τον προξενικό πράκτορα της Γαλλίας Natale Vuccino για να ενταχθεί το νησί τους υπό Γαλλική προστασία, έλαβε χώρα σύσκεψη των κοινοτικών και εκκλησιαστικών αρχών του νησιού.14 Στην σύσκεψη  «αποφασίστηκε η μη συμμετοχή τους στην επανάσταση» και η τήρηση «ουδετερότητος».
Οι Συριανοί παπικοί («καθολικοί»), περισσότερο από τους άλλους, από την αρχή, είχαν δείξει την αντίδρασή τους στην επανάσταση κι’ έχοντας την γαλλική υποστήριξη, έρχονταν σε συνεννόηση με τούς Οθωμανούς. Έγιναν πληροφοριοδότες/ ωτακουστές των Οθωμανών.
Και το χειρότερο! Επλήρωναν φόρους στους Οθωμανούς, ενώ ηρνούντο να αναγνωρίσουν την νόμιμη Ελληνική Επαναστατική κυβέρνηση και να πληρώσουν τους αναλογούντες φόρους. Αντιθέτως, εφοδίαζαν τους Οθωμανούς με κάθε είδους εφόδια κι’ έτσι επλούτισαν μάλιστα πολλοί, από αυτού του είδους το εμπόριο και την μαύρη αγορά πού ασκούσαν.
Ένεκα του πλουτισμού και της αντεθνικής δράσεώς τους, οι Συριανοί ήσαν μισητοί στους άλλους Έλληνες. O Γάλλος ναύαρχος Ζουριέν ντε λα Γκραβιέρ (Jurien de La Gravière)15 μας πληροφορεί σχετικώς:
«Ιδίως η Σύρος, έξήπτε τήν οργήν τών φιλοταράχων γειτόνων της… Τό μίσος, ο κακός ούτος σύμβουλος λαών και ατόμων, έξήγειρε μεθ’ όλα ταύτα ζηλότυπον λύσσαν έπί τή παροδική τής Σύρου εύδαιμονία».16
Στην Σύρο, μεταξύ της 20ης Απριλίου, όταν εστάλη η πρόσκληση των Υδραίων και στις 10 Μαΐου 1821, οπότε οι πρόκριτοι της Σύρου υπέβαλαν αίτημα προς τον προξενικό πράκτορα της Γαλλίας Natale Vuccino για να ενταχθεί υπό Γαλλική προστασία το νησί, έλαβε χώρα σύσκεψη των κοινοτικών και εκκλησιαστικών αρχών του νησιού, στην οποίαν οι παπικοί με εντολή του παπικού επισκόπου τους, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.
Εκείνο όμως πού τούς έκαμε περισσότερο μισητούς στους Ορθοδόξους Έλληνες, ήταν όταν με την άφιξη του Οθωμανικού στόλου (τον Σεπτέμβριον τοϋ 1822), «οι φιλότουρκοι τής Σύρας έσπευσαν νά προσφέρωσι τήν βαθείαν yπόκλισίν των τω Καπητάμπασα, αποστείλαντες τούς προεστώτάς των είς τήν ναυαρχίδα».
Όταν ο Τουρκικός στόλος έβγαινε στο Αιγαίο, οι Συριανοί πρόκριτοι έσπευδαν να κομίσουν διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης και υπακοής στις Οθωμανικές αρχές και να ζητήσουν εγγυήσεις προστασίας, οι οποίες δίνονταν ακόμα και πριν την αναχώρησή του στόλου, στον Γάλλο επιτετραμμένο στην Κωνσταντινούπολη. Οι παπικοί της Σύρου, μάλιστα, διέθεταν μόνιμο αντιπρόσωπό τους-καπουκεχαγιά- στην Κωνσταντινούπολη, για την προώθηση των συμφερόντων τους. O Νικόλαος Σπηλιάδης αναφέρεται σε συγκεκριμένες ενέργειες των παπικών της Σύρου, όπως την αποστολή τροφίμων στους Οθωμανούς του Ναυπλίου και της Καρύστου.
Αλλά και η καταστροφή τής Χίου, έδωσεν αφορμή νά φανούν τά πραγματικά μισελληνικά και μισαλλόδοξα αίσθήματα των παπικών της Σύρου. Όταν έμαθαν τις φοβερές σφαγές της Χίου, εξεδήλωσαν την χαρά τους «διά χορών και ασμάτων»! Όπως τονίζει ο γερμανός ιστορικός Γ. Χέρτσμπεργκ:17
«Η άτοπος χαρά, μεθ’ ής λέγεται ότι οι Λατίνοι κάτοικοι τής Σύρου (ΣΣ: Δηλαδή οι φραγκοπαπικοί  Έλληνες) έχαιρέτιζον τάς συμφοράς τών Ελλήνων, και ιδίως τήν πτώσιν τής Χίου, και άλλα δείγματα εχθρικών φρονημάτων έπήνεγκον εν Σύρω ήδη περί τά τέλη τοϋ 1822 πολλάς πολλάκις γενομένας συγκρούσεις προς τούς Ιονίους ναύτας και προς άλλους Ελληνας νησιώτας».
Ακόμα, όταν οι πρόσφυγες από τις Κυδωνίες, την Σμύρνη, την Χίο κι’ αργότερ’ άπό τά Ψαρά, εζήτησαν εκεί καταφύγιο, οι Συριανοί, όχι μόνο δέν τούς είδαν «με καλόν όμμα», άλλά και «οι ελεεινότεροι αυτών (οι Λατινοέλληνες) Συριανοί —ίνα μή μιανθώσιν βεβαίωςάντέκρουσαν και δι’ όπλων τήν θρησκευτικήν λατρείαν τών έν τη νήσω καταφυγόντων ορθοδόξων τής Σμύρνης, τών Κυδωνιών και διαφόρων άλλων τόπων».
Όμως, οι παπικοί δεν περιορίζονταν μόνο στο να εμποδίζουν τους Ορθοδόξους ακόμη και να τελούν τις θρησκευτικές τους τελετές. Έφθασαν στο σημείο, να απαγορεύσουν στον λαό να τους πουλάει ψωμί και δεν τους επέτρεπαν ακόμη να παίρνουν και νερό!.
Ό δήμαρχος Πειραιώς Λουκάς Ράλλης (1794-1879), στις αναμνήσεις του,18 γράφει για την «γενική δυστυχία» των προσφύγων, εξ αιτίας της απάνθρωπης και μισαλλόδοξης συμπεριφοράς των παπικών, και ότι «οι πλείστοι ήσαν με λευκούς σκούφους επί τής κεφαλής, με μισά σανδάλια, πολλοί με εσχισμένα ρούχα, αλλ’ όλοι ως μέλισσαι περιτρέχοντες προς εξοικονόμησιν των αναγκαίων και περί της επαναστάσεως, πάντες ούχ’ ήττον φροντίζοντες και ανεξετάζοντες».
Παρ’ όλη την εξαθλίωση τους, όμως εκείνοι οι Έλληνες πρόσφυγες, είχαν τον νου τους πάντα και μόνον στην Επανάσταση!
Η απάνθρωπη, αντιχριστιανική, μισαλλόδοξη και ανθελληνική στάση των Συριανών, ανάγκασαν τους Έλληνες αγωνιστές να είναι αντίθετοι στην εγκατάσταση των προσφύγων (όταν μάλιστα τύχαινε νά είναι και εύποροι προύχοντες), ιδιαίτερα στήν Σύρα, πού ήταν εχθρική προς την επανάσταση. «Το μόνον άπευκταίον και άτιμον, έγραφε ο αντιπρόσωπος του Υψηλάντη, Σάλλας, «το νά καταφύγωσιν οι ομογενείς μας εις τούς μόνους άσπονδους εχθρούς μας» (ΣΣ: Τούς Συριανούς).
Όπως ήταν φυσικό, οι εχθρικές αυτές εκδήλωσες των παπικών νησιωτών, δημιουργούσαν καθημερινές προστριβές με τούς πρόσφυγες.
Η κατάσταση εκτραχύνθηκε περσότερο, όταν οι Κεφαλλωνίτες πού είχαν συμπλακεί με τούς Συριανούς (άγανακτισμένοι επειδή οι παπικοί προεστώτες τους, είχαν προσκύνησει τον Καπετάν πασά), ξαναγύρισαν στις 12 Δεκεμβρίου του 1822, μαζί με τον Ζακυνθινό Νέστορα Φαζιόλη, κι’ άλλους επτανησιώτες και νησιώτες για να πάρουν εκδίκηση και να λαφυραγωγήσουν. Οι παπικοί της Σύρου όμως, με την βοήθεια του αυστριακού πολεμικού ναυτικού, κατόρθωσαν να τους αποκρούσουν.
Ωστόσο, οι συγκρούσεις μεταξύ «Παροίκων» (όπως έλεγαν τούς πρόσφυγες), και των Συριανών, συνεχίστηκαν και η κατάσταση είχε φτάσει σέ οξύτατο σημείο. Γι’ αυτό αναγκάστηκε η Διοίκηση να στείλει τον Ιανουάριο του 1823 δικό της άνθρωπο στην Σύρο, «για νά καθησυχάση τά διατεταραγμένα τών ανθρώπων εκείνων πνεύματα, και τάς δύο φατρίας νά συμβιβάση, όσον είναι δυνατόν νά γίνη τούτο με άπλούς λόγους και νουθεσίας».
Στο μεταξύ, στις 10 Φεβρουαρίου του 1823, ξαναγύρισ’ ο Φαζιόλης με 2000 άνδρες στην Σύρο και με αναφορά του, εξιστόρησε στην Διοίκηση, την έκρυθμη κατάσταση:
«…ών εις τήν Σύραν, έβιάσθην νά δεχθώ και νά προφυλάξω είς τό ίδιον (πλοίον) τούς κατατρεγμένους Ελληνας παρά τών Συριανών και διά περισσοτέραν άσφάλειάν των νά υψώσω και τήν έλληνικήν σημαίαν και με τά όπλα νά προφυλάξω τήν ζωήν πολλών οπού ήθελον αδίκως νά θυσιασθοΰν παρά τών ιδίων».
Ο Φαζιόλης αφού έκαψε μερικές αποθήκες στην παραλία, ετοιμαζόταν να εισέλθει στην άνω πόλη, όπου ζούσαν κυρίως οι παπικοί (εκτός από 12 οικογένειες), που τους προστάτευαν ιδιαίτερα οι Γάλλοι, αλλά ό Γάλλος πλοίαρχος Άργκούς, με τό πολεμικό του «Estafette», με κανονιοβολισμούς, ανάγκασε τους οπαδούς του να αποσυρθούν, ενώ οι φραγκοπαπικοί/ «Καθολικοί» Έλληνες, είχαν υψώσει την γαλλική σημαία και ζητούσαν την βοήθεια του βασιλέως της Γαλλίας!
Στις 5 Ιουλίου 1823, ο Ν. Φαζιόλης με ένα μπρίκι και 12 κανόνια, αφίχθη για τρίτη φορά στην Σύρο, με την διαφορά, ότι τώρα ερχόταν όχι ως ιδιώτης, αλλά ως επίσημος πλέον και αναγνωρισμένος από την Διοίκηση «πολιτάρχης» (αστυνόμος), προς επιβολήν της τάξεως.
Όμως, οι παπικοί έσπευσαν αμέσως και πάλιν, να ειδοποιήσουν τον Γάλλο πλοίαρχο Δεριγνύ, που ήρθε την άλλη ημέρα με το πολεμικό του «Μήδεια» και κατάσχεσε το βρίκι ως πειρατικό, έστειλε τούς άνδρες της πολιταρχίας (κυβερνητικής Αστυνομίας) στήν Υδρα και τόν Φαζιόλη «σιδηροδέσμιον» τον παράδωσε στους Αγγλους στήν Ζάκυνθο, οι οποίοι και τον εφυλάκισαν.
Παρ’ όλην όμως την αποτυχία των επιδρομών και την σύλληψη του Φαζιόλη, η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι έκρρυθμη και να σημειώνονται πολλές αυθαιρεσίες, ακόμη κι’ εγκλήματα και κλοπές. Μετά την τόσο κρίσιμη αυτή κατάσταση ανάμεσα στους «παροίκους» που τους έδερνε «γενική δυστυχία» και τους φανατισμένους φραγκοπαπικούς («Καθολικούς»), ο Αλέξανδρος Αξιώτης, έπαρχος στην Σύρα και την Μύκονο, αηδιασμένος και απογοητευμένος υπέβαλλε την παραίτησή του !
Ο έπαρχος που διαδέχτηκε αργότερα τον Αξιώτη, ο γαμπρός των Κουντουριωταίων, Ελ. Δρίτσας, προσπάθησε με αυστηρά μέτρα και μέσα, να επιτύχει την ειρήνευση. Αλλά και αυτός δυσαρέστησε ιδιαίτερα τούς ανικανοποίητους παπικούς (τους οποίους επροστάτευαν οι Γάλλοι στήν άνω Σύρα), οι οποίοι εκάλεσαν πάλι τον Δεριγνύ (Ντέ Ριγνύ) [όπως γράφει ο Λουκάς Ράλλης στις αναμνήσεις του]. Ο Δεριγνύ έστειλε πολεμικό και οι ναύτες του μετέβησαν στο Διοικητήριο και αφού απήγαγαν τον έπαρχον Δρίτσα «διά τής βίας», τον έφεραν «όπου έδρευεν, η Ελληνική Κυβέρνησις»!
Στον οικονομικό απολογισμό της Συριανής φραγκοπαπικής («Ρωμαιοκαθολικής») κοινότητας για το χρονικό διάστημα Νοεμβρίου 1821-Νοεμβρίου 1822, δεν αναγράφεται κανένα κονδύλι υπέρ της Ελληνικής Επαναστάσεως. Αντίθετα αναγράφονται για την παροχή υπηρεσιών υπέρ των διερχόμενων το νησί τους Οθωμανών ή για την εξαγορά Οθωμανών αιχμαλώτων.
Απίστευτα και όμως, αληθινά, μισελληνικά, μισαλλόδοξα,δηλαδή φραγκοπαπικά!
Για την άντεθνική αυτή στάση των Ελλήνων «Καθολικών», και τις αυθαίρετες ενέργειες των Γάλλων, η Ελληνική κυβέρνηση, από τις αρχές του 1823, θεωρούσε ότι η κοινότητα των Σύρων, βρισκότουν σε κατάσταση «άντιπραττούσης ούδετερότητος», αλλά για λόγους εξωτερικής πολιτικής, επειδή δεν ήθελε να εκτραχύνει περισσότερο τα πράγματα «τήν ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη, ηπράκτει έναντι αυτής».
2//. Οι παπικοί της Τήνου.
Στην Τήνο αρχικώς αρκετοί παπικοί αυθορμήτως έλαβαν μέρος στην συνέλευση των εξεγερμένων κατοίκων του νησιού, αλλά μετά από πρόσκληση που έστειλαν στον παπικό επίσκοπο κι’ αφού εκείνος απάντησε αρνητικά, αποχώρησαν.
Σε επιστολή της 8ης Μαΐου 1822 του παπικού επισκόπου Τήνου, γράφονται και τα εξής αποκαλυπτικά:
«Μόλις άρχισε η επανάσταση αυτού του ελληνικού έθνους, επεδίωξα με κάθε επιμέλεια να τηρήσω μια τέλεια ουδετερότητα, τόσον εγώ όσον και πάντες οι καθολικοί, και μέχρι του παρόντος κανένας καθολικός δεν έχει πιάσει όπλα εναντίον του κυριάρχου (δηλ. του Σουλτάνου). Επειδή από αυτή την αιτία απειλήθηκα μαζί με όλο τον κλήρο, και υπήρξε μεγάλος κίνδυνος να αρπαχθούν οι εκκλησίες μας, αμέσως ζήτησα την βοήθεια και την προστασία της Γαλλίας». 
Και στην Τήνο οι παπικοί, αν και λιγώτεροι (25 χωριά παπικά, σέ 65 ορθόδοξα), φανατισμένοι από τους παπικούς ιερωμένους, με την ανοχή και την ενίσχυση (οικονομική και ηθική) που τους παρείχαν οι Δυτικοί πρόξενοι, κατατυραννούσαν και ελήστευαν τους Ορθόδοξους, όπως διαβάζουμε σ’ έγγραφο τους, προς στον έπαρχο Εμμανουήλ Σπυρίδωνος:
«…Ένώ φερόμεθα πρός αυτούς με τόσην πολιτικήν εύγένειαν ώστε ούτε εις αυτούς τούς ομοθρήσκους μας δέν φερόμεθα αυτοί όμως (οι Καθολικοί) δέν παύουν με όλους τούς τρόπους νά μας ενοχλούν, νά μας υβρίζουν, νά μας περιπαίζουν και νά μας καθυβρίζουν άναιδώς και ασεβώς τήν Διοίκησίν μας, τήν σημαίαν μας, τήν θρησκείαν μας, τήν ίεράν κοινωνίαν μας, τά ίερά έθιμα μας και όλας τάς έκκλησιαστικάς και πολιτικάς πράξεις μας, νά κλέπτουν τά ζώα μας και τούς καρπούς μας, νά μας υβρίζουν ν ά μ ά ς δ έ ρ ο υ ν, νά μας έπαπειλούν ότι όταν ήθελον έλθει οι Τούρκοι, θέλουν μας έβγάζει με τά λαγωνικά άπό τά σπήλαια διά νά μας παραδώσουν είς αυτούς, και άλλα μυρία αφόρητα κακά μάς κάνουν, τοσαύτα και τοιαύτα, ώστε σας διαμαρτυρόμεθα τον Θεόν και όρκιζόμεθα είς το ιερόν όνομα τής πατρίδος, ότι ούτε άπό αυτούς τούς εχθρούς μας έπί τής τυραννίας των ούτε έδοκιμάζομεν, ούτε ύπεφέρομεν έργα τοσούτον σκληρά και απάνθρωπα… Ήλθομεν πολλάκις άπό διάφορα χωρία δαρμένοι άπό τούς Δυτικούς…
Πηγαίνομεν είς τον υποκονσολάτον (τον ύποπρόξενο), πολλάκις διά νά παραπονεθώμεν διά τά βάσανα μας, και αυτός όχι μόνον δέν δίδει άκρόασιν είς τάς δίκαια μας, άλλά μας υβρίζει, μας ξεκοντά και μάς διώχνει φοβερίζοντας μας». Και τον κόνσολο Μιχαήλ Σπαθάρη, τον κατηγορούσαν γιά δωροδοκίες και καταχρήσεις και ότι δέν έδειξε κανένα ενδιαφέρον.
Γι’ αύτό ζητούσαν από τον έπαρχο νά αντικαταστήσει τον κόνσολο, άλλως απειλούσαν ότι θά αναφερθούν στην Διοίκηση και ότι «θέλομεν εκδικηθεί με τάς χείρας μας εναντίον τών άδικούντων».
Για τους παπικούς γράφουν ακόμα, ότι «αυτοί όχι μόνον καμμίαν συνεισφοράν δέν έκαμαν άλλά ούτε τά εθνικά δικαιώματα, καθώς δέκατα τής ελληνικής γής και τελώνια… δέν έδωσαν, ένώ είς τον τύραννον έδιδον τά δεκαπλάσια».
3//. Οι παπικοί της Νάξου και της Σαντορίνης.
Η πρώτη φιλο-οθωμανική ενέργεια ήταν αυτή των παπικών της Νάξου η οποία εκδηλώθηκε τον Μάϊο του 1821. Σύσσωμη η «καθολική» κοινότητα του νησιού, με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Veggetti, επιχείρησε να αποσπάσει όσο το δυνατόν πιο πολλούς από τους 110 αιχμαλώτους Οθωμανούς από τα χέρια των επαναστατών, οι οποίοι τους είχαν συλλάβει για να τους θανατώσουν ως αντίποινα για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη. Η ενέργεια αυτή δεν υπαγορεύθηκε από φιλανθρωπία αλλά ήταν, όπως ο ίδιος ο Veggetti δήλωνε σε γραπτή αναφορά του στον Γάλλο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, «απόδειξη της σταθερής αφοσιώσεως από όλους τους Καθολικούς προς το νόμιμο Κυριάρχη τους».
Στη Νάξο η συμμετοχή των παπικών του νησιού, υπαγορεύθηκε από την αποφυγή αντιποίνων σε βάρος τους. Τέλος, για την Σαντορίνη οι παπικοί εξεδήλωσαν την αποχή τους από την επανάσταση και την υπαγωγή τους στην γαλλική προστασία, επιλέγοντας να υψώσουν στους ναούς τους την γαλλική σημαία!!!
Όταν ο Οθωμανικός στόλος πλησίασε στην Σαντορίνη, οι Δυτικοί υποπρόξενοι, έκαμαν επίσκεψη στον ναύαρχο Μεχμέτ Αλή «κομίσαντες αύτώ πλούσια δώρα». Και ο Άγγλος αντιπρόξενος στην Πάρο, έτρεξε νά χαιρετίσει τον Καπετάν Πασά, όταν έφτασε έκεί.
Ο Κωνσταντίνος Μεταξάς, αρμόδιος Αρμοστής για την διοικητική οργάνωση των νησιών του Αιγαίου, κατά την διάρκεια επισκέψεώς του τον Ιούλιο του 1822 στην Σαντορίνη, λόγω των φημών που κυκλοφορούσαν για την εισβολή του Δράμαλη στην Πελοπόννησο, με αφορμή την άφιξη του αιγυπτιακού στόλου στο νησί, οι παπικοί θέλησαν να ανυψώσουν την Οθωμανική σημαία αλλά τελικά ύψωσαν την σημαία της Ιερουσαλήμ. Επίσης συνέλαβαν τον Μεταξά και επιχείρησαν να τον παραδώσουν στους Αιγύπτιους.19
γ/. Λοιπές μαρτυρίες για την φιλο-οθωμανική/αντεπαναστατική και μισαλλόδοξη δράση των παπικών στο Αιγαίον.
.Ο σύγχρονος των γεγονότων της επαναστάσεως, ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων(1798/99–1874), γράφει για την αντεθνική στάση των παπικών:20
«Οι έτερόδοξοι άντεβοήθουν τοις Τούρκοις, εδώ μέν παρεμβάλλοντες μυρία προσκόμματα, εκεί δε σιτίζοντες φρούρια πολιορκούμενα, και πανταχού, όπου άν ήδύναντο, κατασκοπεύοντες και προδίδοντες παν Ελληνικόν  κίνημα… Κατά τόν αγώνα είδομεν Τούρκους στρατεύοντας μετά των Ελλήνων ουχί δέ και Λατινοδόξους Έλληνας του Αιγαίου οπλιζομένους υπέρ της κοινής πατρίδος».
.Ο Κυκλαδίτης ιστοριογράφος Δημ. Πασχάλης (1864-1944), είναι εξ ίσου κατηγορηματικός:21
«Οι Καθολικοί καίτοι πάντες σχεδόν Ελληνες τό γένος και τήν έλληνικήν γλώσσαν λαλούντες, λόγω μόνον της διαφοράς του θρησκεύματος έκώφευσαν είς τήν φωνήν της πατρίδος και έτήρησαν πράγματι άντεθνικήν στάσιν καθ’ όλην τήν διάρκειαν του άγώνος
Αμέσως λοιπόν, μόλις άρχισε η επανάσταση, οι Ελληνες «Καθολικοί» εξεδήλωσαν την αντίδραση, με την άρνησή τους να αναγνωρίσουν την Ελληνική Διοίκηση και να της πληρώνουν φόρους, ενώ με προθυμία και χωρίς να τούς αναγκάζει κανείς επλήρωναν στους Τούρκους!».
.Από έγγραφο, πού έστειλε ο έπαρχος Τήνου Σπυρίδων, γράφοντας στα 1822 στην «Προσωρινήν Διοίκησιν Ελλάδος», βλέπουμε, ότι οι «Καθολικοί» «μή άναγνωρίζοντες τήν Έλληνικήν Διοίκησιν ουδέν άπέδιδον, καίπερ έχοντες τά πλέον εύκαρπα μέρη».
Το πράγμα επιβεβαιώνεται και από πίνακα, που ευρήκε ο Ν. Άρμακόλλας, στ’ αρχεία της Επισκοπής των παπικών στην Ξυνάρα της Τήνου, όπου φαίνεται, ότι υπήρχαν συνολικά 2.193 οικογένειες. Από αυτές, οι 850 ήσαν Λατίνοι και οι 1343 Όρθόδοξοι. Και όλη η άξια των κτημάτων ήταν 412.523 άσπρα. Τα κτήματα των Λατίνων είχαν αξία 220.000 άσπρα, ενώ σε αναλογία με τους αριθμούς, έπρεπε να έχουν 159.893 άσπρα.
Οι πλουσιότεροι λοιπόν ήσαν οι φραγκοπαπικοί, όπως έγραφε και ό Έπαρχος και όμως ΔΕΝ έδιναν τίποτε για την επανάσταση!
.Όπως τονίζει ο Δ. Κόκκινος: «…πλην ελαχίστων, που εδείχθησαν πραγματικοί Έλληνες κατά τον αγώνα, οι άλλοι (Καθολικοί) αντέδρασαν όσον ημπόρεσαν και κρυφά και φανερά, προσεπάθησαν να εμφανίσουν τας νήσους των ώς αντιστρατευομένας εις την επανάστασιν και πολλοί από αυτούς έδρασαν ώς πραγματικοί εχθροί, έφοδιάζοντες πολιορκούμενα τουρκικά φρούρια, κατασκοπεύοντες τους Έλληνας, και εξακολουθούσαν να καταβάλλουν τον προς τούς Τούρκους φόρον και κατά τήν διάρκειαν της επαναστάσεως, παρουσιάζοντες κατ’ αύτόν τον τρόπον άμφίβολον τήν ελληνικότητα τών νήσων των».
Αργότερα μάλιστα, οι παπικοί ξεθάρρεψαν με τήν έξοδο του Οθωμανικού στόλου στο Αιγαίον, δέν ήθελαν να εκπληρώσουν με κανένα πλέον τρόπο, τα εθνικά καθήκοντα ως Έλληνες πολίτες, ενώ με προθυμία μεγάλη εξακολουθούσαν νά πληρώνουν στούς Οθωμανούς.
Συχνά διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις για να κάμψουν το φρόνημα των επαναστατημένων νησιωτών ή επιχειρούσαν να αποσπάσουν έγγραφες δηλώσεις υποταγής στον Σουλτάνο από τις τοπικές αρχές των νησιών!!!
.Ακόμα και μετά τον αγώνα, ενώ οι Οθωμανοί έπαψαν τα μίση, οι φραγκοπαπικοί Έλληνες, εξακολουθούσαν να μισούν τούς συμπολίτες και πολλούς ομοφύλους τους Έλληνες: «Έκ των τοιούτων Δυτικών Ελλήνων υπήρξαν και τίνες, οι οποιοι έστελλον τροφάς εις τούς Τούρκους τής Εύβοιας και της Κρήτης και ώδήγουν ώς ναυαγοί τούς Τουρκικούς στόλους, εις εκείνα τα μέρη». (Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα», τ. Α΄, σ. 556).
δ/. Ο φιλοπαπικός ρόλος των ξένων προξένων στις περιοχές του Αιγαίου, όπου κατοικούσαν φραγκοπαπικοί
-Στην αντεπαναστατική στάση των παπικών στην Ελληνική Επανάσταση, συντέλεσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό, και οι πρόξενοι των ξένων δυνάμεων, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Αγγλίας, που ήσαν φανατικοί Οθωμανόφιλοι και αντιδρούσαν με πείσμα στην επανάσταση. Οι Άγγλοι μάλιστα πρόξενοι στην Ελλάδα, όπως έλεγε ο Π. Π. Γερμανός «ήσαν Τούρκοι απέναντι τών Ελλήνων».
O Δεγρανμπρέ, διοικητής της φρεγάδας «Σαλαμάνδρα», απαγόρευε «κατά διαταγήν ανωτέραν», στον έπαρχο της Νάξου, Φώτη Καραπάνου, να εισπράξει τα δέκατα από τους Γκραικολατίνους, γράφοντάς του, μεταξύ άλλων:
«Οι καθολικοί Λατίνοι Έλληνες ή και άλλοι, προστατεύονται υπό της Γαλλίας… Θά σας εμποδίσω διά της βίας, του νά φορολογήσετε οπωσδήποτε τα υπάρχοντά των». Και απειλούσε, ότι θα τον έδιωχνε στην Υδρα.
-Ο Άγγλος διοικητής της κοβέρτας «Μεδίνα», απαγόρευε  (άκουσον ! άκουσον !) στον έπαρχο Άξιώτη, στήν Σύρα νά φορολογεί υπηκόους Άγγλους, πού έμπορευόντουσαν εκεί. Στις  22 Όκτ. 1823, σε σχετική επιστολή του έγραφε:
«θά είσθε ατομικώς υπεύθυνος, και επικίνδυνος ίδίως».
-Επειδή οι παπικοί με δική τους πρωτοβουλία, αλλά και γιατί τους παρακινούσαν οι πρόξενοι και οι πλοίαρχοι των ξένων δυνάμεων, ηρνούντο να πληρώσουν τους φόρους, ο Παπαφλέσσας υπουργός των Εσωτερικών, έστειλε (9 Ιουνίου 1823), προκήρυξη στους Έλληνες παπικούς, όπου τους τόνιζε, ότι:
«υπάρχουν πολλά Έθνη, έκαστον των οποίων συνίσταται από θρησκευτάς διαφόρων διδασκαλιών, οίτινες με όλον τούτο είναι είς εν Έθνος συνδεδεμένοι…πχ. η Γερμανία, η Όλλανδία, Γαλλία έχουν Ευαγγελικούς/ Προτεστάντες, Καθολικούς και άλλων διαφόρων διδασκαλιών χριστιανούς, και όμως αποτελούν εν και μόνον Εθνος», τό καθένα τους. «Και σεις λοιπόν — συνεχίζει — οι χριστιανοί της Δυτικής Εκκλησίας, όσοι είσθε γεννημένοι είς τήν Ελλάδα, είσθε αχώριστοι άπό τό Εθνος μας. Έάν εκατηχήθητε από ιερείς της Δυτικής Εκκλησίας, έπαύσατε τάχα νά είσθε του αυτού Έθνους με τούς, όσοι εκατηχήθησαν από ιερείς της Ανατολικής Εκκλησίας; Μή γένοιτο!
Άλλο Εθνισμός, και άλλο θρησκεία. Και σεις είσθε Έλληνες, και υπόκεισθε άπαρασάλευτα εις τα αυτά εθνικά χρέη, και έχετε τα αυτά εθνικά δικαιώματα, καθώς και οι τής Ανατολικής Εκκλησίας χριστιανοί. Όθεν σας συμβουλεύομεν πατρικώς νά γνωρίσετε τά όποια έχετε πρός τήν κοινήν Πατρίδα χρέη, νά ύπόκεισθε ευπειθώς είς τούς νόμους του Εθνους μας, νά πληρώνετε το δέκατον τών προϊόντων τής ιδιοκτήτου γης σας και τάς λοιπάς νομίμους συνεισφοράς, ώς και οι λοιποι Έλληνες».
-Γιά τον ίδιο λόγο, έγραφε και ο Δημ. Υψηλάντης στον Έπαρχο Εύάγγ. Μαντζαράκη, στην Θήρα:
«Έκ του γράμματος τών εφόρων βλέπω, ότι οι Λατίνοι συμπατριώται σας ετόλμησαν νά αρνηθώσι το χρέος τής αναλόγου φορολογίας. Δέν τούς έπρεπε διά θρησκευτικάς διαφοράς νά αναισθητώσι εις τά πολιτικά χρέη των και νά φέρωνται είς τήν ίεράν πατρίδα ώς εχθροί.
Πασχίσατε λοιπόν να τούς δώσετε να καταλάβουν ότι είναι συμπατριώται, ομογενείς και ότι είναι χρέος των και χριστιανικόν και πολιτικόν να αγαπούν τήν πατρίδα, να συνεισφέρουν εις τας κοινάς χρήσεις της και ως αδελφοί και τέκνα της αυτής μητρός να συναγωνίζωνται προθύμως υπέρ της ελευθερίας της»
-Κατά τον Δημ. Πασχάλη:
«Ολοι τους αυτοί οι πρόξενοι τών ξένων δυνάμεων «οι οποίοι όλοι σχεδόν ήσαν εντόπιοι του δυτικού δόγματος, λησμονούντες όμως την ελληνικήν καταγωγήν των και τυφλοί εκ της μισαλλοδοξίας», κατάτρεχαν φανερά τήν επανάσταση, παρακινούσαν τόν πληθυσμό νά μήν πληρώνει φόρους στην Ελληνική Διοίκηση, να μην υπηρετεί στο ελληνικό ναυτικό και στρατό και να προσκυνήσει στους Τούρκους. Ακόμα κυκλοφορούσαν και κίβδηλα νομίσματα και έτσι «γινότουν παραχάραξη τών ελληνικών».
-Στην Μύκονο και στήν Σύρα, «ο Έπαρχος δέν ύψωσε τήν Έλληνικήν σημαίαν, διότι οι πρόξενοι και οι πράκτορες τών ξένων δυνάμεων δέν επέτρεψαν».
Ό Παπαφλέσσας έχοντας υπ’ όψη του, ότι ο Γάλλος πρόξενος στην Τήνο «παραβαίνει τα χρέη του και τολμά να λάβει επιρροήν εις τα πράγματα τού Εθνους», κατήγγειλε στο Εκτελεστικό Σώμα, τις παραβάσεις του προσθέτοντας: «τής αυτής διαθέσεως είναι και οι λοιποί έν Ελλάδι πρόξενοι τών Ευρωπαϊκών Αυλών». Γι’ αυτό, πρότεινε να ληφθούν μέτρα.
Ο Γεν. Γραμματέας του Εκτελεστικού κοινοποίησε σχετικήν εγκύκλιο, τονίζοντας ανάμεσα στ’ άλλα: «..Και κυρίως πρόξενοι άν ήσαν, πλειότερον έπρεπε να περιορίζωνται εις τα του υπουργήματός των και να μη τολμούν παντάπασιν να ανακατεύονται εις τα Ελληνικά πράγματα».
*
Τόσον οι εκκλησιαστικές όσο και οι κοινοτικές αρχές των φραγκοπαπικών του Αιγαίου, καίτοι αποτελούσαν τμήμα του κρατικού μηχανισμού της επαναστατημένης Ελλάδος, ετήρησαν από την αρχή της επαναστάσεως «μία στάση ενεργώς αντεπαναστατική, φιλο-οθωμανική και γι’ αυτό τον λόγο κατ’ εξοχήν ανθελληνική».
Την απαράδεκτη και μισελληνική αυτή στάση τους, επεδίωξαν να καλύψουν με το προσχηματικό και έωλο εξ επόψεως Διεθνούς Δικαίου επιχείρημα της ουδετερότητας, με προφανή επιδίωξη να αποφύγουν κατά το δυνατόν, τις εναντίον τους δικαιολογημένες, αν και όχι σπάνια οξύτατες, αντιδράσεις των επανασταστημένων Ελλήνων συμπατριωτών τους.
Προς επίτευξη αυτού του σκοπού, επεδίωξαν και επέτυχαν να εξασφαλίσουν την ηθική, πολιτική και στρατιωτική προστασία της Γαλλίας και των λοιπών προστάτιδων δυνάμεων (παπικών ή προτεσταντικών).
Η προστασία που ετύγχανον οι παπικοί των νήσων, κυρίως από την ομόδοξη Γαλλία, με προθυμία και χωρίς κανένα περιορισμό, τους παρεσχέθη αφού η ίδια η γαλλική κυβέρνηση, θεώρησε ότι της παρουσιαζόταν  η ευκαιρία να αποκτήσει  ένα δικαίωμα, το οποίον είχε αρνηθεί πεισματικώς στο παρελθόν να της παραχωρήσει ακόμη και η Οθωμανική κυβέρνηση, στα πλαίσια των Διομολογήσεων.22
Είναι προφανές ότι οι παπικοί του Αιγαίου, ΔΕΝ ενεργούσαν αυτοβούλως ή επιπολαίως, κατά των Ορθοδόξων συμπολιτών τους. Ακολουθούσαν πιστά τις εντολές του Βατικανού στον θρόνο του οποίου ευρίσκετο ο Πάπας, ο οποίος ΟΥΔΟΛΩΣ συνεκινείτο από τις δραματικές εκκλήσεις των Ορθοδόξων απεσταλμένων της επαναστατημένης Ελλάδος.
Οι ταγοί της Ελληνικής Διοικήσεως εκείνης της περιόδου, αν και πολλάκις εχρησιμοποίησαν στις εκκλήσεις τους, φράσεις μειωτικές για τους ίδιους και δηλωτικές υποταγής, ΔΕΝ ηδυνήθησαν να κάμψουν την αδιαλλαξία του Βατικανού και την εωσφορική αλαζονεία του Πάπα, ο οποίος, απαιτούσε την ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ αλλαξοπιστίαν των Ορθοδόξων και αποδοχή-προσκύνησή του, ως πνευματικού αρχηγού τους!
Οι πρόξενοι των Ευρωπαϊκών Αυλών, πέραν της ηθικής, πολιτικής και στρατιωτικής προστασίας που παρείχαν στους παπικούς των νήσων, απειλούσαν, εξεβίαζαν, ελήστευαν και τρομοκρατούσαν τους ορθοδόξους κατοίκους, συμπεριφερόμενοι ΒΑΝΑΥΣΩΣ και ΑΝΕΝΟΧΛΗΤΩΣ, ως να ήσαν οι πολιτικοστρατιωτικοί κυβερνήτες των Ελλήνων, δηλαδή δρούσαν ως «Κράτος εν κράτει»!!!
ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ αλλά ΑΛΗΘΙΝΑ και ιστορικώς επιβεβαιωμένα, ΟΛΑ όσα μέχρι τώρα αναφέραμε συνοπτικώς, τόσον για τον ρόλο του Βατικανού, όσον και για τις αντεπαναστατικές και μισαλλόδοξες δράσεις των φραγκοπαπικών των νήσων και των προστατών τους προξένων των Μεγάλων Δυναμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Αυστρίας, διαρκούσης της Επαναστατικής περιόδου (1821-1828)!!!!
Συνεπώς, τόσον το Βατικανόν ως ανωτάτη θρησκευτική αρχή, όσον και οι φραγκοπαπικοί Έλληνες πολίτες των νησιών του Αιγαίου, δια των ενεργειών τους, όπως τις καταγράψαμε συνοπτικώς, συνεπικουρούμενοι από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας):
.Συνέβαλλαν στην τελμάτωση της Επαναστάσεως, αφού η Ελληνική Διοίκηση στα προβλήματα που ήδη αντιμετώπιζε (εσωτερικά, πολεμικά κατά των Οθωμανών, αντεπαναστατική στάση των Μεγάλων δυνάμεων), προσετέθη και το δυσεπίλυτο εκείνο της εχθρικής στάσεως των Ελλήνων παπικών του Αιγαίου.
.Απέδειξαν ότι διακατείχοντο από μισαλλοδοξία προς τους Έλληνες Ορθοδόξους και προτιμούσαν παντοιοτρόπως, την «συνεργασία» με τους Οθωμανούς κατακτητές, ουσιαστικώς υποταγή τους, είτε ενεργούντες ως ωτακουστές-κατάσκοποι είτε τροφοδοτούντες (με πάσης φύσεως εφόδια διοικητικής μερίμνης), τα οθωμανικά στρατεύματα.
.Παρεμπόδιζαν εσκεμμένως τους Έλληνες στις θαλάσσιες επαναστατικές επιχειρήσεις τους κατά των Οθωμανών, οι οποίες υπό διαφορετικές προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να είχαν συμβάλλει:
-Στην έντονη-υπολογίσιμη παρουσία και ναυτική υπεροχή του Ελληνικού Ναυτικού στο Αιγαίον.
-Στον περιορισμόν της δράσεως του Οθωμανικού στόλου, με συνέπεια την συνέχιση-επιτάχυνση της νικηφόρου πορείας της Επαναστάσεως, και
-Στον εξαναγκασμό των Μεγάλων Δυνάμεων, σε αλλαγή της στάσεώς τους, απέναντι στην Επανάσταση του 1821.

Συνεχίζεται










1 Η στάση των καθολικών στην Επανάσταση του '21 – ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ...www.vimaorthodoxias.gri-stasi-ton-katholikon-stin-epanastasi-tou-21,26 Νοε. 2013---Οι Παπικοί - Φράγκοι της Ελλάδος κατά την Επανάσταση του 1821.Tου Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου…http:// www. parembasis.gr/2002/02_06_17_12. htm (Από την μελέτη του Κων. Μανίκα για την δράση των Παπικών στην Επανάσταση).
2 Frazee, Charles (1987), Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, σ. 63,Μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, Δόμος, σελίδες 73–74---Παπαδόπουλος Α., σελίδες 192–193---· Στέφανος Παπαγεωργίου, «Οι επαφές των επαναστατημένων Ελλήνων με το Βατικανό και τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη: ενέργειες μιας ανεπίσημης διπλωματίας για διεθνή αναγνώριση», στο: Στέφανος Παπαγεωργίου, (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1995, σελ.88.
3 Καραγιώργος Βασίλειος (1998), Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), Διήγηση,σ.70
4 Η επιλογή των δύο αυτών προσώπων δεν ήταν τυχαία: επτανήσιος κόμης, γλωσσομαθής με πολεμική συμμετοχή και πολιτική πείρα ο πρώτος, γάλλος υποτίθεται φιλέλληνας, κόμης του Manipuello, παπικός («καθολικός») στο θρήσκευμα και μέλος του τάγματος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, ο δεύτερος, συνδύαζαν ιδιότητες μη απωθητικές για τις απολυταρχικές δυνάμεις της Ευρώπης.
5 Στέφανος Παπαγεωργίου, «Οι επαφές των επαναστατημένων Ελλήνων με το Βατικανό και τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη: ενέργειες μιας ανεπίσημης διπλωματίας για διεθνή αναγνώριση», στο: Στέφανος Παπαγεωργίου, (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1995, σελ.85-87.
6-Οι όροι «Καθολικισμός», «Ρωμαιοκαθολικισμός», και «καθολικοί», «Ρωμαιοκαθολικοί» τους οποίους χρησιμοποιούν οι περισσότεροι από τους ορθοδόξους (Λαϊκοί και ρασοφόροι), είναι ιστορικώς, Αγιογραφικώς, και κατά την Εκκλησιαστική παράδοση, εσφαλμένοι. Οι ορθοί όροι είναι «Παπισμός» και «Φραγκοπαπισμός», «παπικοί» «φραγκοπαπικοί», διότι:
(α) Οι Πάπες της Δύσεως δεν είναι Ορθόδοξοι, τουτέστιν Ρωμαίοι/Ρωμηοί, όπως ήσαν προ του οριστικού Σχίσματος (1054), αλλά Φραγκογενείς και Φραγκολάγνοι, ακολουθούντες τις αιρετικές κακοδοξίες που εθέσπισαν πρώτοι οι αφορισμένοι (από τους τότε Ορθοδόξους Ρωμαίους/ Ρωμηούς πάπες, της πρεσβυτέρας Ρώμης), Φράγκοι.
(β)Τα δόγματα και οι κανόνες πίστεως που ακολουθούν οι αποδεχόμενοι τον πάπα δυτικοί, είναι αυθαίρετες αρχές και δόγματα των αιρετικών ψευδοχριστιανών Φράγκων (Οπαδών του αιρετικού Αρείου) και μεταγενεστέρων Φραγκοπαπών που δεν έχουν σχέση με την Αγία Γραφή ούτε με την Ιερά ή Εκκλησιαστική παράδοση, των ενιαίων πρωτοχριστιανικών ορθοδόξων εκκλησιών.
(γ) Λόγω της κυριαρχίας των Φράγκων σ’ολόκληρη την Δύση, ιδιαιτέρως στους κόλπους της αποκαλουμένης παπικής εκκλησίας, υπό των Ρωμαίων/ Ρωμηών/Ελλήνων (Βυζαντινών) και κατά τους μεταγενέστερους αιώνες, υπό το όνομα Φράγκοι αναφέρονται όλοι οι δυτικοί Ευρωπαίοι, ιδιαιτέρως οι Πάπες, και γενικώς οι ακολουθούντες την πίστη του αποκαλουμένου από τους δυτικούς, Καθολικισμού, Ρωμαιοκαθολικισμού ή ανήκοντες στην χαρακτηριζομένη από τους ιδίους, λατινική, δυτική, ρωμαιοκαθολική ή καθολική εκκλησία.
(δ) Εξ αιτίας της ολοκληρωτικής επιρροής των Φράγκων και της επικρατούσης Φράγκικης νοοτροπίας, η περίοδος εγκαταστάσεως λατινικών κρατιδίων στον Ελληνικόν χώρον (1204-1566), δεν ωνομάσθη Λατινοκρατία ή Ρωμαιοκρατία ή Παποκρατία  αλλά Φραγκοκρατία.
(ε) Ο πάπας κατέστη ο διαχρονικός εγγυητής της διαδόσεως και συντηρητής-φύλακας του εσμού των Φράγκικων κακοδοξιών. Εξ ού και το δεύτερο συνθετικό «Παπισμός» του όρου Φραγκο-παπισμός,
Εξ όλων αυτών, προέκυψεν και ο όρος Φραγκοπαπισμός.
-Ο όρος Ρωμαιοκαθολικισμός επεβλήθη παραπλανητικώς από το Σύστημα, πέραν των προαναφερθέντων λόγων:
--Για να προσδιορίσει το τμήμα εκείνο του Χριστιανισμού, το οποίον αναγνωρίζει τον εκάστοτε πάπα της Ρώμης, ως ορατήν κεφαλήν της «εκκλησίας».
--Για τον μετά την διαμαρτύρηση (Προτεσταντισμόν) διαχωρισμόν Προτεσταντών και «Ρωμαιοκαθολικών».
-Ο όρος «καθολικός» αποδίδεται σε δύο επιστολές, την του Ιούδα και Α΄ Ιωάννου. Υπό την έννοιαν αυτήν, καθολικός σημαίνει ο απευθυνόμενος εις πάντας, σε ολόκληρο το σώμα των Χριστιανών παγκοσμίως, Ανατολής και Δύσεως.
Την χρήση του επιθέτου «καθολικός» βρίσκουμε στην οριστική διατύπωση του «Συμβόλου της Πίστεως» (Το Πιστεύω), μετά την συμπλήρωσή του από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο το 451 μ.Χ. Το ίδιο επίθετο βρίσκουμε και σε κείμενα Αποστολικών Πατέρων από τα τέλη του 1ου αιώνος. Ως παραδείγματα αναφέρουμε την επιστολή του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας Σμυρναίοις, η οποία γράφτηκε καθ' οδόν προς την Ρώμη, όπου και μαρτύρησε: «Όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω˙ ώσπερ όπου αν ή Χριστός Ιησούς, εκεί η Καθολική Εκκλησία». 
Στο Μαρτύριο του Πολυκάρπου, XVI.2 που εστάλη από την Εκκλησία των Σμυρναίων στο Φιλομήλιο της Φρυγίας, γράφει: «ων εις και ούτος γεγόνει ο θαυμασιώτατος μάρτυς Πολύκαρπος, εν τοις καθ' ημάς χρόνοις, διδάσκαλος αποστολικός και προφητικός γενόμενος, επίσκοπος της εν Σμύρνη Καθολικής Εκκλησίας».
O Άγιος Κλήμης Αλεξανδρείας στους λόγους του Προς Στρωματείς λέει: «Ότι μεταγενεστέρας της Καθολικής Εκκλησίας τας ανθρωπίνας συνηλύσεις (διαβούλια) πεποιήκασιν, ου πολλών δε λόγων».
Εκ των προαναφερθέντων προκύπτει ότι ο όρος καθολική εκκλησία ανεφέρετο από του 1ου μ.Χ. αιώνος και αφορούσε στο σύνολο των πιστών Ορθοδόξων Χριστιανών, Ανατολής και Δύσεως, προ του Σχίσματος, δηλαδή αφορά αποκλειστικώς στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ως εκ τούτου, οι προαναφερθέντες όροι περί ρωμαιοκαθολικισμού, καθολικισμού ή δυτικού χριστιανισμού, είναι ατυχείς, αβάσιμοι ιστορικώς, εκκλησιαστικώς και θεολογικώς, και πιθανώτατα να έχουν προβληθεί σκοπίμως ως εξυπηρετούντες τους εμπνευστές τους.
Συμπερασματικώς, Παπισμός ή Φραγκοπαπισμός σημαίνει: Η καινοφανής ετεροδιδασκαλία, η ψευδοχριστιανική θρησκεία που εφηύραν οι Φράγκοι, επέβαλλαν προς προσηλυτισμό και λατρεία στο ποίμνιον της Δύσεως και ανέθεσαν την ποιμαντικήν επίβλεψη εφαρμογής της, στους εκάστοτε ενθρονιζομένους υπ’ αυτών, πάπες.
Αυθαιρετούν, λοιπόν, όσοι προσπαθούν να μεταφέρουν σκοπίμως, την μεταγενέστερη ορολογία στην προ του Σχίσματος εποχή, είτε μιλώντας για καθολικό δόγμα με συνειρμικές προεκτάσεις, είτε απ' ευθείας για Καθολικισμό και καθολικούς.
7 Καραγιώργος Βασίλειος (1998), Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), Διήγηση,σ.70.
8 Μαρία Campagnolo-Ποθητού, «Η Νάξος το 1638. Ανάμεσα στο Γάλλο περιηγητή Jenn Thevenot και τον πρόξενο της Βενετίας Francesco Lumpazzolo», Ναξιακά, τχ.19 (57) (Δεκέμβριος 2005-Φεβρουάριος 2006), σελ.10-25---(36).  Δημήτριος Πολέμης, Ιστορία της Άνδρου, Άνδρος 1981, σελ.118-119--- Συμεωνίδης, Σίμος (1989). «Το Αρχιπέλαγος κατά τον πόλεμο Τουρκίας-Βενετίας (1645-1669) και οι αρχιερατικές εναλλαγές στις Ορθόδοξες επισκοπές». Μηλιακά 3, σελίδες 21–22.
9 Παπαδόπουλος, Αντώνιος (1971), «Η στάσις των Ελλήνων καθολικών έναντι της Επαναστάσεως του 1821», Μνήμη 1821, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, παράρτημα 9 του Στʹ τόμου, Θεσσαλονίκη, σ. 171–196
10 Καραγιώργος, σελίδες 70–71.
11 Παπαδόπουλος Α., σελ. 184.
12 Παπαδόπουλος Α, σελ. 196.
13 Μανίκας Κωνσταντίνος (2001). Σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της επαναστάσεως (1821-1827). Συμβολή στην Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος (σ. 258, υποσ. 443.. Διδακτορική διατριβή. Αθήνα. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Θεολογική Σχολή.. σελίδες 185–193, 218–219, 220–221, 222–225, 227, 230–231.
14 Μανίκας, σ. 185.
15 Jean Pierre Edmond Jurien de La Gravière (19 November 1812 in Brest, Finistère – 5 March 1892) was a French admiral, son of Admiral Pierre Roch Jurien de La Gravière, who served through the Revolutionary and Nappoleonic wars and was a peer of France under Louis-Philippe.
16 Jurien de la Gravière Ἱστορία τοῡ ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας τῶν Ἑλλήνων Ἀγῶνος κυρίως τοῡ Ναυτικοῡ Μετάφρασις Κωνσταντίνου Ν. Ράδου - Ἐν Ἀθήναις Ἐκδότης Ἰωάννης Νοτάρης - 1894 [Και φωτομηχανική ανατύπωση, Αθήνα (Μπάυρον) 1988.]
17 Gustav Friedrich Hertzberg (19 January 1826 in Halle – 16 November 1907 in Halle), was a German historian and publicist.
18 «Λουκά Ράλλη ιδιόγραφοι αναμνήσεις και αποκαλύψεις επεισοδίων της Ελληνικής Επαναστάσεως / Δημοσιευόμεναι ήδη το πρώτον υπό Τιμολέοντος Αμπελά». Συγγραφέας: Αμπελάς, Τιμολέων Δ. (1850-1926).
19 ο.α. Μανίκας Κων. (2001), υποσ. 443. Σε αντίθεση με τους παπικούς, οι Ορθόδοξοι Μυκονιάτες με τήν ηρωΐδα τους Μαντώ, όταν 100 Αλγερινοί, αποβιβάστηκαν από τόν τούρκικο στόλο στο νησί τους, τούς έπολέμησαν, εσκότωσαν 13 κι’ ανάγκασαν τούς άλλους νά φύγουν.
20 Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως. Αθήνα: Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά.
21 Δημ. Πασχάλης, «Πρόξενοι και προξενεία εις τας νήσους επί Τουρκοκρατίας», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, 1931---Δ. Πασχάλης, «Χρονικά και ιστορικά σημειώματα εκ των εν τη νήσω Άνδρω χειρογράφων κωδίκων και των παραφύλλων παλαιών εντύπων βιβλίων από του έτους 1193 μέχρι του 1853»
22 Με τον όρο «διομολογήσεις», χαρακτηρίζονται οι συμβάσεις δυνάμει των οποίων παρέχονται εξαιρετικά προνόμια στους υπηκόους ενός κράτους, που διαμένουν στο έδαφος ενός άλλου κράτους. Διαφέρουν σημαντικά από τις  Συνθήκες, κυρίως στο στοιχείο ότι δεν βασίζονται στην αμοιβαιότητα, δεν αποτελούν δηλαδή αντικείμενα αμοιβαίων διαπραγματεύσεων από τα ενδιαφερόμενα μέρη και δεν επικυρώνονται από αυτά, επί τη βάσει αμοιβαίων συμφερόντων και υποχωρήσεων. Αντίθετα από εκείνες, οι διομολογήσεις αποτελούν μονόπλευρα παραχωρούμενα προνόμια με την δυνατότητα της αποσύρσεώς τους, όποτε η ενδιαφερόμενη κυβέρνηση, που τις επέβαλε, κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου