Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ:

ΕΘΕΛΟΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΙΟΤΑΛΜΟΥΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Ή
ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΙΟΥΔΑΙΟΓΕΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑ;

PROTESTANTISM:

SELF RELIGION OF JEWISH-TALMUDIST  ECUMENISM

OR

POLITICAL-ECONOMIC  JUDEOGENIC MOVEMENT?

 ΜΕΡΟΣ 14ο

      ΣΤ. ΟΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ 1


          Θέσεις Προτεσταντών

1. Περί Ιεράς Παραδόσεως
              Θέσεις Ορθοδοξίας

1. Περί Ιεράς Παραδόσεως
   Η Πηγή του Λόγου του Θεού είναι μόνον η Αγία Γραφή και όχι η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας.
      Η Παράδοση της Εκκλησίας θεωρείται ως τυχαία φήμη, αδέσποτοι λόγοι και εντάλματα ανθρώπων.
    Βασικό χωρίο της Αγίας Γραφής στο οποίον επιχειρούν να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους είναι:
   «…μάτην σέβονταί με διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων» (ΜΑΤΘ: 15/9).
   Λένε, ότι μάς είναι αρκετή η Αγία Γραφή και το ίδιο το Ευαγγέλιο,  γι’ αυτό ονομάζονται και  Ευαγγελικοί.  Και ακόμη, ότι οι ερμηνείες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Μέγας Αθανάσιος κλπ.) δεν είναι απαραίτητες, μιά και η κατά γράμμα προσωπική εξήγηση του Ευαγγελίου από τον κάθε άνθρωπο που πιστεύει στον Χριστό, είναι αρκετή για την σωτηρία του!
 (Αποτέλεσμα  αυτής της θεωρήσεως για "προσωπική εξήγηση" της Αγίας Γραφής, και ένας από τους βασικούς λόγους, υπήρξε, η δημιουργία εκατοντάδων «αυτοδύναμων εκκλησιών» και "Σχολών ερμηνείας" της Αγίας Γραφής, σύμφωνα με τις προσωπικές σκέψεις και προτιμήσεις του κάθε ανθρώπου). 





























































      








       
      


       


        
        2.   Τριαδολογία
  Η Τριαδολογία  θεσμικώς είναι η σπουδαιότερη δογματική απόκλιση και αποστασία, συνολικώς της Δυτικής Χριστιανοσύνης, από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πρόκειται για την θεολογική αλλοίωση του Τριαδικού δόγματος εξαιτίας της αιρέσεως του Filioque.

    Προσεγγίζοντες ιστορικοδογματικώς τα πράγματα, βλέπουμε ότι ο Προτεστα-ντισμός απλώς διατήρησε το Σύμβολο της πίστεως, όπως το παρέλαβε από την Παπική «μήτρα» που γεννήθηκε, δηλαδή με την προσθήκη του Filioque.
   Έτσι όμως θεσμικώς και ουσιαστικώς εμφανίζεται να δέχεται ότι το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο της Τριαδικής θεότητας εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα αλλά και από τον Υιό (ex patre filioque).
   Μερικές προτεσταντικές παραφυάδες με κυριώτερη τους Μορμόνους, δεν δέχονται την Αγία Τριάδα και άλλες την δέχονται ως τρία ξεχωριστά πρόσωπα, με τις ίδιες ιδιότητες (Αντβεντιστές).







  
















3.     Θεολογική Ανθρωπολογία
Ο άνθρωπος κατά τον Προτεσταντισμό μετά την προπατορική πτώση στην αμαρτία, είναι πλήρως και βαθιά διεφθαρμένος. Το «κατ' εικόνα» του ανθρώπου έχει καταστραφεί τελείως. Γι' αυτό και ο άνθρωπος δεν έχει πλέον ελεύθερη αλλά διεστραμμένη λογική και βούληση. Στο εξής, είναι χειρότερος από την άλογη φύση και ανίκανος να κάνει το καλό.
    Ακόμη και οι ενάρετες πράξεις του αποτελούν αμαρτήματα εξαιτίας της φιλαυτίας του. Και καθώς έχει χάσει την ελευθερία της θελήσεώς του, δεν έχει τις φυσικές δυνατότητες ούτε καν να αποδεχθεί το σωτηριώδες έργο του Χριστού.

    4. Η Αποκάλυψη του Θεού
    Ο Προτεσταντισμός αντικειμενοποίησε την Αποκάλυψη του Θεού. Την θεώρησε έκτακτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που αναφέρεται μόνο στο παρελθόν και θα αποκαλυφθεί πλήρως στα έσχατα.
     Έτσι, την περιόρισε στην Αγία Γραφή. Ειδικότερα, ο Λούθηρος αναφερόμενος στην αυθεντική Αποκάλυψη του Θεού προς τον κόσμο, απέρριψε κατηγορηματικά την Παράδοση της Εκκλησίας ως φορέα της Αποκαλύψεως του Θεού στην ιστορία. Παραλλήλως θεώρησε την Αγία Γραφή ως την μοναδική πηγή (sic) Αποκαλύψεως, ως τον πλήρη και αυτάρκη κώδικα της πίστεως και ύψιστο κριτήριο κάθε δογματικής αλήθειας.
        Αυτή ακριβώς η απόρριψη της Παραδόσεως ήταν και ο βαθύτερος λόγος, στον οποίο επιχείρησε ο Προτεσταντισμός να στηρίξει την αμφισβήτηση του αλάθητου χαρακτήρα των αποφάσεων της Εκκλησίας των Οικουμενικών Συνόδων.





































5.    Χριστολογία
   Ο Προτεσταντισμός διαφοροποιείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία δογματικώς και στην Χριστολογική του διδασκαλία υποστηρίζοντας την αιρετική διδασκαλία για την πανταχού παρουσία του Χριστού σωματικώς, την γνωστή ubiquitas. Η Χριστολογική αυτή διδασκαλία του Προτεσταντισμού αποτε-λεί φυσική συνέπεια της εσφαλμένης ερμηνείας του Χριστολογικού δόγματος της Δ' Οικουμενικής Συνόδου.
  Επομένως, όταν οι Προτεστάντες υποστηρίζουν την παρουσία της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού παντού, τοποθετούν την ανθρώπινη φύση Του έξω από τα φυσικά όριά της, πράγμα που είναι κατηγορηματικά αντίθετο προς τις δογματικές αποφάσεις της Δ΄ και της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου.



 6. Περί Εκκλησίας
    Η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι αδέσποτοι λόγοι ή εντάλματα ανθρώπων, αλλά οι περί την λατρείαν του Ι.Χ. παραδοθείσες εις την Εκκλησίαν γνώσεις υπ’ Αυτού και των Αποστόλων Του.
    Εντάλματα ανθρώπων είναι μόνον εκείνα που «ακυρώνουν», δηλαδή αντιτίθενται σαφώς εις την Αγίαν Γραφήν, όπως αυτά των αμέτρητων προτεσταντικών παραφυάδων.
    Το χωρίον  του Ματθαίου που επικαλούνται οι προτεστάντες, αφορά κατ’ εξοχήν στους  Φαρισαίους με τους οποίους συνομιλούσε και στους οποίους απευθύνετο ο Κύριος:
 «Τότε προσέρχονται τω Ιησού οι από Ιεροσολύμων γραμματείς και Φαρισαίοι λέγοντες…..και ηκυρώσατε την εντολήν του Θεού δια την παράδοσιν υμών. Υποκριταί!...μάτην δε σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων».
     Οι κατηγορίες εκείνες δεν αφορούσαν μόνον τους Ταλμουδιστές Φαρισαίους, αλλά και το πλήθος του λαού των Εβραίων που εφήρμοζε τις παραδόσεις-ανθρώπινα εντάλματα των Φαρισαίων και όχι τις εντολές του Θεού που περιελαμβάνοντο στην Παλαιά Διαθήκη!
 Δύο παραδείγματα περί της Ιεράς Παραδόσεως: 
    Η Γραφή ομιλεί περί ενότητος του Υιού προς τον Πατέρα «Εγώ και ο πατήρ εν εσμέν» (ΙΩΑΝΝ: 10/30). Γεννάται το ερώτημα: Που αναφέρεται αυτή η ενότης; Ουδείς θα εγνώριζε ή οι γνώμες θα διίσταντο εάν δεν υπήρχε η Παράδοση, δηλαδή εδώ η Α΄ Οικουμ. Σύνοδος (325), η οποία καθορίζει ότι η ενότης του Ιησού προς τον Πατέρα αναφέρεται εις την ουσίαν και μας παραδίδει τον όρο Ομοούσιος. 
     Ο Ιησούς αποχωριζόμενος των μαθητών του είπεν: «Ταύτα λελάληκα υμίν παρ’ υμίν μένων, ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου. Εκείνος διδάξει υμάς πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν» (ΙΩΑΝΝ: 14/25-26).
   Τι εδίδαξε το Άγιον Πνεύμα στους Αποστόλους και διαδόχους αυτών; Τίποτα δεν θα γνωρίζαμε εάν δεν υπήρχε η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας.
    Και εάν ισχυρισθεί κάποιος προτεστάντης ότι, όσα εδίδαξε ο Κύριος κατά την διάρκειαν του ανθρωπίνου βίου Του ή όσα ελάλησε το Άγιον Πνεύμα είναι καταγεγραμμένα εις την Βίβλον, τότε την απάντηση θα την δώσει ο ίδιος ο Κύριος μέσα από την Κ.Δ.
  «Υπάρχουν και πολλά άλλα που έκανε ο Ιησούς, τα οποία εάν γραφούν καθένα, νομίζω ότι ούτε αυτός ο κόσμος δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα εγράφοντο. Αμήν» (ΙΩΑΝΝ: 21/25).
   «Πολλά έχω να σου γράψω, αλλά δεν θέλω να σου τα γράψω με μελάνι και πέννα. Ελπίζω γρήγορα να σε ιδώ και θα μιλήσουμε στόμα προς στόμα» (Γ΄ ΙΩΑΝΝ: 13-14).
  «Αδελφοί σταθείτε σταθεροί και κρατείτε τις παραδόσεις τας οποίας εδιδαχθήκατε από εμάς είτε δια λόγου, είτε δι’ επιστολής» (Β΄ ΘΕΣΣ: 2/15).
   «Σας παραγγέλομεν αδελφοί εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ν’ αποφεύγετε κάθε αδελφόν, ο οποίος διάγει βίον αργόν και όχι κατά την παράδοσιν την οποίαν παρελάβατε από εμάς» (Β! ΘΕΣΣΑΛ: 3/6).
   Εδώ ο Απόστολος Παύλος υπενθυμίζει στους συμφυλέτας του Ιουδαίους, να διάγουν σύμφωνα με όσα εδίδαξε ο Κύριος και τις παραδόσεις που τους παρέδωσαν οι Απόστολοι και  όχι να διαβιούν οκνηρώς και ακαλλιεργήτως (ΣΣ: Όπως οι γραμματείς και Φαρισαίοι!)
  Ιερά παράδοση είναι τα πιστευόμενα. Η Εκκλησία είναι ο φορέας των πιστευομένων. Η Ιερά παράδοση αποτελεί το αόρατο στοιχείο της εκκλησίας του Χριστού εις την γη .
   Αυτός ο παραμερισμός των αρχαίων Αγίων Πατέρων του Χριστιανισμού, που με τα θαύματα επικύρωναν την εν Θεώ ερμηνεία τους, και αυτή η περιφρονητική «ισοτιμία» τους από τον Προτεσταντικό – Ευαγγελικό κόσμο, με κάθε κοινό άνθρωπο, έφθανε τελικά στον ίδιο τον Θεό και στις ενέργειές του.
 Σήμερα, τα σημεία των λαθών τους, σκοπίμων και μη, είναι αμέτρητα, ορατά, αντιβιβλιογραφικά και βλάσφημα…Για τον λόγο αυτό είναι και θανάσιμα… 
   2.Τριαδολογία
    Η αποδοχή του Filioque αποδεικνύει, ότι οι Δυτικοί έχουν αλλοτριωθεί όχι μόνο από την ορθή πίστη στον Τριαδικό Θεό, αλλά προηγουμένως και από την άμεση εμπειρία του Θεού, αφού αδυνατούν να κατανοήσουν και να αποδεχθούν την χαρισματική θέωση του ανθρώπου από την άκτιστη θεοποιό χάρη. Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι ο Αληθινός Θεός είναι: «Τριάς εν τη Μονάδι και Μονάς εν τη Τριάδι».
       Επειδή η αυθαίρετη προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της πίστεως είναι σαφώς αντικανονική ως αντίθετη, τόσον προς την απόφαση της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου όσον και προς την ερμηνεία των Πατέρων των επομένων Συνόδων, εύλογα ο θεολόγος της θεοπτίας, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εισηγείται, ο θεολογικός διάλογος με τους Δυτικούς να γίνει μόνο μετά την άρση του Filioque από το Σύμβολο της πίστεως.2
 Την ημέρα της Πεντηκοστής, μαθαίνουμε ότι ο Θεός είναι Τριαδικός. Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, είναι άναρχος, αναίτιος και αγέννητος, δηλαδή δεν έχει από κανέναν την αιτία της υπάρξεώς Του. Ο Υιός, προέρχεται από τον Πατέρα, είναι γέννημα του Πατέρα, αλλά και ισότιμός του αφού δεν έχει μεσολαβήσει χρόνος κατά την γέννησή του. Το Άγιο Πνεύμα, εκπορεύεται από τον Πατέρα. Δηλαδή βγαίνει μέσα από τον Πατέρα σαν να βγαίνει από μια πηγή.
  Η πλήρης αγιογραφική αιτιολόγηση της αιρετικής απόψεως για το filioque, παρουσιάστηκε στην ανάλυση του θέματος « Η αίρεση του Φραγκοπαπισμού» (28-30 Μαρτίου 2015).
    Η Τριαδικότητα του Ενός και Μοναδικού Θεού, καταγράφεται εμμέσως πλην σαφέστατα, σε χωρία της Παλαιάς Διαθήκης.3
 Αυτοί οι διαφορετικοί όροι: Αγεννησία, γέννηση και εκπόρευση, μας αποκαλύφθηκαν από τον Χριστό και δεν μπορούμε να τους κατανοήσουμε λογικώς. Γι’ αυτό και παραμένουν για πάντα μυστήριο. Το ότι ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα προέρχονται από τον Πατέρα, δεν σημαίνει ότι είναι κατώτερα πρόσωπα απ’ αυτόν, αλλά ομοούσια. Έχουν δηλαδή την ίδια θεία ουσία, ενώ είναι ξεχωριστά πρόσωπα. Τα τρία πρόσωπα πάντως, αποτελούν τον ένα Θεό.

3.    Θεολογική Ανθρωπολογία
       Η παραπάνω άποψη του Προτεσταντισμού για τις ανθρωπολογικές συνέπειες της προγονικής αμαρτίας, ουδόλως συμπίπτει με την αντίστοιχη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία περιορίζει τις οντολογικές συνέπειες της πτώσεως στην αμαύρωση του «κατ' εικόνα». Έτσι ο άνθρωπος διατηρεί την ακεραιότητα και την ελευθερία του.
       Αντιθέτως, η όποια ελευθερία του πιστού στον Προτεσταντισμό, περιορίζεται σημαντικώς, αν δεν αμφισβητείται κιόλας σε οντολογικό επίπεδο, τόσον εξαιτίας της «υπολειπόμενης» από το βάπτισμα αμαρτίας, όσο και εξαιτίας της ανελεύθερης βουλήσεώς του (servum arbitrium).






4.  Η Αποκάλυψη του Θεού

    Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η Αποκάλυψη του Θεού νοείται πρωταρχικώς ως φανέρωση του ίδιου του Θεού, ως θεοφάνεια, και βιούται ως χαρισματική εμπειρία της παρουσίας Του. Από την ίδια την ιστορία του λαού του Θεού, από την ίδια την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, πιστοποιείται ότι η ζώσα πηγή της Αποκαλύψεως του Θεού και του θελήματός Του ήταν και παραμένει πάντοτε ο Τριαδικός Θεός.
     Η Αποκάλυψη του Θεού παρέχεται τριαδικως: Εκ Πατρός, δι' Υιού, εν Αγίω Πνεύματι. Τόσον η Αγία Γραφή, όσον και η Ιερά Παράδοση, θεωρούνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως ισόκυροι φορείς της Αποκαλύψεως του Θεού. Η θεία Αποκάλυψη διατυπώνεται αυθεντικώς, εξίσου στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση. Η Ιερά Παράδοση, ειδικώτερα, θεωρείται στην Ορθοδοξία, ως η αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και ως ζωή της Εκκλησίας, που μαρτυρείται πάντοτε από τους Πατέρες και από τους θεούμενους πιστούς. Εύλογα λοιπόν η Ιερά Παράδοση κατανοείται συνδεδεμένη με τις συνεχείς θεοφάνειες.
       Με την έννοια αυτή, η Ιερά Παράδοση της Ορόδοξης Εκκλησίας, θεωρείται το «Πνευματικό παρέκταμα» της Αγίας Γραφής.
 Ξεκινώντας ο Προτεσταντισμός από εσφαλμένες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις:
 .Αρνείται την ορατή Εκκλησία και κατά συνέπεια αρνείται και την αρμοδιότητά της να ερμηνεύει αυθεντικά την Αποκάλυψη του Θεού και να διατυπώνει την δογματική διδασκαλία, συνερχομένη σε Οικουμενικές Συνόδους.
 .Θεωρεί την Αγία Γραφή ως σαφή και καταληπτή από τον κάθε Χριστιανό, ο οποίος μπορεί να την ερμηνεύει «φωτιζόμενος» από το Άγιο Πνεύμα. Όμως η αυθαίρετη και αντι-αγιογραφική αυτή αντίληψη του Προτεσταντισμού, αμφισβητήθηκε καίρια και αποδείχθηκε φρεναπάτη, στην πράξη, αφού οι ερμηνευτές τους εμφανίζουν αμέτρητες ριζικές διαφωνίες, όχι μόνον στα δυσνόητα χωρία της Αγίας Γραφής, αλλά και στα απλούστερα και ευκόλως καταληπτά.
  Παραλλήλως, η άποψη για τον εσωτερικό φωτισμό του πιστού από το Άγιο Πνεύμα, στην ερμηνεία της Αποκαλύψεως του Θεού, οδήγησε τον Προτεσταντισμό σε έναν άκρατο υποκειμενισμό και ορθολογισμό, ώστε σύγχρονοι Προτεστάντες να απορρίπτουν όχι μόνο την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής αλλά και την γνησιότητα διηγήσεων και γεγονότων της.

5. Χριστολογία
     Οι Προτεστάντες θεολόγοι δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ότι η αντίδοση των ιδιωμάτων (και ονομάτων) των δύο φύσεων του Χριστού (της θεότητας και της ανθρωπότητας) γίνεται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. Κατά συνέπεια, δεν γίνεται μετάδοση των ιδιωμάτων της μιας φύσεως στην άλλη καθ’ εαυτήν.
    Με τον τρόπο αυτό, oι δύο φύσεις του Χριστού και μετά την ένωσή τους, παραμένουν ακέραιες, μέσα δηλαδή στα οντολογικά όριά τους. Κατά την Ορθόδοξη Χριστολογία η ανθρώπινη φύση του Χριστού ως κτιστή -τόσο πριν, όσο και μετά την ανάστασή Του- είναι τοπικώς περιορισμένη. Γι' αυτό και δεν είναι δυνατόν η ανθρώπινη φύση του Χριστού να είναι, όπως η θεότητά του, πανταχού παρούσα.
  Άλλο πράγμα είναι η θέωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού (εμπλουτισμός της με τις άκτιστες θείες ενέργειες) και άλλο η μεταβολή της σε θεία φύση (απώλεια των κτιστών ανθρωπίνων ιδιωμάτων).

6. Περί Εκκλησίας
 Η Χριστιανική εκκλησία είναι συνάθροιση, κοινωνία ανθρώπων οι οποίοι πιστεύουν εις τον Χριστόν.
    Στοιχεία της Εκκλησίας:
· Είναι αόρατη
·Έχει άμωμα μέλη
·Είναι αδιάφορη προς τις αιρέσεις  (αρκεί το μέλος να πιστεύει στον Χριστό).
·Είναι οργανωμένη αλλά χωρίς  ιεράρχηση των εξουσιών.
  Λένε, ότι ο Λούθηρος καθάρισε την  Εκκλησία από τα πολλά σφάλματα που  είχε επί Παπικής κυριαρχίας. Διότι, όλα  αυτά τα σφάλματα, αφορούσαν στην  Παπική εκκλησία, τα συγχωροχάρτια της, και τις Ιερές εξετάσεις που έκαιγαν και βασάνιζαν τους ανθρώπους.
 Οι Προτεστάντες θεολόγοι στα Συμβολικά Βιβλία τους, υποστηρίζουν ότι, η Εκκλησία είναι αόρατη κοινωνία αγίων και απαρτίζεται από τα εκλεκτά μέλη όλων των ορατών Εκκλησιών όλων των εποχών. Η Εκκλησία αυτή δεν είναι διαρθρωμένη ιεραρχικά ως καθίδρυμα, αλλά είναι διασκορπισμένη σ' όλη την Οικουμένη. Τα μέλη της είναι γνωστά μόνο στον Χριστό, με τον οποίο είναι ενωμένοι και συναπαρτίζουν το μυστικό σώμα των αγίων.
  Η αόρατη αυτή Εκκλησία, είναι η μόνη αληθινή και αλάθητη. Καμμία εμπειρική-ορατή Εκκλησία δεν μπορεί να είναι αυθεντική, επειδή απαρτίζεται από εκλεκτούς και ασεβείς. Δύο όμως εξωτερικά και ορατά στοιχεία -το σωστό κήρυγμα και η σωστή ιερουργία των μυστηρίων- συνδέουν την ορατή με την αόρατη Εκκλησία.
         Οι Προτεστάντες, επηρεασμένοι από την  φιλοσοφία του Εγέλου, υποστήριξαν πριν τρείς περίπου αιώνες, και νέα εκκλησιολογική θεωρία, που αναφέρεται στην ιδανική Εκκλησία και τους κλάδους των Εκκλησιών.  
      Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, μόνον η ιδανική Εκκλησία είναι η μία αληθινή Εκκλησία του Χριστού, που μνημονεύεται στο Σύμβολο της πίστεως. Η Εκκλησία αυτή είναι αόρατη και δεν αντιστοιχεί σε καμμιά ιστορική Εκκλησία, επειδή καμμιά από αυτές, δεν έχει το πλήρωμα της αλήθειας, αλλά μέρος μόνο της αλήθειας (Θεωρία των κλάδων).
         Οι διάφορες εμπειρικές Εκκλησίες, παρά τις δογματικές διαφορές τους, κατέχουν ίσα δικαιώματα υπάρξεως, παρέχουν εξίσου την σωτηρία και κινούνται εξελικτικά στην ιδέα της μιας Εκκλησίας.
 Οι Προτεστάντες -συνεπείς στην διδασκαλία τους για την αόρατη Εκκλησία- απέρριψαν την ιεραρχία με την Ορθόδοξη έννοια και την ιερωσύνη ως μυστήριο. Διατήρησαν όμως τους λεγόμενους λειτουργούς (πρεσβυτέρους και διακόνους), χωρίς χειροτονία, ως απλούς εντολοδόχους της κοινότητας. Κατά τους Προτεστάντες όλοι οι πιστοί δικαιούνται να τελούν μυστήρια. Για λόγους όμως τάξεως και «ανθρωπίνω δικαίω», η εκκλησιαστική κοινότητα, τους ορίζει αντιπροσώπους της, γι' αυτό το έργο.



















 7. Αποστολική Διαδοχή- Το Προφητικόν και λοιπά Χαρίσματα.
    Οι Πεντηκοστιανοί θεωρούν ότι η πίστη πρέπει να περιλαμβάνει και την προσωπική εμπειρία του Χριστιανού, και να μην στηρίζεται μόνο στις τελετουργίες ή στις σκέψεις. Το κίνημα είναι ενεργητικό και δυναμικό, από την άποψη πως τα μέλη του θεωρούν ότι οδηγούνται από την δύναμη του Θεού που ενεργεί μέσα τους. Οι Εκκλησίες της Πεντηκοστής τονίζουν την σημασία του βαπτίσματος στο Άγιο Πνεύμα, λέγοντας πως το να πληρώνεται ο πιστός με Άγιο Πνεύμα, του δίνει την δύναμη να ζει μια αληθινή Χριστιανική ζωή.
   Η άμεση εμπειρία του Αγίου Πνεύματος αποκαλύπτεται με χαρίσματα, όπως η ομιλία στις γλώσσες (γλωσσολαλιά), η προφητεία και η θεραπεία. Οι Πεντηκοστιανοί για τις εμπειρίες τους, συχνά επικαλούνται ένα βασικό γεγονός στην ζωή της πρώτης εκκλησίας, που αφορά στο βάπτισμα των δώδεκα Αποστόλων από το Άγιο Πνεύμα, την ημέρα της Πεντηκοστής. Έτσι οι περισσότεροι Πεντηκοστιανοί, έχουν την πεποίθηση ότι το κίνημά τους επιστρέφει τον Χριστιανισμό σε μια καθαρή και απλή μορφή του, που έχει πολλά κοινά με την ζωή της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας.
  Η πλειονότητα των Προτεσταντών, ορμώμενοι από τις αναφορές τής Αγίας Γραφής περί "Πρεσβυτέρων" "Επισκόπων" και "Διακόνων", υποστηρίζουν ότι η σημερινή Ορθόδοξη Εκκλησιαστική τάξη, δεν προέρχεται από την τάξη που άφησαν οι απόστολοι.  
      Αυτό το λένε, επειδή κατ’ αυτούς, στην Καινή Διαθήκη φαίνεται καθαρά, ότι αν και υπάρχουν οι τρεις όροι: "Επίσκοπος, Πρεσβύτερος και Διάκονος", οι έννοιες "Επίσκοπος" και "Πρεσβύτερος" ταυτίζονται, και δεν διαχωρίζονται ως λει-τουργίες, όπως γίνεται σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί, αδυνατούν να δεχθούν την διαδοχή των Επισκόπων τής Εκκλησίας, επειδή την θεωρούν αυθαίρετη.
 Άλλωστε, δεν δέχονται ούτε το επισκοπικό αξίωμα και το θεωρούν έκπτωση από την πίστη. Στο τεύχος της εφημερίδας τους «Χριστιανισμός», τον Φεβρ. του 1994, γράφουν: «Η ΕΑΕΠ (Ελεύθερη Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής) πιστεύει στο σύμβολο της Πίστεως, που θέσπισαν οι 318 πατέρες για να ξεχωρίζουν τους αληθινούς χριστιανούς από τους αιρετικούς».
   Είναι γεγονός ότι ο σπουδαιότερος ίσως λόγος, για τον οποίο γνωρίζει μεγάλη εξάπλωση η αίρεση των Πεντηκοστιανών στις μέρες μας, είναι ο ισχυρισμός ότι μεταξύ των μελών της εμφανίζονται τα πνευματικά «χαρίσματα» της πρώτης Εκκλησίας και ιδιαίτερα η «γλωσσολαλία» ή «γλωσσολαλιά».
 Το κίνημα των Πεντηκοστιανών και πολλές άλλες «χαρισματικές» ομάδες θεωρούν τα «χαρίσματα» ως απόδειξη γνησιότητας της «εκκλησίας» τους, ως σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, ως αναβίωση της Εκκλησίας των Αποστόλων, ως επανάληψη του γεγονότος της Πεντηκοστής. Όσα μέλη διαθέτουν τέτοια «χαρίσματα», έχουν την απόλυτη βεβαιότητα, ότι βρίσκονται στον σωστό δρόμο, ότι κατέχουν το πλήρωμα της «αλήθειας», ότι είναι μέλη μιας ζωντανής «εκκλησίας», σε αντίθεση με τις νεκρές ή παρηκμασμένες θρησκευτικές κοινότητες (αιρέσεις) του περιβάλλοντός τους.4









































 Εκκλησία είναι ωργανομένη κοινωνία με αποστόλους, επισκόπους, πρεσβυτέρους, Διακόνους και λαόν.
    Στοιχεία της Εκκλησίας:
·Οργάνωση και ιεραρχία. Εις την εκκλησίαν του Θεού υπάρχει απόλυτη ιεραρχία εξουσιών (ΜΑΤΘ: 11/11, 11/27 - ΕΒΡ: 1/45 και 7/6,8).
·Είναι ορατή (μαχόμενη) και η μόνη ασφαλής οδός προς σωτηρίαν (όχι η μόνη οδός αλλά η μόνη ασφαλής οδός).
·Είναι και αόρατος (θριαμβεύουσα) περιλαμβάνουσα όλους τους σεσωσμένους δικαίους, Αγίους, μάρτυρες, ομολογητές της πίστεως προς την κεφαλήν της Εκκλησίας, τον Ιησούν Χριστόν. Όπως στον Κύριο υπάρχουν δύο πλευρές της υποστάσεώς του, μία μυστική και αόρατη (θεότης) και μία εξωτερική και ορατή (ανθρωπότης), όπως στον άνθρωπο υπάρχουν ενωμένα το αόρατο στοιχείο (ψυχή) και το ορατό (σώμα), έτσι και η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός.
·Περιλαμβάνει άμωμα και σαπρά / φαύλα μέλη. Τα άμωμα μέλη έχουν ακλόνητη, εδραία και τεθεμελιωμένη πίστη και Αγάπη.
·Τα σαπρά / φαύλα μέλη είναι νεκρά γιατί έχουν χλιαρή πίστη, αλλά δεν έχουν Αγάπη.
·Είναι οργανωμένη, ακατάλυτη κοινωνία ανθρώπων Χριστιανών, ταμιούχος της χάριτος και διδάσκαλος της αληθείας (από εποχής Κυρίου μέχρι σήμερον).
·Η αίρεση χωρίζεται της αληθείας. Άρα οι αιρετικοί είναι εκτός Εκκλησίας.
·Η Ορθόδοξη Εκκλησία  ποτέ δεν διέπραξε ή ΟΥΔΕΠΟΤΕ διέταξε την διάπραξη  εγκλημάτων ομοίων με εκείνα που διέπραξαν οι Παπικοί και οι Προτεστάντες.  Ο Λούθηρος, προερχόμενος από την Παπική Εκκλησία συγκρούσθηκε με αυτά, διαμαρτυρόμενος. Στους λόγους του μάλιστα εκθείαζε την Ορθόδοξη Εκκλησία γιατί αυτή μόνο κράτησε, έλεγε, την αρχαία Παράδοση. Εν τούτοις, έφτιαξε μία δική του ομολογία, αποφεύγοντας να γυρίσει στην αρχαία ρίζα. Η Ορθόδοξος  Εκκλησία, παρέμεινε ανόθευτη σύμφωνα με τα αρχαία, υπό του Χριστού και των Αγίων Αποστόλων παραδεδομένα πρότυπα, παραμένοντας ως εκ τούτου, και η μόνη αληθινή που μπορεί να προσφέρει σωτηρία! 
    Η άποψη των Προτεσταντών για την αόρατη Εκκλησία δεν βρίσκει την θεμελίωσή της ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην Παράδοση της αρχέγονης Εκκλησίας. Και τούτο, γιατί οι βιβλικές παραβολές της «σαγήνης» και των «ζιζανίων», δείχνουν απερίφραστα ότι η Εκκλησία στην ιστορική φανέρωσή της περιλαμβάνει και ευσεβείς και ασεβείς, δεν είναι δηλαδή αόρατη κοινωνία αγίων.
     Άλλωστε, οι άγιοι και οι εκλεκτοί, ενόσω ζουν στην γη, είναι ορατά μέλη της ορατής Εκκλησίας και έρχονται σε ορατή και αισθητή κοινωνία με τον Χριστό και μεταξύ τους μέσω της ορατής Εκκλησίας. Κατά συνέπεια, η Εκκλησία είναι ταυτόχρονα ορατή και αόρατη.
    Την αόρατη πλευρά συγκροτούν ο Χριστός, ως κεφαλή της Εκκλησίας, οι άγγελοι και οι κεκοιμημένοι άγιοι. Η αόρατη και η ορατή πλευρά της Εκκλησίας προσδιορίζουν και τον θεαν-θρώπινο χαρακτήρα της.
   Η εκκλησιολογική άποψη του Προτεστα-ντισμού:
 .Είναι θεολογικώς απαράδεκτη, επειδή καταστρέφει την έννοια της Εκκλησίας και επειδή στρέφεται κατά της θείας Αποκαλύψεως, η οποία μαρτυρεί ότι ο Χριστός ίδρυσε την ορατή Εκκλησία.
     .Δεν είναι σύμφωνη ούτε με την Αγία Γραφή, ούτε με την Παράδοση και πράξη της αρχαίας Εκκλησίας, όπου «θείω δικαίω» εμφανίζεται η ιερωσύνη με την αδιάσπαστη τριπλή εξουσία: της διδασκαλίας, της ιερουργίας και της ποιμαντικής ευθύνης.5  
       Εάν υποθέσουμε ότι αυτό που ισχυρίζονται οι προτεστάντες για τον Λούθηρο (ότι καθάρισε την Εκκλησία από τα παπικά ανομήματα), είναι αληθές, πρέπει να δεχθούμε ότι με την υποτιθέμενη Μεταρρύθμιση,  ο Λούθηρος την γέμισε με νέα, βλάσφημα και  καταστροφικά!!!
    
    7.  Αποστολική Διαδοχή- Το Προφητικόν και λοιπά Χαρίσματα.
    Στην Αγ. Γραφή, γίνεται λόγος και για τα γνήσια πνευματικά χαρίσματα. Ο απ. Παύλος, με αφορμή κάποιες παρανοήσεις μεταξύ των χαρισματούχων της Κορίνθου, αφιερώνει τρία ολόκληρα κεφάλαια της Α΄ Προς Κορινθίους επιστολής του στο ζήτημα των χαρισμάτων (12, 13, 14). Τα πνευματικά χαρίσματα, όπως τα περιγραφόμενα στην παραπάνω επιστολή, διακρίνονται σαφώς από τα φυσικά χαρίσματα, όπως τα υπονούμενα υπό του Κυρίου, στην παραβολή των ταλάντων (ΜΑΤΘ:25/ 14-30).

   Βέβαια, και οι δύο κατηγορίες χαρισμάτων αποτελούν δωρεές του Αγ. Πνεύματος, όμως τα μεν φυσικά χαρίσματα διανέμονται σε κάθε άνθρωπο γενικά και εξ αρχής, ενώ τα πνευματικά χορηγούνται εκ των υστέρων, συνήθως μετά από επίπονη προσωπική προσπάθεια, και μόνο σε βαπτισμένους Χριστιανούς - μέλη της Εκκλησίας του Χριστού. Το να διαθέτει κάποιος ευστροφία ή ευγλωττία ή σωματική δύναμη, είναι φυσικό χάρισμα, που οφείλει να το αξιοποιήσει σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου. Το να θεραπεύει, όμως, ανίατες ασθένειες με την επίκληση του ονόματος του Χριστού είναι πνευματικό χάρισμα («χάρισμα ιαμάτων»), που συναντάται κατά κανόνα σε Αγίους.

   Παρατηρούμε ότι ο Απόστολος του Χριστού Παύλος, διευκρινίζει κατ’ αρχήν ότι τα πνευματικά χαρίσματα είναι πολλά, υπάρχουν δηλ. «διαιρέσεις χαρισμάτων» (Α΄ ΚΟΡ:12/4)· όλα, όμως, τα «ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα», το Οποίο τα διανέμει «καθώς βούλεται», όπως Εκείνο θέλει (12,11). Η κατανομή των χαρισμάτων παραλληλίζεται με την λειτουργία των μελών στο ανθρώπινο σώμα: Όπως ένα σώμα δεν μπορεί να έχει μόνο χέρια ή μόνο πόδια, έτσι και στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, δεν υπάρχει ένα μόνο χάρισμα, αλλά πολλά (12,12-27). Χωρίς χαρίσματα, δεν συγκροτείται το Σώμα.

  Αυτό σημαίνει ότι τα χαρίσματα δεν χορηγούνται χάριν του κατόχου τους, αλλά για την οικοδομή του Σώματος της Εκκλησίας ή, πιο απλά, για την ωφέλεια των πολλών, όσων δεν διαθέτουν τέτοια χαρίσματα, τους οποίους ο Απόστολος αποκαλεί «ιδιώτας» (14, 16). Γι’ αυτό ο Κύριος επισήμανε ότι υπάρχουν χαρισματούχοι, οι οποίοι, τελικά, δεν θα εισέλθουν στην βασιλεία των ουρανών (ΜΑΤΘ:7/ 22-23), προφανώς, επειδή τους δόθηκαν τα χαρίσματα μόνο και μόνο για την ωφέλεια των άλλων. Αλλά και ο απ. Παύλος τονίζει ότι πάνω από τα χαρίσματα είναι η ανιδιοτελής χριστιανική αγάπη (13, 1-8). Τα χαρίσματα είναι προσωρινά και κάποτε θα καταργηθούν, η αγάπη, όμως, «ουδέποτε εκπίπτει» (13,8).

    Ποια είναι, όμως, τα πνευματικά χαρίσματα; Ο απ. Παύλος απαριθμεί αρκετά, όπως «προφη-τεία», «διδασκαλία», «λόγος σοφίας», «λόγος γνώσεως», «πίστις», «δυνάμεις», «χαρίσματα ια-μάτων», «αντιλήψεις», «κυβερνήσεις», «διακρί-σεις πνευμάτων», «ερμηνεία γλωσσών», «γένη γλωσσών» η «γλώσσαι» (12, 8-10, 12,28). Προ-χωρώντας ο Απόστολος, τονίζει ότι όλα τα χαρί-σματα δεν έχουν την ίδια αξία. Όπως στο ανθρώπινο σώμα υπάρχουν «ισχυρότερα» και «ασθενέστερα» μέλη, έτσι υπάρχουν «κρείτ-τονα» και «ελάσσονα» (μεγαλύτερα και μικρό-τερα) χαρίσματα (12,22, 12,31).

    Αλλού παραθέτει μια αξιολογική κατάταξη των χαρισμάτων, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (12,28).

   Παρατηρούμε ότι επικεφαλής των πνευματικών χαρισμάτων είναι το αποστολικό χάρισμα και αμέσως έπεται το προφητικό, ενώ τελευταίο είναι το χάρισμα των γλωσσών (η γλωσσολαλία). Αν το αποστολικό χάρισμα αφορά στους Δώδεκα και στους Εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου, τότε επικεφαλής των χαρισμάτων είναι το προφητικό χάρισμα. Ο απ. Παύλος παραγγέλει σαφώς να επιδιώκουμε τα ανώτερα χαρίσματα («ζηλούτε τα χαρίσματα τα κρείττονα», 12,31) και μάλιστα την προφητεία (14,1). Όποιος προφητεύει, οπωσδήποτε υπερέχει εκείνου που «λαλεί γλώσσαις» (14,5).
  Δίπλα σε κάθε γνήσιο πνευματικό χάρισμα υπάρχει ένα δαιμονικό κακέκτυπό του, που σκοπό έχει να καταστήσει τον δήθεν χαρισματούχο υπόδουλο του «εχθρού». Έτσι, ο ίδιος ο Κύριος κάνει λόγο για την εμφάνιση «ψευδοχρίστων» και «ψευδοπροφητών» (ΜΑΤΘ: 24/24), που νομίζουν ότι προφητεύουν με το Άγιο Πνεύμα, ενώ ομιλούν με δαιμονική έμπνευση. Κάνει, επίσης, λόγο για κάποιους, που επιτελούν «σημεία μεγάλα και τέρατα», με κίνδυνο να πλανήσουν ακόμη και τους «εκλεκτούς» (Ματθ. 24/24).
   Όλοι αυτοί οι πλανημένοι ψευδοχαρισματούχοι θα πολλαπλασιάζονται, όσο πλησιάζουν τα έσχατα, το τέλος του κόσμου. Ο απ. Παύλος επισημαίνει ότι «ο Σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» και «οι διάκονοι αυτού μετασχηματίζονται ως διάκονοι δικαιοσύνης» (Β΄ Κορ. 11,14-15). Στους βίους των Αγίων συναντάμε πάμπολλες περιπτώσεις, που ο Σατανάς εμφανίζεται ως φως ή παίρνει τις μορφές των Αγίων, της Θεοτόκου, ακόμη και του Ιησού Χριστού, δηλ. μιμείται όλα, όσα επιτελεί ο Θεός για την σωτηρία του κόσμου. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου δύσκολο να μιμείται και τα πνευματικά χαρίσματα.
    Οι πατέρες όμως που συνέταξαν το Σύμβολο της Πίστεως ήσαν επίσκοποι της Εκκλησίας, που σε συλλογική ενότητα εν Αγίω Πνεύματι αποφάνθηκαν στην 1η Οικουμενική Σύνοδο, τους οποίους επισκόπους τώρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, απορρίπτουν οι πεντηκοστανοί, αν και δέχονται τις αλήθειες που συνέταξαν. Είναι αυτό λογικό; Φυσικά όχι.
  Στο Συνοδικό Σύστημα, όπου δεν υπάρχει "πυραμιδοειδής" ιεραρχία με απόλυτες μονολιθικές εξουσίες, είναι φυσικό να υπάρχουν διαφωνίες και συγκρούσεις μεταξύ επισκόπων, σε επουσιώδη ζητήματα. Κατανοείται ότι σε μια λατρεία με ελεύθερη βούληση, τα ίδια συνέβαιναν πάντοτε στον λαό του Θεού, και ότι το χωράφι του Χριστού είχε, έχει και θα έχει ζιζάνια!!!
   Αυτό που αγνοούν όμως οι ερμηνευτές τού Προτεσταντισμού, είναι ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε ο θεσμός τού Επισκόπου στην ύστερη αποστολική περίοδο, δηλαδή στα τέλη τού πρώτου, ως τις αρχές του δευτέρου αιώνα.
   Η Εκκλησιαστική τάξη, ήταν απαραίτητο να υποστεί κάποιες τροποποιήσεις, καθώς η ηγεσία των αποστόλων σιγά σιγά αποσυρόταν από την επίγεια σκηνή. Έπρεπε λοιπόν, κάποιοι να συνεχίσουν το έργο τους, πράγμα που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί ζώντων των αποστόλων. Έτσι προέκυψε η αναγκαιότητα της Αποστολικής διαδοχής (Χειροτονία διαδόχων των Αποστόλων).                                    
  Οι ερμηνευτές τού Προτεσταντισμού, γνωρίζουν ότι στην Καινή Διαθήκη αναφέρονται οι "Προφήτες", με το ελεύθερο χάρισμα τής προφητείας. Εκείνο όμως που φαίνεται πως δεν γνωρίζουν, ή προσποιούντα άγνοια, είναι ότι εκτός από αυτούς, στην πρώτη Εκκλησία, υπήρχαν και κάποιοι άλλοι "Προφήτες", που ελάμβαναν το χάρισμα αυτό, μέσω χειροτονίας. Αυτοί αποτελούσαν την τάξη που σήμερα την λέμε: "Τάξη τών Προφητών".
  Η τάξη των προφητών, είχε μεγάλη εξουσία στην Εκκλησία των πρώτων δύο αιώνων. Ήταν μάλιστα το δεύτερο σε εξουσία λειτούργημα μετά από αυτό των αποστόλων, όπως φαίνεται στα παρακάτω εδάφια:
   Εφεσίους 4/δ΄ 10 - 1: "και Αυτός έδωκε τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς καταρτισμόν τών αγίων, εις έργον διακονιας, εις οικοδομήν τού σώματος τού Χριστού".
   Α΄ Κορινθίους 12/ιβ΄ 28 - 30: "Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών. Μη πάντες απόστολοι; μη πάντες προφήται; μη πάντες διδάσκαλοι; ...Ζηλούτε ουν τα χαρίσματα τα κρείττονα".
   Από τα εδάφια αυτά, φαίνεται ότι το προφητικό χάρισμα, ήταν το δεύτερο από τα "κρείττονα" (σπουδαιότερα), μετά από τού αποστόλου, και δεν είχε σχέση με το ελεύθερο προφητικό χάρισμα, που εκδηλωνόταν ευκαιριακά, αλλά ήταν κάτι μόνιμο, όπως και το αποστολικό χάρισμα, τα οποία "έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία".
    Πρόκειται λοιπόν για την αρχαιότερη και σημαντικότερη μετά τους Αποστόλους, τάξη στην Εκκλησία.6  
  Εξάγεται λοιπόν και ένα ακόμα συμπέρασμα, ότι το λειτούργημα των προφητών, δεν ήταν ένα τοπικό λειτούργημα, αλλά η εμβέλειά του είχε ισχύ και σε ευρύτερες περιοχές από την Εκκλησία καταγωγής τού προφήτη. 7
  Όλα αυτά, δείχνουν ότι οι Προφήτες, εκτελούσαν με εξουσία περιοδείες μεταξύ των Εκκλησιών, υπό την εποπτεία των αποστόλων.8


 Συνεχίζεται






Απόσπασμα από το 6ο κεφάλαιο του βιβλίου: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ---- Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ, FRANK SCHAEFFER --- Ν. Μ. πρώην Προτεστάντη αιρεσιάρχη, Πηγή:  Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας---Λοιπή βιβλιογραφία, όπως στον Επίλογο του θέματος.
Βλ. Γρηγοριου Παλαμά, Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Λόγος Α', 4, 27-31. Π. Χρήστου (εκδ.), Γρηγοριου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α', Θεσσαλονίκη 1962, σ. 31
3 ΓΕΝΕΣΗ: 1/26,3/22,11/7, 18/2---ΕΞΟΔΟΣ:3/6---- «Τω Λόγω του Κυρίου οι Ουρανοί εστερεώθησαν και τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα δύναμις αυτών» (ΨΑΛΜΟΙ: 32/6) 
5 Βλ. Τίτ. 1, 5 και Εβρ. 10, 1.--- Βλ. Ιγνάτιου Αντιοχείας, Επιστολές 
6Μία βασική διαφορά των "Προφητών" από τους "Αποστόλους", ήταν ότι ενώ οι απόστολοι επιλέγονταν απ' ευθείας από τον Ιησού Χριστό, οι Προφήτες επιλέγονταν απ' ευθείας από το Άγιο Πνεύμα.
Αυτό φαίνεται στις Πράξεις 13/ιγ΄ 1 - 3: "Ήσαν δε εν Αντιοχεία κατά την ούσαν εκκλησίαν προφήται και διδάσκαλοι ό τε Βαρναβάς και Συμεών ο καλούμενος Νίγερ και Λούκιος ο Κυρηναίος, Μαναήν τε Ηρώδου τού τετράρχου σύντροφος, και Σαύλος. Λειτουργούντων δε αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων, είπεν το Πνεύμα το Άγιον: "Αφορίσατε δή μοι τον Βαρναβάν και Σαύλον εις το έργον ό προσκέκλημαι αυτούς". Τότε νηστεύσαντες, και προσευξάμενοι και επιθέντες τας χείρας αυτοίς απέλυσαν".
Έτσι λοιπόν, ο Σαύλος (Παύλος) και ο Βαρνάβας, που τότε ανήκαν στην τάξη τών προφητών, στάλθηκαν για ευαγγελισμό στην Κύπρο και στην Μικρά Ασία. Αυτή ήταν η πρώτη περιοδεία του Παύλου. Η επιλογή τους μάλιστα, έγινε καθώς "λειτουργούσαν". Αυτό δείχνει ότι οι απαρτίζοντες την τάξη των προφητών, είχαν το δικαίωμα να τελούν την Θεία Ευχαριστία.
Επίσης, στις Πράξεις 14/ιδ΄ 23, φαίνεται πως οι επιλεγέντες αυτοί Προφήτες από την Εκκλησία τής Αντιοχείας, είχαν το δικαίωμα να χειροτονούν πρεσβυτέρους στις κατά τόπους Εκκλησίες. Είναι λοιπόν δεδομένη η εξουσία των προφητών, επί τού πρεσβυτερίου των κατά τόπους Εκκλησιών.
Αυτό μπορούμε να το δούμε και σε ένα ακόμα χωρίο των Πράξεων των Αποστόλων. Μετά το τέλος τής Αποστολικής Συνόδου το 49 μ.Χ., οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι που συμμετείχαν στην Σύνοδο των Ιεροσολύμων, εξέλεξαν "Ιούδαν τον καλούμενον Βαρσαββάν και Σίλαν, άνδρας ηγουμένους εν τοις αδελφοίς". (Πράξεις 15/22). Αυτούς τους δύο Προφήτες, τους έστειλαν στην Εκκλησία τής Αντιοχείας, για να μεταφέρουν μαζί με τον Παύλο και τον Βαρνάβα, τις αποφάσεις τής Αποστολικής Συνόδου.
Το ότι αυτοί οι δύο "ηγούμενοι" ανήκαν στην τάξη τών Προφητών, αναφέρεται στις Πράξεις 15/ιε΄ 32: "Ιούδας τε και Σιλάς, και αυτοί προφήται όντες, δια λόγου πολλού παρεκάλεσαν τους αδελφούς και επεστήριξαν".
8 Αυτό το βλέπουμε και στο πρωτοχριστιανικό σύγγραμμα τής Διδαχής των Αποστόλων, που γράφτηκε κατά το 70 - 100 μ.Χ. Η ιστορική αξία αυτού τού συγγράμματος είναι μεγάλη, επειδή είναι ένα από τα λίγα που διασώθηκαν από την πρώϊμη εκείνη εποχή, που ένας ένας οι απόστολοι έφευγαν από την επίγεια σκηνή, και άφηναν πίσω τούς διαδόχους τους. Είναι δε σημαντικό, καθώς επιβεβαιώνει τα όσα είδαμε προηγουμένως και στην Αγία Γραφή
Εκεί, μεταξύ άλλων διαβάζουμε για την τάξη τών Προφητών: "Τους δε προφήταις επιτρέπετε ευχαριστείν όσα θέλουσιν". (Διδαχή 10/ι΄ 7).
"Περί δεν των αποστόλων και προφητών κατά το δόγμα τού Ευαγγελίου, πας δε απόστολος ερχόμενος προς υμάς δεχθήτω ως Κύριος, ου μενεί δε, ει μη ημέραν μίαν, εάν δε ή χρεία, και την άλλην, τρεις δε εάν μείνη ψευδοπροφήτης. Εξερχόμενος δε ο απόστολος, μηδέν λαμβανέτω, ει μη άρτον, έως ου αυλισθή. Εάν δε αργύριον αιτή, ψευδοπροφήτης εστί. Και πάντα προφήτην λαλούντα εν πνεύματι ου πειράσετε, ουδέ διακρινείτε, πάσα γαρ αμαρτία αφεθήσεται, αύτη δε η αμαρτία ουκ αφεθήσεται. Ου πας δε ο λαλών εν πνεύματι προφήτης εστίν, αλλ' εάν έχη τους τρόπους Κυρίου. (Διδαχή 11/ια΄ 3 - 12).
"Πας δε προφήτης αληθινός, θέλων καθήσθαι προς υμάς, άξιός εστι τής τροφής αυτού... Πάσαν ουν απαρχήν γεννημάτων ληνού και άλωνος, βοών τε και προβάτων λαβών την απαρχήν τοις προφήταις, αυτοί γαρ εισίν οι αρχιερείς υμών..." (Εδ. 13).
"Χειροτονήσατε ουν εαυτοίς επισκόπους και διακόνους αξίους τού Κυρίου, άνδρας πραείς και αφιλαργύρους και αληθείς και δεδοκιμασμένους. Υμίν γαρ λειτουργούσιν και αυτοί την λειτουργίαν τών προφητών και διδασκάλων, μη ουν υπερίδητε αυτούς, αυτοί γαρ εισίν οι τετιμημένοι υμών μετά τών προφητών και διδασκάλων..." (Διδαχή 15/ιε΄ 1-2).
Στα παραπάνω, μαθαίνουμε ότι οι Προφήτες, όπως και οι Απόστολοι, περιόδευαν τις Εκκλησίες, και φιλοξενούντο από τους Χριστιανούς. Έπρεπε λοιπόν οι Χριστιανοί να είναι προσεκτικοί, επειδή κυκλοφορούσαν και απατεώνες, που παρίσταναν τους Προφήτες.
Μαθαίνουμε επίσης, ότι οι Προφήτες ήταν ηγετική τάξη, μετά τους Αποστόλους, και απολάμβαναν μεταξύ τών Χριστιανών τιμή Αρχιερέων. Μάλιστα, φαίνεται καθαρά η υπεροχή τους απέναντι στους Πρεσβυτέρους τών Εκκλησιών.
Τέλος, οι Προφήτες μπορούσαν να τελούν την Θεία Ευχαριστία, ("επιτρέπετε ευχαριστείν όσα θέλουσιν") χωρίς να πρέπει οι Χριστιανοί να τους εμποδίζουν.
Ας δούμε κάποιους ακόμα "Προφήτες".
Β΄ Τιμόθεον 1/α΄ 6: "Αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα τού Θεού, ο εστιν εν σοι δια τής επιθέσεως τών χειρών μου", γράφει ο απόστολος Παύλος στον Τιμόθεο, τον οποίο είχε χειροτονίσει Προφήτη. Αυτό φαίνεται από το ότι τού είχε δώσει εξουσία να χειροτονεί, καθώς και από το ότι είχε επιλεγεί από το Άγιο Πνεύμα και είχε χειροτονηθεί "δια προφητείας". (Α΄ Τιμόθεον 3/γ΄ 6. 4/δ΄ 13,14).
Παρόμοιες αποστολές δόθηκαν στον Τίτο στη Δαλματία και την Κρήτη, (Τίτον 1/α΄ 5), στον Τυχικό στην Ασία, (Β΄ Τιμ. 4/δ΄ 12), στον Κρήσκη στη Γαλατία, (Β΄ Τιμ. 4/δ΄ 10), στον Τιμόθεο στη Μακεδονία, (Φιλιπ. 2/β΄ 19), στον Αρτεμά στην Κρήτη, (Τίτον 3/γ΄ 12), και στον Έραστο στην Αχαϊα (Β΄ Τιμ. 4/δ΄ 20).
Μετά το θάνατο τών αποστόλων, οι Προφήτες ως διάδοχοί τους, συνέχισαν το έργο τους, χειροτονώντας και κηρύττοντας σε όλο τον κόσμο.
Καθώς οι δεκαετίες περνούσαν και οι Προφήτες γερνούσαν, δεν μπορούσαν πλέον να γυρίζουν στις διάφορες Εκκλησίες, και άρχισαν να εγκαθίστανται σε Εκκλησίες τής επιλογής τους. Εκεί χειροτόνισαν τους δικούς τους διαδόχους, οι οποίοι ονομάστηκαν "Επίσκοποι", και υπάρχουν στην Εκκλησία ως σήμερα.
Αυτοί είναι οι μόνοι που έχουν την κληρονομημένη από τους αποστόλους εξουσία σήμερα!
Επίσης, μπορείτε να ανατρέξετε στην Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄ τού Βλασίου Ιω. Φειδά, σελ. 59..., (2η έκδοση 1994), απ' όπου αντλήσαμε τα στοιχεία αυτής τής μελέτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου