ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1
«… Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη,
σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη, στην Αγιά Σοφιά.2
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και
χάνεται ο Φράγκος
σαν την καταχνιά!» (Κ. Παλαμάς)
ΜΕΡΟΣ 10ο
Η. Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ ΡΩΜΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ.
1. Πότε,
πως και γιατί μεταφέρθηκε η πρωτεύσα των Ρωμαίων στην Ανατολή 3
Από τον 2ο π.Χ. αιώνα, η λατινική αριστοκρατία της Ρώμης προτιμoύσε στις κοινωνικές
συναναστροφές την χρήση της ελληνικής γλώσσας, και όταν τον 1ο μ.Χ. αιώνα ο
Παύλος γράφει την επιστολή του προς Ρωμαίους, δεν διανοείται να χρησιμοποιήσει
τα λατινικά. Η ελληνική γλώσσα ήταν
η επικρατούσα στις περιοχές της Ρώμης και της κάτω Ιταλίας.
Δύο αιώνες αργότερα, παρά το γεγονός ότι η λατινική
γλώσσα αρχίζει να ομιλείται από περισσοτέρους Ρωμαίους πολίτες, ο Διοκλητιανός
θα διακρίνει ότι το κέντρο των ιστορικών εξελίξεων έχει οριστικά μετατεθεί στην
Ελληνική Ανατολή, γι' αυτό και θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του
στην Νικομήδεια, προετοιμάζοντας έτσι
και το τολμηρό εγχείρημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να μεταθέσει το κέντρο της
αυτοκρατορίας σε μια νέα ελληνική πρωτεύουσα, την Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη. Όταν Η Ρώμη έπαψε να
είναι δημοκρατία, οι αυτοκράτορες, κατά καιρούς, εξέφραζαν την επιθυμίαν να
μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από την Ρώμη στην Ανατολή. Σύμφωνα με όσα γράφει
ο Ρωμαίος ιστορικός Σουετώνιος (Ι, 79), ο Ιούλιος Καίσαρ ήθελε να μεταφέρει την
Ρώμη στην Αλεξάνδρεια ή το Ίλιον (αρχαία Τροία). Τους πρώτους αιώνες μ.Χ. οι
αυτοκράτορες συχνά άφηναν την Ρώμη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, στην διάρκεια
των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων ή των περιοδειών τους στην αυτοκρατορία.
Στα τέλη του 2ου αιώνα, οι περιοχές των αρχαίων
Ελληνικών πόλεων της Χαλκηδόνος και του
Βυζαντίου, δέχτηκαν ένα δυνατό χτύπημα. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος, πολεμώντας τον
εχθρό του Νίγηρα, που είχε οχυρωθεί στο Βυζάντιο,4 προέβη
σε μια τρομερή λεηλασία της πόλεως την οποίαν και κατέστρεψε ολοκληρωτικά.
Έτσι, όταν ο Κωνσταντίνος απεφάσισε την μεταφορά της πρωτευούσης, το
Βυζάντιο την εποχή εκείνη, ήταν ένα μικρό και άσημο χωριό.
Ο Κωνσταντίνος δεν διάλεξε αμέσως το Βυζάντιο. Αρχικώς
σκέφτηκε την Ναϊσσό (Νίσσα) όπου γεννήθηκε, την Σαρδική (Σόφια) και την
Θεσσαλονίκη. Η προσοχή του στράφηκε και στην Τροία. Ο αυτοκράτορας πήγε
προσωπικά στο μέρος αυτό και ρύθμισε τα όρια της μελλοντικής πόλεως. Είχαν ήδη
μάλιστα κατασκευαστεί οι πύλες όταν - όπως αναφέρει ο συγγραφέας του 5ου αιώνα,
Σωζομενός («Historia
ecclesiastica», ΙΙ, 3) - κάποιο βράδυ, παρουσιάστηκε ο Θεός στον
Κωνσταντίνο, προτρέποντάς τον να διαλέξει μια άλλη τοποθεσία για την πρωτεύουσά
του. Μετά από αυτό, ο Κωνσταντίνος επέλεξε τελικά την περιοχή του αρχαίου Βυζαντίου.
Έναν αιώνα αργότερα, όσοι ταξίδευαν στην Τροία μπορούσαν να διακρίνουν ακόμα τα
ατελείωτα έργα του Κωνσταντίνου.
Το
Βυζάντιο, που ακόμα δεν είχε τελείως αναλάβει από τις καταστροφές που προκάλεσε
ο Σεπτίμιος Σεβήρος, ήταν την εποχή εκείνη, όπως προείπαμε, ένα απλό και άσημο
χωριό.
Όταν ο Kωνσταντίνος απέμεινε μονοκράτορας, αποφάσισε να μεταφέρει την
πρωτεύουσα από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη (324 μ.Χ.). Η μεταφορά ενός κράτους διοικητικά, γλωσσικά
και νομοθετικά ρωμαϊκού (4ος αι.) [με
τις επισημάνσεις που έχουμε κάνει σχετικώς με την ελληνόρριζη Λατινική γλώσσα
των Ρωμαίων και την ελληνική πατρότητα του Ρωμαϊκού δικαίου (βλέπε μέρος 5ο)],
σε έναν τόπο που βρισκόταν κάτω από την πολιτισμική αιγίδα του ελληνισμού,
αποτελούσε τον προάγγελο της αλλαγής ολόκληρης της υποστάσεώς του.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πήγε προσωπικά στο
μέρος αυτό και ρύθμισε τα όρια της μελλοντικής πόλεως. Μετά ταύτα, διάλεξε
τελικά την παρούσα θέση της Κωνσταντινουπόλεως.
Το 325 είχε αρχίσει η κατασκευή των βασικών
κτιρίων. Οι χριστιανικοί θρύλοι αναφέρουν ότι καθώς ο αυτοκράτορας με ένα
ακόντιο στο χέρι χάραζε τα σύνορα της πόλεως, οι αυλικοί του, κάτω από την μεγάλη
εντύπωση που τους προκαλούσε η έκταση της μελλοντικής πολιτείας, τον ρώτησαν: «Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμα;».
Και εκείνος απάντησε: «Θα
προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρά μπροστά μου». Αυτό
σημαίνει ότι κάποια Θεία δύναμη οδηγούσε τον Κωνσταντίνο.
Εργάτες και υλικά για την οικοδόμηση μαζεύτηκαν
από παντού, ενώ πολλά ειδωλολατρικά μνημεία της Ρώμης, των Αθηνών, της
Αλεξάνδρειας, της Εφέσου και της Αντιόχειας, χρησιμοποιήθηκαν για την
διακόσμηση της πόλεως. 40.000 Γότθοι
στρατιώτες, οι λεγόμενοι «foederati»,
έλαβαν μέρος στην κατασκευή των νέων κτιρίων. Πολλές εμπορικές και οικονομικές
ευκολίες δόθηκαν στην νέα πρωτεύουσα, έτσι ώστε να ελκυστούν εκεί πολλοί
άνθρωποι. Την άνοιξη του 330 μ.Χ. οι εργασίες είχαν τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε
ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να εγκαινιάσει επίσημα την νέα πρωτεύουσα.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Μαΐου του
330, και οι σχετικές γιορτές κράτησαν 40 μέρες.
Ο Μέγας
Κωνσταντίνος µετέφερεν όχι μόνον την πρωτεύουσαν, άλλα την πόλιν. Μετώκησεν όχι µόνον ο
Αυτοκράτωρ, αλλά η πόλις ολόκληρος. Μετώκησαν εις την Νέαν Ρώµην οι
ύπατοι, οι περισσότεροι συγκλητικοί, οι µορφωµένοι, οι
αρχηγοί γενικώς του στρατού, ολόκληρος σχεδόν η τάξις των πατρικίων, και
µέγα µέρος του πληθυσµού.
Η συμβολή του Kωνσταντίνου στην διοικητική
αναδιοργάνωση του κράτους αλλά και η θρησκευτική πολιτική του, αποτελούν
σημαντικά κεφάλαια της ιστορίας καθώς έθεσαν τις βάσεις για την μελλοντική
ανάπτυξη της Νέας Ρώμης.
2. Κυριώτεροι
λόγοι μεταφοράς της πρωτευούσης
Η μετάθεση της πρωτεύουσας και η επιλογή της
Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν τυχαία. Υπαγορεύτηκε κυρίως από τους εξής λόγους:
1/ Γεωστρατηγικοί:
Η γεωγραφική θέση της
Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε απαράμιλλη, γι' αυτό και αποτέλεσε καθοριστικότατο
παράγοντα για τον τεράστιο ιστορικό ρόλο που διαδραμάτισε η Πόλη ανά τους
αιώνες. Χτισμένη στο σταυροδρόμι δύο ηπείρων, της Ασίας και της Ευρώπης, δύο
θαλασσών, του Ευξείνου πόντου και της Μεσογείου, ένωνε γεωγραφικά, οικονομικά,
πολιτικά, πολιτιστικά και στρατιωτικά την Οικουμένη, την Δύση με την Ανατολή,
τον Βορρά με τον Νότο, το παρελθόν με το μέλλον [ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός την
ονομάζει «σύνδεσμο μεταξύ Δύσης και Ανατολής»].
Η γεωγραφική αυτή θέση της Πόλεως, τριγυρισμένη
από θάλασσα, την καθιστούσε όχι μόνο καίριο στρατηγικό σημείο από στρατιωτικής
απόψεως, αλλά και σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο ανάμεσα στην Ευρώπη και την
Ασία, στην Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και την Aζοφική. Δυτικώς κατεσκευάσθη το τείχος. Η απόκρουση των επιδρομέων Γότθων
(στο Δούναβη) και των Περσών (στον Ευφράτη), κατέστη από αυτή την θέση ευκολώτερη.
2/ Γεωπολιτικοί:
Οι κάτοικοι της Ανατολής ήσαν ενωμένοι. Τους ένωνε ο Ελληνικός πολιτισμός, η Ελληνική γλώσσα και η νέα πολιτικο-θρησκευτική ταυτότητα (Χριστιανισμός). Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη: Μια νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε σημείο συναντήσεως από Ευρώπη – Ασία- Εύξεινο Πόντο - Αιγαίο – Μεσόγειο. Επίσης, λόγω θέσεως, διευκολύνονταν τόσον η επίτευξη των ιδεολογικοπολιτικών στόχων όσον και η άσκηση στρατιωτικής πολιτικής.
Οι κάτοικοι της Ανατολής ήσαν ενωμένοι. Τους ένωνε ο Ελληνικός πολιτισμός, η Ελληνική γλώσσα και η νέα πολιτικο-θρησκευτική ταυτότητα (Χριστιανισμός). Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη: Μια νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε σημείο συναντήσεως από Ευρώπη – Ασία- Εύξεινο Πόντο - Αιγαίο – Μεσόγειο. Επίσης, λόγω θέσεως, διευκολύνονταν τόσον η επίτευξη των ιδεολογικοπολιτικών στόχων όσον και η άσκηση στρατιωτικής πολιτικής.
3/ Εμπορικοί:
Ήταν σταυροδρόμι μεγάλων εμπορικών δρόμων [θαλάσσιων και χερσαίων( Εγνατία οδός)], που ένωναν την Ανατολή με την Δύση. Την Ευρώπη με την Ασία και την Αφρική. Από την Πόλη ξεκινούσαν μεγάλης σημασίας στρατιωτικοί και εμπορικοί δρόμοι, θαλάσσιοι και χερσαίοι. Οι χερσαίοι, μέσω της Μικράς Ασίας, κατέληγαν στην Αρμενία και μετά στον Καύκασο, την Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Μέσω της Εγνατίας οδού συνδεόταν με τις ευρωπαϊκές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Οι θάλασσες που την περιέβαλλαν (Εύξεινος πόντος, Προποντίδα), εκτός από την προστασία που της πρόσφεραν, της επέτρεπαν να ξανοίγεται προς πολλές κατευθύνσεις. Μέσω του Ευξείνου πόντου, επικοινωνούσε με τον Βορρά και μέσω της Προποντίδας είχε πρόσβαση προς όλες τις κατευθύνσεις της Μεσογείου.
Ήταν σταυροδρόμι μεγάλων εμπορικών δρόμων [θαλάσσιων και χερσαίων( Εγνατία οδός)], που ένωναν την Ανατολή με την Δύση. Την Ευρώπη με την Ασία και την Αφρική. Από την Πόλη ξεκινούσαν μεγάλης σημασίας στρατιωτικοί και εμπορικοί δρόμοι, θαλάσσιοι και χερσαίοι. Οι χερσαίοι, μέσω της Μικράς Ασίας, κατέληγαν στην Αρμενία και μετά στον Καύκασο, την Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Μέσω της Εγνατίας οδού συνδεόταν με τις ευρωπαϊκές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Οι θάλασσες που την περιέβαλλαν (Εύξεινος πόντος, Προποντίδα), εκτός από την προστασία που της πρόσφεραν, της επέτρεπαν να ξανοίγεται προς πολλές κατευθύνσεις. Μέσω του Ευξείνου πόντου, επικοινωνούσε με τον Βορρά και μέσω της Προποντίδας είχε πρόσβαση προς όλες τις κατευθύνσεις της Μεσογείου.
Η νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη ήταν Σταυροδρόμι δύο
ηπείρων, Ευρώπης και Ασίας και η Αγαπημένη δύο θαλασσών (Ασία/ Μαύρη θάλασσα-Μεσόγειος
Θάλασσα ).
4/ Οικονομικοί:
Υπήρξε κέντρο διακινήσεως και μεταφοράς ανθρώπων και
κάθε είδους δημιουργημάτων του ανθρώπου - υλικών και πνευματικών αγαθών. Η
Κωνσταντινούπολη παρήγε και τροφοδοτούσε με δικά της προϊόντα τον υπόλοιπο
κόσμο. Επιπλέον δεχόταν, αφομοίωνε και κατανάλωνε τα ξένα δημιουργήματα που την
κατέκλυζαν.
Η Ανατολή παρείχε ισχυρή οικονομία, ακμαίο,
δραστήριο και με εμπορικό πνεύμα πληθυσμό, με πρωταγωνιστές και κυρίαρχους στο
εμπόριο, τους Έλληνες. Μια νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη/Νέα Ρώμη
ευρίσκετο κοντά στις επαρχίες που τροφοδοτούσαν με πρώτες ύλες. Με την οχύρωση,
τα κτίρια, τις αγορές, τον πλούτο της, την μεγάλη κίνηση και το μεγάλο
πληθυσμό, φάνταζε επιβλητική· «Εικόνα του θεού επί της γης» την ονόμασαν. Έτσι,
αποτέλεσε τον πόλο έλξεως για όλους τους λαούς, γειτονικούς και μακρινούς, που
την επισκέπτονταν και την θαύμαζαν, αλλά και την πολιορκούσαν για να την
λεηλατήσουν και να την κατακτήσουν.
5/ Θρησκευτικοί:
Η στροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό συνδυάστηκε με την απομάκρυνσή του από μια πόλη που είχε γίνει επίκεντρο ειδωλολατρίας, την παλαιά Ρώμη. Οι Χριστιανοί -σ' αυτούς στηρίχτηκε πολιτικά ο Κωνσταντίνος Α'- ήταν πολυπληθέστεροι στην Ανατολή.
Η στροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό συνδυάστηκε με την απομάκρυνσή του από μια πόλη που είχε γίνει επίκεντρο ειδωλολατρίας, την παλαιά Ρώμη. Οι Χριστιανοί -σ' αυτούς στηρίχτηκε πολιτικά ο Κωνσταντίνος Α'- ήταν πολυπληθέστεροι στην Ανατολή.
Συμπερασματικώς, η Κωνσταντινούπολη με την
ταχύτατη πληθυσμιακή της ανάπτυξη, υπήρξε η δεξαμενή όπου συγχωνεύθηκαν
διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία από διαφορετικούς κόσμους. Τα παλιά στοιχεία
-ελληνικό και ρωμαϊκό- συνδέθηκαν εδώ με το νέο -το χριστιανικό- σε ένα
περίεργο αμάλγαμα (= συγχώνευση). Και όλα αυτά με εκπληκτική ισορροπία. Έτσι,
δημιουργήθηκε το πρώτο κέντρο με πραγματικά οικουμενικό -πολυπολιτισμικό θα
λέγαμε σήμερα-χαρακτήρα, αλλά με δικλείδα ασφαλείας, την Ορθόδοξη Πίστη.
3. Η ονομασία, η αίγλη της νέας πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολη - Νέα
Ρώμη) και ο ιστορικός ρόλος της.
Είναι
πολύ πιθανό ότι ήδη εξ αρχής, δηλαδή επί Κωνσταντίνου, υπήρχε μια ρητορική περί
Νέας Ρώμης σχετικά με την νεοϊδρυθείσα Κωνσταντινούπολη. Ο ιστορικός Σωκράτης,
που γράφει κατά το α΄μισό του 5ου αιώνα, την συνέχεια της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσεβίου, μας
πληροφορεί ότι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος κατοχύρωσε διά νόμου το όνομα «Νέα Ρώμη»,
για την πόλη του.5
Αν και η ακρίβεια αυτής της μαρτυρίας έχει
αμφισβητηθεί, διάφορες ενδείξεις δείχνουν πως απηχεί έναν ρητορικό παραλληλισμό
Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως που έχει κάνει την εμφάνισή του ήδη μεταξύ 324 και 330
(έτος εγκαινίων της Κωνσταντινουπόλεως).6
Άλλες ονομασίες που
αποδόθηκαν στην Νέα Ρώμη, εκτός από το «Κωνσταντινούπολις», είναι
«Βασιλεύουσα», «Βασιλίς των πόλεων», «Μεγαλόπολις» και «Επτάλοφος», ενώ αναφορά
γίνεται και στο όνομα «Ανθούσα» [Florentia].7 Κωνσταντινούπολη ήταν η ονομασία μέχρι και
το 19238 [επίσημα με το όνομα Konstantiniyye].
Κατά την περίοδο των Σελτζούκων,
καθώς και κατά την πρώϊμη οθωμανική περίοδο, η ονομασία Ιστάνμπουλ, μαζί με τις
παραλλαγές Ιστινμπόλ [Istinbol]
ή Ιστανμπόλ [Istanbol], χρησιμοποιήθηκαν, ενώ η προφορά της ονομασίας ως Εις
την πόλη [Istinboli], πιστοποιείται σύμφωνα με πηγές από τα τέλη του
14ου αιώνα. Το ελαφρά παραλλαγμένο όνομα Ισλαμπόλ
[Islam-bol],
που μεταφράζεται ως «εκεί που το Ισλάμ αφθονεί», φέρεται να δόθηκε στην πόλη
από τον Μωάμεθ Β΄ και συναντάται σε έγγραφα του 15ου αιώνα, καθώς και σε φιρμάνι
του 1760/1 — που τελικά ΔΕΝ εφαρμόστηκε
— σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί επίσημο όνομα της πόλεως!!!9
Η ονομασία
Κωνσταντινούπολη [οθ. τουρκ. قسطنطينيه, Konstantiniyye]
βρισκόταν σε παράλληλη χρήση, κατά την διάρκεια της Οθωμανικής δουλείας, κυρίως
σε επίσημα οθωμανικά έγγραφα, λογοτεχνικά έργα, αλλά και νομισματικές κοπές.
Ήταν σε χρήση περισσότερο σε κύκλους λογίων, ενώ στην καθημερινή επικοινωνία
κυριαρχούσαν διάφορες παραλλαγές της ονομασίας Ιστανμπούλ.
Η
μεταφύτευση θεσμών, χαρακτηριστικών της Ρώμης στην Κωνσταντινούπολη, όπως η Σύγκλητος και ο έπαρχος
πόλεως, ενισχύουν ακόμη περισσότερο, την εντύπωση ότι ο Κωνσταντίνος
επιδίωξε όντως την δημιουργία μιας Νέας Ρώμης, μιας πρωτεύουσας για την δυναστεία του, και όχι απλώς μιας πόλεως με το
όνομά του κατά το πρότυπο του Αλεξάνδρου, τον οποίο μιμήθηκαν πολλοί Ρωμαίοι
αυτοκράτορες.
Έναν αιώνα αργότερα, ο Σωζομενός, σχολιάζοντας
την ονομασία «Νέα Ρώμη» που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει το πρωτείο του
επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως έναντι των άλλων επισκόπων πλην εκείνου της Ρώμης,
θεωρεί ότι πρόκειται για μια παλαιά παράδοση και τονίζει την ύπαρξη ρωμαϊκών θεσμών στην Κωνσταντινούπολη, για να
δικαιολογήσει την εδραίωση της παραδόσεως αυτής.10
Ήδη από τον 3ο αιώνα η παλαιά Ρώμη είχε πάψει
να είναι η αποκλειστική έδρα του αυτοκράτορα, ποτέ όμως μέχρι τον Κωνσταντίνο,
δεν είχε μεταφερθεί σε άλλη πόλη της αυτοκρατορίας.
Παρ’ όλ’ αυτά, ο Κωνσταντίνος δεν επεδίωκε τον
ανταγωνισμό με την παλαιά Ρώμη σε κανέναν τομέα, διοικητικό, πολιτικό ή
ιδεολογικό. Έχοντας έρθει σε ρήξη με την πολιτική ιδεολογία της Τετραρχίας11 και έχοντας επιστρέψει σε εκείνην του Αυγούστου, μια
ιδεολογία ρωμαϊκής αιωνιότητας και οικουμενικής κυριαρχίας που δεν κινδύνευε
από κατακερματισμό, ο Κωνσταντίνος πρόβαλλε εαυτόν ως εκφραστή της αυθεντικής
ρωμαϊκής ιδεολογίας, που αποκαθιστά την ενότητα του imperium και θέτει ως
προτεραιότητα της πολιτικής του, την αναστήλωση ενός νέου ρωμαϊκού μεγαλείου.12
Εξάλλου,
η πίστη στην αιωνιότητα της Ρώμης και της κυριαρχίας της, κατά τους
Αυτοκρατορικούς χρόνους, ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με το αίτημα για ενότητα σε
όλα τα επίπεδα, πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό.
Η παλαιά Ρώμη όμως παρέμενε η μόνη «βασιλίς»
πόλη, όσο κι αν η Κωνσταντινούπολη μπορεί να είναι η πόλη του αυτοκράτορα.13
Σε έναν από τους λόγους του προς τον Κωστάντιο,
που εκφωνήθηκε μάλιστα στην παλαιά Ρώμη (357), ο ρήτορας Θεμίστιος λέει για την
Κωνσταντινούπολη ότι «συμμετέχει στο όνομα και στο πεπρωμένο της Ρώμης».
Ωστόσο τώρα η Κωνσταντινούπολη είναι,
όπως και η Ρώμη, βασιλεύουσα πόλη, και από κοινού συνοψίζουν τον ενιαίο
ελληνικό ή ελληνοποιημένο ρωμαϊκό κόσμο.14
Μέσα σε έξι χρόνια, ολοκληρώθηκαν οι εργασίες
και τον Μάϊο του 330, όπως προείπαμε, έγιναν τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας. Επίσημη γλώσσα της Κωνσταντινουπόλεως
αρχικώς ήταν η ελληνόρριζη λατινική, αν
και στην συντριπτική πλειοψηφία του ο πληθυσμός μιλούσε ελληνικά. Προνόμια
των κατοίκων της "Νέας Ρώμης" αποτελούσαν οι φθηνές τιμές των σιτηρών
από το 332 αλλά και η καθημερινή διανομή άρτου.
Η όλη εικόνα της αναπτύξεως και του μεγαλείου της
Βασιλεύουσας, συνίσταται όχι μόνο στην άνθηση των γραμμάτων, των τεχνών και του
εμπορίου, αλλά και σε ρυμοτομικά και αρχιτεκτονικά έργα, διαχρονικής αξίας και
αποτελούν αντικείμενα μελέτης από γενεές επιστημόνων και ειδικών.15
Με κέντρο πιά την Νέα
Ῥώμη, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα διανύσει μία θαυμαστή σε κάθε φάση της,
ιστορική διαδρομή ολόκληρης χιλιετηρίδας. Στην πολιτισμική της ταυτότητα
πρωτεύει το χριστιανικό στοιχείο, και μάλιστα η εμμονή και πιστότητα στην
ορθόδοξη πρωτοχριστιανική παράδοση. Με άξονα βίου την ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ
νοηματοδότηση της ανθρώπινης υπάρξεως, του κόσμου και της Ιστορίας, η Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία θα αναχωνεύσει οργανικά ο,τι δημιουργικό υπήρξε στην ρωμαική
παράδοση, και παράλληλα την ελληνική φιλοσοφία, παιδεία, τα γράμματα και την
τέχνη.
Μετά τον 6ο αιώνα θα είναι και επίσημα μία ελληνόφωνη
αυτοκρατορία, και μετά τον 10ο αιώνα θα υιοθετήσει και τους όρους Έλλην/Έλληνες
και Ελληνικός, απηλλαγμένους από το ειδωλολατρικό άγος, φορτισμένους πιά με
αξιολογικό περιεχόμενο, για να αντιπαρατάξει την δική της πολιτισμική ταυτότητα
στον καινούργιο πολιτισμό που γεννιέται στην κατακτημένη από βάρβαρα φύλα και
φυλές, Δύση.
Από τον 2ο π.Χ. ως τον 19ο μ.Χ. αιώνα, η γεωγραφική
περιοχή όπου άνθισαν οι αρχαίες ελληνίδες πόλεις, γνώρισε διαδοχικά περίπου
δεκαεπτά (17) επιδρομές βάρβαρων φύλων και φυλών. Από τις παραδουνάβιες
περιοχές ως την Κρήτη, και από την νότια Ιταλία ως τα βάθη της Μ. Ασίας και τον
Πόντο, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί δοκιμάστηκαν σκληρά επί αιώνες από αυτά τα
αλλεπάλληλα κύματα των κατακτήσεων, που σήμαιναν, κάθε φορά, κάποιες επιμειξίες
με τους γηγενείς Έλληνες.
Έτσι,
οποιοσδήποτε ισχυρισμός για φυλετική ομοιογένεια και «καθαρότητα αίματος» των
νεώτερων Ελλήνων, για την Ελληνική Αυτοκρατορία μας, θα είχε ερείσματα μάλλον
περιορισμένα ή συγκεχυμένα, και σε μεγάλο ποσοστό θα ήταν μόνον ρομαντική
αυθαιρεσία. Αλλά το
ιστορικό παράδοξο είναι αυτό που με την ποιητική του γλώσσα διαπίστωνε ο
στρατηγός Μακρυγιάννης στον 19ο αιώνα:
«ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς
φᾶνε τοὺς Ἕλληνες καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά».
Αυτή η «μαγιά» των ελληνίδων πόλεων και αργότερα των
κοινοτήτων, μέσα από τις κατακτήσεις και επιμειξίες, έσωζε τελικά την ελληνική
ιδιαιτερότητα: Την γλώσσα, την νοοτροπία, την ελληνική νοηματοδοτήση του κόσμου
και της ζωής. Και όλα αυτά, ενωμένα στην
εκκλησιαστική Ορθοδοξία.
Όσον αφορά στον ρόλον που διεδραμάτισε η μεταφορά της Ρώμης, ο γερμανός συγγραφέας
και ιστορικός Ferdinand Gregorovius (1821-1891), μας
δίδει την απάντηση, γράφοντας ότι:
«….δια της κτίσεως της Κωνσταντινουπόλεως
διεσώθη η περαιτέρω ύπαρξις του ελληνικού έθνους. Πράγματι, άνευ της
Κωνσταντινουπόλεως η Ελλάς και η Πελοπόννησος ήθελον κατακτηθή και οικισθή υπό
ξένων βαρβάρων εθνών.»16
4. Η
εικονογραφία της Νέας Ρώμης/Κωνσταντινουπόλεως και η σημειολογία της
Στην ιδεολογική γραμμή της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, η
Κωνσταντινούπολη αφιερώνεται, μεταξύ άλλων, στην Θεά Τύχη της Ρώμης, στο
μυστικό όνομα της οποίας –Flora (Ανθούσα)– οφείλεται και η εικονογραφία της
Κωνσταντινουπόλεως, με έμβλημα το κέρας της Αμάλθειας. Από την άποψη αυτή, η
Κωνσταντινούπολη γίνεται η πόλη του διαρκούς θριάμβου της Ρώμης, που τον
εκπληρώνει ο Κωνσταντίνος με την νίκη του επί του Λικίνιου.17
Στα χρόνια της βασιλείας του Κωστάντιου Β΄,
πιθανώτατα σε σόλιδο18 που
κόπηκε το 343 ή το 344 για τον εορτασμό της εικοσαετηρίδας του και της
δεκαετηρίδας του Κώνσταντα, εγκαινιάστηκε μια εικονογραφία που τοποθετούσε τις
προσωποποιήσεις της παλαιάς Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως σε συμμετρικές
θέσεις πάνω στο ίδιο νόμισμα, ένθρονες, με ένα σκήπτρο η καθεμιά και από κοινού
κρατώντας το μετάλλιο όπου αναγράφονταν τα χρόνια της βασιλείας του
αυτοκράτορα.
Η Ρώμη εικονιζόταν κατά μέτωπο και στα αριστερά
του νομίσματος (δηλαδή στα δεξιά της Κωνσταντινουπόλεως, και άρα στην τιμητική
θέση), ενώ η Κωνσταντινούπολη αποδιδόταν κατά κρόταφον, στραμμένη προς την
Ρώμη.
Ήδη πριν από το 350, η Κωνσταντινούπολη και η Ρώμη απεικονίζονται σε
μετάλλια με την ίδια ακριβώς στάση και την ίδια ενδυμασία, ενώ η
Κωνσταντινούπολη κρατά το έμβλημα της Ρώμης, μια Νίκη πάνω σε σφαίρα. Επιπλέον η Κωνσταντινούπολη κάθεται σε
θρόνο με ψηλό ερεισίνωτο, ενώ η Ρώμη σε μια ρωμαϊκή sella curulis.19
Η εικονογραφική αυτή έμφαση στην Κωνσταντινούπολη
προχωρεί σύντομα ένα βήμα παραπέρα:
Στην
πίσω όψη μεταλλίων από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα η Κωνσταντινούπολη
εικονίζεται πλέον μόνη, με την χαρακτηριστική της πλώρη καραβιού ως υποπόδιο
και με το έμβλημα της ρωμαϊκής κυριαρχίας, την Νίκη πάνω σε σφαίρα.20
Σε ένα από τα ποιήματα του Ρωμαίου αυλικού ποιητή
Κλαύδιου Κλαυδιανού (396), μια έμμετρη επίθεση εναντίον του Ρουφίνου, επάρχου του πραιτωρίου και αξιωματούχου επί
Θεοδοσίου Α΄ και Αρκαδίου, ο ποιητής μέμφεται την Κωνσταντινούπολη, που
θεωρείται η αντίζηλος της παλαιάς Ρώμης.21
Ακόμα πιο σημαντική όμως είναι η αναφορά του ονόματος Νέα Ρώμη, στον
τρίτο κανόνα της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381), με τον οποίο
ορίζεται, μεταξύ άλλων, η τιμητική πρωτοκαθεδρία του επισκόπου της
Κωνσταντινουπόλεως, μετά τον επίσκοπο της Ρώμης, με το αιτιολογικό ακριβώς ότι
η Κωνσταντινούπολη είναι η Νέα Ρώμη.
Αν μέχρι τώρα το όνομα αυτό ήταν κυρίως ένας
ρητορικός τύπος, στο τέλος του 4ου αιώνα έχει θεσμοθετηθεί και μπορεί να
στηρίξει την διεκδίκηση προνομίων για την Κωνσταντινούπολη. Κάτι παραπάνω: Είναι
τώρα πια επίσημο όνομα της Κωνσταντινουπόλεως και πλέον ο επίσκοπος, και
αργότερα πατριάρχης, της Κωνσταντινουπόλεως έχει τον τίτλο του επισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης.
Έτσι
η Κωνσταντινούπολη γίνεται φορέας μιας ρωμαϊκής ιδεολογίας που θα γίνει
αναπόσπαστο μέρος όχι μόνο της «βυζαντινής» αυτοκρατορικής ιδεολογίας, αλλά και εκείνης του δυτικού
Μεσαίωνα.22
Η
λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1204, προκαλεί βαθιές αλλαγές στον
ιδεολογικό προσανατολισμό της Ύστερης περιόδου του Βυζαντίου. Μέχρι τότε, όμως,
ο τίτλος του «Βασιλέα των Ρωμαίων» αποτελεί σταθερά πεδίο πολιτικής αντιπαραθέσεως
ανάμεσα στο «Βυζάντιο» και στην Δύση, καθώς ο Βυζαντινός αυτοκράτορας θεωρεί
τον τίτλο δικαιωματικά και κατ’ αποκλειστικότητα δικό του και αρνείται
πεισματικά να τον αναγνωρίσει σε οποιονδήποτε Δυτικό ηγεμόνα τον διεκδικεί,
είτε πρόκειται για τον Καρλομάγνο είτε για τους βασιλείς της λεγομένης «Αγίας
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».23
5. Ετυμολογία-προέλευση του ονόματος Νέα
Ρώμη.
-Η λ. Ρωμαίος δηλώνει τον ισχυρό, τον ανώτερο αλλά και τον θεϊκό κατά
το πνεύμα, διότι ουσιαστικώς μόνον ο θεός είναι αληθώς ισχυρός και ανώτερος.
Προέρχεται από το ελληνικό ρ. ρώννυμι ή
ρωννύω (Ενδυναμώνω, ενισχύω/θέμα ρω-).
Παράγωγα κύρια
ονόματα
Ρώμη=Ισχύς, Δύναμη
Ρωμύλος (ο φερόμενος ως ιδρυτής της Ρώμης)= Ρωμαλέος, ισχυρός.
Ρωμαίος=Ωραίος, εύρωστος (Ρωμαίος και Ιουλιέττα).
Ρώμις=Ο ανδρείος, ο ισχυρός (κύριο όνομα).
Ρούμ-Ιλί=Η χώρα των Ρωμαίων/Ισχυρών.
Με το όνομα ρούμ καλούσαν οι
τούρκοι κατακτητές τους Έλληνες, διότι έτσι τους εγνώρισαν. Αντιστοιχούσε με το
Ρωμαίος ή Ρωμηός/Ρωμιός.
-Η
ίδια η λέξη "Ρώμη" είναι ΕΛΛΗΝΙΚΗ και σημαίνει
"Δύναμη"(βλ.
ρωμαλέος=δυνατός).
Παραδόξως για τους αγνοούντας, αλλά ευλόγως για τους γνωρίζοντες, οι
ρίζες Ρουμ και Ρωμ, απαντώνται και στην Παλαιά Διαθήκη. Από τις
ρίζες αυτές παράγονται λέξεις και ρήματα με την ίδια σημασία των ελληνικών
Ρωμαίος, Ρώμη, ρώννυμι…συγκεκριμένα:24
Room: elation (έξαρση)-Height( ύψος, κυρ. και
μτφ)
Room: altitude(υψόμετρο, ύψος), extol (εκθειάζω)
Rowm: elevation (ανύψωση,
ανωτερότης, έξαρση)
Ruwm: elation(έξαρση), haughtiness (υπεροψία).
Μερικά παραδείγματα:
« Οι δε υιοί Ισραήλ επορεύοντο εν χειρί υψηλή..» (ΕΞΟΔΟΣ: 14/8).
«…ους υμείς κληρονομείτε αυτούς επί των ορέων των υψηλών..» (ΔΕΥΤ: 12/2).
- Το όνομα Νέα Ρώμη καταδηλώνει το θέλημα του Θεού να
χρισθούν οι Έλληνες ως πρωτότοκοι του Νέου Ισραήλ της Χάριτος [Ρώμη=Ισχύς,
Δύναμις. Ιsrael= Sarah+ el or ayil-- Sarah = προεξέχω, έχω ισχύν (όπως ένας πρίγκηπας)--el=Θεός, ισχυρός -- ayil= δύναμη]. Στην κυριολεξία
Ισραήλ= Θα κυβερνήσει σαν Θεός.25
Κατ’ ακολουθίαν Ισραηλίτης= Εκείνος που ανήκει στο εκλεκτόν
γένος του Θεού, στον λαό του Θεού, το βασίλειον ιεράτευμα (Α΄ΠΕΤΡΟΥ: 2/9-10).
Πως αποδεικνύεται ότι οι Έλληνες
είναι οι πρωτότοκοι του Νέου Ισραήλ;
1ο/ Από τους θείους Λόγους του Ιησού (ΙΩ: 12/20-24 και ΜΑΤΘ: 21/43).
2ο/ «…Στην παρουσία τους (των Ελλήνων) διέκρινε και ανεγνώρισε ο Ιησούς
το Έθνος, στο οποίον επρόκειτο να δοθεί η ιερή παρακαταθήκη για να την
διαφυλάξει χάριν της ανθρωπότητος..» (Περί της Ελληνικής φιλοσοφίας, ως
προπαιδείας εις τον Χριστιανισμόν, Άγιος Νεκτάριος, σ.15).
3ο/ Αναλυτικά στοιχεία και πλήρης αιτιολόγηση, παρατίθενται στο βιβλίο
«Αναζητώντας την Αλήθεια, Η Ταυτότητα των Ελλήνων», Σπυρίδων Αρώνης,
Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 28-50.
Σύμφωνα με το Ρωμαϊκό παραμύθι, το όνομα της πόλεως έχει ως ρίζα εκείνο
του μυθικού ιδρυτή της και πρώτου ηγεμόνα της, του Ρωμύλου.. Όμως, ο ιδρυτικός μύθος της Ρώμης, όχι μόνον
ΔΕΝ έχει επιβεβαιωθεί μέχρι σήμερα, αλλά όπως αποδείξαμε, βασίμως ανατρέπεται
από την υφισταμένη βιβλιογραφία. Έτσι ως πιθανώτερη εκδοχή για την ετυμολογία
της πόλεως, εκτιμάται ότι είναι η προερχομένη από την Ελληνική λέξη ρώμη
(Δύναμη, Ισχύς).
-Το όνομα της πόλεως Ρώμη πιθανώς να είναι παράγωγο της ελληνικής λέξης «Ρώμη»,
που σημαίνει "ανδρεία, γενναιότητα" (Ζαν Ζακ Ρουσσώ, «Κοινωνικό Συμβόλαιο», Βιβλίο 4ο, Κεφάλαιο 4ο, 1762).
-Γράφει επί του προκειμένου ο
Πλούταρχος ότι Πελασγοί (δηλ. Ελληνοπελασγοί) ήσαν οι πρώτοι κάτοικοι της Ρώμης
και ονόμασαν την πόλη από την δύναμη (ρώμη)
των όπλων τους (Πλουτάρχου, «Ρωμύλος», 1).
Συνεπώς Νέα
Ρώμη=Νέα Δύναμη. Τουτέστιν η πρωτεύουσα της ανατελλούσης Νέας
Δυνάμεως, του Νέου
Ισραήλ της Χάριτος του Θεού.
Φρονούμεν ότι, δεν υπάρχει πειστικώτερη, λογικώτερη και επιστημονικώτερη
ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος της πόλεως της Νέας Ρώμης, από εκείνη που
συνδέεται με την ετυμολογίαν της Ελληνικής λέξεως ρώμη!!!
Συνεχίζεται
1 α. Η βιβλιογραφία από
την οποίαν αντλήθηκαν τα στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που
καταγράφονται σε κάθε ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του
θέματος.
β. Οσάκις θα αναφερόμαστε στους
όρους Βυζάντιον, Βυζαντινός/ Βυζαντινοί,
Βυζαντινός πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική χερσόνησος, θα το πράττουμε
κατ’ οικονομίαν, αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς
αβάσιμοι.
Όπως σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Δ.Α. Ζακυνθηνός,
"τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζάντιος,
Βυζαντινός, Βυζαντιακός, ουδέποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό την Ελλήνων των
μέσων αιώνων εν τη σημασία, ην έχουν σήμερον. Κατ' αυτούς Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντιών πόλις ήτο η Κωνσταντινούπολις,
Βυζάντιος δε ο κάτοικος αυτής... Ο όρος
ούτος εν τη κατά τους νεωτέρους χρόνους κατισχυσάση ευρεία εννοία εμφανίζεται
το πρώτον εν τη Λατινική, μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των
Τούρκων δηλοί κυριώς τους εις την Ιταλιάν καταφυγόντας Έλληνας λογίους ως όρος
επιστημονικός χρησιμοποιείται κατά τον δέκατον έκτον αιώνα".
Ειδικώς για τους όρους «Βαλκάνια» και
«Βαλκανική», σημειώνουμε τα εξής:
Ο Αίμος είναι οροσειρά στα
βορειανατολικά της Ελληνικής χερσονήσου, από την οποία ονομάστηκε Χερσόνησος
του Αίμου. Μέχρι τις αρχές
του 20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες, περιεχόμενο
διμερών ή διεθνών συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ) η περιοχή των σημερινών
Βαλκανίων, ανεφέρετο ως «Χερσόνησος του Αίμου».
Οι Συστημικοί ανθέλληνες και οι Ιουδαιοταλμουδιστές
νεότουρκοι, την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο
και Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως, επικράτησε διεθνώς η ανιστόρητη αυτή
ονομασία.
Με την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan = όρος, ή υψηλή δασώδης οροσειρά), (αρχ. ελλ.
Χερσόνησος του Αίμου)], και Βαλκανική χερσόνησος, καθιερώθηκε
εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται, περισσότερο ως πολιτικός όρος παρά γεωγραφικός,
αφ’ ενός η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης
και συγκεκριμένα η τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια χερσόνησος της Ευρώπης
και αφετέρου συλλήβδην και χώρες γειτονικές που βρίσκονται εκτός των φυσικών
γεωγραφικών ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το μακρινό παρελθόν λειτούργησε
και λειτουργεί ως σταυροδρόμι, μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα
με την Ελληνική μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή
από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της Θράκης.
2 Μετά την απελευθέρωση
της Βασιλεύουσας που ήταν υποδουλωμένη στους άπιστους εισβολείς και αιμοσταγείς
κατακτητές, Λατίνους και Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος,
εισέρχεται θριαμβευτικώς στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.
3 Κωνσταντινούπολη ως Νέα
Ρώμη, Λαμπαδά Δέσποινα (2/8/2007),Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού,
Κωνσταντινούπολη, URL: http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10831---Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α στην
Κωνσταντινούπολη, την Πόλιν των Πόλεων, την Βασιλεύουσα και στον τελευταίο
Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.29η Μαϊου 1453 η Αλωση, Ταξίαρχος (ε.α.) Ανδρέας
Σταυρίδης---www.pilavakis. net/ new_page_123.htm.----Ο Εύξεινος Πόντος στην
αρχαία ελληνική γραμματεία. Μύθος-γεωγραφία-ιστορία (The Black
Sea in the
Ancient Greek Literary Tradition.Myth-Geography-History),Μανώλης
Μανωλεδάκης, διδάκτωρ κλασικής αρχαιολογίας ΑΠΘ.
4 Το Βυζάντιο (επίσης Βυζαντίς, Βυζαντιών) ήταν αρχαία
Ελληνική αποικία που ιδρύθηκε στο μυχό του Κερατίου κόλπου και των στενών του Βοσπόρου,
στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Κωνσταντινούπολη. Η ονομασία της πόλεως
παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία (Alexander P. Kazhdan (ed.), The Oxford Dictionary of Byzantium, Vol. I, Oxford University Press, USA, 1991, λήμμα "Byzantion", σ. 344). Σύμφωνα με τον Πλίνιο
τον Πρεσβύτερο, η τοποθεσία ονομαζόταν παλαιότερα Λύγος (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 4.46).
O
ιδρυτικός μύθος του Βυζαντίου παραδίδεται από τον Στράβωνα στα Γεωγραφικά, σύμφωνα με τον οποίο η
πόλη ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα,
από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Ο μυθικός
ήρωας Βύζας θεωρείται γιος του βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του
Ποσειδώνα και της Κερόεσσας (Προκόπιος, Περί
Κτισμάτων, Α. 5), κόρης της Ιούς και του Δία, την οποία η μητέρα της
γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. Άλλη εκδοχή εμφανίζει τον Βύζαντα ως γιο της νύμφης
Σεμέστρας.
Στο χρονογράφημα «Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί»
(8ος-9ος αι.), ο Βύζας αναφέρεται μαζί με ένα Θρακικό φύλο,τους Άντες και εικάζεται ότι πιθανός
συνδυασμός των δύο ονομάτων οδήγησε στο τοπωνύμιο Βυζάντιον [Οι Παραστάσεις
σύντομοι χρονικαί είναι έργο της βυζαντινής γραμματείας, άγνωστου συγγραφέα
ή εκδότη, αφιερωμένο στα αξιοθέατα και τα σπουδαιότερα μνημεία της Κωνσταντινουπόλεως.
Το μοναδικό χειρόγραφο των Παραστάσεων
που διασώζεται, χρονολογείται στον 11ο αιώνα (Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη gr.
1336). Αποτελεί μέρος της συλλογής «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως» και θεωρείται το
καλύτερα μελετημένο κείμενό της. Παραδοσιακά η συγγραφή του εντοπίζεται χρονικά
περίπου από την περίοδο της αυτοκρατορίας του Λέοντα Γ΄ (717-41) μέχρι τα μέσα
του 9ου αιώνα.
Το κείμενο των Παραστάσεων, αποτελείται από πληθώρα
θεμάτων, που συχνά επικαλύπτονται ή επαναλαμβάνονται. Ορισμένα τμήματά του
είναι παραφθαρμένα και δυσνόητα. Σε συνδυασμό με την έλλειψη θεματικής ενότητας
και ομοιογένειας, πιστεύεται ότι αποτελεί ημιτελές συμπίλημα διαφόρων πηγών]..
Για
την χρονολογία ιδρύσεως της πόλεως υπάρχουν αρκετές εκδοχές, με επικρατήσασα
μέχρι σήμερον, εκείνη του 660 ή 659 π.Χ. [Καμάρα
Αφροδίτη, «Βυζάντιον (Αρχαιότητα)», 2008, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού,
Κωνσταντινούπολη URL:http://www. ehw.gr/ l.aspx?id=10949].
Λαμβάνοντας
υπόψη την μακραίωνη ιστορία της πόλεως, στην
διάρκεια της οποίας καταστράφηκε και χτίστηκε εκ νέου αρκετές φορές, οι
αρχαιολογικές μαρτυρίες με δυσκολία διακρίνονται στο χώρο της σύγχρονης
Κωνσταντινουπόλεως.
5 Σωκράτης, Εκκλησιαστική
Ιστορία Ι.16, Migne, J.P. (ed.), Patrologia Graeca, στήλ. 116C.
6 Dagron, G., Η
γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451
(Αθήνα 2000), σελ. 51-52.
7 Gilles, Pierre [Petrus Gyllius]. The antiquities of
Constantinople [De topographia Constantinopoleos] (μτφρ. John Ball), London: 1729
8 Zeynep Çelik. The Remaking of Istanbul: Portrait of an
Ottoman City in the Nineteenth Century. University of California Press, 1986.
«…the Turks, whose documents and coin frequently referred to the capital as
"Konstantiniye" until the twentieth century …» σελ.12--- Names of İstanbul. Δημοκρατία της Τουρκίας, Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, «…in official correspondence and on coins the
Turkish transcription of 'Konstantinoupolis', 'Konstantiniye' was used.
Although the use of the name 'Konstantiniye' was prohibited...during the
republican period.»---From Konstantiniyye to Istanbul. Photographs of the
Anatolian Shore of the Bosphorus from the mid XIXth Century to XX Century, Date of Publication: 2012, ISBN 9789759123963. Pera Museum
9 "Istanbul", The Encyclopedia of Islam, Vol.
IV, E.J. Brill, Leiden: 1997, σ. 224
10 Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία VII.9.3, Migne, J.P. (ed.), Patrologia Graeca 67, στήλ. 1436C.
11 Η Τετραρχία (Αρχή των τεσσάρων) ήταν ένα σύστημα διακυβερνήσεως που
δημιουργήθηκε το 293 μ.Χ. από τον
Αυτοκράτορα Διοκλητιανό, με σκοπό να λυθούν τα σοβαρά στρατιωτικά και
πολιτικά προβλήματα της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αρχικά διαίρεσε την
αυτοκρατορία σε ανατολικό και δυτικό τομέα: Ο ίδιος κράτησε την διοίκηση της
Ανατολής και ο Μαξιμιανός
ανέλαβε την διοίκηση της Δύσεως. Οκτώ χρόνια αργότερα, και με σκοπό την
περαιτέρω βελτίωση του συστήματος, επέκτεινε την διαίρεση της εξουσίας,
διορίζοντας από ένα "Υφιστάμενο Αυτοκράτορα" ή Καίσαρα,
κάτω από κάθε "Πρεσβύτερο Αυτοκράτορα" ή Αύγουστο. Έτσι, εγκαθιδρύθηκε η Τετραρχία που κράτησε
ως το 324 μ.Χ.
Χάρτες
που δείχνουν τις περιοχές ευθύνης στις οποίες μοιράστηκε η αυτοκρατορία κατά
την Τετραρχία.
Οι πρώτοι Τετράρχες
ήταν:
·Διοκλητιανός,
Αύγουστος της Ανατολής (Ανατολή).
·Γαλέριος,
Καίσαρας της Ανατολής (Ιλλυρικό).
·Μαξιμιανός,
Αύγουστος της Δύσης (Ιταλία).
·Κωνστάντιος
Χλωρός, Καίσαρας της Δύσης (Γαλατία).
12 Curran, J., Pagan City and Christian Capital. Rome in
the Fourth Century (Oxford 2000), σελ. 80, 114-115.
13 Dagron, G., Η
γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451
(Αθήνα 2000), σελ. 60 και υποσημ. 20-23 για τις πηγές. Πρβ. Alföldi,
A., “On the Foundation of Constantinople: a few notes”, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 12.
14 Θεμίστιος, Πρεσβευτικός υπέρ Κωνσταντινουπόλεως ρηθείς εν Ρώμη, 42 a-b, Downey, G. – Norman, A.F. (eds), Themistii Orationes I (Leipzig 1965), III, σελ. 58: «ἡ κοινωνοῦσα τῆς τύχης καὶ τοῦ ὀνόματος […] συνάδουσι μὲν αἱ βασιλίδες, ἐξάρχει δὲ ὁ κορυφαῖος, ἐπευφημεῖ δὲ ἅπασα γή τε καὶ θάλασσα».
15 Η
Βασιλεύουσα κτισμένη πάνω σε επτά λόφους, εξ’ ού και «επτάλοφος», όπως και η
επτάλοφος παλαιά Ρώμη, περιελάμβανε επιγραμματικώς, τα πάρα κάτω έργα:
Τα τείχη 20
και πλέον χιλιομέτρων. Τις 50 πύλες επί των τειχών. Τις οχυρώσεις επί των τειχών
με τα κλιμακωτά προπετάσματα. Τις τρεις λεωφόρους με δεντροστοιχίες, που
διέσχιζαν την πόλη από την ανατολή προς την δύση και με άριστο αποχετευτικό
σύστημα. Τις επίγειες και υπόγειες στέρνες. Τα λιμάνια. Το Αυγουσταίον
(μεγαλοπρεπές κτίριο) το οποίο περιελάμβανε, ευρεία αγορά και λοιπά βοηθητικά
κτίρια. Τον Μεγάλο Ιππόδρομο. Τα Δικαστήρια. Το παλάτι των Βλαχερνών. Την
Σύγκλητο. Το μεγάλο παλάτι του Αυτοκράτορα. Τις Σχολές, την Θεολογική Σχολή της
Χάλκης, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και πλήθος άλλων. Μοναστήρια και Ιερούς
Ναούς. Το Πατριαρχείο Αιώνιος φάρος του Ελληνικού Έθνους. Ο Πατριαρχικός Ναός
του Αγίου Γεωργίου. Συνοδικό, Βιβλιοθήκες, Τοιχογραφίες, Τάξη, Ευπρέπεια και
Μεγαλοπρέπεια και τέλος, Η Αγία Σοφία Το
τελειότερο δημιούργημα της Χριστιανοσύνης προς δόξαν της του Θεού Σοφίας.
Το τέμπλο, εικόνες,
επιγραφές, αγιογραφίες, πολυέλαιοι, μανουάλια, στασίδια. Κάθε γωνιά και
Ιστορία. Το Άγιο Βήμα ,η Αγία Τράπεζα με το μαύρο βελούδο, το Ιερό Ευαγγέλιο,
τα Άγια Σκεύη, ο Σταυρός, τα Εξαπτέρυγα. Τι να πρωτοκοιτάξουν τα μάτια και τι
να πρωτοθαυμάσουν; Πόσα να συγκρατήσει το μυαλό; Δέκα χιλιάδες άνθρωποι
εργάστηκαν επί πεντέμισι χρόνια υπό τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο και ο
Ιουστινιανός με το πέρας του κτίσματος Αναφώνησε: «Δόξα του Αγίω Θεώ Νενίκηκά σε Σολομών» και η κρήνη, η κρήνη με την
καρκινοειδή γραφή της Για να θυμίζει στο διάβα του χρόνου σ’ όλους εμάς «ΝΙΨΟΝ
ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ» Κωνσταντινούπολη, Βασιλεύουσα, πόλη των πόλεων,
Παγκόσμιο Λίκνο Πολιτισμού. Αιώνιε
πλούτε, Εθνικό και Θείο όνειρο των Πανελλήλων.
16 Πηγή: «Ιστορία των Αθηνών», Gregorovius, τ. 1,
σ. 89.
17 Με τον ίδιο τρόπο, ως εκπλήρωση του
ρωμαϊκού πεπρωμένου μέσα από την προσπάθεια αποκαταστάσεως της χαμένης
ενότητας, είχε προβληθεί και η νίκη του Κωνσταντίνου επί του Μαξεντίου, όπως
αναπαριστάνεται στην αψίδα του Κωνσταντίνου στην Ρώμη· (Πηγές: Elsner, J., “Perspectives in Art”, στο
Lenski, N. (ed.), The Cambridge Companion to the Age of Constantine (New York
2006), σελ. 260. Για την Κωνσταντινούπολη ως Τύχη της Ρώμης βλ. Dagron, G., Η
γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451 (Αθήνα
2000), σελ. 29-30, 48-49).
18 Ο Σόλιδος ήταν χρυσό κέρμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Καθιερώθηκε από
τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α' τον Μέγα. Η βασική παράσταση των νομισμάτων
είναι η προτομή του αυτοκράτορα, χωρίς ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά .
Πορτρέτα έχουμε μόνο από τους αυτοκράτορες Φωκά, Λεόντειο, Λέοντα Γ',
Κωνσταντίνο Ζ' και Κωνσταντίνο Η'. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές ανάλογα με την
περίοδο , έτσι θα δούμε τον αυτοκράτορα με στρατιωτική περιβολή και την νίκη σε
εμπροσθότυπο και οπισθότυπο αντίστοιχα , για να φτάσουμε στην κυρίαρχη άποψη
της περί ελέω θεού βασιλείας και θα δούμε στα νομίσματα τον αυτοκράτορα να
κρατά σταυροφόρο σφαίρα στον εμπροσθότυπο και άγγελο στον οπισθότυπο. Βλέπουμε
επίσης παραστάσεις του αυτοκράτορα με τους συναυτοκράτορες.
Επί
Τιβερίου Κωνσταντίνου (578-582) , εμφανίζετε για πρώτη φορά ο σταυρός επάνω σε
βαθμιδωτή βάση, για τον σόλιδο. Στα σημίσια ο σταυρός υψώνετε επάνω σε σφαίρα
και στα τρημίσια επάνω σε απλή βάση. Σαν θέμα ο σταυρός σταματάει επί Ηρακλείου
(610 - 641) και έπειτα επανέρχεται μέχρι την εικονομαχία.
Κατά την πρώτη περίοδο το
χρυσό νόμισμα ήταν ο σόλιδος (solidus = σταθερός), το οποίο είχε βάρος 4.48
γρ., καθαρότητα 24 καράτια και ισοδυναμούσε με 24 αργυρές siliquae ή 1/72 της
Ρωμαϊκής λίτρας ή 24 κεράτια ή 6000 λεπτά. Το κεράτιο και το λεπτό ήταν μονάδες
υπολογισμού. Πολλαπλάσια του σόλιδου κυκλοφόρησαν μόνο μερικές αναμνηστικές
κοπές. Υποδιαιρέσεις του σόλιδου ήταν το σημίσιο (semissis , ένα δεύτερο) και
τρημίσιο (tremissis , ένα τρίτο). Κόπηκαν και ελαφροί σόλιδοι από Ιουστινιανό
μέχρι τον Κων/νο Δ΄ με ένδειξη σε siliquae.
Σόλιδος
του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β' με την μορφή του.
O
διεθνής χαρακτήρας του βυζαντινού εμπορίου είχε καταστήσει το νόμισμα της
αυτοκρατορίας παγκόσμιο. Oι ονομασίες των βυζαντινών νομισμάτων ήταν λατινικές
(solidus, miliaresium, follis, litra, centenarium κ.λπ.). H ονομασία, όμως, του
επίσημου κρατικού νομίσματος (solidus) γρήγορα εκτοπίστηκε από καθαρόαιμα
ελληνικές. Kατ’ αρχάς το βρίσκουμε απλώς ως «νόμισμα», «χρυσούν» ή «χρυσίον».
Aργότερα θα επικρατήσει ως «υπέρπυρον».
Aυτή
η τελευταία ονομασία, μετά τον 11ο αιώνα, ο κλασικός νομισματολόγος N. Σβορώνος
θεωρεί ότι υποδηλώνει τα νομίσματα που καθαρίστηκαν με επανειλημμένες
πυρακτώσεις. Tο ίδιο και ο ειδικός επί των βυζαντινών δημοσιο-οικονομικών A.
Aνδρεάδης. Προσθέτει, όμως, και την εκδοχή του Aδ. Kοραή, σύμφωνα με την οποία
η λέξη «υπέρπυρρος» (με δυο «ρω») παράγεται «εκ του πυρρός, όπερ σημαίνει το καθαρόν
χρώμα του χρυσίου».
Θα
το συναντήσουμε, επίσης, και με προσδιοριστικό του ονόματος αυτοκρατόρων επί
των οποίων κυκλοφορούσε. Για παράδειγμα Mιχαλάτο (δηλ. τα χρυσά νομίσματα επί
Mιχαήλ) κ.λπ. Mια συνήθεια που επιβιώνει και στην δημώδη μεσαιωνική και νεοελληνική
γλώσσα (Kωνσταντινάτο) και την βρίσκουμε ακόμη παρούσα στην λαογραφία μας.
Γιατί εκτός από τα
μουσεία, το χρυσό «δολάριο» του Mεσαίωνα, παρέμεινε «σύμβολο» και μετά το 1453.
Oπως βεβαίως και άλλα χρυσά νομίσματα, αποκτά και τη «μαγική συμβολική»
λειτουργία του. Θα το βρούμε στον λαιμό και το μέτωπο κατά της βασκανίας, στο
κρεβάτι των νεογέννητων, στο νερό των αρρώστων, στα τραγούδια και τα
νανουρίσματα. Στα παιχνίδια, όπου ακόμη σήμερα, έστω σπάνια, ανταλλάσσεται
τραγουδιστά το «Σας πήραμε, σας πήραμε φλουρί Kωνσταντινάτο... / Mας πήρατε,
μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο...».
19 The curule chair
(sella curulis) was a
significant symbol in Roman politics because of the authority it represented. For example, when the young Octavian was seeking to validate his claim
to political power in the years immediately following the assassination of
Julius Caesar, he minted this coin (c. 42 BCE) with his image and a depiction
of the sella curulis. The empty
stool holds Caesar's golden laurel wreath and is inscribed with the words
“CAESAR DIC[tator] PER[petuus].” (ΚΑΙΣΑΡ ΠAΓΚΟΣΜΙΟΣ ΔΙΚΤΑΤΩΡ).
Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να δώσουμε υπερβολική σημασία στο γεγονός ότι,
ενώ για την Ρώμη χρησιμοποιείται ο θρόνος της ρωμαϊκής βασιλείας, για την
Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιείται το εικονογραφικό στοιχείο του θεϊκού θρόνου,
γιατί ούτε η διάκριση ανάμεσα στα δύο εικονογραφικά στοιχεία είναι πάντοτε
απόλυτη ούτε και είναι σπάνιο στις απεικονίσεις προσωποποιήσεων πόλεων να
χρησιμοποιείται ο θρόνος με ερεισίνωτο. Παρ’ όλ’ αυτά, δίνεται η εντύπωση της
μεγαλύτερης έμφασης στην Κωνσταντινούπολη, που ενισχύεται από την διαφορά ύψους
των σκήπτρων, με το σκήπτρο της Ρώμης να είναι ενίοτε χαμηλότερο.
20 Toynbee, J.M.C., “Roma and Constantinople in late-Antique art from 312
to 365”, Journal of Roman Studies
37 (1947), σελ. 140-141 και
πίν. xi, 5-9 και xii, 1-6. Για
το εικονογραφικό θέμα του θρόνου βλ. ενδεικτικά Mathews, T., The clash of Gods. A reinterpretation of early Christian Art (Princeton 21999), σελ. 103-108, και Poilpré, A.O., Maiestas
Domini. Une image de l’Église en Occident, Ve-IXe siècle (Paris 2005), σελ. 46-49.
22 Hammer, W., “The concept of the New or Second Rome in the Middle Ages”, Speculum 19:1 (1944), σελ. 50-51.
23 Καραγιαννόπουλος,
Ι., Η πολιτική θεωρία των
Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 10-12. Πρβ. Patlagean,
E., Un Moyen
Âge grec. Byzance IXe – XVe siècle
(Paris 2007), σελ. 288-291.
24 Strong’s Exhaustive Concordance of the
Bible,Hebrew and Chaldee Dictionary,
1978,33η έκδοση.
25 Exhaustive Concordance of the Bible, Hebrew and
Chaldee Dictionary, James Strong,S.T.D.,LL.D. 37th ed. 1978, p. 11,12,53,121.