ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ
ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ1
«…Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη, σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης,
ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη,
στην Αγιά Σοφιά.
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει
η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και χάνεται ο Φράγκος, σαν την καταχνιά!» (Κ.
Παλαμάς)2
ΜΕΡΟΣ 7ο
Ζ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΡΩΜΗΣ 3
1. Γενικά
Ο απόστολος Παύλος
έγραψε την επιστολή του προς τους χριστιανούς της πρωτευούσης της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας στην ελληνική γλώσσα και ως εκ τούτου, δεν χρειάστηκε να
μεταφρασθεί στην ελληνική. Το γεγονός τούτο αποδεικνύει ότι, οι παραλήπτες της
επιστολής του Παύλου, που ζούσαν στο κέντρο του ρωμαϊκού κόσμου, ήταν
ελληνόφωνοι.
Μεταξύ των πιστών της
πρώτης Εκκλησίας της Ρώμης, σύμφωνα με την τεκμηριωμένη άποψη του αειμνήστου
καθηγητού Παναγιώτου Τρεμπέλα, συγκαταλέγονταν και χριστιανοί εξ Ιουδαίων, αλλά
κατά το πλείστον, η Εκκλησία αυτής, αποτελούνταν από χριστιανούς εξ εθνών, δηλ.
της Συρίας, Μικράς Ασίας, Μακεδονίας και Ελλάδος, σχεδόν στο σύνολό τους Έλληνες, Ελληνόφωνους ή αλλογενείς
εξελληνισμένους.
Κατά τον 1ον και 2ον
αιώνα του Χριστιανισμού, ήταν σύνηθες πλέον φαινόμενο οι διαβιούντες στην Ρώμη
Ρωμαίοι, να είναι μητροδίδακτοι στην ελληνική γλώσσα, αφού είχε γίνει
γλώσσα οικιακή. Όλοι οι πρώτοι
Χριστιανοί συγγραφείς των δυτικών επαρχιών και οι επίσκοποι της Ρώμης έγραφαν
ελληνιστί.
Ο πρώτος Λατίνος πατέρας της Εκκλησίας,
δηλαδή ο πρώτος που έγραψε στα Λατινικά, ήταν ο πάπας Βίκτωρ (189-199 μ.X.).
Ο πρώτος λατινιστί γράψας Χριστιανός, ήταν ο Αφρικανός Τερτυλλιανός, ο
οποίος έγραψεν όµως και ελληνιστί. Απεβίωσε το 250 μ.Χ.
Στα ελληνικά έγραψε ακόμα και ο Ρωμαίος άγιος
Ιππόλυτος (αρχές 3ου αιώνα). Η λειτουργία της εκκλησίας της Ρώμης γινόταν στα
ελληνικά μέχρι τον 4ο αιώνα, οπότε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε
στην Νέα Ρώμη. Μία σημαντική απόδειξη
πως η ελληνική, εκτός από γλώσσα της «υψηλής κοινωνίας», είχε γίνει και γλώσσα
του λαού. Η πόλη της Ρώμης ήταν γεμάτη από Ελληνικές επιγραφές.4
Ο
πρώτος και μόνος εν Ρώµη, γράψας µόνον λατινιστί, είναι ο πρεσβύτερος
Νοδατιανός µαρτυρήσας περί το 257 – 258 μ.Χ.
Ο Νοδατιανός και όλοι οι µετέπειτα λατινιστί
γράψαντες Χριστιανοί, αντέγραψαν ελληνικά πρότυπα θεολογίας, εκτός από τον
Αυγουστίνον, ο οποίος δεν εγνώριζεν ελληνικά. Ο Αυγουστίνος αργότερα έγινεν ο εθνικός θεολόγος των Φράγκων. Κατά
τον τρόπον αυτόν, οι διαφορές µεταξύ της θεολογίας του Αφρικανού
Αυγουστίνου και των λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωµαίων, έγιναν οι βασικές
διαφορές µεταξύ των Φράγκων και των Ρωµαίων.
Οι σημαντικώτεροι λατινόφωνοι Ρωµαίοι
Πατέρες, ως ο Αµβρόσιος, ο Ιερώνυµος, ο Ιωάννης Κασσιανός, ήσαν
πολύ επηρεασµένοι ή και µαθητές µεγάλων ελληνοφώνων Ρωµαίων/Ρωμηών Πατέρων, ως
του Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Γρηγορίου του
Νύσσης, και Ιωάννου Χρυσοστόµου. Υπήρχαν φυσικά και Εβραίοι, αλλά δεν
άφησαν πολλά ίχνη, αφού οι επιγραφές της εποχής εκείνης, που διασώθηκαν, είναι
κυρίως ελληνικές και ελάχιστες λατινικές.
Άλλο γεγονός, που
συνηγορεί υπέρ της ελληνικότητος της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας της Ρώμης,
είναι ο αριθμός των πρώτων Ελλήνων επισκόπων αυτής.
Οι Έλληνες επίσκοποι
της Ρώμης, είναι κατά μεν τους παπικούς δώδεκα κατά δε τους ορθοδόξους,
τουλάχιστον δέκα πέντε (15). Εξ αυτών όχι περισσότεροι των τριών (Κλήμης,
Σίξτος και Πίος), φέρουν λατινικά ονόματα. Αλλά, μολονότι τα ονόματα Κλήμης και
Πίος είναι λατινικά, η μακρά επιστολή του Κλήμεντος προς Κορινθίους είναι
γραμμένη στα ελληνικά και ο Πίος είναι αδελφός του Έλληνα Ερμά από την Αρκαδία,
συγγραφέα του έργου «ο Ποιμήν».
Στην Ρώμη επίσης
γράφηκε ελληνιστί, περί τα μέσα του Β΄ αιώνος, το λεγόμενο Αποστολικό Σύμβολο [A.
Hahn, κ. α, Bibliothek der Symbole und Glaubenregeln der Alten Kirche. Breslau
(1897), νέα έκδοσις Hildescheim, σ. 22-23].5
Όλη η διασωθείσα φιλολογία, που συνδέεται με την
χριστιανική Ρώμη μέχρι της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου (161-180), είναι
γραμμένη στα ελληνικά. Εκτός από τα έργα του Κλήμεντος και του Ερμά, διασώθηκαν
και άλλα έργα, όπως είναι η επιστολή του Ιγνατίου Αντιοχείας (68-104) προς την
Εκκλησία της Ρώμης και η επιστολή του επισκόπου Ρώμης Σωτήρος (166-174) προς
την Εκκλησία της Κορίνθου, που γράφηκαν επίσης στα ελληνικά. Οι εκκλησιαστικοί
συγγραφείς Ιουστίνος (†165) και Τατιανός (120-172), που ήταν εγκατεστημένοι στην
Ρώμη, έγραψαν στα ελληνικά και στην ίδια γλώσσα αντιμετωπίστηκαν από τον
Ιουστίνο και από τον γνωστό επίσκοπο της ελληνικής χριστιανικής κοινότητος
Λουγδούνου (Λυώνος) Ειρηναίο (2ος μ.Χ. αι.).
Στις λειτουργίες των
δυτικών περιοχών, υπάρχουν ελληνικές περικοπές, οι οποίες ανάγονται στην εποχή
εκείνη, όπως είναι ο αγγελικός ύμνος, το Τρισάγιο,
το Κύριε ἐλέησον και το Χριστέ
ἐλέησον. Η ελληνική
γλώσσα, ήταν παράγοντας μεγάλης
σπουδαιότητας για την ενότητα της Εκκλησίας της Ρώμης με τις άλλες Εκκλησίες,
γιατί η λατινική γλώσσα ήταν ανεπαρκής
για να εκφράσει τις μεταφυσικές αναζητήσεις της ελληνικής φιλοσοφίας.
Μία παράγραφος του
Aulus Gellius, γράφει ο Milman6, απεικονίζει την ενσυνείδητη ανεπάρκεια της λατινικής
να εκφράσει, παρ' όλες τις καινοτομίες του Κικέρωνος, τις κομψότατες διδασκαλίες
της ελληνικής φιλοσοφίας. «Haec Favorinum7 dicentem audivi Graeca oratione, cujus sententias, quantum meminisse potui,
retuli. Amaenitates vero et copias ubertatesque verborum, Latina omnis facundia vix quidem indispisci potuerit ».8
2. Ο Ελληνικός
χαρακτήρας της Εκκλησίας της Ρώμης και της Δύσεως
Ο ελληνικός χαρακτήρας της Εκκλησίας της Ρώμης ήταν έντονος λόγω της ελληνικής συνθέσεως
των πιστών της και της ανάγκης επικοινωνίας της με τις άλλες Εκκλησίες, που
ήταν εξίσου ελληνικές ή ακόμη και διότι δεν υπήρχε λατινική παράδοση ή δυνατότητα
δημιουργίας λατινικής παραδόσεως στην Εκκλησία της Ρώμης. Τέτοιου είδους
Λατινική παράδοση, εγκαινιάσθηκε όχι από
Ρωμαίους αλλά από Αφρικανούς χριστιανούς, οι οποίοι ανατολικά και μέχρι της
Κυρηναϊκής μιλούσαν ελληνικά, ενώ δυτικά μιλούσαν την Φοινικική/χαναανίτικη,
αποκαλουμένη γλώσσα Punic9
Ο Ελληνικός χαρακτήρας
όχι μόνο της Εκκλησίας της Ρώμης, αλλά
και της Δύσεως γενικώτερα, ήταν τέτοιος ώστε όταν ο άγιος Κυπριανός,
επίσκοπος Καρχηδόνος έγραψε στα Λατινικά προς τις Εκκλησίες
της Ανατολής, ο Ιστορικός
Ευσέβιος θεώρησε το γεγονός αυτό σαν κάτι το εξαιρετικό,
αφού την ίδια χρονική περίοδο ο Πάπας Κορνήλιος (251 –
253), έγραφε στον Επίσκοπο Αντιοχείας Φάβιο (252
– 255) στα Ελληνικά.10
Με την ελληνική
γλώσσα έγιναν στην Ρώμη όλες οι προσπάθειες να αναλυθεί και ερμηνευθεί, η
πνευματική ανωτερότητα και η αλήθεια του Χριστιανισμού, σε σχέση με τις αρχές των Ελλήνων φιλοσόφων, με τις
ανατολικές θρησκείες, τις κοσμογονίες, τις θεοφάνειες, τον μυστικισμόν και τα
μυστήρια της Ανατολής και γενικώς τις προχριστιανικές παραδόσεις-προφητείες,
περί της ελεύσεως ενός αναμενομένου Μεσσία.
Ο Βαλεντίνος ο Αλεξανδρινός11 ήταν ο ίδιος στην Ρώμη, ο Μαρκίων της Σινώπης επίσης. Ο Μοντανός από την Φρυγία,
με τις «προφήτιδές» του Πρίσκιλλα και Μαξιμίλλα, εάν δεν ήταν οι ίδιοι εκεί,
διατηρούσαν μια δυναμική ομάδα στην Ρώμη. Εκεί κατέφυγαν ακόμη οι παραχαράκτες
της μεγάλης τριαδολογικής διαμάχης, Πραξέας ο Μικρασιάτης, Θεόδωρος ο
Βυζαντινός, Αρτέμων Ασιάτης, ο Νοητός από την Σμύρνη, ο Σαβέλλιος από την
Πτολεμαΐδα της Κυρήνης.12
O Dom Gregory Dix,13 σε ειδική μελέτη του γράφει πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ελληνικότητα της Ρώμης κατά την μεταποστολική εποχή: .... yet the first reference to Rome in Greek literature, in a
geographer of the fourth century, speaks of it as the last "Greek
city" Westwards. Rome was Latin in
origin and race and languages, but seen against a background of exotic
Etruscans and "barbaric" Gaulish tribes, Rome
was a Πόλις. And against Carthage, the colony of Syrian Tyre, Rome defended the inheritance of
Hellenisme in the West in three hard wars. Culturally, Rome was, if
not originally Hellenistic, at least easily and quickly "Hellisable".14
Δεν είναι γνωστό
ακριβώς πότε κατά τον 3ο μ. Χ. αιώνα η Ρωμαϊκή Εκκλησία άλλαξε από ελληνική και
έγινε λατινική, γιατί η γλώσσα της ήταν ελληνική, οι συγγραφείς της ήταν
Έλληνες, τα γραπτά της ήταν ελληνικά και καθώς μαρτυρούν οι παραδόσεις της και
οι λειτουργικοί τύποι της ήταν επίσης ελληνικοί.
Ο B. Scott υποστηρίζει πως «Η Ρωμαϊκή
Εκκλησία περί τα μέσα του 3ου αιώνα, εγκατέλειψε την ελληνική ως επίσημη γλώσσα
και έγινε πλήρως λατινίζουσα. Και ό,τι είναι αληθές για την Ρώμη, είναι αληθές
και για την Δύση γενικά».15
Οι χριστιανοί απολογητές
Ιουστίνος (απεβ. το
165) και Τατιανός (120-172), που ήταν εγκατεστημένοι στην Ρώμη, έγραψαν
στα Ελληνικά, όπως Ελληνικά έγραψαν γνωστοί και «μεγάλοι» αιρετικοί
συγγραφείς, εγκατεστημένοι στην Ρώμη, και στα Ελληνικά αντιμετωπίσθηκαν τόσον
από τον Ιουστίνο όσον και από τον γνωστό Σμυρναίο επίσκοπο Λουγδούνου (Λυών),
Ειρηναίο (140 – 202, επίσκοπος το 178).
Ο αμερικανός παπικός αρχιεπίσκοπος Barnard16 γράφει σαφώς ότι: «μέχρι του τέλους του 2ου αιώνα, η
Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν κυρίως ελληνόφωνη και στη σύνθεσή της ανατολική. Τα
ονόματα των επισκόπων είναι ελληνικά ή ανατολικά. Οι επιγραφές επί των παπικών
τάφων ήταν κυρίως στην ελληνική ως το τέλος περίπου του 3ου αιώνα, ενώ η χρήση
της ελληνικής στη λειτουργία συνεχίσθηκε ακόμη περισσότερο».17
Η ελληνική γλώσσα, όπως εύστοχα σημειώνει ο
αρχιεπίσκοπος πρώην Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος
(Φούγιας) (1924-2006), στο έργο του «Έλληνες και Λατίνοι» (σελ. 53),
ήταν παράγοντας μεγάλης σπουδαιότητας για την ενότητα της Εκκλησίας της Ρώμης
με τις άλλες Εκκλησίες, διότι η λατινική ήταν ανεπαρκής για τις μεταφυσικές
αναζητήσεις των ενδιαφερομένων στα κείμενα της
ελληνικής γραμματείας (κυρίως φιλοσοφίας και ιστορίας).
Ένα πρόσθετο στοιχείο που ενισχύει την ελληνικότητα
της Εκκλησίας της Ρώμης, και το οποίον έχει παραγνωρισθεί, έγκειται στον
τρόπο αναδείξεως του Λίνου ως επισκόπου Ρώμης. Ο Ευσέβιος Καισαρείας
είναι σαφής ως προς το ότι ο Λίνος αναδείχθηκε με κλήρωση: «μετά την Παύλου και
Πέτρου μαρτυρίαν, πρώτος κληρούται την επισκοπήν Λίνος».
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να
αναφέρουμε ότι, η παπική άποψη για ίδρυση της Εκκλησίας της Ρώμης από τον απόστολο Πέτρο,
είναι όχι απλώς αμφιλεγόμενη, αλλά εντελώς αστήρικτη ιστορικά. Για την μετάβαση του Αποστόλου Πέτρου στην Ρώμη έχουν γραφεί, βέβαια,
εκατοντάδες άρθρων και βιβλίων. Ωστόσο,
εάν εξετασθεί το θέμα διεξοδικώς, με βάση τις μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στα
κείμενα της αυθεντικής και αξιόπιστης Καινής Διαθήκης, αφού εκείνη την
εποχή έζησε ο απόστολος Πέτρος, δεν βρίσκουμε, καμία
άμεση και θετική μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι ο απόστολος Πέτρος μετέβη στην
Ρώμη.18
Η ανάδειξη με κλήρωση
στα αξιώματα κάποιας ελληνικής πόλεως, αποτελούσε ένδειξη εφαρμογής της ελληνικής διαδικασίας
αναδείξεως των αρχόντων, στις αρχαίες
Αθήνες.
Η διαδικασία αυτή δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία
Εκκλησία. Η ανάδειξη του Ματθία στην θέση του Ιούδα ως δωδέκατου
αποστόλου έγινε με κλήρωση, κατά τον τρόπο που προέβλεπε το αθηναϊκό πολίτευμα,
γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η οργάνωση της Εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ μετά την
ανάληψη του Χριστού, έγινε με βάση ελληνικά πρότυπα.
Οι πληροφορίες που έχουμε είναι ότι, στην
Εκκλησία της Ρώμης δεν γίνονταν κηρύγματα, γιατί μεταξύ των πιστών υπήρχαν και οι λατίνοι, οι οποίοι δεν καταλάβαιναν
την ελληνική γλώσσα.
Από αυτούς τους αλλογλώσσους Λατίνους, προήλθαν οι δηλητηριωδεις
όφεις οι οποίοι:
-Εξέχυσαν το θανατηφόρο δηλητήριο αρχικώς του
σχίσματος και μεταγενεστέρως της αιρέσεως του φραγκοπαπισμού, στο ποίμνιον της
Χριστιανικής εκκλησίας και
-Συνεργάστηκαν στην συνέχεια, με όλες τις ψευδοχριστιανικές
και αντιχριστιανικές δυνάμεις (Λογγοβάρδους, Γότθους, Φράγκους, Άραβες,
Τούρκους, κλπ), για την λεηλασία, υποδούλωση και διάλυση της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας μας!
Ο πρώτος που συνέταξε ομιλίες, αλλά στα ελληνικά, ήταν ο Ρώμης Ιππόλυτος
(217-231)19, μιμούμενος τον Ωριγένη όταν ήταν στην Ρώμη και
κήρυττε εκεί.
Περί τα μέσα του 3ου
αιώνος, υποχωρεί η ελληνική επιρροή στην Εκκλησία της Ρώμης, αλλά δεν σημαίνει
τούτο πως εξαφανίζεται η συμβολή της στην δημιουργία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας,
γιατί, αν αυτή δεν προϋπήρχε, δεν θα δινόταν η ευκαιρία στους Τερτυλλιανό, Κυπριανό,
Αρνόβιο και Νοβατιανό να γράψουν στα λατινικά, χριστιανικά κείμενα. Ο πλούτος όμως της πρωτοχριστιανικής
Εκκλησίας της Ρώμης μέχρι του Ευσεβίου, φανερώνει και την κοινωνική κατάσταση
των Ελλήνων, μελών και ηγετών της Εκκλησίας της Ρώμης20.
Ο A. Harnack21 τοποθετεί την
μετεξέλιξη αυτή, κατά τον 4ο αι.
(A. Harnack, “The mission and expansion of
Christianity in the first three centuries”, 1962, σελ. 19, σημείωσις 1η), ἐνῶ ὁ L. W.
Barnard, όπως προείπαμε, την τοποθετεί στα τέλη του 2ου αι.
Τα ονόματα των Επισκόπων
ήταν Ελληνικά η Ανατολικά. Οι επιγραφές επί των Παπικών
τάφων ήταν κυρίως στην Ελληνική ως το τέλος του 3ου αι., ενώ η χρήση της
Ελληνικής στη Λειτουργία συνεχίσθηκε ακόμη πιο πέρα».22
Πράγματι, στις
Δυτικές Λειτουργίες υπάρχουν ακόμη Ελληνόφωνες εκφωνήσεις που ανάγονται στην εποχή
εκείνη, όπως το Τρισάγιο και το "Κύριε Ελέησον".
Εκείνος όμως που καθιέρωσε κηρύγματα την
λατινική γλώσσα, ήταν ο πάπας Λέων Α΄ (440-461). Τότε άρχισε να παγιώνεται ο
λατινικός χαρακτήρας της Εκκλησίας της
Ρώμης. Ο Λέων σε ομιλίες του κατά την επέτειο της μνήμης του αποστόλου Πέτρου,
κατά τις επετείους της εκλογής του στο παπικό αξίωμα και σε επιστολές που
έστελνε στις Εκκλησίες της Αφρικής, του Ιλλυρικού, της Γαλλίας, στον πατριάρχη
Αλεξανδρείας Διόσκορο, στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιο και στους
αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία, εγκαινίασε και στήριξε το παπικό Πρωτείο,
εκθέτοντας τις απόψεις του για τον επίσκοπο Ρώμης ως primus omnium episcoporum
και ότι σε αυτόν μεταβιβάζεται η plenitude potestatis, η solicitude omnium
pastorum και η communis cura universalis ecclesia.
Συνδυάζει την
ταπεινότητα και την έπαρσι, σε οξύμωρα σχήματα, που εκφράζονται στις
στερεότυπες εκφράσεις:«Δοῦλος τῶν δούλων τοῦ
Θεοῦ», «ἀντιπρόσωπος τοῦ
Χριστοῦ» κι ακόμη «Θεός ἐπί
τῆς γῆς»23. Οι εκφράσεις αυτές μαζί με τις άλλες παπικές αξιώσεις,
απομάκρυναν την Εκκλησία της Ρώμης όχι μόνον από τους Έλληνες της Ρώμης, αλλ'
απ' όλη την Ελληνική Ανατολική Εκκλησία.24
Συνεχίζεται
1 α. Η βιβλιογραφία από την οποίαν αντλήθηκαν
τα στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που καταγράφονται σε κάθε
ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του θέματος.
β. Οσάκις θα
αναφερόμαστε στους όρους Βυζάντιον,
Βυζαντινός/ Βυζαντινοί, Βυζαντινός πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική χερσόνησος, θα το πράττουμε κατ’ οικονομίαν,
αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς αβάσιμοι. Ειδικώς
για τα «Βαλκάνια» σημειώνουμε τα εξής:
Ο
Αίμος είναι οροσειρά στα βορειανατολικά της Ελληνικής χερσονήσου, από
την οποία ονομάστηκε Χερσόνησος του Αίμου.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες,
υπογραφή συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ) η περιοχή των σημερινών Βαλκανίων,
αναφέρεται ως «Χερσόνησος του Αίμου». Οι νεότουρκοι και συστημικοί ανθέλληνες,
την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο και Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως επικράτησε διεθνώς η ανιστόρητη αυτή ονομασία.
Με
την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan
= όρος, ή υψηλή δασώδης οροσειρά), (αρχ. ελλ. Χερσόνησος του Αίμου)], και Βαλκανική
χερσόνησος, καθιερώθηκε εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται, περισσότερο ως
πολιτικός όρος παρά γεωγραφικός, αφ’ ενός η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και συγκεκριμένα η
τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια χερσόνησος της Ευρώπης και αφετέρου
συλλήβδην και χώρες γειτονικές που βρίσκονται εκτός των φυσικών γεωγραφικών
ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το μακρινό παρελθόν λειτούργησε και
λειτουργεί ως σταυροδρόμι πολιτισμών, μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα με την
μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα
του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της Θράκης.
2 Μετά
την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας, που ήταν υποδουλωμένη στους άπιστους
εισβολείς και αιμοσταγείς κατακτητές, Λατίνους
και Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, εισέρχεται
θριαμβευτικώς στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.
3 Μεθοδίου Γ. Φούγια, Μητροπολίτου Πισιδίας, Έλληνες και Λατίνοι, Εκδόσεις Αποστολική
Διακονία, Β΄ εκδ. 1994, σελ. 48-54.
.L. W. Barnard,
Studies in Church History and Patristics, Θεσσαλονίκη 1978, 26 (στη σειρά Analekta Vlatadon,
αρ. 26).
Η. Milman,
History of Latin Christianity; including that of the Popes to the Pontificate
of Nicholas V, τ. I, Λονδίνο 1857 (β’ έκδ.), σελ. 31, σε σημείωση.
.Ευσέβιος,
Εκκλησιαστική Ιστορία Γ΄ 4,8, και Γ΄ 1,2, --- Ε΄ 24,15 και 24,16
.Αρχιμ. Βασ.
Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Εκδ. Αστήρ, Αθήνα,
1959, σελ. 49.
4 Περισσότερες πληροφορίες στο βιβλίο του L.
Moretti, «Inscriptiones Graecae
Urbis Romae» (Rome,
1968-1979). Ο τίτλος σημαίνει "Ελληνικές
επιγραφές της πόλης της Ρώμης". Η ίδια η λέξη "Ρώμη" είναι
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΕΞΗ σημαίνει "Δύναμη"(βλ. ρωμαλέος=δυνατός).
5 Το Σύμβολο των
Αποστόλων,
απουσιάζει από την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όπως καταγράφει ο Ι.
Καρμίρης: «η ορθόδοξος Ανατολή ηγνόει
εντελώς τον ανωτέρω περί Αποστολικού Συμβόλου μύθον, έχουσα εν γενική χρήσει το
γνήσιον Σύμβολον Νικαίας-Κων/πόλεως, παλαιότερον δε τα αρχαία βαπτιστήρια
σύμβολα, ως είδομεν. Ως εκ τούτου, όταν εν τη εν Φερράρα ενωτική Συνόδω τω 1438,
οι Λατίνοι επεκαλέσθησαν το λεγόμενον Σύμβολον των Αποστόλων, οι Έλληνες δια
του Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού απήντησαν: «Ημείς ούτε έχομεν, ούτε
είδομεν σύμβολον των Αποστόλων»......ολόκληρος η Ανατολική Εκκλησία, ως
εδήλωσαν οι αντιπρόσωποι αυτής εν Φερράρα, αγνοεί παντελώς την ομολογίαν της
πίστεως ταύτην ως Σύμβολον των 'Αποστόλων...έτι δε και πάντες οι από της
μεταποστολικής εποχής αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και οι Πατέρες και αα
Σύνοδοι της Ανατολικής Εκκλησίας...».
Όμως, ο Καρμίρης
αποδέχεται και μια σχετική αξία του εν λόγω συμβόλου, βασιζόμενος στην γνώμη
του Μεσολωρά:
«Καίτοι δε το σύμβολον τούτο μυθώδη και άγνωστον έτι την γένεσιν έχει,
ουχ ήττον αποδίδομεν αυτώ σχετικήν τινα αξίαν, διότι είναι αρχαία, σαφής καί
σύντομος ομολογία της χριστιανικής πίστεως, δι' ης τοσούτοι κατηχήθησαν εις
Χριστόν, και εν ικανόν πλήθος μαρτύρων και απολογητών ενώπιον εθνών και
βασιλέων ωμολόγησαν, εν τη Δυτική κυρίως Εκκλησία». [Βλ.
Καρμίρης Ιωάννης, 'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής
Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 47-51: "Φαίνεται πιθανόν,
ότι το Αποστολικόν Σύμβολον ως τόπον μεν καταγωγής έχει την νοτιοδυτικήν
Γαλλίαν, ως χρόνον δε τον 6ον ή 7ον αιώνα.
Εν αρχή επεβλήθη ως βαπτιστήριον και λειτουργικόν
σύμβολον εν τω Φραγκικώ κράτει δια των επιδιωκόντων λειτουργικήν ομοιομορφίαν
εν αυτώ Φράγκων ηγεμόνων και μάλιστα τοϋ Καρλομάγνου...η ανωτέρω μυθώδης
παράδοσις περί της αρχής και γενέσεως του Συμβόλου, συνεπληρώθη βραδύτερον και δια νέων φανταστικών στοιχείων, ιδίως εν
τοις αποδιδομένοις κακώς εις τον Αυγουστίνον"]
Αρχικόν κείμενο
Αποστολικού Συμβόλου
«Πιστεύω εἰς
θεòν πατέρα παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ
καὶ γῆς.
Καὶ εἰς Ἰησοῦν
Χριστòν, υἱὸν αὐτοῦ
τòν μονογενῆ, τòν κύριον ἡμῶν,
τòν συλληφθέντα ἐκ πνεύματος ἁγίου, γεννηθέντα ἐκ
Μαρίας τῆς παρθένου, παθόντα ὑπὸ
Ποντίου Πιλάτου, σταυρωθέντα, θανόντα, καὶ ταφέντα, κατελθόντα
εἰς τὰ κατώτατα, τῇ
τρίτῃ ἡμέρᾳ
ἀναστάντα ἀπò τῶν
νεκρῶν, ἀνελθόντα εἰς
τοὺς οὐρανούς, καθεζόμενον ἐν
δεξιᾷ θεοῦ πατρὸς
παντοδυνάμου, ἐκεῖθεν ἐρχόμενον
κρῖναι ζῶντας καὶ
νεκρούς.
Πιστεύω εἰς
τò Πνεῦμα τò ἅγιον, ἁγίαν
καθολικὴν ἐκκλησίαν, ἁγίων
κοινωνίαν, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν,
σαρκὸς ἀνάστασιν, ζωὴν
αἰώνιον. Αμήν.» (Triglot Concordia,
St. Louis: Concordia Publishing House, 1921, p. 12).
6 H. Hart Milman, History of
Latin Christianity; including that of the Popes to the Pontificate of Nicolas
V, in six Volumes. Vol. I, London,
1857, second edition, p.
31.
7 Ο Φαβωρίνος έζησε στην εποχή του Αδριανού
(117-138 μ.Χ.).
8 Auli Gelii,Noctes Atticae, M.DC LXXXI, Liber Duodecimus, c.1,σ.315
9 The Punic language, also called Carthaginian or Phoenicio-Punic,
is an extinct variety of the Phoenician language, a Canaanite language of the Semitic family. It was spoken in the Carthaginian empire in North Africa and several Mediterranean islands by the Punic people throughout classical antiquity, from the 8th century BC to the
5th century AD.
10 Ευσεβίου, Εκκλησιαστική
Ιστορία VI, 43, 10-20, ΒΕΠΕΣ. Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας της
Ελλάδος, Αθήναι (1960), τ. 19, σ. 379. «Ῥωμαϊκῇ φωνῇ συντεταγμέναι τοῦ Κυπριανοῦ».
11 Ο
Βαλεντίνος (ή Ουαλεντίνος) ήταν Αιγύπτιος γνωστικιστής του 2ου μ.Χ. αιώνα και
ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του χριστιανίζοντος Γνωστικισμού, ιδρυτής
του συστήματος του Βαλεντινιανισμού. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο περίπου το 100 μ.Χ.
και μορφώθηκε επί Αδριανού (117-138) στην Αλεξάνδρεια, όπου δίδαξε το σύστημα
του, και ταξίδεψε στην Ρώμη (135), στην Εκκλησία της οποίας προσπάθησε να
διεισδύσει, χωρίς επιτυχία. Εκεί τελικά δημιούργησε δική του εκκλησία και
σχολή, στην οποία δίδαξε μέχρι την εποχή του Ανίκητου (154-165) και κατόπιν
επισκέφθηκε την Κύπρο, όπου αφού συνέστησε ισχυρή ομάδα μαθητών, πέθανε.
12 H. Hart Milman, History of Latin Christianity; including that of the
Popes to the Pontificate of Nicolas V, in six Volumes. Vol. I, London, 1857,
second edition, p. 30-31.
13 Gregory Dix, born George Eglinton Alston Dix (4 October 1901 – 12 May
1952), was an English monk and priest of Nashdom Abbey, an Anglican Benedictine
community. He was a noted liturgical scholar whose work had particular
influence on the reform of Anglican liturgy in the mid-20th century.(Dix,
Gregory (1945). The shape of the Liturgy. London: Dacre Press).
14 Jew and Greek. A study in the Primitive Church, London (1955), σελ. 18
15 The Apostolic Tradition of Hippolitus, Cambridge Univ. Press (1934), p.
26. Βλ. και το κεφάλαιο St. Paul in Rome του διακεκριμένου θεολόγου και αργότερα επισκόπου του Duhran J. B. Lightfoot στο έργο του St. Paul's Epistle to the Philippians. A revised text with Introduction
Notes and Dissertations. London and Cambridge (1869), σ. 1-28, και ιδιαίτερα σ. 19, σημ. 3, όπου γράφει: The Greek Roman Church in now generally allowed by the best writers, και στην επόμενη σελίδα: Her early bishops for
several generations with very few exceptions bear Greek names. All her
literature for nearly two centuries is Greek.
16 Bernard Francis Law (born November 4, 1931) is an American cardinal of the Roman Catholic Church. He is Archbishop
emeritus of Boston, former archpriest of the Basilica di
Santa Maria Maggiore, and Cardinal Priest of Santa Susanna, the American Catholic church in Rome
17 L. W. Barnard, Studies in Church History and Patristics, Θεσσαλονίκη 1978, 26 (στη σειρά Analekta Vlatadon, αρ.
26).
18 Ξεκινώντας από τις Πράξεις των Αποστόλων
βλέπουμε ότι εκτός από την ρητή διαβεβαίωση του Κυρίου προς τον Παύλο ότι «ως
γαρ διεμαρτύρω τα περί εμού εις Ιερουσαλήμ, ούτω σε δει και εις Ρώμην
μαρτυρήσω» (ΠΡΑΞ: 23,11), υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες για την έλευσή του
Παύλου στην Ρώμη (ΠΡΑΞ: 19, 21· 28,13-16. 17-19. 30-31). Δεν
βρίσκουμε, όμως, καμία άμεση και θετική μαρτυρία ότι ο Πέτρος πήγε στην Ρώμη. Υπάρχουν,
μάλιστα, αρκετές ενδείξεις ότι τουλάχιστον μέχρι την εποχή, που γράφτηκε το
βιβλίο των Πράξεων ήταν αδύνατον να είχε επισκεφθεί την Ρώμη ο Πέτρος. Η
μαρτυρία του βιβλίου είναι ότι από την αρχή η Ρώμη ήταν μάλλον στην δικαιοδοσία
και στην μέριμνα του Αποστόλου Παύλου.
Ως προς την
εκτός της Παλαιστίνης δράση του Αποστόλου Πέτρου, οι Πράξεις μας πληροφορούν
ότι μετά από την θαυμαστή αποφυλάκισή του, ο κορυφαίος απόστολος ήρθε στην
σύναξη των αδελφών, «ανοίξαντες δε είδον αυτόν και εξέστησαν. Κατασείσας δε
αυτοίς τη χειρί σιγάν διηγήσατο αυτοίς πώς ο Κύριος εξήγαγεν αυτόν εκ της
φυλακής, είπε δε: απαγγείλατε Ιακώβω και τοις αδελφοίς ταύτα· και
εξελθών επορεύθη εις έτερον τόπον» (ΠΡΑΞ:12,17). Ο «έτερος τόπος» φαίνεται να
είναι μάλλον η Αίγυπτος, στην οποία ανέκαθεν εύρισκαν καταφύγιο οι Ιουδαίοι
(βλέπε ΓΕΝ: 12/10 και 46/5-7---- Γ΄ ΒΑΣΙΛ: 11,40--- ΙΕΡ: 33 (26), 21--- ΙΕΡ:
κεφ. 48-50--- ΜΑΤΘ: 2/14).
Από τα
γραφόμενα του Αποστόλου Παύλου στην προς Γαλάτας επιστολή (2/7-9)
φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπήρχε καλή συνεργασία μεταξύ Πέτρου και Παύλου και κοινή
συμφωνία ο πρώτος να εργάζεται κυρίως σε περιοχές όπου κυριαρχεί το ιουδαϊκό
στοιχείο, ενώ ο Παύλος «εις τα έθνη» (2/9). Λίγο παρακάτω (στ. 11και14) σαφώς
λέγεται ότι μετά την αποστολική σύνοδο, ο Πέτρος δρούσε στα κλίματα της
Συρίας και της Παλαιστίνης, και επομένως δεν ήταν δυνατόν να πήγε τότε στην
Ρώμη.
Τρεις φορές
ο απόστολος Παύλος μνημονεύει το όνομα του Πέτρου στην Α΄ προς Κορινθίους
επιστολή (1/12-3/22- 9/5). Πρόκειται για τιμητικές και φιλικές αναφορές. Οι
εσωτερικές μαρτυρίες της επιστολής αποκλείουν το ενδεχόμενο να έχει επισκεφθεί
ο απόστολος Πέτρος την Κόρινθο, οπότε θα ευοδωνόταν η πορεία του προς την Ρώμη.
Εξάλλου, συνδυάζοντας την πληροφορία του 9/5 ότι και ο Πέτρος, όπως και οι
άλλοι απόστολοι, περιάγουν «αδελφήν γυναίκα», με την μαρτυρία του ΓΑΛ: 2/7,
βλέπουμε ότι εκείνο τον καιρό, ο Πέτρος περιόδευε τον χώρο της εγγύς
Ανατολής, δηλαδή την Παλαιστίνη, Συρία και Αίγυπτο, άρα δεν βρισκόταν στην
Ρώμη.
Η μελέτη της
προς Ρωμαίους επιστολής απορρίπτει πλήρως την υπόθεση ότι η Εκκλησία της
αυτοκρατορικής πρωτεύουσας, συνδέεται με τον απόστολο Πέτρο. Η εξομολόγηση
του Αποστόλου Παύλου ότι φιλοτιμείται «ευαγγελίζεσθαι ουχ όπου ωνομάσθη
Χριστός» (ΡΩΜ:15/ 20), είναι μία ισχυρή μαρτυρία ότι προ αυτού κανείς απόστολος
δεν είχε κηρύξει στην Ρώμη.
Συνδυάζοντας
το περιεχόμενο της επιστολής προς τις σχετικές μαρτυρίες των Πράξεων,
κατανοούμε ότι τα πρώτα σπέρματα της πίστεως έφεραν στην Ρώμη μαθητές του
Αποστόλου Παύλου από την Ασία και την Ελλάδα. Αυτοί διέδωσαν την πίστη μεταξύ
των εθνικών και κυρίως προσηλύτων της Ρώμης. Έτσι αναπτύχθηκε η τοπική
Εκκλησία, η οποία όμως διοργανώθηκε από τους συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου,
Ακύλα και Πρίσκιλλα, καθόσον οι Ιουδαίοι της Ρώμης, που άκουσαν το κήρυγμα του
Πέτρου κατά την Πεντηκοστή, δεν φαίνεται να επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Στις
λεγόμενες επιστολές της αιχμαλωσίας, πρώτης και δεύτερης (προς Εφεσίους, προς Φιλιππησίους, προς Κολοσσαείς, προς
Εβραίους, προς Φιλήμονα και προς Τιμόθεον Β΄), που ως γνωστόν, γράφτηκαν
από την Ρώμη, δεν άπαντα καμία αναφορά για τον Πέτρο και την σχέση του με
την τοπική Εκκλησία.
Αυτή η ανεξήγητη σιωπή ισοδυναμεί με
μία εύλογη μαρτυρία ότι, ο απόστολος Πέτρος ΟΥΔΕΠΟΤΕ μετέβη στην Ρώμη.
Η παπική
άποψη ότι ο απόστολος Πέτρος είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης,
στηρίζεται κυρίως σε πληροφορίες αποκρύφων κειμένων και μάλιστα στις λεγόμενες
Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις. Πρόκειται για
μία συλλογή κειμένων, που έγινε στην Γαλλία κατά τον 9ο αιώνα, και των οποίων ο
συγγραφέας παραμένει άγνωστος. Οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν στην ενίσχυση
της παπικής εξουσίας, η οποία και τις χρησιμοποίησε έντονα προς όφελος της,
παρ' όλο που αποδεδειγμένα είναι νόθα κείμενα.
Ορισμένοι
ερμηνευτές υπέθεσαν ότι στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και συγκεκριμένα στην
περικοπή ΑΠ:11/3-13 και στο 18/20 γίνεται προφητικά λόγος για το μαρτύριο των
Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη Ρώμη. Όμως οι υποθέσεις αυτές είναι εντελώς
αβέβαιες. Σε όλο το βιβλίο, όπως από την αρχή δηλώνεται, ο απόστολος εκφράζεται
συμβολικά. Οι αναφερόμενοι τόποι, τόσο τα «Σόδομα και Αίγυπτος» (ΑΠ: 11/ 8) όσο
και «η πόλις Βαβυλών η μεγάλη» (ΑΠ:18/ 2), είναι σύμβολα που δεν ταυτίζονται
αποκλειστικά και μόνο με την Ρώμη. Ο Ιωάννης δεν μαρτυρεί το θάνατο του Πέτρου
και του Παύλου στη Ρώμη, αλλά το συνεχές μαρτύριο της
Εκκλησίας, η
οποία συνεχίζει ανά τους αιώνες την θυσία του Αρχηγού της επάνω στον Σταυρό. [«Ο
Πέτρος και η Ρώμη, Α΄ Η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης», Στέργιος Ν. Σάκκος,
Ομ. Καθ.Πανεπιστημίου, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 75, 78].
Στο κατά
Ιωάννην Ευαγγέλιον διασώζεται η πρωταρχική μαρτυρία για το τέλος του
Αποστόλου Πέτρου. Σε μία από τις πιο ειδυλλιακές εμφανίσεις του, στην λίμνη της
Γαλιλαίας, ο αναστημένος Κύριος, μετά την αποκατάσταση της τριπλής αρνήσεως του
Πέτρου, τον πληροφορεί: «Αμήν αμήν λέγω σοι, ότε ής νεώτερος εζώννυες σεαυτόν
και περιεπάτεις όπου ήθελες· όταν δε γηράσης, εκτενείς τας χείρας σου, και
άλλος σε ζώσει, και οίσει όπου ου θέλεις. Τούτο δε είπε —εξηγεί ο Ιωάννης—
σημαίνων ποίω θανάτω δοξάσει τον Θεόν (ΙΩ:. 21,18 -19). Παρόμοια προφητεία για
το θάνατο του Αποστόλου Πέτρου υπάρχει και στο ΙΩΑΝΝ: 13/36. Και τα δύο χωρία
το μόνο που μαρτυρούν είναι ότι ο Πέτρος θα πεθάνει με βίαιο και μαρτυρικό
θάνατο προς δόξα του Θεού. Για τον τόπο στον οποίο θα συντελεσθεί αυτό το
μαρτύριο, καμία νύξη δεν υπάρχει, συνεπώς δεν έχουμε λόγο να ισχυρισθούμε
ότι ο Πέτρος μαρτύρησε στην Ρώμη.
Κλείνοντας την Α΄ Καθολική επιστολή του,
ο απόστολος χαιρετίζει τους παραλήπτες γράφοντας: «Ασπάζεται υμάς η εν Βαβυλώνι
συνεκλεκτή» (Α΄ ΠΕΤΡΟΥ:5,13). Πολλοί θεολόγοι, και μάλιστα παπικοί, επιμένουν
ότι Βαβυλώνα ονομάζει συμβολικά ο απόστολος την Ρώμη, από την οποία, λένε,
έγραψε την επιστολή. Ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται ανίσχυρος για πολλούς
λόγους, καθώς και διότι δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του Αποστόλου Παύλου,
παρόλο που η επιστολή απευθύνεται προς τις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, τις
οποίες εκείνος ίδρυσε ή είχε στην αρμοδιότητά του (βλ. μνημονευθέν βιβλίο σελ.
60-74). Αλλά και στην Β΄ επιστολή, την οποία έγραψε ο Πέτρος από τον ίδιο τόπο
και μόλις λίγο αργότερα από την πρώτη, κάνει μεν λόγο για το όνομα του Παύλου
και επικυρώνει το κήρυγμά του (Β΄ ΠΕΤΡ: 3,16), χωρίς όμως κάποια θερμή αναφορά.
Δεδομένου μάλιστα ότι, όταν γράφονται οι επιστολές του Πέτρου, ο απόστολος
Παύλος είχε ήδη μαρτυρήσει στη Ρώμη, ήταν δυνατόν να γράφει ο Πέτρος από την
Ρώμη και να μη απευθύνει ένα στοργικό λόγο παρηγοριάς για τον δάσκαλο τους, που
τόσο την χρειάζονταν οι Χριστιανοί της Μ. Ασίας;
Η
αδικαιολόγητη αυτή σιωπή, αξιολογείται ως μαρτυρία κατά της απόψεως ότι η Α΄
Πέτρου, γράφτηκε από την Ρώμη.
[«Η Βαβυλών του Αποστόλου Πέτρου (Α΄ ΠΕΤΡΟΥ:
5,13) Α΄ Η Βαβυλών της Αιγύπτου», Στέργιος Ν. Σάκκος, Θεσσαλονίκη
1993].
Από τα
παραπάνω συνοπτικώς αναφερθέντα και προκύπτοντα από την αξιόπιστη και αυθεντική
πηγή της Καινής Διαθήκης, γίνεται φανερό ότι ο απόστολος Πέτρος δεν επισκέφθηκε
την Ρώμη ούτε πριν ούτε μετά από τη λεγόμενη αποστολική σύνοδο, ούτε κατά τον
χρόνο κατά τον οποίο ο Παύλος έγραψε την προς Ρωμαίους, ούτε όταν εκείνος ήλθε δέσμιος
στην Ρώμη, ούτε κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του στη Ρώμη, μέχρις ότου
έγραψε από εκεί την τελευταία του επιστολή.
Πηγή: «Πήγε ο Απόστολος Πέτρος στη Ρώμη;», του Στεργίου Ν. Σάκκου, Ομ. Καθηγητού
Πανεπιστημίου. Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», Αρ. 1678-1680. (23/2/2007, 2/3/2007
και 9/3/2007).
19 Πρβλ. ΒΕΠΕΣ, τ. 6,
Αθήναι (1956). Ο τόμος αυτός περιέχει όλα τα κηρύγματα του Ιππολύτου.
20 Επιστολή Διονυσίου Κορίνθου : «ἐξ
ἀρχῆς γάρ ὑμῖν
ἔθος ἐστί τοῦτο,
πάντας μέν ἀδελφούς ποικίλως εὐεργετεῖν....
πατροπαράδοτον ἔθος Ρωμαίων » Ευσεβίου : «Τό
μέχρι τοῦ καθ ' ἡμᾶς
διωγμοῦ φυλαχθέν Ρωμαίων ἔθος», Διωγμός Δεκίου
(249-251), ενθ. α. σ. 305.
21 Carl Gustav Adolf von Harnack (7 May 1851 – 10 June 1930), was a German Lutheran theologian and
prominent church historian. He produced many religious publications from 1873
to 1912.
22 L. W. Barnard, “Studies in Church History and Patristics”, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 26, 1978, σελ. 176.
23 Πλείονα, και φυσικά όχι μοναδικά στο είδος
τους, βλ. στον Ph. Schaff, History of
the Christian Church, Vol. II. From the Reign of Constantine to
Gregory the Great. Edinburgh, 1879, p. 314-322. Η συγγραφική δράση του Λέοντος
αποτελείται από 96 κηρύγματα και 13 επιστολές, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων
προς αυτόν. Η συλλογή των ομιλιών του είναι η πρώτη στο είδος που έχουμε από
επίσκοπο της Ρώμης.
24 Παρ’ όλα ταύτα, επειδή υπήρξε μέγας θεολόγος,
με μεγάλη κατάρτιση, ήθος, αγνότητα και προσήλωση στην ορθόδοξη παράδοση, δεν
είχε διατυπωθεί το πρωτείον ως παπικόν δόγμα και δεν είχε αποφασισθεί η αίρεση του
πρωτείου συνοδικώς, όπως έγινε πολύ αργότερα, ανακηρύχθηκε άγιος και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 18 Φεβρουαρίου. Στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο απέστειλε τέσσερις αντιπροσώπους, καθώς και
επιστολή, στην οποία καθόρισε τις δύο φύσεις του Χριστού. Η παρέμβασή του
υποβοήθησε τις συζητήσεις και συνέβαλε στην συγγραφή των συμπερασμάτων της
Συνόδου. Υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας. Σώζονται αρκετές επιστολές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου