Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ


ΜΕΡΟΣ 7ον

8. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΩΣ ΕΠΙΣΗΜΗ «ΘΡΗΣΚΕΙΑ» ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΪΚΟΥ / ΡΩΜΑΪΚΟΥ / ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ («ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ») ΚΡΑΤΟΥΣ.
α. Γιατί η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη, αναγνωρίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο ως επίσημη «Θρησκεία»;
Η Ορθόδοξη Πίστη αναγνωρίστηκε ως θρησκεία στην Αυτοκρατορία μας, διότι ο όρος «Θρησκεία» είχε κατασκευαστεί στην Δύση απ’ όπου προήρχετο ο Μέγας Κωνσταντίνος, και εθεωρείτο τότε με την έννοιαν και τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε, μέχρις ότου τα πάντα ξεκαθαρίστηκαν από την αποστολή και τις δραστηριότητες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κυρίως όμως από τις αποφάσεις των πρώτων, αλλά συνολικώς και των εννέα (9) Οικουμενικών Συνόδων.
Αφού το Κράτος διείδε την κοινωνική συμβολή και ωφέλεια, πού θα προέκυπτε από την Ορθόδοξη θεραπευτική διδασκαλία και μέθοδο, εάν εφαρμοζόταν, θέσπισε και προέβαλε την Ορθόδοξη πίστη ως την επίσημη «θρησκεία», ώστε το Κράτος να γεμίσει από ενορίες, στις οποίες οι Ιερείς θα ασκούσαν αυτήν την θεραπευτική αγωγή.
Μετά την οριστικοποίηση της Ορθοδοξίας, ως Πίστεως και Εκκλησίας, δύναται να θεωρηθεί ως Εθνικός ύμνος της Ρωμαίϊκης / Ρωμαϊκής / Ελληνικής («Βυζαντινής») Αυτοκρατορίας το: «Σώσον, Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησαν την κληρονομίαν Σου• νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, και το Σόν φυλάτων δια του Σταυρού Σου πολίτευμα», και συνακολούθως, το κοντάκιον του Ακαθίστου Ύμνου «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,….».1
Αυτός ό ύμνος εκφράζει την πεμπτουσία της εφαρμογής της Ορθοδόξου διδασκαλίας, της πίστεως και ζωής στο Κράτος, σε Διαφυλετική και Οικουμενική κλίμακα. Έτσι, οι ενορίες στις οποίες οι ιερείς θα ασκούσαν αυτή την θεραπευτική αγωγή, θα ηύξαναν συν τω χρόνω, και θα αποκαθίστατο η υγεία των πολιτών και κατ' επέκτασιν και του ιδίου του κράτους. Γι’ αυτό ή Εκκλησία συνεργάσθηκε με το κράτος, με βάση την αρχή της «Συναλληλίας».2
β. Η αποστολή της Εκκλησίας στην Ελληνική Αυτοκρατορία μας  (Ρωμανία)
1/. Η Εκκλησία δεν είχε ως αποστολή να διαφύλαξει απλώς το δόγμα της Πίστεως ως δόγμα, αλλά επειδή η Ορθοδοξία, ήταν η προϋπόθεση για μία θεραπεία των πολιτών, η αποστολή της ήταν:
Να επιφέρει κοινωνική εξυγίανση, μέσω της θεραπείας της προσωπικότητας ενός εκάστου πολίτη..
Αυτή ή εξουσία, όμως, πού εδόθη στην Εκκλησία, μαζί με την αναγκαία διοικητική εκκλησιαστική οργάνωση, εδημιούργησε ένα παράπλευρο «δημοσιοϋπαλληλικό» πρόβλημα, ως αναγκαίο κακό. Δηλαδή, πολλοί πού εποφθαλμιούσαν δημόσιες θέσεις, υπεκρίνοντο τους Ορθοδόξους, ενώ δεν ήσαν, και η Εκκλησία άρχισε να εκκοσμικεύεται. Παρ' όλα αυτά, ή Εκκλησία είχε ως παράλληλο έργο της, να προστατεύει το Κράτος από τους κομπογιαννίτες γιατρούς, δηλαδή από τους πάσης αποχρώσεως αιρετικούς (πατριάρχες, επισκόπους, ιερείς, λαϊκούς, κλπ).
Η αιρετική παρεμβολή, δημιουργούσε ενοχλητική έως επικίνδυνη κατάσταση, η οποία αντιμετωπιζόταν με τις αποφάσεις των τοπικών Συνόδων, οι οποίες εφρόντιζαν για την επίλυση παντός αναφυομένου προβλήματος Ορθοδόξου πίστεως και Ορθοπραξίας ..
Στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, ευρίσκομεν την φράση «'Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Δηλαδή: Έφάνη καλόν εις το Αγιον Πνεύμα και εις ημάς... Αυτό το έλεγαν οι παρευρισκόμενοι στις Συνόδους, διότι, προήρχετο από την καρδιακή/νοερά προσευχή, δια της οποίας επληροφορούντο περί της αληθείας των Όρων, πού διετύπωναν.
Σήμερα, όμως, πού σπανίζει ή καρδιακή/νοερά προσευχή στους λεγόμενους Ορθοδόξους επισκόπους, εάν συνέλθει μία Σύνοδος εξ επισκόπων και εγερθούν κατά την έναρξη και πουν όλοι μαζί «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ό πανταχού παρών και τα πάντα πληρών...», θα έλθει οπωσδήποτε το Πνεύμα το Άγιο να τους φωτίσει;
Θα έλθει επειδή είναι κανονικοί επίσκοποι και συνέρχονται σε Σύνοδο και κάνουν προσευχή; Ερωτήθηκαν οι μέλλοντες να συνέλθουν επίσκοποι, εάν πιστεύουν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Ιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης; Εάν έχουν ομολογήσει δημοσίως, ότι Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος Αληθινός Θεός, και ότι το Άγιον Πνεύμα είναι Θεός (Το τρίτον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος..Τριάς εν τη Μονάδι και Μονάς εν τη Τριάδι) ;
Δυστυχώς, γι’αυτούς, δεν ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις, δηλαδή, μόνο κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις. Απαιτούνται κι’άλλες. Χρειάζεται ο προσερχόμενος ιεράρχης να έχει ήδη ενεργούμενη την καρδιακή/νοερά προσευχή μέσα του, όταν προσέρχεται στην Σύνοδο, για να τον φώτισει η Χάρις του Θεού.
Σε ΟΛΕΣ τις ψευδοσυνόδους, οι προσερχόμενοι δεν είχαν αυτήν την προσευχητική κατάσταση.
Έχομεν πολλά παραδείγματα από αποφάσεις τέτοιων ληστρικών συνόδων ή ψευδοσυνόδων. Από την Μονοφυσιτική στην Έφεσον το 449, τις Εἰκονομαχικές του 754 καί 814 (τις οποίες το πλήρωμα της Εκκλησίας απεδοκίμασε και τις ακύρωσε!), την Σύνοδο του Μπάρι (1098), της Λυών (1274), την ψευτοσύνοδον Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), την «Κλειστή Ψευδοσύνοδον», του 1344 μ.Χ., υπό την Προεδρία του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα (κρυπτοαιρετικού), που κατεδίκασαν, καθήρεσαν, περιόρισαν και εφυλάκισαν τον Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά,3 μέχρι την ψευδοσύνοδον στο Κολυμβάρι Χανίων (16 έως τις 27 Ιουνίου 2016).
2/. Όμως, οι παλαιοί άξιοι επίσκοποι, είχαν τέτοια πνευματική εμπειρία και όταν προσήρχοντο ως Σώμα, ήξεραν τι τους πληροφορούσε το Πνεύματα Άγιο μέσα στην καρδιά για ένα συγκεκριμένο θέμα. Καί, όταν εξέδιδαν αποφάσεις, ήξεραν ότι οι αποφάσεις τους ήταν ορθές. Διότι ευρίσκοντο σε κατάσταση φωτισμού, ενώ ορισμένοι από αυτούς είχαν φθάσει και στον αντιδοξασμό, δηλαδή στην θέωση.
Σήμερα οι επίσκοποι έχουν τέτοια πνευματική εμπειρία; Για να τους φωτίσει η Χάρις του Θεού, όπως προείπαμε, μία από τις αυτονόητες προϋποθέσεις είναι η εξής:
Ο κάθε επίσκοπος πρέπει να έχει ομολογήσει δημοσίως, στο ποίμνιόν του, στις τυχόν διαθρησκειακές συνάξεις, αλλά και εντός της Συνόδου Ορθοδόξων, ότι:
«Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Οι «θεοί» όλων των θρησκειών του κόσμου, είναι ψεύτικοι, κατασκευάσματα ανθρώπινης φαντασίας ή δημιουργήματα θρησκευτικής λατρείας, του Εωσφόρου και των δαιμόνων του».
Αυτή είναι ομολογία Ορθοδόξου Πίστεως! ΕΙΛΙΚΡΙΝΟΥΣ, ΒΕΒΑΙΑΣ, ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ, ΑΝΟΘΕΥΤΗΣ, ΣΤΑΘΕΡΑΣ, ΑΚΛΟΝΗΤΗΣ, ΚΑΡΤΕΡΙΚΗΣ, ΑΚΑΤΑΒΛΗΤΗΣ, ΕΜΠΡΑΚΤΗΣ, ΦΑΝΕΡΗΣ και ΓΝΩΣΤΗΣ !!!
Βλέπουμε ότι στην αρχαία Εκκλησία, κυριαρχούσε το χαρισματικό στοιχείο (δηλαδή κυριαρχούσαν τα μέλη με χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος), ενώ ακολουθούσαν τα καθιδρυματικά στοιχεία, δηλαδή τα τυπικά εκκλησιαστικά και διοικητικά προσόντα. Αυτό είναι σαφέστατο και στην Καινή Διαθήκη και στην αρχαία Εκκλησία και στους μεγάλους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, από την 1η Οικουμενική Σύνοδο (4ος αιών), μέχρι την 9η Οικουμενική Σύνοδο, πού έλαβε χωράν επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (14ος αιών).
Εάν δεν έχουν προηγηθεί τα αυτονόητα, τότε όποια σύναξη Ορθοδόξων αρχιεπισκόπων ή επισκόπων, έχει συμβεί στο παρελθόν (όπως αυτή στο Κολυμπάρι Χανίων) ή πρόκειται να γίνει, είναι άνευ θεολογικής σημασίας, ΑΚΥΡΗ και ΑΝΟΜΗ…
Η καρδιακή/νοερά προσευχή είναι μία εμπειρική εξακριβώσεως και επιβεβαιώσεως της θεραπείας του νοός του ανθρώπου.
3/. Μία τέτοια θεραπεία είναι εφικτή σε όλους τους ανθρώπους, έφ' όσον πληρούνται οι πνευματικές προϋποθέσεις της θεραπευτικής μεθόδου.  Δηλαδή:
.ΔΕΝ είναι προορισμένη ή σχεδιασμένη μόνο για κάτι μοναχούς ή κληρικούς, μόνο δηλαδή για κάποιους, πού φοράνε ράσα, ή τους μορφωμένους ή διανοουμένους, διότι μέσα της δεν έχει καθόλου διανόηση. ούτε έχει σχέση με τα εξωτερικά και φαινόμενα του ανθρώπου, αλλά με τα εσωτερικά και κρυπτά.
.Είναι σχεδιασμένη για όλους τους ανθρώπους, διότι στην Αγία Γραφή, ΟΥΔΑΜΟΥ γίνεται διάκριση μεταξύ μοναστικής πνευματικότητος, πνευματικότητος των κληρικών και λαϊκής πνευματικότητος. Ή Άγια Γραφή μιλάει μόνο για μία πνευματικότητα.
9. Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ.
α. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι :
1/. Σώμα Χριστού, θεανθρώπινος οργανισμός στον οποίον τελεσιουργείται υπό της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος (Α.Π.), η απολύτρωση των πιστών.
2/. Αόρατος, διότι αόρατος είναι η κεφαλή αυτής, ο Ιησούς Χριστός και το εν αυτή ενοικούν Άγιον Πνεύμα, αόρατος είναι και η εν αυτή δικαιούσα και αγιάζουσα  θεία Χάρις, περιλαμβάνει δε το εν Ουρανοίς Τμήμα και ούτως εξ αμφοτέρων, ουρανίου τε και επιγείου τμήματος, συναποτελείται το μυστικόν Σώμα του Χριστού (Θριαμβεύουσα).
3/. Ορατή και περιγραπτή διότι δι’ αισθητών σημείων μεταδίδει την θείαν Χάριν, κέκτηται δε λατρείαν και εξωτερικήν οργάνωσιν στην οποίαν ενεργούν και συνεργούν, Θεός και άνθρωπος4 (επί γης Στρατευομένη).
4/. Αδιαίρετος και ενιαίος Θείος και ανθρώπινος οργανισμός, κιβωτός της χάριτος και όργανον της εν Χριστώ απολυτρώσεως.5
5/. Παράδεισος επίγειος και επουράνιος. Σε τελική ανάλυση η Ορθοδοξία είναι Βασιλεία των Ουρανών, γεγονός το οποίο ομολογούμε όλοι οι Ορθόδοξοι με την εναρκτήρια φράση της Θείας Λειτουργίας, δηλ. με το «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
6/. Το Πνευματικόν θεραπευτήριον των μελών της, καθώς και όλων των ανθρώπων, που θέλουν να δουν τον Θεόν ως Φως, όπου υποβάλλονται εθελουσίως σε μία θεραπευτική αγωγή, η οποία πρέπει να αρχίσει και να τελειώσει σʼ αυτήν την ζωή. Πρέπει σʼ αυτήν την ζωή να γίνει η θεραπεία και να περατωθεί. Διότι μετά θάνατον ουκ έστι μετάνοια.
Αυτή η θεραπευτική αγωγή είναι η ουσία και το κύριο περιεχόμενο της Ορθοδόξου Παραδόσεως ως και η κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και αποτελείται από τα ακόλουθα τρία στάδια πνευματικής αναβάσεως:
Την κάθαρση από τα πάθη, τον φωτισμό από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, και την θέωση, πάλι από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος.
Όλοι οι άνθρωποι επάνω στην γη έχουν το ίδιο τέλος από Ορθόδοξης θεολογικής απόψεως. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος είτε είναι Βουδδιστής είτε Ινδουϊστής, είτε Ισλαμιστής, είτε αγνωστικιστής, είτε άθεος, ο,τιδήποτε και αν είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην γη, είναι προωρισμένος να δεί την δόξα του Θεού, κατά το κοινό τέλος της ανθρωπότητος, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά με μία διαφορά:
Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως γλυκύτατον και ανέσπερον, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού, ως πυρ καταναλίσκον, σαν φωτιά που θα τους καίει, λόγω ΑΠΟΥΣΙΑΣ του Θεϊκού Φωτός.
7/. «Αντίτυπον της άνω Εκκλησίας» και «φυτευθείσα ως παράδεισος εις τον κόσμον».6 Η Μία Εκκλησία εξυμνείται εις το Άσμα Ασμάτων (6/9). Οι Πατέρες εμμένουν εις την έννοιαν της μιας Εκκλησίας του Χριστού.
Εις Μίαν Εκκλησίαν, αναφέρονται οι Λόγοι του Απ. Παύλου: «…Έν σώμα και έν Πνεύμα, καθώς και εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήεως υμών. Είς Κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα. Είς Θεός πατήρ πάντων, ο επί πάντων, και δια πάντων και εν πάσι ημίν…» (ΕΦ: 4/4-6).
Η εν Κων/λει Σύνοδος (1724) υπεραμύνεται της μίας Εκκλησίας Του Χριστού, έναντι των ποικιλώνυμων κακοδοξιών και αιρέσεων.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, διαφυλάσσεται ως τρόπος ζωής, και διδαχή δια των γενεών, η ΑΝΟΘΕΥΤΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, δηλαδή «ό,τι πάντοτε, παντού και από όλους πιστεύτηκε» (Βικέντιος Λειρίνου). Ο Απ. Παύλος μιλάει εξάλλου πως η Εκκλησία «είναι στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ ΤΙΜ: 3/15). Η Εκκλησία λοιπόν είναι ζωντανή, είναι το σώμα του Χριστού, με εμάς να αποτελούμε τα μέλη και ο Θεάνθρωπος την κεφαλή ( Α΄ ΚΟΡ:12/27).
Τέλος, δια της Εκκλησίας εκδηλούται όλη «η οικονομία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω θεώ» (ΕΦΕΣ: 3/9), αφού είναι «Η» καθ’ αυτό Εκκλησία, με κεφαλήν Τον Χριστόν (ΕΦ: 5/23).
β. Η Ορθόδοξος Εκκλησία:
.Δεν είναι απλούς εγκόσμιος οργανισμός, ουδέ ανθρώπινο καθίδρυμα, αλλά σύνθετος πνευματικός οργανισμός, εις τον οποίον το θείον και το ανθρώπινον εμφανίζονται αρρήκτως προς άλληλα συνηνωμένα. Από της απόψεως αυτής, η Εκκλησία αποτελεί μέγα μυστήριον.
.Δεν είναι μία Ομολογία, μία εκ των πολλών, αλλά Η Ομολογία. Δεν παραδέχεται ως ομοτίμους τις άλλες λεγόμενες Χριστιανικές (αιρετικές) ομολογίες της Δύσεως. Έστω και αν οι διοικήσεις των σημερινών ορθοδόξων εκκλησιών, συζητούν, συμπροσεύχονται και συναγελάζονται με τις διοικήσεις των λοιπών ψευτοχριστιανικών ομολογιών, αυτό ΔΕΝ συνεπάγεται αποδοχή και από την διαχρονική συνείδηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την οποίαν αγνοούν ή αποσιωπούν, οι νυν διοικούντες, προδίδοντας έτσι την Ορθόδοξη Πίστη.
γ. Η αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας7
1/. Σκοπός της παρουσίας της Εκκλησίας, ως εν Χριστώ κοινωνίας, στον κόσμο, όπως είπαμε, είναι η θεραπεία του ανθρώπου με την αποκατάσταση της καρδιακής κοινωνίας του με τον Θεό, της νοεράς δηλαδή λειτουργίας. Η πατερική παράδοσις δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία, ούτε ηθικό σύστημα, ούτε θρησκευτικός δογματισμός, αλλ' είναι θεραπευτική αγωγή.
«Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικόν όργανον, που όλοι έχουν και το όποιον χρειάζεται θεραπείαν. Ούτε η φι­λοσοφία, ούτε καμμία των γνωστών θετικών η κοινω­νικών επιστημών δύναται να θεραπεύση το όργανον αυτό (...) Διά τούτο ο αθεράπευτος συνήθως δεν γνω­ρίζει ούτε καν την υπαρξιν αύτου του οργάνου».
2/. Η ανάγκη θεραπείας του ανθρώπου, είναι πανανθρώπινη υπόθεση, σχετιζόμενη πρώτα με την αποκατάσταση του κάθε ανθρώπου στην φυσική του ύπαρξη με την ενεργοποίηση και της τρίτης μνημονικής λειτουργίας (καρδιακή ή νοερά μνήμη).8 Για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί ως αδερφός με τον συνάνθρωπό του, πρέπει η ιδιοτέλειά του, που λειτουργεί τελικά ως φιλαυτία, να μεταβληθεί σε ανιδιοτέλεια: «η αγάπη... ου ζητεί τα εαυτής» (Α΄ ΚΟΡ:13/5-8). Ανιδιοτελής είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού (ΡΩΜ: 5/8 και Α΄ ΙΩΑΝ: 5/7.), που δίνει τα πάντα χωρίς αντάλλαγμα.
Γι’ αυτό και το κοινωνικό ιδανικό της χριστιανικής Ορθοδοξίας δεν είναι η «κοινοκτημοσύνη», αλλά η «ακτημοσύνη», ως αυτοπαραίτηση από κάθε απαίτηση. Διότι μόνον τότε είναι δυνατή η δικαιοσύνη. 
3/. το έργο της Εκκλησίας:
.Δεν είναι να μας βοηθήσει να δούμε αυτήν την δόξα του Κυρίου, διότι αυτό θα γίνει οπωσδήποτε. Εστιάζεται στο να προετοιμάζει τα μέλη της, ώστε να δουν τον Θεόν όχι σαν φωτιά κατακαίουσα, αλλά σαν γλυκύτατον και ανέσπερον Φως. .
.Είναι να κηρύττει αδιαλλείπτως στους ανθρώπους ότι υπάρχει μόνον ΕΝΑΣ Αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος θα αποκαλυφθεί :
-Είτε ως φως ανέσπερον [Θα βλέπομεν το πρόσωπον του Χριστού (Α΄ΚΟΡ.: 13/12 και ΑΠΟΚΑΛ: 22/4), όχι βεβαίως κατά την ουσίαν Του, αλλά κατά τις άκτιστες ενέργειές Του]. Εις τον Παράδεισον «η μακαριότης των δικαίων θα είναι άληκτος, όπως χωρίς τέλος είναι και η σταδιακώς αυξηθησομένη γνώσις του απείρου και ατελευτήτου Θεού..» (Συμεών του Νέου Θεολόγου, Μέρος Α΄, Λόγος 45,10, Άπαντα).
-Είτε ως πυρ καταναλίσκον (στέρησις της θείας δόξης)/Μυστήριον τρομερόν και ανεξιχνίαστον…Αιωνία συντροφιά με τους δαίμονες…Αιώνια εξορία εις το αφεγγές χωρίον όπου εκτός από το «σκότος το εξώτερον» (Το πλέον βαθύ σκοτάδι), θα είναι και ο κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων (ΜΑΤΘ: 22/13 και 25/30, Β΄ΠΕΤΡΟΥ: 2/17 και ΙΟΥΔΑ: 13).
«Εγώ την έκπτωσιν της δόξης των ουρανών θεωρώ κόλασιν μεγαλυτέραν της γεένης..» (Ιωάννης Χρυσόστομος).
«Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα φρίκη από την αιωνιότητα άνευ του Ιησού Χριστού» (Ιουστίνος Πόποβιτς).
Ο άνθρωπος, αν δεν φθάσει τουλάχιστον σε κατάστασι μερικού φωτισμού, σʼ αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δεί τον Θεόν σαν Φως ούτε σʼ αυτήν την ζωή, αλλά ούτε και στην άλλη ζωή.
Γιʼ αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία, δεν είναι υπερκοσμική ούτε μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλʼ είναι καθαρά ενδοκοσμική. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον άνθρωπο σʼ αυτόν τον κόσμο, σʼ αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.
Εξέχον χαρακτηριστικόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ερμηνεία των αποκαλυφθεισών αληθειών της πίστεως, της Παραδόσεως και των Γραφών.9
δ. Η Εκκλησία ως «Ιατρείον Πνευματικόν» (Πνευματικό Νοσοκομείον)
1/. Η Εκκλησία ως «σώμα Χριστού» και εν Χριστώ κοινωνία, υπάρχει στον κόσμο, για να προσφέρει την σωτηρία, σε αυτή την αναγεννητική διαδικασία. Το σωστικό αυτό έργο της Εκκλησίας, επιτελείται με μια συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο, «Ιατρείον Πνευματικόν» (Πνευματικό Νοσοκομείο), ονομάζεται η Ορθόδοξη Εκκλησία, από τον ιερό Χρυσόστομο (†407).
Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, λειτουργεί ως Παγκόσμιο/Οικουμενικό θεραπευτήριο-Νοσοκομείο. Διαφορετικά δεν είναι Εκ­κλησία, αλλά Θρησκεία. Οι Κληρικοί, εκλέγονταν αρχικά από τους θεραπευμένους, προκειμένου να λειτουργούν ως θεραπευτές των άλλων. Η θεραπευτική λειτουργία της Εκκλησίας σώζεται σήμερα κυρίως σε Μονές ή κελλία, που αντέχοντας ακόμη στην εκκοσμίκευση, συνεχί­ζουν την Εκκλησία των αποστολικών χρόνων.
2/. Οι επιστήμονες της εκκλησιαστικής θεραπείας είναι οι ήδη θεραπευμένοι. Όποιος δεν έχει εμπειρία της θεραπείας, δεν μπορεί να είναι θεραπευτής. Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ ποιμαντικής θεραπευτικής (θεϊκής επιστήμης) και ιατρικής (ανθρώπινης) επιστήμης.10
Οι επιστήμονες της εκκλησιαστικής θεραπευτικής (Πατέρες και Μητέρες) αναδεικνύουν άλλους θεραπευτές, όπως οι Καθηγητές της Ιατρικής αναδεικνύουν τους διαδόχους τους.
3/. Ο περιορισμός της Εκκλησίας στην απλή συγ­χώρηση των αμαρτιών για την είσοδο μετά θάνατον στον παράδεισο, συνιστά αλλοτρίωση και ισοδυναμεί με το να συγχωρεί η ιατρική επιστήμη τον ασθενή, για να θεραπευθεί μετά θάνατον!
Η Εκκλησία δεν α­ποβλέπει στο να στείλει κάποιον στον παράδεισο ή στην κόλαση. Παράδεισος και κόλαση, άλλωστε, δέν είναι τόποι, αλλά τρόποι υπάρξεως. Η Εκκλησία, θε­ραπεύοντας τον άνθρωπο, τον προετοιμάζει να βλέπει τον Χριστό αιώνια μέσα στο άκτιστο φώς Του, ως πα­ράδεισο και όχι ως κόλαση, δηλαδή «πύρ καταναλίσκον» (ΕΒΡ:12/29). Και αυτό, φυσικά, αφορά σε κά­θε άνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ οι άνθρωποι θα «βλέπουν» αιώ­νια τον Χριστό, ως «Κριτήν» του κόσμου.
4/. Τέλος, τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας (Αγία Γραφή, Συνοδικά και πατερικά κείμενα, Ιερά Παράδοση) δεν κωδικοποιούν κά­ποια χριστιανική ιδεολογία, αλλά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα, λειτουργώντας όπως τα πανεπιστημιακά συγγράμματα στην ιατρική επιστήμη. Αυτό ισχύει και για τα λειτουργικά κείμενα, Για παράδειγμα, τις Ευχές της Εκκλησίας. Η απλή α­νάγνωση μιας Ευχής (προσευχής), χωρίς παράλληλη ένταξη του πιστού στην θεραπευτική διαδικασία της Εκκλησίας, δεν θα διέφερε από την περίπτωση, που ο ασθενής καταφεύγει στο γιατρό με ισχυρούς πόνους, και εκείνος αντί να επέμβει δραστικά, περιορίζεται στο να τον ξαπλώσει στο χειρουργικό κρεβάτι και να του διαβάσει το σχετικό με την νόσο του κεφάλαιο!
Η θεραπεία δεν μετατίθεται στην μεταθανάτια ζωή, αλλά συντελείται στη ζωή του άνθρωπου σ' αυ­τόν εδώ τον κόσμο (εδώ και τώρα). Αυτό διαπιστώνε­ται από τα άφθαρτα λείψανα των Αγίων που νικούν την βιολογική φθορά, όπως αυτά των Αγίων της Επτα­νήσου: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου, Θεο­δώρας της Αυγούστας, του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου και πλήθους άλλων. Τα άφθαρτα ιερά λείψανα είναι στην παράδοση μας, οι αδιαφιλονίκητες τεκμηριώσεις της θεώσεως, της ολοκληρώσεως δηλαδή της θερα­πευτικής της Εκκλησίας.
ε. Ποιά είναι η αρρώστια, την οποία θεραπεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία;
Η αρρώστια της ανθρώπινης φύσεως, είναι η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου και συνάμα και όλης της κτίσεως, που συμπάσχει («συστενάζει και συνωδίνει».Ρωμ.8,22) μαζί του. Η διάγνωση αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι χριστιανός ή όχι, αν πιστεύει ή όχι, λόγω της φυσικής ε­νότητας σύνολης της ανθρωπότητας (βλ. Πράξ. 17, 26).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κλείνεται στα στενά όρια ενός θρησκεύματος, που ενδιαφέρεται μό­νο για τους οπαδούς του, αλλά, όπως ο Θεός, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν» (Α' ΤΙΜ:2/4), αφού ο Θεός είναι «σωτήρ πά­ντων ανθρώπων» (Α' ΤΙΜ:4/10). Η αρρώστια, λοιπόν, για την οποία μιλεί ο Χριστιανισμός, είναι πανανθρώ­πινη (ΡΩΜ: 5/12: «...εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ' ω ( = λόγω του οποίου θανάτου) πάντες ήμαρτον» (= αστόχησαν στην πορεία τους πρός την θέωση). Όπως δε η πτώση (δηλ. η αρρώστια) είναι πα­νανθρώπινη, έτσι και η σωτηρία-θεραπεία εξαρτάται άμεσα από τη λειτουργία του εσωτερικού του κάθε αν­θρώπου.
στ. Ποιά είναι η θεραπευτική μέθοδος, που εφαρμόζει η Εκκλησία;
Η μέθοδος θεραπείας, που προσφέρεται από την Εκκλησία, είναι η πνευματική ζωή, ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι. Η πνευματική ζωή βιώνεται ως άσκηση και μετοχή στην παρεχόμενη μέσω των μυστηρίων, άκτιστη Χάρη. Η άσκηση είναι βιασμός της αυτονομημένης και νεκρωμένης από την αμαρτία φύσεώς μας, που πορεύεται προς τον πνευματικό ή αιώνιον θάνατον, τον αιώνιο δηλ. χωρισμό από την Χάρη του Θεού.
Η άσκηση αποβλέπει στην νίκη πάνω στα πάθη, για να νικηθεί η εσωτερική δουλεία στις νοσογόνες εστίες του ανθρώπου και να μετάσχουμε στον Σταυρό του Χριστού και στην Ανάστασή Του. Ο Χριστιανός ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του Θεραπευτή-Πνευματικού του, γίνεται δεκτικός της Χάριτος που δέχεται με την μετοχή του, στην μυστηριακή ζωή του εκκλησιαστικού σώματος.
Χριστιανός ανεκπαίδευτος, ανάσκητος, δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν υπάρχει θεραπευμένος άνθρωπος, που δεν τηρεί την θεραπευτική αγωγή, που του όρισε ο γιατρός του. 
10. ΟΙ ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.
ΟΛΑ όσα καταγράψαμε μέχρι τώρα, οδηγούν σε κάποιες σταθερές, που τεκμηριώνουν την ταυτότητα της Χριστιανικής Ορθοδοξίας. Οι αμετάβλητες σταθερές, είναι οι εξής:
α. Η Ορθοδοξία ΔΕΝ είναι θρησκεία. Είναι Πίστη στον ΕΝΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟΝ, τον ΤΡΙΑΔΙΚΟΝ, Πατέρα, ΥΙΟΝ ΛΟΓΟΝ Ιησούν Χριστόν και ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ. Ένεκα τούτου οι αληθώς Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διακρίνονται και από την παραπάνω δημόσια ομολογία Πίστεως, εν παντί τόπω και χρόνω,
β. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Η ΜΙΑ, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Ως σώμα Χριστού, λειτουργεί ως θεραπευτήριο-Νοσοκομείο ανθρωπίνων ψυχών. Διαφορετικά δεν είναι Εκκλησία, αλλά θρησκεία.
Η θεραπευτική λειτουργία της Εκκλησίας σώζεται σήμερα κυρίως σε κάποιες μονές και κελλιά μοναχών, που αντέχοντας ακόμη στην εκκοσμίκευση (secularism), και συνεχίζουν την Εκκλησία των Αποστολικών χρόνων.
γ. Οι επιστήμονες της Εκκλησιαστικής θεραπείας, είναι ήδη θεραπευμένοι. Όποιος δεν έχει εμπειρία της θεραπείας, δεν μπορεί να είναι θεραπευτής.
δ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να στείλει κάποιον στον παράδεισο ή στην κόλαση.
Παράδεισος και κόλαση, δεν είναι τόποι, αλλά τρόποι υπάρξεως.
ε. Η ποιμαντική θεραπευτική της Εκκλησίας.
Η εγκυρότητα της επιστήμης τεκμηριώνεται από την επίτευξη των στόχων της (π.χ. στην ιατρική, από την θεραπεία του ασθενούς). Έτσι, διαφοροποιείται η αυθεντική επιστημονική ιατρική από τον κομπογιαννιτισμό. Κριτήριο της ποιμαντικής θεραπευτικής της Εκκλησίας είναι η επίτευξη της πνευματικής θεραπείας, με το άνοιγμα της πορείας προς την θέωση.
Η θεραπεία δεν μετατίθεται στην μεταθανάτια ζωή, αλλά συντελείται στην ζωή του ανθρώπου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο (hinc et nunc). Αυτό διαπιστώνεται από τα άφθαρτα λείψανα των Αγίων, που νικούν την βιολογική φθορά. Τα άφθαρτα ιερά λείψανα, είναι στην παράδοση μας, οι αδιαφιλονείκητες τεκμηριώσεις της θεώσεως, της ολοκληρώσεως δηλαδή της ασκητικής θεραπευτικής της Εκκλησίας.
στ. Τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας (Αγία Γραφή, Κείμενα. Πατερικά και Οικουμενικών Συνόδων)
Τα ιερά κείμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν κωδικοποιούν κάποια Χριστιανική ιδεολογία, αλλά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα λειτουργώντας όπως τα πανεπιστημιακά συγγράμματα στην ιατρική επιστήμη. Αυτό ισχύει και για τα λειτουργικά κείμενα, λ.χ. τις Ευχές της Εκκλησίας.
ζ. Η Οικουμενική Αποστολή (Οικουμενικότης) της Ορθοδοξίας και η Οικουμενική συνείδηση.
1/. Όλοι οι Ορθόδοξοι της οικουμένης, αλλά ειδικώτερα οι Έλληνες Ορθόδοξοι (Ρωμηοί), ζούμε σήμερα μία από τις ση­μαντικότερες μετεξελίξεις της ιστορίας μας: Από την ορθόδοξη Οικουμενικότητα μεθιστάμεθα, ή ορθότερα εξιστάμεθα, στην Νεοεποχήτικη παγκοσμιοποίηση και τον παναιρετικόν Οικουμενισμόν.
Η αυθεντική διαχρονικά κίνηση του Ελληνισμού στην συνάντησή του με τους «άλλους», την πολιτιστική ε­τερότητα, είναι καταφατική και αλληλοπεριχωρητική και ποτέ εξουσιαστική και δυναστικά αφομοιωτική. Όμως οι Έλληνες είναι οι πρωτότοκοι του Νέου Ισραήλ της Χάριτος του Κυρίου.
Δια της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού και εν Χρι­στώ κοινωνίας, διευρύνθηκε μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, η Ελληνική οικουμενική συνείδηση. Η Πεντηκοστή οδήγησε σε ενότητα καθολική και πνευματική. την υ­πέρβαση κάθε διαιρέσεως (φυλετικής, ταξικής, πολιτι­κής), με βάση την ισοτιμία και την «εν Χριστώ ισότητα» ό­λων των ανθρώπων.11
Τον δεύτερο αιώνα, ο όρος Οικουμένη εκκλησιοποιήθηκε. Ο Χριστός ονομάζεται «ποιμήν της κατά την Οικουμένην Καθολικής Εκκλησίας».12  Οι έννοιες οικουμενικός (γεωγραφικώς) και καθολικός (πνευματικώς) ταυτίζονται νοηματικώς, σχετιζόμενες με την πλη­ρότητα και παγκοσμιότητα της εν Χριστώ σωτηρίας13.
Η Εκκλησία απ' αρχής έλαβε τον χαρακτήρα μιας Κοινοπολιτείας14, όχι όμως ως παγκόσμιος-συμπαγής καπταπιεστικός αιμοσταγής οργανισμός (όπως ο Φραγκοπαπισμός και ο προτεσταντισμός), αλλ' ως γαλαξίας το­πικών εκκλησιών, ως αστερισμών.
2/. Οικουμενική Συνείδηση
Σ' αυτό το πλαίσιο λειτουργεί και η ιεραποστολή, ως διαρκής κλήση στην «ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του α­γίου Πνεύματος». Το έθνος και η Εθνικότης, ως συνείδηση της καταγωγής, δεν λειτούργησαν διασπαστικώς, διότι ιε­ραρχούντο κατά τους κανόνες της ορθοδόξου πίστεως. Δεν έμεινε, έτσι, χώρος για ανάπτυξη ρατσιστικής (φυλετικής) συνειδήσεως.
Η Ορθοδοξία  είναι η πηγή εκπορεύσεως διαφυλετικής/Υπερφυλετικής συνειδήσεως, και ΟΧΙ Πολυφυλετικής/ Οικουμενιστικής συνειδήσεως.
Δυστυχώς, μετά την εκφράγκευση/πνευματική εκπόρνευση της χριστιανικής Δύσεως, η δυτική «ιεραποστολή» συμπορεύτηκε και εξακολουθεί να συμπορεύεται, με την βία, την κατάκτηση και υποταγή, την αποικιοκρατία.
Η οικουμενική αυτή συνείδηση καθιερώθηκε και πολιτειακώς μέσα στην Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, την Ρωμανία μας.  Μ. Κωνσταντίνος (337) από «Ρω­μαίος» έγινε ο πρώτος «Ρωμαίος/Ρωμηός» αυτοκράτορας, που εγκαινίασε και κρατικώς την Ρωμαϊκή Οικουμενικότη­τα και παγκοσμιότητα, ως «επώνυμον του Χριστού πολιτείαν». Μέσω της Ορθοδοξίας συντελέσθηκε η μετάβαση από το «έθνος άγιον» ( Α' ΠΕΤΡΟΥ: 2/ 9) στο «Γένος των Ρωμαίων/Ρωμηών», των πολιτών της ελληνορ­θόδοξης Ρωμανίας. Μία νέα οικουμενική συγγένεια διαμορφώθηκε, η εν Χριστώ συγγένεια των ορθοδό­ξων πολιτών της Νέας Ρώμης.15
Κρατικό θεμέλιο δεν ήταν πλέον η Πολιτική εξουσία, αλλά η Ορθοδοξία. Η έννοια του «λαού του Θεού» (του οικουμενικού σώματος) δεν συνιστά απλώς την αυθεντική έκφραση της ισονομίας του σώ­ματος του Χριστού, αλλά εκφράζεται και ως «Βασίλειον ιεράτευμα».16
Αυτή η συνείδηση συνεχίζεται στην Ορθοδοξία. Όπου βιώνεται η ορθόδοξη πίστη, εκεί σώζεται και η Ρωμαίϊκη Οικουμενικότητα και Ορθόδοξη/Οικουμενική Αδελφότητα. Το εκκλησιαστικό σώμα, όταν μένει πατερικώς ορθόδοξο, διασώζει την οικουμενικότητα της Ρωμανίας, με ενω­τικό σύνδεσμο την Ορθόδοξη Πίστη. Το από τον 13ον αιώνα σύμ­βολό της, ο δικέφαλος αετός, είναι το σύμβολο και της ιδέας της Ορθόδοξης Οικουμενικότητας.
Αυτή με λίγα λόγια, είναι η Ορθοδοξία. Κάθε άλλη εκδοχή για τον Χριστιανισμό συνιστά παραποίηση, αίρεση, εθελοθρησκεία και διαστροφή του, έστω και αν θέλει να προβάλλεται ως Ορθοδοξία!
*
Εάν κάποιοι, μετά από τα μέχρι τώρα, συνοπτικώς μεν αλλά σαφώς αναλυθέντα και επαρκώς αιτιολογηθέντα, ΔΕΝ κατενόησαν ακόμη:
.Την ΧΑΟΤΙΚΗ διαφορά μεταξύ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ και Θρησκειών-Θρησκευτικών σεκτών,
.Ότι η Ορθοδοξία λατρεύει τον Τριαδικόν Θεόν, Τον μόνον Αληθινόν Θεόν, με «ακρογωνιαίον λίθον» της Εκκλησίας της, τον Θεάνθρωπον Ιησούν Χριστόν,
.Ότι ΟΛΕΣ οι θρησκείες (συμπεριλαμβανομένων των δυτικής προελεύσεως, αυτοαποκαλουμένων Χριστιανικών ομολογιών/δογμάτων/π.χ. Παπισμός, προτεσταντισμός και παραφυάδες), θρησκευτικές σέκτες, λατρεύουν ανθρώπινα «φαντάσματα», ΑΜΕΣΩΣ ή εμμέσως τον Εωσφόρον και τους εκπεσόντες αγγέλους του (δαιμόνια),
Τότε δεν πρόκειται να καταλάβουν ποτέ την διαφορά μεταξύ ΑΛΗΘΕΙΑΣ και Ψεύδους, ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ και διαστροφής, ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΟΣ και δυσωδίας, ΦΩΤΟΣ και σκότους…
         

Συνεχίζεται








1 Ἦχος πλ. δ´. Αὐτόμελον.
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Κατά την επικρατούσα παράδοση ο Άκάθιστος Ύμνος γράφτηκε για την διάσωση της Κωνσταντινουπόλεως από την πολιορκία των Αβάρων, ενός ταταρομογγολικού φύλου, το 626. Η σωτηρία της Βασιλεύουσας αποδόθηκε στην Υπέρμαχο Στρατηγό, την Υπεραγία Θεοτόκο.
Σύμφωνα, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε τον χρόνο της σσυνθέσεώς του, ούτε τον μελωδό του.
Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στην Έφεσο, στην βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Η Σύνοδος κατεδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος».
2 Ἡ κάλυψη τῶν βασικῶν πτυχῶν τοῦ ζητήματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας θεσμοθετήθηκε μέ σκληρότητα στήν ΣΤ' Νεαρά (535) τοῦ ἐμπνευσμένου αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α' ( 527-565) μέ τήν καθιέρωση τοῦ περίφημου συστήματος τῆς Ρωμαίϊκης («βυζαντινῆς») "συναλληλίας". Τό σύστημα αὐτό κατοχύρωνε τόσο τήν πλήρη ὁμοτιμία τῶν δύο θεσμῶν, ὅσο καί τόν ἀπερίφραστο σεβασμό ἀπό τήν Πολιτεία τοῦ ἐσωτερικοῦ Κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο εἶχε μέν ποιοτική ὑπεροχή ὡς πρός τήν ἀναφορά του στήν πνευματική ζωή, ἀλλ' ἦταν τουλάχιστον ἰσόκυρο πρός τήν πολιτική νομοθεσία:
«Μέγιστα ἐν ἀνθρώποις ἐστί δῶρα Θεοῦ παρά τῆς ἄνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας Ἱερωσύνη τε καί Βασιλεία, ἡ μέν τοῖς θείοις ὑπηρετουμένη, ἡ δέ τῶν ἀνθρωπίνων ἐξάρχουσά τε καί ἐπιμελομένη, καί ἐκ μιᾶς τε καί τῆς αὐτῆς ἀρχῆς ἑκατέρα προϊοῦσα, καί τόν ἀνθρώπινον κατακοσμοῦσα βίον. Ὥστε οὐδέν οὕτως ἄν εἴη περισπούδαστον βασιλεῦσιν ὡς ἡ τῶν ἱερέων σεμνότης, εἴγε καί ὑπέρ αὐτῶν ἐκείνων ἀεί τόν Θεόν ἱκετεύουσιν. Εἰ γάρ ἡ μέν ἄμεμπτος εἴη πανταχόθεν καί τῆς πρός Θεόν μετέχοι παρρησίας, ἡ δέ ὀρθῶς τε καί προσηκόντως κατακοσμοίη τήν παραδοθεῖσαν αὐτῆ πολιτείαν, ἔσται συμφωνία τις ἀγαθή, πᾶν εἴ τι χρηστόν τῷ ἀνθρωπίνῳ χαριζομένη γένει… Καλῶς δέ ἄν ἅπαντα πράττοιτο καί προσηκόντως, εἴπερ ἡ τοῦ πράγματος ἀρχή γένοιτο πρέπουσα καί φίλη Θεῷ. Τοῦτο δέ ἔσεσθαι πιστεύομεν, εἴπερ ἡ τῶν ἱερῶν κανόνων παρατήρησις φυλάττοιτο, ἥν οἱ τε δικαίως ὑμνούμενοι καί προσκυνητοί καί αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ θείου λόγου παραδεδώκασιν Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐφύλαξαν τε καί ὑφηγήσαντο...".
Βεβαίως, ἡ ἐπίσημη νομοθετική κατοχύρωση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου καί τῶν διακριτῶν ρόλων γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν ἦταν ποτέ καί δέν μπορεῖ νά εἶναι πανάκεια γιά τόν πλήρη ἔλεγχο τῶν ἐνδιάθετων τάσεων τῶν ἐκπροσώπων καί τῶν δύο θεσμῶν νά ὑπερβοῦν κατά περίπτωση τούς "οἰκείους ὅρους". Ὡστόσο, λειτούργησε στό παρελθόν καί λειτουργεῖ πάντοτε ὡς ἕνα σταθερό ἤ καί δεσμευτικό ἀντικειμενικό κριτήριο γιά τήν ἐξουδετέρωση τῶν αὐθαιρέτων ὑπερβάσεων τῶν συναινετικά καθορισμένων ὁρίων τῆς θεσμικῆς ἰσορροπίας ἀπό τή μία ἤ τήν ἄλλη πλευρά.
Ἔτσι, ἡ γνωστή περιστασιακή "καισαροπαπική" διακήρυξη τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντα Γ' (717-741), ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε στήν περίφημη φράση: "Βασιλεύς εἰμι καί ἱερεύς", παραβίαζε αὐθαίρετα τό ὅλο θεσμικό πλαίσιο τῶν καθιερωμένων διακριτῶν ρόλων γιά τήν αἰτιολόγηση τῆς εἰκονομαχικῆς του πολιτικῆς, γι' αὐτό καί ἀξιολογήθηκε ὀρθῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς μία μονομερής ἤ καί ἐπικίνδυνη ἀνατροπή τοῦ ὅλου συστήματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ἡ ἐμμονή λοιπόν τῆς Πολιτείας στή διακήρυξη αὐτή προκάλεσε μία ὀξύτατη καί μακροχρόνια σύγκρουση τῶν δύο θεσμῶν μέ τίς γνωστές ὀδυνηρές συνέπειες ὄχι μόνο γιά τήν ἐσωτερική κοινωνική συνοχή, ἀλλά καί γιά τίς εὐρύτερες διεθνεῖς πολιτικές προοπτικές τῆς αὐτοκρατορίας.
Πράγματι, κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (727-843) κατέρρευσε τό ὅλο οἰκοδόμημα τῆς πολιτικῆς ἀκτινοβολίας τῆς αὐτοκρατορίας στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Δύσεως, ἐνῶ περιορίσθηκε σταδιακά ὁ ρόλος της καί στά πράγματα τῆς Ἀνατολῆς.
Ἀντιθέτως, μετά ἀπό ἕνα αἰώνα τραγικῶν συγκρούσεων, ἡ Ἐκκλησία διακήρυσσε θριαμβευτικά τήν ἐπίσημη ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων στήν ὀρθόδοξη λατρεία καί πνευματικότητα (Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, 843), ἀφοῦ ἡ τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἦταν ἕνα σοβαρό ἐσωτερικό ζήτημα πίστεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τούτοις, ἡ βασική αἰτία τῆς ὀξύτητας τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων, ἤτοι ἡ "καισαροπαπική" διακήρυξη τοῦ Λέοντα Γ' καί τῶν διαδόχων του εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων, δέν καταργήθηκε de facto μέ τήν ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅπως δέν καταργήθηκε de facto καί τό πράγματι ἀξιόλογο νομοθετικό τους ἔργο.
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Φώτιος (857-867, 877-886), ἄριστος γνώστης τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, θεώρησε πρώτιστο χρέος του ὄχι μόνο τήν ἄμεση ἀποκατάσταση τοῦ κύρους τοῦ καθιερωμένου θεσμικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά καί τή ρητή νομοθετική ἀπόρριψη τῆς αὐθαίρετης παρερμηνείας του ἀπό τούς εἰκονομάχους αὐτοκράτορες γιά τήν ἐξυπηρέτηση μονοσήμαντων ἤ καί οὐτοπικῶν πολιτικῶν ἐπιλογῶν ἤ σκοπιμοτήτων, οἱ ὁποῖες προκάλεσαν τήν ὁλόθυμη σχεδόν ἀντίδραση τοῦ εὐλαβοῦς λαοῦ τῆς αὐτοκρατορίας.  Ἡ ἄρση λοιπόν τῶν πολλαπλῶν συγχύσεων καί τῶν συνεχῶν ἀντιθέσεων ὡς πρός τά ὅρια τῶν «διακριτῶν ρόλων» τῶν δύο θεσμῶν προϋπέθετε ἀφ' ἑνός μέν μία νομοθετική κατοχύρωση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεών τους, ἀφ' ἑτέρου δέ μία συμφωνία τῶν δύο θεσμῶν γιά τήν ὁριοθέτηση τῶν «οἰκείων ὅρων», ἡ ὁποία θά κατοχύρωνε τόν ἀμοιβαῖο σεβασμό γιά τήν ἰδιαιτερότητα τόσο τῆς ταυτότητας, ὅσο καί τῆς ἀποστολῆς τους.
Ἡ συναινετική λοιπόν νομοθετική ρύθμιση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου καί τῶν διακριτῶν ρόλων στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καθιέρωσε τήν ἀρχή μιᾶς συμβατικῆς ἰσόρροπης συναλληλίας γιά νά ἐξουδετερώση τίς ὀδυνηρές συνέπειες γιά τήν κοινωνική συνοχή τῆς αὐτοκρατορίας τόσο τῆς ἀνταγωνιστικῆς παραλληλίας, ὅσο καί τῆς ἀλυσιτελοῦς ὑπαλληλίας τῶν δύο θεσμῶν, οἱ ὁποῖες προκάλεσαν τίς γνωστές τραγικές διασπάσεις τοῦ σώματος τῆς αὐτοκρατορίας (Ἀρειανοί, Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες κ.λπ.)». [Πηγές: Βλάσιος Φειδάς…Ἡ εὐθύνη τῆς Πολιτείας στή λειτουργία τῶν διακριτῶν ρόλων Εκκλησίας καί Κράτους.. Εἰσήγηση στήν Ἡμερίδα Μνήμης τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου, Ἱ. Μονή Πεντέλης, 6 Φεβρουαρίου 2001---Θεοδώρου Ζήση, Πρωτοπρεσβυτέρου, καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Εκκλησία και Πολιτεία,Χωρισμός ή συναλληλία;»].
3 Τρία έτη αργότερα το 1437 μ.Χ., με κανονική Συν­οδο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλέκας καθηρέθη, και λίγο αργότερα απέθανε μέσα σε πλήρη απομόνωση και καταφρόνια.
4 Ιω. Καρμίρης, 1964, Η περί Εκκλησίας ορθόδοξος δογματική Διδασκαλία.
5 Κ. Μουρατίδης, 1965, Σχέσις Εκκλησίας και Πολιτείας.
6 Ειρηναίου, Έλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως, 5,6 και κατά αιρέσεων 5,317.
7 Η Ορθοδοξία ως Θεραπεία, π. Γεωργίου. Δ. Μεταλληνού Κοσμήτορα
της  Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Επιμέλεια
Σοφία Ντρέκου, 17 Μαΐου 2013.
8 Περισσότερα περί καρδιακής ή νοεράς μνήμης, βλέπε στην παρ. 7β11/δ/. (Μέρος 6ον).
9 Οι Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι πολύ μορφωμένοι και άγιοι ιεράρχες, που δια του Αγίου Πνεύματος διέσωσαν και ερμήνευσαν ορθώς τις ουρανόσταλτες αλήθειες-δόγματα, σε ξεχωριστές ιστορικές περιόδους και δια ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ (από όλη την Εκκλησία) ΣΥΝΟΔΩΝ (συν+οδός= κοινή πορεία). Δια των πατερικών ερμηνειών των Αληθειών της Αγίας Γραφής:
(α) Υπερβαίνεται ορθώς, η λογική (η πίστη είναι υπέρλογη, όχι παράλογη) και δεν απορρίπτεται,
(β) Αρνείται η Εκκλησία την ιδιοτελή, ατομική και κατασκευασμένη φιλοσοφικο-γνωστική επιλογή, ανάμειξη με ειδωλολατρικές αντιλήψεις, και νόθευση ή διαστρέβλωση της πίστεως, δηλαδή την ΑΙΡΕΣΗ,
(γ) Προσφέρονται τα δόγματα, ως ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ προς θεραπεία και σωτηρία, που οριοθετούν την αληθινή πίστη, και όχι ως νομικές διατάξεις, ή εγκεφαλικές αυθαίρετες απόψεις, που αποπνίγουν την Χάρη και την ομορφιά της ζωής.
10 Ας προσέξει ο ια­τρικός κόσμος της Χώρας μας, ιδιαίτερα την περίπτωση των ακεραίων ιερών λειψάνων, διότι όχι μόνο δεν έχουν δεχθεί επιστημονική επέμβαση, αλλά φανερώνεται σ' αυτά η ενέργεια της θεϊκής Χά­ρης. Διότι την στιγμή ακριβώς, που αρχίζει η διάλυση του κυτταρικού συστήματος, σταματά αυτόματα, και αντί δυσοσμίας εκπέμπεται ευωδία. Περιορίζομαι στα ιατρικά συμπτώματα, και δεν επεκτείνομαι στα θαύμα­τα, ως αποδείξεις της θεώσεως, διότι ανήκουν σε άλ­λη σφαίρα.
11 Ισότης εν Χριστώ: Ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις ΟΛΩΝ,  απέναντι στους νόμους του Κυρίου. Υπάρχει ιεραρχία και στην επίγεια και στην επουράνια ζωή..Ο Κύριος είναι Θεός της Τάξεως και της Ειρήνης (Α’ ΚΟΡ: 14/33)... «Εν τη οικία του πατρός μου  μοναί πολλαί εισίν» ΙΩΑΝΝ: 14/12) [Ερμηνεία Μεγ. Βασιλείου/Περί του Αγίου Πνεύματος 16,40, PG,32, 141 Β: «Αξιωμάτων Διαφοραί»]…Εκεί «Αστήρ από αστέρος θα διαφέρει εν δόξει» (Α΄ ΚΟΡ.: 15/41). «Οικέτης νοήμων κρατήσει δεσποτών αφρόνων» ΠΑΡΟΙΜ: 17/12).
12 Μαρτύριον Πολυκάρπου, κεφ. XIX.
13 «Ο Θεός θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμ. 2, 4).
14 Βλ. Χρ. Επ. Βούλγαρη, Η ενότης της Αποστολικής Εκ­κλησίας, Αθήναι 1974. Για τις μετέπειτα εξελίξεις βλ. Dimitri Obolensky, The Byzantine Commonwealth (Eastern Europe, 500-1453). Ν. York 1974.
15 Βλ. Π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Από την αυτοκρατορική ιδέα στην εθνική ιδέα, στο: Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992, σ. 7-29.
16 Πολλές φορές, έχομε ακούσει τον όρο «βασίλειον ιεράτευμα», χωρίς ωστόσο να μπορούμε να αποσαφηνίσωμε το περιεχόμενο. Πολύς λόγος έχει γίνει και γίνεται, ενώ προκαλεί συχνά αντίλογο ανάμεσα στους θεολόγους. Όντως, στην Αγία Γραφή υπάρχουν μερικά χωρία που κάνουν λόγο για «ιεράτευμα άγιον», ή «βασίλειον ιεράτευμα», όμως αυτά τα χωρία πρέπει να ερμηνευθούν ορθόδοξα, μέσα από τις πατερικές ερμηνευτικές αναλύσεις και όχι με τον τρόπο τής υποκειμενικής θεωρήσεως τού Προτεσταντισμού.
Ο Απόστολος Πέτρος στην Α΄ Καθολική του επιστολή γράφει: «και αυτοί ως λίθοι ζώντες οικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, ανενέγκαι πνευματικάς θυσίας ευπροσδέκτους τω Θεώ δια Ιησού Χριστού» (Α’ ΠΕΤΡΟΥ:2/5). Πασιφανής η ερμηνεία αυτή, αναφέρεται στις πνευματικές θυσίες που προσφέρονται στον Θεό και όχι μόνον στο Λειτουργικό Καθήκον των ιερέων.
Συνεχίζει ο Απόστολος Πέτρος: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξαγγείλητε τού εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως» (Α’ Πέτρ. β’, 9). Ο όρος «Βασίλειον Ιεράτευμα» δεν αναφέρεται σε βασιλείς και ιερείς ή απλώς στους βαπτισθέντες, αλλά σε αυτούς που είναι «βεβαπτισμένοι» και «βεβαιόπιστοι», όπως διδάσκει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, και μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει: «Και πάνω εις όλα, θυσία των χριστιανών η ευάρεστος τω Θεώ είναι, το να θυσιάζουν και να αφιερώνουν όλας τας επιθυμίας τής ψυχής, και τού σώματός των εις τον Θεόν, απεχόμενοι από κάθε πάθος και ακαθαρσίαν. Περί ης γράφει και παρακαλεί τούς χριστιανούς ο μακάριος Παύλος λέγων: «Παρακαλώ υμάς αδελφοί δια των οικτιρμών τού Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ την λογικήν λατρείαν υμών». (Ρωμ. ιβ’, 1) και τρόπον τινά κάθε χριστιανός όλος ψυχή και σώματι, είναι ο ναός τού Θεού…».
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη, αναφέρεται στο ότι οι Χριστιανοί με το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την εκκλησιαστική ζωή είναι βασιλείς και ιερείς («Εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύσουσιν επί της γης», βλ. Απ. ε’, 10). Ο Αρέθας Καισαρείας, ερμηνεύοντας το «βασίλειον ιεράτευμα», αναφέρεται στην νίκη εναντίον των παθών και την πνευματική θυσία που γίνεται από εκείνους που αγωνίζονται τον καλό αγώνα τής πίστεως.
Σε αυτά και αρκετά ακόμη χωρία, διαβλέπομε το πλήρες νόημα τού όρου «βασίλειον ιεράτευμα» (ή άγιον ιεράτευμα), το οποίο σχετίζεται με την πνευματική ζωή τού ανθρώπου και την βίωση τής Χάριτος τού Τριαδικού Θεού. Ο όρος «βασίλειον ιεράτευμα» συνδέει το βασιλικό και το ιερατικό χάρισμα κοινωνώντας την Βασιλεία των Ουρανών. Αποτελεί Θείο χάρισμα σε όσους πορεύονται προς την θέωση, ζώντας σύμφωνα με τις επιταγές τής πίστεως.(Πηγή: Πεμπτουσία, Θρησκεία/Θεολογία, Σοφία Καυκοπούλου, υπ. Δρ Θεολογίας-Μουσικός, Βασίλειον ιεράτευμα,24 Ιανουαρίου 2017).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου