Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
«Ότι (από) Δευκαλίωνος και Πύρρας Έλλην, εκ του οποίου Ελλάς και Έλληνες» (Ελλάνικος 1a,4,F.6a).

ΜΕΡΟΣ 9ον

8. Ο ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
α. Η επικρατέστερη εκδοχή για τον γενεαλογικόν μύθον των Ελλήνων
Κατά την επικρατέστερη εκδοχή του μύθου, όπως τον παραθέτει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος:
«…ἐπεὶ δὲ ἀφανίσαι Ζεὺς τὸ χαλκοῦν ἠθέλησε γένος, ὑποθεμένου Προμηθέως Δευκαλίων τεκτηνάμενος λάρνακα, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐνθέμενος, εἰς ταύτην μετὰ Πύρρας εἰσέβη. Ζεὺς δὲ πολὺν ὑετὸν ἀπ᾽ οὐρανοῦ χέας τὰ πλεῖστα μέρη τῆς Ἑλλάδος κατέκλυσεν, ὥστε διαφθαρῆναι πάντας ἀνθρώπους, ὀλίγων χωρὶς οἳ συνέφυγον εἰς τὰ πλησίον ὑψηλὰ ὄρη. τότε δὲ καὶ τὰ κατὰ Θεσσαλίαν ὄρη διέστη, καὶ τὰ ἐκτὸς Ἰσθμοῦ καὶ Πελοποννήσου συνεχύθη πάντα. Δευκαλίων δὲ ἐν τῇ λάρνακι διὰ τῆς θαλάσσης φερόμενος <ἐφ᾽> ἡμέρας ἐννέα καὶ νύκτας <τὰς> ἴσας τῷ Παρνασῷ προσίσχει, κἀκεῖ τῶν ὄμβρων παῦλαν λαβόντων ἐκβὰς θύει Διὶ φυξίῳ.
Ζεὺς δὲ πέμψας Ἑρμῆν πρὸς αὐτὸν ἐπέτρεψεν αἱρεῖσθαι ὅ,τι βούλεται· ὁ δὲ αἱρεῖται ἀνθρώπους αὐτῷ γενέσθαι. καὶ Διὸς εἰπόντος ὑπὲρ κεφαλῆς ἔβαλλεν αἴρων λίθους, καὶ οὓς μὲν ἔβαλε Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο, οὓς δὲ Πύρρα, γυναῖκες. ὅθεν καὶ λαοὶ μεταφορικῶς ὠνομάσθησαν ἀπὸ τοῦ λᾶας ὁ λίθος. γίνονται δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι, <δεύτερος δὲ> Ἀμφικτύων ὁ μετὰ Κραναὸν βασιλεύσας τῆς Ἀττικῆς, θυγάτηρ δὲ Πρωτογένεια, ἐξ ἧς καὶ Διὸς Ἀέθλιος. Ἕλληνος δὲ καὶ νύμφης Ὀρσηΐδος, Δῶρος, Ξοῦθος, Αἴολος. αὐτὸς μὲν οὖν ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας, τοῖς δὲ παισὶν ἐμέρισε τὴν χώραν· καὶ Ξοῦθος μὲν λαβὼν τὴν Πελοπόννησον ἐκ Κρεούσης τῆς Ἐρεχθέως, Ἀχαιὸν ἐγέννησε καὶ Ἴωνα, ἀφ᾽ ὧν Ἀχαιοὶ καὶ Ἴωνες καλοῦνται, Δῶρος δὲ τὴν πέραν χώραν Πελοποννήσου λαβὼν τοὺς κατοίκους ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Δωριεῖς ἐκάλεσεν, Αἴολος δὲ βασιλεύων τῶν περὶ τὴν Θεσσαλίαν τόπων τοὺς ἐνοικοῦντας Αἰολεῖς προσηγόρευσε, καὶ γήμας Ἐναρέτην τὴν Δηϊμάχου παῖδας μὲν ἐγέννησεν ἑπτά, Κρηθέα Σίσυφον Ἀθάμαντα Σαλμωνέα Δηιόνα Μάγνητα Περι ήρην, θυγατέρας δὲ πέντε, Κανάκην Ἀλκυόνην Πεισι δίκην Καλύκην Περιμήδην…» [Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικών Μαθημάτων, παρά Στεφάνου Κομνητά, εκδ. υπό Κωνσταντίνου Γκαρπόλα, τ. 1ος (έκδ. 2α) Αθήναι, 1839, σελ. 198-199, ΙΔ΄. Εκ του Απολλοδώρου, ιε. Δευκαλίων (2-6) και ιστ.Οι του Δευκαλίωνος παίδες,1].1
Ο μυθολογικός Έλλην, λοιπόν, ήταν υιός του Δευκαλίωνος και της Πύρρας, και δημιουργήθηκε ως εξής:
Μετά από έναν κατακλυσμόν που ονομάστηκε «κατακλυσμός του Δευκαλίωνος», διεσώθη μόνον ο ίδιος και η γυναίκα του,  ενώ κατεστράφη το ανθρώπινον γένος που ήταν διεφθαρμένον. Το ζεύγος (Δευκαλίων-Πύρρα) εξελθόν της κιβωτού, κατ’ εντολήν του Διός [ΣΣ: Κατ’ αλλους, κατ’ εντολήν της Θέμιδος (Η Θέμις ως προστάτις, τότε, του μαντείου των Δελφών, είχε απαντήσει σε σχετικό αίτημα του Δευκαλίωνος με χρησμόν)], άρχισε να προχωρεί και να ρίπτει πίσω του λίθους.
Όσοι λίθοι ερρίπτοντο υπό του Δευκαλίωνος, μετεμορφώνοντο…σε άνδρες και όσοι ερρίπτοντο υπό της Πύρρας, μετεμορφώνοντο σε γυναίκες. Ο πρώτος λίθος που έρριψε ο Δευκαλίων ήταν ο πρωτότοκος λίθος/«υιός» του Δευκαλίωνος που ωνομάσθηκε Έλλην. Ο Έλλην γέννησε με την Ορθηΐδα τρείς υιούς. Τον Δώρο, τον Ξούθο και τον Αίολο. Ο Ξούθος έκανε με την Κρέουσα δύο υιούς, τον Αχαιό και τον Ίωνα. Απ’ αυτόν (τον Έλληνα υιόν του Δευκαλίωνος και της Πύρρας), λένε οι παραμυθολόγοι, κατάγονται οι σημερινοί Έλληνες !!!
Βάσει αυτής της εκδοχής του γενεαλογικού μύθου των Ελλήνων, που ακολουθήθηκε εδώ και αιώνες, οι συντάκτες των εγχειριδίων της αρχαιοελληνικής ιστορίας, εξακολουθούν να επιμένουν και σήμερον, στην μυθολογική διαίρεση του ελληνικού έθνους σε 4 φυλές (Ίωνες-Δωριείς-Αιολείς-Αχαιοί) και την καταγράφουν στα κείμενα της διδασκομένης συμβατικής Ιστορίας, περίπου με την μορφή δόγματος.  
Αλλά ο τοιουτοτρόπως διασκευασθείς μύθος:
«Ούτε στην Ιλιάδα ούτε στην Οδύσσεια αναφέρεται, ώστε να είναι βέβαιον ότι, μεταξύ της 9ης και 8ης εκατονταετηρίδος, καθ’ ήν πιθανώτατα εποιήθησαν τα Ομηρικά έπη και είχον απαρτισθεί πάσαι αι στοιχειώδεις σχέσεις του ελληνικού Έθνους, η του Έλληνος και των παίδων αυτού, γενεαλογία ΔΕΝ υπήρχεν».2
Στα έργα του Ομήρου συναντάμε τα ονόματα Αργείοι (170 φορές) Δαναοί (148 φορές) και Αχαιοί (598) φορές. Πουθενά οι Δωριείς, Αιολείς, Ίωνες. Ιλαροτραγωδία για τους εμπνευστές και υποστηρικτές των τεσσάρων (4) δήθεν, Ελληνικών φύλων με γενάρχη τον παραμυθολογικόν Έλληνα.
Οι λέξεις Έλλην/Έλληνες, δεν υπάρχουν ούτε μία φορά στα Ομηρικά κείμενα που συνεγράφησαν από έναν ποιητή, τον 8ον π.Χ. αιώνα και εξεδόθησαν, κατά την παράδοση,  από τον Ονομάκριτον (530-480 π.Χ.).
Το μοναδικό χωρίο που αναφέρεται σε Έλληνες [ΙΛΙΑΣ Β/684, σχετ. ΙΛΙΑΣ Π (595)], εάν παραβλέψουμε το γεγονός ότι πιθανολογείται βασίμως, ως εμβόλιμος η σχετική φράση, μεταγενεστέρων συγγραφέων, αφορά σε μικρό αριθμό κατοίκων περιοχής της Θεσσαλίας, με το γεωγραφικό όνομα Ελλάς, καλούμενοι ως Μυρμηδόνες και Αχαιοί. 
Συναντάμε επίσης μόνον μία φορά την λ. «Πανέλληνες» (Β/530) η οποία κατά πιθανώτατη εκδοχή, σύμφωνα με τον «ευρυμαθέστατον των Ελλήνων» Ευάγγελον Φωτιάδην,3 Διευθυντήν της Εθνικής Βιβλιοθήκης και καθηγητήν της Πολιτικής ιστορίας στην ΣΣΕ, «είναι εμβόλιμος προσθήκη πολύ αργότερον». Προφανώς, η εμβόλιμος εκείνη προσθήκη, έγινε αιώνες αργότερον, άγνωστον πότε, για να αποφευχθεί ο διασυρμός των δήθεν Ελληνοφρόνων μυθοπλαστών και να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα.
Για την ιστορίαν, υπενθυμίζουμε ότι, το όνομα ή λέξη «Πανέλληνες», υποτίθεται ότι εγράφη  για πρώτη φορά τον 7ον π.Χ. αιώνα στον Ησίοδο (Έργα, 528), πέντε αιώνες μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο (1184 π.Χ.).
«….οὐ γάρ οἱ ἠέλιος δείκνυ νομὸν ὁρμηθῆναι, ἀλλ᾽ ἐπὶ κυανέων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε στρωφᾶται, βράδιον δὲ Πανελλήνεσσι φαείνει.…»
[Μετάφραση: Τροφή ο ήλιος δεν του δείχνει να ορμήσει, μα στο λαό στριφογυρνά των μελαψών ανθρώπων και την πόλη, και πιο αργά στο πανελλήνιον λάμπει].
Όμως, τα αρχαιότερα χειρόγραφα του προμνησθέντος έργου του Ησιόδου, εγράφησαν, 2.000 χρόνια μετά την πιθανολογούμενη, αναποδείκτως,  πρωτογενή συγγραφή του….Κατωτέρω παρατίθεται φ/α σελίδος από τα αρχαιότερα χειρόγραφα του προμνησθέντος έργου του Ησιόδου, του 16ου μ.Χ. αιώνος!!!
Initial page of Hesiod’s poem Works and Days, with the Greek original text on the left side, and a Latin translation on the right side. From the 1539 edition Hesiodi Ascraei opuscula inscripta ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ, sic recens nunc Latinè reddita, ut uersus uersui
Αποδίδεται σε κάποιον συγγραφέα, ονόματι Απολλόδωρος Αθηναίος,4  της δευτέρας προ Χριστού εκατονταετηρίδος. Δηλαδή ο μύθος καταγράφεται για πρώτη φορά στην γραμματεία, στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνος !!! Αλλά ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος, δεν είναι ο συγγραφεύς της «Βιβλιοθήκης των αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών», έργο στο οποίον περιλαμβάνεται και ο γενεαλογικός μύθος των Ελλήνων.
«Εις τον Απολλόδωρο τον Αθηναίον αποδίδεται επίσης και το μικρότερο έργο «Βιβλιοθήκη», τούτο όμως φαίνεται ότι εγράφη εις μεταγενεστέρους χρόνους».5
Οι μυθοπλάστες, όμως, προκειμένου να δικαιολογήσουν την αργοπορημένη εμφάνιση του μύθου, ισχυρίσθηκαν αναποδείκτως, ότι ο Απολλόδωρος ήντλησε στοιχεία από τον Εκαταίον, τον Ελλάνικον και τον Φερεκίδη. Αλλά και οι λογογράφοι αυτοί, δεν είναι προγενέστεροι του 5ου π.Χ. αι.
Με άλλα λόγια, προ του 5ου π.Χ. με τις ευνοϊκότερες γι’ αυτούς εκδοχές, ΟΥΔΕΙΣ γνωρίζει τι περί της γενεαλογίας των Ελλήνων.
Εάν η παράδοση περί κατακλυσμού του Δευκαλίωνος και της υποτιθέμενης δημιουργίας του «νέου» ανθρωπίνου γένους, ήταν αληθής  μεταδιδομένη παλαιόθεν, από γενεά σε γενεά, θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, δηλαδή η άγνοια περί του κατακλυσμού; Ασφαλώς όχι.
Δεν απηχεί την διαχρονική αλήθεια των προϊστορικών αιώνων.
   Εάν την απηχούσε, οι Έλληνες κατά την περίοδο του Τρωϊκού Πολέμου ή τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες (8ος π.Χ. αι.), όχι μόνο θα τον εγνώριζαν, αλλά υπερηφάνως θα τον διεκήρυτταν. ΟΥΔΕΝ γραπτόν μνημείον της περιόδου εκείνης, αναφέρεται σ’ αυτόν τον μύθο.
Διαψεύδεται από τον μεγάλο τραγωδό Ευριπίδη (484-406 π.Χ), αξιόπιστο και αρχαιότερο κατά 3-6 αιώνες, του Απολλοδώρου του Αθηναίου ή του «άλλου» (Απολλοδώρου ή αγνώστου ονόματος).
Στην τραγωδία του Ίων, δεν δέχεται τον Ίωνα σαν φυσικό γιό του Ξούθου, αλλά σαν θετό, με φυσικόν πατέρα τον Θεό Απόλλωνα ενώ δι’ επεμβάσεως της Πυθίας, η Αθηνά υποσχέθηκε στον Ξούθο ότι θα αποκτήσει άλλα δύο παιδιά (Δώρος και Αχαιός).
Εδώ όχι μόνο ομολογείται ότι ο Ίων δεν είχε φυσικό/βιολογικό πατέρα τον προϊστορικό Δευκαλίωνα, του οποίου η χρονολογία γεννήσεως είναι άγνωστη, «ταλαντευομένη» από τους αμετανοήτους παραμυθολόγους, μεταξύ του 10.000 και 20.000 π.Χ., αλλά διδάσκεται ανερυθριάστως ότι ένας «Θεός» συνουσιάστηκε με μία κοινή θνητή και αποτέλεσμα της συνουσίας ήταν η γέννηση του Ίωνος!!!
Εάν ο αρχικός μύθος  ήταν αληθής, θα τολμούσε ο Ευριπίδης να τον αλλοιώσει ή να ξεγελάσει τους ακροατές/θεατές;
Κατά τον Παυσανία, «το πεπρωμένο της Κρέουσας ήταν να βρεθεί στην αγκαλιά του Φοίβου».6 Εδώ ερωτώμεν: Μόνον στην αγκαλιά του Φοίβου ή και του Ερμού με αποτέλεσμα ο καρπός της «ερωτικής συνευρέσεώς» τους, να είναι ο Κέφαλος, ο μυθικός «ιδρυτής» της…Κεφαλλονιάς;
Διαφωνεί με ποικίλες άλλες διασκευές του μύθου, με τα αρχαιότερα μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, τις περιγραφές του Ηροδότου και πορίσματα ξένων μελετητών-ερευνητών, παρέχων άμα πολλές ασάφειες και αντιφάσεις, αλλά και δημιουργεί αναπάντητα μέχρι σήμερα, ερωτήματα.
Παραδείγματα:
-Ο Δευκαλίων προσέφυγε στο μαντείο των Δελφών και έλαβε την εντολήν ρίψεως των λίθων, από την Θέμιδα, προστάτιδα τότε του μαντείου, ώστε να δώσει και πάλιν ζωή στο ανθρώπινο γένος.
-Κατά τους Μεγαρείς, ο Μέγαρος και όχι ο Δευκαλίων κατέφυγε κατά τον κατακλυσμόν, στην κορυφή των Γερανίων, κλπ.
-Ο Δευκαλίων και η Πύρρα απέκτησαν δικά τους παιδιά: Τον Έλληνα, τον Αμφικτύονα, την Πρωτογένεια, την Μελανθώ, την Θυία ή Αιθία και την Πανδώρα. Ο Πρωτότοκος Έλλην θεωρήθηκε γενάρχης των Ελλήνων.
-Σύμφωνα με την επικρατέστερη παραλλαγή του μύθου, οι φυλές των Ελλήνων έπρεπε να είναι τρείς και όχι τέσσαρες, ήτοι Δωριείς, Ξουθιείς, Αιολείς. Αντ’ αυτών οι παραμυθολόγοι αντικατέστησαν τον υιό του Έλληνος Ξούθον, υποτιθέμενο γενάρχη του Ελληνικού φύλου, με τα εγγόνια του Έλληνος Αχαιόν και Ίωνα. Γιατί δεν έκαναν το ίδιο με τον Δώρο και τον Αίολο; Αυθαίρετος παραλογισμός ή μυθοπλαστικό τέχνασμα;
Κατ’ άλλην εκδοχή, όμως, ο Ξούθος εκτός από τον Ίωνα, έκανε με την Κρέουσα στα επόμενα χρόνια, τα εξής παιδιά: Αχαιό, Αίκλο, Κόθο και Διομήδη.7 Όμως, τα τρία τελευταία από τα τέσσαρα παιδιά του Ξούθου, ΔΕΝ αναφέρονται ως αρχηγοί Ελληνικών φύλων!
Όχι μόνο δεν συμφωνεί με τα στοιχεία της αρχαίας γραμματείας, αλλά επιβεβαιώνεται ότι επλάσθη από κάποιους εκ των προγόνων μας, για πολιτικούς και μόνον, λόγους.
Για όλους τους υποτιθέμενους γενάρχες των Ελλήνων (Δωριείς-Αχαιοί-Ίωνες-Αιολείς), αλλά ειδικώτερα για τους Ίωνες, τα στοιχεία της γραμματείας βοούν ότι: «Η δημιουργική φαντασία των αρχαίων Ελλήνων ερμήνευσε τα του ονόματος (ΣΣ: Ίωνες) και καταγωγής της φυλής δια της συνήθους στους αρχαίους Έλληνες γενεαλογικής μεθόδου».8
Ποια ήταν η συνήθης μέθοδος ερμηνείας των κυρίαρχων ονομάτων από τους Έλληνες; Αυτή εστηρίζετο κυρίως σε πολιτικούς λόγους, αναλόγως της καταγωγής τους, δηλαδή παρουσίαζαν τους γενάρχες ή ιδρυτές πόλεων, γεννημένους από θεούς, γιατί ήθελαν να φαίνεται η πόλη τους (Πόλη-Κράτος) ως κοιτίς ανδρείων και θεογενών προγόνων και να δικαιολογείται έτσι η ηγεμονία τους επί των άλλων πόλεων.9
«Διά να εξηγηθεί δε η ύπαρξις Ιώνων και εν Πελοποννήσω, επλάσθη εκ των υστέρων ο μύθος ότι ο Ίων και ο Αχαιός ήσαν αμφότεροι αδελφοί τέκνα του αυτού πατρός Ξούθου και επειδή μετά τον θάνατον του Ερεχθέως τον θρόνον ανέλαβε ο Κέκρωψ, καταδιωχθείς ο Ίων υπό των τέκνων του Ερεχθέως, ηναγκάσθη να καταφύγη εις Αχαΐαν».10
β. Τα αναπάντητα ερωτήματα και η ακατάσχετη παραμυθολογία, ενσυνειδήτως ή ασυνειδήτως, από τους σύγχρονους συστημικούς «επιστήμονες»
Μετά από συγκριτική μελέτη των παραπάνω συνοπτικώς αλλά βασιζομένων σε καταγεγραμμένες πηγές, παραμένουν αναπάντητα τα εξής ερωτήματα:
Τι έγιναν οι απόγονοι του Αμφυκτίονος και των θηλέων αδελφών του Έλληνος; Δεν έπρεπε να αναφέρονται σε κάποιο γενεαλογικό δένδρο συγγενές των Ελλήνων αφού είχαν το ίδιο «αίμα» και προήρχοντο από τον δεύτερον υιόν του Δευκαλίωνος; Γιατί αγνοήθηκαν; Ποιες φυλές αντιπροσώπευαν οι απόγονοί τους; Ποια η συμμετοχή-συμβολή τους στην πορεία του Ελληνικού Έθνους;
Γιατί οι μεταγενέστεροι φωστήρες καθιέρωσαν δογματικώς τις τέσσαρες (4) Ελληνικές φυλές αντί των τριών, όπως προέκυπτε από τον μύθον; Γιατί δεν θεώρησαν ως γενάρχες και τα τέκνα των Δώρου και Αιόλου, όπως έπραξαν με τον Ξούθο;
Τα προμνησθέντα χωρία που αναφέρονται στους «Πανέλληνες» (στο έργον του Ησιόδου, και την Ιλιάδα, Β/530) είναι αυθεντικά ή εμβόλιμα; Εάν θεωρούνται ως αυθεντικά, ποία τα αποδεικτικά στοιχεία από την αρχαία γραμματεία;
Ποιος λογικός και εχέφρων άνθρωπος θα δεχθεί ότι από τις πέτρες που πετούσαν ο Δευκαλίων και η Πύρρα, δημιουργήθηκε το ανθρώπινο γένος, με «πρώτους» τους «Έλληνες»;
O Δευκαλίων και η Πύρρα πετούν πέτρες πίσω από την πλάτη τους

Πότε και πώς δημιουργήθηκαν όλες οι υπόλοιπες φυλές του ανθρωπίνου γένους; Η μαύρη, η κίτρινη, η ερυθρόδερμος και άλλες γνωστές φυλές αφού υποτίθεται ότι το ανθρώπινο γένος προήλθε από ένα ζευγάρι (Δευκαλίων-Πύρρα), συγκεκριμένου χρώματος;
Όλες οι ανθρώπινες φυλές δεν έπρεπε να έχουν το ίδιο χρώμα, αφού προέρχονται από τους ίδιους γονείς (Δευκαλίων-Πύρρα), με το ίδιο «αίμα»;
Τι απέγιναν οι απόγονοι των αδελφών Ίωνος και Αχαιού;
Όπως προκύπτει από την ερμηνείαν του μύθου, ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνος ΔΕΝ ήταν παγκόσμιος, με την έννοιαν της καταστροφής όλων των τότε λογικών δίποδων όντων συμπάσης της ανθρωπότητος, αλλά περί τον τότε ευρύτερον Ελλαδικόν χώρον Θεσσαλίας και Πελοποννήσου..
Τι απέγιναν και ποίοι ήσαν (φυλετικώς) τόσον «οι ολίγοι που κατέφυγαν στα κοντινά υψηλά όρη…» (Σύμφωνα με τον μύθον), όσον και οι υπόλοιποι εκτός της προϊστορικής Ελλάδος, άνθρωποι;
Δεν δικαιολογείται, λοιπόν, με τίποτε ούτε η επιπολαιότης μελετητών και ερευνητών της προϊστορίας-ιστορίας, ούτε η αντιεπιστημονικότης και οι ύποπτοι δογματισμοί και δοκησισοφίες των συγγραφέων της συμβατικής ιστορίας. Και όμως αυτά τα παραμύθια διδάσκονται ως ιστορικά-προϊστορικά γεγονότα στα Ελληνόπουλα, εδώ και αιώνες, παρά την ύπαρξη και άλλων στοιχείων, μη διδασκομένων ή σκοπίμως αποσιωπουμένων, όπως:
Κατά τον Θεόπομπον (Ρήτορα και ιστορικόν του 4ου π.Χ. αι.) η ονομασία του Ιονίου προήλθε από τον Ιώνιον, βασιλέα των υπό του πελάγους βρεχομένων χωρών, κατά δε τον Αρχέμαχον εκ των εν αυτώ απολεσθέντων Ιώνων.11
Η ονομασία του Ιωνίου (Ιονίου) πελάγους και της Ιωνίας (σημ. Μικράς Ασίας) που δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβητήσεως των προαιωνίων τίτλων κυριότητος της λεκάνης του Αιγαίου, λίκνου των Ιώνων. Η ονομασία της Αδριατικής ως «Ιωνίου μυχού», όπως την αναφέρει ο Αισχύλος.12
«Οι Δωριείς ήσαν μικρός λαός οικών περί τον Όλυμπον, εξετάθη δε μετά το όνομά τους σε άθροισμα μαχίμων κατοίκων της Στερεάς Ελλάδος, μορφωθέντων εις ιδίαν φυλήν, μετά τον Τρωϊκόν πόλεμον, ηθέλησαν να παρουσιάσουν την μεταβολήν εκείνων ως έργον κάποιας εξαίρετης μοίρας του Ελληνικού Έθνους, δια τούτο και έπλασαν τον μύθον του Δώρου, υιού του Έλληνος, ως γενάρχου των Δωριέων».13
Στην αρχαιότητα πίστευαν ευρέως πως «οι Αχαιοί που είχαν διωχθεί μετά τον πόλεμο, επανήλθαν στην Λακωνική με το όνομά τους αλλαγμένο σε Δωριείς».14
Η απάντηση του βασιλέως της Σπάρτης Κλεομένη της υποτιθέμενης μητροπόλεως των Δωριέων, προς την ιέρεια του ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη, όταν ο Κλεομένης ηθέλησε να εισέλθει στον Ναό και η ιέρεια τον εξεδίωξε επειδή τον θεωρούσε Δωριέα και όχι Αχαιό: «Αλλ’ ου Δωριεύς ειμί, αλλ’ Αχαιός.15
Τίποτε απ’ όλα αυτά, έλαβαν υπόψη τους οι μυθοπλάστες συγγραφείς της σύγχρονης αρχαιοελληνικής Ιστορίας και οι αγράμματοι συνεργάτες τους;
γ. Ο γενεαλογικός μύθος των Ελλήνων είναι αντιγραφή και αυθαίρετη μυθοπλασία του κατακλυσμού του Νώε
1/. Ο τοιουτοτρόπως διασκευασθείς γενεαλογικός μύθος των Ελλήνων, αναφέρει τα ονόματα Δευκαλίων, Πύρρα, Ξούθος και Κρέουσα, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ετεροχρονισμένα και μεταλλαγμένα βιβλικά ονόματα και όχι προϊστορικά πρόσωπα (Προέλληνες) που υποτίθεται ότι ζούσαν, τότε, στην Πελασγική γη.
Ο Ξούθος το πρόσωπο-κλειδί του μύθου είναι όνομα γενικό που σημαίνει: Ο ξανθός, ο λευκός (άνθρωπος). Το όνομα Κρέουσα δεν είναι κύριο αλλά αφορά σε τίτλο ευγενείας, τίτλο τιμής {Κρέουσα: Η γυναίκα του άρχοντα, η σύζυγος του Ξούθου, του λευκού (ανθρώπου), Πύρρα, η Ξανθή (Λευκή) γυναίκα (Πυρρός, α, όν= Ο έχων το χρώμα του πυρός, ξανθός, ερυθροκίτρινος, ξανθοκόκκινος)}.
2/. Ο πρώτος εμπνευστής του μύθου, όποιος και να ήταν αυτός, κατά τους ιστορικούς χρόνους,  πλαστογράφησε και παρήλλαξε ονόματα και γεγονότα που ήσαν καταχωρισμένα στην Βίβλο (Παλαιά Διαθήκη) [Αδάμ, Εύα, κατακλυσμός του Νώε). Έτσι, προέβη στην αλλαγή των ονομάτων Αδάμ και Εύα, σε Ξούθο και Πύρρα και του Νώε σε Δευκαλίωνα.
Το όνομα Αδάμ στην βιβλική γλώσσα σημαίνει γήϊνος, χοϊκός, λευκός (Το όν στο πρόσωπο του οποίου φαίνεται το αίμα) αυτός που έχει το χρώμα της γης ή προέρχεται από τη γη (Adama, adamu=γη). Τουτέστιν ο Ξανθός (Ξούθος).
Η Εύα γυναίκα του λευκού Αδάμ, είναι η Πύρρα η γυναίκα του Δευκαλίωνος (Στα Ιωνικά η λ. Πύρρα σημαίνει αυτή που έχει το χρώμα του πυρός, η ξανθή16. Πύρρος ελέγετο ο υιός του ξανθού Αχιλλέως και Πυρρόν λέγει ο Πλάτων τον ξανθόν17. Πύρρος ο ξανθός και ξουθόν το ξανθόν18.
Το όνομα Δευκαλίων αναλύεται ως εξής:
Δευκαλίων=Δεύ-ω+Καλι-ά+ων
Δεύω= Γεμίζω με νερό, βρέχω, υγραίνω (θέμα του Δευω το ΔεF-).
Καλιή ή Καλιά= Ξύλινη κατοικία, κιβωτός
Ων= Μετοχή ή κατάληξη Κυρίου ονόματος.
Συνεπώς, Δευκαλίων=Αυτός που βρίσκεται στην κιβωτό που βρεχόταν ή το όνομα εκείνου που ήταν στην κιβωτό που βρεχόταν.
Ποιος ήταν μέσα στην κιβωτό που βρεχόταν (κατά την διάρκεια του κατακλυσμού); Ο Νώε!!!
Ο Νώε είναι ο προϊστορικός γενάρχης ΟΛΩΝ των ανθρώπων της Αδαμικής γραμμής, άρα και των προϊστορικών προγόνων των Ελλήνων! Ο Δευκαλίων είναι η πλαστοπροσωπεία του Νώε.
Παρόμοια αντιγραφή και πλαστογραφία / πλαστοπροσωπεία, έγινε με τον Δία και τον Διόνυσον που είναι εισαγόμενοι νεότεροι «θεοί» των αρχαίων Ελλήνων. Ο Μωϋσής που ήταν ο πρεσβύτερος όλων των συγγραφέων, επροφήτευσε ότι:
«Δεν θα λείψει ο άρχων από τον Ιούδα ούτε ο ηγέτης από των μικρών αυτού, έως ότου έλθει εκείνος δια τον οποίον επιφυλάσσεται η αρχή και αυτός θα είναι προσδοκία των εθνών, δένων τον πώλον του εις την ψαλλίδα της αμπέλου. Θα πλύνει όχι με νερό αλλά με κρασί την στολήν του και με κόκκινο σαν αίμα, οίνον της σταφυλής θα καθαρίζει την ενδυμασία του»19.
Αυτούς τους προφητικούς λόγους ακούσαντες οι δαίμονες, μετέφεραν στους ιερείς τους και στην συνέχεια στους ειδωλολάτρες συγγραφείς. Έτσι δημιουργήθηκε ο Διόνυσος, ο υιός του Διός, παραδοθείς στους μεταγενεστέρους ως ευρετής της αμπέλου, καθιερώθηκε η χρήση οίνου στα μυστήριά του και διδάχθηκε ότι αφού κατεσπαράχθη, ανήλθε στους ουρανούς ως «υιός του Θεού».20
Παρά ταύτα, κάποιοι εξακολουθούν μέχρι σήμερα, να ισχυρίζονται, ΧΩΡΙΣ να προσκομίζουν ούτε ΕΝΑ αποδεικτικον στοιχείον, ότι ο κατακλυσμός του Νώε, είναι αντιγραφή-παραλλαγή του Ελληνικού μύθου περί κατακλυσμού του Δευκαλίωνος. Πρόκειται περί εξώφθαλμης απάτης και προσπαθείας παραπλανήσεως των ανθρώπων της σύγχρονης πνευματικής ερημίας.Τους αγνοούμεν και τους χαρακτηρίζομεν ουτιδανούς και αδίστακτους ψευδολόγους.
Θα ανακαλέσουμε τους παραπάνω χαρακτηρισμούς, εφ’ όσον παρουσιάσουν έστω και ένα σωζώμενον χειρόγραφον (κώδικα) [βιβλιοθήκη ή συλλογή στην οποίαν βρίσκεται και χρονολογία αντιγραφής], αναφερόμενον στον κατακλυσμόν του Δευκαλίωνος και τα ονόματα Έλλην/Έλληνες και Πανέλληνες, που θα είναι αρχαιότερον των σωζομένων χειρογράφων της Παλαιάς Διαθήκης, στην οποίαν καταγράφονται τόσον οι Έλληνες όσον και ο κατακλυσμός του Νώε… Τότε, δεύτε διαλεχθώμεν!21
3/. Μέσα σ’ αυτό το τέλμα της προϊστορικής αχλύος, της ιστορικής αγνοίας και της πνευματικής συγχύσεως, είναι αναγκαία όσον ποτέ άλλοτε, η αναζήτηση των ριζών μας και η ανεύρεση της αληθινής ταυτότητός μας.
Αυτό θα επιχειρηθεί κατά δύναμη, στηριζόμενοι, στο βιβλίο των βιβλίων, την Αγία Γραφή και την υπάρχουσα Ελληνική και ξένη γραμματεία. Υπενθυμίζουμε και υπογραμμίζουμε τα εξής:
-Οι Προέλληνες και αρχαίοι Έλληνες, εγνώριζαν την Παλαιά Διαθήκη. Οι προέλληνες εκ παραδόσεως ως προερχόμενοι από την γραμμή Νώε-Ιάφεθ-Ίων και οι αρχαίοι Έλληνες όπως προκύπτει και από τα έργα τους. Για παράδειγμα ο Πλάτων που ομιλεί για Παλαιόν Λόγον του ενός Θεού (Παλαιά Διαθήκη22, ο Δημήτριος ο Φαληρέας (4ος π.Χ. αι.) και Εκαταίος Αβδηρίτης (4ος π.Χ.-3ος π.Χ.) που είχαν γράψει «Περί Ιουδαίων Ιστορίας», πριν από την μετάφραση των εβδομήκοντα (Ο΄), ήσαν γνώστες και είχαν εμπνευσθεί από την Παλαιά Διαθήκη23.
-O Μωϋσής έχει αποδειχθεί ο αρχαιότερος από όλους τους προϊστορικούς συγγραφείς της περιόδου του Τρωϊκού Πολέμου.24
*
Ως γνωστόν ο Νώε με τους τρείς γιούς του (Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ) και τις γυναίκες τους εισήλθαν στην κιβωτό λίγο προ του κατακλυσμού. Εάν θεωρήσουμε ότι η μέτρηση του χρόνου κατά τους ανθρωπίνους υπολογισμούς, αρχίζει με την ολοκλήρωση της κτίσεως/Δημιουργίας (Αδάμ), από τότε μέχρι σήμερον (2018) έχουν παρέλθει 7.526 έτη, όπως αποδέχεται και η Ορθόδοξη Εκκλησία (Δίπτυχα Εκκλησίας). Αναλυτικώτερα κατερχόμενοι την «Αδαμικήν» γραμμήν έχομεν:
Γέννηση Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ,  500 έτη μετά γέννηση Νώε (ΓΕΝ:5/32)                 
Οι Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ γεννήθηκαν 2.142 έτη από κτίσεως κόσμου ήτοι το 3.366 π.Χ. (5508-2142).                                    
Ο Μαθουσάλας έζησε 114 χρόνια μετά την γέννηση των Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ. Δηλαδή το 3.252 π.Χ. Μετά την γέννηση των Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ  σημειούται προϊούσα διαφθορά και προειδοποιεί ο Κύριος ότι οι υπολειπόμενες ημέρες της ζωής των ανθρώπων είναι 120 έτη25. Τότε η πιθανολογούμενη χρονολογία του κατακλυσμού είναι το 3.246 π.Χ. ή το 2.262 από κτίσεως κόσμου26.
Ο κατακλυσμός και η διάσωση στην Κιβωτό προτυπώνουν το μυστήριον της εν Χριστώ σωτηρίας. Η Κιβωτός συμβολίζει την Ορθόδοξη Εκκλησία «ήν επήξατο ο αληθέστερος Νώε ήγουν ο ενανθρωπήσας Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού»27.
Όταν λέμε ότι παρήλθαν τόσα έτη από κτίσεως κόσμου, εννοούμε τα έτη που παρήλθον κατά την ανθρώπινη χρονολόγηση, από της ολοκληρώσεως της Δημιουργίας/Κτίσεως.
Πότε ολοκληρώθηκε η δημιουργία του Σύμπαντος; Όταν επλάσθη ο πρώτος άνθρωπος (Αδάμ-Εύα).
Για παράδειγμα όταν αναφερόμεθα στο έτος κατασκευής/κτίσεως ενός οικοδομήματος/μνημείου/εκκλησίας κλπ σαφώς εννοούμε την χρονολογία περατώσεως του κτίσματος και όχι πότε ετέθη ο θεμέλιος λίθος (αρχή κτίσεως). Πάντα ταύτα κατά ανθρωποπαθή έκφραση, διότι ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα «ακαριαίως».
Ο Αδάμ δημιουργήθηκε με την λήξη της 6ης ημέρας δημιουργίας, όταν ήδη είχαν δημιουργηθεί όλα τα άλλα κτίσματα28. Οι έξι ημέρες δημιουργίας του κόσμου δεν μετρώνται κατά την ανθρωπίνη μέτρηση του χρόνου, αλλά κατά την «μέτρηση» του Θεού, που είναι άγνωστη και ανεξιχνίαστη στους ανθρώπους, ως προς την διάρκειά τους.
ΟΥΔΕΙΣ γνωρίζει πόσος χρόνος παρήλθε από το «εν αρχή εποίησεν…»29 μέχρι και την δημιουργία των πρωτοπλάστων, κατά την ανθρώπινη μέτρηση του χρόνου.
Η φράση στην Αγία Γραφή «Μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καὶ χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β΄ ΠΕΤΡΟΥ: 3/8), δεν σημαίνει ότι η μία ημέρα του Κυρίου αντιστοιχεί κυριολεκτικώς σε χίλια έτη, αλλά σε αμέτρητο, ανυπολόγιστο αριθμό ανθρωπίνων ετών, χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια έτη. Άλλα χωρία της Αγίας Γραφής που επιβεβαιώνουν την ερμηνεία της φράσεως στην επιστολή Β΄ ΠΕΤΡΟΥ, είναι: ΨΑΛΜΟΙ: 89/3, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ: 6/6, ΓΕΝΕΣΗ: 24/60.
Συνεπώς δεν πρέπει να μας ξενίζει το γεγονός της παρελεύσεως μόνον 7526 ετών από κτίσεως κόσμου μέχρι το 2018.
Την «πρώτη» ημέρα της δημιουργίας, ο Θεός «ουκ είπε πρώτην, αλλά μίαν», δια το μοναδικόν και ανεπανάληπτον στην δημιουργία.
Η μία ημέρα εξεδόθη παρά του Δημιουργού «καθ’ εαυτήν», μη αριθμηθείσα μετά των άλλων ημερών. Διότι «εικόνα» αυτήν εποίησεν ο Θεός της ογδόης ημέρας. Και όπως η ογδόη ημέρα του μέλλοντος αιώνος «έξω» κείται «του εβδοματικού τούτου χρόνου», του κατά την ανθρωπίνη μέτρηση χρόνου, έτσι και η πρώτη ημέρα της εξαημέρου30.
Η ογδόη ημέρα: Το Σάββατον αριθμείται εβδόμη ημέρα της εβδομάδος. Μετά την εβδόμην ημέραν ακολουθεί η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, την οποίαν εκάλουν «μίαν σαββάτων»31 και οι Εθνικοί «του ηλίου ημέραν»32. Ο Κύριος αποκαλεί ταύτην και ογδόην ημέραν, την οποία ορίζει ως τύπον της Κυριακής της Αναστάσεώς Του, της καινής εν Χριστώ ζωής του παρόντος και της ζωής του μέλλοντος αιώνος.
Με άλλα λόγια, στην εβδόμη ημέρα του παρόντος αιώνος (εδώ αιών=περίοδος υπάρξεως, χρόνος ζωής που θα λήξει με την Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία), διατρέχομεν τον εβδοματικόν,ανθρώπινον και ροώδη (ρέοντα) χρόνον. Αρχόμενοι εκ της ογδόης της Κυριακής της Αναστάσεως, οδεύομεν δια της βιοτής, της μακαρίας ογδόης του Κυρίου ημέρας και φερόμεθα εις την άληκτον ημέραν της όντως ογδόης, ήτοι της αιωνίου ζωής και δόξης του αναστάντος Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού33.
Με την φράση, λοιπόν, ότι ευρισκόμεθα στο 2018 μ.Χ. ή 7526 από κτίσεως κόσμου, εννοούμε ότι από της δημιουργίας του πρώτου ανθρώπου (Αδάμ) μέχρι σήμερον, κατά την ανθρώπινη μέτρηση του χρόνου, έχουν παρέλθει 7526 έτη.
Η χρονολογία «από κτίσεως κόσμου» άρχεται:
- Από της «αρχής» της δημιουργίας (1η εκδοχή) ή
- Με το πέρας της 6ης ημέρας δημιουργίας (2η εκδοχή).
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ακόμη και αν δεχθούμε ως «αρχή» την απόλυτη χρονική αρχή της «μίας» ημέρας της δημιουργίας, είναι αδύνατον να υπολογισθεί η διάρκεια των έξη (6) ημερών δημιουργίας, κατά την ανθρώπινη χρονολόγηση, διότι οι ημέρες του Κυρίου και μάλιστα η μία (πρώτη), όπως προείπαμε, είναι ασύλληπτες στις ανθρώπινες νοητικές διαδρομές.
Τα αναφερόμενα περί δημιουργίας στην ΓΕΝΕΣΗ, παρουσιάζονται κατά τρόπον ανθρωποπαθή, ώστε να γίνουν αντιληπτά από εκείνους που μελετούν την Αγία Γραφή.
Για όσους δεν έχουν ασχοληθεί ή δεν ενδιαφέρθηκαν για την Αγία Γραφή ή για εκείνους που επιπολαίως και περιοδικώς έχουν αναγνώσει διάφορα κεφάλαια, τα παραπάνω είναι ακατάληπτα και πάντως δυσνόητα. Υποθέτομεν ότι φαντάζουν ως «μύθοι», για όσους εκ των προτέρων είναι προκατειλημμένοι κατά της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά και όσοι προσπαθούν με την απλή μελέτη ή ανάγνωση της Αγίας Γραφής (Α.Γ.), να εισχωρήσουν στα ύψιστα νοήματά της ματαιοπονούν.34
Με βάση τα παραπάνω, ο Κύριος εγεννήθη το έτος 5.507 και Εσταυρώθη, Ανέστη και Ανελήφθη το έτος 5.54035.
Περί το 500 μ.Χ. ο Διονύσιος ο Μικρός υπελόγισεν χρονολογίαν από γεννήσεως του Χριστού, η οποία τελικώς επεβλήθη διεθνώς36. Η χρονολογία αυτή διαφέρει της χρονολογίας από κτίσεως κόσμου, κατά δύο έτη.
Κατά την χρονολογία από γεννήσεως του Χριστού, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη το έτος 325 μ.Χ. Τα 325 αυτά έτη, αφαιρούμενα από τα 5.834 έτη της χρονολογήσεως του γεγονότος από κτίσεως κόσμου, δίδουν ως έτος γεννήσεως του Χριστού το 5509, ήτοι δύο έτη αργότερον. Δηλαδή η νυν διεθνής χρονολογία σφάλλεται κατά δύο έτη, καθ’ ότι δεν αρχίζει από του έτους γεννήσεως του Χριστού, αλλά από του 3 μ.Χ.
*
Οι σύγχρονοι ΡΑΚΟΠΛΑΣΤΕΣ και μυθοπλάστες, επειδή ΔΕΝ εύρισκαν άλλη δικαιολογία, για την ανυπαρξία του ονόματος ΕΛΛΗΝ, προ του 8ου π. Χ. αιώνος και βεβαιωμένης έγγραφης αποδείξεως προ του 6ου π. Χ. αιώνος, ισχυρίστηκαν ότι οι συντάκτες της Παλαιάς Διαθήκης, αντέγραψαν τον Γενεαλογικόν μύθον του Δευκαλίωνος!!!
Πέραν της βεβαιωμένης αρχαιότητος των σωζωμένων χειρογράφων (κωδίκων) της Παλαιάς Διαθήκης, σε σύγκριση με τα σωζώμενα χειρόγραφα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, με διαφοράν τουλάχιστον έξη (6) αιώνων, αποδείξαμε την ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ, του γενεαλογικού μύθου του Έλληνος !!!
Τα υπόλοιπα, αφίενται στην κρίση σας !!!

Συνεχίζεται



1 Ερμηνεία: «Επειδή ο Ζεύς θέλησε να εξαφανίσει το χάλκινο γένος, ο Δευκαλίων κατά προτροπή του Προμηθέα, έφτιαξε μια λάρνακα και, αφού έβαλε μέσα τα αναγκαία, μπήκε κι’ αυτός μαζί με την Πύρα. Ο Ζεύς έριξε έχυσε από τον ουρανό πολύ υετό πλημυρίζοντας τα περισσότερα μέρη της Ελλάδος, έτσι ώστε διεφθάρησαν [πέθαναν] όλοι οι άνθρωποι, εκτός από λίγους, οι οποίοι κατέφυγαν στα κοντινά υψηλά όρη. Τότε χωρίστηκαν και τα όρη της Θεσσαλίας και πλημμύρισαν όλες οι περιοχές έξω από τον Ισθμό και την Πελοπόννησο.
Ο Δευκαλίων όμως μέσα στην λάρνακα, παρασυρόμενος στην θάλασσα για εννέα ημέρες και νύκτες, έπιασε στον Παρνασσό κι εκεί, όταν σταμάτησε ο όμβρος, βγήκαν έξω και  πρόσφεραν θυσία στον Φύξιο Δία. Ο Ζεύς, στέλνοντας του τον Ερμή, τον προέτρεψε να διαλέξει ότι θέλει. Κι αυτός διάλεξε να του γεννήσει ανθρώπους. Όπως του είπε λοιπόν ο Ζεύς, έπαιρνε λίθους και τους πετούσε πάνω από το κεφάλι του. Όσοι πέταξε ο Δευκαλίωνας έγιναν άνδρες, όσοι έταξε η Πύρρα γυναίκες. Για αυτό και ονομάστηκαν λαοί μεταφορικά, από το λάας που είναι ο λίθος. Ο Δευκαλίων απέκτησε από την Πύρρα δυο υιούς, πρώτο τον Έλληνα, που όπως λένε κάποιοι, γεννήθηκε από τον Δία και δεύτερο τον Αμφικτύονα, που έγινε βασιλιάς στην Αττική μετά τον Κραναό, και μία θυγατέρα, την Πρωτογένεια, που από τον Δία γέννησε τον Αέθλιο.
Από τον Έλληνα και τη νύμφη Ορσηΐδα γεννήθηκαν ο Δώρος, ο Ξούθος και ο Αίολος. Αυτός ονόμασε Έλληνες τους λεγόμενους Γραικούς και μοίρασε τη χώρα τα παιδιά του. Ο Ξούθος, που πήρε την Πελοπόννησο, απέκτησε από την Κρέουσα, κόρη του Ερεχθέα, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους ονομάστηκαν οι Αχαιοί και οι Ίωνες. Ο Δώρος έλαβε την περιοχή πέρα από την Πελοπόννησο και ονόμασε τους κατοίκους της με το όνομά του Δωριείς. Ο Αίολος, ως βασιλέας στην περιοχή της Θεσσαλίας, ονόμασε τους κατοίκους της Αιολείς, παντρεύτηκε την Εναρέτη, κόρη του Δηίμαχου, και απέκτησε επτά γιούς, τον Κρηθέα, τον Σίσυφο, τον Αθάμαντα, τον Σαλμωνέα, τον Δηιόνα, τον Μάγνητα και τον Περιήρη, και πέντε κόρες, την Κανάκη, την Αλκυόνη, την Πεισιδίκη, την Καλύκη και την Περιμήδη…».
2 Από τον λόγον του Κων. Παπαρηγοπούλου, εκφωνηθέντα στο Πανεπιστήμιο κατά την έναρξη του ακαδ. έτους 1855- 56 και δημοσιευθέντα στα φυλλάδια 138, 139, 140, 141 της «Πανδώρας».
3 Ευάγγελος Φωτιάδης (1909-1973): Εδίδαξεν ιστορίαν στις στρατιωτικές σχολές και στην σχολή δημοσιογραφίας. Διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος κατά τα έτη 1954-1965. Μεταξύ των έργων του: «Η ενότης των Ελλήνων» (1950), «Εισαγωγικά μαθήματα εις την ιστορίαν του ελληνικού Έθνους» (1962).
4 Απολλόδωρος: Γραμματικός των Αλεξανδρινών χρόνων (180-109 π.Χ.). Υπήρξε μαθητής του Αριστάρχου και των στωϊκών Διογένους και Παναιτίου.
5 Μεγ. Αμερικ. Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3ος, σ.163.
6 Παυσανίας, 1.28.4-1.31.3.
7 -Νέα Ελληνική Εγκ. «Χάρη Πάτση» τ. 18ος , σ. 552
-Edith Hamilton (1942). Mythology Little, Brown and Company, ISBN 0-316-34114-2
-Στράβων 1/1,1.3 και 7.321
8 Μεγ. Ελλ.. Εγκ.  τ.13, σ.397.
9 -Μεγ. Ελλ.. Εγκ., λ. Ίων, σ.396.
-Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 31ος , σ.83.
-Νεοελληνική Ιστοριογραφία, Β΄, Κων. Παπαρηγόπουλος, Επιμ. Ευαγγ. Φωτιάδη, σ.260.
10 Πελασγοί, Νικ. Ελευθεριάδου, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, 1997 (πρώτη έκδοση 1931), σ.328.
11 Μεγ. Αμερ. Εγκ. τ.11ος, σ.645.
12 Προμηθεύς, 840.
13 Εγκ. Ελευθερουδάκη, λ. Δωριείς, σ.836-Μεγ. Αμερ. Εγκ. τ.8ος, σ.337.
14 Ευριπίδης, Ανδρομάχη, επεισόδιο Γ΄, 501-765/Τόμος Γ΄, εισαγωγή, σ. 8, 9.
15 ΗΡΟΔΟΤΟΣ: Ε/72.
16Λεξ. Δορμπαράκη, σ.710
17 Τίμαιος 68C
18 Λεξ. Σουϊδα, σελ. 915 και 754 αντιστοίχως.
19 ΓΕΝ: 49/10-11
20 Ιουστίνου μάρτυρος, Απολογία Α΄, στ.54, 5-7.
21 Από πλευράς βιβλιογραφικού ελέγχου, αρχαιότητος και σωζωμένων κωδίκων/χειρογράφων, η Παλαιά Διαθήκη των Ο΄,  υπερτερεί σημαντικά μεν σε αριθμόν σωζομένων κωδίκων (3500 (+) / 1500 (+)), ασύγκριτα δε στην αρχαιότητα των κωδίκων. Συνεπώς, έστω και αν αξιολογήσουμε τα κείμενα (Ο’-νυν Εβρ.) λογικά και επιστημονικά μόνον, η αλήθεια ευρίσκεται ή μπορεί να αναζητηθεί, μόνο μέσα από τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης των Ο΄. Ενδεικτικά παρατίθενται μερικοί από τους αρχαιότερους κώδικες των Ο΄:
Þ Βατικανός (Β) [4ος μ.Χ. αι., Βιβλ. Βατικανού]
Þ Σιναιτικός (Σ) [4ος, ευρέθη εις μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά από τον Tischendorf. Σήμερον ευρίσκεται στο Βρεττ. Μουσείο].
Þ Αλεξανδρινός (Α) [5ος, Βρεττ. Μουσείο]
Þ Βουλγάτα
Þ Κωδ. L (5ος, Εθν. Βιβλ. Παρισίων)
Þ Κωδ. G / Σαραβιανός (5ος, Εις Leyden, Παρισίους, Πετρούπολη)
Þ Κωδ. F / Αμβροσιανός (5ος, Μεδιόλανα)
Þ Παπύρινα αποσπάσματα (2ος π.Χ. – 3ος μ.Χ. αιώνας).
Þ Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία καμιά άλλη Εβραϊκή ερμηνεία, δεν απεδέχθη ποτέ, παρά μόνον την παρά των Αποστόλων παραληφθείσα ερμηνεία των Ο’.
22 Συμπεράσματα διεθνούς συμποσίου, Βέροια, Ιούνιος 1998, Θέμα: Αλέξανδρος ο Μέγας-από την Μακεδονία στην Οικουμένη, Εφ.  ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, 21 Ιουν. 1998.
23 Περί των Ο΄ Ερμηνευτών της Παλαιάς Θείας γραφής, Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Αθήναι, 1846- Ευσέβιος, Ευαγγελική Προπαρασκευή, 247, 257, 268- Τερτυλλιανός και Ιώσηπος.
24 - Θεόφιλος Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, Βιβλίον Γ΄
   - Ιωάννης Δαμασκηνός, έκδοσις ακριβής Ορθοδόξου πίστεως, σ.155-157.
   - Δογματική της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Χρήστου Ανδρούτσου, Εκδ. 2α, 1956, σ.166-167.
25 ΓΕΝ: 6/1-3
26 Χρονικόν. Πασχάλιον, PG 92,105.
27 Κυρίλλου Αλεξανδρείας,  Ρ6, 69,65.
28 ΓΕΝ: 1/27, 2/2-3
29 ΓΕΝ: 1/1
30 Μεγ. Βασιλείου, ΒΕΠΕΣ,51, 204.
31 ΜΑΤΘ :28/1
32 Ιουστίνου μάρτυρος, ΒΕΠΕΣ,3,198
33 ΨΑΛΜΟΙ:6/1, Γρηγ. Νύσσης: PG,44,505,548,609,612-Μεγ. Βασιλείου: ΒΕΠΕΣ,51,204,192.
34 Για την μελέτη της Α.Γ. και ιδιαιτέρως της Π.Δ. χρειάζεται προπαρασκευή της καρδίας, αγαθή διάθεση της ψυχής, βίος ενάρετος, αδιάλλειπτος προσευχή και ακλόνητος πίστη προς τον Τριαδικό Θεό. Στην θεία λειτουργία ολίγον προ της αναγνώσεως του Ιερού Ευαγγελίου ο ιερεύς εύχεται και παρακαλεί υπέρ όλων των πιστών, λέγων: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν φιλάνθρωπε Δέσποτα τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς, καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμοὺς διάνοιξον εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν».
35 Χρον. Πασχάλιο, PG. 92, 496-92, 537 έως 544.
36 Θ.Η.Ε. τ. 5ος , σ. 58