ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ !!!
(THIS IS TURKEY!!!)
ΕΝΑ ΝΕΟΣΥΣΤΑΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΕΝΟΣ
ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΩΣ ΕΘΝΟΥΣ, ΙΔΡΥΘΕΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΚΡΥΠΤΟΤΑΛΜΟΥΔΙΣΤΗ ΙΟΥΔΑΙΟ/ ΝΤΟΝΜΕ
(ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ) [1923] ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΟΥΜΕΝΟΝ ΣΗΜΕΡΟΝ, ΑΠΟ ΕΝΑ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΝ (ΤΑΓΙΠ
ΕΡΝΤΟΓΑΝ)1
Τεχνητόν Ιουδαιογενές κράτος.
Ολεσηνόρων ντονμέδων καταφύγιον.
Υπέρκομπων ισλαμοφασιστών άντρον.
Ρωμηοσύνης αρχαιόθεν ιδιοκτησία.
Κατασφακτήριον αλλοεθνών πολιτών.
Ιστορίας Ελλήνων κλωπεύς.
Αυτοκρατορίας Οσμανλήδων σφετεριστής.
ΧΑΡΤΗΣ ΜΕ ΤΑ
ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΔΑΦΗ (ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ, ΙΩΝΙΑ, ΠΟΝΤΟΣ) ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΠΑΤΟΥΝ
ΕΔΩ ΚΑΙ ΑΙΩΝΕΣ, ΟΙ ΑΙΜΟΣΤΑΓΕΙΣ ΑΥΤΟΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕΝΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ!!!
ΤΟΥΣ
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΟΥΜΕ: ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΜΑΣ!!!
Yunan
askerlerimiz Türkiye’ ye geliyorlar!2
ΜΕΡΟΣ 28ον
15. ΓΕΡΜΑΝΑ-
ΤΟΥΡΚΙΑ: ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
(Συνέχεια 27ου μέρους)3
ιβ. Οι
Διωγμοί/ξερριζωμοί των Ελλήνων (1913-1918)4
1/. Η από κοινού απόφαση Νεοτούρκων και Γερμανών, για
εξόντωση των Ελλήνων
Τον Οκτώβριο του 1911 στην Θεσσαλονίκη οι Νεό (μη)
τουρκοι,
ως κυβέρνηση πλέον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποφάσισαν σε συνέδριό τους,
την εξόντωση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και την βίαιη Tουρκοποίηση των,
πολυεθνικής καταγωγής, μουσουλμανικών πληθυσμών. Στην απόφασή τους αναφέρεται
επακριβώς ότι:
«Η Τουρκία
πρέπει να γίνει ισλαμική χώρα, όπου η θρησκεία του ισλάμ και οι ριζοσπαστικές
ισλαμικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη διαφορετική θρησκεία θα
καταπνίγεται… ΙΣΛΑΜ Ή ΞΙΦΟΣ… Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης Oθωμανοποίηση
όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει
με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία…. Η μουσουλμανική
κυριαρχία είναι αναπόφευκτη και μόνο στους μουσουλμανικούς θεσμούς και
παραδόσεις οφείλεται σεβασμός. Το
δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να
αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης θα θεωρείται
προδοσία προς την τουρκική αυτοκρατορία. Η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας
αποτελεί ένα από τα βασικά μέσα για τη διατήρηση της μουσουλμανικής
κυριαρχίας»..
Για πλήρη Οθωμανοποίηση
ομιλούσαν το 1911 οι Νεό (μη) τουρκοι, αλλά εννοούσαν «Τουρκοποίηση», σύνθημα το οποίον
διωχετεύετο και διεκηρύσσετο ανοικτά πλέον από την επομένη της οριστικής
επικρατήσεώς τους ..
Έτσι ξεκίνησε η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, των
Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης, των Αρμενίων (είχαν προηγηθεί οι
σφαγές του 1894-1896), των Ασσυρίων και όλων των άλλων Χριστιανικών πληθυσμών.
Ο εμπνευστής της γενοκτονίας, Γερμανός συνταγματάρχης Όθων Λίμαν φον Σάντερς, (Otto Liman von Sanders), (1855-1929), που είχε
αναλάβει στρατιωτικός σύμβουλος και ακολούθως προήχθη σε στρατηγό και κατέστη
Αρχιστράτηγος του στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α΄ Παγκόσμο
Πόλεμο, ο οποίος και τιμήθηκε για τις «υπηρεσίες» του στο σουλτανάτο με τον
τίτλο του πασά, πρότεινε στους Νεο (μη)
τούρκους
ναζιστικές μεθόδους εξοντώσεως και τους διαβεβαίωνε ότι:
«Επιβάλλεται
για λόγους ασφαλείας ή απομάκρυνση από τα παράλια των Ελλήνων και των άλλων
Χριστιανικών λαών».
Η πρότασή του ήταν, ότι:
«…οι παγωνιές και το κρύο του χειμώνα, οι βροχές και η
μεγάλη υγρασία, ο ήλιος και η τρομερή ζέστη του καλοκαιριού, οι αρρώστιες του
εξανθηματικού τύφου και της χολέρας, οι κακουχίες και η ασιτία, θα φέρουν
το ίδιο αποτέλεσμα που λογαριάζετε εσείς με το δικό σας σχέδιο, δηλαδή να τους
ξεκαθαρίσετε με σφαγές. Με το σύστημα που σας προτείνω, ο θάνατός τους είναι
βέβαιος. Αλλά πριν πεθάνουν, θα μας προσφέρουν τις πολύτιμες για το έθνος
υπηρεσίες τους. Επιπλέον, οι γυναίκες τους δε θα γεννούν,
κι έτσι θα λυθεί το δημογραφικό σας πρόβλημα, ενώ η μισητή κι άτιμη αυτή ράτσα
θα ξεκληριστεί και θα χαθεί για πάντα μέσα σε μια γενιά, κι εσείς θ’ αποκτήσετε
μια συμπαγή τουρκική ομοιογένεια, που θα δώσει στο έθνος σας μια νέα δύναμη.
Και μη ξεχνάτε βέβαια τις περιουσίες και τα κτήματα που θ’ αφήσουν οι «Γιουνάν»
μετά το χαμό τους, που θα περάσουν στο δημόσιο, δηλαδή σε σας όλους…»[Επιστολή-πρόταση του Λίμαν φον Σάντερς προς
τον Σουλτάνον για ξερρίζωμα-εξόντωση του Ελληνισμού της Ιωνίας και του Πόντου,
«Η επιστροφή», του Απόστολου Παπαγιαννόπουλου, σελίδες 114 και 116].
Την παραπάνω πρόταση του Λίμαν
φον Σάντερς, την αφιερώνουμε, στους
σημερινούς Ελλαδίτες Ευρωλάγνους της Γερμανο-Ευρώπης, στους Γερμανόφιλους,
παντός πολιτικού κόμματος, στους άθεους νεομπολσεβίκους της Ελλαδικής
κυβερνήσεως, τους φαρισαίους πατριδοκάπηλους συγκυβερνήτες, καθώς και στους τουρκόφιλους
υποστηρικτές του «συνωστισμού» των Ελλήνων στις παραλίες της Σμύρνης το 1922…
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του
κράτους»:
.Εκτόπισαν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού
πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων
εργασίας» (Amele Taburu «Αμελέ Ταμπουρού»).
.Στρατολόγησαν τον μη στρατευμένο αντρικό πληθυσμό των
Ελληνορθόδοξων του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Θράκης εκτός από τους
γέρους, τους πολύ άρρωστους και τα μικρά παιδιά, και τον έστειλαν σε στρατόπεδα
εργασίας , διασκορπισμένα σ’ όλη την χώρα, σ’ απομακρυσμένες βέβαια από τις
εστίες τους περιοχές. Εκεί τους ανάγκαζαν να σπάζουν πέτρες 12 ώρες την
ημέρα, να φτιάχνουν στρατιωτικούς δρόμους, να τρώνε ό,τι περίσσευε από τα…ζώα
(το άλεθαν και το μοίραζαν στο συσσίτιο σαν φόρμες ψωμιού) και να κοιμούνται
στην ύπαιθρο,
κάτω από εξοντωτικές συνθήκες.
Οι πορείες προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας,
πραγματοποιούνταν σε άθλιες συνθήκες, ενώ όσοι επιβίωναν της απάνθρωπης
πεζοπορίας και των επιδημιών, κατέληγαν και οδηγούνταν υποσιτισμένοι στα βάθη
της Μικράς Ασίας, σε Άγκυρα, Ικόνιο, Σεβάστεια, Ερζερούμ ή Μερσίνη. Οι
περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Το 1914, ο πληθυσμός Άνω και Κάτω Αμισσού (37 χωριά)
υπολογίζεται σε 20.000 Έλληνες περίπου. Σε εκείνα τα χωριά, στον πόλεμο
του 1914-1918, θα δημιουργηθεί και θα δράσει ένα φλογερό αντάρτικο, αν αναλογισθεί
κάποιος τις δυσκολίες του.
Το εγκληματικό όργιο της φρικώδους γερμανο-νεοτουρκικής
εγκληματικής συμμορίας, τέθηκε σε εφαρμογή. Ιδιαίτερα ο Εμβέρ
Πασάς είχε ασχοληθεί με την εξόντωση των Ελλήνων, του πρώτου «διωγμού» με
τον «λευκό θάνατο» (στις εξοντωτικές πορείες του εσωτερικού και στα τάγματα
εργασίες) των Ελλήνων, ιδιαίτερα του Πόντου κατά την διάρκεια του Πρώτου
Πολέμου (1914-1918).
2/. Η πρώτη φάση (1913-1914).
α/. Η Οθωμανική
Τουρκία γίνεται προτεκτοράτον της Γερμανίας.
Η Οθωμανική
Αυτοκρατορία, μετά την ήττα της στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913), απώλεσε
όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της, δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας, στην Θράκη. Τον
Ιούλιο του 1913 όμως, οι Οθωμανοί ανακατέλαβαν από τους Βούλγαρους όλη την
Ανατολική Θράκη, έως την Αδριανούπολη και το Διδυμότειχο.
Ακριβώς εκείνη την εποχή, οι Οθωμανοί, δια των Νεο (μη) τούρκων, συνδέθηκαν
ακόμη πιο στενά με την πολιτική της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Γερμανοί, για να
εξασφαλίσουν την σύμπραξη των «Νεοτούρκων» σε μια μελλοντική σύρραξη, που δεν
άργησε άλλωστε να εκδηλωθεί, τους υπόσχονταν επιστροφή των χαμένων επαρχιών της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Νεότουρκοι πάλι, παίρνοντας σαν πρόσχημα, την ήττα
των Βαλκανικών Πολέμων και την αθρόα εκούσια έξοδο Μουσουλμάνων προσφύγων από
τα βαλκανικά εδάφη, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εφαρμόσουν τα σωβινιστικά
σχέδιά τους, εις βάρος των εθνοτήτων που είχαν απομείνει στην ακρωτηριασμένη
πια Αυτοκρατορία τους.
«Η Τουρκία στους Τούρκους» βρήκε θερμότατη
υποστήριξη από την γερμανική πολιτική. Βέβαια, όταν εκραύγαζαν το παραπάνω
σύνθημα για Τουρκία και Τούρκους, αφού κυρίαρχος ακόμη έστω και τυπικώς ήταν ο
Οθωμανός σουλτάνος και οι υπήκοοι αποκαλούντο Οθωμανοί, φανταζόμαστε ότι
εννοούσαν τους μεταλλασσομένους Οθωμανούς σε «τούρκους», την υπό κατασκευή
«Τουρκική Δημοκρατία», το τεχνητόν κράτος της Τουρκίας, το προτεκτοράτον της
Γερμανίας!
Στα 1913-1914, η
Γερμανία ετοιμαζόταν για την τελική αναμέτρησή της με την Αντάντ. Η γερμανική
πολιτική στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε θριαμβεύσει. Οι Γερμανοί, στο πλαίσιο
της «πολιτικής προς ανατολάς» (Drang nach Osten), είχαν διεισδύσει τόσον πολύ
στην Τουρκία, ώστε την είχαν μεταβάλει σε προτεκτοράτο τους.
Οι Νεό (μη) τουρκοι
είχαν παραχωρήσει την διοίκηση στους Γερμανούς και ο σουλτάνος που ήταν πλέον
υποχείριον των Νεο
(μη) Τούρκων, είχε υποκύψει στην πολιτική βούληση του Κάϊζερ
Γουλιέλμου, ο οποίος, μέσω του γερμανο-ιουδαίου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Βανγκενχάϊμ,5 προωθούσε την πλήρη υποταγή της Τουρκίας και την εξυπηρέτηση των πολιτικών,
οικονομικών και στρατιωτικών βλέψεων της Γερμανίας στην Ανατολική Μεσόγειο και
στην Μέση Ανατολή.
Έτσι, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταντήσει
λεία της γερμανικής πολιτικής και δέσμια των κοσμοκρατορικών απόψεων του
Παγγερμανισμού.
β/. Οι Διωγμοί του
1913-1918 και η Γενοκτονία των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στον Πρώτο Διωγμό, με
προτροπή των Γερμανών συμβούλων, τα μεγάλα και μικρά αστικά κέντρα της
Μικρασίας, που ήταν υπό τον οικονομικό έλεγχο των Ρωμηών, αποκλείστηκαν πλήρως.
Οι ξένοι εμπορικοί οίκοι, οι τράπεζες, οι αντιπροσωπείες διατάχθηκαν να
απολύσουν ΟΛΟΥΣ τους Ρωμηούς υπαλλήλους και να προσλάβουν Μουσουλμάνους.
Το ίδιο συνέβη και με
πολλές κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων. Επίσημος οικονομικός αποκλεισμός των
Ελλήνων, κηρύχθηκε σε όλη την χώρα. Ακόμη και το πιο μικρό ελληνικό χωριουδάκι
της Πισιδίας, της Καππαδοκίας ή της Κιλικίας, υπέφερε και δεινοπάθησε,
αποκλεισμένο και τρομοκρατημένο από τους Νεο (μη)
τούρκους
και τις εγκληματικές συμμορίες τους.
Απαγορεύτηκε στους Μωαμεθανούς να έχουν
οικονομικές συναλλαγές με Χριστιανούς και καλλιεργήθηκε άσβεστο μίσος κατά των
Ρωμηών.
Τον Ιανουάριο του 1914
συνέβαινε το εξής παράδοξο: Αρχηγός του επιτελείου του Οθωμανικού στρατού ήταν
ο στρατηγός Ζέλεντορφ,
γενικός επιθεωρητής του στρατού, ο Λίμαν φον Σάντερς και
άλλοι είκοσι ανώτατοι Γερμανοί αξιωματούχοι κατείχαν καίριες θέσεις στο
στράτευμα! Αυτοί οι στρατιωτικοί, επιθεωρώντας διάφορα στρατηγικά μέρη της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Θράκη, στην Προποντίδα και στην Δυτική
Μικρασία, διαπίστωσαν την ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, που διέθεταν
εντυπωσιακή οικονομική και πνευματική υπεροχή έναντι των συνοίκων Μουσουλμάνων.
Τότε, ο Λίμαν φον Σάντερς
εισηγήθηκε την εκδίωξη των Ελλήνων από τις περιοχές του 2ου και 3ου Σώματος
Στρατού της Τουρκίας (Θράκη, Βιθυνία, Μυσία, Τρωάδα, Ιωνία), με την αιτιολογία
ότι, η ύπαρξη τόσου πλήθους Ελλήνων στις επαρχίες αυτές ήταν σοβαρό μειονέκτημα
σε περίπτωση πολέμου!!!
Εξ άλλου αργότερα, κατά
την διάρκεια του πολέμου, ο Γερμανός ναύαρχος Ούζεντομ (Guido von Usedom),
δήλωνε απερίφραστα ότι: «οι Γερμανοί υπέδειξαν στους Τούρκους την απομάκρυνση
των Ελλήνων για στρατηγικούς λόγους».
Γενικώς, οι Γερμανοί
θεωρούσαν τους Έλληνες και τους Αρμένιους της Τουρκίας, ως σοβαρό εμπόδιο στις
βλέψεις τους και φραγμό στην πολιτική του Drang nach Osten.6 Γι’ αυτό πρότειναν πιεστικά την απομάκρυνση των συμπαγών ελληνικών και
αρμενικών πληθυσμών από τις εστίες τους.
Ο μισέλλην πρέσβης Βανγκενχάϊμ,
που αντιπαθούσε τρομερά τους Έλληνες, και ο φον Σάντερς πασάς, ζητούσαν επιμόνως
από τους Νεότουρκους τον εκτοπισμό των Χριστιανών, με το πρόσχημα ότι ήσαν,
δήθεν, υποστηρικτές της αγγλικής πολιτικής στην περιοχή, προωθητές των
συμφερόντων της Εγκάρδιας Συνεννοήσεως (Ανταντ) και κατά συνέπεια, εχθροί της
Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας.
Oι Νεό (μη) τουρκοι, από την δική τους πλευρά,
στα μέσα του 1913, επεδίωκαν με κάθε τρόπο την απαλλαγή της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας από την οικονομική επιρροή των Χριστιανών υπηκόων. Ζητούσαν την
ανάκτηση των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα και της Θράκης από την
Βουλγαρία. Μεθόδευαν τον πλήρη
εκτουρκισμό των δυτικών και βορείων παραλίων της Μικρασίας, καθώς και των
αρμενικών βιλαετίων της Ανατολής. Για την εξασφάλιση της ακεραιότητας και
της ενότητας του τουρκικού κράτους, οι Νεότουρκοι έπρεπε να φερθούν χωρίς
κανένα συναισθηματισμό προς τους ετερόδοξους ή αλλόφυλους συμπολίτες τους.
Μεσαιωνικές ιδέες περί
σκλάβων και κυριάρχων τέθηκαν σε εφαρμογή. Ισλαμικές αντιλήψεις για το διάπλατο
άνοιγμα του παραδείσου στους «πιστούς» που θα σκοτώσουν Χριστιανούς,
επανεμφανίστηκαν ύστερα από αιώνες. Βασικό επιχείρημα των Νεοτούρκων υπήρξε η
πρόφαση ότι οι άλλες εθνότητες, Έλληνες, Αρμένιοι, Συροχαλδαίοι, Βούλγαροι,
ακόμη και οι ομόδοξοί τους Άραβες, πάντοτε συνωμοτούν κατά του κράτους, με
σκοπό την διάλυσή του.
Το νεοτουρκικό πάθος για εκτουρκισμό της χώρας, το πλήρωσαν
οι Χριστιανοί.
Οι Έλληνες κατηγορήθηκαν συλλήβδην ως άπιστοι στην κυβέρνηση και ως κατάσκοποι,
που εργάζονταν μυστικά για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Οι Αρμένιοι, οι
πιστότεροι ανάμεσα στους Χριστιανούς Οθωμανούς υπηκόους, θεωρήθηκαν ύποπτοι
συνωμοσίας, επαναστάσεως και ανατρεπτικών ενεργειών. Με τέτοιου είδους
επιχειρήματα οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να απαλλαγούν από τα πολυάνθρωπα έθνη,
που διατελούσαν υπήκοοι της αυτοκρατορίας τους, επί πέντε ή και έξι αιώνες.
Τελικά συνέβη κάτι
πρωτοφανές. Το ίδιο το κράτος οργάνωσε και κατηύθυνε λεηλασίες, εκτοπίσεις,
διώξεις, αρπαγές, βιασμούς, επιτάξεις, αποκλεισμούς, δολοφονίες, σφαγές και
γενοκτονία εκατομμυρίων υπηκόων του. Αυτός ήταν άλλωστε και ο μόνος τρόπος για
να πετύχει το κύριο σύνθημα των Νεο (μη)
τούρκων:
«Η Τουρκία στους
Τούρκους».
Οι μουσουλμάνοι,
ιδιατέρως ο αγράμματος και άξεστος λαός, φανατίστηκε στο έπακρο. Οι Νεότουρκοι
απέδωσαν τις ήττες και τις απώλειες των βαλκανικών εδαφών, την φτώχεια και την
κακοδαιμονία των αγροτικών μαζών, την εξαθλίωση των Μουσουλμάνων, στους εύπορους
Έλληνες και στους Αρμένιους.
Χιλιάδες Μουσουλμάνοι,
μουχατζίρηδες (ή ματζούρηδοι, δηλ. πρόσφυγες) από τα ευρωπαϊκά εδάφη, τα οποία
κατέλαβαν οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι, κατέφυγαν στην Ανατολική Θράκη και την Δυτική
Μικρασία. Εξαθλιωμένοι καθώς ήταν,
έγιναν υποχείριοι των Νεοτούρκων και ξέσπασαν πάνω στους ελληνικούς πληθυσμούς,
διαπράττοντας κάθε είδους βιαιότητες, αρπαγές και λεηλασίες. Συγχρόνως
φούντωσαν τον φανατισμό των ντόπιων Μουσουλμάνων, οι οποίοι θεώρησαν τους Ρωμηούς
γείτονές τους, καθ’ όλα υπαίτιους των δεινών που υπέστησαν στα Βαλκάνια.
Οι διωγμοί ξεκίνησαν από την Ανατολική Θράκη στα τέλη του
1913. Από τον Ιανουάριο του 1914, η ελληνική κυβέρνηση είχε προειδοποιηθεί από
τον πρεσβευτή της στην Πόλη Δημήτριο Πανά, για τις προθέσεις των Τούρκων να
εκτοπίσουν και να διώξουν τους Έλληνες των μικρασιατικών παραλίων.
Ασκώντας παρελκυστική
πολιτική, στις 6 Απριλίου 1914, οι Νεο-οθωμανοί/«Νεότουρκοι», πρότειναν στον
Βενιζέλο ανταλλαγή των Ελλήνων του βιλαετίου Αϊδινίου (ή Σμύρνης) με τους
Μουσουλμάνους της Μακεδονίας. Ο Βενιζέλος δέχθηκε αρχικά την εθελούσια και όχι
την εξαναγκαστική μετανάστευση, αλλά οι Νεότουρκοι είχαν ήδη εξαπολύσει, υπό
τις διαταγές των Γερμανών, συστηματικούς διωγμούς.
Τότε ο Βενιζέλος τους
κατήγγειλε από το βήμα της Βουλής και «απείλησε» την Τουρκία με πόλεμο, διότι
στην διάρκεια αυτών των συνεννοήσεων, οι Τούρκοι προέβαιναν σε απηνείς διώξεις
Ελλήνων. Ήταν τόσο τεταμένο το κλίμα, λόγω των διωγμών, ώστε τον Ιούνιο
παραλίγο να διακοπούν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών.
Ήδη μέχρι τον Μάϊο του 1914,
η οθωμανική κυβέρνηση είχε στείλει σε όλους τους διοικητές, ακόμη και στους
μουχτάρηδες των χωριών, διαταγές να ετοιμάσουν διωγμούς κατά των Ελλήνων στις
αγροτικές περιφέρειες Θράκης και Δυτικής Μικρασίας.
Σε τηλεγράφημα του
υπουργού Εσωτερικών αθίγγανου ντονμέ Ταλαάτ, προς τον βαλή της Σμύρνης Ραχμή μπέη,
αναφέρεται ρητά ότι:
«οι Έλληνες
Οθωμανοί…εργάζονται νυχθημερόν προς πραγματοποίησιν της Μεγάλης Ιδέας. Συνεπώς
η…ύπαρξις των Ελληνοθωμανών είναι ολεθρία δια το κράτος… Να δώσητε προφορικάς
οδηγίας εις τους αδελφούς μας Μουσουλμάνους όπως δια παντός είδους εκτρόπων
αναγκάσουν τους Έλληνας να εκπατριστούν οικεία βουλήσει…».
Δυο μέρες αργότερα, ο
Ταλαάτ έστειλε νέα διαταγή στον Ραχμή, να εκτοπίσει τους Έλληνες του βιλαετίου
Σμύρνης στην Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) της Οθωμανικής Αρμενίας. Στην πορεία των
πραγμάτων, η διαταγή αυτή άλλαξε και θεωρήθηκε πιο συμφέρον, να απελαθούν οι
Ρωμηοί της Ιωνίας.
γ/. Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία υπό διωγμό (Μάϊος
1914)
Στις 25 Μαΐου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε την
Εκκλησία υπό διωγμόν.
Οι εκκλησίες και τα σχολεία έκλεισαν και τελούνταν μόνο κηδείες με συνοπτική
διαδικασία. Οι μητροπολίτες της Ιωνίας, μεταξύ αυτών ο Εφέσου Ιωακείμ και ο
Κρήνης Θεόκλητος, που εποίμαιναν τους Ερυθραιώτες, διαμαρτυρήθηκαν έντονα στους
ξένους πρεσβευτές για την απελπιστική κατάσταση του ποιμνίου τους και ζήτησαν
διεθνή μεσολάβηση για την κατάπαυση των διωγμών και την επιστροφή των
προσφύγων.
Αλλά, ως συνήθως, οι ξένοι πρεσβευτές
που ήσαν ΑΠΑΝΤΕΣ «στο κόλπο», εκώφευσαν.
Οι Γερμανοί προστάτες
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αρχιτέκτονες της «Τουρκίας» των Νεο (μη) τούρκων, ενώ μπορούσαν να επέμβουν
και να αποτρέψουν πολλές από τις απάνθρωπες τουρκικές ενέργειες, θεώρησαν τους
διωγμούς, τις σφαγές και τις κάθε είδους βιαιότητες «εσωτερικό» θέμα της
Τουρκίας: Ένα απλό συμβάν στην
προσπάθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να επιβιώσει.
δ/. Οι διωγμοί των Ρωμηών στην Ερυθραία.
Οι διωγμοί στην
Ερυθραία άρχισαν στις 12 Μαΐου 1914. Λίγο καιρό πριν, Νεότουρκοι και Γερμανοί
στρατιωτικοί, είχαν επισκεφθεί την περιοχή. Στο ξενοδοχείο του φανατικού
γενίτσαρου Αλή
Ζαντέ Καραμπίνα, στα Λίτζια του Τσεσμέ, ελήφθη η απόφαση να διωχθούν
ΟΛΟΙ οι Έλληνες της Ερυθραίας. Αυτός ο
αλήστου μνήμης Έλλην γενίτσαρος, οργάνωσε και συμμορίες που κατατρομοκρατούσαν
και λήστευαν τους Ερυθραιώτες. Οθωμανοί στρατιωτικοί και πολίτες ορμούσαν
στις πόλεις και στα χωριά με σαφέστατες διαταγές:
Μέσα σε λίγες μέρες ή
και ώρες ακόμη, οι κάτοικοι έπρεπε να εγκαταλείψουν, δήθεν για λόγους
ασφαλείας, την πατρίδα τους και να καταφύγουν στην Ελλάδα. Δεν επιτρεπόταν να
πάρουν τίποτε μαζί τους, εκτός από ό,τι μπορούσαν να κρατήσουν στα χέρια. Οι
τουρκικές αρχές (ΣΣ: Οι Νεό (μη) τουρκοι, είχαν ήδη μετονομάσει/μεταλλάξει
τις Οθωμανικές αρχές σε Τουρκικές), διαβεβαίωναν τους Ρωμηούς ότι «η απομάκρυνση είναι προσωρινή....».
Σκηνές αλλοφροσύνης
εκτυλίχθηκαν παντού. Στην Αγία Παρασκευή, όπου ο ανδρικός πληθυσμός έλειπε στα
καράβια, δεκάδες πανικόβλητα γυναικόπαιδα και γέροι πνίγηκαν, ενώ προσπαθούσαν
να φτάσουν στην Χίο. Στις 27 Ιουνίου, Νεοτουρκικός στρατός εκτέλεσε δεκαπέντε
Έλληνες και βίασε δυο κορίτσια στο Εγγλεζονήσι. Οι υπόλοιποι κάτοικοι κατέφυγαν
έντρομοι στην Χίο. Στην Κάτω Παναγιά, στα Αλάτσατα, στο Βατζίκι, στο Σιβρισάρι,
στον Ρεΐσντερε και αλλού, Οθωμανοί (μουσουλμάνοι) πρόσφυγες από τα Βαλκάνια
λεηλάτησαν τα καλύτερα σπίτια και πέταξαν έξω τους ιδιοκτήτες τους.
Στα μικρά χωριά
(Καράμπουρνα, Γιατζιλάρι, Πυργί, Ζίγκουϊ, Γκιουνέψι), οι Ρωμηοί
κατατρομοκρατήθηκαν και αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στις πόλεις, για
περισσότερη, υποτίθεται, ασφάλεια. Σχεδόν όλοι οι Έλληνες των καζάδων
Σιβρισαρίου, Τσεσμέ και Καραμπουρνού, περίπου 70.000 ψυχές, απελάθηκαν στην Ελλάδα. Ήταν τέτοιο το θράσος των Νεο (μη) τούρκων, ώστε οι εφημερίδες τους
στην Σμύρνη έγραφαν κυνικά: «Οι Τσεσμελήδες μεταναστεύουν. Οι Έλληνες
εγκατέλειψαν την πόλη. Τα κλειδιά, στα χέρια των αρχών, είναι στην διάθεση των
ιδιοκτητών.»
Η πραγματικότητα, όμως,
ήταν άλλη. Ποία;
«Αι αρχαί…έχουσαι
ωπλισμένους χωροφύλακας, ως και πλείστους εκ των αγριωτέρων Μωαμεθανών προσφύγων…
εισερχόμεναι εις τε τα διάφορα εμπορικά καταστήματα και τας χριστιανικάς
οικίας, με πολύκροτα και ξιφολόγχας εις χείρας, προσεκάλουν αμέσως τους
ιδιοκτήτας να παραδώσωσιν αυτοίς παν το παρ’ αυτοίς χρήμα, και αφού εξεγύμνουν
αυτούς, διέτασσον επί απειλή θανάτου να εγκαταλείψωσιν το κατάστημα ή την
οικίαν των και να αναχωρήσωσιν…εις Θεσσαλονίκην. Διηρπάγη παν το περιεχόμενον
των οικιών…Χρήματα, κοσμήματα, έπιπλα, χαλκώματα, υφάσματα και παντοειδή
χρειώδη και εμπορεύσιμα, ως και αυταί αι εσοδείαι των κατοίκων, ακορέστω λύσση
συνελέγησαν και σωρηδόν εις την διάθεσιν των δραστών περιήλθον.» (Πηγή: Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Μαύρη Βίβλος Διωγμών και Μαρτυρίων του εν
Τουρκία Ελληνισμού, 1919).
Η Ερυθραία και πάμπολλα
μέρη της Μικρασίας από το Αδραμύττι μέχρι τα Μύρα και τον Αντίφελλο νεκρώθηκαν.
Κάθε εργασία σταμάτησε. Ακόμη και σε μέρη, όπου οι κάτοικοι δεν είχαν διωχθεί
(καζάς Βουρλών, περίχωρα Σμύρνης κ.ά.), κανείς δεν τολμούσε να βγει στα
χωράφια. Δολοφονίες, λεηλασίες, βασανισμοί και τρομοκρατικές πράξεις ήταν
συνηθισμένο καθημερινό φαινόμενο. Σημειώθηκαν ακόμη και κλοπές γυναικών και
παιδιών.
Μέχρι τα μέσα Ιουλίου
1914, 300.000 Έλληνες της Μικρασίας
κι’ άλλοι τόσοι της Θράκης είχαν εγκαταλείψει τις πατρίδες τους. Οι Νεότουρκοι,
εκείνη την περίοδο, δίστασαν να προβούν
σε γενοκτονία των Ελλήνων, κάτι που έκαναν αργότερα, από φόβο μήπως η Ελλάδα
βγει στον πόλεμο με την πλευρά της Αντάντ.7
ΔΕΝ τα
γνωρίζουν όλα αυτά, οι ποικιλόχρωμοι πολιτικώς, κύνες των Φραγκογερμανών, τα
ανθρωποειδή γκαρσόνια των προϊσταμένων της Λέσχης Μπιλντερμπεργκ, αλλά και οι παριστάνοντες
τους πνευματικούς ταγούς της πατρίδος μας;
3/. Η δεύτερη φάση: Η γενοκτονία του 1914 – 1918
Μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1η Αυγούστου
1914), εξαπολύθηκε η δεύτερη φάση των διωγμών, αγριότερη και συστηματικότερη. Ο Ταλαάτ, δήμιος των
Ελλήνων και των Αρμενίων, αποθρασύνθηκε εντελώς και δρούσε χωρίς να κρατά ούτε
τα προσχήματα. Στις 24 Απριλίου 1915 συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν στην Πόλη 235 Αρμένιοι ηγέτες. Ήταν η πρώτη πράξη
της γενοκτονίας του αρμενικού λαού, που θα τυραννά στους αιώνες ως φοβερή
ερινύα τους Τούρκους.
Στα μέσα του 1915 «ξερριζώθηκαν»
όλοι οι Ρωμιοί από τα θρακικά και ασιατικά παράλια του Μαρμαρά, καθώς και από
τα Μαρμαρονήσια. Εντελώς απογυμνώθηκαν επίσης από τους ελληνικούς πληθυσμούς τους,
η Αιολίδα και η Αιγαιακή Καρία. Εκείνη την εποχή, άρχισαν τρομερές εκτοπίσεις
και σφαγές στον Πόντο, που κορυφώθηκαν μετά την συνθηκολόγηση της Ρωσίας
(1917).
Στην Ερυθραία, οι 753 Έλληνες των χωριών Πάνω και Κάτω
Ντεμερτζιλί εξορίστηκαν στα Κούλα, στο Σαλιχλί και στη Φιλαδέλφεια (24 Ιουνίου
1915), αφού πρώτα οι Τούρκοι έδειραν τους μουχτάρηδες και τους ιερείς και
απογύμνωσαν τους Ντεμερζιλιώτες από τα υπάρχοντά τους. Μέχρι τώρα σώζεται η ρίμα
της εξορίας στα χείλη των Ντεμερτζιλιωτών:
«Ανήμερα τ’
Αη-Γιαννιού, πριχού τη μεσηβρία,
σηκώσαν τα
Ντεμερτζιλιά, τα στείλαν εξορία.»
Την ίδια μέρα οι Ρωμηοί
από το Γιατζιλάρι, τον Γκιούλμπαξε και άλλα μικρά χωριά του Καπλάντερε, περίπου
3.500 ψυχές, διατάχθηκαν να πάνε στα
Βουρλά. Από εκεί εκτοπίστηκαν στην περιοχή Φιλαδελφείας. Διώχτηκαν επίσης και
οι 2.500 Ελληνες από το Τσιφλίκι τ’
Άη-Γιωργιού. Πολλοί αγρότες των Βουρλών εκπατρίστηκαν στο Χαμιντιέ (Μουραντιέ)
της μικρασιατικής Μαγνησίας. Η μεγάλη μάζα των Βουρλιωτών όμως παρέμεινε στην
πρωτεύουσα της Ερυθραίας. Ο ανδρικός πληθυσμός επιστρατεύτηκε από την αρχή του
πολέμου. Από τους 7.302
στρατεύσιμους Έλληνες του καζά Βουρλών 3.760 λιποτάκτησαν και 2.344 εξοντώθηκαν
από τους Τούρκους.
Στα Βουρλά, παρέμειναν
γέροι, γυναικόπαιδα και κατσάκηδοι (λιποτάκτες), οι οποίοι ονομάστηκαν ταβάν ταμπουρούδες, δηλαδή στρατιώτες
των ταβανιών, επειδή κρύβονταν στα ταβάνια. Δεν είναι εξακριβωμένο αν οι Νεότουρκοι
δεν σκόπευαν να διώξουν τους Βουρλιώτες ή αν ματαιώθηκαν τα σχέδιά τους από την
πανθομολογουμένη διάθεση αντιστάσεως των Βουρλιωτών σε μια απόφαση εκπατρισμού.
Η πόλη πέρασε στιγμές τρομερής αγωνίας. Πάντως, το 1916 η διαταγή εκτοπισμού,
ανεστάλη, αλλά τα Βουρλά αποκλείστηκαν από τα στίφη των «Νεοτούρκων» και λιμοκτόνησαν.
Επί πλέον η ψειραρρώστια (τύφος) κι ο αγγλικός βομβαρδισμός (29 Ιανουαρίου – 2
Φεβρουαρίου 1916), προκάλεσαν πολλούς θανάτους και τρομερές υλικές ζημιές στην
πόλη.
Όταν πληροφόρησαν τον Γερμανο-ιουδαίον Λίμαν φον Σάντερς,8 ότι είχαν απομείνει κάποιες χιλιάδες Έλληνες στις
παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας, ο Σάντερς αγριεμένος, έδωσε εντολή να
συνεχιστεί ο διωγμός.
Σε έγγραφο της Αυστριακής πρεσβείας στην
Κωνσταντινούπολη το 1917, ο Αυστριακός διπλωμάτης αναφέρει ότι οι Τούρκοι ζήτησαν
από τον ίδιο και από τον Γερμανό πρέσβη, να ενημερώσουν τις κυβερνήσεις τους
ότι: «…ο
εκτοπισμός 10-15 χιλιάδων Ελλήνων από το Αϊβαλή και τα περίχωρα γινόταν για
λόγους στρατιωτικής ασφάλειας και ότι γι’ αυτό επέμενε ιδιαίτερα ο Λίμαν Φον
Σάντερς».
Την ίδια περίοδον των διώξεων, η Γερμανική
τράπεζα της Παλαιστίνης κυκλοφόρησε μια προκήρυξη που καλούσε σε μποϋκοτάζ
εναντίον των… «γκιαούρηδων».
Οι Έλληνες στρατεύσιμοι
στον τουρκικό στρατό (από 20 έως 45 ετών) εντάχθηκαν στα περιβόητα τάγματα
εργασίας (amele taburu), όπου πέθαιναν κατά χιλιάδες από τις στερήσεις, τις
κακουχίες, τον τύφο και τα βασανιστήρια. Τα ζώα, η παραγωγή, τα εμπορεύματα, τα
εργοστάσια, τα μέσα επικοινωνίας, τα μεγαλύτερα ιδιωτικά ή δημόσια κτίρια
επιτάχθηκαν. Εκκλησίες και σχολεία μεταβλήθηκαν σε στρατώνες κι αποθήκες. Οι
τουρκικές αρχές είχαν το θράσος να δίνουν και αποδείξεις των επιταγμένων, δήθεν
για την αποζημίωση, μετά τον πόλεμο!
Όμως από έλλειψη συνέσεως
των Τούρκων και των Γερμανών δεσποτών τους, οι διωγμοί, οι σφαγές και οι
επιτάξεις, οδήγησαν στην ολοκληρωτική παρακμή της οικονομίας. Λιμός και
παντελής ένδεια μάστιζαν για τέσσερα χρόνια την πλειονότητα των Οθωμανών
υπηκόων. Υποσιτισμός και μαύρη αγορά
κυριαρχούσαν παντού. Η πολιτική εκτουρκισμού έπληξε ανεπανόρθωτα τον ίδιο
τον Οθωμανικό λαό. Η Τουρκία ηττήθηκε και συνθηκολόγησε στον Μούδρο της Λήμνου
(30 Οκτωβρίου 1918). Τότε έληξε και ο
Πρώτος Διωγμός.
Είναι δύσκολο να
υπολογιστούν με ακρίβεια οι αριθμοί των διωγμένων και σφαγέντων Ελλήνων, καθώς
και οι ζημιές που προκλήθηκαν από τα στίφη των Νεοτούρκων, στις κάθε λογής
ελληνικές περιουσίες. Με το τέλος του πολέμου αποδείχτηκε ότι λεηλατήθηκαν
πάντα τα κινητά και καταστράφηκε μερικώς ή ολικώς το 90% των εκκλησιαστικών, κοινοτικών και ιδιωτικών περιουσιών.
Σύμφωνα με την Μαύρη Βίβλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Διωγμών και Μαρτυρίων
του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), οι διωγμένοι Έλληνες από τη Θράκη και την
Μικρασία ανήλθαν στις 776.000.
Από αυτούς περίπου το
ένα τρίτο χάθηκε κατά τους εκτοπισμούς και οι υπόλοιποι επέστρεψαν στις
ρημαγμένες πατρίδες τους μετά την συνθηκολόγηση. Οι περισσότεροι αποφάσισαν να
γυρίσουν μετά τον Μάϊο του 1919, όταν πια ο ελληνικός στρατός είχε ελευθερώσει
την Σμύρνη. Τριάντα οκτώ μήνες αργότερα έμελλε να υποστούν νέα, φρικτότερα μαρτύρια.
Μετά την
συνοπτική παράθεση των γεγονότων του πρώτου διωγμού των Ρωμηών/ Ελλήνων
(1913-1918), πως είναι δυνατόν, οι σημερινοί Ρωμηοί/Έλληνες, να διαγράψουν από
την μνήμη τους αυτές τις ανατριχιαστικές σκηνές, τις κυνικές δηλώσεις των
σφαγέων, τους βιασμούς, τις φρικαλεότητες των τοπικών ληστάρχων και πάσης
φύσεως εγκληματιών-ενόπλων συμμοριών, σε βάρος των Ρωμηών και όχι μόνον;
Είναι
δυνατόν να λησμονήσουν ότι οι αίτιοι των αιματηρών διωγμών, της φρικώδους και
απερίγραπτης συμφοράς του Ελληνισμού, είναι οι Τουρκογερμανοί γενοκτόνοι, οι
οποίοι καθοδηγούντες τις ένοπλες, φανατισμένες και μισελληνικές συμμορίες τους,
έκλεψαν τις Ελληνικές περιουσίες, λεηλάτησαν τον πλούτον και τον πολιτισμόν της
πανάρχαιας Ελληνικής γης (Βυζαντίου), βασάνισαν, εβίασαν, έσφαξαν εκατοντάδες
χιλιάδες Ρωμηών/Ελλήνων και ξερρίζωσαν «δια πυρός και ξίφους» από τις εστίες
τους, τους πανάρχαιους νομίμους ιδιοκτήτες της γης, που κατέχουν παρανόμως
σήμερον οι απόγονοί τους, αποκαλούμενοι, ανιστορήτως, «Τούρκοι»;
Άκου λοιπόν καλά γενίτσαρε Μπακάτογλου-Ερντογάν,
από την Ποταμιά της Ριζούντας του Ελληνικού Πόντου, προδότη της πίστης και της
φυλής των πατέρων σου [του Μίμη Μπακάτογλου (Bakatoglu Memis) και των προγόνων
αυτού]:
Οι
σημερινοί Ρωμηοί/Έλληνες, όχι μόνον ΔΕΝ λησμονούν, αλλά φλέγονται να πάρουν
ΕΚΔΙΚΗΣΗ, να ανταποδώσουν στους «Τούρκους», όσα έκείνοι έπραξαν στους
εκδιωχθέντες, βασανισθέντες, λεηλατηθέντες, βιασθέντες και σφαγιασθέντες Ρωμηούς/
Έλληνες προγόνους μας, καθ’ όσον μόνον τότε, θα αποδοθεί δικαιοσύνη, θα
επικρατήσει η ειρήνη στην περιοχή και θα
αποκατασταθεί η ιστορική ΑΛΗΘΕΙΑ, στην γη των Ρωμηών/ Ελλήνων (Ρουμ-ιλί), από
πάσης πλευράς, τα ιερά και αιματοβαμμένα χώματα της οποίας, παρανόμως
καταπατείτε εσύ και οι απόγονοι των Νεο (μη) Τούρκων.
Συνεχίζεται
1 Όπως υποσ. 1, 1ου μέρους.
2 geliyorlar: Third person plural present continuous of gelmek (gelmek==έρχομαι,
πηγαίνω, καταλήγω στον προορισμό μου, (αργκό)
εκσπερματώνω).
3 Όπως
υποσ. 3, 22ου μέρους.
4 ΑΠΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑ – ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΝΤΑΡΑ «ΕΡΥΘΡΑΙΑ, ΕΝΑΣ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ
ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ» ΑΘΗΝΑ 1997, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, Θοδωρής
Κοντάρας φιλόλογος, Καλοκαίρι του 1997.
5 Βάνγκενχαϊμ
(Wangenheim), Χάϊνριχ βαρόνος, φον (1859 - 1915): Γερμανός διπλωμάτης,
ιουδαϊκής καταγωγής. Διατέλεσε πρεσβευτής στο Μεξικό (1904 - 8), στην Αθήνα
(1908 - 9) και στην Κωνσταντινούπολη από το 1912 ως το θάνατό του.
Hans, Baron von Wangenheim (1859 – October 26, 1915) was a diplomat for Imperial Germany. He died of a stroke, diagnosed most likely as 'neurasthenic' tendencies. Hans von Wangenheim was a German noble born in Gotha. In 1902 he married Johanna Freiin von Spitzemberg (1877-1960), the daughter of Carl, Baron von Spitzemberg and Hildegard Baroness von Spitzemberg, née Freiin von Varnbüler (List of Surnames in Dictionary of German-Jewish Surnames - Avotaynu, www.avotaynu.com/books/MenkNames.htm
-German Jewry: Its History and Sociology: Selected Essays by Werner ...,
https://books. google.gr/books?isbn=1412824559).
He served abroad as:
·First Secretary at the embassy in Constantinople
1899-1904
·Minister to Mexico 1904 - 1908
·Chargé d'affaires in Tangier 1908
·Minister in Athens 1909 - 1912
·Ambassador to the Ottoman Empire 1912-1915
He died on October 26, 1915 in Constantinople, rumors
were that he had been poisoned.
["Wangenheim Poisoned, A Rome Rumor Says. Sudden
Death of German Ambassador at Constantinople Still a Mystery". New York
Times. October 27, 1915].
With the outbreak of World War I, Wangenheim was
instrumental in securing the entry of the Ottoman Empire into the war as part
of the Central Powers. Wangenheim oversaw Max von Oppenheim's successful
attempt to get the Ottoman Caliph Mehmed V to declare Jihad against the Triple
Entente.[2] During the time of Armenian Genocide there were accusations of
German complicity and questions were raised as to Wangenheim's position of
'non-intervention'; the American Ambassador to the Ottoman Empire Henry
Morgenthau in his book Ambassador Morgenthau's Story (1918) would virulently
criticise Wangenheim's role.
In an interview with an American journalist,
Wangenheim stated: "I do not blame the Turks for what they are doing to
the Armenians...They are entirely justified".
Also in Turkey at that time was the socialist
revolutionary, arms dealer, and German agent Alexander Parvus. Wangenheim sent
Parvus to Berlin in March 1915 endorsing Parvus' plan that Germany back the
Bolsheviks against the Russian Empire. [Balakian, Peter The Burning Tigris, New
York: HarperCollins, 2003 page 285.--- Barry Rubin and Wolfgang Schwanitz
Nazis, Islamists, and the Making of the Modern Middle East Yale University
Press (2014) p37.].
Russian Statesman Sergey Sazonov regarded Wangenheim
as "the most successful of the German fighting diplomatists".[
Sazonov, Serge Fateful Years 1909-1916 (1928) p. 228 ]
Notes: Regarding personal names: Freiherr is a former
title (translated as Baron). In Germany since 1919, it forms part of family
names. The feminine forms are Freifrau and Freiin.
6 Drang nach Osten
("Drive to the East", "push eastward", "drive toward
the East" or "desire to push East") was a term coined in the
19th century to designate German expansion into Slavic lands. The term became a
motto of the German nationalist movement in the late 19th century. In some
historical discourse, Drang nach
Osten combines historical
German settlement in Central and Eastern Europe,
medieval (12th-13th-century) military expeditions like those of the Teutonic Knights (see Northern Crusades), and Germanisation policies and
warfare of modern German states such as those
reflecting the Nazi Lebensraum
concept.
7 Σε περίπτωση γενοκτονίας, η ελληνική
ουδετερότητα, την οποία επιθυμούσαν οι Κεντρικές Δυνάμεις και ο βασιλιάς
Κωνσταντίνος, θα ήταν αδύνατο να τηρηθεί. Υπήρξαν όμως και κρούσματα τοπικών
σφαγών, όπως στις μαρτυρικές Φώκιες (Παλαιά και Νέα Φώκαια), που αντιστάθηκαν
στον εκπατρισμό και πολλοί από τους 15.000 Φωκιανούς δολοφονήθηκαν.
8 Για την Ιουδαϊκή καταγωγή του Λίμαν φον Σάντερς, βλέπε στις υποσ. 15,
16 του 24ου μέρους.
Ο Ρετζέπ Ταϊγίπ Έρντογαν δεν είναι γενίτσαρος όπως ειρωνικά λέτε, ούτε ο παππούς του λεγόταν Μίμης Μπακάτογλου. Έλεος δηλαδή. Γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1954, στην περιοχή Kasımpaşa της Κωνσταντινούπολης. Η οικογένειά του είχε τουρκική και λαζική καταγωγή και διέμενε αρχικά στην περιοχή της Ριζούντας, στην οποία επέστρεψαν όταν ο Ρετζέπ Ταϊγίπ Ερντογάν ήταν ακόμα μωρό. Η καταγωγή της οικογένειας είναι από τη φυλή των Bağatlιoğlu (Μπαγατλίογλου) ή Bakatoğlu (Μπακάτογλου), ημιστρατιωτικό σώμα Τουρκομάνων, τους οποίους εγκατέστησε στην περιοχή ο Σουλτάνος Μεχμέτ Φάτιχ (Μωάμεθ ο Πορθητής) όταν κατέκτησε την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ο παππούς του Ερντογαν λεγόταν Τεγιούπ (Ταϊγίπ) Μεμίς Μπακάτογλου (και το Μπακάτογλου ήταν περισσότερο ένα εθνονύμιο/παρατσούκλι και όχι επίσημο επώνυμο). Ο Τεγιούπ - που ήταν και λαζικής καταγωγής - είχε πολεμήσει εναντίον των ρωσικών στρατευμάτων, όταν είχαν καταλάβει τον ανατολικό Πόντο (μέχρι την Τραπεζούντα) και τραυματίστηκε στην περιοχή του Αρνταχάν. Η πρώτη σύζυγος του Αχμέτ Ερντογαν, πατέρα του Ταϊγίπ, ήταν Γεωργιανής καταγωγής. Η δε μητέρα του Ερντογαν ήταν Τουρκάλα και λεγόταν Τενζιλέ.
ΑπάντησηΔιαγραφή