ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1
«… Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη,
σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη, στην Αγιά Σοφιά.2
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και
χάνεται ο Φράγκος
σαν την καταχνιά!» (Κ. Παλαμάς)
ΜΕΡΟΣ 11ο
Θ. ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
1. Πολιτισμός της Ρωμαίϊκης/Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Ελληνορωμαϊκός, Ρωμαϊκός, Βυζαντινός ή Ελληνικός; 3
α. Γενικά
Η Φραγκοπαπική Δύση εδώ και αιώνες
εχθρεύεται τον Ελληνισμό και την
Ορθοδοξία. Το όνειρο των δυτικών πάντοτε ήταν να διακόψουν αυθαιρέτως την
συνέχεια του Ελληνισμού από την ένδοξη αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Επεδίωκαν
λοιπόν να εμφανίσουν τον λαμπρό μεσαιωνικό Ελληνισμό της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας (Βυζάντιον) ως κάτι ξένο και αποκομμένο από Ρωμαϊκή κληρονομιά.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος,
τελευταίος αυτοκράτορας της Παλαιάς Ρώμης, οδήγησε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
στην μεταστοιχείωσή της σε «επώνυμον του Χριστού Πολιτείαν», δηλαδή στο
Χριστιανικό Κράτος της Νέας Ρώμης.
Η αυτοκρατορία επί
Μεγάλου Κωνσταντίνου, από πλευράς γεωγραφικών ορίων, εμφανίζεται ως συνέχεια
του Οικουμενικού Κράτους της Παλαιάς Ρώμης, με τα ίδια σύνορα. Ο Ι. Χρυσόστομος
αναφερόμενος στα όρια της αυτοκρατορίας, τα προσδιορίζει με ακρίβεια:
«Τώρα εκείνες οι
απέραντες εκτάσεις, όπου λάμπει ο ήλιος, από τον Τίγρη μέχρι τα βρετανικά
νησιά, ολόκληρη η Αφρική, η Αίγυπτος και η Παλαιστίνη, κι’ ο,τιδήποτε άλλο
ανήκει στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ζουν
με ειρήνη» 4.
Γρήγορα όμως θα
αποδειχθεί ότι:
-Με την νέα συνείδηση
που διαμορφώνεται από το χριστιανικό φρόνημα, η ουσία των ορίων της Αυτοκρατορίας, γίνεται πνευματική και όχι γεωγραφική. Συνεχίζεται, έτσι, η
ενοποίηση του αρχαίου κόσμου, που άρχισε με τον Μ. Αλέξανδρο και ολοκληρώθηκε
με την Παλαιά Ρώμη.
-Τα πάντα
μεταστοιχειώνονταν και μεταβάλλονταν μέσα στην άκτιστη Αγιοτριαδική Χάρη. Ο Μ.
Αλέξανδρος ένωσε εκείνον τον κόσμο με τον ελληνικό πολιτισμό, η Παλαιά Ρώμη με
την κατακτητική επιβολή μέσω των όπλων. Η Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενοποίησε
τα πάντα με την πίστη στον Χριστό, ως Ορθοδοξία, συνεχίζοντας, σε ένα άλλο
επίπεδο και μία άλλη ποιότητα, το έργο
του Μ. Αλεξάνδρου 5.
β. Οι βάσεις της Αυτοκρατορίας
Όλοι οι μεγάλοι
ερευνητές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζαντινολόγοι), δέχονται ομόθυμα, ότι
τρεις ήταν οι βάσεις, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η νέα αυτή πολιτειακή μορφή:
α) Η Ρωμαϊκή Οικουμένη, με την ανανέωσή της από τον Μέγα Κωνσταντίνο,
β) Ο Χριστιανισμός στην πνευματική καθαρότητά του, ως αγιογραφική, αποστολική
και αγιοπατερική Ορθοδοξία και
γ) Η Ελληνικότητα, ως
πολιτισμός, γλώσσα, μέσο επικοινωνίας και παιδείας.
Βασικά εδάφη της
αυτοκρατορίας ήσαν η Μικρά Ασία, ο Πόντος, η Συρία, η Παλαιστίνη, η Χερσόνησος
του Αίμου, η Αφρική κλπ. Ο εθνολογικός κορμός της αυτοκρατορίας ήταν ο
ελληνορωμαϊκός κόσμος και σ’ αυτόν
ενσωματώνονται οι διάφορες εθνότητες/λαότητες, ως ισότιμα μέλη του οικουμενικού
σώματος.
Βέβαια, ο ελληνικός πυρήνας, το κύριο εθνολογικό στοιχείο
στο πολυεθνικό αμάλγαμα της αυτοκρατορίας, έμεινε
πάντα σταθερός, και έτσι εξηγείται ο εξελληνισμός των δομών της
αυτοκρατορίας από τον 4ο αιώνα και της διοικήσεως από τον Ιουστινιανό (6ος αι.)
ως τον Ηράκλειο (7ος αι.).
Η ευρεία αυτή εθνική
προέλευση δεν έγινε ποτέ διασπαστικό στοιχείο, διότι όλους τους πολίτες ένωνε η κοινή Ορθόδοξη Πίστη
και Οικουμενική αποστολή. Η Αυτοκρατορία
(το «Βυζάντιο»), ζούσε και λειτουργούσε ως μια Οικουμενική Εκκλησία (=Σύναξη)
Λαών, γύρω από την Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας (στην Νέα Ρώμη).
Η συνένωση Ρωμαϊκότητος, Ελληνικότητος και Χριστιανικής
πίστεως, έδωσε νέο χαρακτήρα και νόημα στην αυτοκρατορία. Μία νέα πολιτειακή
ιδεολογία διαμορφώθηκε 6, ως νέα αυτοκρατορική
ιδέα 7, που οδηγούσε στην υπέρβαση της στατικής κατανοήσεως των
συνόρων και στην Οικουμενική συνείδηση των πολιτών της.
γ. Η
Ελληνικότητα της Αυτοκρατορίας
Η ελληνικότητα, ως
γλώσσα, παιδεία και πολιτισμός, ήταν η καρδιά της αυτοκρατορίας. Προσδιόριζε όμως και
την ταυτότητα του κράτους της Ρώμης, Παλαιάς και Νέας. Η Παλαιά Ρώμη ήδη τον 4ο
αι. π. Χ. χαρακτηριζόταν από τον μαθητή του Πλάτωνα Ηρακλείδη τον Ποντικό
(Πόντιο), «πόλις
ελληνίς» 8, διότι ελληνική ήταν η καταγωγή της.
Οι αρχαίοι
(προϊστορικοί) Ρωμαίοι, προήλθαν από την συγχώνευση των αυτοχθόνων (ABORIGINES)
κατοίκων της Ιταλίας (αγνώστου ή πελασγικής προελεύσεως), με αρχαιοελληνικά
πελασγικά φύλα, που είχαν εγκατασταθεί πριν
από τα Τρωϊκά, στην Ιταλική χερσόνησο.
Αυτοί ενώθηκαν με
Αρκάδες Έλληνες, Πελασγούς Έλληνες, Σαβίνους, από την Πελοπόννησο, Μακεδονία
και Τρώες πρόσφυγες, υπό την ηγεσία του Έλληνα Αινεία, μετά την κατάκτηση της
Τροίας από τους Αχαιούς. Στην πρώτη αυτή συγχώνευση, κατά μίαν μυθολογική
εκδοχή, όχι την επικρατέστερη, βασιλιάς ήταν κάποιος ονόματι Λατίνος, που
ισχυροποίησε την ενότητα όλων αυτών των
διαφορετικής προελεύσεως, αλλά κυρίως, ελληνικής καταγωγής ομάδων, διαβιουσών
στην ευρύτερη περιοχή της μετέπειτα Ρώμης, με το γάμο της κόρης του Λαβινίας με
τον Αινεία 9.
Κατά μία άλλη εκδοχή
(παράδοση) ο Αινείας νυμφεύθηκε την κόρη του Έλληνα Οδυσσέα (από την Καλυψώ),
Ρώμη10. Κατά τις υπόλοιπες εκδοχές, όπως τις παρουσιάσαμε
στο οικείον κεφάλαιον (Ιδρυτικός μύθος της Ρώμης).
Οι
αρχαίοι Ρωμαίοι, όπως αποδείξαμε,
μεγαλούργησαν πάνω στον δικό μας πολιτισμό, τον Ελληνικό. Και εκεί
οικοδόμησαν προχριστιανικώς και πρωτοχριστιανικώς, την Αυτοκρατορία τους. Από
την στιγμή που η πρωτεύουσα και ο κρατικός μηχανισμός μεταφέρθηκαν στην
Κωνσταντινούπολη, η κληρονομιά της Αυτοκρατορίας πέρασε στην αποκλειστική
Ελληνική κυριότητα, ανεπιστρεπτί!
Οι
Ρωμαίοι θαμπώθηκαν από τον ελληνικό πολιτισμό, γιατί ΔΕΝ είχαν δικό τους. Έτσι
όταν ήλθαν σε επαφή μαζί τους, γοητεύτηκαν από:
- Τους θεούς & τους ναούς των Ελλήνων.
- Τα αγάλματά τους.
- Τα θέατρα και τα θεατρικά τους δρώμενα.
- Τις γιορτές (τοπικές
και πανελλήνιες).
- Τους δασκάλους και
δημιουργούς τους.
- Τα στάδια, τους αγώνες αλλά και την καθημερινή ζωή των
Ελλήνων.
Η γνωριμία των όποιων βάρβαρων Ιταλικών φύλων με τον
ελληνικό πολιτισμό, [τυχόν αυτόχθονα προ-ιταλικά φύλα και άλλα προερχόμενα από
την κεντρική Ευρώπη (που αργότερα
ονομάστηκαν Λατίνοι)], άρχισε τουλάχιστον από τον 6ο αι. π.Χ., όταν
ήρθαν σε επαφή με τις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας, και ολοκληρώθηκε με
την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους τον 2ο αι. π.Χ. (146 π.Χ.).
Τότε:
.Πολλοί μορφωμένοι Έλληνες σύρθηκαν στην Ιταλία ως αιχμάλωτοι και έγιναν
οικιακοί βοηθοί στα σπίτια των πλούσιων Ρωμαίων.
.Πολλοί «ελεύθεροι» Έλληνες, γιατροί, ρήτορες, δάσκαλοι κ.ά. εγκαταστάθηκαν
στην Ρώμη για να εργαστούν.
.Πολλοί Ρωμαίοι, αντίστροφα, επισκέφτηκαν την Ελλάδα, είτε ως έμποροι είτε
ως στρατιώτες, αλλά και ως θαυμαστές του μεγάλου πολιτισμού της.
.Πλούσιοι Ρωμαίοι, στέλνουν τα παιδιά τους στην Ελλάδα
να σπουδάσουν στις φιλοσοφικές σχολές.
.Η ελληνική γλώσσα είχε διαδοθεί τόσο στην Ρώμη, ώστε «κάθε Ρωμαίος που
ήθελε να θεωρείται μορφωμένος, έπρεπε να ξέρει ελληνικά».
.Η ελληνική λογοτεχνία συγκίνησε τους Ρωμαίους, οι οποίοι μετέφρασαν στην
γλώσσα τους έργα αρχαίων Ελλήνων. Οι πρώτοι ρωμαίοι συγγραφείς μιμούνταν
τα ελληνικά.
Έτσι οι Ρωμαίοι κάνουν παρόμοια έργα (πνευματικά, καλλιτεχνικά,
αρχιτεκτονικά, κλπ), σε όλη την ρωμαϊκή αυτοκρατορία και άρχισαν:
· Να χτίζουν με ελληνικά σχέδια, να μιμούνται την
ελληνική γλυπτική και ζωγραφική.
· Να
σπουδάζουν στην Ελλάδα και μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα.
· Να μελετούν τα έργα των αρχαίων Ελλήνων, και να
τα μεταφράζουν στην γλώσσα τους.
· Να στολίζουν τα σπίτια τους και τις
πόλεις με αγάλματα και έργα τέχνης που μιμούνται την ελληνική ζωγραφική και
γλυπτική.
·Να
διαμορφώνουν την λατινική λεγόμενη γλώσσα,
με βάση το Χαλκιδικό αλφάβητο.
·Να δημιουργούν
πολιτισμό αποβάλλοντας όλα σχεδόν τα βαρβαρικά στοιχεία και διατηρώντας μόνο
την Ελληνογενή λατινική γλώσσα που μιλούσε κυρίως ο λαός της υπαίθρου.
·
Να μιλούν και να γράφουν στην ελληνική γλώσσα,
·
Να ζούν και να διασκεδάζουν σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα.
· Να στολίζουν (οι Ρωμαίοι
αυτοκράτορες) τις Αθήνες κι άλλες πόλεις
με θαυμάσια έργα.
Στο βιβλίο «Etudes Greques et Latines» αναγράφεται το εξής: «Δεν μπορούμε να
συγκρίνουμε ελληνική με την λατινική ως προς τον πλούτο και την αρμονία. Η
λατινική υστερεί στους χρόνους των ρημάτων και στην συντακτική ευλυγισία. Η
λατινική λογοτεχνία δεν είναι αυθόρμητη. Αναπτύσσεται
μιμούμενη κάθε τι ελληνικό».
Οι Λατίνοι συγγραφείς, σύμφωνα με ομολογία τους, όχι
μόνον έχουν μιμηθεί σε μεγάλο βαθμό τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, αλλά
κυριολεκτικώς τους έχουν αντιγράψει.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν ο
Βιργίλιος, που έγραψε την περίφημη «Αινειάδα» με πρότυπό του τον Όμηρο, και εισήγαγε μάλιστα και ελληνισμούς στα
λατινικά για τους οποίους και κατηγορήθηκε. Ο Οράτιος, από την άλλη, με
πρότυπό του τους λυρικούς ποιητές και ιδιαίτερα τον Αλκαίο και τον Καλλίμαχο.
Αλλά και ο
Κικέρων έτρεφε τέτοιο ζήλο για την Ελλάδα που ανέθεσε την προστασία της
Ρώμης στην θεά Αθηνά. Είχε στείλει μάλιστα επιστολή προς τον αδελφό του Κόϊντο,
μέσω της οποίας τον παροτρύνει να μεταχειριστεί, ως επαρχιακός διοικητής, με
σεβασμό τους Έλληνες «που δίδαξαν πολιτισμό στην ανθρωπότητα».
Είχε επισημάνει, ακόμη, πως «η γλώσσα των θεών είναι
ελληνική (Deorum linqua est lingua Graecorum)».
δ. Ανθολόγιον απόψεων,
διαπιστώσεων, ιστορικών στοιχείων και πορισμάτων ξένων ιστορικών-μελετητών-
έρευνητών, για την ταυτότητα και τον πολιτισμόν της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Επειδή:
-Οι Συστημικοί νεοταξίτες της
Φραγκοπαπικής και Προτεσταντικής Δύσεως, χτυπούν ανελέητα και ανενόχλητα Ελληνισμό
και Ορθοδοξία, χωρίς δυστυχώς να βρίσκουν την δέουσα αντίδραση-αντίσταση,
-Η μεγάλη πλειοψηφία των σημερινών
Ελλήνων, βρίσκεται σε κατάσταση πνευματικής ερημώσεως και ακολουθεί μονοπάτια
ιστορικής πλάνης και προϊστορικής απάτης, που του διανοίγονται διάπλατα από «εξειδικευμένους»
συστημικούς λαοπλάνους,
-Το Σύστημα αποκρύπτει ή αποσιωπά τα
αποδεικτικά στοιχεία της υφισταμένης επί του θέματος, γραμματείας, προβάλλοντας
μόνον όσα επιλέγει και παρερμηνεύει ή διαστρεβλώνει , προς σύγχυση,
παραπλάνηση, παραπληροφόρηση και αλλοτρίωση των πολιτών,
Κρίνεται σκόπιμο να ξεκαθαρίσουμε την
ταυτότητα και τον πολιτισμόν της χιλιόχρονης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πέραν των προαναφερθέντων
και όσων έχουμε καταγράψει μέχρι τώρα, στο κεφάλαιο «ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ-ΡΩΜΑΪΚΟΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», ας αφήσουμε να μιλήσουν περί τούτου, αλλοεθνείς, κυρίως δυτικοί, ειδήμονες,
που ασχολήθηκαν επιστημονικώς και σε βάθος με το φλέγον αυτό θέμα:
1. August Heisenberg (1869-1930), Γερμανός ιστορικός και
βυζαντινολόγος :
«Βυζαντινό
είναι το εκχριστιανισθέν ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους» (Staat und Gesellschaft des
byzantinischen Reiches, Die Kultur der Gegenwart, σ. 364).
2. David Talbot Rice (1903-1972), Άγγλος ιστορικός:
«Το Βυζάντιο
πρέπει πραγματικά να μελετηθεί σαν ένα κεφάλαιο της μακρόχρονης ιστορίας
του ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού στοχασμού» (Byzantines, 26)
3. Arnold Toynbee (1889-1975), Βρετανός ιστορικός
και φιλόσοφος, καθηγητής της διεθνούς ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου
και στο London School of Economics:
«Τον 5ο αιώνα η αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ’ όνομα
ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική»
(Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, σ. 187)
4. Hans Georg Beck (1910-1999), γερμανός ιστορικός και
βυζαντινολόγος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, μέλος της Ακαδημίας
επιστημών του Μονάχου, της Βιέννης, των Βρυξελλών, του Λονδίνου και των Αθηνών:
«Η αυτοκρατορία έγινε «βυζαντινή» επειδή η κατακτημένη
Ελλάδα είχε για μια ακόμη φορά νικήσει στο πνευματικό πεδίο και μπορούσε πια να
θεωρήσει την κρατική εξουσία και την κρατική οργάνωση, που αρχικά της ήταν τόσο
ξένες, ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε κανείς να σταδιοδρομήσει, και να διαπρέψει
χωρίς να είναι πια ανάγκη να αφήνει τα κοινά στους Λατίνους» (Η βυζαντινή
Χιλιετία, σ. 38).
5. Sir James Cochran
Stevenson Runciman (1903-200), Άγγλος ιστορικός:
«Δεν νομίζω
ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι περισσότερο Έλληνες από τους Βυζαντινούς» (Απόσπασμα από συνέντευξη που δόθηκε από το σερ Στήβεν
Ράνσιμαν, στο Ελσισιλντς της Σκωτίας, στον πατρογονικό πύργο του, τον Οκτώβριο
του 1994, για λογαριασμό της ΕΤ3, στις δημοσιογράφους Χρύσα Αράπογλου και
Λαμπρινή Χ. Θωμά).
6. Luis Rene Brehier (1868-1951), Γάλλος ιστορικός και
Βυζαντινολόγος:
«Το Βυζαντινό κράτος είναι η οργανική ανάπτυξις της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλ’ έγινεν ελληνικόν και χριστιανικόν και ευρίσκομεν
εις αυτό ηνωμένα τα τρία θεμελιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού: Τον Ελληνισμόν,
το Ρωμαϊκόν Δίκαιον και τον Χριστιανισμόν» (Le Développement des études
d'histoire byzantine du XVIIe au XXe siècle, par Louis Bréhier, Revue d' Anvergne, τ. 18, σ. 34)
7. Charles Diehl (1859-1944),
Γάλλος ιστορικός ειδικευμένος στην Βυζαντινή τέχνη και ιστορία:
Θεωρεί τους Βυζαντινούς Έλληνες, αναφέρεται στον πλήρη
εξελληνισμό της Ρωμανίας μετά τον Ηράκλειο και γράφει ότι, το Ρωμαίος σημαίνει τον Έλληνα (Ιστορία
της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σ. 69 κ.ε.).
8. Georg Ostrogorsky (1902-1976) Ρώσος ιστορικός και
Βυζαντινολόγος:
Γράφει για την εποχή του Ηρακλείου (7ος αι.): «Το
Βυζάντιο, αν και παραμένει πάντα σταθερά προσκολλημένο στις ρωμαϊκές πολιτικές
ιδέες και παραδόσεις, μεταβάλλεται σε ένα μεσαιωνικό ελληνικό κράτος» (Ιστορία του
Βυζαντινού Κράτους, τ. Α΄, σ. 217)
9. John Bagnell Bury (1861-1927),
Iρλανδός ιστορικός
της κλασικής και μεσαιωνικής ιστορίας και φιλολογίας:
«Ο πολιτισμός του Βυζαντινού κράτους έχοντας βαθειές
ρίζες στο παρελθόν, ήταν η τελευταία φάση του ελληνικού πολιτισμού» (History of
the later roman empire from the death of Theodosius I to the death of
Justinian)
10. Αλέξανδρος
Καζντάν (1922-1997), Ρώσος ιστορικός και Βυζαντινολόγος:
Σε μια μελέτη του τονίζει ότι η Αυτοκρατορία ήταν ελληνική, αν
και περιείχε μερικές μειονότητες, Αρμενίους, Ιταλούς, Σλάβους (Alexander
Kazhdan and Antony Cutler, "Continuity and Discontinuity in Byzantine
History", Byzantion τόμ. 32 (1982), σ. 465)
11. Gyula Moravcsik (1892-1972), Ούγγρος
καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και Βυζαντινής ιστορίας:
Γράφει ότι, είναι
προτιμότερο να μιλάμε για Ελληνολογία παρά για Βυζαντινολογία (Byzantion,
τομ. 25 (1965), σσ. 291-301).
12. Jacques Le Goff (1924-2014), Γάλλος ιστορικός,
μεσαιωνολόγος. Υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρεύματος της
λεγόμενης "Νέας Ιστορίας" και εξειδικεύτηκε στην μελέτη και ανάλυση
του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα και ιδιαίτερα του 12ου και 13ου αιώνα:
Χαρακτηρίζει τον βυζαντινό στόλο ελληνικό και τους Βυζαντινούς Έλληνες (Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης,
σ. 68-69) και γράφει αλλού: «Στην προοπτική της ενωμένης Ευρώπης, η δυτική
ιστοριογραφία και η δυτική κοινή γνώμη οφείλουν:
α) Nα αναγνωρίσουν στην Ελλάδα το
βυζαντινό παρελθόν της,
β) Να επανεντάξουν το Βυζάντιο στην γενική ιστορία,
στο Μεσαίωνα ως σύνολο και στην μακρά διάρκειά του.
γ) Οφείλουμε να παραχωρήσουμε στο Βυζάντιο την δική
του θέση. Βυζάντιο, πρωτότυπος κρίκος
δημιουργίας και εκπολιτισμού, του ελληνισμού και της ευρωπαϊκής ιστορίας»
(Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l' Europe, σ. 104, 105).
13. Herbert Hunger (1914-2000), Aυστριακός φιλόλογος και
Βυζαντινολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και μέλος της Αυστριακής ακαδημίας
Επιστημών:
Σε διεθνές συνέδριο Βυζαντινολογίας «επανειλημμένα
τονίστηκε από τον καθηγητή Hunger ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση
μεταξύ Byzantinistik και Neogräzistik, μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και
νεοελληνικής φιλολογίας, διότι Βυζάντιο
και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα» (Θ. Ν. Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις
πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, σ. 88).
14. Ferdinand Gregorovius (1821-1891), Γερμανός συγγραφέας
και ιστορικός:
«Διὰ τῆς
κτίσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεσώθη ἡ περεταίρω ὕπαρξις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους
και διετηρήθησαν ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητος οἱ θησαυροὶ τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ.
Πράγματι, δ’ ἄνευ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Πελοπόννησος ἤθελον
κατακτηθῆ καὶ οἰκισθῆ ὑπὸ ξένων βαρβάρων ἐθνῶν» (Ιστορία των Αθηνών, τ. 1, σ.
89).
15. O Clifton
R. Fox, Καθηγητής Ιστορίας στο Tomball College, των ΗΠΑ επισημαίνει: «Οι
άνθρωποι που ζούσαν στην «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» ποτέ δεν ήξεραν ούτε και
χρησιμοποίησαν την λέξη «Βυζαντινός». Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι
Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο».
16. Ο Αυστριακός ιστορικός, βιβλιοθηκάριος και
Βυζαντινολόγος, Otto Mazal,
(1932-2008), γράφει:
«Οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των
Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία
κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται
στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν
οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum, ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης,
αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως ‘βασίλειο των Γραικών’ (Regnum
Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της
ιστορίας. Για πρώτη φορά η
Βυζαντινολογία του παρόντος δείχνει και πάλι με σαφήνεια την μεγάλη
κοσμοϊστορική σημασία του Βυζαντίου (ΣΣ: διάβαζε Ρωμανίας) και δίνει ώθηση για
μια αναθεώρηση»11
17. «Στο 16ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο της
Βιέννης, ο ίδιος ο πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας, Rudolf Kirschlger κατά την επίσημη έναρξη των εργασιών του
συνεδρίου, συνεχάρη τον καθηγητή Hunger, πρόεδρο της Αυστριακής Ακαδημίας των
Επιστημών, της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, της Οργανωτικής Επιτροπής
του Συνεδρίου και ιδρυτή και οργανωτή της Βυζαντινολογικής Σχολής της Βιέννης, διότι, όπως είπε, απέδειξε ότι ο όρος
‘βυζαντινισμός’ δεν έχει καμμία σχέση με την βυζαντινή πραγματικότητα, αλλά
προήλθε από ελλιπή κατανόηση του Βυζαντίου (ΣΣ: διάβαζε Ρωμανίας) εκ μέρους των
ιστοριογράφων της Αναγέννησης. Επανειλημμένα τονίστηκε από τον καθηγητή
Hunger, ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ ‘Byzantinistik’ και
‘Neogrzistik’, μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και νεοελληνικής φιλολογίας, διότι
Βυζάντιο
(ΣΣ: διάβαζε Ρωμανία) και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα”»12
18. Ο Aυστριακός
ερευνητής και συγγραφέας Lorenz Gyomorey
(1931-), σε ειδική μελέτη του για το θέμα, καταλήγει:
“Στην ονομασία της ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ διαψεύστηκε και διαψεύδεται κάθε δυτική προσπάθεια να
επικαλείται μια νεφελώδη «ελληνορωμαϊκή» κληρονομιά
σαν υψηλή αποστολή της Δύσης. Η ύπαρξη της ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
αποκαλύπτει την ‘Αγία Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους’ ως φάρσα και αποδείχνει ότι η Αναγέννηση
τίποτα άλλο δεν αναγέννησε παρά ένα φάντασμα, που ούτε καν υπήρχε….».13
19. O Victor Berard, ήταν Γάλλος περιηγητής,
ιστορικός, καθηγητής Πανεπιστημίου και πολιτικός, ο οποίος κατά την τελευταία
δεκαετία του 19ου αιώνος (δηλαδή έναν ακριβώς αιώνα μετά τον θάνατο του Pήγα
Φεραίου στο Βελιγράδι (24-6-1798)) ταξίδεψε στην Χερσόνησο του Αίμου(στα
Βαλκάνια). Τις εντυπώσεις του και τα σχόλιά του για τα τότε ανακινούμενα
ζητήματα, όπως το Mακεδονικό, το Αλβανικό, ο Πανσλαβισμός κ.ά. κατέγραψε σε
βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε το 1987 και στα ελληνικά, με τίτλο: “Τουρκία και
Ελληνισμός – Οδοιπορικό στη Μακεδονία” (Εκδ. Tροχαλία).
Από την σελίδα 211 της ελληνικής εκδόσεως,
διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο μας δείχνει πως οι ιδέες του Pήγα
Φεραίου, δεν ήταν ουτοπία, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό διαδεδομένες:
«(…)
Mέ την ιδιότητά μας ως Γάλλων, είμαστε στο Mοναστήρι προστατευόμενοι του Έλληνα
προξένου. Aπ’ αυτό ίσως να υποφέρει λίγο
η εθνική μας φιλοτιμία αλλά ωφελείται η παιδεία μας. Zούμε παρέα με τον
Mεγαλέξανδρο και τον Aριστοτέλη, γνήσιους Mακεδόνες. Σήμερα το πρωί ο πρόξενος
μας διάβαζε τον Θούριο του Pήγα, του μέν Pήγα του Mακεδόνα (σημ. ο Bernard
προφανώς δέχεται την ερμηνεία ότι ο Pήγας γεννήθηκε στο Bελεστίνο, αλλ’ από
γονείς προερχομένους από το χωριό Περιβόλι της Δυτικής Mακεδονίας), του
εταιριστή του περασμένου αιώνα, που ήθελε να ξεσηκώσει τις παραδουνάβιες
επαρχίες και πέθανε προδομένος από την Aυστρία στον Tούρκο δήμιο”):
Σουλιώτες και Mανιάτες, λιοντάρια
ξακουστά…
Mαυροβουνιού καπλάνια, Oλύμπου
σταυραετοί…
Kι Aγράφων τα ξεφτέρια, γενήτε μια ψυχή!…
Aνδρείοι, Mακεδόνες, ορμήσατ’ ως θεριά…
Tου Σάβου και Δουνάβου αδέλφια χριστιανοί…
Nα
σφάξωμεν τους λύκους, που τόν ζυγόν βαστούν,
καί Έλληνας
τολμώσι σκληρά να τυραννούν.
Ήταν ένας καιρός όπου, από τον Kάβο - Mαταπά
μέχρι το Δούναβη και από την Aδριατική ως την Mαύρη Θάλασσα, Xριστιανός και
Έλληνας ήταν λέξεις συνώνυμες. Oι σταυραετοί της Mάνης και τα
καπλάνια του Mαυροβουνιού, τα ξεφτέρια του Σάβου και οι Mακεδόνες δέχονταν το
όνομα Έλληνες πολύ καιρό ακόμη μετά τον θάνατο του Pήγα, του οποίου τους
στίχους παραθέσαμε πιό πάνω…».
Η περιγραφή του Γάλλου (ιστορικού και περιηγητή)
που μιλάει για την Oρθόδοξη
Kοινοπολιτεία των λαών της Χερσονήσου του Αίμου (Βαλκανική), είναι
χαρακτηριστική. Αυτή η κατάσταση είχε διαμορφωθεί υπό την εθναρχική και
πνευματική καθοδήγηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στα πλαίσια του Γένους των Ρωμηών (Pούμ μιλλέτ).
Αυτή την Ελληνιστική υπερδύναμη ήθελε να
αναστήσει και ο Καποδίστριας, αλλά και ο Μακρυγιάννης, ο οποίος έλεγε: «Να αναλάβομεν
και να γένομεν και ένα όλοι οι ομόθρησκοι»14 καθώς και
«Θα κάμωμεν
το Ρωμαίϊκο».15
20. Αλέξιος Γ.Κ.
Σαββίδης & Benjamin Hendrickx, ιστορικοί.16
«ο όρος Ρωμαίος... δεν σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί
θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απογόνους των Λατίνων. Αντιθέτως, είχαν απόλυτη
συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής(...)
[το Βυζάντιο είναι μια] ...μεσαιωνική πολυεθνική "αυτοκρατορία της
Ανατολής", της οποίας ο πυρήνας ήταν από εθνικής απόψεως
"ελληνικός", τόσο γλωσσικά όσο και πολιτιστικά. Από την άλλη, υπάρχουν επίσης
επιστήμονες που συνεχίζουν να υιοθετούν ακραίες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι οι
Βυζαντινοί ήταν μάλλον "ελληνόφωνοι Ρωμαίοι" και ότι οι πρώϊμοι
βυζαντινοί αυτοκράτορες (έως την εποχή του Ιουστινιανού ή και έως τον πρώιμο 7ο
αιώνα) είχαν πιο πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους ρωμαίους αυτοκράτορες του
παρελθόντος παρά με τους βυζαντινούς έλληνες επιγόνους τους. Προφανώς, αυτοί οι
επιστήμονες δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο όρος
"Ρωμαίος" και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνταν στη βυζαντινή
αυτοκρατορία».17
21. Κωνσταντίνος
Σάθας, (1842
– Παρίσι 12 Μαϊου1914), από τους επιφανέστερους Έλληνες ιστορικούς της νεώτερης
Ελλάδος καθώς και από τους πρωτοπόρους των νεοελληνικών ερευνών. Επίσης
συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην
Ελλάδα, μαζί με τον Αθανάσιο Παπαδόπουλο-Κεραμέα, και τον Μανουήλ Γεδεών.
«Την 29 Μαΐου 1453 οι Τούρκοι κατεσκήνωσαν εν μέσω των
καθημαγμένων ερειπίων της πρωτευούσης της Ελληνικής Αυτοκρατορίας»
(Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, σ. α')
22. Kurt Weitzmann, (1904 - 1993),
Γερμανός ιστορικός της τέχνης και αρχαιολόγος βυζαντινής αρχαιολογίας.
Κάνει λόγο για «Το ελληνικό αίμα στις φλέβες των Βυζαντινών»
(Greek Mythology in Byzantine Art, σ. 207)
23. Douglas Dakin,
(1907 - 20
Ιουλίου 1995). Άγγλος ιστορικός και πανεπιστημιακός, ομότιμος καθηγητής της
Iστορίας στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (1935-1974).
«Δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει συνέχεια στην ελληνική
ιστορία. Αντίθετα, υπάρχει συνέχεια τόσο στο θέμα της φυλετικής καταγωγής, όσο
και σε ό,τι αφορά τη γλώσσα και τον πολιτισμό. (...) Παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι έφτασαν στο
σημείο να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, παρέμειναν αναμφισβήτητα Έλληνες».18
Εδώ σταματούμε την παράθεση των αποδεικτικών
στοιχείων, για την Ελληνικότητα της λεγομένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την ιστορική
συνέχεια του Ελληνισμού, που προέρχονται από αλλογενείς και αλλοδόξους, σχεδόν στην
παμψηφία τους, επιστήμονες και ειδικούς μελετητές του θέματος.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την παρουσίαση του
ατελείωτου καταλόγου των ξένων επιστημόνων που μετά από έρευνες ετών και μελέτη
της υπαρχούσης γραμματείας, κατέληξαν ομοθυμαδόν και σε διαφορετικές εποχές, στα
παρακάτω κύρια συμπεράσματα:
-Η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της
Ελληνικής Αυτοκρατορίας.
-Xριστιανός και Έλληνας ήταν λέξεις συνώνυμες.
-Διὰ τῆς κτίσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεσώθη ἡ
περεταίρω ὕπαρξις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους και διετηρήθησαν ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητος
οἱ θησαυροὶ τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ.
-Βυζάντιο και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα.
-Είναι προτιμότερο να μιλάμε για Ελληνολογία παρά για
Βυζαντινολογία.
-Η λεγομένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ελληνική.
-Όταν λέμε Βυζαντινό κράτος εννοούμε το εκχριστιανισθέν
ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους.
-Ο όρος Ρωμαίος... δεν σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί
θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απογόνους των Λατίνων. Αντιθέτως, είχαν απόλυτη
συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής.
-Το Ρωμαίος σημαίνει τον Έλληνα.
Δεν το πράττομεν όμως, καθ’ όσον φρονούμεν ότι,
τα παρατεθέντα επιχειρήματα, απευθυνόμενα σε αναγνώστες διαφορετικού μεν
πνευματικού επιπέδου αλλά έχοντας αγαθήν και όχι δολίαν προαίρεση, νουν εις την
κεφαλήν και όχι εις τον στόμαχον, είναι αρκετά και επιστημονικώς τεκμηριωμένα.
Τι άλλο να προσθέσωμεν εμείς, προκειμένου να πεισθούν
όσοι αγνοούν, αμφισβητούν και καλοπροαιρέτως αναζητούν την αλήθεια;
Συνεχίζεται
1 α. Η βιβλιογραφία από την οποίαν αντλήθηκαν τα
στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που καταγράφονται σε κάθε
ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του θέματος.
β. Οσάκις θα αναφερόμαστε στους όρους Βυζάντιον, Βυζαντινός/ Βυζαντινοί, Βυζαντινός
πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική χερσόνησος, θα το πράττουμε κατ’
οικονομίαν, αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς
αβάσιμοι.
Όπως
σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Δ.Α. Ζακυνθηνός, «τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζάντιος,
Βυζαντινός, Βυζαντιακός, ουδέποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό την Ελλήνων των μέσων
αιώνων εν τη σημασιά, ην έχουν σήμερον. Κατ' αυτούς Βυζάντιον, Βυζαντίς,
Βυζαντιών πόλις ήτο η Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δε ο κάτοικος αυτής... Ο όρος ούτος εν τη κατά τους νεωτέρους
χρόνους κατισχυσάση ευρεία εννοία εμφανίζεται το πρώτον εν τη Λατινική, μετά δε
την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων δηλοί κυρίως τους εις την
Ιταλιάν καταφυγόντας Έλληνας λογίους. Ως όρος επιστημονικός χρησιμοποιείται
κατά τον δέκατον έκτον (16ον) αιώνα».
Ειδικώς για
τους όρους «Βαλκάνια» και «Βαλκανική», σημειώνουμε τα εξής:
Ο Αίμος
είναι οροσειρά στα βορειανατολικά της Ελληνικής Χερσονήσου, από την οποία
ονομάστηκε Χερσόνησος του Αίμου. Μέχρι τις
αρχές του 20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες, περιεχόμενο
διμερών ή διεθνών συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ) η περιοχή των σημερινών
Βαλκανίων, ανεφέρετο ως «Χερσόνησος του Αίμου».
Οι Συστημικοί
ανθέλληνες και οι Ιουδαιοταλμουδιστές νεότουρκοι, την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο
και Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως, επικράτησε διεθνώς η ανιστόρητη αυτή
ονομασία.
Με την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan = όρος, ή υψηλή δασώδης οροσειρά), (αρχ. ελλ. Χερσόνησος του Αίμου)],
και Βαλκανική χερσόνησος,
καθιερώθηκε εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται, περισσότερο ως πολιτικός όρος παρά
γεωγραφικός, αφ’ ενός η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης
και συγκεκριμένα η τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια χερσόνησος της Ευρώπης
και αφετέρου συλλήβδην και χώρες γειτονικές που βρίσκονται εκτός των φυσικών
γεωγραφικών ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το μακρινό παρελθόν λειτούργησε
και λειτουργεί ως σταυροδρόμι, μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα με την
Ελληνική μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της Θράκης.
2 Μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας που ήταν
υποδουλωμένη στους άπιστους εισβολείς και αιμοσταγείς κατακτητές, Λατίνους και
Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, εισέρχεται θριαμβευτικώς
στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.
3 (http://www.perivoli.gr/istoria.html) ---
Ιστορικό και Δημοσιογραφικό Αρχείο Άγγελου Σακέτου, Εγκυκλοπαίδεια
«Μαλλιάρης-παιδεία», Εγκυκλοπαίδεια «δομή»--- vizantinaistorika.blogspot. com/2014/10/blog-post_10.html10 Οκτ
2014-ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΓΝΑΥΡΑΣ, ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ...nikosxeiladakis. gr/βυζαντινο-πανεπιστημιο-μαγναυρας-οτ/15 Μαρ
2015 - Η λαμπρότερη, αλλά και η πιο συκοφαντημένη περίοδος----Το
πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, Πνευματικός Φάρος για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, Δρος
Αντώνη Πρωτοπαπά, Ιστορικού-ερευνητή,eclass.
sch.gr/modules/document/ file.php/G300112/.../ σχολή%20 Μαγναύρας.pdf----http://www.sansimera.gr/ articles/48#ixzz4A3d6
OxqO..---- Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι
πολίτες της, του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, 29/11/2008,https:// pneymatiko.wordpress.
com/2008/.../η-αυτοκρατορία-της-νέας-ρώμης-και-οι-πο..
11 “Byzanz
und das Abendland”, Wien 1981, s. 8,11.
12 «Επόμενοι τοις θείοις πατράσι, αρχές και
κριτήρια της πατερικής “θεολογίας”», εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 1997).
13 Lorenz
Gyomorey, «Η δύση της Δύσης», εκδ. Παπαζήση, 1995.
14 Στρατηγού Μακρυγιάννη “Οράματα και Θάματα”,
Αθήνα 1983, σελ 177
15 «Απομνημονεύματα», εκδ Μπάϋρον, σ.174).
16 Αλέξιος
Γ.Κ. Σαββίδης.
΄Ελληνας ιστορικός, μεσαιωνολόγος-βυζαντινολόγος, πρώην ερευνητής στο Εθνικό
΄Ιδρυμα Ερευνών (Αθήνα) και μετέπειτα καθηγητής στα Πανεπιστήμια Αιγαίου και
Πελοποννήσου. Γεννήθηκε στην Αθήνα (13.2.1955) και σπούδασε στα Πανεπιστήμια
Αθηνών (πτυχιούχος 1978), Λονδίνου (Master of Philosophy) και Θεσσαλονίκης
(διδακτορικό). Είναι καθηγητής Ιστορίας Μεσαιωνικών και Βυζαντινών Χρόνων στο
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (Καλαμάτα), Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας,
Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών (για την περίοδο 2010-2015).
Την περίοδο 1985-2001 υπήρξε ερευνητής στο Κέντρο (Ινστιτούτο) Βυζαντινών
Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Αθήνα), ενώ το 2001 εξελέγη αναπληρωτής
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών/ Ρόδος), όπου το
2005 έγινε καθηγητής. ΄Εχει διδάξει σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του
εξωτερικού και έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή επιστημονικά συνέδρια, ενώ
είναι επιμελητής έκδοσης ειδικού βυζαντινολογικού περιοδικού καθώς και
βυζαντινολογικού προσωπογραφικού λεξικού με διεθνείς συμμετοχές και παράλληλη
αγγλική έκδοση στον επιφανή βελγικό εκδοτικό οίκο Brepols. Είναι επίσης αντιπρόεδρος
της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, στην Αθήνα.
Benjamin Hendrickx, Μ.Α. (Louvain), Δρ Φ. (Θεσσαλονίκη),
καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας και διευθυντής του Τμήματος Ελληνικών και
Λατινικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσμπουργκ (Νότια Αφρική), είναι
επιμελητής έκδοσης του επιστημονικού περιοδικού "Εκκλησιαστικός
Φάρος"(Αλεξάνδρεια/Γιοχάνεσμπουργκ), διευθυντής του Ινστιτούτου
Αφρικανο-Ελληνικών Σπουδών (Γιοχάνεσμπουργκ), πρόεδρος των Ελληνικών Αρχείων
της Νότιας Αφρικής και αντιπρόεδρος της Ένωσης Πατερικών και Βυζαντινών Σπουδών
στη Νότια Αφρική. Ειδικεύεται στην ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, ενώ
κατά τα τελευταία χρόνια έχει δώσει ώθηση στην έρευνα των ελληνο-αφρικανικών
(υπο-σαχάρειων) σχέσεων με ειδική αναφορά στον Μεσαίωνα και στα Αφρικανό- Βυζαντινά.
17 Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), β' έκδ.,
εκδ. Ηρόδοτος, σ. 38-9.
18 The Unification οf Greece, 1770-1923 (1972). Έκδοση
στα ελληνικά: Η ενοποίηση της Ελλάδας,
1770-1923, σ. 19, μετάφραση: Α. Ξανθόπουλος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης, Αθήνα 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου