Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1


«… Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη, σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη, στην Αγιά Σοφιά.2
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και χάνεται ο Φράγκος σαν την καταχνιά!» (Κ. Παλαμάς)

MEΡΟΣ 14o

Θ. ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
1. Πολιτισμός της Ρωμαίϊκης/Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Ελληνορωμαϊκός, Ρωμαϊκός, Βυζαντινός ή Ελληνικός; (Συνέχεια 13ου μέρους). 3

ζ. ΦιλολογίαΦιλοσοφία

1/ Φιλολογία
Ο θαυμασμός της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, η οποία μελετήθηκε σε υπέρτατο βαθμό, σχολιάστηκε, επιτομήθηκε, αντιγράφτηκε και τελικά κληρονομήθηκε στις επόμενες γενιές, παρά τις τεράστιες καταστροφές που υπέστη η Κωνσταντινούπολη, από Λατίνους Φραγκοπαπικούς και Τούρκους το 1204 και το 1453,  ήταν ένα από τα κυριώτερα χαρακτηριστικά του Ρωμαίϊκου/Ρωμαϊκού (Βυζαντινού) πολιτισμού. Στο κεφάλαιο τού έργου του, σχετικό με τον πολιτισμό της Αυτοκρατορίας, ο γάλλος ιστορικός Κάρολος Ντηλ (Charles Diehl) [1859-1944], αυθεντία στην Βυζαντινή τέχνη και ιστορία, αναφέρει τα εξής: 
«Αυτό που δίνει στον Βυζαντινό Πολιτισμό ένα ξεχωριστό χαρακτήρα, διαφορετικό από τους άλλους πολιτισμούς του Μεσαίωνα, είναι η στενή επαφή που διατήρησε με την ελληνική αρχαιότητα. Τα έργα των μεγάλων Ελλήνων συγγραφέων ήταν προσιτά σε όλους και όλοι τα καταλάβαιναν και τα θαύμαζαν. Στις μεγάλες βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας φυλάσσονταν πολυάριθμα χειρόγραφα αυτών των έργων και μπορούμε να αντιληφθούμε τον πλούτο των βιβλιοθηκών αυτών από πληροφορίες που έχουμε για ορισμένες ιδιωτικές βιβλιοθήκες. Ο Πατριάρχης Φώτιος στο Μυριόβιβλόν του ανέλυσε 280 κείμενα κλασικών συγγραφέων, που ανήκαν στη βιβλιοθήκη του. Η βιβλιοθήκη του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, που περιλάμβανε 500 χειρόγραφα, περιείχε 300 χειρόγραφα Ελλήνων συγγραφέων. Ακόμη και στις μοναστικές βιβλιοθήκες, π.χ. στη Μονή της Πάτμου, δίπλα στα θρησκευτικά έργα, υπήρχε θέση και για τους συγγραφείς της κλασικής Ελλάδας.
Μπορεί κανείς να κρίνει πόσο οικείοι ήταν οι συγγραφείς αυτοί στους Βυζαντινούς, βλέποντας την έκταση των μελετών μερικών από αυτούς. Ο Σουΐδας τον 10ο αιώνα, ο Μιχαήλ Ψελλός τον 11ο, ο Ιωάννης Τζέτζης τον 12ο, ο Θεόδωρος Μετοχίτης τον 14ο είχαν διαβάσει ολόκληρη την ελληνική λογοτεχνία, ρήτορες και ποιητές, ιστορικούς και φιλόσοφους, τον Όμηρο και τον Πίνδαρο, τους τραγικούς και τον Αριστοφάνη, τον Δημοσθένη και τον Ισοκράτη, τον Θουκυδίδη και τον Πολύβιο, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, τον Πλούταρχο και τον Λουκιανό μέχρι και τον Απολλώνιο τον Ρόδιο και τον Λυκόφρονα»
Αλλά και οι γυναίκες δεν ήταν λιγώτερο καλλιεργημένες….«Η Άννα Κομνηνή είχε διαβάσει όλους τους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς της Ελλάδας και καυχόταν ότι είχε εισχωρήσει στα «άδυτα των αδύτων του ελληνισμού». Έμαθε όλα όσα μπορούσε να μάθει κανείς στην εποχή της, ρητορική, φιλοσοφία, ιστορία, φιλολογία, γεωγραφία, μυθολογία, ιατρική και επιστήμες. Μπορούσε να απαγγέλλει αποσπάσματα από τον Ορφέα και τον Τιμόθεο, την Σαπφώ και τον Πίνδαρο, τον Πορφύριο και τον Πρόκλο, την Στοά και την Ακαδημία.
Γνώριζε γεωμετρία, μαθηματικά, μουσική και αστρολογία. Ο Ηρακλής, η Αθηνά, ο Κάδμος και η Νιόβη έρχονταν πολύ φυσικά στην πένα της. Γνώριζε επίσης την ιστορία και τη γεωγραφία του Βυζαντίου και είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα αρχαία μνημεία. Τέλος φαίνεται ότι ήξερε και λατινικά, πράγμα σπάνιο στην Ανατολή της εποχής της. Δεν ήταν μόνο μια μορφωμένη γυναίκα, αλλά κυριολεκτικά μια σοφή. Οι σύγχρονοί της επαινούν την κομψότητα του αττικού ύφους της, τη δύναμη και την ικανότητα του πνεύματός της να λύνει σκοτεινά προβλήματα, την ανωτερότητα της φυσικής μεγαλοφυΐας της και την επιμέλεια με την οποία καλλιεργούσε τα χαρίσματά της, την αγάπη που έτρεφε για τα βιβλία και τις σοφές συζητήσεις και τέλος τηn γενικότητα των γνώσεών της».4
Ο θεοκεντρικός χριστιανικός προσανατολισμός της σκέψεως, ήταν ένα άλλο βασικό συστατικό του βυζαντινού βίου, που καθόρισε όχι μόνο την επί σειρά αιώνων θεματολογία των πνευματικών ανησυχιών, αλλά και τους όρους αντιλήψεως των πραγμάτων, όχι μόνο από τους διανοούμενους, αλλά και από τον απλό λαό. Στα χρόνια της Μακεδονικής Δυναστείας, οδήγησε σε πραγματική άνθηση των γραμμάτων (ιδιαίτερα της ποιήσεως, της φιλοσοφίας και της ιστορίας), για να καταλήξει στα χρόνια των Κομνηνών και των Παλαιολόγων σε ένα είδος «αριστοκρατικού ανθρωπισμού», του οποίου κύρια στοιχεία ήταν η αντίθεση ρεαλισμού και ιδεαλισμού, η αναβίωση του πλατωνισμού, ο αντιλατινισμός και η ακμή των μαθηματικών, της φυσικής και της αστρονομίας, που απετέλεσαν της απαρχή μιας ουσιαστικής Ελληνικής Αναγεννήσεως (προηγηθείσα και προετοιμάσασα το έδαφος για την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση), η οποία διακόπηκε απότομα με την Τουρκική κατάκτηση της αυτοκρατορίας.  .
2/ Οι λόγιοι και θεολόγοι της Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας), συνεχιστές της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας.
Τον θαυμασμό των Ρωμαίων πολιτών της Αυτοκρατορίας για την αρχαία Ελληνική Γραμματεία και τους Έλληνες φιλοσόφους, σύμφωνα με τον Χρ. Γιανναρά,  διατύπωσε πρώτος ο παιδαγωγός και φιλόσοφος, Βασίλειος Τατάκης.5 Ο Τατάκης με το περισπούδαστο συγγραφικό έργο του,  απέδειξε ότι οι λόγιοι και θεολόγοι της Αυτοκρατορίας, είναι οι κληρονόμοι της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και συνεχιστές της αρχαίας ελληνικής Αυτοκρατορίας, [Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρ. Γιανναρά "Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα"(Εκδόσεις Δόμος, 1992)].
«Η συμβολή του Τατάκη στην σπουδή και αξιολόγηση της φιλοσοφικής ειδικά προσφοράς του βυζαντινού Ελληνισμού, ξεπερνάει τα στενά ελλαδικά όρια. Το βιβλίο του La philosophie byzantine, εκδεδομενο στο Παρίσι το 1949 [στην σειρα Histoire de la Philosophie, του E. Brehier (Ελλ. έκδοση από την Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη,Αθήνα 1977)], ήταν για την διεθνή βιβλιογραφία <<ορόσημο στη σπουδή της Βυζαντινής Φιλοσοφίας στα νεώτερα χρόνια, το πρώτο συνθετικό έργο στην περιοχή αυτή>> [Λίνος Μπενάκης, Η σπουδή της βυζαντινής φιλοσοφίας - κριτική επισκόπηση 1949- 1971, Επετηρίδα <<Φιλοσοφία>> της Ακαδημίας Αθηνών 1/1971].
Πριν από το βιβλίο του Τατάκη, τόσον η δυτική ιστοριογραφία όσο και οι ελλαδικές απομιμήσεις της, δεν αναγνώριζαν ύπαρξη φιλοσοφικού λόγου και σκέψεως στα χίλια χρόνια ζωής της εξελληνισμένης ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας!!!. Είχε υιοθετηθεί καθολικά η αντιθετική διαστολή φιλοσοφίας και θεολογίας - που χρησίμευε στην Δύση για την εξασφάλιση της ελευθερίας των φιλοσοφικών αναζητήσεων από τον δογματισμό του ιδρυματικού «αλάθητου» - και είχαν όλοι αποδεχθεί ότι το Βυζάντιο μόνο θεολογούσε. Έτσι η ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας σταματούσε στους Στωϊκούς και Νεοπλατωνικούς, παρεμβαλλόταν ένα κενό δώδεκα αιώνων απουσίας ελληνικού φιλοσοφικού λόγου, και την ιστορική του συνέχεια διεκδικούσε η Δύση από την «Αναγέννηση» και μετά.
Βεβαίως, η κατακτημένη από τους οθωμανούς Ελλάς (15ος-19ος αι.), αδυνατούσε να εκφέρει λόγον απολογητικόν, λόγον αντιδράσεως-αντιστάσεως σ’ όλες εκείνες τις αυθαίρετες και μονομερείς θέσεις των Φραγκολεβαντίνων της δύσεως, για την Αυτοκρατορία μας! Αλλά και μετά την δημιουργίαν ανεξάρτητου Ελλαδικού κράτους, οι φραγκοφορεμένοι και εγκάθετοι ελληνόφωνοι κυβερνήτες της Ελλάδος, με εξαίρεση τον φωτισμένο Εθνάρχη Ιωάννη Καποδίστρια, που δεν πρόλαβε να εφαρμόσει το αναγεννητικό πρόγραμμά του λόγω της δολοφονίας του, ουδόλως ασχολήθηκαν με το θέμα.
Μόλις το 1891, ο γερμανός ακαδημαϊκός  Καρλ Κρουμπάχερ ( Karl Krumbacher, 1856-1909), βαθύς γνώστης του Βυζαντινού πολιτισμού και θεμελιωτής της βυζαντινής φιλολογίας ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου, είχε αναγνωρίσει συγκαταβατικά στους «βυζαντινούς θεολόγους» την συντήρηση της χειρόγραφης παραδόσεως των αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών κειμένων, και το 1895 ο Ludwig Stein είχε ανασύρει από την λήθη κάποιους σχολιαστές και υπομνηματιστές - τα λιγώτερο δημιουργικά πνεύματα του Βυζαντίου: Μιχαήλ Ψελλό, Ιωάννη Ιταλό, Μιχαήλ Εφέσιο, κλπ.
Με την Βυζαντινή Φιλοσοφία του Τατάκη, για πρώτη φορά, προβάλλεται τεκμηριωμένα και αναλύεται συστηματικά η οργανική συνέχεια της ελληνικής φιλοσοφίας στους βυζαντινούς αιώνες.
Τα κοσμογονικά φιλοσοφικά επιτεύγματα των αρχαιοκλασικών χρόνων, αποδεικνύεται ότι δεν σταματάνε με τον εκχριστιανισμό των Ελλήνων, αλλά τόσο η φιλοσοφική προβληματική όσο και ο μεθοδικός φιλοσοφικός λόγος, συνεχίζονται οργανικά και εξελίσσονται αδιάπτωτα, μέσα από την γόνιμη και δημιουργική σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, οδηγούνται σε συνθέσεις που αποτελούν ριζοσπαστικές τομές στην Ιστορία της Φιλοσοφίας.
«Η βυζαντινή φιλοσοφία», γράφει ο Τατάκης, «είναι η χριστιανική μορφή του ίδιου του ελληνικού λόγου, του μεγάλου φίλου της θεωρίας. Αν ο λόγος άλλαξε το ένδυμα του και ενεδύθη το χριστιανικό πνεύμα, ως προς τα αλλά μένει ο ίδιος ο ελληνικός λόγος. Το βλέπομε αυτό και στην θαυμαστή ευλυγισία και διεισδυτικότητα του, στη μεθοδική πορεία, στην ταυτότητα των λογικών οπλών με τα οποία ίδιος αυτός στο βάθος, επεξεργάζεται το νέο του θέμα... Αυτό το έργο οιστρηλατεί την Ελληνική Ανατολή από τον 2ο κιόλας αιώνα και συνεχίζεται σε όλο το Βυζάντιο».6
Κύρια πηγή της βυζαντινής φιλοσοφίας ήταν η χριστιανική σκέψη και ηθική, έτσι όπως αυτή εκφράστηκε από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Υπήρχε βέβαια κάποια παραγωγή έργου στηριγμένου στην φιλοσοφική παράδοση του πλατωνισμού, αριστοτελισμού, στωϊκισμού, και άλλων φιλοσοφικών προσεγγίσεων της αρχαιότητας, αλλά πάντα συνδυασμένων με την χριστιανική θεολογία, που δημιούργησε μια ενότητα της συλλογιστικής του δόγματος και της χρήσεως της ζωντανής φιλοσοφικής γλώσσας της τότε διανοήσεως.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν παρήγαγαν στοχαστικά, συλλογιστικά και διαλεκτικά το δόγμα, αλλά το διατύπωσαν, χρησιμοποιώντας πολλές φορές τον όρο φιλοσοφία με την έννοια ότι έχουν την ζωντανή εμπειρία των μυστηρίων του τριαδικού Θεού. Όμως, κατά την αντίληψή τους, ο ανθρώπινος νους πλησιάζει κατά το εφικτό τις θείες φωτιστικές ενέργειες και γνωρίζει τα μυστήρια του θεού εν μέρει, ως προϊόν της θείας αποκαλύψεως, αλλά η γνώση αυτή βρίσκεται σε μια προοδευτική τελείωση, πάντοτε υπό ορισμένες βασικές προϋποθέσεις: Κάθαρση της ψυχής και του σώματος, φωτισμός και θέωση.
Ο ανθρώπινος νους και ο λόγος, δεν μπορούν με άλλο τρόπο να προσεγγίσουν τις θείες ενέργειες και να γνωρίσουν τα μυστήρια της δημιουργίας κι έτσι δεν είναι δυνατή καμιά φιλοσοφία παρά μόνο η περιπλάνηση της ψυχής που μόνο «ψιχία» αλήθειας μπορεί να βρει χωρίς να τίθεται στο δρόμο της τελειώσεως, μακριά από τις παραπάνω προϋποθέσεις.
Όταν λοιπόν ομιλούν για την Αγία Τριάδα, τον Λόγο (το δεύτερο πρόσωπο), την θεία ουσία ή την θεία φύση, τις υποστάσεις ή τα πρόσωπα, την θεογνωσία (με τις τρεις βαθμίδες, την κάθαρση, το φωτισμό και την θέωση), την ενέργεια, την ταυτότητα της θείας ουσίας και την ταυτότητα της θείας ενέργειας, την ετερότητα των υποστάσεων, την ερωτική φορά Θεού και ανθρώπου, αντλούν εκφραστικά μέσα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, για να κυριαρχήσει τελικά μια οργανική ενότητα δόγματος και φιλοσοφίας, κατά την διατύπωση.
Ορθώς λοιπόν σημειώνει ό Άγιος Νεκτάριος ότι : «Η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία εδόθη στους Έλληνες από τον Κύριον, ως προπαιδεία στον Χριστιανισμό».7
3/  Βυζαντινοί Πλατωνιστές και Αριστοτελιστές
Ο Πλήθων, πλατωνιστής, γράφει στην Φλωρεντία (όπου είχε μεταβεί εκεί το 1439 για την Σύνοδο την σχετική με την ένωση των Εκκλησιών) το "Περί ων ο Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται". Ο Θεόδωρος Γαζής, αριστοτελικός, του αντιτίθεται σφόδρα, όπως και ο Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος, με το "Κατά Πλήθωνος αποριών επ' Αριστοτέλη". Ο Πλήθων ανταπαντά το 1450 με το "Προς τας υπέρ του Αριστοτέλους, Γεωργίου του Σχολαρίου αντιλήψεις".
Την εποχή που οι  τούρκοι του Μωάμεθ προήλαυναν, οι Έλληνες φιλοσοφούσαν αντιμαχόμενοι σε δύο αντίπαλα φιλοσοφικά στρατόπεδα!!!
Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος γράφει στα λατινικά το "Comparatio Platonis et Aristoteles", χαρακτηρίζοντας εγκληματική την πλατωνική ηθική και τον Πλάτωνα "επιζήμιο" για την ανθρωπότητα, ενώ τον Αριστοτέλη "ευεργέτη". Ο Βησσαρίων, μαθητής του Πληθωνος, γράφει το "Έλεγχος των κατά Πλάτωνος βλασφημιών", χωρίς όμως να απορρίπτει τον Αριστοτέλη.8
Όλοι οι παραπάνω λόγιοι, και άλλοι (Μανουήλ και Ιωάννης Χρυσολωράς, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Κωνσταντίνος και Ιωάννης Λάσκαρης, νωρίτερα ο Βαρλαάμ, δάσκαλος του Πετράρχη) διδάσκουν στην Ιταλία, ιδρύουν εκεί δικές τους Σχολές και Ακαδημίες, φέρνουν τους αρχαίους συγγραφείς και τους μεταφράζουν απ' ευθείας από τα Ελληνικά (αντί από τα αραβικά) [κάτι που είχε ξεκινήσει ήδη με τις επαφές Δύσεως και Βυζαντίου μέσω των σταυροφοριών και των εμπορικών συναλλαγών με Βένετους και Γενουάτες].
Παραλλήλως, διδάσκουν και την Ελληνική γλώσσα, αναγεννούν τις πλατωνικές σπουδές, οι οποίες, μαζί με τις αριστοτελικές, είχαν διαδοθεί και επικρατήσει από τον 11ο αι. μέσω των αραβικών μεταφράσεων.
Βέβαια, η ερμηνεία των φιλοσοφικών κειμένων των δύο ελληνικών πνευματικών ογκολίθων, από τους δυτικούς αιρετικούς, ωφελιμιστές και φραγκοκρατούμενους, έγινε με άκρατον ορθολογισμό και αντιχριστιανικό πνεύμα, με αποτέλεσμα να γεννηθούν: Το ρεύμα του σχολαστικισμού, ο απανθρωπισμός (κατ’ όνομα ανθρωπισμός/ουμανισμός), και η αποκληθείσα «Αναγέννηση» της Δύσεως (Ουσιαστικώς η Δύση της αληθούς Αναγεννήσεως).
Κατά τον Άγγλο μαθηματικό και φιλόσοφο Alfred North Whitehead, (1861 –  1947) «ολόκληρη η ιστορία της ευρωπαϊκής σκέψεως είναι μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα». Και με πρώτη και σημαντικότερη... υποσημείωση τον Αριστοτέλη, έχουμε τα δυο θεμέλια του Ελληνικού, Ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού. Εάν θεωρήσουμε π.χ. τον μεσαίωνα ως διεστραμμένο πλατωνισμό (δογματική αλήθεια, εξουσιομανία, περιφρόνηση της φύσεως και του σώματος και προσκόλληση στον ιδεατό μεταφυσικό κόσμο), ή την σύγχρονη εποχή της επιστημονικής μεθόδου και της τεχνολογίας, αλλά και της λογικοκρατίας και του αστικοκαπιταλομαρξισμού-νεοταξικο-εξουσιασμού, ως διεστραμμένο αριστοτελισμό, η αλήθεια του αφορισμού του Whitehead είναι προφανής.9
Περισσότερα έργα Ελλήνων σοφών έγιναν εν συνεχεία προσβάσιμα, μέσω των εμπορικών συναλλαγών του Βυζαντίου με την Βενετία και Γένοβα και των ληστάρχων-λεηλατών αντιχριστιανών παπικών Σταυροφόρων, κατά τις σταυροφορίες. Όπως είπαμε, οι Έλληνες λόγιοι του 14ου-15ου αι. συνέβαλαν στην ανανέωση των πλατωνικών σπουδών (οι οποίες είχαν παραμεριστεί πλέον από τον Αριστοτελισμό). Έτσι την εποχή αυτή, έχουμε μια πιο πλήρη και πιο γνήσια γνωριμία της Δύσεως με τον Ελληνικό Πολιτισμό. Οπωσδήποτε η αναζήτηση του ιδανικού, του ωραίου, της αλήθειας, της αρετής, του δικαίου, της ουτοπίας, συνιστούν πλατωνισμό.10
η.  Αναγέννηση 
Όταν ο Μανουήλ Χρυσολωράς φθάνει στην Φλωρεντία (1397) και αναλαμβάνει την έδρα στο πανεπιστήμιο της πόλεως, ο Leonardo Bruni ή Αρετινός,11 καταλαμβάνεται από ενθουσιασμό:
«Σπούδαζα τότε Αστικό Δίκαιο αλλά μετά την άφιξη του Χρυσολωρά βρέθηκα σε δίλημμα. Το θεωρούσα ντροπή να εγκαταλείψω τα Νομικά, αλλά και έγκλημα να χάσω την ευκαιρία να σπουδάσω την ελληνική γραμματεία. Και συχνά έλεγα στον εαυτό μου: εσύ στον οποίον ξαφνικά επιτρέπεται να αντικρίσεις τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη, όπως και τους λοιπούς φιλόσοφους, θα τολμήσεις να λιποτακτήσεις; Επί επτακόσια έτη κανείς στην Ιταλία δεν γνώριζε τα ελληνικά γράμματα Και κάθε γνώση στην Ιταλία από αυτά προέρχεται. Δόκτορες του Αστικού Δικαίου υπάρχουν παντού. Αλλά εάν ο Δόκτωρ των ελληνικών γραμμάτων εξαφανισθεί, δεν θα βρεις άλλον να σε διδάξει. Οι λόγοι αυτοί με κατέκτησαν και παραδόθηκα στον Χρυσολωρά με τέτοιο ζήλο για μάθηση ώστε όσα συγκέντρωνα την ημέρα, ακολουθούσα κατόπιν κατά την νύκτα, συχνότατα δε και στον ύπνο μου.».
Πλήρης ομολογία, της πνευματικής  συνεχείας και ανωτερότητος της Ελληνικής Ανατολής και της Πνευματικής πενίας της Δύσεως (βλέπε Σκοταδισμός).
Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος που διέπραξαν οι Λατίνοι, Λατινόφρονες και Φραγκοπαπικοί, σε φανερή ή αφανή συνεργασία μέ τους ταλμουδιστές. Δηλαδή μετά το Σχίσμα Ανατολής-Δύσεως, οι δυτικοί επέλεξαν (ή τους επεβλήθη δια των όπλων), την βαρβαρότητα των Φραγκολεβαντίνων και τον σκοταδισμό του παπικού Βατικανού, ΑΝΤΙ του κεκαθαρμένου από τις παγανιστικές ιδέες Ελληνισμού και της Αγιογραφικής/Πατερικής Ορθοδοξίας που αντιπροσωπεύονταν και δοξάζονταν τότε, στην Ελληνική Αυτοκρατορία μας.
Ακολουθώντας τις ίδιες εσφαλμένες νοητικές διαδρομές, ένας άλλος μαθητής του Χρυσολωρά, ο Guarino, γράφει ότι πρέπει να στηθούν για τον δάσκαλό του αψίδες θριάμβου. Λίγες δεκαετίες νωρίτερα, ο Πετράρχης, κατά πολλούς ο βασικώτερος κήρυκας του λεγομένου «Δυτικού ανθρωπισμού» και πρωτεργάτης της «Αναγεννήσεως», εδιδάχθη τα Ελληνικά γράμματα από έναν άλλον Έλληνα από την Καλαβρία, τον Βαρλαάμ.12
 θ. Ιστοριογραφία και χρονογραφία 13
     H ιστοριογραφική συγγραφή στο Bυζάντιο περιλαμβάνει τρία βασικά είδη: Την εκκλησιαστική ιστορία, την κλασικίζουσα ιστοριογραφία και την χρονογραφία.
Η εκκλησιαστική ιστορία αναφέρεται σε θέματα ιστορίας της Εκκλησίας και αποτελεί ιστοριογραφικό είδος της Πρώϊμης Βυζαντινής περιόδου (4ος-7ος αιώνας), ακριβώς γιατί τα ενδιαφέροντά της επικεντρώνονται στα ιδιαίτερα προβλήματα αυτής της εποχής (διωγμοί χριστιανών, εξάπλωση της νέας θρησκείας, αιρέσεις, κλπ.). Η εκκλησιαστική ιστορία αντανακλά την σωτηριολογική διάσταση της βιβλικής ιστορίας.
Η μη εκκλησιαστική ιστοριογραφία διακρίνεται στην κλασικίζουσα ιστοριογραφία και την χρονογραφία, οι οποίες αναφέρονται σε θέματα πολιτικά, στρατιωτικά και σε φυσικά γεγονότα. H κλασικίζουσα ιστοριογραφία συνεχίζει την παράδοση της κλασικής ιστορικής Ελληνικής γραμματείας, με πρότυπο τους θεμελιωτές του είδους (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών). Η θεώρηση της ιστορίας, η μέθοδος, οι ιδεολογικές αρχές και η γλώσσα παραπέμπουν στα κλασικά αυτά πρότυπα.
Στην Πρώϊμη Βυζαντινή περίοδο (4ος-7ος αιώνας), καλλιεργείται από ιστορικούς ειδωλολάτρες αλλά και χριστιανούς. Η κλασικίζουσα ιστοριογραφία αντιπροσωπεύει ουσιαστικά τον κύριο κορμό της ιστοριογραφικής παραδόσεως που διατρέχει όλες τις χρονικές περιόδους του Βυζαντίου.
H Xρονογραφία, αντιπροσωπεύει το νεωτερισμό που έχει να επιδείξει το Bυζάντιο στην ιστοριογραφική παράδοση. Έχει τις ρίζες της στους υπατικούς καταλόγους14 και στα χρονικά των πόλεων της Ελληνιστικής εποχής και των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Εμπνέεται από το βιβλικό μοντέλο ιστορίας: Πρόκειται για οικουμενική ιστορία της ανθρωπότητας από κτίσεως κόσμου (από Αδάμ).
Aπό την Μέση Βυζαντινή περίοδο και εξής, παρατηρείται σταδιακή σύγκλιση των δύο παραδόσεων, της κλασικίζουσας και της χρονογραφικής, με ενισχυμένη απλώς την ροπή προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα με το συγγραφέα.
Οι περίοδοι αυτές, για την βυζαντινή ιστοριογραφία είναι:
-Πρωτοβυζαντινή ιστοριογραφία (ή πρώϊμη βυζαντινή ιστοριογραφία) - Από την έναρξη της μονοκρατορίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που συμπίπτει με την μεταφορά της βασιλεύουσας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη και την επίσημη αποδοχή του Χριστιανισμού, μέχρι τον θάνατο του αυτοκράτορα Ηράκλειου(324-641).
-Μεσοβυζαντινή ιστοριογραφία  (ή μέση βυζαντινή ιστοριογραφία) - Από την πτώση της Αλεξάνδρειας στους Άραβες και την σταδιακή απώλεια της Ελληνιστικής Ανατολής, μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας(642-1204).
-Υστεροβυζαντινή ιστοριογραφία (ή ύστερη βυζαντινή ιστοριογραφία) - Από την περίοδο της Φραγκοκρατίας στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς(1205-1453).
Κατάλογος των κυριώτερων ιστορικών και χρονογράφων της Αυτοκρατορίας
Πρωτοβυζαντινή ιστοριογραφία
Ιστορία
Ευνάπιος - (349 - 420)
Ολυμπιόδωρος ο Θηβαίος - (περίπου 370 - άγνωστο)
Ζώσιμος - (5ος αι. - αρχές 6ου αι.)
Πρίσκος - (περίπου 410 - περίπου 470)
Μάλχος - (άγνωστο - 480)
Πέτρος Πατρίκιος και Μάγιστρος - (περίπου 500 - άγνωστο)
Νόννοσος - (6ος αι.)
Προκόπιος Καισαρείας - (περίπου 500 - περίπου 565)
Αγαθίας ο Σχολαστικός - (περίπου 530 - περίπου 580)
Μένανδρος ο Προτήκτωρ - (6ος αι.)
Θεοφάνης ο Βυζάντιος - (6ος αι.)
Θεοφύλακτος Σιμοκάττης - (6ος αι. - αρχές 7ου αι.)
Χρονογραφία
Ιωάννης Μαλάλας - (περίπου 500 - περίπου 565)
Ιωάννης Αντιοχεύς - (7ος αι.ή 8ος αι.)
Πασχάλιο χρονικό - άγνωστος συγγραφέας - (6ος αι. - 7ος αι.)
Εκκλησιαστική ιστορία
Ευσέβιος Καισαρείας - (263 - 340)
Γελάσιος Καισαρείας - (άγνωστο - 395)
Φίλιππος ο Σιδήτης - (4ος αι. - 5ος αι.)
Φιλοστόργιος - (368 - άγνωστο)
Σωκράτης ο Σχολαστικός - (380 - 449)
Σαλαμίνιος Ερμείας Σωζομενός - (5ος αι.)
Θεοδώρητος ο Κύρου - (393 - περίπου 460)
Γελάσιος Κυζικηνός - (5ος αι.)
Ιωάννης Διακρινόμενος - (6ος αι.)
Βασίλειος Κίλιξ - (6ος αι.)
Ζαχαρίας Σχολαστικός - (6ος αι.)
Θεόδωρος Αναγνώστης - (6ος αι.)
Ευάγριος Σχολαστικός - (535- τέλη 6ου αι.)
Μεσοβυζαντινή ιστοριογραφία
Ιστορία
Ιωσήφ Γενέσιος - (10ος αι.)
Ιωάννης Καμινιάτης - (10ος αι.)
Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος - (10ος αι.)
Λέων ο Διάκονος - (περίπου 950 - άγνωστο)
Μιχαήλ Ψελλός - (1018 - περίπου 1090)
Μιχαήλ Ατταλειάτης - (11ος αι.)
Νικηφόρος Βρυέννιος - (1062 - 1137)
Άννα Κομνηνή - (1083 - 1148)15
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης - (περίπου 1120 - 1194)16
Ιωάννης Κίνναμος - (1143 - 1203)
Νικήτας Χωνιάτης - (περίπου 1155 - περίπου 1215)
Χρονογραφία
Θεοδόσιος ο Γραμματικός - (8ος αι.)
Νικηφόρος ο Πατριάρχης - (758 - 829)
Σέργιος ο Ομολογητής - (8ος αι. - 9ος αι.)
Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί,άγνωστος συγγραφέας(8ος αι.-9ου αι.)
Γεώργιος Σύγκελλος - (άγνωστο - περίπου 810)
Scriptor Incertus - άγνωστος συγγραφέας - (9ος αι.)
Θεοφάνης ο Ομολογητής - (περίπου 755 - 818)
Γεώργιος Μοναχός ή Αμαρτωλός - (9ος αι.)
Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης - (10ος αι.)
Συνέχεια Θεοφάνη - άγνωστος συγγραφέας - (10ος αι.)
Συνέχεια Γεωργίου Μοναχού,άγνωστος συγγραφέας,(10ος αι. - 11ος αι.)
Ιωάννης Σκυλίτζης - (11ος αι.)
Γεώργιος Κεδρηνός - (11ος αι. - αρχές 12ου αι.)
Ιωάννης Ζωναράς - (τέλος 11ου αι. - μέσα 12ου αι.)
Κωνσταντίνος Μανασσής - (άγνωστο - 1187)
Μιχαήλ Γλυκάς - (12ος αι.)
Ιωήλ (τέλος 12ου αι. - αρχές 13ου αι.)
Υστεροβυζαντινή ιστοριογραφία
Ιστορία
Γεώργιος Ακροπολίτης - (1217 - 1282)
Γεώργιος Παχυμέρης - (1242 - περίπου 1310)
Νικηφόρος Γρηγοράς - (περίπου 1290 - περίπου 1360)
Ιωάννης Στ' ο Καντακουζηνός - (1295 - 15 Ιουνίου 1383)
Οι "ιστορικοί της Αλώσεως"
Μιχαήλ Δούκας - (περίπου 1400 - περίπου 1470)
Γεώργιος Φραντζής ή 'Γεώργιος Σφραντζής - (30 Αυγούστου 1401 - περίπου 1478)
Μιχαήλ Κριτόβουλος - (περίπου 1405 - άγνωστο)
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης - (περίπου 1425 - περίπου 1490)
Χρονογραφία
Θεόδωρος Σκουταριώτης - (δεύτερο μισό 13ου αι.)
Εφραίμ - (τέλη 13ου αι. - πρώτο μισό 14ου αι.)
Μιχαήλ Πανάρετος - (περίπου 1320 - άγνωστο)
Ιωάννης Κανανός - (15ος αιώνας)
Ιωάννης Αναγνώστης - (15ος αιώνας)

Συνεχίζεται




1 α. Η βιβλιογραφία από την οποίαν αντλήθηκαν τα στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που καταγράφονται σε κάθε ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του θέματος.
β. Οσάκις θα αναφερόμαστε στους όρους Βυζάντιον, Βυζαντινός/ Βυζαντινοί, Βυζαντινός πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική χερσόνησος, θα το πράττουμε κατ’ οικονομίαν, αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς αβάσιμοι.
Όπως σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Δ.Α. Ζακυνθηνός, «τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζάντιος, Βυζαντινός, Βυζαντιακός, ουδέποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό την Ελλήνων των μέσων αιώνων εν τη σημασία, ην έχουν σήμερον. Κατ' αυτούς Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντιών πόλις ήτο η Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δε ο κάτοικος αυτής... Ο όρος ούτος εν τη κατά τους νεωτέρους χρόνους κατισχυσάση ευρεία εννοία εμφανίζεται το πρώτον εν τη Λατινική, μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, δηλοί κυρίως τους εις την Ιταλίαν καταφυγόντας Έλληνας λογίους. Ως όρος επιστημονικός χρησιμοποιείται κατά τον δέκατον έκτον (16ον) αιώνα».
 Ειδικώς για τους όρους «Βαλκάνια» και «Βαλκανική», σημειώνουμε τα εξής:
Ο Αίμος είναι οροσειρά στα βορειανατολικά της Ελληνικής Χερσονήσου, από την οποία ονομάστηκε Χερσόνησος του Αίμου. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες, περιεχόμενο διμερών ή διεθνών συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ) η περιοχή των σημερινών Βαλκανίων, ανεφέρετο ως «Χερσόνησος του Αίμου».
Οι Συστημικοί ανθέλληνες και οι Ιουδαιοταλμουδιστές νεότουρκοι, την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο και  Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως, επικράτησε διεθνώς η ανιστόρητη αυτή ονομασία.
Με την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan = όρος, ή υψηλή δασώδης οροσειρά), (αρχ. ελλ. Χερσόνησος του Αίμου)], και Βαλκανική χερσόνησος, καθιερώθηκε εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται, περισσότερο ως πολιτικός όρος παρά γεωγραφικός, αφ’ ενός η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και συγκεκριμένα η τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια χερσόνησος της Ευρώπης και αφετέρου συλλήβδην και χώρες γειτονικές που βρίσκονται εκτός των φυσικών γεωγραφικών ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το μακρινό παρελθόν λειτούργησε και λειτουργεί ως σταυροδρόμι, μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της Θράκης.
2 Μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας που ήταν υποδουλωμένη στους άπιστους εισβολείς και αιμοσταγείς κατακτητές, Λατίνους και Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, εισέρχεται θριαμβευτικώς στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.
-Ιστορικό και Δημοσιογραφικό Αρχείο Άγγελου Σακέτου, Εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία», Εγκυκλοπαίδεια «δομή»
-vizantinaistorika.blogspot. com/2014/10/ blog-post_10.html10 Οκτ 2014-ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΓΝΑΥΡΑΣ, ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ...nikosxeiladakis.gr/βυζαντινο-πανεπιστημιο-μαγναυρας-οτ/15 Μαρ 2015 - Η λαμπρότερη, αλλά και η πιο συκοφαντημένη περίοδος.
-Το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, Πνευματικός Φάρος για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, Δρος Αντώνη Πρωτοπαπά, Ιστορικού-ερευνητή,eclass. sch.gr/modules/document/ file.php/ G300112/ .../ σχολή%20 Μαγναύρας.pdf.
-http://www.San simera.gr/ articles/48#ixzz4A3d6 OxqO..
-Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της, του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,https://pneymatiko.wordpress.com/2008/.../η-αυτοκρατορία-της-νέας-ρώμης-και-οι-πο..
-Χριστιανισμός και Παιδεία www.impantokratoros.gr., Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης των μέσων χρόνων - κεφάλαιο Α' - Χριστιανισμός και Παιδεία... (12/11/09)
-ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, www.apologitis.com/gr/ancient/byz-politismos.htm
-Η Ανώτατη Εκπαίδευση στο Βυζάντιο, Σπύρος Παναγόπουλος, Υπ. Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας και Τέχνης Παν/μίου Πατρών.
-Βυζαντινή περίοδος, 330-1453 μ.Χ. Εισαγωγή, Νίκος Μπαλάσκας, https://sites. google. com/ site/.../istoria/2-istoria-tes.../2-byzantine-periodos---eisagoge.

4 Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας - Histoire de l'empire byzantin, Charles Diehl. Bréhier Louis Journal des savants, Année 1920.

5 Τατάκης, Βασίλειος (Άνδρος, 1897- Αθήνα, 1986). Ανώτερος εκπαιδευτικός, παιδαγωγός και φιλόσοφος, σημαντική προσωπικότητα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής με πλούσιο διδακτικό και επιστημονικό συγγραφικό έργο. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Σορβόννης και δίδαξε ως καθηγητής γυμνασίου και γυμνασιάρχης στην Κύπρο, την Κρήτη, τη Μακεδονία και την Αθήνα (1922- 45). Στην περίοδο 1934-38 ήταν διευθυντής του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1945 ως το 1958 ανώτατος εκπαιδευτικός σύμβουλος. [Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1988,Τόμος 9Β, σελ. 81].
Το 1949 κυκλοφόρησε στο Παρίσι γαλλικά (ως παράρτημα της γνωστής Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Ε. Μπρεγιέ) το έργο του Τατάκη Η Βυζαντινή Φιλοσοφία (La Philosophie Byzantine (ανατύπ. 1959, ισπαν. μετάφρ. 1952, ελλην. μετάφρ. με βιβλιογραφική συμπλήρωση Λ. Μπενάκη για την περίοδο 1949-76, 1977) που αποτέλεσε γόνιμη αφετηρία για το ενδιαφέρον της έρευνας και για τηn μελέτη σε διεθνές επίπεδο της παραγνωρισμένης ως τότε, περιόδου της μεσαιωνικής ελληνικής φιλοσοφίας. Τηn διεθνή αναγνώριση του έργου αυτού επιβεβαιώνει το ότι ο Τατάκης  προσκλήθηκε να γράψει το κεφάλαιο « Η ελληνική πατερική και βυζαντινή φιλοσοφία » στην έγκυρη Ιστορία της Φιλοσοφίας της Encyclopédie de la Pléiade (τόμ. 1, Παρίσι 1969, ελλην. μετάφρ. Κλ. Ιωαννίδη, Δευκαλίων, τεύχος 14, 1975). Στην περιοχή της φιλοσοφίας  των  Ελλήνων  πατέρων της  Εκκλησίας  και  του  Βυζαντίου, η προσφορά του Τατάκη υπήρξε πραγματικά πρωτοποριακή και βαρυσήμαντη.
6 Τα έργα του Τατάκη, ήταν πραγματικά μια αιφνιδιαστική καινοτομία στον χώρο της ελληνικής διανοήσεως, που για πρώτη φορά έβλεπε έναν φιλόσοφο ερευνητή να προσεγγίζει από την σκοπιά του θεολογικά αναστήματα της Εκκλησίας και να παρουσιάζει την εκπληκτική γονιμότητα της σκέψεώς τους. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το μελέτημα του Τατάκη με τις εργασίες των σύγχρονών του πανεπιστημιακών Πατρολόγων της Θεολογικής Σχολής (Δ. Μπαλάνου και Κ. Μπόνη), για να εκπλαγεί από την υπεροχή του φιλοσόφου τόσο σε επίπεδο επιστημονικής αρτιότητας, όσο και σε αμεσότητα προσωπικού ενδιαφέροντος. Πηγές: Μελετήματα Χριστιανικής Φιλοσοφίας", Τατάκης, Βασίλειος, Αθήνα 1967, σελ. 174---- Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη Τατάκης, Βασίλειος [έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών του Institut Francais d' Athenes, σελ. 285]---- Θέματα Χριστιανικής και βυζαντινής φιλοσοφίας [Αθήνα, Έκδοση Αποστολικής Διακονίας, 1952, σελ. 208].
7 Περί Ελληνικής Φιλοσοφίας ως προπαιδείας εις τον Χριστιανισμόν, σ.35.
8 Σχολιάζει ο Ν.Α. Καλογερόπουλος, στο έργο του "Η διαμόρφωσις του Ευρωπαϊκού Πνεύματος" (εκδ. "Πολιτικά θέματα", 1995): "Αν ο Ραφαήλος στην "Σχολή των Αθηνών" θέτει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη στο ίδιο επίκεντρο, τούτο απηχεί την επίδραση που είχε η διδασκαλία του Βησσαρίωνος κατά την ιστορική εκείνη εποχή. Οι Ευρωπαίοι διψούσαν για μάθηση και για πνευματική πρόοδο, όταν οι Τούρκοι ερήμωναν την κοιτίδα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού από κάθε ικμάδα πνευματικής ζωής. Τούτο συνιστά το μέτρο για την εκτίμηση της θέσεως του Τούρκου στα πεπρωμένα της Ευρώπης."!
9 Αν θεωρήσουμε ως αρχή της Αναγεννήσεως στην Δύση, τον 11ο αιώνα, βασικό αίτιο ήταν η (ατελής) γνωριμία με τον Αριστοτέλη, μέσω αραβικών μεταφράσεων, δια της αραβοκρατούμενης Ισπανίας. Οι Άραβες γνώριζαν ειδικά και λεπτομερέστερα τον Αριστοτέλη. Η εποχή μέχρι τότε στην Δύση, από τον Αυγουστίνο και μετά, ήταν πλατωνική. Η ατελής αυτή γνωριμία αυτή με τον Αριστοτέλη γέννησε τον Σχολαστικισμό, απόρροια του οποίου ήταν η επικράτηση της Λογικής και της επιστημονικής μεθόδου, συνεχιζομένη μέχρι σήμερα αλλά και πολλά ορθολογιστικά και ωφελιμιστικά ιδεολογήματα και θετικιστικές, ψευδο-αγαπολογικές/ ανθρωπιστικές αρχές και συστήματα.
10 Αυτή η γνησιότερη και πληρέστερη επαφή με το Ελληνικό Πνεύμα (μετά τον Αριστοτελισμό και με τον γνήσιο Πλατωνισμό, όχι τον διεστραμμένο τοιούτο του μεσαίωνα), ήταν το κύριο αίτιο του ρεύματος του Ουμανισμού και της Αναγεννήσεως. Σύντομα όμως το ιδανικό της Ελληνικότητας και η ηθική της Ορθοδοξίας διεστράφησαν εκ νέου, από την δίκοπο μάχαιρα του ταλμουδικού καπιταλισμού (αστισμός και μαρξισμός), με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε την πλήρη επικράτηση παγκοσμίως, των δύο πολιτικών συνιστωσών του Συστήματος:
Της κατ’ όνομα Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας (στην ουσία Βουλευτοκρατίας/Βουλευτικής δικτατορίας) και του πολυκέφαλου Αριστερισμού (Σοσιαλδημοκρατία, Σοσιαλισμός, Νέο-Μπολσεβικισμός/Μαρξισμός). 
11 Leonardo Bruni, also called Leonardo Aretino (born c. 1370, —died March 9, 1444, Florence). Italian humanist scholar of the Renaissance.
12 Κατά τον Βαρλαάμ, η γνώση του Θεού (θεογνωσία) είναι να σπουδάσουμε την φύση των όντων, να γνωρίσουμε, δηλαδή, αυτές τις «κτιστές» ενέργειες, που έθεσε ο Θεός στα δημιουργήματα. Στροφή, λοιπόν, στην επιστήμη, λέγει ο Βαρλαάμ, στροφή στην έρευνα της κτίσεως· γι’ αυτό και η Δύση τόνισε πολύ την σπουδή των φυσικών επιστημών. Έτσι ο Βαρλαάμ αποστρεφόταν τον ησυχασμό των Μοναχών, την «απάθεια» των ησυχαστών και αντί γι’ αυτά κήρυττε την δράση και την σπουδή των όντων της κτίσεως, πράγματα που τα θεωρούσε απολύτως αναγκαία για την τελειότητα. Αλλά, ενώ ο Βαρλαάμ κήρυττε την δράση, ήθελε, αντίθετα, την νέκρωση του «παθητικού» της ψυχής. Ήθελε, δηλαδή, να νεκρωθούν τα συναισθήματα της καρδιάς του ανθρώπου. Γιατί – έλεγε – αν νεκρωθούν τα συναισθήματα του ανθρώπου, αν ο άνθρωπος δεν έχει πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, τότε αναπτύσσει πιο πολύ την λογική του και έτσι θα εργάζεται πιο αποδοτικά στην επιστήμη, πράγμα που, κατά τον Βαρλαάμ, αποτελεί την τελειότητα!...[http://www.egolpion.com/ varlaamismos. el.aspx #ixzz4AWZkCdKH].
Να γιατί οι αιρετικοί φραγκοπαπικοί, έγραψαν και εξακολουθούν να γράφουν διθυράμβους για τον Βαρλαάμ, διδάσκαλο του Πετράρχη και του Βοκκακίου, δύο από τις «σημαίες» των σύγχρονων «Ουμανιστών» και Αγαπολόγων της Δύσεως.

13-ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ www.ime.gr/projects/cooperations/ byzantine_ literature./ gr/300/301.html-Διαίρεση της βυζαντινής ιστοριογραφίας... - Βυζαντινή μουσική areti https://www.facebook.com/ permalink.php?id=257204121077092 &story_fbid...

-Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα, τόμος Α': (4ος-7ος αι.), 1997, ISBN 960-7420-31-4, τόμος Β': (8ος-10ος αι.), 2002, ISBN 960-7420-78-0 , τόμος Γ': (11ος-15ος αι.), υπό έκδοση. SET ISBN 960-7420-30-6.
-Αγνή Βασιλικοπούλου-Ιωαννίδου, Η Βυζαντινή Ιστοριογραφία (324-1204) Σύντομη επισκόπηση, Αθήνα.Χέρμπερτ Χούνγκερ, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τόμος Β': Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση, μετάφραση Ταξιάρχης Κόλιας, Κατερίνα Συνέλλη, Γ.Χ. Μακρής, Ιωάννης Βάσσης, έκδοση ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992, ISBN 960-250-024-7.
14 Υπατικοί κατάλογοι (ή consularia): Πρόκειται για ανώνυμους χρονολογικούς οδηγούς, που στηρίζονται στις διαδοχές των υπάτων και δίνουν συνοπτικά και σε τυποποιημένη γλώσσα πληροφορίες για τις δραστηριότητες αυτοκρατόρων ή για γεγονότα τοπικού ενδιαφέροντος. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μνημονεύονται ακόμη φυσικά φαινόμενα, θρησκευτικές τελετές, εγκαίνια ναών κ.ά. Οι χρονολογικοί αυτοί κατάλογοι ήταν πολύ χρήσιμοι για τις εμπορικές πράξεις, τις χρονολογήσεις διάφορων ιδιωτικών και δημόσιων εγγράφων, γι' αυτό και αντιγράφονταν και συμπληρώνονταν συνεχώς με νέα στοιχεία.
15 Η Άννα Κομνηνή (1083-1153) ήταν Ελληνίδα πριγκίπισσα, ιστορικός και ιατρός, από τις σημαντικώτερες μορφές της πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας κατά τον 12ο αιώνα, κόρη και πρωτότοκο παιδί του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας. Ηταν επίσης εγγονή της Άννας Δαλασσηνής. Στο ιστορικό της έργο «Αλεξιάς» καθρεφτίζεται η μεγάλη παιδεία της, η αρχαιομάθειά της, η εξοικείωσή της με την Αγία Γραφή και προπαντός η αφοσίωση και ο θαυμασμός της για τον πατέρα της.
16 Ο άγιος Ευστάθιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1115 και 1135. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στην σχολή, ή οποία λειτουργούσε στην μονή της αγίας Ευφημίας, όπου και νωρίς έκάρη μοναχός. Έν συνεχεία όλοκλήρωσε τις φιλοσοφικές και θεολογικές του γνώσεις στην περιβόητη Πατριαρχική σχολή. Το 1150 χειροτονήθηκε διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας (Αγίας Σοφίας) στην μονή του αγίου Φλώρου, από όπου έλαβε και την προσωνυμία Κατάφλωρος. Ήδη γνωστός όμως για την μεγάλη του μόρφωση και την ρητορική του δεινότητα, αναγορεύθηκε δημόσιος διδάσκαλος της πατριαρχικής σχολής με τον τίτλο του μαγίστορος των ρητόρων.
Στην διδασκαλία του άπεδείκνυε ότι η ελληνική φιλοσοφία έγινε θεραπαινίς της χριστιανικής αληθείας. Λέγεται ότι τόσο εξαιρετικό ήταν το διδασκαλικό του χάρισμα, ώστε «πάσα ή φιλόλογος νεολαία της Πόλεως» συνωστιζόταν με ακόρεστη επιθυμία στην άκρόασι των μαθημάτων του, όταν δε έφευγε έμοιαζε με σμήνη μελισσών πού βγαίνουν μέσα από το κοίλωμα του βράχου.
Έχοντας αποσπάσει την ιδιαίτερη εκτίμηση του βασιλέως Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) για την πολυμάθειά του και τον θαυμασμό της Εκκλησίας για τον άμεμπτο βίο του, το 1174 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Μύρων της Λυκίας. Ευθύς αμέσως όμως μετά την εκλογή του, επανεξελέγη αρχιεπίσκοπος του χηρεύοντος θρόνου της Θεσσαλονίκης.
Ό αυστηρός έλεγχος και η ανυποχώρητη στάσις του στις παρεκτροπές λαϊκών και μοναχών ερέθιζε τους παρεκτρεπομένους, οι όποιοι τον κατηγορούσαν, δημοσίως και επεβουλεύοντο την ζωή του. Οι καταγγελίες τους έφθασαν ώς την Κωνσταντινούπολη και ό άγιος αναγκάσθηκε προσωρινά να απομακρυνθή στην Φιλιππούπολη (1191). Έκεί συναντήθηκε με τον βασιλέα Τσαάκιο Άγγελο (1185-1195), ο οποίος τον εδικαίωσε χωρίς να τοΰ ζητήσει απολογία. Επιστρέφοντας στον θρόνο του (1193) ο Ευστάθιος, συνέχισε τις προσπάθειές του για την βελτίωση της ηθικής καταστάσεως του ποιμνίου του, στηλίτευε κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας, ενώ με πατρικό ενδιαφέρον περιέθαλπε τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους, πού κατέφευγαν για βοήθεια στην μητρόπολη, από πολύ πρωί μέχρις αργά το βράδυ, διαμοιράζοντάς τους ο ίδιος όλα του τα υπάρχοντα.
Κατά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς (Αύγ. 1185), ενώ θα μπορούσε να σωθεί διά της φυγής, παρέμεινε στην πόλι συγκακουχούμενος με το ποίμνιό του και δεν εδίστασε να καταγγείλει δημοσίως την αδιαφορία και την αμέλεια του διοικητού της, Δαβίδ Κομνηνού.
Με σπαρασσόμενη καρδιά έβλεπε τις φοβερές σκηνές σφαγής και λεηλασίας του λαού και τις πρωτοφανείς βαρβαρότητες των Λατίνων εισβολέων. Ο ίδιος συλληφθείς, με ύβρεις και κτυπήματα σύρθηκε δέσμιος ώς τα καράβια, περνώντας ανάμεσα άπό τα πτώματα των συμπολιτών του. Άντί να δειλιάσει μπροστά στον βάρβαρο αρχηγό, τον κόμη Άλδουίνο, ο αδάμαστος ιεράρχης, τόλμησε να του ζητήσει ηπιώτερη μεταχείρηση του λαού, απαίτησε την κατάπαυση των βιαιοπραγιών και πέτυχε την διατήρηση της λατρείας κατά το ορθόδοξο δόγμα. Επειδή οι εχθροί του διέδωσαν φήμες ότι ό άγιος έκρυβε πλούτο στην αρχιεπισκοπή, οι Νορμανδοί του ζήτησαν πολλά λύτρα. Μετά όμως άπό αυστηρή έρευνα αποδείχθηκε πώς ήταν πάμπτωχος και αφέθηκε ελεύθερος.
Όταν επανήλθε στην αρχιεπισκοπή, την βρήκε κατειλημμένη από Λατίνους και αναγκάσθηκε να εγκατασταθεί στον κήπο, όπου παρέμεινε με συνεχή στέρηση των αναγκαίων ως την απελευθέρωση της πόλεως από τους Νορμανδούς (Νοέμ. 1185).
Ό άγιος Ευστάθιος έκοιμήθη εν ειρήνη το 1194. «Όλη ή πόλις έκλαυσε την απώλεια του ιεράρχου της, ο οποίος είχε αποβεί για το ποίμνιο του «λαμπτήρ του βίου, πυρσός του λόγου και ήλιος της ιερωσύνης».
Ώς μάγιστρος της πατριαρχικής σχολής, έγραψε σχόλια σε πολλούς κλασικούς συγγραφείς και ποιητές, ενώ το συγγραφικό θεολογικό έργο πού άφησε ώς άρχιερεύς αποτελείται κυρίως από εγκωμιαστικούς λόγους σε αγίους και πραγματείες ηθικού περιεχομένου, γραμμένες σε ύφος περίτεχνο. Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος – Σεπτέμβριος, σ. 205-206).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου