Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1




«… Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη, σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη, στην Αγιά Σοφιά.2
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και χάνεται ο Φράγκος σαν την καταχνιά!» (Κ. Παλαμάς)

MEΡΟΣ 16o

           Θ. ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
1. Πολιτισμός της Ρωμαίϊκης/Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Ελληνορωμαϊκός, Ρωμαϊκός, Βυζαντινός ή Ελληνικός; (Συνέχεια 15ου μέρους).3  

ια. Το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας- Πνευματικός Φάρος για τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό 4

 

Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση-ανάλυση του θέματος για την ταυτότητα και τον χαρακτήρα του πολιτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της καθ’ ημάς Ανατολής (4ος-15ος αι.), κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε εκτενέστερα στο ξακουστό πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, το πρώτο Πανεπιστήμιο της Ευρώπης!!!          
Προ μερικών ετών, μας ήρθε η εξής σημαντική είδηση από την Κωνσταντινούπολη: Η αρχαιολογική σκαπάνη ανακάλυψε τα ερείπια του ξακουστού παλατιού της Μαγναύρας («Μεγάλη Αυλή»), όπου οι διάφοροι αυτοκράτορες του Βυζαντίου υποδέχονταν με πάσα μεγαλοπρέπεια τους ξένους Πρέσβεις και υψηλούς επισκέπτες.
Η είδηση της ανακαλύψεως αυτής, προκάλεσε αίσθημα μεγάλης χαράς ανάμεσα στον κόσμο των γραμμάτων και ιδιαίτερα από την Ουνέσκο, που παρακολουθεί από κοντά την διεξαγωγή των ανασκαφών, παρέχοντας πλήρη υποστήριξη στην αναστήλωση ενός ιδρύματος που ο σημερινός πολιτισμός μας οφείλει πολλά. Η Μαγναύρα υπήρξε μια από τις πολυτελέστατες οικοδομές στον περίβολο των βασιλικών παλατιών της Αυτοκρατορίας.
Η οικοδομή κτίστηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και πήρε το όνομα «Μεγάλη Αυλή» (Μαγναύρα). Το παλάτι επεκτάθηκε από άλλους αυτοκράτορες, που ακολούθησαν, και αποτελείτο από κοιτώνες, αίθουσες αναμονής, ιματιοφυλάκια κ.ά. Είχε πολλές μεγάλες και διακοσμημένες αίθουσες με χρυσοΰφαντα παραπετάσματα, ψηφιδωτά και γλυπτές διακοσμήσεις. Το κυριότερο δωμάτιο ήταν ο μέγας τρίκλινος, η αίθουσα του θρόνου. Υπήρχαν χρυσά «σελλία», καθίσματα όπου τοποθετούντο οι βασιλικές χλαμύδες και τα στέμματα. Στο μέσο της ανατολικής πλευράς, υψούτο ο βασιλικός θρόνος, όπου εκατέρωθεν υπήρχαν δύο πελώριοι επίχρυσοι λέοντες. Εδώ ο Αυτοκράτορας εδέχετο τους Πρέσβεις και τους επίσημους. Ο θρόνος ανυψούτο μέχρι της οροφής για εντυπωσιασμό των ξένων.
Στον χώρο αυτό, λειτουργούσε κατά τον 9ο και 10ο αιώνα η Ανώτατη Σχολή Μαγναύρας, η οποία διετέλεσε υπό την καθοδήγηση του Μαθηματικού Λέοντος και οποίος εδίδασκε φιλοσοφία και μαθηματικά, την γεωμετρία ο μαθητής του Θεόδωρος, την αστρονομία ο Θεοδήγιος και την γραμματική ο Κομητάς. Σημαντική θέση στην Ανώτατη Σχολή είχαν επίσης ο Μέγας Φώτιος και ο διαφωτιστής των Σλάβων Κύριλλος. Και οι  δύο μαζί με τον Αντιβασιλέα Βάρδα, διαμόρφωσαν την πολιτική του εκχριστιανισμού των Σλάβων και επεξεργάστηκαν την δημιουργία ενός Σλάβικου αλφαβήτου.
Διάδοχος του Λέοντος στην σχολή, θεωρείται ο Άγιος Κύριλλος φωτιστής των Σλάβων. Αυτό υποστηρίζει ο Tσέχος κληρικός και ακαδημαϊκός Francis Dvornik5 ένας από τους ειδικούς μελετητές της Σλαβικής και Βυζαντινής ιστορίας και το στηρίζει σε πληροφορίες που συνέλεξε από τον σλαβονικό Βίο του Αγίου, τον οποίο ο ίδιος μετάφρασε και εξέδωσε. Ο ίδιος επίσης υποστηρίζει ότι ο άγιος δίδαξε και σε εκκλησιαστική σχολή που λειτουργούσε στους Αγίους Αποστόλους, μετά την επιστροφή του από την Χερσώνα.6 Μαζί του συμφωνούν και άλλοι ιστορικοί, όπως ο J. J. Norwich και ο D. Nicol, ενώ διαφωνεί, ο Paul Lemerle.7
Η Ανώτατη αυτή Σχολή, έμελλε να διαδραματίσει τεράστιο ρόλο στην διατήρηση του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού και των επιστημών και να επηρεάσει την μεταπήδηση του Ελληνικού πνεύματος της «Θύραθεν γνώσεως» στην Δυτική Ευρώπη, που τελικά οδήγησε στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαχρονικής επιδράσεως του πνεύματος της Μαγναύρας υπήρξε ο λόγιος Εμμανουήλ Χρυσολωράς (1355 – 1415), διδάσκαλος πολλών επιφανών προσωπικοτήτων στην Δύση, που μετέφερε τις γνώσεις και τα πνευματικά επιτεύγματα του Βυζαντίου και ιδιαίτερα ό,τι είχε να προσφέρει η κλασική Ελλάδα.
Η Κωνσταντινούπολη στην περίοδο κατά την οποία ήκμαζε η Μαγναύρα υπήρξε μεγάλη πολυεθνική μητρόπολη ολόκληρου του Μεσογειακού και Ευρωπαϊκού χώρου και αδιαφιλονίκητα ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό και πνευματικό κέντρο του χώρου αυτού. Η ίδια η πόλη, συγκέντρωνε ξακουστούς λόγιους και σοφούς που διέδιδαν τις τέχνες και τις επιστήμες και μοναδικούς τεχνίτες που παρήγαγαν υπέροχα είδη χρυσοχοϊας και άλλα είδη πολυτελείας. Ο κάθε Αυτοκράτορας φρόντιζε με την σειρά του να οικοδομήσει λαμπρές οικοδομές παλάτια και εκκλησίες. Πολλοί ξένοι επισκέπτες έπλεξαν με θαυμασμό το εγκώμιο της Πόλης, χαρακτηρίζοντας την σαν «μια πόλη θαυμάτων».
Αυτό το εκπαιδευτικό ίδρυμα (σχολή) ανωτάτης εκπαιδεύσεως στην Κωνσταντινούπολη, θεωρούμενο με σημερινούς όρους Πανεπιστήμιο, ονομαζόταν Πανδιδακτήριο. Κατά τον 9ο αιώνα εγκαταστάθηκε στον περίβολο του παλατιού, στην Μαγναύρα, αναφερόμενο και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας.
Η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν ευρέως διαδεδομένη και διαθέσιμη ακόμα και σε κάθε χωριό και στις τοπικές κοινωνίες για αμφότερα τα φύλα. (Οι βυζαντινοί δεν έκλειναν στο σπίτι τις γυναίκες τους, να παχαίνουν και να είναι αποκλεισμένες από τον έξω κόσμο όπως έκαναν αργότερα οι οθωμανοί). Έτσι εξηγείται και γίνεται εύληπτη η διαιώνιση του πανεπιστημίου σπουδών της Κωνσταντινουπόλεως. Η Σχολή της Πόλης δεν υπήρξε η μοναδική της αυτοκρατορίας. Πρίν την μουσουλμανική κατάκτηση της Βορείου Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής, υπήρξαν σχολές επίσης στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, και της Αντιοχείας της Συρίας.
Το ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Πόλης ιδρύθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 425 από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β΄(408 – 450), πού του έδωσε το όνομα Πανδιδακτήριον. Η σχολή εγκαινιάσθηκε κοντά στην Αγορά των βοοειδών (Forum Boarium) και έκτοτε τελούσε υπό την αιγίδα των Αυτοκρατόρων..
Kατά τον Fritz Schemmel όμως, ο Μ. Κωνσταντίνος ίδρυσε ανώτατη σχολή με το όνομα Καπιτώλιο, κοντά στην Αγορά του Ταύρου.8
Την εποχή του διαδόχου του Κωνστάντιου Β΄ (337-361), λαμβάνεται κρατική μέριμνα για την ανώτατη εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη. Στα χρόνια του αυτοκράτορα αυτού, ιδρύθηκε το πρώτο γνωστό πανεπιστημιακό ίδρυμα, το «Μέγα Διδασκαλείον», το οποίο στεγάστηκε στο Καπιτώλιο. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε κέντρο αντιγραφής χειρογράφων, όπως μας πληροφορεί ο Θεμίστιος στον Δ' λόγο που εκφώνησε προς τιμήν του Κωνστάντιου, την 1η Ιανουαρίου του 357. Η προσφορά αυτού του αντιγραφικού κέντρου, ήταν σημαντικότατη για την διατήρηση των αρχαίων κειμένων. Ήταν η εποχή της μεταγραφής των κειμένων από ειλητάρια παπύρων σε κώδικες περγαμηνής.9
Η δημιουργία του πανεπιστημιακού ιδρύματος προϋποθέτει, όχι όμως αναγκαστικά, την ύπαρξη βιβλιοθήκης. Από την άλλη, η ύπαρξη του αντιγραφικού κέντρου, προϋποθέτει συλλογές χειρογράφων κάτι που οδηγεί στην δημιουργία μιας βιβλιοθήκης. Με τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις, συμπεραίνουμε ότι στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε κρατική βιβλιοθήκη (πιθανώτατα από τον Κωνστάντιο), ενώ κάποιοι την ανάγουν στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον εμπλουτισμό την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη, με έργα που προέρχονταν από την βιβλιοθήκη του Γεωργίου του Καππαδόκη10 και από την προσωπική συλλογή του αυτοκράτορα.  
Σημαντικά μέτρα για την ανάπτυξη του Πανεπιστημίου (auditorium Capitolii) έλαβε ο Θεοδόσιος Β΄ (408-450), ίσως καθ' υπόδειξιν της συζύγου του Ευδοκίας. Κατά τον Ανώνυμο συγγραφέα του έργου «Παραστάσεις σύντομαι χρονικαί», την Αθηναία Ευδοκία ακολούθησαν κατά την μετάβασή της στην Κωνσταντινούπολη, επτά φιλόσοφοι:
«Ευδοκίας Αθηναίας κατά μοίραν δικασθείσης κατά χάριν ηύρατο τύχην, καθ’ ην οι αυτάδελφοι το ξένον της συγγόνου ακηκοότες ευτύχημα, ανελθείν συνεπείρωντο φιλοσόφοις ζ’ και τη τύχει εξ ατυχίας εδεήθησαν ιλασθήναι. Θεοδόσιος δε ο βασιλεύς εις το Ιππικόν ήλατο, τοις φιλοσόφοις αρέσων˙ και τις αυτών ουκ ενείλησεν; Ήσαν δε τον αριθμόν ζ’˙ Κράνος, Κάρος, Πέλοψ, Απελλής, Νερούας, Σιλβάνος, Κύρβος.» (εκδ. Th. Preger, §64).
Με το διάταγμα της 30 Νοεμβρίου 414 μ.Χ. κατοχυρώθηκαν τα προνόμια των καθηγητών του Πανεπιστημίου. Με το διάταγμα που εκδόθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 427 διαχωρίζονταν οι διδάσκαλοι σε δημόσιους και ιδιωτικούς. Αφ' ενός απαγορευόταν η δημόσια διδασκαλία στους ιδιωτικούς διδασκάλους, αφ' ετέρου απαγορευόταν σε καθηγητές του Πανεπιστημίου να παραδίδουν ιδιωτικά μαθήματα. Σε αντίθετη περίπτωση καταργούνταν τα προνόμιά τους. Επίσης απαγορεύτηκε οποιαδήποτε διδασκαλία σε δημόσιες αίθουσες, εκτός αυτών του Πανεπιστημίου.11
Αρχικά το ίδρυμα στεγαζόταν στην Βασιλική, και μεταφέρθηκε στο Καπιτώλιο το 425 μ.Χ. Στην συνέχεια επανήλθε στην Βασιλική, ακριβέστερα στο Οκτάγωνον ή Τετραδήσιον Οκτάγωνον, μέχρι που κάηκε το 532 μ.Χ. κατά την Στάση του Νίκα.
Έχει λεχθεί, ότι ένας από τους σκοπούς του «Μεγάλου Διδασκαλείου» ήταν να υποκαταστήσει την Ακαδημία των Αθηνών στην εκπαίδευση, να δημιουργήσει ένα χριστιανικό αντίβαρο της ειδωλολατρικής σχολής των Αθηνών12.
Την εποχή εκείνη όμως, η Ακαδημία των Αθηνών, ΟΥΔΕΜΙΑ σχέση είχε με την Ακαδημία του Πλάτωνος, αλλά ιδρυθείσα από τον Πλούταρχο τον Διάδοχο (απεβ.431/2) - ήταν πιθανότατα το σπίτι του - 750 χρόνια μετά τον Πλάτωνα, δίδασκε μόνο φιλοσοφία, για την ακρίβεια νεοπλατωνική φιλοσοφία, τουτέστιν αποκρυφισμό/παγανισμό.
Συνεπώς η νεοσύστατη «Ακαδημία του Πλάτωνα», στηριζόταν στην φήμη των Αθηνών, ως κέντρου φιλοσοφικών σπουδών και δεν είχε δημιουργήσει ακόμη η ίδια, την φήμη που θα αποκτούσε αργότερα, επί σχολαρχείας Πρόκλου (430-485). Μία φήμη που στηρίζονταν στην εξάσκηση μαγικών-μυστικιστικών τελετών, ως πρακτική της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας ήδη από την εποχή του Ιάμβλιχου (245-325).
Ο Πρόκλος μυήθηκε στην αποκρυφιστική θεουργία από την Ασκληπηγένεια, κόρη του Πλουτάρχου του Αθηναίου που είχε μυήσει τις κόρες του στις μυστηριακές τελετές (Τα λεγόμενα «ιερά όργια») και την Χαλδαϊκή μαγεία. Ήταν ένας από τους προδρόμους του σύγχρονου Οικουμενισμού, και θεωρούσε τον εαυτόν του ενσάρκωση του Νεοπυθαγορείου Νικομάχου.
Με βάση τα παραπάνω, είναι σίγουρο, ότι σε μία τέτοια κατάσταση, κανένας αυτοκράτορας δεν θα ήθελε το Πανεπιστήμιο της Πόλης, να συναγωνιστεί την πεπτωκυΐα Ακαδημία Αθηνών (καταφύγιο μάγων, αποκρυφιστών, αστρολόγων και θεουργών )!
Ο Ιουστινιανός (527-565) μετονόμασε το «Μέγα Διδασκαλείον» σε «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Το πρώτο συνθετικό του όρου θα επιδράσει αργότερα στην λατινική του μορφή (universitas) και στην συνέχεια θα προκύψει η γνωστή λέξη για το πανεπιστήμιο (University). Ακόμη και την διεθνή ονομασία του Πανεπιστημίου έδωσε στην Δύση η Αυτοκρατορία!
Πρώτο Πανεπιστήμιο, εκτός της Αυτοκρατορίας της καθ’ ημάς Ανατολής,  ήταν αυτό της Μπολώνια το 1088 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, έρριξε το βάρος της εκπαιδευτικής πολιτικής του στην νομική παιδεία και αναδιοργάνωσε το πρόγραμμα σπουδών. Η νομική από έδρα έγινε ξεχωριστή σχολή με 4 έδρες καθηγητών (antecessors) και 5-ετή φοίτηση. .
Από το έργο του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη,13 πληροφορούμαστε έμμεσα, ότι το Πανεπιστήμιο έκλεισε την περίοδο διακυβερνήσεως του Φωκά (602-610). Από το κείμενο μπορούμε να υποθέσουμε, την συνδρομή της Εκκλησίας, στην επαναλειτουργία του Πανεπιστημίου. Αν και το κλείσιμο του Πανεπιστημίου αμφισβητείται, το σίγουρο είναι ότι ο Φωκάς ακολούθησε κάποια συγκεκριμένη πολιτική, έλαβε συγκεκριμένα μέτρα, κι έγινε λαομίσητος. Η αντιπάθεια των πολιτών δεν ήταν αόριστη, και αυτό καταγράφηκε ευρηματικά σε κείμενα όπως αυτό του Σιμοκάττη.
Για την δύσκολη εποχή που ακολούθησε, αναφέραμε την επαναλειτουργία του Πανεπιστημίου, από τον Ηράκλειο (610-641). Ως καθηγητής της φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών (τετρακτύς) αναφέρεται ο Στέφανος ο Αλεξανδρέας. Ο εν λόγω καθηγητής φέρεται να είναι ο συγγραφέας ενός αλχημιστικού εγχειριδίου εννέα λόγων (πράξεων), γνωστού ως «Πραγματεία της ιεράς τέχνης της του χρυσού ποιήσεως».
Ίσως, για τις γνώσεις του αυτές να τον προσκάλεσε ο Ηράκλειος στην Κωνσταντινούπολη, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσεως, και ελλείψεως χρυσού. Δεν αναφέρεται αν τα πειράματά του απέδωσαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εξάλλου η αλχημεία όπως και η αστρολογία,  ήταν μια θεωρητική (παρα)επιστήμη, που στηρίζονταν σε φιλοσοφικές αρχές και η πειραματική αποτυχία δεν την πτοούσε.
Η πρώτη σχολή της Κωνσταντινουπόλεως περιλάμβανε 31 έδρες για τις σχολές των νομικών, φιλοσοφίας, ιατρικής, αριθμητικής, γεωμετρίας, αστρονομίας, μουσικής, ρητορικής (μάθημα πού δεν διδάσκεται σήμερα γι’ αυτό οι σημερινοί έλληνες δεν ξέρουν να μιλήσουν ιδιαίτερα στους τηλεοπτικούς διαύλους και «γαυγίζουν» όλοι, καλύπτοντας ο ένας την φωνή του άλλου!) και άλλες διδασκαλίες. Εκ των 31 εδρών, οι 16 ήσαν για την σχολή των ελληνικών.
Στην ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, ρόλο έπαιξε η Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου και η Ευδοκία (Αθηναΐς), σύζυγός του, μαζί με τον έπαρχο του Πραιτωρίου, Κύρο Πανοπολίτη, Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο. Στις 27 Φεβρουαρίου του 425 εκδόθηκε διάταγμα από τον Θεοδόσιο Β΄ που ρύθμιζε όσα αφορούσαν την Σχολή. Γινόταν διδασκαλία στα μαθήματα: Γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Λειτουργούσε ως ανεξάρτητο ίδρυμα. Στην εποχή του Ιουστινιανού η Νομική Σχολή απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε. Στην σχολή δεν διδασκόταν η θεολογία, η οποία διδασκόταν στην Πατριαρχική Σχολή.
Στο Πανδιδακτήριο οι σπουδαστές υπέβαλαν μελέτη με νομοθετικό ή ρητορικό περιεχόμενο πάνω σε προσχέδιο (δρακτόν ή δράγμα) που είχε εγκρίνει διδάσκαλος της σχολής.
Η λειτουργία της Σχολής της Μαγναύρας επηρεάστηκε σοβαρά μετά την δολοφονία του Βάρδα και λίγο αργότερα του ίδιου του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (δεύτερο ήμισυ του 9ου αιώνα). Το κυριώτερο όμως πλήγμα ήταν η εξορία του πατριάρχη Φωτίου. Εν τούτοις, όλο αυτό το διαφωτιστικό έργο για ένα σχεδόν αιώνα, δεν πήγε χαμένο και πολλοί μετέπειτα Αυτοκράτορες προσπάθησαν να την αναβιώσουν. Ολοι αυτοί οι διανοούμενοι, καθηγητές και φοιτητές με τα έργα τους συνέχιζαν να διαφωτίζουν την Νότια Ιταλία και Σικελία όπου τα θεμέλια του αρχαίου ελληνικού πνευματικού πολιτισμού διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και έγιναν αντικείμενο διδασκαλίας, όπως η ιατρική, γραμματική, ρητορική, διαλεκτική, ποίηση, ιστορία και φιλοσοφία.
Στην Ρώμη, επίσης κατοικημένη από καλλιεργημένους Έλληνες, σε Μοναστήρια συνέγραφαν βιβλία στα Λατινικά βασισμένα σε αρχαία Ελληνικά κείμενα. Ο Αναστάσιος ο «Βιβλιοθηκάριος» που είχε αναλάβει τις διπλωματικές σχέσεις με το Βυζάντιο πέθανε το 886. Υπήρξε μέγας λάτρης του έργου του διαφωτιστή των Σλάβων Κυρίλλου. Υπήρχε επίσης μεγάλο ενδιαφέρον εδώ για την ιατρική και μεταφράστηκαν έργα των Γαληνού, Ιπποκράτη, Διοσκουρίδη. Η επίδραση αυτή επεξετάθη και προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η λειτουργία της σχολής διαταράχθηκε σοβαρά την περίοδο της εικονομαχίας αλλά δεν έκλεισε, ενώ αλλού αναφέρεται ότι δεν συνέχισε την δραστηριότητά της για πολύ μετά την βασιλεία του Ηρακλείου. Φαίνεται ότι στα πλαίσια της εικονομαχίας (730), έγιναν έκτροπα σε βάρος της εκπαιδεύσεως και των εκπαιδευτικών και αναφέρεται ότι τότε το Πανδιδακτήριο εγκαταλείφθηκε, πυρπολήθηκε και θανατώθηκαν καθηγητές αντίθετοι με την αποκαθήλωση των εικόνων.
Τα γεγονότα αυτά, οι νεοπαγανιστές χαρακτηρίζουν μυθοπλασίες και ισχυρίζονται ότι έχουν στόχο την αμαύρωση της μνήμης του Λέοντα Γ΄ (717-741) του Ισαύρου. Λησμόνησαν φαίνεται τι έκανε και ο πρόγονος των εικονομάχων Ιουλιανός ο Παραβάτης, την περίοδο της ειδωλολατρικής βασιλείας του!
    Οι Ίσαυροι (717-802) που μετονόμασαν την σχολή σε «Οικουμενικόν Διδασκαλείον», έλεγαν τότε τα εικονίσματα, είδωλα και σανίδες· κι’ έστελναν στους ναούς στρατό να ξύσει τις ψηφίδες απ’ των Αγίων τα πρόσωπα. Όταν στις φλόγες έδιναν τις ιερές εικόνες, ορθός μόνο ο Σταυρός έμενε της Ορθοδοξίας μάρτυρας και φρουρός.
Έκαναν ως και τις μονές χαμαιτυπεία και στρατώνες (είχαν κηρύξει εκστρατεία εναντίον των καλογήρων και του μοναχισμού), τις δε μοναχές παρώτρυναν να γίνουν πόρνες.
Άλλος «οικουμενικός διδάσκαλος» της εποχής αναφέρεται ο Γεώργιος Χοιροβοσκός, ο οποίος δίδασκε γραμματική και φιλολογία. Από τα έργα του έχουν σωθεί Σχόλια στους Κανόνες του Θεοδοσίου, μαθήματα για το Ονοματικόν του Ηρωδιανού και το Ρηματικόν του Απολλωνίου του Δύσκολου και αποσπάσματα μαθημάτων στην Τέχνη του Διονυσίου του Θρακός. Αυτό το τελευταίο έργο χρησιμοποιήθηκε σε όλη την διάρκεια της αυτοκρατορίας. Έπαιξε σημαντικό ρόλο την περίοδο της Αναγεννήσεως, καθώς υπήρξε βοήθημα, τόσο του Κωνσταντίνου Λάσκαρι, όσο και του Ουρβανού de Belluno, για την σύνταξη της ελληνικής γραμματικής των νεωτέρων χρόνων.
Κατά τον 9ο αιώνα, ο Βάρδας (842-867), θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ και Καίσαρας μετά το 862, εγκατέστησε αυτό το Πανδιδακτήριο στο ανάκτορο της Μαγναύρας για να διδάσκεται η «έξω σοφία» ή «θύραθεν παιδεία», κάτω από την διεύθυνση του Λέοντος του μαθηματικού, από την Θεσσαλία (790 - 869). Ο Λέων ο μαθηματικός δίδαξε την τετρακτύ (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική). Η φοίτηση ήταν δωρεάν.
Αναφέρεται ότι στο Πανδιδακτήριο δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα, γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στην λατινική γλώσσα.
Το Πανδιδακτήριο βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά, διδάσκοντες και σπουδαστές.
Τον 11ο αι. ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος, μεταρρύθμισε το Πανδιδακτήριο και ίδρυσε δύο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον» (φιλοσοφική σχολή). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο "Διδασκαλείο των Νόμων".
Στο Γυμνάσιο, στην φιλοσοφική σχολή, διευθυντής («Ύπατος των Φιλοσόφων») διορίστηκε ο Μιχαήλ Ψελλός και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός. Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, Νομοφύλαξ του κράτους.
Μετά την Λατινοφραγκοκρατία και την ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Βυζαντινούς το 1261, ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1261-1282) ,ανέθεσε την διεύθυνση της σχολής στον Γεώργιο Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, ως καθηγητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον Γεώργιο Παχυμέρη την διδασκαλία της «τετρακτύος» (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική), στο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον».
Το πανεπιστήμιο θα κλείσει στις 29 Μαΐου 1453, από τον Μεχμέτ τον Καταστροφέα (ή «Μωάμεθ τον Πορθητή»), στην θέση του οποίου ανέγειρε ένα δικό του πανεπιστήμιο πού αρχικά λειτούργησε ως ισλαμική ιερατική σχολή (Μεντρεσές), αλλά κατόπιν με την προσέλευση ξένων (δυτικών καθηγητών) πού κάλεσε ο Μεχμέτ δημιουργήθηκαν και άλλες σχολές όπως η ιατρική αλλά πλήρως «απαγκιστρωμένες» από το ελληνικό πρωτότυπο και φυσικά δεν χάρηκε ποτέ την αίγλη του ελληνικού Πανδιδακτηρίου.
ιβ. Συμπεράσματα
1/  Ο θαυμασμός της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, η οποία μελετήθηκε σε υπέρτατο βαθμό, σχολιάστηκε, επιτομήθηκε, αντιγράφτηκε και τελικά κληρονομήθηκε στις επόμενες γενιές, παρά τις τεράστιες καταστροφές που υπέστη η Κωνσταντινούπολη, από Λατίνους Φραγκοπαπικούς και Τούρκους το 1204 και το 1453,  ήταν ένα από τα κυριώτερα χαρακτηριστικά του πολιτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας(«Βυζαντίου») .
2/ Τα έργα της αρχαίας Ελλάδας, η παράδοση των αρχαίων Ελλήνων διασώθηκαν και έφτασαν ως την νεώτερη Ευρώπη, την Ευρώπη της Αναγεννήσεως, βασικά μέσω του Βυζαντίου. Αυτό οφείλεται κατά πολύ στην γλωσσική συνέχεια, αλλά και στην αδιάλειπτη δράση των Ελλήνων αντιγραφέων, βιβλιοθηκάριων, φιλολόγων και συγγραφέων του Βυζαντίου, οι περισσότεροι από τους οποίους ήσαν ταπεινοί μοναχοί. Χωρίς αυτούς δε θα μας είχαν απομείνει παρά ίχνη ελάχιστα μιας απέραντης Εθνικής κληρονομιάς.14
Μέσω της Σχολής και ιδιαίτερα δια του Μεγάλου Φώτιου και του Αρέθα, οφείλουμε την διάσωση πολλών αρχαίων ελληνικών κειμένων, με την συγκέντρωση στις βιβλιοθήκες τους έργων της αρχαίας Ελληνικής περιόδου. Τουλάχιστον το 75% των γνωστών σήμερα Αρχαίων Ελλήνων κλασικών συγγραφέων μάς έγιναν γνωστοί, μέσω Βυζαντινών χειρογράφων.
3/ Αυτό που δίνει στον Πολιτισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ένα ξεχωριστό χαρακτήρα, διαφορετικό από τους άλλους πολιτισμούς του Μεσαίωνα, είναι η στενή επαφή που διατήρησε με την ελληνική αρχαιότητα. Τα έργα των μεγάλων Ελλήνων συγγραφέων ήταν προσιτά σε όλους και όλοι τα καταλάβαιναν και τα θαύμαζαν.
Στις μεγάλες βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας φυλάσσονταν πολυάριθμα χειρόγραφα αυτών των έργων και μπορούμε να αντιληφθούμε τον πλούτο των βιβλιοθηκών αυτών από πληροφορίες που έχουμε για ορισμένες ιδιωτικές βιβλιοθήκες.
Ο Πατριάρχης Φώτιος στην Μυριόβιβλόν του, ανέλυσε 280 κείμενα κλασικών συγγραφέων, που ανήκαν στην βιβλιοθήκη του. Η βιβλιοθήκη του αποστάτη της Πίστεως καρδινάλιου Βησσαρίωνα, που περιλάμβανε 500 χειρόγραφα, περιείχε 300 χειρόγραφα Ελλήνων συγγραφέων. Ακόμη και στις μοναστικές βιβλιοθήκες, π.χ. στη Μονή της Πάτμου, δίπλα στα θρησκευτικά έργα, υπήρχε θέση και για τους συγγραφείς της κλασικής Ελλάδας.
4/  Κύρια πηγή της βυζαντινής φιλοσοφίας ήταν η χριστιανική σκέψη και ηθική έτσι όπως αυτή εκφράστηκε από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Οι Καπαδόκες πατέρες, και πολλοί ακόμη, ως τον Γρηγόριο τον Παλαμά, ήταν άνθρωποι μοναδικής πνευματικότητας... Υπήρχε έντονη διανόηση και πνευματική ζωή στο Βυζάντιο. Κυρίως δε, στο τέλος των βυζαντινών χρόνων, π.χ. στην Παλαιοντολόγεια περίοδο. Είναι μάλιστα αρκετά περίεργο πως, την ώρα που η αυτοκρατορία συρρικνώνονταν, η διανόηση ήταν πιο ανθηρή από ποτέ.
5/ Η βυζαντινή τέχνη ήταν από τις μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως. Κανένας αρχαίος Έλληνας δεν θα μπορούσε να κτίσει την Αγία Σοφία, χωρίς πολύ βαθιά τεχνική γνώση. Κάποιοι, υποστηρίζουν, ότι η βυζαντινή τέχνη είναι στατική. Δεν ήταν καθόλου στατική, αλλά ήταν μια σχολή τέχνης από τις σημαντικότερες στον κόσμο, που όσο περνά ο καιρός εκτιμάται όλο και περισσότερο, κι όσοι Έλληνες διανοούμενοι υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο δεν δημιούργησε τίποτε, είναι ανιστόρητοι, τυφλοί ή εγκάθετοι του Συστήματος.
6/ Μεγάλο κεφαλαίο στην Ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η μεταλαμπάδευση του Ελληνικού Φωτός της Ρωμηοσύνης σε όλη την Ευρώπη από τις Ελληνίδες πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν ξένους ευγενείς. Όταν ο Όθων Β΄ παντρεύτηκε την πορφυρογέννητη  πριγκίπισσα Θεοφανώ, ακολουθώντας την αποφασιστική αυτή γυναίκα, πλήθος Ελλήνων από την Ανατολή και τη νότιο Ιταλία ήρθαν στο βορρά και ακολούθησαν την αυλή στην Γερμανία.
Ο R. von Vaitzeker, τότε πρόεδρος της Γερμανίας, σε λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών (1992), εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «ο πολιτισμός στην Γερμανία εισήχθη από το Βυζάντιο (ΣΣ: Την Ελληνική Αυτοκρατορία) στα τέλη του 10ου αιώνος».
7/ Η ελληνικότητα, ως γλώσσα, παιδεία και πολιτισμός, ήταν η καρδιά της αυτοκρατορίας. Προσδιόριζε όμως και την ταυτότητα του κράτους της Ρώμης, Παλαιάς και Νέας. Η Παλαιά Ρώμη ήδη τον 4ο αι. π. Χ. χαρακτηριζόταν από τον μαθητή του Πλάτωνα Ηρακλείδη τον Ποντικό (Πόντιο), «πόλις ελληνίς», διότι εκτός των άλλων ελληνική ήταν και η καταγωγή της.
  Ο Ελληνικός χαρακτήρας του πολιτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την προχριστιανική περίοδο μέχρι την άλωση (29 Μαΐου 1453), αποτελεί ταυτόχρονα και ισχυρή απόδειξη της συνεχείας του Ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι την Άλωση και των ημερών μας.
8/ Ο ελληνικός πυρήνας, το κύριο εθνολογικό στοιχείο στο πολυεθνικό αμάλγαμα της αυτοκρατορίας, έμεινε πάντα σταθερός, και έτσι εξηγείται ο εξελληνισμός των δομών της αυτοκρατορίας από τον 4ο αιώνα και της διοικήσεως από τον Ιουστινιανό (6ος αι.) ως τον Ηράκλειο (7ος αι.).
Η ευρεία αυτή εθνική προέλευση δεν έγινε ποτέ διασπαστικό στοιχείο, διότι  όλους τους πολίτες ένωνε η κοινή Ορθόδοξη Πίστη και Οικουμενική αποστολή. Η Αυτοκρατορία (το «Βυζάντιο»), ζούσε και λειτουργούσε ως μια Οικουμενική Εκκλησία (=Σύναξη) Λαών, γύρω από την Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας (στην Νέα Ρώμη).
Η συνένωση Ρωμαϊκότητος, Ελληνικότητος και Χριστιανικής πίστεως, έδωσε νέο χαρακτήρα και νόημα στην αυτοκρατορία. Μία νέα πολιτειακή ιδεολογία διαμορφώθηκε, ως νέα αυτοκρατορική ιδέα, που οδηγούσε στην υπέρβαση της στατικής κατανοήσεως των συνόρων και στην Οικουμενική συνείδηση των πολιτών της.
9/ Όλοι αυτοί οι σκαπανείς της επιστήμης, μαζί με όσους έχουμε προαναφέρει, Έλληνες στην συντριπτική πλειοψηφία τους, κατά την εθνότητα, Ρωμαίοι/Ρωμηοί πολίτες, εμεγαλούργησαν στην Αυτοκρατορία μας, ως παγκόσμιοι πρωτοπόροι των επιστημών, της τέχνης και του πνεύματος, δίδουν αποστομωτική απάντηση σε εκείνους οι οποίοι ανοήτως, ακρίτως, σκοπίμως ή ανθελληνικώς/μισελληνικώς δρώντες, χαρακτηρίζουν την Ελληνικήν Αυτοκρατορίαν άλλοτε …Ρωμαϊκήν και άλλοτε….σκοτεινόν Βυζάντιον.
10/ Ο χαρακτήρας και ο πολιτισμός της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης:
-Δεν είναι Βυζαντινός διότι όπως εξηγήσαμε ο όρος βυζαντινός είναι τεχνητός, ανιστόρητος και πολύ μεταγενέστερος της πτώσεως της Βασιλεύουσας. Οσάκις τον χρησιμοποιούμε, αυτό γίνεται κατ’ οικονομίαν (βλέπε υποσ. 1).
-Δεν είναι Ελληνορωμαϊκός, διότι οι Ρωμαίοι δεν είχαν δικόν τους πολιτισμόν, ήσαν Ελληνικής προχριστιανικής καταγωγής, και είχαν ελληνοποιηθεί πλήρως, προχριστιανικώς.
-Δεν είναι Ρωμαϊκός, διότι οι Ρωμαίοι ουδέν ιδιαίτερον προσέθεσαν στα αφομοιωθέντα απ’ αυτούς ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία, εκτός από το όνομά τους, Ρωμαίοι, Ρωμαϊκός (με την ετυμολογικήν σημασίαν της ελληνικής λέξεως «ρώμη»),  και την διατήρηση μέχρι τον 7ον περίπου αιώνα, της δημώδους λατινικής γλώσσης που μιλούσαν κυρίως οι λαϊκές και αμόρφωτες μάζες της Δύσεως!
-Είναι Ρωμαϊκος/Ρωμαίϊκος, τουτέστιν Ελληνικός!!!
11/ Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει με βεβαιότητα, από την συνεκτίμηση όσων παρουσιάσαμε μέχρι τώρα (Ελληνική καταγωγή των αρχαίων Ρωμαίων, ελληνική σφραγίδα της Λατινικής γλώσσας, Ελληνική ταυτότητα της αρχαίας Ρώμης και Ρωμαϊκού πολιτισμού, Ελληνικότητα της παλαιάς Ρώμης, Ελληνική Παιδεία των προχριστιανικών Ρωμαίων, Ελληνικός πολιτισμός Νέας Ρώμης, κλπ), και επισφραγίζεται με τα εξής:15
α/ Η Αυτοκρατορία δεν ήταν συνέχεια ή μετονομασία της ειδωλολατρικής προχριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά ο ασύγκριτος ιστορικός άθλος του ελληνικού Γένους, το οποίον όντας υπόδουλον πολιτικώς στους ρωμαίους επί 5 περίπου αιώνες, μετέτρεψε με ειρηνικά μέσα( πνεύμα, γλώσσα, πολιτισμός, κλπ) το ελληνογενές ήδη Ρωμαϊκό κράτος, σε Ρωμαίϊκο/Ελληνικό. Αυτό το απίστευτο και ασύγκριτο θαύμα, ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος ονομάζει «απόκρυφη μεταπολίτευση της ελληνιστικής αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου».
β/ Όταν ιδρύθηκε η πρωτεύουσα (Νέα Ρώμη), ήταν εξελληνισμένη η Ανατολή και δεν υπήρχε παρά Ελληνικός πολιτισμός, Ελληνικός τρόπος του σκέπτεσθαι, ελληνική παιδεία, ελληνική γλώσσα, ελληνικός δημόσιος και ιδιωτικός βίος. Έτσι στην ουσία αυτής της Ελληνικής παιδείας υποτάχτηκε και ο τύπος.
«Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εγκαινιάστηκε ως Ρωμαϊκό πολιτειακό σύστημα και ως Λατινικό γλωσσικό καθεστώς. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα του χρόνου, το Ελληνικό Γένος , υπόδουλο στους Ρωμαίους επί 500 περίπου χρόνια, πραγματοποιεί έναν ιστορικό άθλο που δεν συγκρίνεται με τίποτε ανάλογο στον κόσμο. Χωρίς να εξεγερθεί και να επαναστατήσει, με μοναδικά όπλα το πνεύμα και την γλώσσα, μετατρέπει ομαλά και αβίαστα το ρωμαϊκό κράτος που δεν έπαψε ποτέ να λέγεται «Ρωμαϊκό» ως και την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, σε κράτος Ελληνικόν».16
γ/ Τους ανιστόρητους και τεχνητούς όρους Βυζάντιον, Βυζαντινός Πολιτισμός, Βυζαντινή αυτοκρατορία, εδημιούργησαν σκοπίμως τον 16ον αιώνα οι Φραγκοπαπικοί, οι άσπονδοι εχθροί του Ελληνισμού.
«…Η ίδια η αυτοκρατορία καθ’όλην την ύπαρξίν της από του 4ου μέχρι και του 15ου αι. ουδέποτε απεκάλεσεν εαυτήν βυζαντινήν ή ανατολικήν ρωμαϊκήν αλλά διεξεδίκησε πάντοτε την ονομασίαν της «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», επειδή ο Κωνσταντίνος κι οι διάδοχοί του ουδέποτε εγκατέλειψαν την ιδέαν μιας χρονικώς συνεχούς και εδαφικώς αδιαιρέτου Αυτοκρατορίας»17
12/ Όποιος ισχυρίζεται ότι η περίοδος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της λεγομένης και επιβληθείσας ακρίτως και ανιστορήτως, ως «Βυζαντινής» (4ος μ.Χ. αι.-1453):
-Συνιστά περίοδο δουλείας των αρχαίων Ελλήνων στους Ρωμαίους,
-Δεν αφορά στον ελληνικό πολιτισμό αλλά στον Ρωμαϊκό,
-Είναι περίοδος διακοπής της συνεχείας του Ελληνισμού,
είναι ανιστόρητος, αφελής, άκριτος μιμητής ανθελληνικών αυθαιρεσιών, ένσυνείδητος ή ασυνείδητος υπηρέτης ανθελληνικών και αντιχριστιανικών δυνάμεων και σκοτεινών κέντρων λήψεως αποφάσεων.
Τα στοιχεία της υφισταμένης ελληνικής και παγκόσμιας γραμματείας, απηλλαγμένης από συστημικούς εθνικισμούς και ζηλωτικές αυθαιρεσίες, αρκετά των οποίων, ποικίλων πηγών, παρουσιάσαμε, είναι συντριπτικά και δίδουν αποστομωτική απάντηση στους αμφισβητίες, αρνητές και διαστρεβλωτές της ιστορικής αληθείας!

    Συνεχίζεται                 














1 α. Η βιβλιογραφία από την οποίαν αντλήθηκαν τα στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που καταγράφονται σε κάθε ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του θέματος.
β. Οσάκις θα αναφερόμαστε στους όρους Βυζάντιον, Βυζαντινός/ Βυζαντινοί, Βυζαντινός πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική χερσόνησος, θα το πράττουμε κατ’ οικονομίαν, αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς αβάσιμοι.
Όπως σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Δ.Α. Ζακυνθηνός, «τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζάντιος, Βυζαντινός, Βυζαντιακός, ουδέποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό την Ελλήνων των μέσων αιώνων εν τη σημασία, ην έχουν σήμερον. Κατ' αυτούς Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντιών πόλις ήτο η Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δε ο κάτοικος αυτής... Ο όρος ούτος εν τη κατά τους νεωτέρους χρόνους κατισχυσάση ευρεία εννοία εμφανίζεται το πρώτον εν τη Λατινική, μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, δηλοί κυρίως τους εις την Ιταλίαν καταφυγόντας Έλληνας λογίους. Ως όρος επιστημονικός χρησιμοποιείται κατά τον δέκατον έκτον (16ον) αιώνα».
 Ειδικώς για τους όρους «Βαλκάνια» και «Βαλκανική», σημειώνουμε τα εξής:
Ο Αίμος είναι οροσειρά στα βορειανατολικά της Ελληνικής Χερσονήσου, από την οποία ονομάστηκε Χερσόνησος του Αίμου. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες, περιεχόμενο διμερών ή διεθνών συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ) η περιοχή των σημερινών Βαλκανίων, ανεφέρετο ως «Χερσόνησος του Αίμου».
Οι Συστημικοί ανθέλληνες και οι Ιουδαιοταλμουδιστές νεότουρκοι, την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο και  Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως, επικράτησε διεθνώς η ανιστόρητη αυτή ονομασία.
Με την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan = όρος, ή υψηλή δασώδης οροσειρά), (αρχ. ελλ. Χερσόνησος του Αίμου)], και Βαλκανική χερσόνησος, καθιερώθηκε εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται, περισσότερο ως πολιτικός όρος παρά γεωγραφικός, αφ’ ενός η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και συγκεκριμένα η τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια χερσόνησος της Ευρώπης και αφετέρου συλλήβδην και χώρες γειτονικές που βρίσκονται εκτός των φυσικών γεωγραφικών ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το μακρινό παρελθόν λειτούργησε και λειτουργεί ως σταυροδρόμι, μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της Θράκης.          
2 Μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας που ήταν υποδουλωμένη στους άπιστους εισβολείς και αιμοσταγείς κατακτητές, Λατίνους και Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, εισέρχεται θριαμβευτικώς στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.
3 (http://www.perivoli.gr/istoria.html) --- Ιστορικό και Δημοσιογραφικό Αρχείο Άγγελου Σακέτου, Εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία», Εγκυκλοπαίδεια «δομή»---vizantinaistorika.blogspot. com/2014/10/ blog-post_10.html10 Οκτ 2014-ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΓΝΑΥΡΑΣ, ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ...nikosxeiladakis.gr/βυζαντινο-πανεπιστημιο-μαγναυρας-οτ/15 Μαρ 2015 - Η λαμπρότερη, αλλά και η πιο συκοφαντημένη περίοδος----Το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, Πνευματικός Φάρος για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, Δρος Αντώνη Πρωτοπαπά, Ιστορικού-ερευνητή,eclass. sch.gr/modules/document/ file.php/G300112/.../ σχολή%20 Μαγναύρας.pdf----http://www. Sansimera.gr/ articles/48#ixzz4A3d6 OxqO..----Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της, του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, https:// pneymatiko.wordpress. com/2008/.../η-αυτοκρατορία-της-νέας-ρώμης-και-οι-πο..--- Χριστιανισμός και Παιδεία www.impantokratoros.gr › ... ›, Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης των μέσων χρόνων - κεφάλαιο Α' - Χριστιανισμός και Παιδεία... (12/11/2009).
4 Του Δρος Αντώνη Πρωτοπαπά  Ιστορικού-Ερευνητή-Πηγή: «Ενατενίσεις», Περιοδική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας, Τεύχος 10ο, Ιανουάριος – Απρίλιος 2010 [www.diakonima.gr/2013/09/14/το-πανεπιστήμιο -της-μαγναύρας-πνευμα].
5 Francis Dvornik (Chomýž,, 14 August 1893 – Chomýž, 4 November 1975), in Czech František Dvorník, was a priest and academic, and one of the leading twentieth-century experts on Slavic and Byzantine history, and on relations between the churches of Rome and Constantinople.---F. Dvornik, La Carriére Universitaire de Constantin le Phiosophe, Byzantinoslavica Πράγα 1931, & Les legends de Constantin et de Méthode vues de Byzance, Byzantinoslavica Πραγα 1933. Η γαλλική μετάφραση του Βίου στις σελίδες 349-380.
6 F. Dvornik, Byzantine Missions among the Slavs, S.S. Constantine-Cyril and Methodius, Rutgers University Press 1970--- Η Χερσών (Херсон) είναι παραθαλάσσια πόλη και πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας της Χερσώνος στην Ουκρανία. Το όνομα «Χερσών» προέρχεται από την ελληνική λέξη «χερσόνησος», που αναφέρεται τόσο στην ομώνυμη ελληνική αποικία, ιδρυθείσα τον 6ον π.Χ. αι., όσο και στο σύνολο της σημερινής Κριμαίας (κατά την κλασική αρχαιότητα Ταυρική Χερσόνησος). Η Χερσών είναι σήμερα ένα από τα σημαντικά λιμάνια και μεγάλο ναυπηγικό κέντρο στην Μαύρη Θάλασσα. Η Χερσών βρίσκεται στις αρχές του δέλτα του Δνείπερου σε απόσταση περίπου 30 χλμ. από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Το Θέμα Χερσώνος, αποτελούσε διοικητικό διαμέρισμα («θέμα») της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, περιλαμβάνοντας τα εδάφη της νότιας Κριμαίας.
7 J.J. Norwich, Βυζάντιο: Το Απόγειο, Αθήνα 1997, σελ. 117. & D. Nicol, Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα 1993, σελ. 203.
8 Schemmel, Fritz, « Die Hochschule von Konstantinopel im IV. Jahrundert p. Ch. n. »,
Neue Jahrbücher für Pädagogik 11 (= Neue Jahrbücher für das klassische Altertum 22), 1908, 147-168. 
9 Οι Βυζαντινοί κατασκεύαζαν 2 τύπους βιβλίων: Το ειλητάριον ή ειλητόν και τον κώδικα. Το ειλητάριον ήταν γνωστό από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, οι οποίοι το κατασκεύαζαν από πάπυρο και το ονόμαζαν κύλινδρο. Το ειλητάριο στην Βυζαντινή εποχή ήταν από ορθογώνιο κομμάτι παπύρου, περγαμηνής ή χαρτιού το οποίο τυλιγόταν γύρω από έναν άξονα σε κάθετη ή σπανιότερα σε οριζόντια διεύθυνση (εικ. 1). Ο αναγνώστης όταν διάβαζε το κείμενο ξετύλιγε λίγο λίγο με το αριστερό χέρι και το ξανατύλιγε με το δεξί. Από τα ρήματα ειλείν και ανελίσσειν που δηλώνουν ακριβώς αυτή την κίνηση, ο τύπος αυτός του βιβλίου ονομάστηκε ειλητάριο ή ειλητό. (εικ. 2).
    
Εικ. 1: Ειλητάριο.
Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου
12ος αι. Σινά, Μονή της Αγίας Αικατερίνης.



Εικ. 2: Σπάνιο έντυπο ειλητάριο με την
Λειτουργία του Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
                                             Βενετία, 1549. Σινά, Μονή της Αγίας Αικατερίνης.         
10 Γεώργιος ο Καππαδόκης: Κληρικός της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, οποίος αν και αιρετικός, ανήλθε ακόμη και στο επισκοπικό αξίωμα. Εδολοφονήθη από φανατικούς ειδωλολάτρες της πόλεως, στις 24 Δεκεμβρίου του 361. Υπήρξε διδάσκαλος του Ιουλιανού, και φημισμένος διδάσκαλος της εποχής του. Η άδικη δολοφονία του από τους παγανιστές, προκάλεσε την δυσαρέσκεια του Ιουλιανού, ο οποίος με επιστολή του έψεξε τους Αλεξανδρείς παγανιστές δολοφόνους. Διέταξε μάλιστα, να βρεθούν  τα βιβλία της λεηλατημένης συλλογής του Γεωργίου, και να αποσταλούν στην Αντιόχεια, όπως και συνέβη ως έναν βαθμό (Σωζομενός, Εκκλ., V, 7, 4 κ.ε.--- Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ΄ 2-3 -  Ιουλιανός, Επιστ., 107 -  Βιβλ. ΙΙΙ, 35-36).
11 Θεοδοσιανός Κώδικας 13.3.16--- Θεοδοσιανός Κώδικας 14.9.3.
12 John Julius Norwich, Βυζάντιο: Οι πρώτοι αιώνες, Αθήνα 1996, σ. 138.
13 «…πολλού γαρ του χρόνου ετεθνήκεις, ω  παι, εξ ότου εισήρρησε τη βασιλίδι αυλή ο Καλυδώνιος τύρρανος, σιδήρω περίφρακτος, μιξοβάρβαρος άνθρωπος, το κυκλώπειον γένος, ο της σώφρονος αλουργίδος ασελγέστατος Κένταυρος, ώ βασιλεία οινοφλυγίας αγώνισμα. Το γαρ έτερον σιωπήσομαι αιδοί της εμής ευκοσμίας της τε ακουόντων σεμνότητος. Καγώ δη τότε της βασιλέως στοάς εξωστρακίσθην, ω θύγατερ, και της Αττικής επιβαίνειν ουκ ην, οπότε τον εμόν βασιλέα Σωκράτην ο Θραξ εκείνος διώλεσεν Άνυτος. Χρόνω δε ύστερον Ηρακλείδαι διέσωσαν, και την πολιτείαν απέδοσαν, το τε άγος των ανακτόρων απεδιοπομπήσαντο».(εκδ. de Boor, σελ. 24)
14 Λεπτομέρειες για το κολοσσιαίον έργον των Ελλήνων αντιγραφέων παρουσιάσαμε κατά την ανάλυση του θέματος: « Η μεγάλη συνωμοσία των τεσσάρων πρώτων αιώνων μ.Χ, κατά των αρχαίων Ελλήνων και του Χριστιανισμού».
15 Πλήρη ανάλυση και αιτιολόγηση των όρων Βυζάντιον, Βυζαντινός, Ρωμαίος/ Ρωμηός και Ρωμηοσύνη, στο έργον του υπτγου ε.α. Σπυρίδωνος Αρώνη: «Αναζητώντας την Αλήθεια», Η ταυτότητα των Ελλήνων, τ. 2ος, σ.249-285, Θεσσαλονίκη 2007, εκδ. Ορθόδοξος Χριστιανική Αδελφότης ΛΥΔΙΑ.
16 Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «Δοκίμια και άλλα κείμενα σαράντα πέντε ετών» (1935-1980), εκδ. Εγνατία, 1980, σ.161.
17 Μεγ. Αμερικ. Εγκ.,τ.9ος, σ.123.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου