ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1
«… Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη,
σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη, στην Αγιά Σοφιά.2
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και
χάνεται ο Φράγκος
σαν την καταχνιά!» (Κ. Παλαμάς)
ΜΕΡΟΣ 19ο
Θ. ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
5. Ελληνισμός και Ρωμηοσύνη
α. Ελληνισμός, Παλαιά Διαθήκη και Χριστιανισμός (Ορθοδοξία)
Δεν μπορεί να νοηθεί Ελληνισμός χωρίς Χριστιανισμό
(Ορθοδοξία).
Με δεδομένο ότι στην
Ελληνική Αυτοκρατορία ο Ελληνισμός εκχριστιανίστηκε, ό,τι
«ελληνικό»-ειδωλολατρικό υπήρχε στον προχριστιανικό Ελληνισμό, δεν το
ενστερνίσθηκε η Ρωμιοσύνη, αποκόπηκε και «πέθανε». Όπως πέθανε η αρχαία θρησκεία και ο παλαιός κόσμος, έτσι και ο αρχαίος
ελληνισμός «πέθανε» ως προς εκείνα τα πολιτικο-θρησκευτικά στοιχεία του, που
δεν εκχριστιανίστηκαν και μετεξελίχθηκε σε αυτό που ονομάστηκε «ελληνοχριστιανισμός».
Για τον λόγο αυτό και η
μάχη των Ελλήνων-Ρωμηών/
Ορθοδόξων, εναντίον των παγανιστών, αρχαιολατρών, συστημικών και
ζηλωτικών εθνοφυλετιστών, είναι αδιάλλειπτος, συνεχίστηκε για αιώνες και συνεχίζεται σήμερα.
Επομένως, στον 21ο αιώνα,
ουσιαστικώς, δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί κάποιος ως «Έλλην», χωρίς να
ταυτίζεται με την Ορθοδοξία. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος υπάρξεως της
Ρωμιοσύνης σήμερα. Κατά κάποιον τρόπον, η
Ρωμιοσύνη ομοιάζει με την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία παραμένει αναλλοίωτη στους
αιώνες και ανεπηρέαστη από τα εφήμερα πολιτικο-κοινωνικά ρεύματα τα οποία
έρχονται και φεύγουν, κι’ όχι τυχαία
άλλωστε, αφού η Ρωμιοσύνη έχει ταυτιστεί με την Ορθοδοξία.
Όπως λοιπόν η Εκκλησία
συνεχίζει να υπάρχει και να έχει λόγο υπάρξεως για την σωτηρία του ανθρώπου
στον σύγχρονο κόσμο, αυτόν τον ρόλο εξυπηρετεί και η Ρωμιοσύνη για τον
Ελληνισμό.
Όσο υπάρχει Ρωμηοσύνη θα υπάρχει και
Ελληνισμός!
Είμαστε ένας λαός με
συνεχή και αδιάσπαστη ιστορική παρουσία για πάνω από 3.000 χρόνια. Εκτός από την
συνέχεια/καθαρότητα αίματος (Φυλή) που φυσιολογικώς λόγω των αμέτρητων
επιμειξιών με αλλογενείς και αλλοφύλους, έπαυσε να υπάρχει, έχουμε την
πλήρη κυριότητα και πρωτοθρονίαν στο παγκόσμιο πνευματικό στερέωμα και μίαν
αδιάκοπη πολιτισμική συνέχεια.
Ήδη από τον προ Χριστού
θεοκεντρικό πολιτισμό μας, με την έννοια της αναζητήσεως της σχέσεως των
ανθρώπων με το θείον, αποκτήσαμε μια νέα ταυτότητα, την Ρωμαίϊκη ταυτότητά μας. Αυτή η
εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα της ζυμώσεως του πολιτισμού μας, με τέσσαρες (4)
παραδόσεις:
1/ Την προχριστιανική Ελληνική.
2/ Την ελληνοποιημένη Ρωμαϊκή.
3/ Την μεταχριστιανική απαλλαγμένη από ειδωλολατρικά
κατάλοιπα, Ελληνική και
4/ Την Παλαιοδιαθηκική Εβραϊκή.
Στο σημείο αυτό, κάποιοι
μπορεί να αντιδράσουν με οργή ή έκπληξη, και να ερωτήσουν τα εξής:
Είναι δυνατόν οι αρχαίοι
Έλληνες οι φωτοδότες του κόσμου, να εδανείστηκαν στοιχεία από την παράδοση των
Εβραίων της Παλαιάς Διαθήκης; Τι σχέση έχουν οι Έλληνες με τους Εβραίους
(Ισραηλίτες) της Παλαιάς Διαθήκης; Μήπως έχουν δίκαιο όσοι ομιλούν για
Εβραιοχριστιανισμό ή Ιουδαιοχριστιανισμό;
Όσοι ανήκουν σ’ αυτήν
την κατηγορία, καλούνται αρχικώς να ηρεμήσουν, να μελετήσουν και πάλιν τα
θέματα, σχετικά με τα παραπάνω, που
έχουμε ήδη αναλύσει μέχρι τώρα, και μετά αν νομίζουν πως δεν ικανοποιήθηκαν, ας
ανοίξουν τις σελίδες της αρχαίας γραμματείας, ας κοιτάξουν μέσα από τον
καθρέπτη της αληθινής ιστορίας, όχι την απατήλιας συμβατικής/συστημικής, αφού πρώτα φροντίσουν ν’ απεξαρτηθούν από την μηνυματική
και πληροφοριακή ηρωΐνη του ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ.
Όπως έχουμε επισημάνει
και στο παρελθόν, ο ισχυρισμός ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι, δήθεν, το βιβλίο της
αρχαίας ιστορίας (πολιτικής-θρησκευτικής) των σημερινών Ιουδαίων (Jews) [κακώς αποκαλουμένων Εβραίων], είναι
προϊόν παλαιάς και μεγάλης πλάνης
επιβληθείσης από το Σύστημα3
Η άποψη αυτή, δηλαδή
ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι η ιστορία των Εβραίων (προχριστιανικών και
μεταχριστιανικών), αναιρείται από το γεγονός ότι οι σημερινοί Ταλμουδιστές
Ιουδαίοι/«Εβραίοι» (Jews) έχουν απορρίψει την Παλαιά
Διαθήκη από την εποχή των προ Χριστού προγόνων τους Φαρισαίων. Δυστυχώς, όμως, επειδή
η αποπλανητική αυτή θέση, έχει διοχετευθεί εδώ και αιώνες στον Χριστιανικό
κυρίως κόσμο, περίπου ως δόγμα, η Παλαιά
Διαθήκη, το Βιβλίο των Βιβλίων, δεν χρησιμοποιείται για έρευνα επί ελληνικών
θεμάτων..
Την αποστολή αυτή της
παραπλανήσεως και διαστροφής της Αληθείας έχουν αναλάβει με το…αζημίωτο φυσικά,
οι έμποροι πνευματικής και πληροφοριακής ηρωίνης και οι δεσμοφύλακες των «δημοκρατικών
και ….ανθρωπιστικών» φυλακών του Συστήματος
Αυτή είναι η μεγάλη
πλάνη, αφού από τους προχριστιανικούς αιώνες, μέχρι σήμερα, οι Ταλμουδιστές
Ιουδαίοι/«Εβραίοι» (Jews) ακολουθούν τα δόγματα
του Ταλμούδ, λατρεύουν τον δικό τους «Θεό», τον Σατανά (ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ:
2/9 και 3/9), σφετεριζόμενοι τα ονόματα και την ιστορία του Παλαιού Λαού Ισραήλ
της Παλαιάς Διαθήκης,του ευλογημένου από τον Ιαχβέ-Ιησού Χριστόν, για ευνόητους
λόγους.
Τα έχουμε γράψει αρκετές
φορές και θα τα επαναλάβουμε συνοπτικώς άλλη μία:4
1ο/ Οι λέξεις Χριστιανός
(που χαρακτηρίζει την πλεοψηφία των σημερινών Ελλήνων) και Εβραίος (της Παλαιάς Διαθήκης),
δεν έχουν φυλετική σημασία.
2ο/ Η αρχική σημασία του ονόματος Έλλην που είναι πολύ νεώτερο των
ονομάτων Πελασγός, Αιολεύς, Αχαιός, Ίων, Δωριεύς, Δαναός, ήταν πνευματική/ θρησκευτική.
Με την διεξαγωγή των Ελληνοπερσικών πολέμων (5ος π.Χ. αι.) το όνομα Έλλην απέκτησε
και Εθνική σημασία, ποτέ όμως φυλετική, αφού ο καταγεγραμμένος και
πιστοποιημένος Γενάρχης των (Προ) Ελλήνων ήταν ο Ίων.5
«Όπως είναι εξακριβωμένο, αρχηγοί των Ελλήνων υπήρξαν οι Ίωνες,
από τον Ιωΰαν, έναν
από τους άνδρες που έκτιζαν τον πύργο όταν διαιρέθηκαν οι γλώσσες…»6
Οι πρόγονοι των λαών
που ήλθαν σε επαφή κατά την προϊστορική-ιστορική αρχαιότητα με τους προγόνους μας, τους
εγνώρισαν ως Γιουνανί,
Ιαβανούς και όχι ως Έλληνες. Τα
ονόματα αυτά συνέχισαν οι επόμενες γενεές και μετά την εμφάνιση του ονόματος
Έλληνες αλλά και οι κατακτητές περιοχών αρχικής ελληνικής κυριότητος (π.χ.
Τούρκοι). Με τα ίδια ονόματα μας αποκαλούν και οι απόγονοί τους στις ημέρες μας
(Πέρσες, Αιγύπτιοι, Ινδοί/ Πακιστανοί, Άραβες, κλπ.)
«Η χώρα ονομάστηκε
οριστικώς Ελλάς και οι κάτοικοί της Έλληνες, κατά την περίοδον 9ου-8ου π.Χ. αι.
πάντως προ του 7ου αιώνος, δεδομένου ότι εις ηλειακήν περιγραφήν της εποχής
ταύτης αναγιγνώσκομεν την λέξιν Ελλανοζίκης
ήτοι ελλανοδίκης, γενικώς δε
συνετέλεσεν εις την παραδοχήν και επικράτησιν του ενιαίου Εθνικού ονόματος, η δια της
Θρησκείας, του εν Δελφοίς ιερού μαντείου και της δελφικής αμφικτυονίας, ως και
των εν Ολυμπία πανελληνίων αγώνων, καλλιεργηθείσα ανάγκη εθνικής ενότητος»7
3ο/ Το όνομα Έλλην/
Έλληνες:
-Είναι πολύ μεταγενέστερο των ονομάτων
Ίωνες-Αιολείς-Δωριείς-Αχαιοί-Δαναοί, ασυγκρίτως δε μεταγενέστερο του ονόματος
Πελασγοί.
-Δεν είναι όνομα με φυλετική αλλά με θρησκευτική και
πνευματική σημασία, συμβολίζον την Εθνική ενότητα όλων των Πελασγικών φύλων που
έδρασαν στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου-Μεσογείου, με βασικό φυλετικό πυρήνα
τους Ίωνες (Γενάρχης των οποίων ήταν ο
Ίων/ Ιωΰαν/ Ιαβάν).8
Οι Ίωνες/Ιαβανοί (Ιάονες στην Ομηρική γλώσσα <la Foves,9 Ιαβάνα στα σανσκριτικά) είναι:
·Ιαφεθικά φύλα, ο κύριος αν όχι ο αποκλειστικός πυρήνας
των Προελλήνων, με γενάρχη τον Ιωΰαν /Ίωνα υιό του Ιάφεθ
ή Ιαπετού, όπως εξελληνίσθη και διεσώθη το όνομά του στους ιστορικούς
απογόνους του αρχαίους Έλληνες.
«Ο Ιαπετός ως σύζυγος της Ασίας ήτο ιδίως ο πρόγονος
των λαών της ΒΔ Ασίας και Ευρώπης εκ των οποίων κατά την Παλαιά Διαθήκη
πρόγονος ήταν ο Ιάφεθ. Κατά την παράδοση ταύτη ωνομάσθη Ιαπετική φυλή η περιλαμβάνουσα τους λαούς τους εν Ευρώπη και εν
Β.Δ. Ασία κατοικούντας λαούς…».10
·Το πανάρχαιο φυλετικό όνομα των
Πρωτοελλήνων. Αυτό
επιβεβαιώνεται από την Βίβλο γιατί επί Φαλέγ
και Ιωΰαν διεσπάρησαν οι κάτοικοι της γης, για πρώτη φορά, κατά
τις διάφορες φυλές μεταξύ των οποίων και των Ιώνων.11
«…Άρα και η αρχή της Ελληνικής
ποιήσεως ανάγεται εις την αρχαίαν
ιαπετικήν φυλή εις την οποίαν ανήκουν και οι Έλληνες».12
Η λέξη Ίων/Ιωΰαν:
·Προέρχεται από την ασυνήθη ρίζα Yayin( effervesce) που σημαίνει ζυμώνομαι, αναβράζω, οίνος
που έχει υποστεί ζύμωση.13
·Είναι ταυτόσημη της λέξεως Javan που έχει την ίδια προέλευση με την
λέξη Yayin. Συναφής
είναι η λέξη Johanan (Α΄
ΠΑΡΑΛΕΙΠ.: 3/15) που σημαίνει Jehovah has favored (Ο Θεός έχει ευνοήσει). Ο οίνος συμβολίζει το αίμα (ΛΟΥΚ: 22/18).
Κατά συνέπεια, οι αρχαίοι Ίωνες/Προέλληνες/Έλληνες, κατά ανεξήγητη θεϊκή εύνοια
υφίσταντο μυστηριακή ζύμωση/προπαιδεία, ώστε στον κατάλληλο χρόνο, να καταστούν
ικανοί να κοινωνήσουν με τον αποκαλυφθέντα Ιαχβέ/Ιησού Χριστό.
Το όνομα Ίωνες σημαίνει:
·Οι προετοιμαζόμενοι υπό του Θεού (ζυμούμενοι δια του σπερματικού λόγου,
της Ελληνικής φιλοσοφίας) προς διάδοση του Θείου λόγου, της Ορθοδόξου
Χριστιανικής Πίστεως.
·Οι προετοιμάσαντες την οδό του
Χριστιανισμού (Ορθοδοξία) όπως ο Ιω(α)ν-νης ο Πρόδρομος προετοίμασε την οδό του
Κυρίου.
-Χρονολογικώς
εξεταζόμενο δεν προσδιορίζει την αρχική ταυτότητα κάποιας φυλής, άσχετα με τα
παραμύθια για αμαθείς-αφελείς-ακατήχητους μυθιστοριογράφους-θεατρικούς
συγγραφείς-σεναριογράφους της τηλοψίας για μικρά παιδιά, της Ελληνικής
Μυθολογίας, περί τεσσάρων προελληνικών φύλων και του Έλληνος ως γενάρχου, δήθεν, των Ελλήνων.
-Είναι τίτλος μυστικής και
δυσεξήγητης προελεύσεως, ο οποίος έλαβε οικουμενικό χαρακτήρα, μετά την
ευλογίαν των Ελλήνων από τον ίδιον τον Κύριον Ιησού Χριστόν.14
-Καταδεικνύει τον διδάσκαλον της
ανθρωπότητος του οποίου η καρδιά γεμίζει από θείον έρωτα προς το Υπέρτατον Όν.
Μεταφυσικό/ Άσαρκο (τότε), Υπερλογικό-Προσωπικό (σήμερα), τον Τριαδικό Θεό της
Ορθοδόξου πίστεως.
-Έστω και αν χρησιμοποιήθηκε πολύ
αργότερα, προς δήλωση του Έθνους των Πελασγών /Ιώνων/Ιαβανών και λοιπών ομαίμων
πατριών, δεν μπορεί να αποτελεί φυλετικό γνώρισμα. Κατεγράφη στην συμβατική
ιστορία, ως φυλετικό όνομα είτε εξ αγνοίας είτε σκοπίμως, προς αποσύνδεση από
τις προϊστορικές ρίζες των προ-Ελλήνων.
-Εμφανίζεται
για πρώτη φορά, στην γενική του σημασία σε επίγραμμα του Αρκάδος αυλωδού
Εχεμβρότου σε επίγραμμα της 48/3 Ολυμπιάδος (584 π.Χ.), όπως προαναφέραμε, με
θρησκευτικόν χαρακτήρα.
«Εχέμβροτος Αρκάς έθηκε
τω Ηρακλεί, νικήσας τοδ’ άγαλμα Αμφιντυόνων αέθλοις Έλλοισι δ’ άδων μέλεα και ελέγους» (Παυσανίας, Περιηγητικά,
10, 7, 3)
«Το όνομα των Ελλήνων δεν θεωρείται πλέον χαρακτηριστικό γένους
αλλά διανοίας και Έλληνες έφθασαν να καλούνται οι μετέχοντες μάλλον της
παιδεύσεώς μας παρά της κοινής φύσεως» (Ισοκράτης, Πανηγυρικός, 50)
Το όνομα Ελλάς / Έλλην
(Ελ-λην) περιείχε το «πνευματικό
μόσχευμα», σαν αποτέλεσμα της Οικουμενικής αποστολής, που δόθηκε μυστικώς στον
Ελληνισμό από τον Θεό της Π.Δ. (Τον ίδιο Θεό με αυτόν της Κ.Δ.). Με αυτό το
θεϊκό μόσχευμα, γινόταν το πνευματικό μπόλιασμα ανθρώπων κάθε φυλής ώστε να
γυμνάζονται πνευματικά για την αποκάλυψη της Αλήθειας!!!
Τέλος για τους δεσμούς
που συνδέουν τους αρχαίους Έλληνες με τους «Εβραίους»/παλαιό λαό Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης,
παραπέμπομεν στην αναλυτική καταγραφή και αιτιολόγηση που αναφέρεται στο
βιβλίον «Αναζητώντας την Αλήθεια» [τόμος
1ος, Η Παλαιά Διαθήκη, Σπυρίδων Κ. Αρώνης, Πάτρα,1999, σ.145-153, (SET
960-91143-1-8, ISBN 960-91143-0-X)].
3ο/ Η λέξη Εβραίος
προέρχεται από την λ. Έβερ (Χαλδαϊκή ρίζα Άβαρ) που σημαίνει ο πέραν (ο απέναντι
κείμενος ή ο από απέναντι ερχόμενος), περάτης ή πέρατος.
Με βάση τα παραπάνω, ο
Αβραάμ, εξεταζόμενος από πλευράς φυλετικής καταγωγής, δεν μπορεί να ονομάζεται
Εβραίος, αφού το όνομα Εβραίος:
® Ήταν άγνωστο μέχρι τότε
(περί το 2000 π.Χ.), δηλαδή σε μια εποχή όπου τα είδη και οι κλάδοι των φυλών
είχαν ήδη ονομασθεί και οι φυλές είχαν διασπαρεί από τον Κύριον «επί πρόσωπον
πάσης της γης» (ΓΕΝΕΣΗ: κεφ.10ον-11ον).
® Είναι πολύ
μεταγενέστερο των ονομάτων των προπατόρων του Αβραάμ, τα οποία (ονόματα) συνήθως
προσδιορίζουν και τα φυλετικά γένη. Οι αρχαιότατοι πρόγονοι του Αβραάμ, ασφαλώς
αντιπροσώπευαν, ο καθένας τους κάποια φυλή, το όνομα της οποίας θα πρέπει να
ερευνηθεί μέσα από την Βίβλο. Εάν δεν είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο, τότε
το λογικώτερο φυλετικό όνομα των απογόνων του Αβραάμ έπρεπε να είναι Αβραμίτες ή Αβρααμίτες και όχι Εβραίοι.
® Δόθηκε από μη Εβραίους,
τους Χαναναίους, με σαφή σημασία διαφορετική της φυλετικής τοιαύτης.
Συνεπώς για την λέξη Εβραίος (περάτης) καταλήγουμε
στις εξής ερμηνείες:
· Ιστορική - Γεωγραφική
Ο Άβραμ ονομάσθηκε Περάτης ή Εβραίος επειδή προερχόταν από
την γενέτειρά του Ούρ των Χαλδαίων και διεπέρασε την Χαναάν, κατά μήκος, από
Βορρά προς Νότο, μέχρι τον τόπο της Συχέμ {ΓΕΝΕΣΗ: 12/6).
«Επειδή ο Άβραμ δεν
κατήγετο από την Παλαιστίνη, αλλά ήλθε από την Βαβυλωνία που ήταν πέραν του ποταμού, γι’ αυτό από τον
τόπο και το γεγονός πήρε το όνομα και ονομαζόταν περάτης» (Ιωάν. Χρυσόστομος,
στην Γένεση, Λόγος Θ΄, σ. 171).
· Συμβολική - Προφητική
Η Ούρ σε σχέση με την
Χαναάν ήταν Ανατολή με Δύση. Η Χαλδαϊκή ή Βαβυλωνιακή Ούρ, ήταν η πραγματική
πατρίδα του και η Χαναάν μία ξένη χώρα.
Ο Αβραάμ, σαν απόγονος
του Αδάμ, προερχόταν από την Ανατολή («εφύτευσε ο Θεός Παράδεισον εν Εδέμ κατά
ανατολάς» - ΓΕΝ.: 2/8), δηλαδή από τον Θεό. Με εντολή του Θεού παρώκησε στην
Χαναάν - Γη της Επαγγελίας (παρεπιδημία στην Γη). Με την πίστη του κατέληξε
(επέστρεψε) στην πραγματική πατρίδα του (επουράνια) (ΕΒΡ:11/8, ΜΑΤΘ: 19/28-29).
«Πίστει παρώκησε Αβραάμ
εις την γην της επαγγελίας ως αλλοτρίαν σαν ξένος και παρεπιδημών επί της γης»
(ΕΒΡΑΙΟΥΣ: 11/9 και 11/13).
«Ο Μωϋσής ωνόμασε τον
υιόν του Γηρσάμ, λέγων ότι του δίνω αυτό το όνομα, διότι πάροικος ειμί εν γη αλλοτρία...» (ΕΞΟΔΟΣ: 2/22 και 6/4). Η λέξη
Γηρσάμ σημαίνει πρόσφυγας, άστεγος.
4ο/ Ουδέν από τα ονόματα Εβραίος
(Ισραηλίτης) - Έλλην - Χριστιανός έχει φυλετική σημασία. Και οι τρεις λέξεις
έχουν υπερφυλετικό νόημα, συμβολική / προφητική σημασία, πνευματικόν/θρησκευτικόν
και Οικουμενικόν χαρακτήρα.
Ας αναζητήσουν λοιπόν
οι αρνητές της Π.Δ. την αλήθεια, στο Οικουμενικό Πνεύμα του Ελληνισμού -
Χριστιανισμού και όχι στο Φυλετικό αίμα, το οποίο (αίμα) αργά ή γρήγορα θα τους
«πνίξει» από τις ανοησίες, τις διαστροφές, τα ψεύδη, τις αλχημείες, τις σοφιστείες
(βλέπε αγυρτίες) και τις ύποπτες συμμαχίες που μετέρχονται με Νεοφοίνικες,
Νεοεποχίτες και Αχαρνιστές, για να θέλγουν και να εξαπατούν τους πραγματικούς
Έλληνες πατριώτες!
5ο/ Η Παλαιά Διαθήκη είναι Ο Λόγος του Θεού Ιαχβέ-Ιησού
Χριστού προ της ενσάρκου παρουσίας Του επί της γης.
6ο/ Οι Εβραίοι, ο λαός
Ισραήλ της Π.Δ. (Ισραήλ: Ισχυρός/Ρωμαλέος λαός του Θεού) ΟΥΔΕΜΙΑ σχέση
φυλετική ή πνευματική έχει με τους σημερινούς Tαλμουδιστές Ιουδαίους (Jews) που
έχουν απορρίψει την Παλαιά Διαθήκη, την οποίαν έχουν χαρακτηρίσει ως βιβλίον
«αλλοτρίων κτηνών» (γκόϊμ).
Όσοι ήσαν γνήσιοι
Εβραίοι, πιστοί στην διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.) ανέμεναν τον προφητευμένον στα βιβλία της
Παλαιάς Διαθήκης Μεσσίαν, ανεγνώρισαν Αυτόν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, Τον
επίστεψαν ως Θεό και έγιναν Χριστιανοί.
Ο γόνιμος συγκερασμός,
λοιπόν, των τεσσάρων προαναφερθεισών παραδόσεων, έγινε υπό το φώς της Πίστεως
στον ενσάρκως αναστηθέντα Χριστό και τα Δόγματα της Ορθοδοξίας. Από το στενόν Ελληνισμό του Ελληνικού Έθνους,
περάσαμε στην Οικουμενική Ρωμηοσύνη του «αγίου
Έθνους».
β. Ελληνική Εθνότητα, Ελληνικότης, Ρωμαϊκή υπηκοότητα
και Ρωμηοσύνη.
Πολλοί διερωτώνται αν
κάτω από το όνομα Ρωμαίος εκείνη την εποχή χάνεται, κρύβεται ή αλλοιώνεται ο
Ελληνισμός. Η αλήθεια είναι ότι το όνομα
Ρωμαίος δήλωνε εκείνη την εποχή την υπηκοότητα, όχι την εθνική καταγωγή.
Δηλαδή στο πολυεθνικό μέχρι το 1204 κράτος της Ρωμανίας, με συνεκτικό κρίκο την
ελληνική γλώσσα, τον ελληνικό πολιτισμό, την μελέτη των αρχαίων κλασικών και
ασφαλιστική δικλείδα την Ορθόδοξη Πίστη, κατοικούσαν διαφορετικές
εθνότητες.
Η ελληνική εθνότητα
ήταν πάντα κυρίαρχη έστω κι αν κατά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας, το
όνομα Έλλην δεν εχρησιμοποιείτο ευκολα λόγω συνδέσεώς του με την ειδωλολατρία.
Ο επίσκοπος Ρώμης
Ιερώνυμος αναφέρει ότι οι Ρωμαίοι βρίζουν τους χριστιανούς ως «Ελληνες και
επιθέται» [Επιθέτης=Απατεών, επίβουλος]. Ο
χριστιανισμός και ελληνισμός για τους Ρωμαίους ήταν ένα και το αυτό
(Ιερώνυμος,Epist.54 and Furiam 5,PL 22,552).
Η Β΄ Οικουμενική
σύνοδος 381 μ.Χ. απεφάνθη με τον Ζ' κανόνα για τους «Έλληνες»: «Αρειανούς μεν και Μακεδονιανούς και
Σαββατιανούς και Ναυατιανούς τους λέγοντας Καθαρούς και Αριστερούς… Πάντας ως Έλληνας δεχόμεθα» [Σε επιστολή προς τον
Αντιοχείας Μαρτύριον, η φράση του Ζ΄κανόνος «…τους λέγοντας εαυτούς καθαρούς
και Αριστερούς…»
καταγράφεται και συμπληρώνεται ως εξής: «...τους λέγοντας εαυτούς καθαρούς και
καθαρωτέρους, εν άλλοις κείται αρίστους…» (ΣΣ: Η καταγραφείσα λέξη Αριστερούς προέρχεται
από εσφαλμένη αντιγραφή ή υποννοεί τους αλαζονικώς διακηρύττοντας εαυτούς ως
αρίστους, αλάνθαστους, παντογνώστες, ή θεωρεί τους ανοήτους/ανεπιτήδειους που
τότε εκαλούντο άριστοι κατ’ ευφημισμόν/Βλέπε λ. Αριστερός στο Λεξικό Σκαρλάτου Βυζαντίου)].
Είναι
προφανέστατη η θρησκευτική χροιά της λέξεως. Εδώ έχουμε συγκρίσεις θρησκειών.
Δεν θα είχε νόημα η σύγκριση θρησκειών με εθνότητα!
Όμως, από τον 9ο αιώνα έχουμε γραπτές μαρτυρίες
ότι η ελληνική εθνότητα συνεχίζει την ιστορική της πορεία και είναι διακριτή
από τις άλλες εθνότητες. Συγκεκριμένα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μέγας
Φώτιος απαντώντας προς τον Επίσκοπο Κυζίκου Αμφιλόχιο επί θεολογικών ζητημάτων (Ερώτηση
205η. Για την διαμόρφωση και το χαρακτήρα των Αγίων εικόνων), γράφει ὅτι:
«Προτείνουσιν, ἔφης,
τῶν Εἰκονομάχων οἱ θρασύτεροι καί κακόσχολοι, καί σοφόν ἡγοῦνται τό περίεργον,
ποία τῶν εἰκόνων τοῦ Χριστοῦ ἀληθής, πότερον ἡ παρά Ρωμαίοις, ἤ ἥνπερ Ἰνδοί
γράφουσιν, ἤ ἡ παρ’ Ἕλλησιν, ἥ ἡ παρ’ Αἰγυπτίοις....».
[Θέτουν, είπες, το ερώτημα οι θρασύτεροι και
κακόπιστοι από τους Εικονομάχους και που θεωρούν σοφία το περίεργο: "Ποια
από τις εικόνες του Χριστού είναι αληθινή; Εκείνη που έχουν οι Ρωμαίοι, ή αυτή
που ζωγραφίζουν οι Ινδοί, ή αυτή που ζωγραφίζεται από τους Έλληνες (Εθνικούς) ή
τους Αιγυπτίους; γιατί αυτές δεν μοιάζουν η μία στην άλλη, και όποια από αυτές
χαρακτηρίσει κάποιος αληθινή, είναι φανερό ότι διαγράφει τις υπόλοιπες"].
Βλέπουμε ότι αναφέρεται
σε Έλληνες που αγιογραφούν τον Χριστό, άρα σε Έλληνες Χριστιανούς της εποχής
και όχι σε Έλληνες με την έννοια του ειδωλολάτρη.
Το παράδειγμα του
σημερινού Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας είναι
χαρακτηριστικό για να καταλάβουμε την διαφορά μεταξύ υπηκοότητος και εθνότητος.
Οι κάτοχοι του διαβατηρίου αυτού είναι υπήκοοι του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά
εθνολογικά άλλοι –οι περισσότεροι είναι Άγγλοι, άλλοι Σκώτοι, άλλοι Ουαλλοί,
άλλοι Βορειο-ιρλανδοί κ.λπ.
Έτσι και οι υπήκοοι του
Αυτοκράτορος της Ρωμανίας, ήσαν Ρωμαίοι ως προς την κρατική υπηκοότητα, αλλα ως
εθνότητα άλλοι είχαν την ελληνική –οι περισσότεροι -άλλοι την σερβική, άλλοι
την αρμενική, αλλοι ήσαν Βάραγκοι Σκανδιναβοί (η φρουρά του Αυτοκράτορος) κ.λπ.
Όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο η επικρατούσα εθνότητα είναι οι Άγγλοι και δίνουν την
γλώσσα τους και τον πολιτισμό τους σε όλο το κράτος, έτσι και οι Έλληνες στην
Ρωμανία ήσαν το επικρατούν στοιχείο και επέτυχαν να καθιερώσουν την γλώσσα τους
και τον πολιτισμό τους.
Στην ελληνική
Αυτοκρατορία της Νικαίας, μετά τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι βασίλευσε ο γαμβρός
του, ο ελεήμων και γενναίος Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης, ο οποίος
γεννήθηκε στο Διδυμότειχο και τιμάται ως Άγιος από την Εκκλησία μας (στις 4
Νοεμβρίου). Ο Βατάτζης το 1237 απήντησε σε μία θρασεία επιστολή του Πάπα
Ιωάννου Θ΄ και μεταξύ αλλων του γράφει:
«...Μας γράφεις ότι από
το δικό μας, το Ελληνικό γένος,
άνθησε η σοφία και τα αγαθά της και διαδόθηκε στους αλλους λαούς... Οι γενάρχες
της βασιλείας μου είναι από το γένος των Δουκών και των Κομνηνών, για να μην
αναφέρω εδώ και όλους τους άλλους βασιλείς που είχαν ελληνική καταγωγή και για πολλές εκατοντάδες χρόνια κατείχαν τη
βασιλική εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτούς όλους και η Εκκλησία της Ρώμης
και οι αυτοκράτορες τους προσκυνούσαν ως αυτοκράτορες των Ρωμαίων».
Βλέπουμε, λοιπόν, μία
ισχυρή απόδειξη αυτής της διπλής ιδιότητος. Κρατικά ένοιωθαν Ρωμαίοι, αλλά
εθνικά ήσαν Έλληνες και το διεκήρυτταν. Την ελληνικότητά τους βροντοφωνάζουν
και ο γιός του Βατάτζη Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις , ο ιστορικός του 1204 Νικήτας
Χωνιάτης και πολλοί άλλοι.
Την μαρτυρία αυτή του
Βατάτζη, η οποία καταδεικνύει ότι κάτω από τον τίτλο «Βασιλεύς Ρωμαίων» έσφυζε
και επάλλετο η
μηδέποτε διακοπείσα ελληνική εθνική συνείδηση, προσπάθησαν κάποιοι
να αμφισβητήσουν ως μη γνήσια. Όμως την απάντηση δίδει ο ομότιμος καθηγητής της
Βυζαντινής Φιλολογίας, Παναγιώτης Νικολόπουλος:
Το κείμενο ανεκάλυψε
στην Πάτμο ο Ιωάννης Σακελλίων και το δημοσίευσε στο περιοδικό Αθήναιον των
Αθηνών, στο τεύχος 1 του 1872 και στις σελίδες 372-378. Ο Αντώνιος Μηλιαράκης
(1841-1905) δημοσίευσε μία κακοποιημένη νεοελληνική μετάφραση-παράφραση της
επιστολής στο βιβλίο του Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας. Αυτή την
αδόκιμη παράφραση διάβασε ο Γερμανός Αύγουστος Heisenberg και το 1899
αμφισβήτησε τη γνησιότητά της, λέγοντας ότι δεν ήταν δυνατόν η σώφρων Βυζαντινή
γραμματεία να έχει συντάξει ένα τέτοιο κείμενο. Πάντως πρέπει να πούμε ότι ο Heisenberg υπεράσπισε την ελληνικότητα
του Βυζαντίου χαρακτηρίζοντάς το ως «το εκχριστιανισθέν Ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους»,
χαρακτηρισμό τον οποίο επανέλαβε τον 20ο αιώνα και ο Έλλην Βυζαντινολόγος
Διονύσιος Ζακυνθηνός.
Στην αμφισβήτηση του
Heisenberg απήντησε τεκμηριωμένα το 1930 ο Γάλλος βυζαντινολόγος και λόγιος,
μοναχός Venance Grummel (1890-1967). Είχε την εξαιρετική τύχη να βρεί στα αρχεία
του Βατικανού την επιστολή, την οποία έστειλε στον Ιωάννη Βατάτζη, ο Πάπας
Νικόλαος Θ΄ και η οποία αρχίζει με την φράση:
«Επειδή πιστεύετε ότι η
σοφία βασιλεύει εις τους Έλληνας...».
Ο Grummel πιστεύει ότι
αν ο Heisenberg γνώριζε την επιστολή του Πάπα, στην οποία απαντά λέξη προς λέξη
ο Βατάτζης δεν θα αμφισβητούσε το κείμενο του αυτοκράτορος της Νικαίας. Το θέμα
έτσι έληξε για τους επιστήμονες και ο Franz Dolger στα
Regesten των Βυζαντινών Αυτοκρατορικών Εγγράφων, κατατάσσει την επιστολή
μεταξύ των γνησίων εγγράφων. Αλλά και το
2006 ο Luca Pieralli της Βιβλιοθήκης του Βατικανού εκτενώς ομιλεί για την
γνησιότητα της επιστολής του Βατάτζη.
Η ελληνικότητα της παιδείας λοιπόν, αποτελεί άλλη μία
μαρτυρία της ελληνικής ταυτότητας των Ρωμηών της Αυτοκρατορίας.
Οι πολίτες της
Αυτοκρατορίας αν και χρησιμοποιούσαν το κρατικό όνομα Ρωμαίοι, ουδέποτε δίδαξαν
την Αινειάδα του Βιργιλίου που ήταν το έπος της Παλαιάς Ρώμης. Δίδασκαν
μετά μεγάλου σεβασμού τον Όμηρο και τους
κλασικούς Έλληνες συγγραφείς. Ο Στήβεν Ράνσιμαν, αείμνηστος πλέον Βρετανός
Βυζαντινολόγος, συνήθιζε να υπογραμμίζει ότι:
«Η Άννα Κομνηνή δεν εξηγεί ποτέ τα σημεία, τα οποία
αντιγράφει αυτούσια από τον Όμηρο. Όλοι οι αναγνώστες της τα γνώριζαν καθώς ο
Όμηρος αποτελούσε την κύρια διδακτέα ύλη στους μαθητές της αυτοκρατορίας».
Έτσι κατανοούμε
καλύτερα την φράση του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος έγραψε: «Ρωμιοσύνη είναι η Χριστιανική Ελλάδα».
Η νεώτερη έννοια του Ρωμηού (ή Ρωμιού) δεν αρνείται τον Ελληνισμό, αλλά συνδέει την Ορθοδοξία με την
ελληνικότητα και μας θυμίζει την ένδοξη «βυζαντινή» κληρονομιά μας.
Οι έννοιες Ελληνισμός και Ρωμηοσύνη δεν είναι
ταυτόσημες. Ο
Ελληνισμός είναι περιεχόμενον της Ρωμηοσύνης, αλλά η Ρωμηοσύνη είναι μια πολύ ευρύτερη
έννοια, με οικουμενικές διαστάσεις, ενώ ενέχει και διαφορετικά αιτήματα και
προτάγματα.
Ουδείς όμως εχέφρων και
ισορροπημένος ερευνητής θα ήθελε ποτέ να αντικαταστήσει τον «αναντικατάστατον
Ελληνισμόν» με το όνομα Ρωμηοσύνη, για τον απλούστατο λόγο, ότι οι όροι
νοηματικώς δεν συμπίπτουν σήμερα απολύτως. Ο
όρος «Ρωμηοσύνη» σημαίνει τον Ορθόδοξο Ελληνισμό, και μάλιστα στην οικουμενική
εκδοχή του:
Κάθε Ορθόδοξος πολίτης της Νέας
Ρώμης, ανεξάρτητα από την φυλετική καταγωγή του, είναι αυτοδίκαια «Ρωμαίος -
Ρωμηός», ενώ το όνομα «Έλλην», ταυτισμένο από τον 19ο αι. με το «Ελληνικόν
Κράτος», μπορεί με κάθε ευκολία, συστημική κουτοπονηρία και ιδεολογικοπολιτική
αυθαιρεσία, να αποδοθεί και σε ανυπολόγιστο αριθμό μη Ορθοδόξων (μουσουλμάνοι, παπικοί, προτεστάντες, Βουδιστές,
νεοπαγανιστές, Ιουδαίοι, κλπ.).
Συνεπώς,
όταν ο Ορθόδοξος Έλλην αυτοπροσδιορίζεται και με το (κρατικό/πολιτικό,
πνευματικό και ποτέ φυλετικό) όνομα «Ρωμηός», δηλώνει την Ορθόδοξη ταυτότητα
και συνείδησή του. Ουδεμία άρα σύγκρουση μπορεί να υπάρξει στην χρήση αυτών των
ονομάτων.
Τα ονόματα «Ρωμαίος» και
«Έλλην» ταυτίσθηκαν στην μακραίωνη ιστορική τους χρήση και μόνο η φραγκοκρατούμενη
και δυτικοαναθρεμένη λογιοσύνη, έχασε κάποια ισορροπία στην χρήση τους. Όχι όμως
ποτέ το ευρύ στρώμα του λαού και η πνευματική κιβωτός του, η πατερική
Ορθοδοξία.
Η Ορθοδοξία δεν διέσωσε μόνον τον αρχέγονο γνήσιο ελληνισμό
αλλά προσέφερε στον άνθρωπο σταθερό και αείζωον κέντρον αναφοράς. Ο πραγματικός
Ελληνισμός αποκαλύπτεται μόνον εντός της Ορθοδοξίας. Άνευ της Ορθοδοξίας
παραμένει ένα «ορθολογιστικό» θνησιγενές πνεύμα που χαϊδεύει τον νού αλλά
νεκρώνει την καρδιά, ικανοποιεί την σάρκα και αδρανοποιεί το πνεύμα. Αλλωστε ο
σπερματικός λόγος της υψηλής διανοήσεως των αρχαίων ημών προγόνων, δωρεά του
Λόγου-Νόμου, εδόθη για να καταστεί η ανθρωπότητα ικανή να δεχθεί τον
Ενσαρκωμένο Λόγο του Θεού, τον Θεάνθρωπο Χριστό, τον Δημιουργό/Κτίστη και
Δωρητή των πάντων.
Η Ρωμαίϊκη ταυτότητα
ελληνοποιημένη προχριστιανικώς, διαμορφώθηκε προοδευτικά τους πρώτους αιώνες
μετά Χριστόν, έγινε όμως απολύτως διακριτή από τα μέσα του τετάρτου αιώνα και
κυρίως μετά τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, το διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκείας
και την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη.
Η Ρωμανία (η αυτοκρατορία που εσφαλμένως και δολίως
επικράτησε να λέγεται Βυζαντινή) με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη,
αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό της ως την μόνη, ενιαία, αδιαίρετη, οικουμενική,
συντεταγμένη χριστιανική πολιτεία επί της γης. Άξονας, ζητούμενο, λόγος
υπάρξεως και πρόταγμά της, καθίσταται η «σάρκωση του Λόγου», η βίωση της
Βασιλείας του Θεού όχι σε μίαν αφηρημένη, ασαφή, ελπιζόμενη, μεταφυσική
διάσταση, αλλά εν τοις πράγμασι και στην καθημερινή βιωτή. Το όραμα και ο άξονας αυτός αποτελεί την νοηματοδότηση της ζωής των
Ρωμηών, τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο.
Για 1500 χρόνια, μέχρι
περίπου το 1830, το γένος των Ρωμηών, παρά τις όποιες αστοχίες, ανομίες και
παλινωδίες του, αγωνίστηκε ελεύθερα και υπερήφανα για την προάσπιση της
ιδιοπροσωπίας του. Οι αμέτρητοι αγώνες και οι θυσίες των προγόνων μας, ζύμωσαν
και ταύτισαν εν πολλοίς το γένος μας με την ιστορική πορεία της Εκκλησίας του Θεανθρώπου
Ιησού Χριστού. Οι Ρωμηοί αγωνίζονταν και θυσίαζαν εθελουσίως την ζωή τους στο
όνομα του Χριστού, της Ορθοδοξίας, καταθέτοντας μαρτυρία φωτός, στο σκότος του
κόσμου τούτου.
Έχει μεγάλη σημασία και αξίζει να υπογραμμισθεί
ότι στα πρώτα Συντάγματα της Ελλάδος (Σύνταγμα Επιδαύρου, 1822 και Άστρους,
1823) ως Έλληνες χαρακτηρίζονται οι κάτοικοι της επικράτειας και όσοι εκτός
επικρατείας επιθυμούν να ονομάζονται Έλληνες που «πιστεύουσιν εις Χριστόν».
*
Όπως προείπαμε, κατά τον Κωστή Παλαμά:
«Η Ρωμιοσύνη, ήταν
η μητέρα που ανέστησε τον νέο ελληνισμό….Όμως, κάποιο αγνότερο και
πιο βαθύ αίσθημα γλωσσικό, κάτι τι ποιητικό και μουσικά χρωματισμένο, κάτι το
φτερωτό, λεβέντικο για μας και ανάλαφρο, που νομίζω δεν τόχει ο ελληνισμός με
όλη τη βαρειά του ασάλευτη μεγαλοπρέπεια».
«Ρωμιός και Ρωμιοσύνη δεν είναι και τα δύο παρά τα νέα ονόματα του
Έλληνος και του Ελληνισμού».
.Η Ρωμηοσύνη ως
σύνθεση Ελληνικότητας και Ορθοδοξίας έχει μέσα της την οικουμενικότητα, αφού
τόσον ο Ελληνισμός όσον και η Ορθοδοξία διακρίνονται από το
οικουμενικό-καθολικό “πνεύμα” τους. Έτσι, το “πνεύμα” της Ρωμηοσύνης
μεταφέρεται και σε άλλους πολιτισμούς, ή μάλλον καλύτερα βοηθά τους ανθρώπους, απανταχού
της γης, να αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα με την δύναμη αυτού του
“πνεύματος”.
6. Η γλώσσα της
Ρωμηοσύνης
Ευτυχώς για την Ελλάδα
και τον κόσμο, το Ελληνικό Πνεύμα διασώθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η
Εκκλησία συνεχίζει την κοινή ελληνική γλώσσα, δύο χιλιετίες αδιάκοπα μέσα σε
δυσμενέστατες συνθήκες. Η ομηρική γλώσσα καθώς και όλα τα υψηλά πνευματικά
συγγράμματα, διασώθηκαν από τους Ελληνες Πατέρες της Ορθοδοξίας.
H Ρωμηοσύνη, μέχρι και
σήμερα είναι δίγλωσση. Τούτο διότι τα
βλάχικα είναι ουσιαστικά νεολατινικά με σαφή ελληνική επίδραση, τα αρβανίτικα
είναι κατά 50% ελληνικά και 30% Λατινικά και τα σλάβικα έχουν πλήθος ελληνικών
λέξεων και το κυριώτερον Ελληνογενές αλφάβητο. Πρό ετών, ήταν σύνηθισμένο
φαινόμενο οι Ρωμηοί της Χερσονήσου του Αίμου (των Βαλκανίων) να είναι
δίγλωσσοι. Συνήθως ως πρώτη γλώσσα επικρατούσαν τα Ελληνικά. Η μεγαλύτερη ομάδα
επαναστατών του 1821 ήταν οι Αρβανίτες Ρωμηοί, εκ των οποίων πολλοί δεν
εγνώριζαν ελληνικά. Ο Μπότσαρης, ο Τζαβέλλας και όλοι οι Σουλιώτες ήταν
Αρβανίτες. Ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί δίγλωσσοι. Πολλοί μιλούσαν σχεδόν αποκλειστικώς αρβανίτικα.,
όπως π.χ. οι Σουλιώτες.15
Ο Γ. Βαλέτας, αναλύοντας αυτήν την φράση του λαού «μίλα
ρωμαίϊκα» σε αντίστοιχο άρθρο του λέγει τα εξής αξιοπρόσεκτα:16
«Όταν ο
λαός λέγει "μίλα ρωμέϊκα", αναφέρεται όχι μόνον στην γλώσσα, αλλά και
στη σαφήνεια, την ειλικρίνεια, την παρρησία (ντομπροσύνη), τη γνησιότητα, την
αληθινή και πηγαία χωρίς προσποίηση, επιτήδευση, περιστροφές ακκισμούς
ελληνικότητα. Περ' απ' αυτά όμως εκφράζει η πολυσήμαντη, αναντικατάστατη και
αμετάφραστη, όπως είπαμε, αυτή λέξη κάτι το ηρωϊκό, το σεπτό και το άγιο,
συμβολίζει τη ρίζα και τη φύτρα του νέου ελληνισμού, τις περιπέτειες και τους
αγώνες του, τη θέληση του να ζήσει, να δημιουργήσει και να επιβληθή σαν
ελεύθερος λαός, μακρυά από κάθε καταναγκασμό και βιασμό αυτής της θελησής του».
Γι' αυτό και αίτημα της εποχής μας πρέπει να είναι:
“Μίλα ρωμέϊκα”, δηλαδή λέγε τον λόγο της ειλικρίνειας, της αλήθειας, της
ντομπροσύνης, την γλώσσα που ξεπερνά τον θάνατο και την μιζέρια.
Το εθνικόν πρόβλημα που
συνεζητείτο μεταξύ Παλαμά, Σωτηριάδη και Πολίτη το 1901 εξ αιτίας της
"Ιστορίας της Ρωμιοσύνης" του Εφταλιώτη, δεν προέκυψεν μόνον ως
αποτέλεσμα της ιδρύσεως του νέου ελλαδικού κράτους μέσω του συντάγματος του
1822. Ούτε και είναι δημιούργημα της επισήμου γλώσσης ως φαίνεται να πιστεύουν
ο Παλαμάς, ο Εφταλιώτης και άλλοι δημοτικιστές.
Η λεγόμενη καθαρεύουσα
ήταν η επικρατούσα γλώσσα των Ρωμαϊκών Πατριαρχείων και της Εκκλησίας γενικώς,
ως και των Φαναριωτών και πολλών λογίων της εκτός Ελλάδος Ρωμηοσύνης. Ήτο η γλώσσα ενότητος μεταξύ των πολλών
τοπικών διαλέκτων. Μόνον εις την Ελλάδα συνεδέθη η καθαρεύουσα με τα
ονόματα Έλληνες και Ελληνισμός διότι οι Νεογραικοί ενόμιζαν ότι
χρησιμοποιούντες αυτήν, αποδεικνύουν εις όλον τον κόσμον ότι είναι αμιγείς
απόγονοι των αρχαίων Έλλήνων. Τρομάρα τους!
Ως γλώσσα ενότητας για
την άμεση ιστορική επικοινωνία με το παρελθόν και για την εξασφάλιση της
συνέχισης της Ρωμηοσύνης στο μέλλον, οι Ρωμαίοι/Ρωμηοί χρησιμοποίησαν κυρίως
μια αττικίζουσα διάλεκτο, με την οποία καλλιέργησαν τα Γράμματα και την
Θεολογία, ενώ παράλληλα αποτελούσε την γλώσσα διοικήσεως της Εκκλησίας. Αυτή η αττικίζουσα ελληνική γλώσσα εξήρε
την ενότητα του ελληνικού (ρωμαϊκού) πολιτισμού.
Ο Ρωμηός, πέρα από
γλωσσικές συμβάσεις, έχει ισχυρά αναπτυγμένη την εθνική του μνήμη και συνείδηση
με ακλόνητα ρωμαίϊκα αισθητήρια, εκφράζοντας την υπέρτατη λατρεία και αφοσίωση
στους προγόνους και τον πολιτισμό του σε όλο του το μεγαλείο και σε όλες τις
εκφάνσεις αυτού. Για τον λόγο αυτό, δεν δέχεται εκούσια να αποκοπεί από κανέναν
ρωμαίϊκο θησαυρό ολόκληρου του ελληνικού πολιτισμού. Οι Τέχνες, τα Γράμματα, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα όχι μόνο δεν
τίθενται στο περιθώριο, στον βωμό τού λεγόμενου εκσυγχρονισμού, αλλ’ αντίθετα,
προβάλλονται και εκθειάζονται, σε πείσμα όσων πιστεύουν (ή μήπως επιθυμούν;) το
αντίθετο.
Ταυτόχρονα, όμως, ο
Ρωμηός θα πρέπει να γνωρίζει και να μιλάει και τα αττικά ρωμαίϊκα, τα οποία θα
χρησιμοποιεί σε όλες τις παραμέτρους, που αφορούν στο πεδίο τής Ρωμηοσύνης, σε
όλες τις σφαίρες τής διανοήσεως και της ιστορικής πραγματικότητας.
Η Ρωμηοσύνη ασφαλώς
ταυτίζεται με τις τοπικές διαλέκτους, αλλά ταυτίζεται, επίσης, με μια γλώσσα
ενότητας, η οποία την συνδέει με το παρελθόν, ώστε -με βάση την ιστορική μνήμη-
να γνωρίζει να αντιμετωπίζει το μέλλον περήφανα, όπως ακριβώς ο χρυσός
δικέφαλος αετός της Ρωμηοσύνης. Ωστόσο,
και η Ρωμηοσύνη εκτός Ελλάδας χρησιμοποιεί την ίδια γλώσσα ενότητας,
προκειμένου να καταστεί κοινωνός και συμμέτοχος του πολιτισμού της σε όλες τις
εποχές.
Βέβαια, η Πρεσβυτέρα
Ρώμη ήταν δίγλωσση και κατ' επέκταση και η νέα πρωτεύουσα παρέμεινε δίγλωσση
μέχρι τον Ζ΄ αιώνα, ενώ η Ρωμηοσύνη παραμένει δίγλωσση μέχρι σήμερα.
Οι Ρωμαίοι, όμως,
κατά την κατάκτηση των περιοχών τής Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και του
εσωτερικού τής Μικράς Ασίας δεν προέβησαν στην προσπάθεια εκλατινισμού αυτών,
αλλ' αντίθετα, συνέχισαν τον εξελληνισμό τους, ή προχώρησαν στον εξελληνισμό
των μη εξελληνισμένων ακόμα περιοχών.
Ας σημειωθεί εδώ ότι
μετά το κλείσιμο των λατινικών σχολείων στην Ρώμη το 92 π.Χ., η λατινική γλώσσα
εξασθένισε και δεν θα λάμβανε την γεωγραφική έκταση, την οποία έλαβε τελικά στην
Δύση, αν δεν είχαν επακολουθήσει οι κατακτήσεις τής Γαλλίας, της Μαυριτανίας
και της Βρετανίας από τους Ρωμαίους, όπου εστάλησαν ως άποικοι αυτών ως επί το
πλείστον μισέλληνες Λατίνοι.
Ωστόσο, ήδη το 195 π.Χ.
η λατινική γλώσσα ωμιλείτο στην Ισπανία, το 146 π.Χ. στην Αφρική και είχε
επικρατήσει ως κύρια γλώσσα τής Βόρειας Ιταλίας, ενώ η ελληνική το 92 π.Χ. ωμιλείτο
στην Κάτω Ιταλία, την Σικελία, την Κορσική, την Σαρδηνία, τα ισπανικά νησιά,
τις παραλιακές πόλεις τής Ανατολικής Ισπανίας, τη Γαλλία, την Δυτική Ιταλία και
όλες τις επαρχίες ανατολικά τής Ιταλίας. Συμπερασματικά, η συντριπτική
πλειοψηφία τού πλήθους εντός τής Ρωμανίας μιλούσε την ελληνική γλώσσα.
Επιπλέον, οι λόγιοι Ρωμαίοι,
που έγραφαν στην λατινική γλώσσα, γνώριζαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα και
μιμούνταν τα ελληνικά πρότυπα των γραμμάτων, ταυτισμένοι εν τέλει πολιτιστικά
με τον ελληνικό πολιτισμό.
Όμως, σχεδόν όλοι οι Ρωμαίοι έγραφαν και στην ελληνική
γλώσσα, κυρίως μετά την μεταφορά τής πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη από τον
Μέγα Κωνσταντίνο, οπότε και έγραφαν μόνο στην ελληνική γλώσσα.
α. Ο όρος «Ρωμηοσύνη» ιστορικώς είναι πολύ
παλαιότερος απ’ όσο φανταζόμεθα μέχρι προ τινος. Καταγράφεται στην δεκαετία του
1780 και, γιατί όχι, και προ του 1770, εποχή, την οποία εξιστορεί ο Μπάρμπα
Πατζελιός,[17] ο οποίος
με κάθε άνεση παραδίδει τον όρο. Αν ο όρος πλάσθηκε στην Κρήτη, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί
με τα υπάρχοντα μέχρι στιγμής δεδομένα.
β. Η
κυκλοφορία του όρου στο στόμα του λαού, ανεξάρτητα από την πρώτη εμφάνιση του,
φανερώνει βαθύ ρίζωμά του στην ευρεία λαϊκή συνείδηση, που μένει πιστότερα
εξαρτημένη από την ρωμαίϊκη παράδοση του Γένους.
γ. Είμαστε
υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε πια θέσεις, όπως εκείνες του πανεπιστη-μιακού Νικ. Τωμαδάκη. Ότι δηλαδή, ο
όρος «Ρωμιοσύνη» είναι
«νεόπλασμα του παρελθόντος» (= 19ου αι. ) χρησιμοποιούμενον ακρίτως υπό τίνων
λογοτεχνών (Εφταλιώτης, Κόντογλου, κλπ)! Τέτοιες απολυτότητες, όπως η διακήρυξη
του ιδίου Νικ. Τωμαδάκη, ότι δήθεν «ουδείς προ του 1850, είπεν ή έγραφε την λέξιν αυτήν, με την
οποίαν θέλουν να αντικαταστήσουν τον Ελληνισμόν», απεδείχθησαν ανοίκειες για σοβαρή επιστημονική
έρευνα.
δ. Ουδείς
εχέφρων και ισορροπημένος ερευνητής θα ήθελε ποτέ να αντικαταστήσει τον κατά
τον ίδιο διδάσκαλο «αναντικατάστατον Ελληνισμόν» με το όνομα Ρωμηοσύνη, για τον
απλούστατο λόγο, ότι οι όροι νοηματικώς δεν συμπίπτουν σήμερα απόλυτα. Οι έννοιες Ελληνισμός και Ρωμηοσύνη δεν
είναι ταυτόσημες. Ο Ελληνισμός εμπεριέχεται στην Ρωμηοσύνη, αλλά η
Ρωμηοσύνη είναι μια πολύ πιο ευρεία έννοια, με οικουμενικές διαστάσεις, ενώ
ενέχει και διαφορετικά αιτήματα και προτάγματα.
ε. Κάθε Ορθόδοξος πολίτης της Νέας Ρώμης, ανεξάρτητα από την
φυλετική καταγωγή του, ήταν αυτοδικαίως «Ρωμαίος - Ρωμηός». Το όνομα «Έλλην», όμως, ταυτισμένο από τον 19ο
αι. με το νεοσύστατον «Ελληνικόν Κράτος», μπορεί με κάθε ευκολία και με νομικά
τεχνάσματα, να αποδοθεί και στους μη Ορθοδόξους (μουσουλμάνοι, παπικοί,
προτεστάντες, Βουδιστές, Ιουδαίοι, κλπ.).
στ. Όταν ο Ορθόδοξος Έλλην
αυτοπροσδιορίζεται και με το όνομα «Ρωμηός», δηλώνει την Ορθόδοξη ταυτότητα και
συνείδησή του. Ουδεμία άρα σύγκρουση μπορεί να υπάρξει στην χρήση αυτών των
ονομάτων.
ζ. Τα ονόματα «Ρωμαίος» και «Έλλην» ταυτίσθηκαν στην μακραίωνη
ιστορική τους χρήση και μόνο η Ευρωλάγνα φραγκογενής και φραγκοφορεμένη λογιοσύνη έχασε την
ισορροπία στην χρήση τους. Όχι όμως ποτέ το
ευρύ στρώμα του λαού και η πνευματική κιβωτός του, η πατερική Ορθοδοξία.
η. Η Ρωμηοσύνη:
·Αποτελεί την εθνική
συνείδηση των προγόνων μας από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου έως την εποχή της
Μεγάλης Ιδέας του Γένους.
·Είναι το σύνολο των
πολιτικο-κοινωνικών και θρησκευτικών αξιών εκείνων, που αποτέλεσαν την
αυθεντική ελληνική συνείδηση καθ' όλη την διάρκεια της Ρωμαίϊκης/Ελληνικής
(Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας έως και τις αρχές του εικοστού αιώνα.
·Είναι ο ιδανικός συνδυασμός της
ιστορικής, και πολιτιστικής ταυτότητας, με την ασφαλιστική δικλείδα της Ορθοδόξου πίστεως και
την αυθεντική σφραγίδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο συνδετικός κρίκος του
σημερινού ελληνισμού με τους αρχαίους, προ Χριστού, προγόνους μας.
·Εννοείται ως «ο νέος ελληνισμός» που
είναι ισοδύναμος με τον αρχαίο κόσμο, αλλά έχει δική του φυσιογνωμία, θρησκευτική
Πίστη, πολιτισμό.
·Εκφράζει την Ρωμαϊκή/Ρωμαίϊκη Οικουμενική
Ιδέα που ταυτίζεται με τον Ορθόδοξο Ελληνισμό στην οικουμενική του εκδοχή, αλλά
αντιτίθεται στον συστημικό και ζηλωτικό Εθνοφυλετισμό.
·Είναι μία
υπερβατική και διαχρονική έννοια χωρίς εθνοφυλετικά ή εθνογλωσσικά στεγανά. Άλλωστε,
ας μη λησμονούμε ότι οι βλαχόφωνοι, αρβανιτόφωνοι και σλαβόφωνοι του Γένους, είχαν
σημαντική -αν όχι καθοριστική- συμμετοχή στην διαδικασία της
συγκρότησης αυτής καθ’ αυτήν της ελληνικής εθνικής ιδέας, μέσα από τα σπλάχνα της Ρωμιοσύνης και πολύ πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
συγκρότησης αυτής καθ’ αυτήν της ελληνικής εθνικής ιδέας, μέσα από τα σπλάχνα της Ρωμιοσύνης και πολύ πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
·Αντιπροσωπεύει ένα οικουμενικό «έθνος», το «έθνος το άγιον» (Α΄ Πετρ. 2, 9), στο
θεόφρον και αδελφοποιημένο «Γένος των Ρωμαίων», των ορθοδόξων πολιτών της
Ρωμαϊκής (Ελληνικής πλέον) Αυτοκρατορίας, με υπερφυλετικό χαρακτήρα. Με αυτή
την έννοια, η Ρωμηοσύνη αντικατοπτρίζει τον Ορθόδοξο
Εθνικισμό των Ρωμηών, τουτέστιν έναν διαφυλετικό και υπερφυλετικό Εθνικισμό, με
ασφαλιστική δικλείδα, τα δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεως!
·Είναι το σύνολο των
στοιχείων εκείνων της ελληνικής παραδόσεως, η οποία έχει άρρηκτα συνδεθεί και
ταυτιστεί με την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ούτως ώστε να μιλάμε σήμερα για
ελληνο-χριστιανική παράδοση, χωρίς να μπορούμε να νοήσουμε κάτι το ελληνικό το
οποίο ταυτόχρονα να μην είναι και χριστιανικό.
·Εκφράζει κατά τον αυθεντικώτερο και ιστορικώς
δικαιωμένο τρόπο, το φρόνημα των Ορθοδόξων Πολιτών της Νέας Ρώμης
(Κωνσταντινουπόλεως), αλλά και όλους τους λαούς της γης ή μεμονωμένα άτομα, που
έζησαν και ζουν ιστορικά με το φρόνημα αυτό.
·Έχει άμεση
σχέση με τα ιστορικά ονόματά μας, όπως Ρωμανία
(Η χώρα των Ρωμαίων), και Ρωμαίος/Ρωμηός
(ο Ισχυρός), που συνδέονται αδιαίρετα με το ιστορικό μέγεθος, που
εγκαθιδρύθηκε στην Ιστορία στις 11 Μαΐου 330 μ. Χ., με τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
και όλης της Ευρώπης, της Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης.
·Είναι μεν
νεώτερο γλωσσικό εύρημα, αλλά, μέσα στις κοσμογονικές ανακατατάξεις και
μεταπλάσεις της χερσονήσου του Αίμου (του λεγομένου βαλκανικού χώρου) στους
τελευταίους αιώνες, είναι ο καταλληλότερος, για να εκφράσει το διαχρονικό
πνευματικό περιεχόμενο, βίωμα και ήθος της «ρωμαίϊκης» και «μεταρωμαίϊκης»
(«βυζαντινής» και «μεταβυζαντινής») περιόδου της ιστορίας του Ελληνισμού, τόσον
στην στενότερη φυλετική όσον και την ευρύτερη οικουμενική εκδοχή του.
Με άλλα λόγια, όπως ο κοινότατος
(και τόσο παρεξηγημένος) σήμερα όρος «Ελληνο-Χριστιανικός» είναι κατασκεύασμα
γλωσσικό μόλις του 1852 (Σπυρ. Ζαμπέλιος), αλλά εκφράζει μία μακρά ιστορική
πραγματικότητα, έτσι και ο όρος Ρωμηοσύνη
εκφράζει την διαχρονικότητα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας (αντίστοιχος όρος
για τους εχθρούς της Ρωμηοσύνης: Φραγκοπαπισμός ή Λατινοφραγκία)
·Νοείται ως ιδιότυπη Εθνότητα. Έχει ως
ιδεολογικό φύραμα τον Ελληνισμό, αλλά περιλαμβάνει ένα ποικίλο φάσμα λαών και
μία αχανή γεωγραφικώς περιοχή, η οποία καλύπτει όλη σχεδόν την Χερσόνησο του
Αίμου (Βαλκανική) και την Μικρά Ασία, ίσως δε και τα πέραν αυτής. Συνεκτικός
δεσμός για όλο αυτό το αμάλγαμα υπήρξε η Ορθοδοξία. Το προζύμι της Ρωμηοσύνης
αποτελούν οι Έλληνες το γένος…
·Αποτελεί την διαχρονική και οικουμενική δόξα
του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
*
Δυστυχώς, όπως έγραψε ο
αείμνηστος π. Ι. Ρωμανίδης: «οι Νεοέλληνες επέτρεψαν εις την Φραγκιάν να γράψη
την ιστορία της Ρωμαιοσύνης και να ερμηνεύση το πνεύμα Αυτής, όπως εκείνη το
κατανοεί και όπως συμφέρει εις εκείνην. Ο Ρωμηός, γενόμενος Νεογραικός, όπως τον θέλει η Φραγκιά,
έπαυσε να είναι Ρωμηός και όπως ο Φράγκος διδάσκαλός του, ούτε κατανοεί ούτε
ομιλεί πλέον τα Ρωμαίϊκα. Η καρδιά και το πνεύμα της Ρωμηοσύνης
είναι η μία και ενιαία Πατερική θεολογία και πνευματικότης, η οποία ταυτίζεται
προς εκείνην της Αγίας Γραφής», και προσθέτει, «ταυτίζονται σαφώς το Ρωμαίος και Έλλην».
Το παρακάτω δίστιχο του
Παλαμά από τις Πατρίδες, που το βάζει σύνθημα στο άρθρο του «Ρωμιός και
Ρωμιοσύνη», τα λέει όλα :
«Κρυμμένη στην πολύπαθη τη Ρωμιοσύνη Σα να
ξανοίγω τη βασίλισσα Ελλάδα».
Και ο Σεφέρης που έχει
μόνιμα στα χείλη τον καημό της Ρωμιοσύνης, σφραγίζει με την πέννα του στο έργο
του «Νεόφυτος ο Έγκλειστος μιλά», το διαχρονικό νόημα της Ρωμηοσύνης:
«Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την
πίστη του Χριστού και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της
Υπερμάχου Στρατηγού, που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης,
εκείνου του πέλαγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης».
Συνεχίζεται
1 α. Η βιβλιογραφία από την οποίαν αντλήθηκαν τα
στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που καταγράφονται σε κάθε
ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του θέματος.
β. Οσάκις θα αναφερόμαστε στους όρους Βυζάντιον,
Βυζαντινός/ Βυζαντινοί, Βυζαντινός πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική
χερσόνησος, θα το πράττουμε κατ’
οικονομίαν, αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς
αβάσιμοι.
Όπως σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Δ.Α. Ζακυνθηνός, «τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζάντιος,
Βυζαντινός, Βυζαντιακός, ουδέποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό την Ελλήνων των μέσων
αιώνων εν τη σημασία, ην έχουν σήμερον. Κατ' αυτούς Βυζάντιον, Βυζαντίς,
Βυζαντιών πόλις ήτο η Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δε ο κάτοικος αυτής... Ο όρος ούτος εν τη κατά τους νεωτέρους
χρόνους κατισχυσάση ευρεία εννοία εμφανίζεται το πρώτον εν τη Λατινική, μετά δε
την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, δηλοί κυρίως τους εις την
Ιταλίαν καταφυγόντας Έλληνας λογίους. Ως όρος επιστημονικός χρησιμοποιείται
κατά τον δέκατον έκτον (16ον) αιώνα».
Ειδικώς για τους όρους «Βαλκάνια» και
«Βαλκανική»,
σημειώνουμε τα εξής:
Ο Αίμος
είναι οροσειρά στα βορειανατολικά της Ελληνικής Χερσονήσου, από την οποία
ονομάστηκε Χερσόνησος του Αίμου. Μέχρι τις αρχές του
20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες, περιεχόμενο διμερών ή
διεθνών συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ) η περιοχή των σημερινών Βαλκανίων,
ανεφέρετο ως «Χερσόνησος του Αίμου».
Οι Συστημικοί
ανθέλληνες και οι Ιουδαιοταλμουδιστές νεότουρκοι, την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο
και Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως, επικράτησε διεθνώς η
ανιστόρητη αυτή ονομασία.
Με την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan = όρος, ή υψηλή δασώδης
οροσειρά), (αρχ. Ελλην. Χερσόνησος του Αίμου)], και Βαλκανική χερσόνησος, καθιερώθηκε εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται,
περισσότερο ως πολιτικός όρος παρά γεωγραφικός, αφ’ ενός η περιοχή της
νοτιοανατολικής Ευρώπης και συγκεκριμένα η τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια
χερσόνησος της Ευρώπης και αφετέρου συλλήβδην και χώρες γειτονικές που
βρίσκονται εκτός των φυσικών γεωγραφικών ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το
μακρινό παρελθόν λειτούργησε και λειτουργεί ως σταυροδρόμι, μεταξύ Ευρωπαϊκής
και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα με την
Ελληνική μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο
Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της
Θράκης.
2 Μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας που ήταν
υποδουλωμένη στους άπιστους εισβολείς και αιμοσταγείς κατακτητές, Λατίνους και
Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, εισέρχεται θριαμβευτικώς
στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.
3 Περισσότερα παρουσιάσαμε την 10ην Απριλίου 2014
(Ανθρώπινες Πλάνες και Απάτες)-Λεπτομέρειες στο βιβλίο: «Αναζητώντας την
Αλήθεια, Σπυρίδων Κ. Αρώνης, 1999, τ. 1ος, Η Παλαιά Διαθήκη, σ.116-142, ISBN
960-91143-0-Χ.
4 Αναζητώντας την
αλήθεια, τόμος 1ος, Η Παλαιά Διαθήκη, Σπυρίδων Κ. Αρώνης, Πάτρα 1999, σ.116-127
και 143-153---τόμος 2ος, Η Ταυτότητα των Ελλήνων, Σπυρίδων Κ. Αρώνης,
Θεσσαλονίκη 2007,σ. 24-28, 181-205 και 286-290.
5 Πλήρης ανάλυση και αιτιολόγηση στο παρουσιασθέν
θέμα, «Ο Γενάρχης των Προ-Ελλήνων» (30 Μαϊου-20 Ιουνίου 2014).
6 Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί αιρέσεων, γ, 22-25.
7 «Ελλάς και Έλληνες», Ημερολόγιον της Μεγάλης
Ελλάδος, Γ. Χατζηδάκις, 1925, σ. 97-110.
8 Ο Ιωΰαν/Ίων/Ιαβάν ένας από τους υιούς του Ιάφεθ,
είναι ο προϊστορικός γενάρχης των Προελλήνων. Το όνομα Ιαβάν/ Ιωΰαν είναι η
αρχική απόδοση του ονόματος Ίων.
9 Επιθεώρηση Εβραϊκής γλώσσας (Jewish Language Review), τ.3ος, Ένωση για την
μελέτη των Εβραϊκών γλωσσών, 1983, σ.89.
10 Μεγάλη Ελληνική Εγκ. τ.12ος, σ.787
11 ΓΕΝ:10/25-32
12 Γουλιέλμος Κρίστ, Γερμανός Ελληνιστής του 19ου
αι., Ιστορία Ελληνικής Λογοτεχνίας, κ.9.
13 Strong
Exhaustive Concordance of the Bible, 1978, Dictionary, σ.49.
14 ΙΩΑΝΝ:
12/20-23, ΜΑΤΘ: 21/43
15 Για
περισσότερες πληροφορίες στο έγκυρο βιβλίο της Βάσως Ψιμούλη, «Σούλι και
Σουλιώτες», έκδοση Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
16 Από το
έντυπο της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου «Εκκλησιαστική Παρέμβαση», τεύχος 101,
Ιούλιος 2004. Πηγή: http:// www.parembasis. gr/2004/04_07_01.htm
17 Όπως υποσ. (3)
του 17ου μέρους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου