Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1453-1821)1


ΜΕΡΟΣ 1ο
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας είναι συνυφασμένη με την ένδοξη Ιστορία του Γένους των Ελλήνων. Η Εκκλησία διαδραμμάτισε αποφασιστικό ρόλο σε κρίσιμες, για το περιούσιο Έθνος μας στιγμές, τον πρωτότοκον του Νέου Ισραήλ της Χάριτος του Θεού.2 Χάρις στην ενεργό συμπαράσταση της Εκκλησίας, ο Ελληνισμός διεσώθη πολλάκις και απέφυγε την εθνική του μετάλλαξη, την πνευματική του αλλοτρίωση ή ακόμη και την αφομοίωσή του από αλλοδόξους ή ετεροδόξους κατακτητές.
Κατά την μακρά περίοδο της Ελληνικής Αυτοκρατορίας μας (324-1453),3 η Εκκλησία και η Πολιτεία, ο Πατριάρχης και ο Αυτοκράτωρ, συμπορεύθηκαν με αγαστή συνεργασία συνιστώντας ακολουθούντες έκτοτε, την καλούμενη αρχή της συναλληλίας, αυτή δηλ. που εξακολουθεί υφισταμένη έως σήμερον, έστω και θεωρητικώς, από πλευράς των ελλαδικών κυβερνήσεων της τελευταίας τεσσαρακονταετίας. Μίαν συναλληλίαν, η οποία κατ’ ουδένα τρόπν ή λόγον πρέπει να διαρραγεί, εφ' όσον αυτές οι δύο έννοιες μολονότι διακριτές, συμπορεύονται, διότι αυτή είναι η συνείδηση του λαού ερειδομένη επί της ιστορικής πραγματικότητος.
Αυτή η ταύτιση των δύο εννοιών εκκινεί από τους ρωμαϊκούς/ρωμαίϊκους (βυζαντινούς) χρόνους και γιγαντώνεται κατά την μακρά Τουρκοκρατία, αφού η Εκκλησία, ελλείψει πολιτικής αρχής με την πολιτική πτώση του Βυζαντίου, καθίσταται αυτή, η πολιτική, η Εθναρχική, η του Γένους αρχή, προστάτης και υπερασπιστής του υπόδουλου Γένους και από αυτήν εκκινούν και τελειώνουν τα πάντα.
Κατά την μακραίωνη Τουρκοκρατία (1453-1821), η Εκκλησία ήταν κυριολεκτικά η Κιβωτός του Ελληνικού Γένους, όπως δε χαρακτηριστικά γράφει ο ιστορικός και ακαδημαϊκός Διονύσιος Ζακυνθηνός (1905-1993), «η Εκκλησία υπήρξε πρωταρχικός συντελεστής της συντηρήσεως του Έθνους...».
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατέλαβε την θέση του χαμένου αυτοκράτορος με έμβλημα τον δικέφαλο αετό και το Πατριαρχείο καθίσταται κράτος εν κράτει, εντός της αχανούς Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και το Γένος εσώθη υπό την σκέπην της Εκκλησίας και το Πατριαρχείο κατέστη σύμβολο ενώσεως στις ιδέες της πίστεως και της Πατρίδος, ως κέντρο εθνικής περισυλλογής. Αυτό ήταν το υπεύθυνο εθνικό κέντρο έναντι του Οθωμανού κατακτητού, εκμεταλλευόμενο και τα παραχωρηθέντα υπό του Μωάμεθ, προνόμια, στον πρώτο Πατριάρχη του δούλου Γένους, Γεννάδιο Σχολάριο .
Η συστηματική προσπάθεια των Τούρκων, να αφανίσουν το Ελληνικόν Γένος, εύρισκε πάντοτε αντιμέτωπη την αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η πίστη στον Θεό και η αγάπη στην Πατρίδα, διαφυλάχθηκαν και μεταδόθηκαν στους αιώνες της σκλαβιάς, από την Εκκλησία και τον κλήρο.
Ουδέν άλλο έθνος και ουδείς άλλος λαός, οπουδήποτε της γης ευρισκόμενος, συνύφανε τόσον πολύ τις τύχες του με την Ορθόδοξη Πίστη του, όσον το ελληνικόν Έθνος, ο Ελληνικός Λαός.
Σέ όλη την διάρκεια τής Οθωμανικής δουλείας, η ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε η κιβωτός τής σωτηρίας τού ελληνικού Γένους και η δύναμη εκείνη πού, με το ποιμαντικό και εθνικό έργο της, με το αίμα αξίων αρχιερέων, ιερέων και μοναχών που πρωτοστατούσαν στους αγώνες των υπόδουλων Ελλήνων, προετοίμασε τον σκλαβωμένο ελληνισμό, να αγωνισθεί και να κερδίσει την ελευθερία του.
                                                              *
Ο αγών της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο υπέρτατος αγών δια την Ελευθερίαν του Ελληνικού Έθνους, άρχισε την ίδια ακριβώς ημέρα κατά την οποίαν έπιπτε η Κωνσταντινούπολις και υπετάσσετο το Ελληνικόν κράτος. Προς την προσδοκίαν και προς την βεβαιότητα της Αναστάσεως του Γένους, εστράφησαν οι Έλληνες την 29ην Μαϊου 1453. Και το λαμπρόν παράδειγμα εδόθη από τον ίδιον τον τελευταίον αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον, βροντοφωνήσαντα προς τους υπερασπιστάς της Πρωτευούσης της Ρωμανίας, της «πρωτευούσης των Ελλήνων και των Χριστιανών»:
«Εις χείρας υμών ανατίθημι το τεταπεινωμένον μου σκήπτρον ίνα δικαιώσητε αυτό. Εις τους μέλλοντας δε εξ ημών να πέσωσιν υπέρ της πόλεως, ήτις υπήρξεν το καταφύγιον των Χριστιανών, η ελπίς και η χαρά πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάντων των υπό την του ηλίου ανατολήν, εν ουρανοίς μεν απόκειται αδαμάντινος στέφανος, εν τω κόσμω δε τούτω μνήμη αιωνία»
Η απάντησις όλων εδόθη εν μια φωνή:
«Αποθάνωμεν υπέρ της του Χριστού Πίστεως και της Πατρίδος ημών».
Δικαίως δε ο Φραντζής παρατηρεί: «…και γαρ δήλον εστίν ότι ει ήθελεν (ο Κωνσταντίνος) ευκόλως ηδύνατο φυγείν, πλην ουκ ήθελεν, αλλ’ ηγωνίζετο ως ο ποιμήν ο καλός, ος τίθησιν την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων ως και εποίησεν».
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου εσήμανε την απαρχήν τού αγώνος δια την ελευθερίαν του Ελληνικού Έθνους. Ο θρύλος εγεννήθη αμέσως. Η δε γέννησις του θρύλου δεν είναι συμπτωματικόν γεγονός. Τείνει πάντοτε εις συγκεκριμένον σκοπόν και συγκεκριμένον σκοπόν υπηρετεί:
«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζης, πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι».
Η άμεσος αναγνώρισις του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου (Γεωργίου Σχολαρίου), παρά του Μωάμεθ, ως Αρχηγού όχι μόνον της Εκκλησίας, αλλ’ ολοκλήρου του Ελληνικού Έθνους συνιστά νίκην της Ορθοδοξίας.
Ο πορθητής Μωάμεθ σημειοί στρατιωτικήν επιτυχίαν, αλλ’ ο πατριάρχης νικά. Ο πατριάρχης ως Εθνάρχης, ως Γενάρχης. 
Η Εκκλησία το 1821 εστρατεύθη, υπήκουσε στην πρόσκληση τής υπόδουλης πολιτικώς αλλά αδούλωτης πνευματικώς, Ορθόδοξης Ελληνικής Αυτοκρατορίας και πριν ακόμη σημάνει η σάλπιγγα του Εθνικού Συναγερμού, ευρίσκετο επί των επάλξεων.
Η συμμετοχή των Επισκόπων, των ιερέων και των μοναχών, υπήρξε ομόθυμη και καθολική.
Οι ελάχιστες εξαιρέσεις που παρουσιάστηκαν στους τέσσαρες αιώνες Τουρκοκρατίας, ουδόλως αμαυρώνουν την ποικίλην προσφοράν της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και ούτε μειώνουν την καθολικότητα της προσφοράς και ενεργού συμμετοχής της, στους αγώνες του Γένους για την Εθνικήν Ελευθερίαν. 
Κατά τον καθηγητήν Παύλον Καρολίδη, η Εκκλησία υπήρξεν «Το ανώτατον εκπαιδευτικόν φυτώριον του Γένους παιδεύον το Εθνικόν φρόνημα και εξεγείρον το Εθνικόν αίσθημα, διαφωτίζον την Εθνικήν συνείδησιν των παιδευομένων και μεταδίδον και διαδίδον την παίδευσιν από γενεάς εις γενεάν».
Α. 15ος αιών (1453-1499) [Το Ελληνικόν Γένος συνεχίζει την Ελληνικήν Εθνικήν πορείαν, τού μόλις υποταγέντος Ελληνικού κράτους της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων/ Ρωμηών (Ρωμανίας) ]
1. Γενικά4
Αμέσως μετά την υποταγή της Αυτοκρατορίας μας στους Οθωμανούς, η Εθναρχούσα Εκκλησία διαισθάνθηκε τον κίνδυνο του εξαφανισμού του ελληνικού Γένους και γι᾿ αυτό αναζήτησε με αίσθημα ευθύνης αποτελεσματικούς τρόπους αντιστάσεως. Αντελήφθη ότι μόνο η διατήρηση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως θα ενίσχυε την υπομονή, την συνοχή και την καρτερία του Γένους στα δεινά της μακράς δουλείας, δηλαδή ότι η εμμονή στην πίστη των πατέρων, θα διατηρούσε την ιστορική συνέχεια και την αυτοσυνειδησία του ελληνικού έθνους.
Έτσι, με όλες τις περιορισμένες, λόγω της σκλαβιάς, δυνάμεις της, η Εκκλησία καλλιέργησε το χριστιανικό ήθος και τον ορθόδοξο λειτουργικό τρόπο ζωής. Διατήρησε την γλώσσα και την ιστορία μαζί με την ελπίδα της ελευθερίας.
Η ελληνορθόδοξη πίστη και παράδοση συνιστούν πλέον την ταυτότητα του υπόδουλου ελληνισμού και την ειδοποιό διαφορά έναντι των μουσουλμάνων Οθωμανών.
Αν η Εκκλησία δεν αναλάμβανε τότε να διαπαιδαγωγήσει εκκλησιαστικώς και εθνικώς τα υπόδουλα τέκνα της, όλα όσα επετεύχθησαν με την επανάσταση του 1821, θα ήταν αδύνατον να επιτευχθούν μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας που επέφερε η οθωμανική δουλεία.
Με τα «κρυφά σχολειά» κατ᾿ αρχάς, αλλά και με άλλα μεγαλύτερα σχολεία, όταν το επέτρεψαν οι περιστάσεις, προσέφερε τις δυνατότητες μαθήσεως της πατρώας ελληνικής παιδείας, εκαλλιέργησε και διατήρησε την εθνική συνείδηση και σφυρηλάτησε το εθνικό και θρησκευτικό φρόνημα των υποδούλων Ελλήνων.
Η Ορθόδοξη εκκλησία συνέστησε σχολεία με πρώτη την Πατριαρχική Ακαδημία Κωνσταντινουπόλεως το 1454 επί των ερειπίων της Κωνσταντινουπόλεως, συνέστησε την κοινοτική οργάνωση, τις περιώνυμες κοινότητες της Τουρκοκρατίας, των οποίων επικεφαλής ήταν ο εκάστοτε τοπικός επίσκοπος ή στην ύπαιθρο οι ιερείς, σε μια πρωτοφανή και αληθώς εθνικο-δημοκρατική οργάνωση.
Συνετελέσθη, κατά ταύτα και απετελέσθη γύρω από την Εκκλησία, πνευματικός και διοικητικός οργανισμός που προστάτευε τους πιστούς από το μίσος και τις αδικίες των Μουσουλμάνων που καταπατούσαν αυθαιρέτως με διάφορες προφάσεις κάθε δίκαιο και προνόμιο των Χριστιανών. Η βαρεία δουλεία ελαφρύνθηκε με την βοήθεια της Εκκλησίας, η οποία, ούτως ή άλλως, υφίστατο πρώτη αυτή τις αυθαιρεσίες των Οθωμανών.
Έτσι η σχέση ελληνικής παιδείας και Εκκλησίας κατέστη αδιάρρηκτη, η δε «πάτριος πίστις» αποτέλεσε «το μόνον προτιμώτατον και αναγκαιότατον» αγαθό εθνικής σωτηρίας.
Για τα ιδανικά αυτά θυσιάσθηκε πλήθος νεομαρτύρων και εθνομαρτύρων, χιλιάδες κληρικοί μαρτύρησαν «υπέρ πίστεως και πατρίδος» και ο μαρτυρικός τους θάνατος συνετέλεσε τα μέγιστα στην προετοιμασία του Γένους για την παλιγγενεσία του 1821 αλλά και στην τροφοδότηση της αγωνιστικότητας και της ελπίδας.
Καταλυτική υπήρξε η συμβολή του Κλήρου στην προαγωγή της παιδείας και του φωτισμού του γένους. Κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια εκκινεί και τερματίζει με κέντρο και κατευθυντήρια γραμμή την Εκκλησία. Ιδρύονται σχολές, όπου διδάσκονται και μεταφράζονται Έλληνες και δυτικοί συγγραφείς, και κληρικοί λόγιοι αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές της συντηρήσεως της ελληνορθόδοξης ταυτότητος των Ελλήνων.
Ο μεγάλος δάσκαλος και εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, θα γράψει στα 1779 «έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα».
Ο Άνθιμος Γαζής (Λόγιος Ερμής, 1814-15) στην είδηση ότι τα μοναστήρια στην Αθήνα «εσύστησαν έτι και φιλοσοφικόν σχολείον» αναφωνεί: 
«Είθε να εμιμούντο το καλόν τούτο παράδειγμα και όλοι οι ημέτεροι Εκκλησιαστικοί! Και τη αληθεία τότε ευδοκιμήσει το γένος, όταν οι Ιερείς φιλοσοφήσωσιν ή οι φιλόσοφοι ιερατεύσωσιν».
Και πράγματι, όπως διαβάζουμε πάλι σε Λόγιο Ερμή του 1818, «ο έρως της παιδείας ανάπτει έτι επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα, και ο αριθμός τών εις την διάδοσιν αυτήν συντελούντων μέσων, αυξάνει καθημερινώς. Τα σχολεία πολλαπλασιάζονται, οι σοφοί διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθήκαι συστήνονται και οι πλούσιοι έμποροι, πατριωτικώ κινούμενοι ζήλω, ανοίγουσι προθύμως τους θησαυρούς των [...] το ιερατείον συντρέχει και συμβουλεύει και η κοινή Μήτηρ, η μεγάλη Εκκλησία, ευλογεί, εφορεύει και διοικεί σοφώς των τέκνων της τα έργα».
Το επόμενο έτος (1819) το περιοδικό χαιρετίζει με εγκωμιαστικά λόγια και «οφειλομένη ωδή» τον ενθρονισμό για τρίτη φορά του Γρηγορίου του Ε΄ , ο οποίος γνωρίζοντας ότι «μόνη η παιδεία στερεώνει την θρησκείαν εις τα έθνη», φρόντισε στις δύο πρώτες πατριαρχείες του να ιδρύσει τυπογραφείο στην Πόλη, και να συμβάλει στην ανέγερση σχολείων ελληνικών «καθ’ όλον το γένος».
Την ίδια χρονιά εκδίδεται συνοδική εγκύκλιος, όπου εξαίρεται η καθομιλουμένη διάλεκτος ως «χαρακτηριστικόν του Ελληνικού και Χριστιανικού γένους».
Σε όλη την διάρκεια της δουλείας ο χώρος της Εκκλησίας αναδεικνύεται σε φυτώριο πρωτοποριακών ιδεών, στις ακρότητες των οποίων, αντέταξε φωτισμένους εκπροσώπους όπως τους αγίους Νικόδημο Αγιορείτη, Αθανάσιο Πάριο, και τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, που υπήρξαν και οι γνήσιοι εκφραστές του κινήματος των Κολλυβάδων.
Όλες αυτές οι δημιουργικές ζυμώσεις και τα πνευματικά ρεύματα συγκλίνουν τελικά στην ενιαία κοίτη της εθνεγερσίας, η όπως θα γράψει ο Φωτάκος «κανείς και απ’ αυτούς έξω του εθνικού κύκλου δεν εβάδισεν», και η Εκκλησία της Ελλάδος ως θεσμός του νεοσύστατου κράτους δημιουργείται ως ζωντανός καρπός του διαφωτισμού.
Με αυτήν την συνεκτική, παιδευτική, κοινωνική, οικονομική, αγωνιστική και θυσιαστική συμβολή του, ο Ιερός Κλήρος και σύνολη η Εκκλησία μας, ως αιώνια κιβωτός του Ελληνισμού, πορεύτηκαν στην Εθνική παλιγγενεσία.

Συνεχίζεται




1 ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Κυριώτερες πηγές πλέον των αναφερομένων στο κείμενο)
1. Απόστολος Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, έ έκδοση, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
2. Χρύσα Μαλτέζου, «Λατινοκρατούμενη Ελλάδα – Βενετικές και Γενουατικές κτήσεις» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Θ, Βυζαντινός Ελληνισμός – Μεσοβυζαντινοί και Υστεροβυζαντινοί χρόνοι, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
3. Νέα Γενική Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 8ος, λήμμα «Το Πριγκηπάτον της Αχαΐας», Δ. Απέργη κ’ Σία Ο.Ε., Αθήνα 1975
4. Π.Β. Παπαδόπουλου, Φράγκοι- Ενετοί και Τούρκοι στην Πελοπόννησον 1204-1821, Αθήναι 1969
5.  Αρ. Σταυρόπουλου, Ιστορία της πόλεως Αιγίου, από των μυθικών χρόνων μέχρι των ημερών μας, Πάτραι 1954
6.  Θ. Κρίμπα, Η Ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος, «Πελοποννησιακά» Α' (1956).
7.  Ερ. Λούντζη, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Αθήνα 1969
8. Γ. Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αθήνα 1989
9.   Αυγ. Καντιώτου μητροπ. Φλωρίνης, Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) (Συναξάριον - Διδαχαί - Προφητείαι - Ακολουθία), Αθήναι 1974
10. Ιω. Χασιώτης, «Η κάμψη της Οθωμανικής δύναμης – Οι Βενετοί στην Πελοπόννησο», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (1669-1821), Τουρκοκρατία - Λατινοκρατία. . Τόμος Α΄, Εκδοτική Αθηνών 1975
11. Α. Βακαλόπουλος, «Οι Κοινότητες – Γενικές Παρατηρήσεις» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ι΄, Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (1453-1669) Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία, Εκδοτική Αθηνών, 1974.
12. Ν. Γρ. Ζαχαρόπουλος, Η Παιδεία στην Τουρκοκρατία, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη.
13. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, Από τις πρώτες ρίζες ως τον Σολωμό, Τόμος Πρώτος,  Εκδόσεις Ίκαρος.
14. Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας, Ιστορία Ελλ. Έθνους, «ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ», τόμος ΙΑ΄.
15. Εγκυκλοπαίδεια «ΔΟΜΗ», Τόμος 19ος, λήμμα «Μιστράς», εκδόσεις Δομή Α.Ε.
16. «Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε», Περιοδικόν Δράσεως και Πνευματικής Οικοδομής της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασιάς και Σπάρτης, Οκτώβριος- Νοέμβριος- Δεκέμβριος 2006, τεύχος 156ον
17. Σπύρου Λάμπρου, Ο βίος του Νίκωνος Μετανοείτε, «Ν.Ελληνομνήμων».
18. Μελετίου Γαλανόπουλου αρχιμ., Βίος, πολιτεία, θαύματα, ασματική ακολουθία του οσίου πατρός ημών Νίκωνος του «Μετανοείτε», εν Αθήναις 1933.
19. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Η κατά την Δημητσάνην μονή Παναγίας της Αιμυαλούς, Επετ. Εταιρ. Βυζ. Σπουδών, εν Αθήναις 1947.
20. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Η αρχιεπισκοπή Δημητσάνης και Αργυροκάστρου, Επετ. Εταιρ. Βυζ. Σπουδών, Κ΄ (1950).
21. Παναγιώτης Α. Υφαντής, Μέγα Σπήλαιο Ιστορία, Πνευματική και Εθνική Μαρτυρία, β΄έκδοση, Έκδοση Ι. Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Αθήναι 2002.
22. Στεφανίδης Βασίλειος, Εκκλησιαστική Ιστορία απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήναι 1978
23. Φραντζή Αμβρόσιου, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Δ΄, εν Αθήναις 1841.
24. Παπαδόπουλου Νικόλαου, Μονής αγίων Θεοδώρων επισκοπής Κερκίνης εθνικαί εκδουλεύσεις, Αθήναι 1958.
25. Ανδρ. Παπαδόπουλου Βρετού, Νεοελληνική Φιλολογία, Μέρος Α΄, εκδόσεις Α. Δ. Βιλαρά και Β. Π. Διούμη, εν Αθήναις 1854.
26. Γ. Ι. Ζαβίρα, Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον, Ανατύπωσις Α΄ Εκδόσεως, Επιμέλεια – Εισαγωγή – Ευρετήριον Τάσου θ. Γριτσόπουλου, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Αθήνα 1972.
27. Εγκυκλοπαίδεια «ΔΟΜΗ», Τόμος 24ος, λήμμα «Πλήθων, Γεώργιος Γεμιστός», εκδόσεις Δομή Α.Ε.
28. H. Tonnet, Ιστορία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, ελλ. μτφρ. 1995, Αθήνα: Παπαδήμας.
29. Π. Ζέπος, «Το δίκαιον εις το Χρονικόν του Μορέως», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 18 (1948).
30. G.Horrocks, Greek: A History of the Language and its Speakers (Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Longman).
31. Επιμ. Κώστας Λάππας, Αγία Λαύρα Καλαβρύτων Α'. Κείμενα από τον Κώδικα της Μονής. 1. Κτιτορικό, I. Μονή Αγίας Λαύρας, Καλάβρυτα.
32. Ευαγγελάτος Χρήστος, Αγία Λαύρα: ιστορία της Ιεράς Μονής : 961-1961, 2η έκδ. επαυξ.
33. Μιλούν τα γεγονότα. ΕΚΚΛΗΣΙΑ -ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - 21. ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κ. ΚΑΛΙΦΗ Α' ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ. 
34. www.ardin.gr www.resaltomag.gr:
35. Πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Το ράσο στην Επανάσταση του ’21.    Ιωάννα Δρακωνάκη- Κρητσωτάκη, θεολόγος.
36. Η ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ ΤΟΥ 1821,του Κωνσταντίνου Χιώλου , Διδάκτορος Νομικής , Προέδρου Εθνικής Ενώσεως Βορείων Ελλήνων.
37. Περιοδικό "ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ" (Έτος 46ο-Μάρτιος 2012-τεύχος 467).

38. Συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν παλιγγενεσία τοῦ 1821. π. Νικόλαος Ἰωαννίδης. Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.

39. Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας (1453-1953). Κωνσταντίνου Βοβολίνη, Αθήναι, 1952.

40. Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τους αγώνας του Έθνους. Αθ . Ε. Καραθανάση, Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἱεροῦ κλήρου εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς νεοελληνικῆς ταυτότητος, Εκδ . Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 2005, σελ. 97-110.

41. Εκκλησία και πολιτεία μέσα από τις φλόγες του 1821. Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων.

42. Η Ιερά Σύνοδος απαντά στον Νίκο Δήμου για την Επανάσταση του 1821, 27 Μαρτίου 2014.

43.   Κ.Χ. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ. Απριλίου 2015.

44. Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικού-Σχολεία και δάσκαλοι στην Ήπειρο.  ARti news/Ήπειρος/05.10.15.

45Η Παιδεία στην Τουρκοκρατία (17ος & 18ος αιώνας) - flashmes.gr

www.flashmes.gr/index.php?option=com_k2&view=item...tourkokratia...

46. Η εκπαίδευση στη δυτική Θεσσαλία κατα την περίοδο της ... - Βλάχοι.net

www.vlahoi.net › E-books, 6 Δεκ. 2015.
47. Ο ιδεολογικOς προσανατολισμOς της παιδεIας στην τουρκοκρατοYμενη ΕλλAδα κατA την περIοδο του ΝεοελληνικοY ΔιαφωτισμοY. Ηρακλής Εμμ. ΚαλλEργης,Καθηγητής Παν/μίου Πατρών.
48.  Τα ιστορικά στοιχεία για την Ζωσιμαία Σχολή, περιλαμβανόμενα σε εργασία της Φωτεινής Δερματά που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων.
49. ΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ. (αντίδραση ή προσφορά;). Πέτρου Α. Γεωργαντζή. ΞΑΝΘΗ, 1985 (πηγή: www.impantokratoros.gr › ... › Τουρκοκρατία και Επανάσταση του 1821).
50. Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τους αγώνας του Έθνους. Αθ . Ε. Καραθανάση, Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἱεροῦ κλήρου εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς νεοελληνικῆς ταυτότητος, Εκδ . Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 2005, σελ. 97-110.
2 «Σεις όμως είσθε το εκλεκτόν γένος του Θεού, βασιλικόν ιερατείον, έθνος άγιον, λαός δικός Του, δια να εξαγγείλετε τας θαυμαστάς πράξεις εκείνου,που σας εκάλεσε από το σκοτάδι εις το θαυμαστόν Του φως, σεις που κάποτε δεν ήσαστε λαός του Θεού,τώρα όμως είσθε λαός του Θεού...» {Α΄Επιστολή Πέτρου, 2/9-10, προς τους κατοίκους της διασποράς του Πόντου,της Γαλατίας,της Καππαδοκίας,της (Μικράς)Ασίας/ Ιωνίας και Βιθυνίας(Βιθυνία:Χώρα εκτεινομένη μεταξύ του Ευξείνου Πόντου,του Βοσπόρου ,της Προποντίδος,της Παφλαγονίας προς Α. και της Μυσίας προς Δ. και της Γαλατίας και Φρυγίας προς Ν.Κυριώτερες πόλεις: Νίκαια, Προύσσα, Χαλκηδών,Νικομήδεια, Κίος,Αστακός. Κυριώτερον όρος ο Βιθυνικός Όλυμπος)}.
«Ιδού έρχονται ημέρες, λέγει ο Κύριος, και θα συνάψω Νέαν Διαθήκην με τον οίκον Ισραήλ και τον οίκον Ιούδα. Αυτή δεν θα είναι όμοια με την διαθήκην την οποίαν συνήψα με τους προγόνους τους κατά την εποχήν εκείνην, που εν τη στοργή μου και παντοδυναμία μου τους έβγαλα ελεύθερους από την Αίγυπτον διότι δεν έμειναν πιστοί και δεν ετήρησαν την διαθήκην μου...Αυτή είναι η διαθήκη που θα συνάψω με τον Λαό Ισραήλ κατά τας ημέρας εκείνας λέγει ο Κύριος.Τότε θα δώσω νόμους δεκτούς εις την διάνοιαν αυτών.Θα γράψω αυτούς τους νόμους εις τας καρδίας τους»(ΙΕΡΕΜΙΑΣ: 38/31-33. Βλέπε και ΕΒΡΑΙΟΥΣ: 8/9-11)   
Ο Ιησούς κατά την διάρκεια παραβολικής ομιλίας του, απευθυνόμενος προς τους Αρχιερείς και Φαρισαίους αναφέρθηκε ανωνύμως πλην σαφώς, στην δωρεά που θα έδινε στο Νέο λαόν Του, στο Νέον Ισραήλ, σε αντικατάσταση και ίση με εκείνη που είχε δώσει στον Παλαιό Ισραήλ που αποδείχθηκε αποστάτης και αμετανόητος.
«Δια τούτο σας λέγω, ότι θα αφαιρεθή από σας η βασιλεία του Θεού και θα δοθή σε Έθνος που ποιεί καρπούς της (βασιλείας)» (ΜΑΤΘ.: 21/43).
«Εάν λοιπόν ο Θεός έδωσε στους Εθνικούς την ίδια δωρεά (ίσην δωρεάν) όπως και σ’ εμάς, όταν επιστέψαμε εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ποιός ήμουν εγώ για να μπορέσω να εμποδίσω τον Θεόν;» (ΠΡΑΞΕΙΣ: 11/17-18).
Αφαίρεσε λοιπόν ο Θεός την δόξα από τον Παλαιό Λαό Ισραήλ που αποστάτησε με αποκλειστική ευθύνη του, και την έδωσε στο Νέο Λαόν Ισραήλ, που μέχρι τότε δεν ήταν λαός Του.
Το παραπάνω απόσπασμα της Α΄ Επιστολής του Πέτρου, η οποία φέρει την αδιαφιλονίκητη σφραγίδα του Κυρίου Ιησού Χριστού, σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα χωρία της Αγίας Γραφής, είναι τόσο ξεκάθαρο, ώστε ακόμα και οι τυφλοί μπορούν να αναγνωρίσουν το νέο εκλεκτό γένος του Θεού, όπως το αποκαλεί ο ίδιος ο Θεός δια στόματος του Αποστόλου Πέτρου.
Ο νέος εκλεκτός λαός (Νέος Ισραήλ) όχι μόνο «φωτογραφίζεται» αλλά ουσιαστικά κατονομάζεται αφού την περίοδο της συγγραφής της επιστολής οι κάτοικοι των περιοχών προς τις οποίες απευθύνεται, στην συντριπτική πλειοψηφία τους μιλούσαν Ελληνικά, λάτρευαν τους αρχαίους Ελληνικούς θεούς, ήσαν Έλληνες κατά το γένος ή την Θρησκεία (Εθνικοί) !  Άλλωστε όλες εκείνες οι περιοχές αποτέλεσαν αργότερα και για πολλούς αιώνες επαρχίες της Ελληνικής/Νέας Ρωμαϊκής (Ρωμαΐικης) Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο).
Ο Νέος Ισραήλ, λοιπόν, τα μέλη της Νέας Οικογενείας του Θεού, τα οποία πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις της Διαθήκης Θεού-Αβραάμ, για να ονομασθούν τέκνα Του, είναι οι ΕΛΛΗΝΕΣ (Έλληνες στο Πνεύμα και Ορθόδοξοι κατά χάρη, στην Πίστη προς τον Θεό, τον Τριαδικό Θεό), με πρωτότοκους τους ανήκοντες στο Έθνος των Ελλήνων.
3 Ο Μέγας Κωνσταντίνος, λίγους μήνες μετά την οριστική επικράτησή του επί του Λικινίου, και συγκεκριμένα στις 8 Νοεμβρίου 324 μ.Χ., επέλεξε να θέσει τον θεμέλιο λίθο για την ίδρυση της δικής του πρωτεύουσας επί των ερειπίων (;) ή των ιστορικών ιχνών, της προχριστιανικής Μεγαρικής αποικίας του Βυζαντίου, στο σημείο όπου ο Βόσπορος χυνόταν στην Προποντίδα και η Ευρώπη προσέγγιζε την Ασία.
Οι χριστιανοί συγγραφείς απέδωσαν την επιλογή της θέσεως σε θεία καθοδήγηση. Σύμφωνα με τον Σωζομενό (Εκκλ. Ιστ. 2.3), ο Κωνσταντίνος είχε επιλέξει αρχικά την Τροία. Τα έργα της νέας οχυρώσεως είχαν ήδη αρχίσει, όταν εμφανίστηκε ο Θεός στον ύπνο του Κωνσταντίνου ζητώντας του να επιλέξει άλλη θέση, προφανώς λιγώτερο συνδεδεμένη με το παγανιστικό παρελθόν της αυτοκρατορίας. [Πηγές: Φιλοστόργιος, Εκκλ. Ιστ. 2.9.--- Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 38-39, βλ. και «Χρονολόγιο»].
Τα επίσημα εγκαίνια της Αυτοκρατορικής πρωτευούσης, έγιναν την 11ην Μαΐου 330 μ.Χ. ημερομηνία κατά την οποίαν ο Μώκιος, ιερέας στην μακεδονική Αμφίπολη, είχε συληφθεί κατά την διάρκεια των διωγμών του Διοκλητιανού και είχεν υποβληθεί σε μαρτύρια (πυρά, αρένα με λέοντες), αλλά ο Θεός τον προστάτευε. Τελικά τον έστειλαν στην πόλη του Βυζαντίου, όπου αποκεφαλίστηκε.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κωνσταντίνος έκτισε εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Μωκίου, όπου και μετέφερε τα ιερά λείψανα του αγίου, προφανώς θέλοντας να αποκαταστήσει την μνήμη του και να δείξει ότι οι διωγμοί των χριστιανών ανήκουν ολοκληρωτικά στο παρελθόν. [Πηγές: Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin 1: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Oecumenique 3: Les églises et les monastères (Paris 1969), σελ. 354-5·
-Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 450-451.
-Σωζόμ., Εκκλ. Ιστ. 8.17. Για μεταγενέστερες πηγές σχετικά με τον άγιον Μώκιον και την οικοδόμηση της εκκλησίας πάνω σε προγενέστερο ειδωλολατρικό ναό, βλ. Πάτρια, Preger, T. (επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitarum τόμΙ (Leipzig 1901), σελ. 19)].
4 Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της Επαναστάσεως (Εν Αθήναις, 1888).
-Δ. Σ. Μπαλάνος, «Αι υπέρ του Έθνους θυσίαι του Κλήρου κατά την Επανάστασιν του 1821», Ἡμερολόγιον τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, τ. 2, 2 (1923), σ. 193.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου