Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ/ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ  ΑΓΑΠΗ
«Ἀγάπη πού δέν ἔχει στοιχεῖα σωτηρίας εἶναι πλάνη τοῦ διαβόλου»
Γέρων Ἐφραίμ ἐν Ἀριζόνᾳ

 ΜΕΡΟΣ 24ο
ΙΒ. Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΑΤΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ (Συνέχεια 23ου μέρους)1
3. Η Αγάπη προς τους ετεροδόξους και αιρετικούς (Συνέχεια 23ου μέρους)2
γ.   Οι  Ιεροί  Κανόνες για  την  συμπροσευχή με αιρετικούς
Στην συνέχεια των όσων αναφέραμε για την αγαπολογία-απάτη των οικουμενιστών και τους διαλόγους, συμπροσευχές και συλλειτουργίες των δικών μας ορθοδοξιζόντων οικουμενιστών, και ως τελευταία προειδοποίηση προς τους εν δυνάμει αποστάτες της Ορθοδόξου πίστεως, παραθέτουμε τους ισχύοντες ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας, με οικουμενικό κύρος, που αναφέρονται στην απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς και αλλοδόξους: 
1/. Κανών Ι' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις ακοινωνήτω, καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω".
2/. Κανών ΙΑ΄ των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις καθηρημένω, κληρικός ων, κληρικώ συνεύξηται, καθαιρείσθω και αυτός".
3/. Κανών ΜΕ' των Αγ. Αποστόλων: "Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω"
4/. Κανών ΞΔ' των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις Κληρικός, ή Λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω».
5/. Κανών ΟΑ' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις Χριστιανός έλαιον απενέγκοι εις ιερόν εθνών, ή εις συναγωγήν Ιουδαίων εν ταις εορταίς αυτών, ή λύχνους άπτοι, αφοριζέσθω"
6/. Κανών ΣΤ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Περί του, μη συγχωρείν τοις αιρετικοίς εισιέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τη αιρέσει"
7/. Κανών  Θ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Περί του, μη συγχωρείν εις τα κοιμητήρια, ή εις τα λεγόμενα μαρτύρια πάντων των αιρετικών απιέναι τους της Εκκλησίας, ευχής ή θεραπείας ένεκα, αλλά τους τοιούτους, εάν ώσι πιστοί, ακοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός, μετανοούντας δε, και εξομολογουμένους εσφάλθαι, παραδέχεσθαι"
8/. Κανών ΛΒ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινές εισιν αλογίαι μάλλον, ή ευλογίαι"
9/. Κανών  ΛΓ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι"
10/. Κανών ΛΔ' της εν Λαοδικεία Συνόδου. «Ότι ου δεί πάντα χριστιανόν εγκαταλείπειν μάρτυρας Χριστού και απιέναι προς τους ψευδομάρτυρας, τουτέστιν αιρετικών, ή αυτούς προς τους προειρημένους αιρετικούς γενομένους· Ούτοι γαρ αλλότριοι του Θεού τυγχάνουσιν. Έστωσαν ουν ανάθεμα οι απερχόμενοι προς αυτούς».
11/. Κανών ΛΖ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων ή αιρετικών τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς"
12/. Κανών Θ' του Τιμοθέου Αλεξανδρείας: "Ερώτησις. Ει οφείλει Κληρικός εύχεσθαι, παρόντων Αρειανών, ή άλλων αιρετικών; ή ουδέν αυτόν βλάπτει, οπόταν αυτός ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν; Απόκρισις. Εν τη θεία αναφορά ο Διάκονος προσφωνεί προ του ασπασμού. "Οι ακοινώνητοι περιπατήσατε." Ουκ οφείλουσιν ουν παρείναι, ει μη αν επαγγέλλωνται μετανοείν και εκφεύγειν την αίρεσιν"  
13/. Κανών Β΄ της εν Αντιοχεία Συνόδου:
«Πάντας τους εισιόντας εις την Εκκλησίαν και των ιερών Γραφών ακούοντας, μη κοινωνούντας δε ευχής άμα τω λαώ ή αποστρεφομένους την αγίαν μετάληψιν της ευχαριστίας κατά τινα αταξίαν, τούτους αποβλήτους γίνεσθαι της Εκκλησίας, έως αν εξομολογησάμενοι και δείξαντες καρπούς μετανοίας και παρακαλέσαντες τυχείν δυνηθώσι συγγνώμης, μη εξείναι δε κοινωνείν τοις ακοινωνήτοις, μηδέ κατ' οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοις μη τη εκκλησία συνευχομένοις, μηδέ μη συναγομένοις. Ει δε φανείη τις των επισκόπων, ή πρεσβυτέρων, ή διακόνων, ή τις του κανόνος τοις ακοινωνήτοις κοινωνών, και τούτον ακοινώνητον είναι, ως αν συγχέοντα τον κανόνα της Εκκλησίας».
14/. Κανών Α' της Δ' Οικουμενικής  Συνόδου, (επικυρώνει τους Κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας)
15/. Κανών Β' της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, (επικυρώνει τους Αποστολικούς  Κανόνες, τους κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
16/. Κανών Α' της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (επικυρώνει τους Αποστολικούς  Κανόνες, τους κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
δ. Η Αγάπη προς τον Θεολογικόν διάλογον με τους αιρετικούς και ετεροδόξους. 3
1/ Οι οικουμενικοί διάλογοι ωφελούν ή ζημιώνουν την πολυθρυλούμενη «ενότητα των Χριστιανών»;
Επισημαίνουμε και υπερτονίζουμε προς τους συμμετέχοντας στους οικουμενικούς διαλόγους, αμφοτέρων των μερών (Ορθοδόξων και ετεροδόξων), ότι οι κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων συμπροσευχές με αιρετικούς, όχι μόνο δεν ωφελούν την Οικουμενική Κίνηση και το έργο της επιθυμητής απ’ όλους ενώσεως και της καταλλαγής, στο πνεύμα της Αληθείας και Αγάπης, αλλά αντιθέτως το ζημιώνουν:
α/ Με την συσκότιση των πραγμάτων, αφού στους διαλόγους οι υποτιθέμενοι Ορθόδοξοι, για διαφόρους λόγους, ΔΕΝ παρουσιάζουν τα αποδεικτικά στοιχεία περί της διαχρονικής αποστασίας, ανομίας και αιρετικής διδασκαλίας του Παπισμού, του Προτεσταντισμού και των άλλων ετερόδοξων ομολογιών, με αποτέλεσμα οι Χριστιανοί της Δύσεως αλλά και οι ασταθείς και μη εδραίας πίστεως της καθ’ ημάς Ανατολής, να ευρίσκονται συνεχώς στο σκοτάδι της αμαθείας και της Αγιογραφικής αγνωσίας.
β/ Με τον βαυκαλισμό των ετεροδόξων με κενές ελπίδες, περί μελλοντικής ενώσεως όλων των αυτοαποκαλούμενων Χριστιανών, επικαλούμενοι μονομερώς μία ψεύτικη και ανθρωπίνης εμπνεύσεως αγάπη, η οποία ΟΥΔΕΜΙΑ σχέση έχει με την Αγιογραφική διδασκαλία  περί Αγάπης του Ιησού Χριστού, πλανώντες αθώους, άδολους, ανησυχούντες και πλανώμενοι οι ίδιοι οι συνδιαλεγόμενοι (εφ’όσον δεν ανήκουν στην κατηγορίαν εκείνων που ενεργούν σκοπίμως και κατ’ εντολήν του Συστήματος).
γ/ Με την μεγάλη αντίδραση εκ μέρους σοβαρών παραγόντων της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Αρχιερείς, Αγ. Όρος, Ι. Μονές, Κληρικοί, Θεολόγοι) αλλά και μεγάλων τμημάτων του πιστού λαού, που βλέπει με πολλή δυσφορία και  περίσκεψη (μέχρι καχυποψίας) την προς το Κοινό Ποτήριο πορεία, με σοβαρό κίνδυνο, εκτός των άλλων, διχασμού του Ορθοδόξου ποιμνίου με απρόβλεπτες συνέπειες.
2/ Επιτρέπεται «κατ’ οικονομίαν» η συμπροσευχή;
α/ Η κατ’ ακρίβεια πράξη της Εκκλησίας μας είναι σαφής και κατηγορηματική: «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι». Για όσους περιφρονούν αυτήν την τάξη τα επιτίμια είναι ιδιαιτέρως σοβαρά: Καθαίρεση για τους κληρικούς, αφορισμός για τους λαϊκούς.
Βέβαια πολλές φορές, η ποιμαντική μέριμνα και φροντίδα, αλλά και η ποιμαντική σύνεση επιβάλλουν την κατ’ οικονομίαν αναστολή της εφαρμογής κάποιων κανονικών διατάξεων χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων. Θα πρέπει όμως να γίνει σαφές ότι αυτό πρέπει να γίνεται υπό όρους.
Διότι η χρήση της Εκκλησιαστικής Οικονομίας δεν σημαίνει αποσιώπηση της αληθείας, περιφρόνηση της ακρίβειας, καταστρατήγηση-περιφρόνηση των Ιερών Κανόνων και αυθαιρεσία. Προπαντός, δεν μπορεί να γίνει κατ’ οικονομία σχετικοποίηση της Αλήθειας και ελαχιστοποίηση της ορθής Πίστεως.
β/ Η Εκκλησιαστική Οικονομία και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της.
Κατά τον καθηγητή του Κανονικού Δικαίου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο (Κοτσώνη) «οικονομία είναι ή έστιν ότε εξ ανάγκης ή χάριν μείζονος ωφελείας τινων ή της καθ’ όλου Εκκλησίας αρμοδίως και υπό ορισμένας προϋποθέσεις επιτρεπομένη προσωρινή ή μόνιμος εκ της «ακριβείας» απόκλισις, εφ’ όσον ταυτοχρόνως παραμένει αλώβητος η ευσέβεια και η του δόγματος ακεραιότης».
Με άλλα λόγια η οικονομία είναι θεσμός του Κανονικού Δικαίου που «δεν αποσκοπεί εις την κατάλυσιν της κανονικής τάξεως και της εν γένει παραδόσεως της Εκκλησίας, αλλά εν εσχάτη αναλύσει εις την εμπέδωσιν αυτής».4
Δεν είναι λοιπόν περιφρόνηση και αναίρεση της κανονικής τάξεως, καταστρατήγηση των Ιερών Κανόνων και αυθαιρεσία, αλλά «καρπός της ποιμαντικής και θεραπευτικής διακονίας της Εκκλησίας». Η χρήση της μάλιστα δεν περιορίζεται στα όρια του Κανονικού Δικαίου, καθώς είναι ευρύτατη – από την Αποστολική ακόμα εποχή – για όλο το φάσμα της Εκκλησιαστικής ζωής (λατρεία, διοίκηση, ποιμαντική).5
Τα όρια στην εφαρμογή της Εκκλησιασικής οικονομίας, βρίσκονται σε θέματα «εν οις η ευσέβεια ου λυμαίνεται»6  και κατά τον Αλεξανδρείας Ευλόγιο «ότε το δόγμα της ευσεβείας ουδέν παραβλάπτεται. ου συγχωρεί δε συγκατάβασις εις τα της Ορθοδόξου πίστεως. … (του δόγματος) γαρ ακράτου και ακαπηλεύτου μένοντος, η οικονομία περί των τε έξωθεν αυτού χώραν ευρίσκει συνίστασθαι». (PG 103, 953-956.) 
Η εκκλησιαστική οικονομία πηγάζει από το πνεύμα της αγάπης και του ελέους του Θεού προς τον άνθρωπο και θεμελιώνεται στην θεία ενανθρώπηση και το όλο απολυτρωτικό έργο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ως Θεανθρώπου.7
3/ Ίσως εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο ότι η απαγόρευση των συμπροσευχών με αιρετικούς προέρχεται από την αγάπη της Εκκλησίας στους ίδιους τους αιρετικούς. Όμως:
α/ Ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι σαφής: «Αγάπην δείκνυσιν γνησίαν ου κοινωνία τραπέζης, ουδέ πρόσρησις υψηλή, ουδέ κολακεία ρημάτων, αλλά το διορθώσαι και σκοπήσαι το συμφέρον του πλησίον και τον πεπτωκότα διαναστήναι».8
Όταν αποδέχομαι πλήρως τον αιρετικό σε συμπροσευχή, ωσάν να είναι κανονικό μέλος της Εκκλησίας, ωσάν να μη ζει μακριά από την Αλήθεια, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εφησυχάσει και θα συνεχίζει να παραμένει στην πλάνη του;
Δεν είναι σαν να συμφωνώ μαζί του ότι και έξω από τη «Μια Εκκλησία» μπορεί να υπάρχει υγιής και σωτήρια σχέση με τον Κύριό μας;
Υπάρχει περίπτωση  η συμπεριφορά μου αυτή να τον προβληματίσει, ώστε  αυτός να επανεξετάσει την επιλογή του;
β/ Όταν με αγάπη, διάκριση και σεβασμό στο πρόσωπό του, του εξηγήσουμε δυσκολίες που – δυστυχώς – υπάρχουν και εμποδίζουν την πνευματική μας επικοινωνία και προπαντός την ενώπιον του Θεού παράστασή μας σε κοινή προσευχή, αν έχει καλή διάθεση, δεν υπάρχουν περισσότερες ελπίδες ο συνάνθρωπός μας να εκτιμήσει την συμπεριφορά μας και να ωφεληθεί ουσιαστικά; Ασφαλώς αυτός θα στενοχωρηθεί – όπως και εμείς – αλλά μήπως αυτή η θλίψη εις χαράν γεννήσεται;
γ/ Όσοι έχουν επισκεφθεί το Άγ. Όρος έχουν ζήσει πως οι ετερόδοξοι εισπράττουν την αγάπη της Εκκλησίας μας που κρύβεται πίσω από την αυστηρότητα αυτή και δεν παρεξηγούν κανένα. Αντιθέτως, ίσως έχουν γευθεί αλλού τις συνέπειες της πλαδαρότητας και της περιφρονήσεως της κανονικής παραδόσεως της Εκκλησίας μας …
4/ Ισχυρίζονται μερικοί Οικουμενιστές ότι παρά την ευρύτατη χρήση της Εκκλησιαστικής Οικονομίας, δεν υπάρχουν καθορισμένοι κανόνες για την εφαρμογή της, αλλά μόνο ένα πλαίσιο εντός του οποίου ο ασκών την οικονομία οφείλει να ενεργεί. Αυτό ενέχει τον σοβαρότατο κίνδυνο να παρεκκλίνει κάποιος στην αυθαιρεσία και την παράβαση της εκκλησιαστικής τάξεως εξ απροσεξίας ή και σκοπιμότητος πολύ εύκολα με συνέπειες σοβαρές για την εκκλησιαστική ζωή.
Λάθος! Οι θεσπισθέντες και προαναφερθέντες κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τις συμπροσευχές και συλλειτουργίες Ορθοδόξων και αιρετικών, τι είναι; Δεν συνιστούν καθορισμένους κανόνες;
Επ’ αυτού ακόμη και ο Οικουμενίζων καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος, σημειώνει ότι η χρήση της Εκκλησιαστικής οικονομίας:
«ουχί σπανίως οδηγεί εις κατακριτέας καταχρήσεις, πολλάς τη Εκκλησία προξενούσας ζημίας, ουδείς δύναται να αμφισβητήση, ουχί δε σπανίως η κατάχρησις αύτη γίνεται επί σκανδαλισμώ και συνεπώς εξεγέρσει της χριστιανικής κοινωνίας».9
ε. Τι σημαίνει άρνηση συμπροσευχής με αιρετικούς και ετεροδόξους;
1/ Δεν σημαίνει  μίσος και αντιπάθεια προς τα πρόσωπα των αιρετικών.10
2/ Δεν σημαίνει άρνηση της έμπρακτης αγάπης  και αντιλήψεως προς οιονδήποτε, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του αντιλήψεις.   Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα μοναστήρια του Αγ. Όρους που εφαρμόζεται η ακρίβεια στο θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς, δεν υπάρχει καμία διάκριση στην μεταχείριση των Ορθοδόξων και των ετεροδόξων επισκεπτών (απολύτως ίδιες συνθήκες φιλοξενίας).11
Όμως, στους ετεροδόξους δεν επιτρέπεται η συμπροσευχή ούτε στον Ιερό Ναό, ούτε στην κοινή τραπεζαρία.
«...αι δογματικαί διαφοραί ως αναγόμεναι προς μόνον το κεφάλαιον της πίστεως αφίενται ελεύθερον και απρόσβλητον το της αγάπης κεφάλαιον· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπην. Η δε αγάπη χαρίζεται τω δόγματι, διότι πάντα στέγει, πάντα υπομένει. Η χριστιανική αγάπη εστιν αναλλοίωτος, δι’  ο ουδ’  η των ετεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται να αλλοιώση το προς αυτούς της αγάπης συναίσθημα … η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινός διαφοράς πρέπον να θυσιάζεται»,  (Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά, Μάθημα Ποιμαντικής, Θεσσαλονίκη 1974,  σ. 192).
3/ Δεν σημαίνει ναρκισσισμό και αλαζονεία, ότι τάχα εμείς είμαστε καλύτεροι από τους «άλλους». Μία τέτοια αντίληψη είναι ξένη προς την ορθόδοξη διδασκαλία περί ταπεινοφροσύνης και αλλότρια του εκκλησιαστικού ήθους και φρονήματος.
4/ Δεν σημαίνει διακοπή της συνεργασίας για αντιμετώπιση κοινών κοινωνικών ή πολιτικών προβλημάτων. Ο Άγιος Νεκτάριος είναι σαφέστατος: «η δε αποχή από τούτων στρέφεται εις μόνα τα πνευματικά, τα δ' άλλα επιεικώς και φιλανθρώπως μεταχειριζόμεθα εν πάση ελευθερία την εξωτερικήν μετά τούτων συνδιατριβήν τε και κοινωνίαν, φυλάττοντες προς αυτούς πάντα τα ανθρώπινα δίκαια και καθήκοντα … φεύγε μόνην την μετά των τοιούτων πνευματικήν κοινωνίαν, αν και ο βίος ο πολιτικός σε υποχρεώνει να διασώζεις την κοσμικήν οικειότητα και συνάφειαν».12  
Αυτή λοιπόν είναι η  κατ’ ακρίβειαν στάση της Εκκλησίας απέναντι στους αιρετικούς και αλλοδόξους και όχι η συμπροσευχή και συλλειτουργία μαζί τους. Προκειμένου να έχουμε συνεπή Χριστιανική ζωή, δεν πρέπει να λησμονούμε τα δόγματα της πίστεώς μας,  να περιφρονούμε την Ιερά Παράδοση και την μακραίωνη ζωή της Εκκλησίας μας…
στ. Γιατί  «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» ;
Για ποιους λόγους η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι τόσο αυστηρή και κατηγορηματική στην απαγόρευση κοινής λατρείας με αιρετικούς ή σχισματικούς, ώστε να χαρακτηρίζεται η συμπροσευχή ως «μέγα αμάρτημα»;
1/ Λόγω της μεγάλης αγάπης προς τον Θεόν.
Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι  λειτουργική, εκκλησιολογική και δογματική εκτροπή
α/ Για την παράδοση και την ζωή της Εκκλησίας μας, δηλ. την Ορθόδοξη Θεολογία, σωτηρία υπάρχει μόνο εφ’ όσον ο άνθρωπος ενταχθεί ως οργανικό μέλος στο «σώμα του Χριστού», που έχει κεφαλή τον ίδιο τον Κύριο, δηλαδή την Εκκλησία.13
Ασφαλώς, το σώμα του Χριστού υπάρχει από την Αποστολική εποχή μέχρι σήμερα και είναι μ ο ν α δ ι κ ό . Και αυτό είναι η «ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ και ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», η Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν υπάρχουν πολλά σώματα, γιατί μία είναι η Κεφαλή, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.
β/ Συνεπώς και η Θεία Λατρεία δεν είναι ατομική υπόθεση του πιστού, αλλά εντάσσεται στην οργανική ενότητα των μελών του σώματος του Χριστού. Μάλιστα, το κέντρο και η ουσία της Χριστιανικής Λατρείας είναι η Θεία Λειτουργία, στην οποία εντάσσονται και οι λοιπές ακολουθίες και τα μυστήρια της Εκκλησίας μας.14
Με άλλα λόγια, η Θεία Λειτουργία δεν είναι μία από τις προσευχές της Εκκλησίας, αλλά ταυτίζεται με την ίδια την Εκκλησία: «Σημαίνεται η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις»,15 σημειώνει ο Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, εννοώντας την Θεία Λειτουργία.
Συμπερασματικώς, η Θεία Λειτουργία δεν είναι το μέσον για την επίτευξη της εν Χριστώ ενότητας των ανθρώπων, αλλά η ίδια η ενότητα, η φανέρωση της ήδη τελεσθείσης ενότητος στο ένα σώμα του Χριστού.16
Γι’ αυτό και στην Θεία Λειτουργία, συμμετέχουν αποκλειστικά και μόνο όσοι δια του Βαπτίσματος έχουν ήδη ενταχθεί και παραμένουν στο σώμα του Χριστού. Ακόμα και οι κατηχούμενοι που ετοιμάζονταν να βαπτισθούν δεν μπορούσαν να παραμείνουν  και να την παρακολουθήσουν. Κατά την Ορθόδοξη εκκλησιολογία είναι εντελώς αδιανόητη η οποιασδήποτε μορφής διακοινωνία (intercommunion),17 διότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία το θέμα της ευχαριστιακής κοινωνίας, της εκκλησιολογικής κοινωνίας και της κοινωνίας στην πίστη είναι αλληλένδετα.18
γ/  Επειδή η αίρεση είναι περιφρόνηση, απογαλακτισμός (αποκοπή) και σε τελική ανάλυση άρνηση συμμετοχής στην Εκκλησία, στο «σώμα του Χριστού», η συμμετοχή των αιρετικών, πολύ περισσότερον των αλλοδόξων, στην λατρεία είναι όχι μόνο χωρίς νόημα, αλλά και αδιανόητη.
Πως μπορώ να συμμετέχω στην λατρεία, δηλαδή στην φανέρωση της ενότητας του σώματος του Χριστού, όταν έχω επιλέξει να αποσπαστώ και να μην ανήκω σ’ αυτό; 
Ερωτά ο Νικηφόρος Γρηγοράς [Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (12951360) ήταν Ρωμηός ιστορικός συγγραφέας, λόγιος, θεολόγος, ρήτορας, μαθηματικός και αστρονόμος]:
«Της ουν προαιρέσεως ενταυθοί μαχομένης και αλλήλων ημάς διιστώσης της των δογμάτων καινοτομίας, πως αν μίαν σχοίημεν τον Χριστόν κεφαλήν, ή πως αν αλλήλοις συνευξαίμεθα;» και ο Ζωναράς [Ιωάννης Ζωναράς (12ος αι.). Υπήρξε Ρωμηός χρονογράφος, θεολόγος και νομικός που έζησε στην Κωνσταντινούπολη]:
«Οι αιρέσει περιπεσόντες και μένοντες εν αυταίς, της Εκκλησίας εξοστρακίζονται, ως ταύτης αλλότριοι. Πως ουν εις τον οίκον του Θεού συγχωρηθήσονται εισιέναι ;».19
Μόνο εάν εκλάβουμε την Ορθόδοξη Λατρεία ως θέαμα, καθιερωθείσα κοινωνική εκδήλωση, χωρίς καμία ουσιαστική προσωπική συμμετοχή, νομιμοποιείται η παρουσία μη Ορθοδόξων σε αυτήν!  Αλλά αλλοίμονο αν γίνει ο Ναός και η Θεία Λατρεία μας… θέατρο! 
Με άλλα λόγια η συμμετοχή των αιρετικών στην Θεία Λειτουργία είναι ανατροπή της ίδιας της ουσίας της, είναι  λειτουργική εκτροπή.
δ/ Επιπλέον,  για να συμμετάσχουμε σε κοινή Λατρεία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμφωνία της πίστεως.20 Τονίζει χαρακτηριστικά ο Αγ. Ειρηναίος: 
«ημών σύμφωνος η γνώμη (η ορθόδοξη πίστη) τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην … Προσφέρομεν γαρ αυτώ (τω Θεώ) τα ίδια εμμελώς κοινωνίαν και ένωσιν απαγγέλλοντες και ομολογούντες».21
ε/ Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα) «Η ορθοδοξία άνευ Ευχαριστίας είναι αδιανόητος», αλλά και «η  Ευχαριστία άνευ ορθοδοξίας είναι αδύνατος…. Η προϋπόθεσις της ορθοδοξίας δια την συμμετοχήν εις την ενότητα της Ευχαριστίας υπήρχε βεβαίως ανέκαθεν εις την Εκκλησίαν, ως μαρτυρούν αι ενσωματωμέναι εις λειτουργικά κείμενα ομολογίαι πίστεως».22
Αυτή η λειτουργική παράδοση φτάνει μέχρι  τις ημέρες μας και απαιτεί προ της Αναφοράς την ομολογία της κοινής και ανόθευτης πίστεως, δια της απαγγελίας του συμβόλου της Πίστεως όπως θεσπίστηκε κατά τις Οικουμενικές Συνόδους της Ενιαίας, τότε, Ορθόδοξης Εκκλησίας.23
Αφού λοιπόν «η ενότης εν τη Θεία Ευχαριστία συνδυάζεται μετά της ενότητος εν τη ορθοδοξία», η τυχόν συμπροσευχή με αιρετικό, αποτελεί λειτουργική εκτροπή.
στ/ Είναι προφανές, ότι για την Εκκλησία μας ο λατρευτικός χώρος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως χώρος απλής επικοινωνίας και κοινωνικής συναναστροφής, αλλά είναι ουσιωδέστατος και άπτεται της ίδιας της φύσεώς της. 
ζ/ Για την συνείδηση των Αγίων δε χωρεί κοινωνική ευγένεια και αβροφροσύνη στην Λατρεία: Η «εν Εκκλησίαις» υποδοχή και συμπροσευχή με εκπρόσωπο οποιασδήποτε αιρετικής «συναγωγής», ωσάν να ήταν  κανονικός Επίσκοπος, δεν μπορεί να γίνει εκκλησιολογικά αποδεκτή, διότι έτσι νομιμοποιείται η αίρεση.
Το γεγονός της αναγνωρίσεως, εν τη λατρεία, της αιρέσεως ως κάποιας άλλης «Εκκλησίας», που υφίσταται νόμιμα – από εκκλησιαστικής απόψεως – και παράλληλα με την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική» αποτελεί την βάση για την ανάπτυξη της «θεωρίας των κλάδων»,24 που οδηγεί σε  εκκλησιολογική  εκτροπή.
η/  Τέλος, όταν αποδεχόμεθα χωρίς κανένα ενδοιασμό ή περιορισμό τους αιρετικούς σε συμπροσευχή, παραβλέποντας τις πολλές και ουσιώδεις διαφορές σε θέματα πίστεως, στην πράξη περιφρονούμε τους αγώνες της Εκκλησίας και των Αγίων της για την διαφύλαξη ακαινοτόμητης της πίστεώς μας,  υποτιμούμε την αξία του ορθού δόγματος, τελικώς εξισώνουμε την Αλήθεια με την πλάνη.
Με άλλες λέξεις, θεωρούμε την πλανεμένη διδασκαλία, ως μία άλλη νόμιμη εκδοχή και δυνατότητα ερμηνείας της Ευαγγελικής Αλήθειας. Μια τέτοια προσέγγιση της εκκλησιαστικής ζωής, ασφαλώς οδηγεί και σε δογματική εκτροπή.
Συνεπώς, η αυστηρή στάση των αγίων Πατέρων έναντι των συμπροσευχών με αιρετικούς είναι συνέπεια της περί Εκκλησίας  διδασκαλίας τους, στηριζομένης στα δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεως όπως προβλέπονται από τον Λόγον του Κυρίου (Αγία Γραφή).
στ. Γιατί  «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» (συνέχεια);
2/  Λόγω της μεγάλης αγάπης προς τον άνθρωπο: 
Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι  ποιμαντική εκτροπή
Η βάση της Χριστιανικής ηθικής είναι η αγάπη προς τον άλλον, όποιος και αν είναι αυτός. Και αυτή την ύψιστη αρετή υπηρέτησαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Η αγάπη αυτή εκδηλωνόταν όχι μόνο στην φροντίδα τους για την κάλυψη των υλικών αναγκών, αλλά πρωτίστως για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της πλάνης και του ψεύδους.
Διότι, ποίον το όφελος για τον άνθρωπο να κερδίσει όλον τον κόσμο, αλλά να ζει όλη του τη ζωή λάθος, με ψεύτικη ελπίδα και εσφαλμένη προοπτική; Άλλωστε, έργο της Εκκλησίας και των Αγίων της δεν είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και η αξιοπρεπής διαβίωση του λαού, αλλά κυρίως η υπέρβαση του έσχατου εχθρού του ανθρώπου, του θανάτου,  δια της Αναστάσεως Ιησού Χριστού.
Αυτή η διακονία της αγάπης «εν αληθεία» (Α΄ΙΩΑΝΝΟΥ:3/18) και της αληθείας «εν αγάπη» (ΕΦΕΣ: 4/15), υπηρετείται με την αυστηρή προσήλωση των Αγίων στην παρακαταθήκη της  πίστεως που έλαβαν και στην ακριβή και αλάνθαστη μεταλαμπάδευσή της στην ιστορία.
Γι’ αυτό και βλέπουμε τόση προσοχή στην διατύπωση του δόγματος  και αυστηρότητα στους παραχαράκτες του, αιρετικούς, κυρίως από τους ελαχίστους συγχρόνους απολογητές ποιμένες της Ορθοδόξου Πίστεως, καθ’ όσον σε διαφορετική περίπτωση, θα είχαμε ποιμαντική εκτροπή.
Άλλωστε, οι πιστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί που μετέχουν ενεργώς στην Εκκλησιαστική ζωή και βιώνουν την Αλήθειαν, που είναι Ο Λόγος του Κυρίου Ιησού Χριστού, έχουν ιερή υποχρέωση όταν κινδυνεύει η Ορθόδοξη Πίστις, να ομιλούν για την Αλήθεια και να μη σιωπούν.
«᾿Εντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης Πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καὶ μὴ σιώπα... Διὰ τοῦτο κἀγὼ ὁ τάλας, δεδοικὼς τὸ Κριτήριον, λαλῶ». (῾Οσ. Θεοδώρου Στουδίτου, PG 99, 1321)

Συνεχίζεται



1 Αδαμάντιος Τσακίρογλου, Τα δύο προσωπεία της αγαπολογίας και ο σύγχρονος άνθρωπος 16 Φεβρουαρίου 2016
-ΛΟΓΟΙ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΔΡ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΠΑΣΔΕΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «Εμείς και άλλοι …και» κατά του π. Γ. Τσέτση. Οικουμενικά ανάλεκτα.
2 "ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ. Γένεση – Προσδοκίες - Διαψεύσεις. "ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ. Αίθουσα Τελετών Α.Π.Θ. 20-24 Σεπτεμβρίου 2004. ΤΟΜΟΣ Β΄, Εκδόσεις ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ [Γέρων Μωϋσής Αγιορείτης].
-www.oodegr.com/oode/biblia/plakidas1/kef3.htm#25
-«Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι. Μέρος 1ο», oodegr.co/oode/papismos/ synefxesthe1.htm
4 Ιερωνύμου Κοτσώνη, Προβλήματα της «Εκκλησιαστικής Οικονομίας», Εν Αθήναις 1957, σ. 209.-Καθηγητών, Υπόμνημα, σ.ii.
[5] - Π. Μπούμη, Η Εκκλησιαστική «Οικονομία» κατά το Κανονικόν Δίκαιον, Εκκλησία τ. 48(1971), σ. 353
-Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες και τον Κων/νο Οικονόμο, Αθήνα 19962, σ. 44.
-Κατά τον Πατριάρχη Κπόλεως Καλλίνικο Β΄ «είωθεν η της Εκκλησίας ιερά κρίσις εις τα πολλά συγκαταβαίνειν οικονομικώς εν τισι των μικροτέρων, ίνα μη τοις μείζοσι και κυριωτέραν προξενήσει ζημίαν και ολέθριον κίνδυνον», εν Μ. Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, τ. Β΄, Κωνσταντινούπολις 1888, σ. 396.
6 Κυρίλλου Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως, Τω Αντιοχείας, εν Δελικάνη Έγγραφα, τ. Β΄, σ. 178.
7 Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, εν Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Chambesy Γενεύης 1973, σ. 136, (στο εξής: Διορθόδοξη Επιτροπή, Οικονομία)
8 PG 54, 623.
9 Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 57, πρβλ. Μ. Φαράντου, Το θέμα του διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των ετεροδόξων και ιδία μετά των Παλαιοκαθολικών, Θεσσαλονίκη, 1971, σ. 13.
10 «Τι λοιπόν θα τους σιχαθούμε ή θα τους καταρασθούμε;  Φυσικά όχι. Θα προσπαθήσουμε όμως με όλες μας τις δυνάμεις να μη μολυνθούμε με την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους … δεν πρέπει όμως να τους θεωρούμε εχθρούς μας ή να τους μισούμε – έστω και αν αυτοί πάντοτε λυσσομανούν εναντίον μας – διότι ήταν κάποτε αδελφοί μας …ας τους ευσπλαχνιζόμαστε λοιπόν, ας τους αγαπάμε και ας μη παύσουμε ποτέ να προσευχώμαστε γι’ αυτούς» (ιερομόναχος Ιώβ Ιασίτης, Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος  2003 σ. 230).
11 Πρβλ. την στάση των αββάδων Αρσενίου, Ποιμένος και Λωτ,  εις Γεροντικόν, έκδοσις Αστέρος, εν Αθήναις 1970, σ. 62, 92.
-Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ. 101-102.
12 Αγ. Νεκταρίου,  Ευγενίου Βουλγάρεως: Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας   Αθήναι 2000, σ. 21.
13 ΡΩΜ: 12/5, Α΄ ΚΟΡΙΝΘ: 12/12-28, ΕΦΕΣ: 1/22-23, 4/12,16, 5/ 23, 25-27,  ΚΟΛ: 1/18.
14 Μιλόσεβιτς Νένταντ,  Η Θ. Ευχαριστία ως κέντρο της Θ. Λατρείας, Θεσσαλονίκη, 2001, σ.σ. 334
15 Νικολάου Καβάσιλα, εις την Θ. Λειτουργίαν, ΛΔ΄,   ΕΠΕ 22, 190
16 Θεοδωροπούλου Επιφ., ε.α. σ. 46, Ζηζιούλα Ιωάν., Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 1990 σ.σ. 211. Επίσης «Το μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγ. Τριάδος» Κείμενο Β΄ Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου, Μόναχο 30.6-6.7.1982, και «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας» κείμενο της Δ΄ Ολομελείας Επιτροπής Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, Μπάρι  1987,  εις Παπαδοπούλου Αντ. Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 45-61 και 86-103.
17 Αναλυτικά για την «διακοινωνία» (intercommunion) βλ. Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σσ. 116, Γ. Γαλίτη, Intercommunion, Το πρόβλημα της μυστηριακής κοινωνίας μετά των ετεροδόξων εξ επόψεως ορθοδόξου, βιβλική και εκκλησιολογική μελέτη, Αθήναι, 1966, σσ. 63, Α. Θεοδώρου, Η Intercommunion εξ επόψεως ορθοδόξου Συμβολικής, ήτοι σχέσεις Ορθοδόξων και ετεροδόξων, Αθήναι 1971.
18 Π. Νέλλα, πρόλογος στην έκδοση Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ 12-13.
19 Ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία Συνόδου,  PG 137, 1349Β.
20 «δια την αρχαίαν Εκκλησίαν και μάλιστα την Ανατολικήν, η ορθή πίστις απετέλει απαραίτητον προϋπόθεσιν δια την συμμετοχήν εις την Θ. Ευχαριστίαν της Εκκλησίας» W. Elert, Abendmahl und Kirchen gemeinschaft in der alten Kirche hauptsaechlich des Ostens, 1954, εις Ζηζιούλα  Ιωαν. ε.α. σ. 116
21 Κατά αιρέσεων 18, 5, εις  PG 7, 1028
22 Ζηζιούλα  Ιωαν. ε.α. σ. 116-117 και 121.
23 Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η θεία Λειτουργία, Σχόλια, 1985, σ. 250-252.
24 Είναι χαρακτηριστικό ότι η απλή διά επιστολής επικοινωνία του Οικουμενικού Πατριάρχου με τον Αρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρυ κατά το 1869, αξιολογήθηκε από τους Αγγλικανούς ως «λίαν φιλική και χριστιανοπρεπής αναγνώρισις εκ μέρους του (Οικουμενικού Θρόνου) περί της θέσεως της Εκκλησίας της Αγγλίας ως κλάδου της παγκοσμίου Εκκλησίας του Χριστού», (Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 197).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου