Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ/ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΓΑΠΗ
«Ἀγάπη πού
δέν ἔχει στοιχεῖα σωτηρίας
εἶναι πλάνη
τοῦ διαβόλου»
Γέρων Ἐφραίμ ἐν Ἀριζόνᾳ
ΜΕΡΟΣ 25ο
ΙΒ. Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΑΤΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ (Συνέχεια 24ου μέρους) 1
3. Η Αγάπη προς τους ετεροδόξους και αιρετικούς (Συνέχεια 24ου μέρους)2
στ. Γιατί
«ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι»; (συνέχεια 24ου μέρους)
3/. Λόγω
της μεγάλης Αγάπης προς τους πιστούς:
α/ Η Εκκλησία, απαγορεύοντας την
συμμετοχή σε συμπροσευχές με αιρετικούς, θέλει να προφυλάξει τα μέλη της και
μάλιστα τους άδολους, ακατήχητους και ασθενέστερους στην πίστη, από την πλάνη
της αιρέσεως.
Ο Άγιος Νεκτάριος, για
όσους εύκολα μπορεί να αλλοτριωθούν στην πίστη εξ αιτίας της συναναστροφής τους
με αιρετικούς, λέγει χαρακτηριστικά: «η εξωτερική ακοινωνησία διασώζει την εσωτερική
αλλοτριότητα».3
Και «εσωτερική αλλοτριότητα» ή πνευματική αλλοτρίωση έχουμε
όταν ένας πιστός:
-Αμφισβητήσει ή αρνηθεί την Ευαγγελική
Αλήθεια και προσχωρήσει σε εθελοθρησκεία (θρησκευτική δοξασία κατά την
δοκησισοφία του) ή δαιμονική πλάνη. Με άλλα λόγια, όταν αλλοιωθεί το ορθόδοξο
αισθητήριό του, είτε από αδυναμία / ακαταλληλότητα / ανομία του ποιμένος, είτε
από ακατηχησία / εθελοθρησκευτικότητα/ αγνωσία του ιδίου, και πάψει να διακρίνει
την αλήθεια από το ψέμα,
-Θεωρήσει την Ορθοδοξία και την αίρεση ως
ισότιμες θρησκευτικές ατραπούς που οδηγούν στον ίδιο Θεό,
-Ταυτίσει την Ορθόδοξη Πίστη με τα δόγματα
και τις δοξασίες / κακοδοξίες των άλλων λεγομένων χριστιανικών ομολογιών,
τουτέστιν ότι η Ορθοδοξία και οι άλλες αιρετικές ομολογίες τιμούν και λατρεύουν
με τον τρόπον τους, ευαρέστως και ευσεβώς, τον Ιησού Χριστό,
-Πιστεύσει ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν
Θεάνθρωπος, δεν ήταν Ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, αλλά ένας αγαθός
άνθρωπος, ένας Μύστης, που τελειοποιήθηκε και θεώθηκε λόγω των αγαθών πράξεών
του και της επιγείου ηθικής στάσεώς του,
-Αμφισβητήσει
ή αρνηθεί ότι η Μαρία και μήτηρ του Ιησού, ήταν Παρθένος πριν την σύλληψη,
παρθένος όταν συνέλαβε, και παρέμεινε παρθένος μετά την γέννηση του Ιησού. Δηλαδή όταν
υποστηρίζει ότι η Μητέρα του Κυρίου ήταν Χριστοτόκος και δεν ήταν Αειπάρθενος
Θεοτόκος,
-Θεωρήσει την «μία Αγία,
Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία» ως μία από τις πολλές «άλλες
χριστιανικές εκκλησίες»,
-Αρνείται
την ταυτοπροσωπεία του Ιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης με τον Ιησού Χριστόν της Καινής Διαθήκης.
β/ Πολλές φορές, οι συμπροσευχόμενοι με αιρετικούς Ορθόδοξοι
ιεράρχες και λαϊκοί, προβάλλονται από τα ΜΜΕ/το Σύστημα ή μας φαίνεται ότι είναι
αξιόλογοι θεολόγοι ή Επίσκοποι, με μεγάλη θεολογική κατάρτιση, και μας δίδουν
την εντύπωση ή μας διαβεβαιώνουν οι ίδιοι, ότι είναι «δυνατοί, θερμοί και
στερεοί στην πίστη» που κατά τεκμήριο, δεν διατρέχουν τέτοιο κίνδυνο «αλλοτριώσεως».4
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχει ο φόβος της πνευματικής
αλλοτριώσεως ή μήπως τότε επιτρέπεται η συμπροσευχή με αιρετικούς ;
ΟΧΙ! ΟΧΙ!
ΟΧΙ!, καθ’ όσον εκτός
των άλλων λόγων:
1/ Η συμπεριφορά τους αυτή, είναι βέβαιο ότι θα αμβλύνει στην
συνείδηση του ποιμνίου τους «την έννοια της αιρέσεως ως όλως ασυμβιβάστου προς
την Αλήθειαν της Εκκλησίας και ως προξένου ψυχικής απωλείας …Εάν οι ποιμένες
της Εκκλησίας υιοθετήσουν μίαν συγκριτιστικήν στάσιν έναντι της αιρέσεως, το …
ποίμνιον θα απωλέση την ομολογιακήν του ευαισθησίαν και ευκόλως θα υποπέση εις
την αίρεσιν».5
2/ Η αντίθετη με τους Ιερούς Κανόνες συμπεριφορά του ποιμένος «καν μη τα εκείνων (των αιρετικών)
φρονή, αλλά γε πολλοίς σκανδάλου δίδωσιν αφορμήν και υπόνοιαν καθ’ εαυτού»,6 καθώς και «δια το λογίζεσθαι τούτον τοις απίστοις ομόφρονα».7
Μία τέτοια, εσφαλμένη
έστω, εντύπωση ότι ο Επίσκοπος ή ο θεολόγος είναι «τοις απίστοις ομόφρων», ότι
συμφωνεί και ανέχεται την αίρεση ή δεν ορθοτομεί «τον λόγον της αληθείας»,
γίνεται αφορμή για την «αλλοτριότητα» των πιστών και τότε … «ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον
έρχεται».
Αλλοίμονο στους ποιμένες
που με απρόσεκτες, αυθαίρετες, πολύ περισσότερον με άνομες και σκόπιμες
ενέργειές τους, σκανδαλίζουν τον πιστόν λαόν και κλονίζουν την εμπιστοσύνη του
στην εκκλησιαστική Ιεραρχία!
Όταν μάλιστα οι
καταστάσεις οξυνθούν και οι παραβάσεις των Ιερών Κανόνων γίνουν αφορμή για σχίσμα
στο σώμα του Χριστού8, τότε ο «δυνατός
ορθόδοξος», αλλά απρόσεκτος ή άφρων/άνομος εκείνος ποιμένας, δεν έχει την αποκλειστική
ευθύνη;
ζ. Αγάπη και Οικουμενισμός9
1/ Γενικά
Από τις αιρέσεις, που
εμφανίστηκαν στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας μας, η πιο επικίνδυνη, είναι η
παναίρεση του Οικουμενισμού, όπως την χαρακτήρισε σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας
μας, ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Και τούτο δεν είναι υπερβολή αν λάβει κανείς
υπ’ όψιν του, ότι στις άλλες κατά καιρούς εμφανισθείσες αιρέσεις ο διάβολος
προσπάθησε να διαστρέψει ορισμένα δόγματα ή κανόνες της Εκκλησίας, ενώ τώρα
στην περίπτωση του Οικουμενισμού έχουμε κάτι το μοναδικό. Όχι μόνο εμφανίζεται
μια σωρία αιρετικών θεωριών, αλλά για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας,
επιχειρείται η ανατροπή συλλήβδην ολοκλήρου της Ιεράς Παραδόσεως:
«Σκοπός
του Αντιδίκου εις την εποχήν μας δεν είναι απλώς να νοθεύσει και εξασθενήσει το
‘Πηδάλιον’ της Παγκοσμίου Ολκάδος, αλλά να το αχρηστεύσει και πλήρως να το
εξουδετερώσει. Και η προσπάθεια αύτη καθίσταται εξόχως επικίνδυνος εκ της
χρησιμοποιουμένης προς επίτευξιν του στόχου αυτού μεθόδου, συνισταμένης εις την
επίκλησιν και διαστροφήν του ευγενεστέρου, αγιωτέρου και σημαντικωτέρου
περιεχομένου της εν Χριστώ Αποκαλύψεως, ήτοι της αγάπης και της ενότητος, προς
συντριβήν της μοναδικής αυθεντικής οδού και μεθόδου πραγματοποιήσεώς των εις
τον βίον της Εκκλησίας, της Ιεράς δηλαδή Παραδόσεως και δη του Ιερού Πηδαλίου».10
2/ Πως πρέπει να εκδηλούται η αγάπη των Ορθοδόξων
Χριστιανών απέναντι στους Οικουμενιστές;
Οι αληθώς ορθόδοξοι
Χριστιανοί όταν διαπιστώνουν ανομίες, αντι-αγιογραφικές βλασφημίες και
αντι-Πατερικές αυθαιρεσίες, από τους εξακολουθούντες να συμμετέχουν στους
φαρισαϊκούς «διαλόγους αγάπης» και τις συμπροσευχές-συλλειτουργίες με
αιρετικούς και αλλοδόξους, υποχρεούνται να υπενθυμίζουν με πραγματική αγάπη,
προς κάθε εχέφρονα και άδολο αιρετικό, ετερόδοξο και ομόδοξο οικουμενιστή
(ρασοφόρο ή λαϊκό), και να αποδεικνύουν με Πατερικά και Αγιογραφικά κείμενα, ότι:
α/ Οι αιρέσεις υπήρξαν πάντοτε ο μεγαλύτερος
εχθρός στην ζωή της Εκκλησίας, το πιο επικίνδυνο όπλο του διαβόλου, του
προαιωνίου αντιδίκου και αντιπάλου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.
Τούτο μαρτυρεί η
μακραίων υπερδισχιλιετής ιστορική πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, διότι δια της
αιρέσεως, ο διάβολος πολεμεί την
Εκκλησία εκ των έσω, με δόλο και απάτη, ύπουλα και παραπλανητικά,
χρησιμοποιώντας ως όργανά του τους αιρετικούς, οι οποίοι εμφανίζονται ως
γνήσιοι ποιμένες, «εν ενδύμασι προβάτων», στην πραγματικότητα όμως είναι «λύκοι
άρπαγες» ( ΜΑΤΘ:7/15).
β/ Οι συνάξεις των ακολουθούντων αιρετικές ομολογίες, δεν
είναι Εκκλησίες.
Όλες οι συνάξεις των λεγομένων
«Χριστιανικών ομολογιών», πλην της Ορθοδόξου τοιαύτης δεν συνιστούν Εκκλησίες,
αλλά αιρετικές παρασυναγωγές. Τέτοιες παρασυναγωγές
είναι των Μονοφυσιτών, Παπικών, Παλαιοκαθολικών, Αγγλικανών και των άλλων
Προτεσταντικών Παραφυάδων.
Η αντίληψη ότι, «θα
πρέπει να αποφεύγεται ο χαρακτηρισμός «αίρεση» (για τους Παπικούς, Παλαιοκαθολικούς,
Αγγλικανούς και Προτεστάντες), είναι τελείως εσφαλμένη και ξένη προς την
Ορθόδοξο πίστη και παράδοση. Είναι επίσης ανιστόρητη και αντι-θεολογική η
αιτιολογία της παραπάνω αντιλήψεως, δηλαδή ότι:
«Οι
Ρωμαιοκαθολικοί, οι Παλαιοκαθολικοί, οι Αγγλικανοί και οι Προτεστάντες, δεν έχουν καταδικασθεί υπό της Ορθοδόξου
Εκκλησίας δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως ως αιρετικοί, κατά προφανή
εφαρμογήν της αρχής της εκκλησιαστικής οικονομίας, διό και είναι αβάσιμοι οι
υπό τινών αποδιδόμενοι εις αυτούς χαρακτηρισμοί ως αιρετικών, αφού μόνον η
Εκκλησία δύναται να χαρακτηρίζει δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως τα εκτός
των ορίων αυτής υφιστάμενα χριστιανικά σώματα ως αιρετικά ή ως σχισματικά»11
Αντιθέτως, πλήθος
Ορθοδόξων Συνόδων έχουν καταδικάσει τον Παπισμό ως αίρεση. Αναφέρουμε
ενδεικτικά ορισμένες:
Την Σύνοδο του 879/880
στην Κωνσταντινούπολη, επί Μεγάλου Φωτίου. Η Σύνοδος αυτή, που στην συνείδηση
της Εκκλησίας θεωρείται ως η Η΄ Οικουμενική, επειδή σ’ αυτήν συμμετείχαν
εκπρόσωποι όλων των Πατριαρχείων καθώς και του Ορθοδόξου Πάπα Ιωάννη Η΄ της Ρώμης
(872-882) και οι αποφάσεις της έγιναν ομόφωνα αποδεκτές,
καταδίκασε ως αιρετική την διδασκαλία του Filioque.
«..Ταύτα δε ποιήσασα,
και εν τη στ΄ και ζ΄ πράξει αυτής ορθώς και ευσεβώς ορίσασα, ίνα το άγιον
Σύμβολον της Πίστεως μένη ακαινοτόμητον, και απαρασάλευτον εις τον αιώνα, και
κατ’εκείνου οπού ήθελε τολμήσει να προσθέσει, ή να αφαιρέσει τι επ’αυτού,
φρικτά αναθέματα εκφωνήσασα, και τους παρόντας τρεις κανόνας εξέδωκεν……τους
οποίους άπασα η καθ’ ημάς αγία Εκκλησία ως γνησίους εδέχθη και δέχεται, καθώς
οι επεξηγηταί των ιερών Κανόνων κοινώς
άπαντες δηλούσι και βεβαιούσι, και δη και αυτό το Νομικόν του Φωτίου».12
Η σύνοδος του Μ. Φωτίου
το 879/880 είναι εκείνη που:
(1) Ακύρωσε την Σύνοδο
του Ιγνατίου (869/870),
(2) Αναγνώρισε την
Εβδόμη (787), προσθέτοντάς την στις προηγούμενες 6 Συνόδους,
(3) Αποκατάστησε
την ενότητα στην ίδια την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και τις Εκκλησίες της
Παλαιάς και της Νέας Ρώμης –
ενότητα που είχε διασπαστεί από την αυθαίρετη παρέμβαση των παπών της Ρώμης
στην ζωή της Ανατολικής Εκκλησίας, ειδικά μέσω της Συνόδου του Ιγνατίου, και
(4) Κατέγραψε την
κανονική και θεολογική βάση για την ένωση της Εκκλησίας στην Ανατολή και την
Δύση, μέσω του Όρου της.
Δυστυχώς η διδασκαλία
του Filioque. επεκράτησε ως επίσημη διδασκαλία του Παπισμού, από τις αρχές του
11ου αιώνος (1014) μέχρι σήμερα. Η
καταδίκη αυτή ισχύει κατ’ επέκτασιν και για τις αιρετικές ομολογίες των
Προτεσταντών, επειδή και αυτές αποδέχονται την αιρετική αυτή διδασκαλία.
Ο Παπισμός,
αποδεχόμενος εκ των υστέρων, μετά από έναν αιώνα και πλέον, μια αιρετική
διδασκαλία, που είχε ήδη καταδικάσει μαζί με τα άλλα Ορθόδοξα Πατριαρχεία, αυτοαναιρείται και
αυτοκαταδικάζεται ως αίρεση. Πέραν
τούτου όλες οι επόμενες Ορθόδοξοι Σύνοδοι, όπως οι εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδοι
του 1170, 1341, 1450, 1722, 1838, 1895, απερίφραστα καταδικάζουν τον Παπισμό ως
αίρεση.13
Επίσης, εκτός από τον
Μέγα Φώτιο, όλοι οι μετά το σχίσμα του 1054 άγιοι, όπως ο άγιος Γερμανός
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Μάρκος ο
Ευγενικός, ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο άγιος
Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς κ.α.,14 ομόφωνα καταδικάζουν τον Παπισμό ως αίρεση.
«…μήπως η Ορθόδοξη
Εκκλησία έπαψε από το 787 μ.Χ. να αυτοπροσδιορίζεται και να αντιδιαστέλλεται
από την πλάνη, το ψέμα και την αίρεση; Η άποψη αυτή δεν οδηγεί σε αυτοαναίρεση
της Ορθοδόξης Εκκλησιολογίας; Τι θα συμβεί, αν αυτή η συλλογιστική, ότι, επειδή
για τον Παπισμό, ο οποίος παρουσιάστηκε μετά τον 9ο αιώνα, δεν έχει αποφανθεί
κάποια Οικουμενική Σύνοδος, κανένας Ορθόδοξος και μάλιστα υπεύθυνος ποιμένας,
δεν έχει το δικαίωμα να τον χαρακτηρίζει ως αίρεση, την επεκτείνουμε και σε
άλλες αιρέσεις; Διερωτώμαι για τους Ψευδομάρτυρες του Ιεχωβά, τους Μορμόνους,
τους Πεντηκοστιανούς, τους τηλευαγγελιστές κ.ο.κ., ποιά Οικουμενική
Σύνοδος έχει αποφανθεί; Ή μήπως και αυτοί δεν είναι αιρετικοί»;15
Με βάση τα παραπάνω,
οι συνάξεις των Παπικών καθώς και των αποσχισθεισών από τον Παπισμόν
προτεσταντικών παραφυάδων, έπαψαν να αποτελούν εκκλησίες, έπαψαν να εκπροσωπούν
τοπικώς την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού και έκτοτε
συνιστούν συναγωγές και παρασυναγωγές αιρετικών.
γ/ Η αίρεση
δεν είναι ένα απλό πρόβλημα προς συζήτηση, αλλά διαστροφή της Αληθείας.
Μέσα στην νοοτροπία
σκέψεως των Οικουμενιστών, εντάσσεται και η θεώρηση των αιρέσεων όχι ως
διαστροφή της αλήθειας, που οδηγεί στην απώλεια, αλλ’ ως δήθεν προβλημάτων προς
συζήτηση και επίλυση μέσα σε πνεύμα αγάπης και αλληλεγγύης. Αυτή η θεώρηση
απηχεί την αιρετική θεωρία του δογματικού μινιμαλισμού, σύμφωνα με την οποία οι
δογματικές πλάνες των αιρετικών σχετικοποιούνται και υποβιβάζονται στο επίπεδο
των προβλημάτων, ώστε να παύσουν να αποτελούν φραγμό στην πορεία προς την
ποθητή ένωση.
Παρεμφερής και
παράλληλη προς την νοοτροπία αυτή, που απηχεί την ίδια αιρετική θεωρία είναι
και η θεώρησή τους, ως μία μεγάλη ποικιλία θεολογικών και εκκλησιολογικών
παραδόσεων, ως
διαφορετικές διατυπώσεις της ιδίας πίστεως, ή ως θεολογούμενα,
δηλαδή ως θέματα, για τα οποία δεν έχει αποφανθεί ακόμη επίσημα η Εκκλησία.16
Όμως, η συνείδηση της
Εκκλησίας κατενόησε την αίρεση ως το φοβερότερο όλων των κακών, ως την
αρρωστημένη εκείνη κατάσταση, που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην απώλεια,
σύμφωνα με τον θεόπνευστο λόγο του Αποστόλου Πέτρου: «και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις
απωλείας» ( Β΄ ΠΕΤΡ: 2/ 1).
Στην ίδια γραμμή με τον
Απόστολο, κινούνται και όλοι οι Πατέρες. Ο Μέγας Βασίλειος στον Α΄ Κανόνα του
παρατηρεί ότι «αιρέσεις (ωνόμασαν οι παλαιοί) τους παντελώς απερρηγμένους και
κατ’ αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους».17
Ο άγιος Αθανάσιος στην
39η εορταστική του επιστολή ονομάζει τους αιρετικούς «νεκρούς» πνευματικά, ο δε
άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον πρώτο του λόγο Περί εκπορεύσεως του αγίου
Πνεύματος, τους ονομάζει όργανα του διαβόλου, ο οποίος «διά της εκείνων (των αιρετικών) γλώττης τον οικείον κατά της ιεράς
Εκκλησίας επαφήκεν ιόν», άλλοι δε Πατέρες αποδίδουν σ’ αυτούς στα
αντιαιρετικά τους συγγράμματα, διαφόρους άλλους χαρακτηρισμούς (ακαθάρτους,
αντιπάλους Χριστού, ιεροσύλους και αμαρτωλούς, αντικειμένους τω Χριστώ τουτέστι
πολεμίους και αντιχρίστους κ.λ.π.)
δ/ Ο Θεολογικός Διάλογος με τους Παπικούς,
χωρίς μάλιστα την οριστική και αμετάκλητη καταδίκη της Ουνίας, είναι ανωφελής
και επιζήμιος, συνιστά υποκρισία και απάτη.
Οι ορθοδοξίζοντες
οικουμενιστές απαλείφουν
στα κείμενά τους και παρασιωπούν στις ομιλίες τους τις ουσιαστικές πλευρές του
Οικουμενισμού, που καταδεικνύουν ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς των
αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις Μικτές Επιτροπές σε θέματα δογματικά,
που σε τελική ανάλυση οδήγησαν και οδηγούν σε ανομία και προδοσία της πίστεως.
Τούτο για παράδειγμα
συνέβη με όσα οι άθλιοι ψευτο-Ορθόδοξοι υπέγραψαν στο κοινό κείμενο της Μικτής
Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου κατά την Ζ΄ Γενική Συνέλευσή της τον
Ιούλιο του 1993 στο Balamand του Λιβάνου, όπου ο Παπισμός αναγνωρίζεται ως αδελφή Εκκλησία (!!!) με
έγκυρα μυστήρια και αποστολική διαδοχή, προτού ακόμη συζητηθούν οι πάμπολλες
αιρετικές διδασκαλίες του.
Παρασιωπά επίσης τις
ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις, που έγιναν στο ακανθώδες θέμα της Ουνίας, κατά την
παραπάνω Συνέλευση.
Η
επιτευχθείσα καταδίκη της Ουνίας στο Freising του Μονάχου το 1990, ανετράπη με τις νεώτερες αποφάσεις στο
Balamand, όπου πανηγυρικά αθωώθηκε και επί πλέον οι Ουνίτες απέκτησαν το
δικαίωμα να συμμετέχουν στον διάλογο με εκπροσώπους της.
Νέα εξέτασις του
θέματος της Ουνίας κατά την Η΄ Γενική Συνέλευση της Μικτής Επιτροπής το 2000
στην Βαλτιμόρη των ΗΠΑ καταλήγει σε ναυάγιο, χάρη στην πεισματώδη επιμονή των Παπικών
να περισώσουν το εκκλησιαστικό σχήμα της Ουνίας και την προσηλυτιστική της
δράση. Η συνέχεια των γεγονότων απέδειξε, ότι η Ρώμη κατώρθωσε έντεχνα να
ακυρώσει νέα επανεξέταση του θέματος της Ουνίας, αφού γι’ αυτήν πλέον το θέμα
είχε λήξει με όσα συνεφωνήθησαν και υπεγράφησαν στο Balamand. Και ενώ θα
περίμενε κανείς οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να παραμείνουν πιστές και συνεπείς:
-Με
τις αποφάσεις της Γ΄ Πανορθοδόξου Συνόδου, όπου διεκηρύχθη ότι «Ουνία και
διάλογος είναι ασυμβίβαστα ταυτοχρόνως»18 και
-Με
όσα διεκήρυξαν δια των προκαθημένων των τον Μάρτιο του 1992 στο «Μήνυμά» τους
ότι «δεν μπορεί να προχωρήσει ο Θεολογικός Διάλογος με την Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία, αν δεν επέλθη συμφωνία επί του ζητήματος της Ουνίας»19 και να διακόψουν οριστικά τον διάλογο μετά την
αποτυχία της Βαλτιμόρης,
Δυστυχώς, ο διάλογος
συνεχίστηκε το 2006 στο Βελιγράδι με
άλλη θεματολογία.
Ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Βαρθολομαίος αποδείχθηκε ασυνεπής και διαψεύσθηκε με όσα εδήλωσε
στον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β΄ κατά την επίσκεψή του στο Βατικανό τον Ιούνιο του
1995, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε θα δεχθή το εκκλησιαστικό σχήμα της
Ουνίας.
Εκείνο, όμως, που
προξενεί πολλή οδύνη και λύπη είναι η ενέργειά του να προσφέρει στον Ουνίτη επίσκοπο των Αθηνών, Δημήτριο Σαλάχα
τον Μάϊο του 2008 ένα άγιο Ποτήριο ως
συμβολικό δώρο,20 με το οποίο απέδειξε
στην πράξη, ότι όχι μόνο αμνηστεύει, αλλά και πανηγυρικά αναγνωρίζει την Ουνία.
Ένα από τα οδυνηρά
αποτελέσματα των λεγομένων «διαλόγων της Αγάπης» είναι η λήξη, ουσιαστικώς, του
θέματος της Ουνίας με θριαμβευτική νίκη των Παπικών, αφού κατώρθωσαν, αφ’ ενός
μεν να συνεχιστεί ο Διάλογος, παρά τις φαρισαϊκές δηλώσεις του Πατριάρχη
Βαρθολομαίου το 1995, αφ’ ετέρου δε να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η
προσηλυτιστική δράση της Ουνίας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Πέραν τούτου, οι
πολιτικές εξελίξεις στην ομόδοξη Σερβία απεκάλυψαν για μια ακόμη φορά ξεκάθαρα
το ψεύδος και την υποκρισία του Πάπα. Με λόγια και διακηρύξεις, ομιλούσε
περί αγάπης, ενώ ύπουλα και δόλια ενεθάρρυνε και ενίσχυσε τα γεωπολιτικά σχέδια
των μεγάλων δυνάμεων (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΗΠΑ), για την συρρίκνωση της
Σερβίας και την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου, του λίκνου της Σερβίας, και
συνευδόκησε στους βομβαρδισμούς της Ορθόδοξης Σερβίας το 1999.
Επιβαλλόμενα Συμπεράσματα:
-Οι κατ’ ευφημισμόν «διάλογοι Αγάπης» είναι
ανωφελείς, παραπλανητικοί και επιζήμιοι δια τους πιστούς και την Ορθοδοξία
γενικώτερα (βλέπε και ΙΒ3δ1/, μέρος 24ο),
-Οι μέχρι τώρα πράξεις
των Παπικών και λοιπών αιρετικών στο διεθνές στερέωμα, σε βάρος της Ορθοδοξίας
και των Ορθοδόξων λαών, αποδεικνύουν περίτρανα, τον φαρισαϊσμόν των αιρετικών
με πρωταγωνιστές τους Παπικούς, στο θέμα της Αγάπης, και την απάτην του Οικουμενισμού
με την συνθηματολογία περί δήθεν, Παγκόσμιας Ειρήνης και αδελφοσύνης (Αγαπολογία).
3/ Υπάρχουν μυστικές συμφωνίες μεταξύ «ορθοδόξων» και
αιρετικών;
Όλα τα μέχρι τώρα
αναφερθέντα ιστορικά στοιχεία, αρκετά και αξιόπιστα, αποδεικνύουν ότι ο
πολυδιαφημιζόμενος «Διάλογος της Αγάπης», που έχει ήδη μετασχηματισθεί, σε
διαθρησκειακό Διάλογο, είναι μια καλοστημένη ΑΠΑΤΗ, για αφελείς, άδολους και ακατήχητους και
ένα θέατρο
εντυπώσεων, όπου παίζεται το ίδιο έργο για την παγκόσμια αγαπολογία,
από καλώς μεταμφιεσμένους θεατρίνους (ρασοφόρους και λαϊκούς) απευθυνομένους
εκτός των άλλων, σε άκρατους ορθολογιστές και μωροφιλόδοξους πάσης ηλικίας και
ιδεολογίας.
Εάν όμως, υπάρχουν
ακόμη άπιστοι και θεωρούν ότι τα παρουσιασθέντα επιχειρήματα, δεν είναι αρκετά και
πειστικά ας ακούσουν και τα χειρότερα:
Οι Ορθόδοξοι
Οικουμενιστές της καθ’ ημάς Ανατολής, παρασιωπούν τις μυστικές συμφωνίες
Ρώμης-Φαναρίου για την επίτευξη της ενώσεως, παρά τις υπάρχουσες χαοτικές-αγεφύρωτες
Δογματικές διαφορές, όπως αυτές απεκαλύφθησαν εκ των υστέρων.
Προς τον σκοπόν αυτόν,
έχει εκπονηθεί ένα καλά μελετημένο σχέδιο του Βατικανού, το οποίον σταδιακά
εφαρμόζεται σε στενή συνεργασία με τους Οικουμενιστές του Φαναρίου, μέχρις ότου
πραγματοποιηθεί η τελεία ένωση Ορθοδοξίας και Παπισμού, η οποία, κατά πάσαν
πιθανότητα, θα είναι κατά τα πρότυπα των Ουνιτικών Εκκλησιών της Ανατολικής
Ευρώπης.
Το σχέδιο αυτό
αποκαλύπτουν εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έλαβαν μέρος σε
Διαχριστιανικούς Διαλόγους και ασχολήθηκαν εις βάθος με αυτούς. Ένας εξ αυτών,
ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί:
«Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄
και οι περί αυτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι εξεπόνησαν εν καλώς μελετηθέν
ευρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικού Οικουμενισμού, σύμφωνον προς την Λατινικήν
Εκκλησιολογίαν».21
Έτερος από τους
παλαιότερον συμμετασχόντας στους διαχριστιανικούς διαλόγους, ο π. Θεόδωρος
Ζήσης, σημειώνει:
«Εκείνοι
(ΣΣ: Οι ψευτο-ορθόδοξοι Λατινόφρονες) εσχεδίασαν και εχάλκευσαν με κρυφές συμφωνίες την ένωση,
χωρίς να ενημερώνουν όλα τα μέλη της αντιπροσωπείας, για να μην υπάρχουν
αντιδράσεις, όπως δεν ενημερώνεται σήμερα ο πιστός λαός και δεν
αντιλαμβάνεται γι’ αυτό, ότι η ένωση γίνεται ήδη σταδιακά, έχει προχωρήσει
ουσιαστικά με συμπροσευχές, συλλεί-τουργα και αμοιβαία εκκλησιαστική
αναγνώριση, εις τρόπον ώστε το κοινό Ποτήριο, όταν έλθη επισήμως, να αποτελεί
απλώς μία επισφράγιση και επικύρωση της γενομένης ήδη ενώσεως».22
Ο π. Γεώργιος
Μεταλληνός σε πλήρη συμφωνία με τους παραπάνω παρατηρεί:
«Από τον Πατριάρχη
Αθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αυτής της πορείας, με τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις
της Ρόδου (1961 και 1963) και μια σειρά προσωπικών του ενεργειών (όπως η
περίφημη συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα το 1964) και
παρά τις αντιδράσεις κυρίως του Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄, το καθορισμένο σε συνεργασία με το Βατικανό
σχέδιο, προωθήθηκε και επεβλήθη, οδηγώντας στην κατάσταση των ημερών μας».23
Ο μαχητικός ιεράρχης
αείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης επισημαίνει: «Η ένωσις, η
ψευδοένωσις, έχει αποφασισθή. Έχει αποφασισθή εις μυστικά διαβούλια Ανατολής
και Δύσεως, διαβούλια πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής φύσεως, ων
εγκέφαλος ο Πάπας!...Συντελείται εις βάθος και έκταση προδοσία, την
οποίαν δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν»!24
Ο Μητροπολίτης
Περιστερίου κ. Χρυσόστομος επισημαίνει ότι «οι αδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί εμμέσως
ή αμέσως αφήνουσι να εννοηθεί, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δύναται να ενωθεί μετά
της Ρωμαιοκαθολικής δι’ ενός είδους ενώσεως ομοίου ή παραλλήλου προς εκείνο το
οποίον υφίσταται μεταξύ αυτής και των εκκλησιαστικών ομάδων των Ουνιτών».25
Εάν λάβουμε υπ’ όψιν
μας τα όσα ο Πατριάρχης Αθηναγόρας απεκάλυψε τον Αύγουστο του 1971: «το ’65
εσηκώσαμεν το σχίσμα, εις την Ρώμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και
αντιπροσώπους εκείθεν εδώ…»,26 αλλά και την πλήρη ευθυγράμμιση των διαδόχων του,
Δημητρίου και Βαρθολομαίου, με την γραμμή, που αυτός εχάραξε, συμπεραίνουμε
ότι, τουλάχιστον για το Φανάρι, σχίσμα πλέον δεν υφίσταται και η ένωση των
Εκκλησιών ήδη έγινε, αλλά δεν είναι ακόμη ‘τελεία’».27
Τελεία ένωση, το βδέλυγμα της Ερημώσεως, θα γίνει
όταν θα φθάσουμε πλέον στο κοινό Ποτήριο.
Πρώτο βήμα προς την
ένωση αυτή, υπήρξε η άρση των αναθεμάτων μεταξύ Ρώμης και Φαναρίου τον
Δεκέμβριο του 1965. Επακολούθησε η πλήρης αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση
Ορθοδοξίας και Παπισμού ως «Αδελφών Εκκλησιών» το 1993 στο Balamand. Εκείνο
τώρα που απομένει είναι η αποδοχή αυτής της συμφωνηθείσης ενώσεως από τον πιστό
λαό του Θεού, εφ’ όσον επιλυθεί το ακανθώδες θέμα του Πρωτείου.
Η καθιέρωση του
«Διαλόγου της Αγάπης», μιας μακράς δηλαδή περιόδου από το 1965 έως το 1980, που
προηγήθηκε του Θεολογικού Διαλόγου, εντάσσεται μέσα στο άριστα μελετημένο
σχέδιο που εκπονήθηκε από τους αρχιτέκτονες της ενώσεως, Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ και τον αρχιμασώνο Πατριάρχη Αθηναγόρα, κατά την συνάντησή τους στα Ιεροσόλυμα, τον Δεκέμβριο
του 1964.
Ο «Διάλογος της Αγάπης»,
«αποσκοπούσε στην κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία με την δημιουργία κλίματος
καλών σχέσεων και φιλίας. Επινοήθηκε ακόμη η παροχή οικονομικών ενισχύσεων προς
τους Ορθοδόξους, με υπερτονισμό της αγάπης και παραμερισμό της σημασίας των
δογματικών αληθειών της πίστεως… ώστε να αποδυναμωθεί κάθε διάθεση μαρτυρίας
και ομολογίας. Επινοήθηκαν επίσης οι ανταλλαγές επισκέψεων των προκαθημένων
Ρώμης και Φαναρίου, οι επιστροφές αγίων λειψάνων από την πλευρά του Βατικανού
ως ένδειξη φιλίας προς τους Ορθοδόξους, οι συμπροσευχές και κοινές διακηρύξεις
περί ‘αδελφών Εκκλησιών’, για την δημιουργία ψεύτικων εντυπώσεων και
τετελεσμένων γεγονότων».28
Μεθοδεύτηκε λοιπόν η
έναρξη του θεολογικού διαλόγου, όχι από τα διαιρούντα αλλά από τα ενούντα, κάτι
ξένο προς την Ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε το πνεύμα της
«αμοιβαίας αναγνωρίσεως» για την δημιουργία ψευδαισθήσεων ενότητος και
ταυτότητος πίστεως. Το πνεύμα αυτό μόλις διακρίνεται στα πρώτα κείμενα της
Μικτής Επιτροπής, για να φανεί πλέον ξεκάθαρα και με κάθε επισημότητα στο κοινό
κείμενο της Ζ΄ Συνελεύσεως του Balamand.
Με το κείμενο αυτό,
Παπικοί και «Ορθόδοξοι» Οικουμενιστές, κάνοντας ένα θεαματικό άλμα και
παρακάμπτοντας πλήθος αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού, φθάνουν ξαφνικά στο
σημείο να αναγνωρίσουν αλλήλους ως πλήρεις και αληθείς «αδελφές Εκκλησίες», με έγκυρα μυστήρια, με ταυτότητα πίστεως, με
αποστολική διαδοχή και διά τούτο «από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της
Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς
την ενότητα» (παράγρ. 13 και 14), πράγμα που συνιστά πραγματική προδοσία της Ορθοδόξου πίστεως.29
Τι προκύπτει από τα προαναφερθέντα;
Εκτός από την απίστευτη
ανομία, τον
φαρισαϊσμό και την απάτη των Ορθοδοξιζόντων οικουμενιστών ιεραρχών, οι
οποίοι με την θέλησή τους ή λόγω πάσης φύσεως εκβιασμών που πιθανόν να υφίστανται,
συμμετέχουν στους φαρισαϊκούς διαλόγους τής κατ’ ευφημισμόν αγάπης, καθίστανται
συνυπεύθυνοι για ένα μεγαλύτερο έγκλημα:
Οι ορθόδοξοι
οικουμενιστές ιεράρχες, δρώντες εν κρυπτώ και εν αγνοία των πιστών Ορθοδόξων,
εκτός και πέραν των επισήμων θεολογικών διαλόγων, απεργάζονται Όχι την ένωση που επεκαλούντο και
συνεχίζουν να επικαλούνται, αλλά την πλήρη υποταγήν της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον
αρχιαιρεσιάρχη του Βατικανού, τον Πάπα!!!
Όλοι αυτοί οι
ψευτο-ορθόδοξοι οικουμενιστές, που εργάστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και όσοι
εξακολουθούν να εργάζονται σήμερα για
την επίτευξη του ανίερου στρατηγικού στόχου, της δήθεν ενώσεως, αληθώς όμως της
υποταγής των Ορθοδόξων στο Ταλμουδιστοκρατούμενο Βατικανό, ας είναι ανάθεμα!!!
*
Μετά από όσα
λεπτομερώς, Ιστορικώς, Πατερικώς και Αγιογραφικώς, κατά δύναμη, παρουσιάσαμε, ολοκληρώνοντας
την παρουσίαση του θέματος που αναλύσαμε για την Χριστιανική/Ευαγγελική Αγάπη
και την
Αγαπολογία/ Απάτη των Οικουμενιστών της Νέας Εποχής, καλούμεθα να απαντήσουμε σε μερικά
επίκαιρα και θεμελιώδη ερωτήματα:
1ο/ Οι συνεχιζόμενοι διάλογοι μεταξύ Ορθοδόξων, ετεροδόξων και
αλλοδόξων για την διαθρησκειακή ένωση, με πρόσχημα την Αγαπολογία του Οικουμενισμού, αποτελούν
ή όχι λειτουργική-εκκλησιολογική–δογματική εκτροπή από την Ορθοδοξία και επιζήμια
διαδικασία-σκάνδαλον/κίνδυνον για τον πιστόν Ορθόδοξον λαόν;
2ο/ Δεν έχουν αντιληφθεί οι συμμετέχοντες από πλευράς
Ορθοδόξων (Πατριάρχ-ης/-ες, επίσκοποι, ιερείς, θεολόγοι, κλπ), μετά από τόσες
δεκαετίες άκαρπων διαλόγων, ότι απώτερος σκοπός του Αγαπολογικού Οικουμενισμού,
μέσω και των διαλόγων, συμπροσευχών, συλλειτουργιών, είναι η καθυπόταξη της
Ορθοδοξίας στον Παπισμό του αρχιαιρεσιάρχη Πάπα;
Εάν όχι, είναι τόσον
αφελείς; Τότε είναι ακατάλληλοι για ποιμενάρχες και ιεροκήρυκες.
Εάν ναι, τότε γιατί
συνεχίζουν; Γιατί δεν καταγγέλουν την ΑΠΑΤΗ και δεν αποχωρούν οριστικώς; Μήπως πιστεύουν και
λατρεύουν αποκρύφως άλλον «θεόν»;
3ο/ Με το σκεπτικό που έχουμε προαναφέρει και αποδείξει,
δηλαδή ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν αναζητούν την Αλήθεια αλλά Την κατέχουν,
πρέπει να σιωπούμε, να παραμένουμε άλαλοι ή να βροντοφωνάζουμε, έναντι
οποιουδήποτε τιμήματος την Αλήθειαν, καταγγέλοντες τους πάσης φύσεως ενσυνείδητους
ή ασυνείδητους αποστάτες-προδότες της άπαξ παραδοθείσης Ορθοδόξου Πίστεως;
«᾿Εντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ
σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης Πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καὶ μὴ σιώπα... Διὰ τοῦτο
κἀγὼ ὁ τάλας, δεδοικὼς τὸ Κριτήριον, λαλῶ». (῾Οσ. Θεοδώρου
Στουδίτου, PG 99, 1321)
Ακολουθεί το τέλος
1 Αδαμάντιος Τσακίρογλου, Τα δύο προσωπεία της
αγαπολογίας και ο σύγχρονος άνθρωπος 16 Φεβρουαρίου 2016
-ΛΟΓΟΙ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΔΡ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΜΠΑΣΔΕΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «Εμείς
και άλλοι …και» κατά του π. Γ. Τσέτση. Οικουμενικά ανάλεκτα.
2 "ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ.
Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις. "ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟ-ΝΙΚΟΥ
ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ. Αίθουσα Τελετών Α.Π.Θ. 20-24 Σεπτεμβρίου 2004. ΤΟΜΟΣ Β΄, Εκδόσεις
ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ [Γέρων Μωϋσής
Αγιορείτης].
3 Αγ.
Νεκταρίου, περί Ανεξιθρησκείας, σ. 20.
4 Αγ. Ιωάννου Κλίμακος, Λόγος ΛΑ΄ προς
ποιμένα, παρ. 65.
5 μ. Γέροντος Καψάνη Γεωργίου, Η
αίρεσις, το σχίσμα και η ενδεικνυομένη προς τους αιρετικούς και σχισματικούς
ποιμαντική στάσις, σ. 160
6 Ζωναράς, ερμηνεία στον Ο΄ Αποστολικό Κανόνα, PG
137, 181ΒC
7 Βαλσαμών, ερμηνεία στον ΟΑ΄ Αποστολικό Κανόνα,
PG 137, 181D
8 Προσφώνηση του Σεβ. Μητροπολίτου Καλαβρύτων
προς τον Καρδινάλιον Walter Kasper
(Αθήνα, 11.2.2003), εις περ. Θεοδρομία, Ζήση Θεοδώρου. Ανησυχητικές
εξελίξεις, 5 (2003), σ. 281.
9 Κριτικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις στο βιβλίο του
Aθανασίου Μπασδέκη «Εμείς και οι άλλοι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες
Εκκλησίες και ομολογίες. Τι μας ενώνει και τι μας χωρίζει». Υπό
των Αρχιμ. Παύλου Δημητρακοπούλου και πρεσβ. Αγγέλου Αγγελακοπούλου, κληρικών της
Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, 3η Σεπτεμβρίου 2012. Πηγή: www. impantokratoros. gr/5FAFE757.el.aspx
10 ΚΩΝ/ΝΟΣ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, Καθηγητής Θεολ.
Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας
πειρασμός της Ορθοδοξίας, εκδ. Ορθόδοξος Τύπος, Αθήναι 1972, σ. 11.
11 ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, Το ζήτημα της συμπροσευχής μετά
των ετεροδόξων κατά τους ιερούς κανόνας, εν: Γρ. Λαρεντζάκη, Κων. Σκουτέρη, Βλ.
Φειδά, Η συμπροσευχή με τους ετεροδόξους κατά την Ορθόδοξη θεολογική παράδοση,
Θεσσαλονίκη 2011, σ. 143
12 Πηδάλιον της Μίας Αγίας Καθολικής και
Αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας,Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού,
Αθήναι, 1993, σ.361-362.
13 Πρεσβ.
Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Η συμπροσευχή με αιρετικούς, Προσεγγίζοντας την
κανονική πράξη της Εκκλησίας, εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 40-42.
14 Ό.π., σσ. 33-36.
15 Ό.π., σσ. 44-45
16 Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, Η Ορθοδοξία
μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού,
Πειραιάς 2011, σελ. 34.
17 Πηδάλιον, Α΄ Κανών του Μεγάλου Βασιλείου, σ.
587.
18 Ιωάννης Καρμίρης, Ορθοδοξία και
Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. ΙΙ, Αθήναι 1965, σ. 38.
19 «Μήνυμα των Προκαθημένων των Αγιωτάτων
Ορθοδόξων Εκκλησιών», Επίσκεψις 447 (1992).
20 Δημοσίευμα
εφημερίδος Ελεύθερος Τύπος, 26.5.2008.
21 Ιωάννης Καρμίρης, Όπως υποσ. 17, σ. 170.
22 π.
Θεόδωρος Ζήσης, περ. Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006), σ.460.
23 Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός, Οι διάλογοι χωρίς
προσωπείον, σ. 1.
24 Σπίθα (Μάϊος-Ιούνιος 1980).
25 Μητροπολίτης
Περιστερίου Χρυσόστομος-Γεράσιμος Ζαφείρης, «Ορθοδοξία και Ρωμαιο-καθολικισμός.
Ο αρξάμενος Θεολογικός διάλογος. Γεγονότα και σκέψεις», Θεολογία 53 (1982) 77.
26 Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Ομότιμου Καθ.
Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείο, σελ. 4
27 Όπως ανωτέρω---Κατά την Λατινική Εκκλησιολογία
υπάρχουν διάφοροι βαθμοί ενώσεως των ετεροδόξων με την Παπική («Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία»).
28 Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, Η Ορθοδοξία
μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού,
Πειραιάς 2011, σ. 88.
29 O.π. σ. 88-89.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου