Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ
ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1453-1821)1
ΜΕΡΟΣ 2ο
Α. 15ος
αιών (1453-1499) [Το Ελληνικόν Γένος συνεχίζει την Ελληνικήν Εθνικήν πορείαν,
τού μόλις υποταγέντος Ελληνικού κράτους της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων/Ρωμηών
(Ρωμανίας) ]{Συνέχεια 1ου μέρους}
2. Παιδεία- Εκπαίδευση- Εθνική
Διαπαιδαγώγηση
α. Γενικά
Σχεδόν αμέσως μετά την
άλωση διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις της συγκροτήσεως των ελληνικών σχολείων στα
πλαίσια του οθωμανικού δικαίου. Συγκεκριμένα, ο Μωάμεθ ο Β΄ παραχώρησε
στον ορθόδοξο Πατριάρχη, τον Γεώργιο Γεννάδιο τα βεράτια, δηλαδή τα προνόμια, που τον αναδείκνυαν σε ρουμ-μπασί,
δηλαδή σε
αρχηγό του μιλλέτ των Ρωμαίων/ Ρωμιών, των ορθοδόξων Χριστιανών, πάλαι
ποτέ υπηκόων της Ανατολικής Ρωμαϊκής/Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας, οι οποίοι
αναγνώριζαν την θρησκευτική του δικαιοδοσία.
Σύμφωνα με ισχυρισμούς
κάποιων μελετητών, η εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων δεν αντιμετώπιζε την αντίδραση
τής κεντρικής κατοχικής εξουσίας. Όμως, θεωρείται βέβαιον πως σε ορισμένες
περιπτώσεις Τούρκοι αξιωματούχοι απομακρυσμένων, κυρίως, περιφερειών
δυσχέραιναν ή απαγόρευαν την λειτουργία σχολείων για ποικίλους λόγους, που
πολλές φορές σχετίζονταν με την αναστάτωση που προκαλούσαν τα απελευθερωτικά
κινήματα.
Υπάρχουν επίσης αναφορές για ακραία
αντιχριστιανικά μέτρα όπως η απαγόρευση χρήσεως των μητρικών γλωσσών επί ποινή αποκοπής
της γλώσσας, κάτι που θεωρείται σύμφωνο με την τουρκική παράδοση. Προσπάθεια απαγορεύσεως
της Ελληνικής γλώσσας, αναφέρεται ακόμη και στα Ιωάννινα στα τέλη του 19ου
αιώνα.
Αυτή η αντίθεση μεταξύ
της έξωθεν καλής εντυπώσεως και της σκληρής πραγματικότητας της Οθωμανικής διοικήσεως,
επισημαίνεται ήδη από το 1822 σε επιστολές του Στεφάνου Κανέλλου προς τον
Γερμανό φιλέλληνα Carl Iken.
Η «ομαλή κατάσταση»,
που αναφέρει ο Γεδεών στο έργο του με τονισμένα γράμματα, διεκόπτετο κατά τις
διάφορες εξεγέρσεις και ιδίως κατά την Επανάσταση του 1821, όποτε σχολεία,
βιβλιοθήκες κτλ. καταστρέφονταν ή έκλειναν ακόμα και σε περιοχές που δεν
επαναστάτησαν, όπως συχνά αναφέρεται στα έργα του Παρανίκα, του Ευαγγελίδη και
άλλων.2
Αντιδράσεις υπήρχαν και
από τον απλό τουρκικό λαό. Για παράδειγμα, Οι μαθητές της σχολή Σωτήρη στην
Αθήνα επειδή γειτνίαζε με τουρκικά καφενεία αντιμετωπίζονταν από τους θαμώνες
τους κάθε φορά που μετέβαιναν σε αυτό ή έφευγαν από αυτό, με χλευασμούς και
ύβρεις από τους θαμώνες των τουρκικών καφενείων.
Μέγιστος ήταν ο ρόλος, αν όχι ο μοναδικός και καταλυτικός, της Εκκλησίας
στην ανάπτυξη της παιδείας. Όλη σχεδόν η ιστορία της νεοελληνικής παιδείας,
αρχή και τέλος έχει την Εκκλησία:
Λόγιοι, σχολεία, χειρόγραφα, βιβλία,
πνευματική κίνηση εκκινεί και τερματίζει σ' αυτήν.
Από την Μεγάλη του Γένους Σχολή ως το κοινό
σχολείο του τελευταίου χωρίου του ευρύχωρου Ελληνισμού, η Εκκλησία είναι
παρούσα ως κινητήριος δύναμη: Ακαδημία
της Πάτμου, η Πατμιάς, η Αθωνιάς, σχολεία στην Αθήνα, την Ήπειρο, την
Μακεδονία, σχολεία παντού ιδρύονται και ως έγραψε περί το 1768 ο Ιωαννίτης
λόγιος Γεώργιος Κωνσταντίνου, στα σχολεία αυτά, «η ημετέρα διάλεκτος πολιτεύεται και η
ευσέβεια της Ανατολικής Εκκλησίας κηρύττεται και δάσκαλοι σπουδαίοι κοσμούσι
τας ομηγύρεις των τε αρχιερέων και των κληρικών και απ' άμβωνος συνεχώς
κηρύττουσι λόγους».
Ακόμη και ο αντικληρικαλιστής «διαφωτιστής» Αδαμάντιος Κοραής, δέχεται ότι οι
περισσότεροι διδάσκαλοι «των ευρωπαϊκών μαθήσεων» ήσαν ιερωμένοι. Ακόμη και
αυτού του λεγομένου Νεοελληνικού Διαφωτισμού, τα καλά του στοιχεία εισήλθον
στην Ελληνική Ανατολή μέσω της Εκκλησίας και μέσω των στελεχών της ως ο
Ευγένιος Βούλγαρις, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, οι Μηλιώτες Κωνσταντάς και Γαζής,
κ.α..
Και δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι, όλη η νεοελληνική φιλολογία,
συλλήβδην η νεοελληνική γραμματεία από του 15ου αι.- μέχρι τις αρχές του 20ου
αι. - είναι ουσιαστικώς εκκλησιαστική φιλολογία, αφού οι λόγιοι της περιόδου εκείνης,
προέρχονται από την Εκκλησία.
Τέλος, ΔΕΝ νοούνταν στον Ελληνισμό της
Διασποράς, να μην υπάρχει εκκλησία και εφημέριος που αποτελούσαν τον συνεκτικό
κρίκο των Ελλήνων αποδήμων, οι οποίοι καλούσαν ιερείς και μοναχούς από την
Ελληνική Ανατολή. Οι ιερωμένοι αυτοί, συνετήρησαν την πίστη στην Ορθοδοξία, με
το κήρυγμα και την συνεχή επικοινωνία με τους απόδημους αδελφούς τους.
β. Η κατάσταση
(σχολείων-μαθητών-διδακτικού προσωπικού)-Μαρτυρίες
1/ Στις πρώτες δεκαετίες μετά την Άλωση συναντάμε δυο -τρία
σχολεία, ενώ μερικοί από τους τελευταίους λόγιους που απέμειναν στην
Τουρκοκρατούμενη Ανατολή, είχαν κάποια διδακτική δράση.
Οι λύσεις
αναζητήθηκαν στην επιστράτευση των ελάχιστων μορφωμένων εκείνης της περιόδου,
που προέρχονταν από τις τάξεις των κληρικών και των μοναχών.
2/ Ο Γεώργιος Σχολάριος ιδρύει την Πατριαρχική Σχολή τον ίδιο
χρόνο της ανόδου του στον Πατριαρχικό θρόνο (1454), την «Πατριαρχική Ακαδημία» (1454), δηλαδή την Μεγάλη του Γένους Σχολή.. Επρόκειτο για
μια σχολή με υποτυπώδη οργάνωση, ισχνούς οικονομικούς πόρους και περιορισμένη ακτινοβολία.
Παράλληλα λειτουργούν και τα λεγόμενα «κοινά
σχολεία» (scholae triviales)-τα στοιχειώδη εκπαιδευτήρια της πρωτοβάθμιας
παιδείας στους νάρθηκες των εκκλησιών ή σε ένα κελί των μονών.
Δεν είναι όμως μόνον η
Μεγάλη του Γένους Σχολή. Ο εκάστοτε Πατριάρχης «...διατηρών και αλλαχού σχολεία, παιδεύων κλήρον και λαόν δια της
ευσεβούς παιδείας, εμμέσως δε και δια της όλης Εθνικής παιδεύσεως, συνέχει και
συγκαρατεί την ιστορικήν συνειδησιν του Γένους και τον δεσμόν της Εθνικής
ενότητος, εν τω χώρω και χρόνω.».
Μητροπολίται,
αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι και άλλοι κατά τόπους προϊστάμενοι εκκλησιών,
μοναστηρίων, ιερών προσκυνημάτων, ιερών εκπαιδευτηρίων και παντοίων άλλων ιερών
ιδρυμάτων αποτελούν κρίκον και άλυσιν συνέχουσαν τον όλον πολιτειακόν, ηθικόν, θρησκευτικόν
και εθνικόν δεσμόν, δημιουργούν συγχρόνως κέντρα και εστίας πολιτικής, ηθικής
και εκπαιδευτικής δυνάμεως και αντοχής.».
3/ Η κατάσταση της εκπαιδεύσεως στις επαρχίες της υποδούλου αυτοκρατορίας
μας, στο β΄ μισό του 15ου αιώνα κινείτο σε μηδαμινά επίπεδα. Στα Ιωάννινα η
Σχολή των Δεσποτών μετατρέπεται σε κατοικία των χριστιανών μετά την παράδοση
της πόλεως στους Τούρκους. Γενικά η πρώϊμη περίοδος της Τουρκοκρατίας
χαρακτηρίζεται από την παντελή έλλειψη κοσμικών, επίσημων διδακτηρίων.
4/ Η δράση των σχολείων των Ιωαννίνων αρχίζει ουσιαστικά από
τον 13ο αιώνα πριν από την κατάκτηση των Τούρκων. Η αρχή έγινε στο νησί των
Ιωαννίνων όπου ευσεβείς ασκητές και μοναχοί ανέπτυξαν ένα ζωηρό θρησκευτικό βίο
που είχε σαν προέκταση την καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας. Αυτά αναφέρονται
στην συνέχεια κατά τον χρόνο ίδρυσεώς τους.
Η Σχολή των Δεσποτών
που ιδρύθηκε το 1204, ήταν το πιο αρχαίο σχολείο που λειτούργησε στο κάστρο των
Ιωαννίνων. Δίδαξαν στην σχολή κυρίως
ιερομόναχοι. Η σχολή έπαυσε να λειτουργεί το 1611 μετά την αποτυχημένη επανάσταση του
Διονυσίου Σκυλοσόφου.
5/ Πρώτη σχολή που ιδρύθηκε στο νησί από τον βυζαντινό Μιχαήλ
Φιλανθρωπινό είναι η Σχολή Φιλανθρωπινών
ή Σπανού. Αυτή λειτούργησε στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου σαν
«Φροντιστήριο» από το 1292 μέχρι το 1642. Οι περισσότεροι δάσκαλοι προέρχονταν
από την οικογένεια Φιλανθρωπινών. Τα
μαθήματα που διδάσκονταν ήταν Φιλοσοφία, Θρησκευτικά, και Αρχαίοι συγγραφείς.
Η σχολή έπαυσε να λειτουργεί το 1758.
Στην ίδια περίπου εποχή,
ιδρύθηκε απο τον Στρατηγόπουλο και λειτούργησε στο νησί η Σχολή Στρατηγοπούλου ή Ντίλιου. Ο Ιωαννίτης έμπορος στην Βενετία
Ντίλιος επισκεύασε και ενίσχυσε οικονομικά την σχολή, στην οποία δίδασκαν Φιλοσοφία και Θρησκευτικά, κυρίως
μοναχοί.
6/ Πνευματική – καλλιτεχνική παραγωγή των πελοποννησίων λογίων (15ος
αι.)
Από τα τέλη του 15ου μέχρι και τις
αρχές του 19ου αιώνα, υπήρχε διάχυτη η άποψη, στον εν γένει ευρωπαϊκό χώρο, ότι
οι Έλληνες ήσαν αμαθείς και απαίδευτοι και εξαιτίας της συναναστροφής τους με τους
βάρβαρους τούρκους κατακτητές, οι οποίοι ήσαν απολίτιστοι.
Αυτή η άποψη ενισχυόταν και λόγω
του γεγονότος ότι τόσα βιβλία και συγγράμματα Ελλήνων λογίων και διδασκάλων
παρέμεναν παντελώς άγνωστα όχι μόνο στους Ευρωπαίους αλλά ακόμα και στους
λόγιους Έλληνες, εξαιτίας της ελλείψεως ελληνικών εφημερίδων και της απομονώσεως
της Ελλάδος από την λόγια Ευρώπη.
Πρώτη προσπάθεια συλλογής και
καταγραφής των πονημάτων και συγγραμμάτων των Ελλήνων σοφών ανδρών, έγινε από
τον λόγιο γερμανό καθηγητή και φιλέλληνα
Κρούσιο3 περίπου στα τέλη του 16ου αιώνα. Έκτοτε ακολούθησαν και άλλες συλλογές
και κατάλογοι αναφερόμενοι στην φιλολογική, θεολογική, ιστορική, παιδεία των
Ελλήνων λογίων, όπως του Αλέξανδρου Ελλάδιου, του Ιωάννη Αλβέρτου Φαβρίκιου,
του Άνθιμου Γαζή και πολλών άλλων.
Από αυτούς τους καταλόγους, και
κυρίως από δύο έργα, την «Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον» του Γεώργιου Ζαβίρα
και την «Νεοελληνική Φιλολογία» του Ανδρέα Παπαδόπουλου Βρετού, αντλούμεν
σημαντικές πληροφορίες για έλληνες λογίους της εποχής και ειδικώτερα συγγραφείς
και διδασκάλους, με πελοποννησιακή καταγωγή ή δράση.
Ο Γεώργιος Ζαβίρας, στο
σύγγραμμά του «Νέα Ελλάς
ή Ελληνικόν Θέατρον», περιλαμβάνει μια βιογραφική συλλογή των
λογίων από το 1453 έως και το 1804 καθώς και άλλες φιλολογικές πληροφορίες, και
μας παρέχει ένα κατάλογο Πελοποννησίων πνευματικών ανθρώπων που είτε έδρασαν
στην χώρα καταγωγής τους, είτε σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, είτε στο
εξωτερικό.4
Από το έργο του Ζαβίρα, αντλούμε τα
ονόματα σπουδαίων λογίων της Πελοποννήσου:
Γεώργιος Ερμώνυμος: Καταγόταν από την Σπάρτη και έδρασε το 1460 ως μοναχός. Όταν έπεσε η Πόλη,
κατέφυγε στο Παρίσι, όπου δίδαξε την ελληνική γλώσσα. Στα έργα του
συγκαταλέγονται: Η μετάφραση στα λατινικά του πονήματος του Γενναδίου
Κωνσταντινουπόλεως, «βίος της των ανθρώπων σωτηρίας», η μετάφραση πάλι στα
λατινικά του βίου του Μωάμεθ.
Θωμάς ο Διπλοβατάριος: Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1444 και όπως εικάζεται καταγόταν από
την βασιλική οικογένεια του
Ιωάννου Βατάτζη (ΣΣ: Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις ο
Ιωάννης Βατάτζης είναι ο Μαρμαρωμένος βασιλιάς). Ο
Ιωάννης Λάσκαρης τον έστειλε στην Ρώμη για να σπουδάσει νομική. Εκεί διδάσκει
τα φυσικά και την ελληνική γλώσσα. Όταν η πόλη καταλήφθηκε από τον Κάρολο Η΄,
αιχμαλωτίστηκε κι’ ο Θωμάς ο Διπλοβατάριος. Όταν ελευθερώνεται επιστρέφει στον
βασιλέα Αλφόνσο και καθίσταται
βιβλιοθηκάριος της βασιλικής βιβλιοθήκης.
Μανουήλ ο Πελοποννήσιος: Ο μέγας αυτός ρήτορας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μαλαξός
στην πατριαρχική του ιστορία, άκμασε το 1500.
Ήταν μαθητής του Ματθαίου του Καμαριώτου[5]
και του πατριάρχου Μελετίου Πηγά. Ήκμασε στο πρώτο ήμισυ του 16ου
αιώνα. Σύμφωνα με τον Μαλαξό, ήταν σοφώτατος και θεολογικώτατος. Είχε το αξίωμα
του μεγάλου ρήτορα επί πατριαρχών Παχωμίου, Θεολήπτου και Ιερεμία. Αναφέρεται
στην Χίο την 5η Αυγούστου 1590, όπου υπογράφει ως πρωτοσύγγελος της μητροπόλεως Χίου. Είχε ευρεία μόρφωση
περί των γραφών. Απεβίωσε υπέργηρος το 1551.
Μερικά από τα συγγράμματα του
μεγάλου αυτού ρήτορος ήταν:
α. Απολογία ή ανατροπήν των δέκα
κεφαλαίων περί της εκπορεύσεως του αγ. Πνεύματος,
β. Κατά των λατινικών αζύμων,
γ. Περί του καθαρτηρίου πυρός,
δ. Κατά της αρχής του πάπα Ρώμης,
ε. Περί της μετά θάνατον μακαρίας
οράσεως των δικαίων.
3.
Η πρώτη βιαία σύγκρουση Πορθητού και Πατριάρχου-Τα πρώτα Ελληνικά
ένοπλα κινήματα
Πριν από το 1821 οι Έλληνες έκαναν πάνω
από 80 επαναστατικά κινήματα στα περισσότερα των οποίων πρωτοστατούσαν
Επίσκοποι. Από το 1680 έως το 1700 η Ανατολική Στερεά ήταν σχεδόν ελεύθερη,
μετά από την εξέγερση δύο Επισκόπων, του Θηβών Ιεροθέου και του Σαλώνων
Φιλοθέου.
Ο Κωνσταντίνος Σάθας,
στο βιβλίο του «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς», καταγράφει 123 ξεσηκωμούς και
επαναστάσεις (με 124η του 1821). Όχι 80, που αναφέρει ο Πουκεβίλ.
Ο Σάθας αναφέρει δεκάδες πηγές
και παραθέτει αναρίθμητα έγγραφα: Περίπου μία επανάσταση ή έναν ξεσηκωμό κάθε
3,5 χρόνια. Κι’ αν με τόση ακρίβεια, μπορούμε να μετρήσουμε πόσοι πατριάρχες
και επίσκοποι χάθηκαν, είναι εντελώς αδύνατο να το πράξουμε για τα θύματα των
λοιπών επαγγελμάτων (των απλών ιερέων συμπεριλαμβανομένων), «ων ουκ έστιν
αριθμός».
Η πρώτη βιαία σύγκρουση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Μωάμεθ, εσημειώθη κατά την εις τον Πατριαρχικόν θρόνον άνοδον του Ιωάσαφ (1459-1463) ο οποίος διεδέχθη τον πρώτον διάδοχον του Γεωργίου Γενναδίου, Πατριάρχην Ισίδωρον Β΄. Οι λόγοι οι οποίοι προεκάλεσαν την σύγκρουσιν ήσαν κατ’ εξοχήν ηθικοί, τούτο δε κατά μείζονα λόγον αναδεικνύει το μεγαλείον της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Τότε διατελούσε στην υπηρεσίαν του Σουλτάνου ο Γεώργιος
Αμοιρούτζης…Έχων ο Αμοιρούτζης σύζυγον ζώσαν έτι, ηράσθη της χήρας
του τελευταίου δουκός Αθηνών Ατζαϊώλη (+1460), θυγατρός του Δημητρίου Ασάνη,6 φρουράρχου της Καστροπολιτείας του
Μουχλίου.7
Ο Αμοιρούτζης απαίτησε από τον πατριάρχην αφού
αποβάλει την νόμιμον σύζυγόν του να συζευχθεί την χήρα του Ατζαϊώλη. Επειδή
όμως ο πατριάρχης δεν έστερξεν την παρανομίαν, κατέφυγε προς τον μέγα Βεζύρην
και προς αυτόν τον Σουλτάνον, οι οποίοι δι’ απειλών αξίωσαν από τον Πατριάρχην
την συγκατάθεση αυτού. Ο Πατριάρχης αντέστη ατρομήτως, αποκρούσας την
αυθαίρετον αξίωσιν. Κατά τον ίδιον τρόπον
ανθίστατο και ο μέγας εκκλησιάρχης του Πατριαρχείου Μάξιμος, αποκρούσας μάλιστα μετ’
αποστροφής τα προσχθέντα σ’ αυτόν δώρα όπως υποχωρήσει.
Αλλά
του μεν Μαξίμου απεκόπη η ρις και ο Πατριάρχης επαύθη, αποκοπείσης της
γενειάδος αυτού.
Έλεγε δε ο Πατριάρχης προς τους απειλούντας
αυτόν κατακτητάς:
«Ουχί μόνον τα γένεια αλλά και τας χείρας και
τους πόδας και την κεφαλήν να με κόψωσιν ένεκα της αληθείας, ουδέ θα παραβώ
ποτέ τους νόμους, ων διατελώ φύλαξ και προστάτης». Τοιουτοτρόπως επετεύχθη μία
θαυμαστή ηθική νίκη της Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας.
Νεαρός δε ιερεύς ονόματι Πέτρος, αναφέρεται ως ο πρώτος
μαρτυρήσας εν Τραπεζούντι, αμέσως μετά την άλωση υπέρ της Χριστιανικής πίστεως.
Και Κοσμάς,
έτερος έλλην κληρικός κατά την αυτήν περίπου εποχήν. Ιωάννης είναι το όνομα του
τρίτου, εκ Τραπεζούντος, ο οποίος αναφέρεται εις τον πίνακα των
νεομαρτύρων συνταχθέντα από τον
Χρυσόστομον Παπαδόπουλον. Και οι τρείς αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν!!!
-Tο 1462, δηλαδή 9 χρόνια μετά την πτώση της Kωνσταντινουπόλεως, επαναστατεί η
Λέσβος, η οποία και απελευθερώνεται. H ελευθερία όμως στο νησί κρατάει ένα
χρόνο. Tο επόμενο έτος 1463, η Tουρκία αποβιβάζει στο νησί 10.000 στρατιώτες οι
οποίοι προέβησαν σε όργιο σφαγής!
-Tην ίδια χρονιά (1463), οι Eνετοί, οι οποίοι κατείχαν αρκετές πόλεις της N.Δ. Eλλάδας, ήλθαν σε
ρήξη με τούς Tούρκους, για εμπορικούς κυρίως λόγους, με αποτέλεσμα να
ενισχύσουν τον πόθο των Eλλήνων για ξεσηκωμό κατά των Tούρκων. Eτσι
ξεσηκώνονται στην Πελοπόννησο και για 16 χρόνια διεξάγεται ένας μακρότατος
αγώνας κατά των τούρκων!
Μόλις δέκα χρόνια μετά την πτώση της Βασιλεύουσας,
στην διάρκεια του βενετοτουρκικού πολέμου, εκδηλώνεται το πρώτο ένοπλο κίνημα
στην Πελοπόννησο. Επαναστάτησαν οι Σπαρτιάτες, με τον Μιχαήλ Ράλλη,
και οι Αρκάδες, υπό τον Πέτρο Μπούα. Πολλοί ήρθαν από την Κρήτη για να
συνδράμουν. Επίσης οι Κορίνθιοι, αν και αποκλεισμένοι από την οθωμανική φρουρά,
ήταν σε συνεννόηση με τους επαναστατημένους Έλληνες. Σε μάχη κοντά στην Πάτρα,
εναντίον του Ομάρ
μπέη, ο Ράλλης νίκησε κατά κράτος
τους τούρκους. Ωστόσο, μετά από λάθος των Ενετών, ο Ράλλης συνελήφθη και
θανατώθηκε. Παράλληλα
οι τούρκοι κυρίευσαν το Άργος και έψησαν ζωντανούς (οι βάρβαροι) εξήντα Κρητικούς.
-1465. Έγιναν
οι πρώτες αποτυχημένες κρούσεις στο Αίγιον, την Σπάρτην και την Μάνη.
-1479. Η Tουρκία, επειδή το
επαναστατικό κίνημα στην Πελοπόννησο ήταν ισχυρό και είχε πάρει διαστάσεις, προχώρησε
σε σύναψη ειρήνης με την Bενετία. Mετά την συμφωνία αυτή, οι Eνετοί διέκοψαν
την ενίσχυση του Eλληνικού αγώνα, με αποτέλεσμα η επαναστατική αυτή προσπάθεια να
καταρρεύσει!
Μετά την ανακωχή μεταξύ Ενετών και τούρκων, ο Κορκόδειλος
Κλαδάς (καταγόμενος από την
Ήπειρο) συγκέντρωσε περίπου 11 χιλιάδες άνδρες, εισέβαλε στη Μάνη και
κατέλαβε τα πιο πολλά χωριά και οχυρώματα από τους τούρκους. Ταυτόχρονα,
εξεδίωξε ή αιχμαλώτισε τους οθωμανούς φρουράρχους και σουμπασήδες. Οι επαναστάτες
έφτασαν μέχρι την Χειμάρα, αλλά το κίνημά τους τελικά απέτυχε.8
-1495. Ο Κάρολος Η΄ της Γαλλίας, θέλοντας κυριαρχία στον
χώρο της Ανατολής, διεκδικών κληρονομικά δικαιώματα από τον Ανδρέα Παλαιολόγον,
έδωσε το σύνθημα στους ενθουσιασμένους Έλληνες..Οι αρχιερείς και οι προεστοί της
Πελοποννήσου, της Στερεάς, της ενιαίας τότε Ηπείρου και της Θεσσαλίας,
επαναστάτησαν. Η εκστρατεία εν τούτοις απέτυχε και οι κατακτητές
επεδόθησαν σε άγριες ομαδικές σφαγές.
-1499. Ο ναύαρχος του Καρόλου Ε' κατέλαβε την Κορώνη και
ξεσηκώθηκαν ξανά οι Έλληνες της Πελοποννήσου. Τελικά πολυάριθμοι οθωμανοί
λεηλάτησαν και κατέστρεψαν διαπυρός και σιδήρου την Πελοπόννησο.
Συνεχίζεται
1 ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Κυριώτερες πηγές πλέον των αναφερομένων στο κείμενο)
Όπως υποσ. υπ’ αριθμ. 1,
του 1ου μέρους.
2 -Βλ. ενδεικτικώς,
Τρ. Ευαγγελίδη "H Παιδεία επί Tουρκοκρατίας", Αθήνα 1936, Tόμος A΄:
Σχολή Αδριανουπόλεως (σ. 60): «Οι μαθηταί διά τας καιρικάς περιστάσεις (ήτοι
ανταρσίας) δεν προσήρχοντο και το σχολείον προσωρινώς ανέστελλε την λειτουργίαν
του, …».
-Τρικούπης
Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής
Επαναστάσεως, Β΄ έκδοσις, εν Λονδίνω 1860, τομ. 1, σ. 194:
"Πρό τινος καιρού είχαν συστηθή εν ταις πρωτευούσαις των Χανίων και της
Ρεθύμνης δύο αλληλοδιδακτικά σχολεία. Αν και η περί της συστάσεως αυτών άδεια
ηγοράσθη διά αδράς δαπάνης, και η διδασκαλία ήτον η συνήθης, τα σχολεία ταύτα
εθεωρήθησαν σχολεία αποστασίας και πολέμου, εκλείσθησαν μεσούντος του Μαρτίου,
και οι διδάσκαλοι εφυλακίσθησαν».
3 Ο
Μαρτίνος Κρούσιος (γερμ. Martin
Crusius ή Kraus) ήταν
σημαντικός Γερμανός Ελληνοδίφης. Γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1526 στην
Γκρέμπερν κοντά στην Μπάμπεργκ της Βυρτεμβέργης. Ο πατέρας του ήταν
διαμαρτυρόμενος (προτεστάντης) ιερέας. Μορφώθηκε στην Ουλμ και στο Στρασβούργο. Το 1554 διορίστηκε διευθυντής στην λατινική
σχολή του Μέμινγκεν. Το 1559 ήλθε στο Τύμπιγκεν και ανέλαβε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της
Ελληνικής και Λατινικής. Δίδαξε Σοφοκλή, Όμηρο, Θουκιδίδη, αριστοτέλη, Γαληνό και απέκτησε τόσο μεγάλη φήμη, που για χάρη του κτίστηκε
νέα αίθουσα διδασκαλίας μεγάλης χωρητικότητας. Στην θέση αυτή παρέμεινε ως τον
θάνατό του στις 14 Φεβρουαρίου 1607. Στην Άνω Κυψέλη Αθήνας, υπάρχει δρόμος
προς τιμήν του.
4 Το έργο αυτό –που ο Ζαβίρας δούλευε τα
τελευταία δεκαπέντε χρόνια πριν το θάνατό του– παρέμεινε σε χειρόγραφη μορφή
και βρέθηκε στην κατοχή του Ανθ. Γαζή, του Θ. Φαρμακίδη και του Κων. Ασωπίου
για να εκδοθεί τελικά το 1872 με επιμέλεια του Γεωργίου Κρέμου. Το χειρόγραφο
μελετήθηκε και από τον ιστορικό Κωνσταντίνο Σάθα όταν ο τελευταίος έγραφε την Νεοελληνική Φιλολογία.---Γ.
Ι. Ζαβίρα, Νέα Ελλάς ή
Ελληνικόν Θέατρον, Ανατύπωσις Α΄ Εκδόσεως, Επιμέλεια – Εισαγωγή –
Ευρετήριον Τάσου θ. Γριτσόπουλου, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Αθήνα 1972, σελ
XV- XLVIII.
5 Ο Ματθαίος
Καμαριώτης γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στα τέλη του 14ου αιώνα. Ο πατέρας
του ήταν ιερέας, που είχε μεταναστεύσει στην Πόλη στα χρόνια των τελευταίων
Παλαιολόγων. Στην Κωνσταντινούπολη δίδαξε φιλοσοφία
σε πολλούς, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και ο ύστερος Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος. Έζησε από κοντά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους και θρήνησε την υποδούλωση του γένους και την
απώλεια όλων των συγγενών του. Ο πατέρας του σφάχτηκε ή εξανδραποδίστηκε. Εκτός του πατέρα του
ο Ματθαίος έχασε την μητέρα, την αδελφή, τρεις ανεψιές από το μέρος του αδελφού
του και άλλους συγγενείς, όλοι θύματα κατά την Άλωση.
Αργότερα συστήθηκε από
τον Σχολάριο της Πατριαρχικής σχολής της Κωνσταντινούπολης και έγινε εκεί πρώτος
διδάσκαλος. Δίδαξε φιλοσοφία και γραμματική σε πολλούς, μεταξύ των οποίων ήταν
και ο διάδοχός του στην σχολή αυτή, Μανουήλ Κορίνθιος. Πέθανε λίγα χρόνια
μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
6 Δημήτριος Ασάνης: Συγγενής εξ αγχιστείας
των Παλαιολόγων και απόγονος του Ασάν. Ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος-Ασάν ήταν γιος
του τσάρου των Βουλγάρων, ΙΒάν Γ' Ασέν και της Ειρήνης
Παλαιολογίνας, αδελφής του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου Αυτοκράτορα των Ρωμαίων/Ρωμηών. Ο πατέρας του βασίλευσε τα έτη 1279-1280 στην περιοχή που
κυριαρχούσαν οι Πυργοφύλακες Μπουργάριοι/Βουλγάριοι/ Βούλγαροι, αλλά μετά από
μία εξέγερση αναγκάστηκε να καταφύγει στα υπό τον έλεγχον των Ρωμηών, Ρωμαίϊκα/Ελληνικά
εδάφη.
Ο Ανδρόνικος, μετά τον
θάνατο του Μιχαήλ Καντακουζηνού το 1316, διορίστηκε επίτροπος του Μορέως. Κατά την
διάρκεια της διακυβερνήσεώς του, συγκρούστηκε με τους Φράγκους του Πριγκιπάτου της Αχαΐας καταλαμβάνοντας αρκετά κάστρα, όπως το
κάστρο της Καρύταινας το 1320. Κατάφερε να
επαναφέρει όλη σχεδόν την Αρκαδία υπό την Ρωμαίϊκη (βυζαντινή) εξουσία και να
συνεχίσει την ανάκτηση της Πελοποννήσου, που είχε διακοπεί απότομα το 1265.Η εγγονή του Ελένη,
παντρεύτηκε τον Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
7 Το Μουχλί
που σήμερα κείται σε δυσδιάκριτα ερείπια, υπήρξε μια από τις πιο σπουδαίες
καστροπολιτείες του Μεσαίωνα. Ήταν κτισμένο σε παραφυάδα του Παρθενίου όρους,
λίγο μετά τις στροφές Αχλαδόκαμπου της παλιάς Εθνικής Οδού Άργους-Τριπόλεως και
κοντά στο χωριό Παρθένι.
8 Ο Κροκόνδειλος
Κλαδάς ήταν από την εποχή των Παλαιολόγων, άρχοντας του κάστρου του Αγίου
Γεωργίου και δε σκεφτόταν επ' ουδενί να παραδοθεί ακόμη και όταν ο Μωάμεθ
προσπάθησε να τον δελεάσει με παροχές γαιών. Αμέσως μετά την υπογραφή της
συνθήκης, ο Κλαδάς στις 9 Οκτωβρίου 1479 εγκατέλειψε την Κορώνη, επικεφαλής
16.000 ανδρών και βάδισε προς την Μάνη, όπου διακήρυξε την απόφασή του να
συνεχίσει τον πόλεμο και κάλεσε τους Έλληνες υπό τα όπλα υψώνοντας το λάβαρό
του.
Χιλιάδες
Έλληνες έσπευσαν να καταταγούν στον επαναστατικό στρατό του Κλαδά, που μέσα σε
ένα μήνα έφτασε να αριθμεί 16.000
σύμφωνα με τις πηγές. Έχοντας συγκεντρώσει αρκετό στρατό ο Κλαδάς, κινήθηκε
αρχικά να απελευθερώσει την Μάνη την οποία οι Ενετοί την είχαν παραδώσει στους
Οθωμανούς. Οι τουρκικές φρουρές στα χωριά Μάνη και Μεγαλοχώρι εξουδετερώθηκαν
και τα φρούρια Τριγοφύλου και Οιτύλου κατελήφθησαν. Οι πύργοι Καστανιάς, της
Γαστέλας του Λεφτινίου, της Ανδρούσας, του Βάσκου, της Πιάγας, του Παπαφίγγου
κατελήφθησαν επίσης, όπως και οι ορεινές διαβάσεις του Μεγαλοβουνίου και της
Μαίνας.
Δυο γνωστοί
στρατιωτικοί του Κλαδά, ο Θεόδωρος Μπούας και ο Μέξας Μποζίκης, Έλληνες
Αρβανίτες στην καταγωγή, συνένωσαν τον στρατό τους με τις άτακτες δυνάμεις του
επαναστάτη.
Φήμες θέλουν τους δυο στρατιωτικούς ευγενείς να έχουν φιλονικήσει με τον Βενετό
Μπαρτολομέο Μίνιο και γι’ αυτό συμμετείχαν στον αγώνα του Κλαδά. Ενωμένες οι
τρεις στρατιές, λεηλατούν το Άργος, τον Δεκέμβριον του 1479, αλλά αργότερα
επιστρέφουν στη Μάνη για να αντιμετωπίσουν την τουρκική αντεπίθεση.
Τότε,
διατάχθηκε ο Μπεηλέρμπεης της Ρούμελης, Αλή Μπούμικο, και ο διοικητής του Μωρέως, Σουλεϊμάν, να κατευθυνθούν με δυο στρατιές στην Μάνη,
στις 16 Ιανουαρίου του 1480. Στις 19 του μήνα, ο
Οθωμανικός Στρατός προσέγγισε το Οίτυλο
και ο Κλαδάς δεν δίστασε να δώσει μάχη εκ παρατάξεως με τους αήττητους έως τότε
Οθωμανούς, που τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 700 νεκρούς και άγνωστο
αριθμό τραυματιών. Ταπεινωμένος ο Οθωμανικός Στρατός σταμάτησε την φυγή του,
όταν έφτασε στα τείχη του Μυστρά.
Ο Φερδινάνδος Β΄ (1479-1516) χάρηκε με την άφιξη
του Κλαδά, γιατί σχεδίαζε εκστρατεία στην Ήπειρο για αντιπερισπασμό στην απόβαση των Τούρκων στο Οτράντο της Ιταλικής Χερσονήσου και θα τον έθετε
επικεφαλής μαζί με τον γιο του Σκεντέρμπεη (Γεωργίου
Καστριώτη),
τον Ιωάννη Καστριώτη και τον δούκα της Καλαβρίας Αλφόνσο.
Η εκστρατεία στην
Ήπειρο πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στην πρώτη φάση της. Συγκεκριμένα, οι τρεις
άνδρες ξεκίνησαν απελευθερώνοντας τον Αυλώνα και συνέχισαν
ελευθερώνοντας άλλες 50 πόλεις και χωρία, μαζί και την Χειμάρρα. Σε αναγνώριση των πολύτιμων υπηρεσιών του ο
Κλαδάς έλαβε ετήσια χορηγία 300 χρυσών νομισμάτων και τον τίτλο του
"μεγαλοπρεπούς" (magnifico),
βάσει βασιλικού διατάγματος τις 12ης Ιουνίου του 1481.
Στην δεύτερη φάση, ο
Κλαδάς έφτασε στην Ήπειρο τον Αύγουστο του 1481 με 15.000 άνδρες και 4
πυροβόλα, αλλά γνωρίζει την ήττα. Όμως ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ πέθανε ξαφνικά και ο διοικητής της περιοχής,
Γκεντίκ Αχμέτ, έσπευσε στην Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσει τον ένα διεκδικητή του θρόνου.
Αυτό διευκόλυνε την δράση του Κλαδά, που κατάφερε να εγκλωβίσει τον τοπικό Τούρκο
στρατιωτικό διοικητή στο φρούριο του Σοποτού, αφού απελευθέρωσε όλη την
περιοχή.
Ο μπεηλέρμπεης της
Ρούμελης Σουλεϊμάν ο Ευνούχος, προσπάθησε με 3.000 στρατιώτες να λύσει την
πολιορκία του φρουρίου του Σοποτού, αλλά πέφτει σε ενέδρα του Κλαδά, συλλαμβάνεται
αιχμάλωτος και στέλνεται ως όμηρος στον δούκα της Καλαβρίας. Το φρούριο του
Σοποτού πέφτει στα χέρια των επαναστατών στις 31 Αυγούστου 1481 και ο βασιλιάς της Νεαπόλεως διορίζει τον
Ιωάννη Καστριώτη διοικητή της Χειμάρρας. Παραλλήλως οι Τούρκοι διοικητές της περιοχής,
υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ως φόρο υποτέλειας 1.500 δουκάτα στο Βασιλιά της Νεάπολης.
Η εμφύλια διαμάχη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έληξε και την θέση του σουλτάνου
κατέλαβε ο Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512), ο οποίος κινήθηκε με
30.000 άνδρες στην Χειμάρα της Βορείου Ηπείρου για να την καταλάβει. Τελικά τα κατάφερε την άνοιξη του 1492 αναγκάζοντας όλους τους πληθυσμούς της
περιοχής να εξισλαμιστούν.
Ύστερα από την Ήπειρο
ορισμένες πηγές αναφέρουν τον Κλαδά να ετοιμάζει απελευθερωτικό κίνημα στην
Πελοπόννησο. Όμως, συνελήφθη από τους Τούρκους, το 1490, οι οποίοι τον
τιμώρησαν με θάνατο δια
κατακερματισμού.
Οι γιοι του, Εμμανουήλ και Θεόδωρος, πήραν μέρος στο πλευρό των Βενετών στον δεύτερο
τουρκοενετικό πολέμο
και πολιτογραφήθηκαν ως πολίτες της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας.
Παραπομπές
1. Ουίλλιαμ Μίλλερ,
Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204 - 1566), Pelekanos Books, 2014, τόμος
Β', σελ 168.
2. Δημήτριος Γρ.
Καμπούρογλου, Αρματωλοί και κλέφτες, Εν Αθήναις, χ.χ., σελ 59.
3. Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη,
τόμος δέκατος τέταρτος, σελ 672.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου