Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

ΤΟ  ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ  ΖΗΤΗΜΑ


ΜΕΡΟΣ 1ο

Α. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΟΡΩΝ «ΒΟΡΕΙΟΣ  ΗΠΕΙΡΟΣ» ΚΑΙ «ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ  ΖΗΤΗΜΑ»
1. Γενικά
α. Η ονομασία Βόρειος και Νότιος Ήπειρος, είναι μία απλή πολιτική και γεωγραφική ορολογία, κατασκεύασμα των αρχών του 20ου αιώνος, πού εχρησιμοποιήθη, για να εξυπηρετήση ωρισμένη πολιτική, αφού τα σύνορα πού εχαράχθησαν το 1913 μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας (Αλβανία: Το όνομα που έδωσαν οι ξένες δυνάμεις, οι διαχρονικοί «επιβήτορες» των Ελλήνων, στο νεοσύστατο κρατικό μόρφωμα, με την λήξη των Βαλκανικών πολέμων, δια παραχωρήσεως και ελληνικών εδαφών), είναι αποτέλεσμα ανιστόρητης, ανθελληνικής αποφάσεως των τότε θεωρουμένων Μεγάλων Δυνάμεων, προϊόν ψυχολογικής βίας, απειλής οικονομικής ασφυξίας, αφόρητων διπλωματικών πιέσεων κατά της Ελλάδος και πολιτικής-ιστορικής αυθαιρεσίας.   
β. Με το πρωτόκολλον της πρεσβευτικής Διασκέψεως του Λονδίνου (29 Ιουλίου 1913),  μεταξύ των αντιπροσώπων των έξη δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Γερμανίας, Ρωσίας και Αυστρουγγαρίας), δημιουργήθηκε η αυτόνομη ηγεμονία της Αλβανίας. Η απόφαση της διεθνούς επιτροπής, που εξεδόθη την 11ην Αυγούστου, καθορίζουσα και τα νότια σύνορα του «Ανεξάρτητου Αλβανικού κράτους», εκοινοποιήθη στην ελληνική κυβέρνηση την 8ην Σεπτ. 1913.
γ. Με το πρωτόκολλον της Φλωρεντίας (17 Δεκ. 1913), οριστικοποιούνται τα νότια σύνορα του νεοκατασκευασθέντος κράτους που ονόμασαν Αλβανία. Υπό την πίεση της Ιταλίας και της Αυστρίας παραχωρούνται στην Αλβανία, αρχαιόθεν Ελληνικές περιοχές όπως, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινον, το Λεσκοβίκι, η Πρεμετή, το Δέλβινον, η Κορυτσά, κ.α. και χαράσσονται τα Ελληνο-αλβανικά σύνορα από Φτελιάς μέχρι της επαρχίας της Κορυτσάς, αφήνοντας έξω των Ελληνικών ορίων, ΟΛΕΣ τις βόρειες-βορειοδυτικές ελληνικές περιοχές.
Έτσι κερματίζεται η Ήπειρος σε δύο τμήματα και τα βορειοδυτικά σύνορα της Ελλάδος στερούνται των φυσικών τους προπυργίων.
Η απόφαση αυτή γνω­στο­ποι­ή­θη­κε στην ελληνική κυ­βέρ­νη­ση στις 13 Φε­βρου­α­ρί­ου 1914. Στην ίδια απόφαση πε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν και η κα­τα­κύ­ρω­ση στην Ελλάδα των νή­σων του Αν. Αἰ­γαί­ου (πλην Ίμβρου και Τε­νέ­δου),  με την προ­ϋ­πό­θε­ση να αποχωρήσουν τα ελληνικά στρα­τεύ­μα­τα απὸ την Βό­ρει­ο Ήπειρο. Η ελληνική κυ­βέρ­νη­ση του Ελευθερίου Βενιζέλου, απεδέχθη χωρίς ουσιαστικές αντιρρήσεις, τους όρους του πρω­το­κόλ­λου της Φλω­ρεν­τί­ας.
δ. Το Βόρειο τμήμα της Ενιαίας Ηπείρου που αποσπάσθηκε βιαίως από τον κορμό της Μητρός Ελλάδος και παραχωρήθηκε ως «δωρεά» στο νεοσύστατο Αλβανικό κράτος, έκτοτε, ονομάστηκε Βόρειος Ήπειρος (Β.Η.).
 Λέγοντες λοιπόν, Βορειοηπειρωτικό ζήτημα εννοούμε την κατάσταση που υποδηλώνει την υφιστάμενη διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Σκιπερίας/Αλβανίας,1 για την κατοχή και το μέλλον της Β.Η., και κατ’ επέκταση μεταξύ Ελλάδος και άλλων κατά καιρούς δυνάμεων, κατά την ιστορική αναδρομή του θέματος, οι οποίες επεδίωκαν ή επιδιώκουν διπλωματική επιρροή, οικονομικά οφέλη ή εδαφικές διεκδικήσεις στην υπόψη περιοχή.
ε. Οι όροι Βόρειος Ήπειρος και Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα ήσαν άγνωστοι πριν από τους λεγομένους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913, γιατί η περιοχή της Ηπείρου ήταν αρχαιόθεν ενιαία και αδιαίρετη, πολιτιστική και οικονομική κοινότητα. Η απόφαση των τότε μεγάλων Δυνάμεων ήταν πρά­ξη άδικη, εγκληματική και απαράδεκτη, αφού η Ήπειρος ιστορικώς και γε­ω­γρα­φι­κώς είναι μί­α και αδιαίρετη.
Ο Άγγλος πολιτικός Ντίλκε,2 έγραφε σε προγενέστερους χρόνους: «Η Ελλάς ελευθερωθείσα χάρις εις την σαφή πρόνοιαν τού Κάνιγκ, αλλ’ αφεθείσα λόγω τού ακαίρου θανάτου του χωρίς την Θεσσαλίαν, την Ήπειρο και την Κρήτην, εψαλιδίσθη και κατεδικάσθη εις λιμοκτονίαν από τας Μεγάλας δυνάμεις» και τo 1878 στην βουλή των κοινοτήτων έλεγε: «Τι είδους Ελλάς είναι μια Eλλάς χωρίς την Λήμνο, την Λέσβο, το Άγιο Όρος, την Ήπειρο….την Κωνσταντινούπολη;».3  
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζιολίττι έλεγε (1912- 1913) στον τότε επιτετραμμένο τής Ελλάδος στη Ρώμη Δ. Κακλαμάνο: «Αναγνωρίζω, ότι το Αργυρόκαστρο και ή Κορυτσά είναι ελληνικά. Τα δικαιώματα όμως ενός μικρού λαού όπως ή Ελλάς, δεν είναι δυνατόν να υπερισχύσουν των συμφερόντων μιας μεγάλης δυνάμεως όπως ή Ιταλία».
2. Η ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία
α.  Στην Σκιπερία/Αλβανία, οι Έλληνες θεωρούνται «εθνική μειονότητα», ενώ οι Βλάχοι ελληνικής εθνικής συνειδήσεως συγκαταλέγονται με τους υπόλοιπους Βλάχους ως «γλωσσική μειονότητα».  Δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη πηγή όσον αφορά στο μέγεθος οποιωνδήποτε εθνικών μειονοτήτων στην Αλβανία, αν και μια από τις δεσμεύσεις της Αλβανίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ικανοποιητική απογραφή των εθνικών  ομάδων που κατοικούν στα εδάφη της σημερινής Αλβανίας.
β. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην διάσκεψη των Παρισίων του 1919, η ελληνική μειονότητα αριθμούσε 120.000 κατοίκους, ενώ η τελευταία απογραφή υπό το κομουνιστικό καθεστώς (1988) αναφέρει μόνο 58.785!!! Εντούτοις, η περιοχή που μελετήθηκε, περιορίστηκε στα νότια σύνορα της χώρας, στα 99 χωριά της αποκαλούμενης «ελληνικής μειονοτικής ζώνης». Υπό τον περιορισμό αυτό, η συγκεκριμένη απογραφή παρουσίαζε το μέγεθος της μειονότητας κατά πολύ συρρικνωμένο από την πραγματική εικόνα, αποκλείοντας σημαντικές συγκεντρώσεις της ελληνικής μειονότητας εκτός της μειονοτικής ζώνης (π.χ. στην Χειμάρρα, στην Κορυτσά, στην Αυλώνα).
γ.  Πηγές από την ελληνική μειονότητα έχουν υποστηρίξει ότι υπάρχουν ως και 500.000 Έλληνες στην Αλβανία που αντιστοιχεί στο 12% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Σε μια εθνολογική μελέτη του 1995, ο αριθμός των Ελλήνων στην Βόρειο Ήπειρο μόνο, υπολογίζεται σε 40.000, ενώ στην υπόλοιπη χώρα υπάρχουν ακόμη 20.000 Έλληνες. Η οργάνωση εθνών και λαών υπολογίζει την ελληνική μειονότητα σε 70.000 περίπου άτομα.
δ. Στην Αλβανία σήμερα υπάρχουν νομοθεσίες για την διατήρηση και την προστασία της ελληνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου (που ανάλογα την πηγή κυμαίνεται από 135.000 ως 400.000 άτομα), αλλά δεν τηρούνται πάντα. Ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής εθνικής μειονότητας της Β. Ηπείρου ζει και εργάζεται σήμερα στην Ελλάδα (περίπου 250.000 άτομα).
Άλλες ανεξάρτητες πηγές υπολογίζουν ότι ο αριθμός Ελλήνων στην βόρειο Ήπειρο είναι 117.000 (περίπου 3,5% του συνολικού πληθυσμού), ένας αριθμός κοντά στην εκτίμηση που παρέχεται από την CIA (2006) (περίπου 3%, δηλαδή 103.000). Αλλά αυτός ο αριθμός ήταν 8% από την ίδια πηγή έναν χρόνο πριν (2005), δηλαδή 230.000. Πάντως ο πληθυσμός της Ελληνικής Μειονότητας κυμαίνεται σύμφωνα με τις πιο έγκυρες πηγές της Αλβανίας, σε περίπου 300.000 άτομα, δηλαδή περίπου 7,5%. Σε αυτούς τους αριθμούς πρέπει να προστεθούν και περίπου 250.000 Έλληνες της βόρειου Ηπείρου που κατοικούν σήμερα στην Ελλάδα.4

ε. Οι Βλάχοι της Βορείου Ηπείρου

Πολλοί Βλάχοι Αρβανιτόβλαχοι) αυτοπροσδιορίστηκαν ως Έλληνες, και ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του κομουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, ενώ οι σχέσεις μεταξύ Βλάχων της Ελλάδας και αυτών της Αλβανίας ενδυναμώθηκαν (υπό μορφή οικονομικής ενισχύσεως και συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις παραδοσιακού χαρακτήρα). Η τελευταία απογραφή που κατέγραψε στοιχεία όσον αφορά γλωσσικές μειονότητες πραγματοποιήθηκε το 1955, απογράφοντας 4.249 Βλάχους. Σε μια εθνολογική μελέτη του 1995, ο αριθμός των Βλάχων υπολογίστηκε σε 25.000 στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, ενώ στην υπόλοιπη χώρα σε 35.000.
Συμπερασματικώς, με τον όρο βο­ρει­ο­η­πει­ρω­τι­κὸ ζή­τη­μα εννοούμε, το εθνικό πρό­βλη­μα που δη­μι­ουρ­γή­θη­κε μετά το τέ­λος των βαλκανικών πο­λέ­μων 1912-13 και συγ­κε­κρι­μέ­να με την δι­ά­σκε­ψη του Λον­δί­νου (Σε­πτέμ­βρι­ος 1913) και το πρω­τό­κολ­λο της Φλω­ρεν­τί­ας(17 Δε­κεμβρίου 1913), ε­πὶ τη βά­σει των ο­ποί­ων αποσπάστηκε το βό­ρει­ο τμήμα της Η­πεί­ρου από τον ελληνικό κορμό και προ­σαρ­τή­θη­κε  βιαίως (παρά την θέληση των Ελλήνων κατοίκων της), στο νε­ο­σύ­στα­το αλβανικό κρά­τος.
3. Η στάση της Ελληνικής κυβερνήσεως και των Βορειοηπειρωτών, μετά την απόσπαση της Β.Η. από την μητέρα Ελλάδα.
α. Η Βόρειος Ήπειρος (ΒΗ), η πολυπαθής αυτή Ελληνική γωνιά διήλθε από του 1912 μέχρι σήμερα, ζωή αγωνιώδη και πλήρη πικρών απογοητεύσεων. Εντός του χρονικού αυτού διαστήματος είδε το φως της ελευθερίας και εόρτασε τρεις (3) φορές τα ελευθέριά της, για να μεταπέσει και πάλι σε σκληρότερη δουλεία. Η Βό­ρει­ος Ήπειρος απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό το 1913 μαζί με την υπόλοιπη Ήπειρο. Μά­λι­στα δύ­ο πό­λεις  της απελευθερώθηκαν νω­ρί­τε­ρα. Η Χει­μά­ρρα το Νο­έμ­βρι­ο του 1912 και η Κορυτσά τον Δε­κέμ­βρι­ο του ίδιου έτους .
Δυστυχώς όμως, όπως προείπαμε, οι Με­γά­λες Δυ­νά­μεις της εποχής εκείνης, «υποκινούμενες» από την Ιταλία και Αυστροουγγαρία, αλλά και για λόγους δικών τους οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων, ίδρυσαν το λεγόμενο «αλβανικό κρά­τος», του ανυπάρκτου μέχρι τότε αλβανικού Έθνους ή αλβανικού λαού, στο οποίον προ­σαρ­τή­θη­κε με το πρω­τό­κολ­λο της Φλω­ρεν­τί­ας (17 ΔΕΚ. 1913), ολόκληρη η  Ελληνική Βό­ρει­ος Ήπειρος.
β. Οι κά­τοι­κοι όμως της Βο­ρεί­ου Η­πεί­ρου, ποτέ δεν αποδέχτηκαν το επαίσχυντο αυτό πρω­τό­κολ­λο. Έτσι στις 17 Φε­βρου­α­ρί­ου 1914, οι Μη­τρο­πο­λί­τες Δρυ­ϊ­νου­πό­λε­ως Βα­σί­λει­ος και Βελλάς και Κο­νί­τσης, Σπυ­ρί­δων, συγ­κά­λε­σαν στο Αργυρόκαστρο πα­νη­πει­ρω­τι­κὴ συ­νέ­λευ­ση και ανακήρυξαν την αυτονομία της Βο­ρεί­ου Η­πεί­ρου. Τό­τε σχη­μα­τί­στη­κε ἡ πρώ­τη κυ­βέρ­νη­ση με πρωθυπουργό το Γε­ώρ­γι­ο Χρη­στά­κη Ζω­γρά­φο και μέ­λη τους Μη­τρο­πο­λί­τες Δρυ­ϊ­νου­πό­λε­ως Βα­σί­λει­ο, Βελλάς και Κο­νί­τσης Σπυ­ρί­δω­να και Κορυτσάς Γερ­μα­νό. Ταυ­τό­χρο­να σχη­μα­τί­στη­καν «Ι­ε­ροὶ Λό­χοι». Ήταν τό­σο ζωντανό το αγωνιστικό φρό­νη­μα των Βορειοηπειρωτών, ώστε σε τρεις μήνες οι αλβανικές δυ­νά­μεις νι­κή­θη­καν κατά κρά­τος και απομακρύνθηκαν από τα ελληνικά εδάφη της Βο­ρεί­ου Η­πεί­ρου.

γ. Το χρονικό του αυτονομιστικού αγώνα 5

5 Νοεμβρίου 1912 : Ο ταγματάρχης χωροφυλακής Σπήλιος Σπυρομήλιος, με σώμα 2.000 ανδρών, κυρίως Κρητών εθελοντών, αποβιβάζεται στην Χειμάρρα και ελευθερώνει από τους Τούρκους, την γύρω περιοχή.
Δεκέμβριος 1912 - Μάρτιος 1913 : Ο Ελληνικός Στρατός απελευθερώνει την μια μετά την άλλη, τις πόλεις της Βόρειας Ηπείρου, υποδεχόμενος ως ελευθερωτής από τον ντόπιο πληθυσμό.
31 Δεκεμβρίου 1912 : Η συμφωνία του Λονδίνου, αποβλέπει στην αναγνώριση και διοργάνωση ανεξαρτήτου και ανύπαρκτης μέχρι τότε αντίστοιχης εθνότητος,  Αλβανικού κράτους.
Νοέμβριος 1913 : Διεθνής Επιτροπή περιοδεύει σε πόλεις και χωριά της Βόρειας Ηπείρου, προκειμένου να καθορίσει την Εθνολογική σύνθεση της περιοχής και να αποφασίσει εάν παραχωρηθεί στην Αλβανία. Οι πιέσεις και οι εκβιασμοί, κυρίως Ιταλών και Αυστριακών, προς αυτή την κατεύθυνση, καθίστανται απροκάλυπτοι.
17 Δεκεμβρίου 1913 : Υπογράφεται το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, με το οποίο η Βόρεια Ήπειρος παραχωρείται στην Αλβανία. Σύσσωμος ο Ελληνισμός αντιδρά και διαμαρτύρεται για την κατάφωρη αδικία.
Οι σκοπιμότητες των μεγάλων δυνάμεων της εποχής εκείνης παρεχώρησαν το βόρειο τμήμα της ενιαίας Ηπείρου στο νεοσυσταθέν αλβανικό κράτος. Επηκολούθησε, στις 31 Ιανουαρίου 1914, επίδοσις διακοινώσεως εκ μέρους των τότε μεγάλων δυνάμεων (Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ρωσίας, Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας) στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, βάσει της οποίας η οριστική απόδοσις των νήσων του Αιγαίου στην Ελλάδα ήτο πλέον εξηρτημένη εκ της παραχωρήσεως της Βορείου Ηπείρου στο αλβανικό κράτος.
Η υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο Ελληνική κυβέρνησις, ενέδωσε στον εκβιασμό των "Μεγάλων Δυνάμεων" και ο ελληνικός στρατός απεσύρθη από τις απελευθερωθείσες περιοχές της Β.Η. προκειμένου να δοθούν στο νεοϊδρυθέν αλβανικό κράτος.
Η Πανηπειρωτική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Αργυρόκαστρο, αποστέλλει έντονη διαμαρτυρία στις Μεγάλες Δυνάμεις και εκλέγει επιτροπή που αναλάμβάνει την ηγεσία του Αυτονομιστικού Αγώνος. Ένοπλα τμήματα με την επονομασία "Ιεροί Λόχοι", αρχίζουν να οργανώνονται στις πόλεις και τα χωριά της Βόρειας Ηπείρου. Την ίδια ημέρα ο αρχηγός των Χειμαρριωτών Σπ. Σπυρομήλιος, καταργεί τις τοπικές Αρχές και κηρύσσει την αυτονομία της Χειμάρρας.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1914 ο Σπ. Σπυρομήλιος, ανακηρύσσει την αυτονομία της Χειμάρρας και την 17η Φεβρουαρίου στο Αργυρόκαστρο, ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, κηρύσσει την αυτονομία ολοκλήρου της Βορείου Ηπείρου. Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Χριστάκης Ζωγράφος, αναλαμβάνει την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος των Βορειοηπειρωτών και σχηματίζει την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου.
Οι Αλβανοί επέδραμαν στην περιοχή του Αργυροκάστρου, ηττήθησαν όμως υπό των Ελλήνων και άρχισαν να υποχωρούν προς τα βόρεια. Παραλλήλως οι αυτονομιστές επεβλήθησαν ταχέως και στην περιοχή της Κορυτσάς, την οποία από τα τέλη Απριλίου επολιόρκησαν ασφυκτικώς.
10 Φεβρουαρίου 1914 : Η Ελληνική Κυβέρνηση του Βενιζέλου, διατάσσει τον συνταγματάρχη Δ. Δούλη να συλλάβει τον Σπ.Σπυρομήλιο, μη γνωρίζοντας ότι τόσο αυτός όσο και πλήθος άλλων αξιωματικών, έχουν προσχωρήσει στην Βορειοηπειρωτική Επανάσταση. Φυσικά ο Δ. Δούλης αρνείται να εκτελέσει την διαταγή.
16 Φεβρουαρίου 1914 : Σχηματίζεται προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτονόμης Βόρειας Ηπείρου με πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη - Ζωγράφο.
17 Φεβρουαρίου 1914 : Υψώνεται και επίσημα έξω από το Αργυρόκαστρο, η σημαία της Αυτονομίας, παρουσία κλήρου, λαού και 2.000 ενόπλων. Την ίδια ημέρα στην Κορυτσά ο συνταγματάρχης Κοντούλης, αφού προηγουμένως - ακολουθώντας τις υποδείξεις της Ελλαδικής Κυβερνήσεως του Ελ. Βενιζέλου - είχε απαγορεύσει την συγκρότηση ενόπλων τμημάτων από τους Βορειοηπειρώτες, παραδίδει αμαχητί την πόλη στους Αλβανούς. Στην συνέχεια, οι Αλβανοί εξαπολύουν ένα άγριο πογκρόμ κατά των ελληνικών πληθυσμών.


Φωτογραφία από την ανακήρυξη της Αυτονομίας την 1η Μαρτίου 1914 στο Αργυρόκαστρο. Πηγή: Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.


Η σημαία της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου και του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.

18 Φεβρουαρίου 1914 : Η περιοχή Κολώνιας παραδίδεται από τον συνταγματάρχη Κοντούλη με πρωτόκολλο στους Τουρκαλβανούς, οι οποίοι υπό τα απαθή βλέμματα Ολλανδών αξιωματικών προχωρούν σε σφαγές κατά των Ελλήνων. Εν συνεχεία, ακολουθούν σκληρές συγκρούσεις με τους Βορειοηπειρώτες επαναστάτες.



25 Φεβρουαρίου 1914: Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανακοινώνει στην Ηπειρωτική Επιτροπή το αμετάβλητο της Ευρωπαϊκής αποφάσεως. Παράλληλα, τους καλεί να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων δίχως κάποια αντίσταση. Στην συνέχεια ορίζει την 1η Μαρτίου ως ημερομηνία ενάρξεως της αποχωρήσεως του Ελληνικού Στρατού από την Βόρεια Ήπειρο.
Άραγε, ένεκα του επαναλαμβανόμενου ενδοτισμού του στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα, οι σύγχρονοι θιασώτες του χαρακτήρισαν τον Ελ. Βενιζέλον,  «εθνάρχη» και του έστησαν ανδριάντες σ’ όλη την Ελλάδα;
2 Μαρτίου 1914 : Με την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την περιοχή Χειμάρρας, 800 Τουρκαλβανοί υπό την διοίκηση Ιταλών αξιωματικών επιτίθενται στο χωριό Βούνοι. Οι Βουνιώτες αποκρούουν την επίθεση και περνούν σε αντεπίθεση, τρέποντας σε άτακτη φυγή τις Αλβανικές ορδές.
4 Μαρτίου 1914 : Πραγματοποιείται συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών της Βόρειας Ηπείρου με τον αντιπρόσωπο της Αλβανικής Κυβερνήσεως ….Ολλανδό ταγματάρχη Τόμσον. Μετά από δύο ημέρες άκαρπων συνομιλιών, οι συγκρούσεις ξαναρχίζουν.
7 Μαρτίου 1914 : Μετά από λυσσώδεις μάχες κοντά στο χωριό Κόδρα, οι Βορειοηπειρώτες κυριολεκτικά διαλύουν τις δυνάμεις των Αλβανών/Σκιπετάρων, οι οποίες απωθούνται προς τον βορρά.
15 Μαρτίου 1914 : Οι αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις των Αλβανών, υπό την διοίκηση Ολλανδών(!!!) και Ιταλών Αξιωματικών, δέχονται θυελλώδη επίθεση του Βορειοηπειρωτικού Στρατού στην περιοχή της Κλεισούρας που είχαν καταλάβει. Οι Αλβανοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
20 Μαρτίου 1914 : Οι Έλληνες της Κορυτσάς, έχοντας υποστεί ένα μήνα άγριων διώξεων, επαναστατούν και καταφέρνουν να απελευθερώσουν την πόλη.
24 Μαρτίου 1914 : Λόγω της καθυστέρησης ενισχύσεως των Ελλήνων της Κορυτσάς, μεγάλες Αλβανικές δυνάμεις ανακαταλαμβάνουν την Κορυτσά. 2.500 ένοπλοι Βορειοηπειρώτες διαφεύγουν και ενώνονται με τον υπόλοιπο Αυτονομιστικό Στρατό. Θα ξαναδούν την πολύπαθη πόλη τους, τρεις μήνες αργότερα, όταν ο Στρατός της Βόρειας Ηπείρου θα μπει ελευθερωτής στην Κορυτσά.
9 Απριλίου 1914 : Επίθεση 1.500 Αλβανών στο χωριό της Χειμάρρας Πυλιούρι, αποκρούεται με επιτυχία. Οι Αλβανοί υποχωρούν αφήνοντας πολλούς νεκρούς και αιχμαλώτους.
12 Απριλίου 1914 : Οι Αλβανοί επιτίθενται στο χωριό Παλιάσα της Χειμάρρας. Αποκρούονται και υποχωρούν ατάκτως προς τον αυχένα της Λογαράς. Εκεί πέφτουν σε ενέδρα αποσπάσματος Κρητών εθελοντών, το οποίο τους αποδεκατίζει. Όσοι επέζησαν συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
18 Απριλίου 1914 : Μετά από υπόδειξη Ιταλών και Ολλανδών Αξιωματικών, Αλβανικές δυνάμεις επιτίθενται και καταλαμβάνουν το στρατηγικής σημασίας φρούριο του Μπούσι, αποκόπτοντας έτσι την επικοινωνία της Χειμάρρας με τους Αγίους Σαράντα. Δύο μήνες αργότερα, ο Αυτονομιστικός Στρατός της Β. Ηπείρου θα ανακαταλάβει το φρούριο, αποκαθιστώντας την επικοινωνία Χειμάρρας - Αγίων Σαράντα. Σκληρές μάχες λαμβάνουν χώρα και Β.Δ. του Αργυροκάστρου, κοντά στο μοναστήρι του Τσέπου. Η νικηφόρα έκβαση των μαχών θα κρίνει κατά μεγάλο βαθμό την τύχη του αγώνα. Οι Αλβανοί θα καταδιωχθούν σε μεγάλο βαθμό προς το βορρά.
     

Το αρχηγείο των Ηπειρωτών στους Αγίους Σαράντα (σημερινή π. Σαράντα), τον Απρίλιο του 1914.

Στις 23 Απριλίου 1914, η Επιτροπή Διεθνούς Ελέγχου, κατόπιν αιτήματος της αλβανικής κυβερνήσεως, η οποία είδε τις ένοπλες δυνάμεις της να ηττώνται υπό των Βορειοηπειρωτών, ζητά την σύναψη ανακωχής από τον Πρόεδρο της Αυτονόμου Ηπείρου.
25 Απριλίου 1914: Οι Βορειοηπειρωτικές δυνάμεις της περιοχής Κολώνιας, ενισχυμένες από δύο μεγάλα σώματα Κρητών εθελοντών και ένα Αιτωλοακαρνάνων, μετά από τριήμερο συνεχή αγώνα, εκδιώκουν τις Αλβανικές δυνάμεις από ολόκληρη την επαρχία. Οι Αλβανοί θα αφήσουν πίσω πάνω από 500 νεκρούς, με τον αρχηγό τους Wani Bey Starjia. Την ίδια ημέρα, αφού η Αλβανική Κυβέρνηση δέχθηκε όλους τους όρους των Βορειοηπειρωτών, ορίζεται πενθήμερη ανακωχή, προκειμένου να ξεκινήσουν στην Κέρκυρα διαπραγματεύσεις.
26 Απριλίου 1914 : Ξεκινούν στην Κέρκυρα οι διαπραγματεύσεις οι οποίες θα καταλήξουν στο πρωτόκολλο της Κέρκυρας.
17 Μαΐου 1914 : Υπογράφεται το πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Με βάση αυτό, αναγνωρίζεται από τις Μ. Δυνάμεις, την Αλβανία και την Ελλάδα, η Αυτονομία της Β. Ηπείρου, ο Ελληνικός της χαρακτήρας και κατοχυρώνεται πλήρως η θρησκευτική, γλωσσική και εκπαιδευτική ελευθερία του πληθυσμού της.
Το πρω­τό­κολ­λο της Κέρ­κυ­ρας που αποτελείτο από 13 άρθρα, αναγνώριζε τον ελληνικό χα­ρα­κτή­ρα των νομών Κορυτσάς, Αρ­γυ­ρο­κά­στρου και της επαρχίας της Χει­μά­ρρας και εξασφάλισε εντός του αλβανικού κρά­τους χω­ρι­στὴ δι­οί­κη­ση και το δι­καί­ω­μα δι­α­τη­ρή­σε­ως της εθνι­κής συ­νει­δή­σε­ως του πληθυσμού, της ελληνικής γλώσ­σας και του ελληνικού πολιτισμού.
Το κεί­με­νο αυτό είχε μί­α ανυπολόγιστη δυ­να­τό­τη­τας εφαρμογής του, για­τί η υπογραφή του συν­δέ­θη­κε με την ίδια την δη­μι­ουρ­γί­α του ανύπαρκτου ως τό­τε αλβανικού κρά­τους. Την 1η Ιουλίου 1914 οι πρε­σβευ­τὲς των έξι Δυ­νά­με­ων στην Αθήνα ανακοίνωσαν στον Έλληνα Υπουργό των Εξωτερικών ότι οι κυ­βερ­νή­σεις τους ενέκριναν αυτή την συμ­φω­νί­α.
Το πρωτόκολλο ανεγνωρίσθη υπό της αλβανικής κυβερνήσεως, (του τότε ηγεμόνος της Αλβανίας), αλλά και υπό των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες το εγνωστοποίησαν και στην ελληνική κυβέρνηση.
Το Πρωτόκολλο της Κερκύρας, προέβλεπε ειδική διοικητική οργάνωση των επαρχιών Κορυτσάς και Αργυροκάστρου με επίσημον γλώσσα την ελληνική και εκπαιδευτική ελευθερία, καθώς και οργάνωσι αυτονόμου τμήματος Χωροφυλακής. 6
Αύγουστος 1914 : Ενώ ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει, οι Δυνάμεις της Αντάντ δίνουν εντολή στα Ελληνικά Στρατεύματα να προελάσουν στην Βόρεια Ήπειρο και να επιβάλλουν την τάξη.
Οκτώβριος του 1914: Οι λεγόμενες συμμαχικές δυ­νά­μεις της «εγκάρδιας συνεννοήσεως», με την ανοχή της Ιταλίας έδωσαν εντολή στην Ελλάδα να ανακαταλάβει και στρατιωτικά την Βό­ρει­ο Ήπειρο. Αυτό έγινε για δύ­ο λό­γους: Πρώτον για την εκεί επιβολή της τά­ξε­ως και δεύ­τε­ρον για να έχουν την Ελλάδα με το μέ­ρος τους στον πό­λε­μο.
Έτσι τον Οκτώβριο του 1914 τα ελληνικά στρα­τεύ­μα­τα επανήλθαν στην Βό­ρει­ο Ήπειρο και έμειναν εκεί μέ­χρι το κα­λο­καί­ρι του 1916. Δυστυχώς όμως οι διαρκείς πα­ρεμ­βά­σεις της Ιταλίας και ὁ διχασμός του Ελληνικού Έθνους, συ­νέ­βαλ­λαν στο να προδοθεί για μία ακόμη φορά το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, με αποτέλεσμα να παραδοθεί και πά­λιν, ἡ Βό­ρει­ος Ήπειρος  στην Αλβανία με την πρεσβευτική δι­ά­σκε­ψη των Πα­ρι­σί­ων (9 Νο­εμ­βρί­ου 1921), που επέβαλε τὸ μεθοριακό καθεστώς του πρω­το­κόλ­λου της Φλω­ρεν­τί­ας (1913). Την απόφαση αυτή επικύρωσε και δεύ­τε­ρο πρω­τό­κολ­λο που υπογράφτηκε με­τα­ξὺ των ενδιαφερομένων χωρών τὸ 1926 πά­λι στην Φλω­ρεν­τί­α καθώς και η σύμβαση των Αθηνών (13 Οκτ. 1926).
δ.  Δυστυχώς ἡ εθνική συμφορά του 1922, είχε απορροφήσει εξ ολοκλήρου το ενδιαφέρον της ελληνικής κυ­βερ­νή­σε­ως, με αποτέλεσμα να δη­μι­ουρ­γη­θούν στην Βό­ρει­ο Ήπειρο τέ­τοιες κα­τα­στά­σεις, που κά­θε άλλο πα­ρὰ ευνοούσαν την οριστικήν ενσωμάτωση του τμή­μα­τος  αυτού στο ελληνικό κρά­τος. Έτσι η περίοδος ελευθερίας για τους Βορειοηπειρώτες, δεν διαρκεί για πολύ. Δύο χρόνια αργότερα, η Ελλάδα ολόκληρη σπαράσσεται από τον εθνικό διχασμό. τον οποίον εντέχνως οργάνωσε και επέβαλλε το Σύστημα, δια των λεγομένων «συμμάχων» μας, χωρίζοντας την Ελλάδα στα δύο.
Στην συνέχεια, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι, εκμεταλλευόμενοι αυτή την κατάσταση, καταλαμβάνουν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, και με τις «ευλογίες» του Βατικανού, επιβάλλουν τον βίαιο εξαλβανισμό του πληθυσμού της. Οι Ελληνικές δυνάμεις, μέσα στην δίνη του διχασμού, συγκρούονται μεταξύ τους, αδιαφορώντας και καταδικάζοντας την μαρτυρική Βόρεια Ήπειρο, για άλλη μια φορά στην σκλαβιά.
Ο Καπετάν Σούλιος  ήρωας του βορειοηπειρωτικού αγώνος 7



Ελληνίδες Βορειοηπειρώτισσες του Αργυροκάστρου, κατά την διάρκεια του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος του 1914.


Συνεχίζεται




1 Οι Αλβανοί από αφίξεώς τους και πρώτης ιστορικής καταγραφής τους, στις περιοχές της σημερινής, ούτω αποκληθείσης Αλβανίας, εκαλούντο από τους ομόρους λαούς με τους οποίους ήλθαν σε επαφή, Σκιπετάροι. Το όνομα αυτό, που εσήμαινε «ορεσίβιοι», «οι φέροντες όπλον», εχρησιμοποιούσαν και οι ίδιοι για τον αυτοπροσδιορισμό τους, αφού ήσαν αγνώστου εθνικότητος και αρχικής προελεύσεως. Άλλωστε και σήμερα επισήμως (δημόσια έγγραφα, ΜΜΕ, εθνικά νομίσματα, κ.α.), αποκαλούν την χώρα τους Σκιπερία αντί του διεθνούς ονόματος Αλβανία και διατηρούν το όνομα Σκιπετάροι (πολίτες) αντί του Αλβανοί.








Χαρτονόμισμα της επίσημης Τράπεζας της Σκιπερίας (όπως αναγράφεται στην όψη του και  όχι Τράπεζας της Αλβανίας)
Η Αλβανική εθνότης και η αλβανική συνείδησις είναι ξενόφερτα, μεταγενέστερα και συστημικά κατασκευάσματα. Λεπτομέρειες στο 3ο μέρος.
Dilke, Sir Charles Wentworth (1843–1911) Sir Charles Wentworth Dilke (1843-1911), politician and author, was born on 4 September 1843 in London, son of Sir Charles Wentworth Dilke and his wife Mary, née Chatfield. He was educated privately and at Trinity Hall, Cambridge (LL.B., 1866; LL.M., 1869). He was called to the Bar at the Middle Temple in April 1866 but never practised. He left England in June 1866 for America, then went to New Zealand and arrived at Sydney on 1 January 1867. After his return to England his Greater Britain: A Record of Travel in English-Speaking Countries During 1866 and 1867 (London, 1868) was published; it ran to eight editions and its short title became a catch phrase in imperialist debate. In 1869 he succeeded to the baronetcy and proprietorship of the Athenaeum and Notes and Queries.
Dilke visited China and Japan in 1875, Greece and Constantinople in 1887-88 and India in 1888-89. Dilke died in London on 26 January 1911, survived by a son of his first marriage. Greater Britain established Dilke's reputation as an expert on colonial questions.
3 In Byron’s Shadow, Modern Greece in the English and American Imagination, David roessel Oxford university Press 2002, p.115-116.
4 Την απόδοση της ελληνικής υπηκοότητας σε 250.000 Βορειοηπειρώτες απηύθυνε χθες από τη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως Γιώργος Παπανδρέου. (10.11.2006) εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ.
5 Πηγές: Βασ. Γεωργίου: "Βόρειος Ήπειρος" και Αθαν. Κόρμαλη : "Αντίσταση στην Βορειοηπειρωτική Γη".
Το Πρωτόκολλο της Κερκύρας, αποτέλεσμα του αυτονομιστικού αγώνος του 1914, αποτελεί συλλογική διεθνή σύμβαση και μάλιστα με εγγυημένη την εφαρμογή και εκτέλεσή της από τις "μεγάλες δυνάμεις" οι οποίες την υπέγραψαν, συνεχίζει να ισχύη και σήμερον και συνιστά το ισχύον συμβατικό νομικό πλαίσιο της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου και τούτο διότι:
α/ Δεν υπήρξε νεωτέρα συμφωνία μεταξύ των υπογραψάντων μερών για την κατάργησί του.
β/ Δεν επήλθε η πλήρωσις ουδενός όρου ή προθεσμίας για την λήξη του.
γ/ Δεν υπήρξε νόμιμος καταγγελία του, προς ένα έκαστο των υπογραψάντων μερών.
δ/ Δεν προβλέπεται σε αυτό ημερομηνία λήξεως.
ε/ Δεν υπήρξε νεωτέρα συμφωνία μεταξύ των υπογραψάντων μερών, η οποία να έχει αντίθετο περιεχόμενο, ή ρητή διάταξη περί ακυρώσεώς του, ή νεωτέρα συνθήκη που να τροποποιεί το Πρωτόκολλο.

7 Ένας από τους σπουδαιότερους και ηρωϊκώτερους αγωνιστές του Βορειοηπειρωτικού Αγώνος, που απέβλεπε στην απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου και την ενσωμάτωσή της στην Μητέρα Ελλάδα, ήταν ο Καπετάν Σούλιος, κατά κόσμον Γεώργιος Βασιλείου.

Γέννα και θρέμμα της Βορείου Ηπείρου (γεννήθηκε στο Τσιφλίκι Κορυτσάς) ο Καπετάν Σούλιος, ίδρυσε, τότε, δικό του αρματωλίκι και ανταρτικό σώμα στην περιοχή Βιγλίστης – Κορυτσάς – Μοσχοπόλεως, και αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της πατρώας γης, αναδειχθείς σε ήρωα του Βορειοηπειρωτικού Αγώνος αλλά και του Μακεδονικού.
Μάλιστα φέρεται ότι πλησίον του Σκλήθρου Φλωρίνης, εξόντωσε σε συμπλοκή ολόκληρη βουλγαρική συμμορία. Ο Καπετάν Σούλιος μετείχε σε όλες τις εξεγέρσεις του Βορειοηπειρωτικού λαού, ιδίως δε σε εκείνη του 1914, οπότε η Βόρειος Ήπειρος ανεκηρύχθη Αυτόνομη.
Το 1912, ο Κορυτσαίος καπετάνιος, βοήθησε για την απελευθέρωση της Κορυτσάς από τον Ελληνικό Στρατό. Οι αγώνες του, όμως, και οι θυσίες των παλικαριών του, απέβησαν, δυστυχώς, άκαρπες και το όνειρό του να δει την Πατρίδα του ελεύθερη, κάτω από τα φτερά της Μητρός Ελλάδος, έμεινε ανεκπλήρωτο, αφού η μαρτυρική και σήμερα Βόρειος Ήπειρος, εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την κατοχήν των μισελλήνων Αλβανών Σκιπετάρων. Έτσι αναγκάστηκε, απογοητευμένος, να αποσυρθεί και να εγκατασταθεί στον Παπαγιάννη Φλωρίνης, όπου και απέθανε το 1927.
Η Ελληνική πολιτεία, όμως, δεν τον ξέχασε. Ανεγνώρισε τους αγώνες του και την προσφορά του για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου και τον τίμησε δεόντως, με την φιλοτέχνηση και τοποθέτηση της προτομής του στην Φλώρινα και μάλιστα στην λεωφόρο Νίκης, νυν Κω/νου Καραμανλή, που οδηγεί προς την Κορυτσά. Την δαπάνη για την προτομή την χορήγησε ο μεγάλος Κορυτσαίος εθνικός ευεργέτης Μ. Μπάγκας.
Πηγή για την συγγραφή αυτού του κειμένου, είναι άρθρο του αείμνηστου συγγραφέα Γεωργίου Σημαντήρα, με τίτλο «Καπετάν Σούλιος», που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ. 103/1971 τεύχος του περιοδικού «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ». Ηλεκτρονική πηγή: www.e-istoria.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου