ΤΟ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
«Εκείνο πάντως το οποίο οφείλουν όλαι αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις
να γνωρίζουν, είναι ότι το θέμα (της Βορείου Ηπείρου) υφίσταται. Και εκείνον το
οποίον απαγορεύεται εις τον αιώνα, είναι δι’ οιονδήποτε λόγον η απάρνησις του
ιερού αιτήματος….. Καθ΄ όσον αφορά την Βόρειο Ήπειρο... η διεκδίκησις είναι
ιερά και απαράγραπτος» [Γεώργιος Παπανδρέου (Ο «Γέρος της Δημοκρατίας»). Από
ομιλία του στην Βουλή των Ελλήνων στις 12/6/1960].
ΜΕΡΟΣ 7ο
Ε. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ) 1
1. Συνοπτική ιστορική Επισκόπηση
α. Η περιοχή της Ηπείρου υπήρξε δέκτης της
Χριστιανικής πίστεως από τον 1ο αιώνα μ.Χ., με τις περιοδείες του Απόστολου
Παύλου.2 Όμως η επικράτηση Χριστιανισμού στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, παρατηρείται
περίπου τον 4ο αιώνα. Ηπειρώτες μάρτυρες της περιοχής υπήρξαν ο Άγιος Ελευθέριος
(επίσκοπος Αυλώνας), Άγιος Δονάτος (Επίσκοπος
Φοινίκης), και ο Διάκονος Ίσαυρος. Η παρουσία Ηπειρωτών Επισκόπων σε
Οικουμενικές Συνόδους (ήδη από το 381 μ.Χ.), επιβεβαιώνει την οργάνωση της
Εκκλησίας στην περιοχή.
Η Βόρειος Ήπειρος
αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ έζησε τις
επιδρομές διάφορων λαών: Βησιγότθων (3ος αιώνας), Αβάρων (6ος αιώνας), Σλάβων
(7ος αιώνας), Νορμανδών (11ος αιώνας), Σέρβων, Σκιπετάρων/Αλβανών(13ος-14ος αιώνας)
και διάφορων ιταλικών δυναστειών (14ος αιώνας). Παρόλα αυτά, ο πολιτισμός της
περιοχής ήταν στενά συνυφασμένος με τα υπόλοιπα κέντρα του ελληνικού χώρου, καθ’
όλη την διάρκεια του Μεσαίωνα, διατηρώντας τον ελληνικό του χαρακτήρα.
β. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους παρά τις
επιδρομές διαφόρων εχθρικών εθνών ή ληστρικών συμμοριών (Γότθοι, Βούλγαροι, Σκιπετάροι/Αλβανοί,
κλπ.), η Ήπειρος εκχριστιανισθείσα, διεφύλαξε την Ελληνική Εθνολογική της
υπόσταση. Εκ των εκκλησιαστικών
συγγραμμάτων και εκθέσεων, συνάγομεν μερικά στοιχεία περί πόλεων, όσες κατά τον
5ον μ.Χ. αιώνα, εσώζοντο και ενοικούντο, διεποιμενόμενες υπό αρχιερέων.
·Μητροπόλεις:
Ήπειρος – Αιτωλία – Ακαρνανία – Ναύπακτος – Νικόπολις – Κέρκυρα - Δυρράχιον.
·Επισκοπές:
Αχελώος – Δωδώνη – Δρυϊνούπολις – Βουθρωτός – Φωτική – Εύροια - Ογχισμός ή
Αγχίασμος.
·Εις
το Ιλλυρικόν
(Αυλώνα-Κρόϊα-Σκάμπη-Πρίσνα-Απολλωνία-Βυλλίς-Αμαντία).
·Εις
την εκκλησιαστικήν Ιστορίαν αναφέρεται ότι συνεκροτήθη τοπική σύνοδος το 414
στο Σύρμιον της Μακεδονίας (σημ. Μητροβίτσα) 3 και το 435 μ.Χ. στην Θεσσαλονίκη (ο Πραίτωρ της ανατολικής Ιλλυρίας
αρχικά είχε έδρα την Κόρινθον,
έπειτα μέχρι του Γρατιανού, ήδρευεν εις το Σύρμιον και επί Ουάλεντος η έδρα
μετεφέρθη στην Θεσσαλονίκη λόγω των βαρβαρικών επιδρομών).
γ. Κατά την επιδρομήν του Αττίλα(447-450), το «Ιλλυρικόν θέμα»4 υπέστη την μάστιγα των λεηλασιών και της καταστροφής
από το ανθρωπόμορφον εκείνον τέρας. Λίγο πριν τον Αττίλα, συνέβησαν οι
επιδρομές των Γότθων του Αλαρίχου ενώ, μετά τον θάνατο του Αττίλα, οι περιοχές
της Χερσονήσου του Αίμου παρέμειναν εκτεθειμένες στις επιδρομές των Γότθων του
Μεγάλου Θευδερίχου και των «Θρακών Γότθων» του Θευδερίχου Στράβωνα.
δ. Επί της βασιλείας
του Ζήνωνος (487), οι Οστρογότθοι, εισέβαλαν και αφάνισαν επαρχίες της Θράκης
και του Ιλλυρικού θέματος, από τις οποίες αφού εγέμισαν με λάφυρα και συνέλαβαν
αιχμαλώτους, επανήλθον πέραν του Δουνάβεως.
ε. Το 540 ο Ιουστινιανός αρχίζει την οχύρωση
των πόλεων, καταστήσας εις τα μεθόρια, σκοπιές και τηλεγραφικές επόψεις, όπως
δι’ αυτών αναγγέλεται εις τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, η εισβολή των
εχθρών και προλαμβάνουν οι κάτοικοι να εισάγουν τις περιουσίες και τις
οικογένειές τους στα πλησιέστερα φρούρια (Τα μέτρα αυτά είχαν και αρνητικές
επιπτώσεις).
στ. Στις αρχές του 6ου αιώνα, έχουμε την εμφάνιση
των Σλάβων (Σκλαβηνοί
και Άντες) στην βόρεια όχθη του Δούναβη. Μετά την πρώτη σλαβική
επιδρομή στην βαλκανικήν (517), από
τα μέσα του 6ου αιώνα και μετά, οι σλαβικές επιδρομές γίνονται νωλεμείς (ακατάπαυστες) ενώ, από το 590 και έπειτα, ωθούμενοι από το
φόβητρο της αβαρικής υποτέλειας, οι Σλάβοι αλλάζουν συμπεριφορά και αρχίζουν
ολοένα και περισσότερο να επιδιώκουν την μαζική τους μετεγκατάσταση στην Χερσόνησο
του Αίμου (Βαλκανική).
Το 548 οι Σκλαβήνοι5 διαβάντες τον
Ίστρον εισήλθον εις το Ιλλυρικόν (Illyricum).Το 551 οι Γότθοι του Τοτίλα, δια πλοίων
και από ξηράς, επέπεσαν επί του Ιλλυρικού, φθείροντες και καταστρέφοντες. Τότε
τα Επτάνησα (Κέρκυρα, Κεφαλληνία, κλπ.),οι παράλιες και μεσόγειες πόλεις της
Ηπείρου, ελεηλατήθησαν και κατεστράφησαν.
ζ. Στα μέσα του 6ου αιώνα εκτός από τους Σλάβους, εμφανίζονται
στο ιστορικό προσκήνιο και οι στεπαίοι Άβαροι, οι οποίοι θα εξελιχθούν
σε διαδόχους των Ούννων, δηλαδή στον πιο επικίνδυνο εχθρό της
Αυτοκρατορίας στο περιδουνάβιο θέατρο. Άβαροι, Σλάβοι, Κουτριγούροι / Βούλγαροι, Λομβαρδοί
/ Λογγοβάρδοι και Γήπαιδες, δρώντας
άλλοτε εν συνεργία και άλλοτε ανεξαρτήτως οι μεν από τους δε, θα καταφέρουν να
αποτινάξουν τελείως τον ρωμαϊκό πολιτικό έλεγχο από την Παννονία και την Άνω Μυσία. Ήδη κατά την εποχή του
Ιουστινιανού (537), οι Γήπαιδες είχαν κατακτήσει το Σίρμιον και το χρησιμοποιούσαν
ως πορθμείο και ορμητήριο για τις επιδρομές τους. Το 551 οι Γηπαίδες λειτουργούσαν ως έμμισθοι διαπορθμείς των Σκλαβηνών επιδρομέων.6
Οι άξονες εισβολής των βαρβαρικών φύλων στην
χερσόνησο του Αίμου, κατά τον 5ον, 6ον και 7ον αιώνα.
Χάρτης της Χερσονήσου του Αίμου, της Ελληνικής
Αυτοκρατορίας του 6ου μ.Χ. αιώνα, στον οποίον
απεικονίζεται η περιφέρεια της Ηπείρου και
η γεωγραφική περιοχή της Ιλλυρίας (όταν την
εποχή εκείνη, οι πρόγονοι των σημερινών Σκιπετάρων/Αλβανών, όχι μόνον δεν
καταγράφονται στην Χερσόνησο του Αίμου, όπως οι άλλοι λαοί που εμφανίζονται
στον χάρτη, αλλά είναι παντελώς άγνωστοι στην ιστορία!!!)
η. Το 877 επί Βασιλείου του Μακεδόνος, ο
στόλος των εξ Αφρικής Σαρακηνών απέπλευσε κατά της Ελλάδος. Η Ζάκυνθος, η
Κεφαλληνία, τα άλλα νησιά και οι παράλιες πόλεις της Ηπείρου, υπέστησαν δεινές
λεηλασίες και αιχμαλωσίες.
θ. Το 1034 ο τότε βασιλεύς των Βουλγάρων
Μιχαήλ του Παφλαγόνος (Δολιανός) επέδραμε στην Ήπειρον και εκυρίευσε το Δυρράχιον. Στην συνέχεια επέπεσε κατά της υπολοίπου
Ελλάδος. Η Νικόπολις και όλη σχεδόν η επαρχία εκυριεύθη και ερημώθηκε.
ι. Η πολιτική του
Αλεξίου Κομνηνού υπέρ της Ηπείρου, είναι γνωστή όχι μόνο από την ναυτική και
άλλη άμυνα που οργάνωσε, αλλά και από τα οικονομικά μέτρα που δείχνουν την
μέριμνά του για την περιοχή. Απήχηση βρίσκουμε στα κατοπινά ηπειρωτικά Χρονικά
(Χρονικό Αργυροκάστρου ή Δρυόπιδος)
και Δίπτυχα τα σχετικά με την αναδιοργάνωση των Εμποροπανηγύρεων από τον πρώτο
Κομνηνό.7
Πρέπει να περιμένουμε
την βασιλεία του Ανδρόνικου Παλαιολόγου στον 14ον αιώνα για να διαπιστώσουμε
και πάλι το αυτοκρατορικό ενδιαφέρον σχετικά με την οικονομική ζωή στην Ήπειρο.
Το χρυσόβουλο του 1321 υπέρ της μητροπόλεως Ιωαννίνων, καθώς και οι πληροφορίες
του Χρονικού για το κομμερίκιο του
Ζαμβρινού,8 το αποδεικνύουν με εύγλωτο τρόπο.
ια. Η Βενετία,
εγκλωβισμένη στο βάθος του Αδριατικού κόλπου, έπασχε αδιάλειπτα από ιστορική
κλειστοφοβία. Κι αυτό γιατί η επικοινωνία της με την Μεσόγειο, εξαρτιόταν από
την δύναμη που εξέλεγχε τα στενά του Οτράντο. Έτσι, όταν το Βυζάντιο κρατούσε
τα κλειδιά των Στενών ελέγχοντας με το Δυρράχιο και την Βάρη τις δύο ακτές του
περάσματος, η Βενετία ήταν υποχρεωμένη από την μια να στραφεί προς το εσωτερικό
(τις χώρες που σχημάτιζαν την γερμανική αυτοκρατορία), παίζοντας τον ρόλο état tampon-κράτος πώμα- μεταξύ Ευρώπης
και Βυζαντίου) και από την άλλη ήταν υποχρεωμένη με την δύναμη που της επέτρεπε
το άνοιγμα των θαλάσσιων δρόμων, δηλαδή με το Βυζάντιο.
ιβ. Η Βενετία
προσεγγίζει το Βυζάντιο όταν τα Στενά περνούν στον έλεγχο των Νορμανδών στα 1081,
και αντίθετα εγκαταλείπει την βυζαντινή συμμαχία όταν η αυτοκρατορία διεκδικεί
την εξουσία και στις δύο ακτές της Αδριατικής. Ο πρώτος βυζαντινοβενετικός αντινορμανδικός άξονας αποβλέπει να
κρατήσει την Ήπειρο έξω από τη νορμανδική προσβολή του 1081/2: Εκόστισε στο
Βυζάντιο την απαρχή της υποταγής του σε ξένη δύναμη εξ αιτίας των οικονομικών,
των φορολογικών και των ναυτικών παραχωρήσεων προς την (ΣΣ: Ιουδαιοκρατούμενη
τότε) Βενετία, που προβλέπει το χρυσόβουλο του 1081/2 του Αλεξίου Κομνηνού.
Οπωσδήποτε αυτό δεν εμπόδισε, ένα αιώνα αργότερα, όταν ο Μανουήλ Κομνηνός
εδραίωσε την εξουσία του στα Στενά του Οτράντο, την Βενετία να συνάψει την
νορμανδική συμμαχία και να επιδοθεί σε πειρατικές κατά του Βυζαντίου
επιχειρήσεις, αρχίζοντας όπως πάντα από την Ήπειρο και τα γειτονικά νησιά,
ιδιαίτερα την Κέρκυρα.
ιγ. Παρά την συνεχή και ακατάσχετη αιμορραγία του
Ελληνισμού και την επί αιώνες διαρπαγή του πλούτου της Ελληνικής Ηπείρου (σε συνδυασμό με τις
αμέτρητες βίαιες επιμειξίες), και ενώ φυσιολογικά θα έπρεπε να ανεμένετο η
εξαφάνιση Του Ελληνισμού από προσώπου της Αυτοκρατορίας, συνετελέσθη ένα θεϊκόν
θαύμα, απίστευτο και ακατάληπτο από τον ανθρώπινο νου.
ιδ. Στην χαραυγή του 13ου
αιώνος, η Ελληνική εθνολογική σύνθεση της χώρας και ο Ελληνικός πολιτισμός,
εξακολουθούσαν να είναι τόσο έκδηλα και ακμαία, ώστε όταν το 1204 οι κατ’
επίφαση «Σταυροφόροι» (Φραγκοπαπική αντιχριστιανική/μισελληνικά Στρατιά),
κατέλυσαν την Ελληνική Αυτοκρατορία, οι Έλληνες της Ηπείρου εδημιούργησαν το 1204 το ονομαστό
Δεσποτάτο της Ηπείρου το οποίον προς Β. έφθανε μέχρι και του Δυρραχίου. Η περιοχή της Β.Η.
απετέλεσε τμήμα του Δεσποτάτου, το οποίον, κατά διαστήματα, επανήρχετο
στην δικαιοδοσία του Βυζαντίου.
ιε. Το 1281,
αποκρούεται στο Βεράτιο,
ισχυρό Νορμανδικό εκστρατευτικό σώμα, που είχε σκοπό να καταλάβει την
Κωνσταντινούπολη. Η επιτυχία οφείλεται σε συνδυασμένες ενέργειες των εντόπιων
με τον Βυζαντινό στρατό. Το 1345 η περιοχή, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος,
Θεσσαλία, Ανατολική Μακεδονία, παραδίδεται στους Σέρβους βάσει συμφωνίας με τον
Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του παρείχαν στον
βυζαντινό εμφύλιο. Οι Σέρβοι ηγεμόνες διατηρούν την βυζαντινή παράδοση, φέρουν
βυζαντινούς τίτλους επικαλούμενοι την συγγένειά τους με βυζαντινές δυναστείες,
προσπαθώντας να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους.
Την ίδια στιγμή οι
Βενετοί ελέγχουν την περιοχή του Βουθρωτού και διάφορες παράκτιες περιοχές. Η
οθωμανική παρουσία ήταν έντονη από τα τέλη του 14ου αιώνα, ώσπου επήλθε η
οριστική κατάκτηση στα μέσα του 15ου αιώνος.
ιστ. Έτσι η Ήπειρος καίτοι είχαν υποδουλωθεί στους
Λατίνους, τα άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας, εξακολούθησε επί δύο και πλέον αιώνες
σαν ανεξάρτητο Δεσποτάτο να ζει σύμφωνα με την Ελληνική ζωή και παραδόσεις. Οι Φράγκοι το
είχαν αναγνωρίσει σαν Δεσποτάτο της Ελλάδος (1204-1261).
2. Η
Ήπειρος ως βορειοδυτικός προμαχώνας της ελληνικής Αυτοκρατορίας 9
α. O πρωταρχικός ρόλος της Ηπείρου ως
προγεφύρωμα της μεταξύ Ιταλίας και Χερσονήσου του Αίμου επικοινωνίας, γίνεται
πασιφανής για την βυζαντινή πολιτική και διπλωματία, κυρίως μετά την συρρίκνωση
της Βυζαντινής εξουσίας στα δυτικά σύνορα, μετά δηλαδή την πτώση της βυζαντινής
Ιταλίας (1071). Η απόσπαση του Ιλλυρικού, θεωρήθηκε ως απαρχή του σημαίνοντος
συνοριακού ρόλου που θα διαδραμάτιζε τώρα η Ήπειρος.
Η διάλυση της
Βυζαντινής αυτής διοικήσεως σημαίνει βέβαια το τέλος της βυζαντινής παρουσίας
στα εδάφη της Κεντρικής και Βόρειας Ιταλίας (δηλαδή στα δυτικά της Αδριατικής
θάλασσας), αλλά κυρίως δηλώνει την ανακατάταξη των ιταλικών πραγμάτων.
β. Η Βενετία στο νέο
αυτό στρατιωτικοπολιτικό περίγυρο, θα παίξει τον ρόλο ενδιάμεσου μεταξύ του
φραγκικού βασιλείου (της μετέπειτα αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου) και της
βυζαντινής αυτοκρατορίας, πράγμα που θα αποβεί αποφασιστικός παράγοντας της
οικονομικής αλλά και της διπλωματικής και στρατιωτικής ακμής της «Γαληνοτάτης»
και βέβαια, από τότε, το Βυζάντιο θα κατανοήσει οριστικά τον νευραλγικό ρόλο
για την αποτελεσματική άμυνά του, της ενιαίας Ηπείρου (από την Νικόπολη ως το Δυρράχιο,
ηπειρωτικής και θαλάσσιας), και βέβαια των Ιονίων νήσων.
γ. Τον 8ον αιώνα, η
αναταραχή που προκάλεσαν στον ηπειρωτικό χώρο οι σλαβικές διεισδύσεις
υποχρεώνει την Βυζαντινή Αυτοκρατορία να αναθεωρήσει την πολιτική της, που τώρα
στηρίζεται κυρίως στα ναυτικά ερείσματα. Το Βυζάντιο από τα μέσα του 8ου αιώνα,
στρέφεται στον δυτικοελλαδικό και ηπειρωτικό ναυτικό κυρίως χώρο, για την
συσπείρωση όχι μόνο των πληθυσμών που δεινοπάθησαν από τις σλαβικές επιδρομές
(συγκεντρώνονται στα κάστρα, δηλαδή μέσα σε νέα αστικά κέντρα - η Άρτα, τα
Ιωάννινα γνωρίζουν νέα περίοδο αναπτύξεως) αλλά και των δυνάμεων, στρατιωτικών
και ναυτικών, κυρίως για την οργάνωση της άμυνάς του.
Η Κεφαλλονιά
αναδεικνύεται σε κέντρο της νησιωτικής αλυσίδας που θα εκπροσωπεύσει την προς
την Ιταλία βυζαντινή πολιτική (ο Praefectus Paulus αναφέρεται ήδη στα 809 και η
περιοχή αναδεικνύεται σε στρατηγίδα επί Λέοντος Σοφού, όπως μας λέει ο
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο De Administratio Imperii). Το θέμα Νικοπόλεως στα νότια μέρη της Ηπείρου10 και
κυρίως το θέμα Δυρραχίου στα βόρεια,
θα γίνουν από τον 9ο αιώνα, ιδιαίτερο μέλημα της Αυτοκρατορικής στρατιωτικής
οργανώσεως.
δ. Η επισκόπηση αυτή
μας δείχνει ότι η Ήπειρος, ακραία πια περιοχή από τα 751, όχι μόνο στα
βορειοανατολικά, αλλά και στα δυτικά όριά της, είναι οργανωμένη για να
απαντήσει στην απειλή από ξηράς. Αυτή είναι η σημασία της παρουσίας θεματικών
στρατηγών, και από θαλάσσης, όπως το δείχνει η μνεία αρχόντων (Prefectus
Κεφαλληνίας και νήσων, και βέβαια Δυρραχίου).
Η παρουσία των διακεκριμένων μονάδων του βυζαντινού στόλου στα Ιόνια νησιά και
στην Αδριατική Θάλασσα (να πω ίσως ότι νωρίς αναφέρονται και οι άρχοντες
Δαλματίας), δεν έχει μόνο αμυντική αποστολή, την διαφύλαξη δηλαδή των στενών
του Οτράντο (μεταξύ Βάρης - Βριντισίου
και Δυρραχίου), ή αργότερα την απώθηση βενετικής απειλής, αλλά δηλώνει την
άμεση προς την Ιταλία διεκπεραίωση των ναυτικών και στρατιωτικών δυνάμεων: αυτή
ήταν η βασική, θα έλεγα, αποστολή της περιοχής, καθ’ όλη σχεδόν την περίοδο που
καλύπτει η Μακεδονική δυναστεία.
ε. Ο Βασίλειος Α΄
απώθησε την αραβική απειλή από την Αδριατική, και αυτός άρχισε το έργο της ανακτήσεως
της Ιταλίας που αδιάλειπτα συνεχίστηκε ως τον Κωνσταντίνο Μονομάχο (μέσα 11ου
αιώνα). Εκείνο που πρέπει εδώ να σημειωθεί ωστόσο, είναι ο ρόλος προγεφυρώματος
προς Ιταλία που ποτέ δεν έπαψε να παίζει η Ήπειρος, καθώς επίσης το ότι, παρά
τις αντιξοότητες των καιρών, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ποτέ δεν παραιτήθηκε από
τα δικαιώματά της στην Ιταλία: Όταν οι βυζαντινοί στρατοί υπό τον Μανιάκη και
άλλους λιγότερο γνωστούς στρατηγούς αργότερα (11ο αιώνα), εγκατέλειπαν την
νορμανδική πια Ιταλία (στα 1071 πέφτει η Βάρις), στην Ήπειρο αποβιβάζονταν, και
εκεί εύρισκαν ανακούφιση και πρώτη ανάπαυση σε βυζαντινό έδαφος.
στ. Επίσης, όταν οι
στρατοί των Κομνηνών αντιμετώπιζαν τους αλαζονικούς Νορμανδούς και αργότερα
τους Βενετούς (στον 12ο κυρίως αιώνα), από την Ήπειρο και την γειτονική Κέρκυρα
(που αυτή την εποχή αντικατέστησε την Κεφαλλονιά στο ρόλο στρατηγικού κόμβου
στην περιοχή). Τα βυζαντινά στρατεύματα με τον φιλόδοξο Μανουήλ Κομνηνό, που
ονειρεύτηκε να ενώσει τις δύο Ρώμες (την Κωνσταντινούπολη και την αρχαία Ρώμη)
υπό την εξουσία του, έφτασαν ξεκινώντας από την Ήπειρο, για τελευταία φορά στην
Αγκώνα, στα 1155. Αυτή είναι η τελευταία βυζαντινή ιταλική δόξα.
ζ. Η Παλαιολόγεια
πολιτική, κυρίως του Μιχαήλ Η' αλλά και του Ανδρόνικου Β' θα εκδηλώσει
ουσιαστική μέριμνα για την Ήπειρο, κυρίως στα πλαίσια του Αντιανδεγαβικού αγώνα.
Άλλωστε η μετακίνηση των αλβανικών/σκιπετάρικων
φύλων από τον ακρότατο βορρά, που
τοποθετείται σε αυτή την εποχή, θα προσδώσει ιδιάζουσα μορφή στην οργάνωση του
ηπειρωτικού χώρου (αυτό δείχνει η μνεία των σεβαστών), με την προσπάθεια των
Βυζαντινών να πλαισιώσουν και να χρησιμοποιήσουν για τις στρατιωτικές τους
ανάγκες, τα αφύλαρχα
αυτά γένη, όπως γράφει ο Κατακουζηνός.
η. Ο Λέων ΣΤ΄ είναι ο
αυτοκράτορας που ιδιαίτερα μερίμνησε για την οργάνωση των μεθοριακών περιοχών
της αυτοκρατορίας (κυρίως στα μακρινά ασιατικά σύνορα). Ο Χοιροσφάκτης μας λέει ότι, επενέβη λίγο
αργότερα, στα 904, όταν η Θεσσαλονίκη
έπεσε στα χέρια των Αράβων (την άλωση αυτή περιγράφει στο έργο του ο
Καμενιάτης), για να αποσπάσει από τον Βούλγαρο "ως λοβόν εκστόματος
λέοντος", τριάντα
φρούρια του Δυρραχίου. Φαίνεται ότι ο Συμεών, αυτός ο
ελληνομαθημένος Βούλγαρος ηγεμόνας [έζησε χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, ο
Λιουτπράνδος τον αποκαλεί μάλιστα "semi-graecum"
(μισοέλληνα)], είχε καταφέρει να προσαρτήσει περιοχή της Βορείου Ηπείρου κατά τις επιθέσεις του εναντίον των Βυζαντινών,
αυτήν ακριβώς που απέσπασε όπως λέει στις επιστολές του ο Χοιροσφάκτης.
Το περιστατικό
αναφέρεται για να επισημανθεί ο πρωτεύων ρόλος που διαδραμάτισε η Ήπειρος -η
Παλιά και η Νέα, αυτή δηλαδή που περιλαμβάνει στα Βυζαντινά χρόνια όλο το νότιο
τμήμα του θέματος Δυρραχίου και όλο το βόρειο του θέματος Νικοπόλεως -στην
άμυνα της αυτοκρατορίας. Ο ρόλος αυτός εκφράζεται τόσο στα σύνορα τα
ηπειρωτικά, κυρίως εναντίον των σλαβικών και ιδιαίτερα βουλγαρικών
διεκδικήσεων, όσο και στις θάλασσες, την Αδριατική και το Ιόνιο.
θ. Η ύπαρξη στρατηγού
στην Ιεριχώ (το
αρχαίο Ωρικό) και στη Δρουγουβιτία στα χρόνια του Τσιμισκή, είναι αποτέλεσμα
της αναβαθμίσεως της περιοχής στα στρατιωτικά πράγματα της εποχής (10ος
αιώνας). Υπενθυμίζεται ο πρωτεύων ρόλος που έπαιξε η περιοχή της Ηπείρου, ένα
σχεδόν αιώνα μετά από τον κατά του Συμεών αγώνα, στην διαμάχη μεταξύ Σαμουήλ
και Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου.
Ο Σαμουήλ γίνεται κύριος της Διόκλειας και
του Δυρραχίου στα 998 - αφήνει εκεί τον γαμβρό του, Ασώπτιο, που δεν
είναι άλλος από τον γιο του Δούκα της Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Ταρωνίτη. Η πόλη
θα παραδοθεί στο 1005 στους βυζαντινούς από τον βυζαντινογενή αυτό ηγεμόνα της,
και στην περιοχή της θα πέσει στο 1018, μαχόμενος κατά των Βυζαντινών, ο
Βούλγαρος Βλαδισλάβος, πράγμα που όπως γράφει ο Ψελλός σήμανε ότι «από τότε τω Βασιλείω
τα των βαρβάρων υπέκυψε». Εδώ δηλαδή, στην περιοχή του
Δυρραχίου, γράφτηκε η τελευταία σελίδα του βουλγαρικού κράτους που στο εξής θα
αποτελέσει τμήμα αναπόσπαστο της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
ι. Ο κατά των Βουλγάρων αγώνας απεικονίζει τον
ρόλο της Ηπείρου εναντίον του από ξηράς, του ηπειρωτικού κινδύνου. Ο αγώνας
κατά των Αράβων και κατά των από την Ιταλία εισβολέων, απεικονίζει την από
θαλάσσης άμυνα που ασκεί αδιάλειπτα η ναυτική Ήπειρος. Οι θαλάσσιες και οι
νησιωτικές άκρες (εννοώ εδώ κυρίως την Κέρκυρα) θα διακριθούν στον αγώνα
εναντίον των από την Αφρική Σαρακηνών και δύο αιώνες αργότερα κατά των εξ
Ιταλίας εχθρών: Νορμανδών, Βενετών, Φράγκων και άλλων Σταυροφόρων.
Να τονίσουμε ωστόσο ότι,
η στρατηγική θέση της Ηπείρου και όχι μόνο της παράκτιας (κι αυτό καθ’ όλη την
διάρκεια του βυζαντινού βίου της) αλλά και της ηπειρωτικής, αναβαθμίζεται κι’ αυτό
χάρη στον έλεγχο των θαλασσίων οδών (το Δυρράχιο είναι εξέχουσα ναυτική βάση)
και λόγω της εμπορικής εκμετάλλευσης της Αδριατικής.
Η Ήπειρος είναι δηλαδή η θύρα του Βυζαντίου
με την Δύση ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την ιταλική πολιτική της αυτοκρατορίας. 11
ια. Το λιμάνι του Δυρραχίου είναι η θύρα της Κωνσταντινουπόλεως προς την
Ρώμη και σταθμός υποχρεωτικός στις επικοινωνίες, όχι μόνο μεταξύ των Αδριατικών
ακτών ή μεταξύ των δύο Χριστιανικών πρωτευουσών της εποχής, αλλά και του δρόμου
που διέσχιζε την Θεσσαλονίκη (Εγνατία Οδός).12
Ανακατατάξεις
πληθυσμών θα γνωρίσει η Ήπειρος, χωρίς όμως ποτέ να πάψει ν' αναφέρεται στην
Κωνσταντινούπολη και να υπηρετεί κατά το δυνατόν τα συμφέροντά της.
ιβ. Η πολιτική αυτή φάση εγκαινιάζεται, με την
νορμανδική επίθεση του 1081 εναντίον της Ηπείρου: Όταν ο Αλέξιος Α' έστειλε τον
στόλο του εναντίον των Νορμανδών, τότε που λεηλατούσαν και εδήωναν την περιοχή
στα 1081/2, σχεδιαγράφησε μας λέει η Άννα Κομνηνή με το χέρι του, τις ναυτικές
ακτές της Ηπείρου για χρήση του αρχιναύαρχου Δούκα.
Ο αυτοκρατορικός αυτός πορτουλάνος δείχνει όχι μόνο τις ναυτικές γνώσεις του Αλεξίου, αλλά θα έλεγα την σημασία της περιοχής στα ναυτικά γενικά πράγματα. Είναι γνωστή η μέριμνα του Αλεξίου να απελευθερώσει την Ήπειρο και τα άλλα εδάφη από την νορμανδική κάκωση τόσο την ναυτική (αυτό τον έφερε προς την βενετική συμμαχία στα 1081, θα το αναφέρω διεξοδικώτερα) αλλά και την ηπειρωτική. Αυτό τον οδήγησε να οργανώσει στα 1108 εναντίον του Βοημούνδου τα ηπειρωτικά ερίσματα που αναλυτικά περιγράφει η Αλεξιάδα: Σχηματίζουν σθεναρή αμυντική αλυσίδα, που με τη σειρά της θα γίνει, στα χρόνια ειρήνευσης, ο σκελετός του οδικού και εμπορικού αστικού δικτύου της περιοχής. Ομιλούμε για Αυλώνα, Ιεριχώ, Κάνινα αλλά και για την Πέτρουλα και βέβαια «τας περί το Αρβανον κλεισούρας».
Ο αυτοκρατορικός αυτός πορτουλάνος δείχνει όχι μόνο τις ναυτικές γνώσεις του Αλεξίου, αλλά θα έλεγα την σημασία της περιοχής στα ναυτικά γενικά πράγματα. Είναι γνωστή η μέριμνα του Αλεξίου να απελευθερώσει την Ήπειρο και τα άλλα εδάφη από την νορμανδική κάκωση τόσο την ναυτική (αυτό τον έφερε προς την βενετική συμμαχία στα 1081, θα το αναφέρω διεξοδικώτερα) αλλά και την ηπειρωτική. Αυτό τον οδήγησε να οργανώσει στα 1108 εναντίον του Βοημούνδου τα ηπειρωτικά ερίσματα που αναλυτικά περιγράφει η Αλεξιάδα: Σχηματίζουν σθεναρή αμυντική αλυσίδα, που με τη σειρά της θα γίνει, στα χρόνια ειρήνευσης, ο σκελετός του οδικού και εμπορικού αστικού δικτύου της περιοχής. Ομιλούμε για Αυλώνα, Ιεριχώ, Κάνινα αλλά και για την Πέτρουλα και βέβαια «τας περί το Αρβανον κλεισούρας».
Αυτή είναι η αρχαιότερη
καταγραφή για τους ορεοφύλακες των κλεισουρών (στενωπών) των Αρβάνων ορέων, που αναφέρονται
στα χειρόγραφα των Βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων (11ος-12ος αιώνας),
άλλοτε ως Αρβανίτες/Αλβανίτες και άλλοτε με το λόγιον αυτών όνομα, Αλβανοί!
Εκείνοι οι «Αλβανοί» που αναφέρονται στα κείμενα της Άννας Κομνηνής, ως
ομόδοξοι των λοιπών Βυζαντινών (Ορθόδοξοι), ΟΥΔΕΜΙΑΝ σχέση έχουν με τους
εμφανισθέντες δύο αιώνες αργότερον, σε περιοχές της σημερινής βόρειας και ΒΔ
Αλβανίας, βαρβάρους, παγανιστές Σκιπετάρους/Αλβανούς, εκχριστιανισθέντες
από τους ορθοδόξους μας Σέρβους, στα τέλη του 13ου αιώνος!!!
3. Τα Θέματα της Νικοπόλεως και του Δυρραχίου 13
α. Το θέμα Νικοπόλεως, ήταν διοικητική
διαίρεση του Βυζαντίου, στην Δυτική Ελλάδα, που περιελάμβανε την
Αιτωλοακαρνανία και την Νότια Ήπειρο. Ιδρύθηκε στο δεύτερο ήμισυ του 9ου αιώνα,
πιθανότατα μετά το 886 (αναφέρεται πρώτη φορά στο Κλητορολόγιον) και
διατηρήθηκε μέχρι την κατάλυση της διοικήσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από
τους Φραγκοπαπικούς Λατίνους, μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, το 1204. Τότε το
θέμα της Νικοπόλεως, οι Σταυροφόροι το είχαν υποσχεθεί στην Βενετία που δεν
κατάφερε να το καταλάβει και μερικά χρόνια αργότερα στην θέση του,
δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Θέματα Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 11ον αιώνα.
β. Το θέμα του Δυρραχίου , με πρωτεύουσα το
Ελληνικόν Δυρράχιον περιλάμβανε την Νέαν Ήπειρο και εξετείνετο προς Βορράν
μέχρι την Λίσσα.
Από τον κατάλογο των
ηγεμόνων και στρατηγών που διοίκησαν το θέμα Δυρραχίου επιβεβαιώνεται και η
Ελληνικότης της περιοχής χωρίς να καταγράφεται μέχρι τότε, ιστορικό ίχνος
Αλβανικής/Σκιπετάρικης παρουσίας!!!
List
of known
governors (κατάλογος
γνωστών κυβερνητών)
· Leo
Rhabdouchos, 917
· Niketas Pegonites, until 1018
· Eustathios Daphnomeles, 1018–1029
· Basil Synadenos, ca. 1040
· Michael, ca. 1042
·
Michael Maurex, late
1060s/early 1070s
·
Nikephoros
Bryennios the Elder, ca. 1075
· Nikephoros Basilakes, ca. 1078
· George Palaiologos, 1081
· John Doukas, 1085–1092
· John Komnenos, 1092–1105
· Alexios Komnenos, 1105 – after 1108
·
Alexios Kontostephanos, second quarter of 12th century
· Alexios Doukas, mid-12th century
· Constantine Doukas, ca. 1175
Στο Δυρράχιον υπήρχε
ναυαρχιακός πολεμικός σταθμός.
4. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου
α. Μετά την άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους, το 1204,
δημιουργήθηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό το δεσποτάτο της Ηπείρου, για να
αποτελέσει φύλακα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εφαλτήριο για την εκδίωξη
των Λατίνων. Το Δεσποτάτο περιελάμβανε και την Βόρειο Ήπειρο ως
το Δυρράχιο. Ο ιδρυτής του κράτους Μιχαήλ, άνθρωπος με οργανωτικές
και διοικητικές αρετές, φρόντισε να στεριώσει την αρχή του και να επεκτείνει
την κυριαρχία του. Γι' αυτούς τους σκοπούς, έφτιαξε στρατό αφοσιωμένο με τον
οποίον εμπόδισε τους Ενετούς να εγκατασταθούν στα παράλια και κατέλαβε την
Κέρκυρα, δεν πρόλαβε όμως να επεκταθεί προς τον νότον, γιατί δολοφονήθηκε το
1215 από κάποιον υπηρέτη του. Τον διαδέχτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος,
ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου, Μιχαήλ επίσης.
β. Η υπέρμετρη
φιλοδοξία και αρχομανία έσπρωξε τον Θεόδωρο σε επεκτατικές επιχειρήσεις και
έφτασε μέχρι τον Εύξεινο, νικώντας Φράγκους, Αλβανούς, Σέρβους, Βούλγαρους και
Λομβαρδούς. Επιστέγασμα αυτού του πολεμικού του θριάμβου, υπήρξε η διάλυση του
λατινικού Βασιλείου της Θεσσαλονίκης και η ίδρυση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας
της Θεσσαλονίκης το 1227, ενώ στα δυτικά η Άρτα εξακολουθούσε να παραμένει
πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, με κυβερνήτη τον υπερσέβαστο δούκα
Ευθύμιο. Πάνω όμως που φάνηκε ότι ο Θεόδωρος θα απελευθέρωνε και την Πόλη, νικήθηκε
το 1230 απ' τους Βούλγαρους, οι οποίοι τον έπιασαν αιχμάλωτο και αργότερα τον
τύφλωσαν. Ο αδερφός του Θεόδωρου Μανουήλ, κατόρθωσε με διπλωματικό τρόπο να
σταματήσει στην Θεσσαλία την κάθοδο των Βουλγάρων και να αναγνωριστεί ως νέος
αυτοκράτορας της Θεσσαλονίκης.
γ. Στο μεταξύ
ενηλικιώθηκε ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου Μιχαήλ Β΄ - του οποίου τα δικαιώματα
καταπάτησε ο Θεόδωρος - και κατέφυγε ως αυτοεξόριστος στους Φράγκους ηγεμόνες
που κατείχαν τότε το Βυζάντιο, για να εξασφαλίσει την υποστήριξη τους στην
διεκδίκηση της εξουσίας. Το 1230 περνώντας απ 'τα Σέρβια Κοζάνης γνώρισε και
νυμφεύθηκε την κόρη του σεβαστοκράτορα - διοικητή Μακεδονίας και Θεσσαλίας -
Ιω. Πετραλείφα, την Θεοδώρα τη μετέπειτα Αγία, και επέστρεψε στην Άρτα, όπου με
την ομόθυμη συμπαράσταση λαού και φεουδαρχών ανακηρύχθηκε δεσπότης του
Δεσποτάτου το 1231. Με τον Μιχαήλ Β' μια νέα περίοδος αρχίζει για το Δεσποτάτο,
περίοδος ταραχώδης αλλά και δημιουργική, αν κρίνουμε από τα αξιόλογα μνημεία
που έγιναν τότε και τα οποία ακόμη και σήμερα προκαλούν το θαυμασμό. Στρατηγικό λάθος του Μιχαήλ Β' θεωρείται η
ρήξη του με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας, γεγονός που του στοίχισε σημαντικά
εδάφη της επικράτειας του. Στα δυτικά επίσης έχασε την Κέρκυρα και την
Αυλώνα απ' το βασιλιά των δύο Σικελιών Κάρολο τον Ανδεγαυικό και το Δεσποτάτο
συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο.
δ. Λίγο πριν το θάνατό
του, μοίρασε την επικράτειά του στους δύο του γιους: Στο Νικηφόρο έδωσε την
Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, ενώ στο νόθο γιο του τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη,
έδωσε την Θεσσαλία και Α. Στερεά Ελλάδα, με πρωτεύουσα τις Νέες Πάτρες (Υπάτη).
Έτσι το 1271 που πέθανε ο Μιχαήλ Β' άφησε "κληρονομιά" στο γιο του
Νικηφόρο Α' ανοιχτές πληγές από ανατολή και δύση, τις οποίες ούτε ο Νικηφόρος
μπόρεσε να κλείσει, παρά τις έντονες προσπάθειες - διπλωματικές κυρίως - που
κατέβαλλε ως το θάνατο του, το 1296. Τον διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Θωμάς
που τον επιτρόπευε η μητέρα του Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή. Η αποκατάσταση
καλών σχέσεων της Άννας με την Κωνσταντινούπολη την έφερε σε ρήξη με τους
Ανδεγαυούς της Δύσεως, τους οποίους και νίκησε. Λίγο αργότερα (το 1318), ο
Θωμάς δολοφονήθηκε απ' τον ανεψιό του Ιταλό κόμη της Κεφαλλονιάς Νικόλαο Orsini, ο οποίος πήρε και τον θρόνο.
ε. Έτσι άδοξα έκλεισε η
πρώτη περίοδος του Δεσποτάτου της Ηπείρου, η περίοδος της Ελληνικής δυναστείας
των Κομνηνοδουκάδων, που διήρκεσε συνολικά 114 χρόνια. Ακολουθεί περίοδος
συνεχούς εναλλαγής ξένων ηγεμόνων (με μικρές ελληνικές αναλαμπές) που ωστόσο
πρέπει να τους αναγνωρίσουμε ότι σεβάστηκαν τα δικαιώματα και τις παραδόσεις
των υπηκόων τους. Παρ' όλα αυτά, το κράτος έχασε την παλιά του αίγλη και από
τότε αρχίζει η παρακμή του, πράγμα που προδικάζει και την τελική του διάλυση. Ο
Νικόλαος Orsini δολοφονήθηκε το 1323 απ' τον αδερφό του Ιωάννη Β' που κυβέρνησε
ως "δούλος του αυτοκράτορα", αναγνωρίζοντας έτσι την επικυριαρχία της
Κωνσταντινουπόλεως.
Για να φαντάζει μάλιστα ως γνήσιος διάδοχος των
κομνηνοδουκάδων, ασπάσθηκε την ορθοδοξία, σφετερίσθηκε τα ονόματα Άγγελος,
Κομνηνός και Δούκας και νυμφεύτηκε κάποια άλλη Άννα Παλαιολογίνα, κόρη
βυζαντινού αξιωματούχου. Η Άννα τον δολοφόνησε το 1337 κι ανέβασε στο θρόνο τον
ανήλικο γιο της Νικηφόρο Β' Ορσίνι ή Άγγελο Κομνηνό, στην ουσία όμως διοικούσε
η ίδια ως αντιβασίλισσα. Αυτά τα γεγονότα και κάποιες άστοχες διπλωματικές
ενέργειες της Άννας, αποδυνάμωσαν την διοίκηση, οπότε βρήκε την ευκαιρία ο
αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος, να προσαρτήσει το
Δεσποτάτο στην αυτοκρατορία, διορίζοντας κυβερνήτη στην Άρτα τον πρωτοστράτορα
(στρατηγό) Θεόδωρο Συναδηνό, το 1338, κι αργότερα, το 1340, τον Ιωάννη Άγγελο
τον Πιγκέρνη.
στ. Στην ταραχώδη
περίοδο που ακολουθεί, βρίσκουμε το Δεσποτάτο να αγωνίζεται ακροβατώντας να
κρατηθεί μακριά απ' την πνιγηρή επικυριαρχία του κλονισμένου ήδη Βυζαντίου και
απ' τις αρπακτικές βλέψεις ποικιλώνυμων αλλοεθνών επιδρομέων. Η Ήπειρος γίνεται
θέατρο πολεμικών συγκρούσεων - εμφυλίων πολλές φορές με το ομόδοξο Βυζάντιο -
αρχίζει δε να αποδυναμώνεται ο ρόλος της Άρτας ως διοικητικού κέντρου, γιατί
επισκιάζεται απ' τα Γιάννενα που όλο και πιο πολύ προβάλλουν τώρα στο προσκήνιο
της ιστορίας. Οι δυο "φυσικοί" κληρονόμοι του θρόνου του Δεσποτάτου,
η Άννα Παλαιολογίνα - η Δέσποινα της Ηπείρου- για 2 χρόνια (1341 και 1342), και
ο γιος της Νικηφόρος Β' Orsini ή Άγγελος Κομνηνός, για 18 περίπου χρόνια
εναλλάσσονται - σχεδόν πάντα όχι ομαλά - στην εξουσία με βυζαντινούς και ξένους
ηγεμόνες.
ζ. Το 1342 το Δεσποτάτο
καταλαμβάνεται απ' τον βυζαντινό διοικητή της Θεσσαλίας Ιωάννη Άγγελο τον
Πιγκέρνη (πρώην διοικητή της Άρτας) και αποτελεί με τη Θεσσαλία μια επικράτεια,
μέχρι το 1347.Και ενώ η κατάσταση του κράτους είναι τόσο ρευστή, νέος εχθρός
αναφαίνεται απ' το βορρά, που έμελλε να κατευθύνει τις τύχες του Δεσποτάτου για
περισσότερο από μισό αιώνα: Είναι ο
τσάρος των Σέρβων Στέφανος Δουσάν που έκανε επιδρομές στο νότο και κατέλαβε το
1349 όλη τη Β.Δ. Ελλάδα και τη Θεσσαλία, πήρε την προσωνυμία "Δεσπότης της
Άρτας και Κόμης της Θεσσαλίας" τοποθέτησε δε τον ετεροθαλή αδερφό του
Συμεών Ουρώς ή Ούρεση -που αυτοαποκαλούνταν και Παλαιολόγος - ως διοικητή της
Ηπείρου με έδρα την Άρτα, δίνοντας του και τον τίτλο του Δεσπότη.
η. Μετά το θάνατο του
Δουσάν, βρήκε την ευκαιρία ο Νικηφόρος Β' που υπηρετούσε ως διοικητής στην
Θράκη, κινήθηκε γρήγορα και ανακατέλαβε την πατρική κληρονομιά στην Ήπειρο το
1356, αλλά μετά από λίγο (το 1359) σκοτώθηκε σε πόλεμο κατά των Σκιπετάρων/Αλβανών.
Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν το ουσιαστικό τέλος του Δεσποτάτου, αφού
στο εξής ξενοκρατείται πλήρως. Οι Σέρβοι έκαναν έδρα τους τα Τρίκαλα και
χώρισαν το Δεσποτάτο σε 2 τμήματα: Στο Δεσποτάτο Ιωαννίνων και στο Δεσποτάτο
της Άρτας.
θ. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν ένα από τα κράτη που προέκυψαν από την
κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204. Μαζί με
την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας θεωρούσε ότι
είναι νόμιμη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αρχικά περιελάμβανε τα
εδάφη της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας. Γρήγορα επεκτάθηκε στα Ιόνια Νησιά
καθώς και σε σημαντικά τμήματα της Αλβανίας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας
και της Θράκης.
Από τα μέσα του 13ου
αιώνα άρχισε να συρρικνώνεται στα αρχικά του όρια, ενώ κατά διαστήματα
υποτάχθηκε στους Σέρβους και στο κράτος της Νικαίας. Στα μέσα του 15ου αιώνα
κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Έχοντας αρχικά ως έδρα την πόλη της Άρτας και
αργότερα τα Ιωάννινα. Διοικήθηκε διαδοχικά από Βυζαντινούς, Σέρβους και Ιταλούς
ηγεμόνες.
Η φεουδαλική υπόσταση
του κράτους οδήγησε συχνά τους ηγέτες του σε μία σειρά συμμαχιών, επιγαμιών και
συγκρούσεων, με Φράγκους, Ιταλούς, Βουλγάρους και Βυζαντινούς ηγεμόνες του
κράτους της Νίκαιας,με τους Βλάχους, καθώς και με τους πρωτοεμφανιζόμενους στην
ευρύτερη περιοχή εκχριστιανισθέντες Σκιπετάρους (μετέπειτα ονομασθέντες Αλβανούς)
φυλάρχους.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπως ήταν κατά το 1265.
Πρωτεύουσα Άρτα (1204-1358, 1419-1479)
Γιάννενα (1358-1419)
Γλώσσες Ελληνικά
Πολίτευμα Δεσποτάτο
Δεσπότης Μιχαήλ Α΄ Δούκας (πρώτος)
Λεονάρδος Γ΄ Τόκκος (τελευταίος)
Συνεχίζεται
1 Ευρωπαϊκή Ακριτική Παράδοση: Από τον Μεγαλέξαντρο
στον Διγενή Ακρίτα, Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ, εκδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της
Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
2 Σύμφωνα με παλαιά παράδοση, το μήνυμα
για τον Χριστό και την ανάστασή Του στην Νικόπολη της Ηπείρου, έφερε και
διέδωσε ο πανεύφημος απόστολος Παύλος. Κατευθυνόμενος για την Νικόπολη, λέει η
παράδοση, στάθηκε, κάπου δεκαπέντε χιλιόμετρα έξω από την περίφημη εκείνη
μεγαλόπολη· και, καθισμένος επάνω σε ένα λιθάρι, μίλησε στους «παρατυχόντες»,
για τον Χριστό. Και από τότε, θέση και λιθάρι, έμειναν στην συνείδηση του
χριστιανικού λαού της περιοχής, ιερά και άγια.
Η περιοχή και σήμερα
ονομάζεται Λιθάρι. [Η τοποθεσία
«Λιθάρι», βρίσκεται στην αριστερή πλευρά της εθνικής οδού Πρέβεζας – Άρτας και
σέ απόσταση 1 χλμ. από την διακλάδωσή της προς την Νέα Σαμψούντα (17 χλμ. από
την Πρέβεζα). Εκεί είναι κτισμένο ένα από τα γνωστότερα μοναστήρια τού νομού
Πρεβέζης. Πρόκειται για την Μονή των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου,
περισσότερο γνωστή ως Μονή Λιθαρίου].
Στην θέση «Λιθάρι»,
κτίστηκε από πανάρχαιους χρόνους, άγνωστον πότε ακριβώς, επί ρωμαϊκών η
παλαιοχριστιανικών ερειπίων, εκκλησία των Αγ.
Αποστόλων. Ο λόγιος Μητροπολίτης Άρτης Σεραφείμ Ξενόπουλος ή Βυζάντιος,
περιερχόμενος τον τόπο το 1867, επανεύρε το «Αγιολίθαρο» (όπως το ονομάζουν οι Πρεβεζάνοι), δίπλα στην νότια
πλευρά του ιερού, το περιέφραξε και έκτισε επ᾽ αυτού, κουβούκλιο-εικονοστάσι,
το οποίον υπάρχει μέχρι σήμερα. Μετά από μερικά χρόνια, η Μονή Λιθαρίου
καταστρέφεται από πυρκαγιά. Ανακαινίζεται και πάλι το 1871 από τον μοναχό
Ιγνάτιο Ζαμπέτη. Το 1916 συγχωνεύεται με την μονή Ζαλόγγου. Κατά τον Β΄
Παγκόσμιο πόλεμο, οι Γερμανοί καίγουν τα κελλιά πού υπήρχαν στην Δυτική πλευρά
τού μοναστηριού κοντά σε μία συστάδα κυπαρισσιών. Λίγο βορειότερα τού ναού,
κτίζεται το 1988 νέα εκκλησία με τρούλλο και το 1995 ανακαινίζεται ο παλαιός
ναός. Το «Αγιολίθαρο» σήμερα αποτελεί ζωντανή μαρτυρία για σωρεία θαυματουργίες
και πλήθος οπτασίες και φανερώσεις του αγίου Αποστόλου και ιδρυτού της τοπικής
μας Εκκλησίας.
Για την διέλευση του
απ. Παύλου από την Νικόπολη, στην
Αγία Γραφή ευρίσκομε μόνο μία μαρτυρία: Γράφει ο Παύλος στην προς Τίτον
Επιστολή του: «Όταν πέμψω Αρτεμάν προς σε ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν προς με
εις Νικόπολιν· εκεί γάρ κέκρικα
παραχειμάσω» (ΤΙΤ: 3,12). Πηγή:
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΗ ΝΙΚΟΠΟΛΗ,
Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου († 2012)--- https://www.pemptousia.gr/2015/06/o-apostolos-pavlos-stin-nikopoli/26 Ιουν
2015
3 Sirmium was a city in Pannonia,
an ancient province of the Roman Empire. First mentioned in the 4th century. It was conquered by the Romans in
the 1st century BC and subsequently became the capital of the Roman province of Pannonia
Inferior. In 294 AD, Sirmium was pronounced one of the four
capitals of the Roman Empire. It was also the capital of the Praetorian prefecture of Illyricum and of Pannonia Secunda
Province. Sirmium was located on the Sava river, on the site of modern Sremska
Mitrovica in Vojvodina province, northern Serbia. The Republic of Serbia
declared its site an Archaeological
Sites of Exceptional Importance in 1990. The
modern region of Syrmia (Srem) is named after it.
4 Περί Ιλλυριών και Ιλλυρίας (Ιλλυρικόν), βλέπε
παρ. 3α,3β του 6ου μέρους.
5 Το τρίτο έτος από το θάνατο του Ιουστίνου, επί της βασιλείας του Τιβερίου, ο λαός των Σκλαβήνων διέδραμε όλη την Ελλάδα, την χώρα των Θεσσαλονικέων και
ολόκληρη την Θράκη. Κυρίευσαν πολλές πόλεις
και κάστρα, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν την ύπαιθρο, απήγαγαν αιχμαλώτους και
έγιναν κύριοι της χώρας, όπου κλείνουν, χωρίς φόβο, τέσσερα χρόνια διαμονής. Έτσι
έγιναν πλούσιοι αρπάζοντας χρυσάφι,
ασήμι, αγέλες αλόγων και πολλά όπλα. Έμαθαν ακόμη να πολεμούν καλύτερα από τους Ρωμαίους, ενώ
προηγουμένως ήταν πρωτόγονοι άνθρωποι, δεν τολμούσαν να βγουν από τα δάση και
τους πυκνοδασωμένους τόπους τους και (σχεδόν) αγνοούσαν τα όπλα, αφού
χρησιμοποιούσαν μόνο λογχάδια.
Πηγή: Ιωάννης της Εφέσου: Εκκλησιαστική
Ιστορία, ΙΙΙ, ΣΤ΄, 25, έκδ. E.W. Brooks, Λουβαίν, 1952, 248-249.
6 [Προκόπιος, Πόλεμοι, 7.33.8] Γήπαιδες δὲ πόλιν τε Σίρμιον καὶ Δακίας ἐκ
τοῦ ἐπὶ πλεῖστον ἁπάσας καταλαβόντες ἔσχον, ἐπειδὴ τάχιστα βασιλεὺς
αὐτὰς Ἰουστινιανὸς ἀφείλετο Γότθους: ἐξηνδραπόδισάν
τε τοὺς ταύτῃ Ῥωμαίους, ἔτι
μέντοι ἐπίπροσθεν ἀεὶ ὁδῷ ἰόντες
ἐληΐζοντο βιαζόμενοι τὴν Ῥωμαίων ἀρχήν.
[Προκόπιος, Πόλεμοι, 8.25.1-5] Σκλαβηνῶν δὲ πολὺς ὅμιλος Ἰλλυριοῖς
ἐπισκήψαντες πάθη ἐνταῦθα οὐκ εὐδιήγητα εἰργάσαντο. […] οὐδὲ γὰρ διαπορθμευομένους ποταμὸν Ἴστρον ἴσχυσαν σφᾶς ἐνεδρεῦσαι
Ῥωμαῖοι ἢ ἄλλῳ τῳ βιάσασθαι τρόπῳ, ἐπεὶ
Γήπαιδες αὐτοὺς μισθαρνήσαντες ὑπεδέξαντο καὶ διεπόρθμευσαν μακρόμισθοι
γεγενημένοι. ἐπὶ κεφαλῇ γὰρ ἑκάστῃ κατὰ στατῆρα χρυσοῦν ἡ μίσθωσις ἦν.
7 βλ. C. Asdracha “Les Foires en Epire”, Jahrbuch der Österreichischen
Byzantinistik, 32, 3: XVI Internationalen Byzantinisten Kongress, Akten II,
Viene 1981/82, σσ. 437-446.
8 Το κομμέρκιον ή κομμερίκιον είναι ο εμπορικός φόρος της
βυζαντινής αυτοκρατορίας, γνωστός από την μεσοβυζαντινή εποχή, που πιθανώς ήταν
συνέχεια του ρωμαϊκού φόρου (octava, 12,5% επί της αξίας του εμπορεύματος).
Ωστόσο το «κομμέρκιον» και οι υπάλληλοι που το συνέλεγαν, οι «κομμερκιάριοι»,
στο Βυζἀντιο συνδέονται με σημαντικές παραμέτρους της οικονομίας και των θεσμών
του Βυζαντίου που έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις, τόσο ως φόρος επί των
εμπορευμάτων (πιθανώς 10% επί της αξίας, οπότε και ονομάζεται «δεκατεία» σε
κάποιες πηγές), όσο και ως θεσμός συνδεόμενος με το εμπόριο μετάξης, αλλά και
με το πολυσυζητημένο θέμα των «αποθηκών».
9 Ευρωπαϊκή
Ακριτική Παράδοση: από τον Μεγαλέξαντρο στον Διγενή Ακρίτα, Ελένης Γλύκατζη
Αρβελέρ, εκδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας
Αθηνών.
10 Η τύχη της Νικοπόλεως ήταν δεμένη με την Κεφαλλονιά
και τα νησιά, πράγμα που έκανε, ορθά τον Peter Sustal να το μελετήσει συγχρόνως
στο τόμο της Tabulae Imperii Bisantini).
11 Για να
αντιληφθούμε την στρατηγική σημασία της Ηπείρου για το Βυζάντιο πρέπει να θυμηθούμε
ότι ο κόσμος της Αδριατικής θάλασσας είναι διχασμένος πρώτα λόγω της
διαφορετικής πολιτιστικής καταγωγής των πληθυσμών του (Τα ανατολικά παράλια
ανήκουν στην ελληνική - ελληνογενή ζώνη, ενώ τα δυτικά στην Φραγκοπαπική) και
ύστερα λόγω των διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, παρά την κοινή
χριστιανική πίστη. Στα ανατολικά της Αδριατικής, η Ορθοδοξία και στο δυτικά της
η καρδιά του Φραγκοπαπισμού. Σε αυτόν τον πνευματικό διαχωρισμό ανάμεσα σε
ανατολική και δυτική Αδριατική, πρέπει να προστεθεί και ο διαχωρισμός που
υπαγορεύουν τα οικονομικοπολιτικά συμφέροντα καθορίζεται από την έλξη της
Βενετίας (και αργότερα της Ραγούσας) από την μια μεριά, και από τα βυζαντινά
εμποροοικονομικά ενδιαφέροντα που γεφυρώνουν την Κέρκυρα και την Ήπειρο ως το
Δυρράχιο με την Νότια Ιταλία ως την Αγκώνα, από την άλλη.
Τον διαχωρισμό που
μοιράζει την Αδριατική σε ζώνες την ανατολική και δυτική και την βόρεια και την
Νότια δηλαδή τη βυζαντινή και λατινική, και την βυζαντινή και βενετική,
διαγράφει εικονικά ένας σταυρός στο κέντρο της Αδριατικής που το κάθε του
σκέλος ορίζει αντίμαχες παραδόσεις και συμφέροντα στην καρδία του σταυροδρομίου,
η Ελληνική/Βυζαντινή
Ενιαία Ήπειρος.
12 Η Εγνατία οδός διασταυρώνονταν ακριβώς στην
πόλη της Θεσσαλονίκης με τον διαβαλκανικό δρόμο αυτόν που μας γνωρίζει ο
Πορφυρογέννητος στο De Adminstratio Imperil και που οδηγούσε προς το Βελιγράδι
αλλά και πάντα από την Θεσσαλονίκη, προχωρούσε προς τις Παραδουνάβιες χώρες και
από και προς τις βόρειες περιοχές του Ευξείνου. Είναι λοιπόν λογικό η βυζαντινή
Ήπειρος να βρίσκεται σε περίοπτο θέση αμύνης των Βυζαντινών πραγμάτων, κάθε
φορά που διασταυρούμενα συμφέροντα προσέγγιζαν την μια με την άλλη τις Ιταλικές
δυνάμεις (ή γενικότερα τις δυτικές λατινικές δυνάμεις), ή και με τους βαλκάνιους
γείτονες του Βυζαντίου.
13 Στην
Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την ονομασία '''θέμα''' αναφέρουμε τις αρχικώς
μεγάλες στρατιωτικές μονάδες του βυζαντινού στρατού που δημιουργήθηκαν κατά τον
6ο αιώνα, οι οποίες λάμβαναν το όνομά τους από την τοποθεσία την οποία
συνετίθεντο και οι οποίες εξελίχτηκαν σταδιακά από τον 8ο αιώνα σε διοικητικές
περιφέρειες του κράτους, με διοικητικό ρόλο υπό τον εκάστοτε ανώτερο
στρατιωτικό αξιωματικό (στρατηγό). Οι διοικητικές αυτές περιφέρειες της
Αυτοκρατορίας, οι οποίες δημιουργήθηκαν πιθανά τον 7ο αιώνα, κατά την δυναστεία
του Ηρακλείου, μετά την κατάργηση των επαρχιών που είχαν θεσπίσει παλαιότερα ο
Διοκλητιανός και ο Μεγάλος Κωνσταντίνος και αφετέρου οι στρατιωτικές μονάδες
που συγκροτούνταν σ΄ αυτές μετά από επιστράτευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου