Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

ΤΟ  ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ  ΖΗΤΗΜΑ


«Εκείνο πάντως το οποίο οφείλουν όλαι αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις να γνωρίζουν, είναι ότι το θέμα (της Βορείου Ηπείρου) υφίσταται. Και εκείνον το οποίον απαγορεύεται εις τον αιώνα, είναι δι’ οιονδήποτε λόγον η απάρνησις του ιερού αιτήματος….. Καθ΄ όσον αφορά την Βόρειο Ήπειρο... η διεκδίκησις είναι ιερά και απαράγραπτος» [Γεώργιος Παπανδρέου (Ο «Γέρος της Δημοκρατίας»). Από ομιλία του στην Βουλή των Ελλήνων στις 12/6/1960].

ΜΕΡΟΣ 9ο

Ζ. ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ-ΕΘΝΙΚΗ-ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ  ΒΟΡΕΙΟΥ  ΗΠΕΙΡΟΥ
1. Πληθυσμιακή-Εθνική /Γλωσσική Ενότης της Βορείου Ηπείρου.
(1)   Οι στατιστικές που αναφέρονται στην σύνθεση του πληθυσμού της Β.Η. ιδιαίτερα εκείνες που έγιναν από τις κατοχικές εξουσίες, διαφέρουν μεταξύ τους, διότι σχεδόν πάντοτε εξυπηρετούν αλλότριους και προπαγανδιστικούς σκοπούς. Κατά τις προ του 1911 τουρκικές στατιστικές, οι κάτοικοι της Β.Η. μέχρι τον Σκούμπη έφθαναν τις 320.000 περίπου. Από αυτούς 170.000 ήσαν Έλληνες, 120.000 Μουσουλμάνοι (συμπεριλαμβανομένων και των Εξισλαμισθέντων Ελλήνων) και 10.000 άλλων εθνοτήτων (Σλάβοι, Ιουδαίοι, κ.α.).
Στις περιοχές που αξίωνε η ελληνική κυβέρνηση ζούσαν στην πλειοψηφία τους,  Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Συγκεκριμένα, με βάση την τουρκική απογραφή του 1908, κατοικούσαν εκεί 326.778 χριστιανοί και 174.802 μουσουλμάνοι. Από μια άλλη στατιστική (του Geografico de Agostini της Ρώμης), προκύπτει ότι το 1907 σε ολόκληρη την Ήπειρο κατοικούσαν 452.000 κάτοικοι από τους οποίους οι 297.000 ήταν χριστιανοί και οι 155.000 μουσουλμάνοι. Παρ’ όλα αυτά, όταν οι Τούρκοι αποχωρούσαν από την Ήπειρο το καλοκαίρι του 1912, αναγνώρισαν τα διαμερίσματα (βιλαέτια) της Σκόδρας, του Κοσόβου, του Μοναστηρίου αλλά και των Ιωαννίνων, ως αλβανικά!!!1
(2) Κατά περιφέρειες στον Αυλώνα και Βεράτιο, υπερτερούσε το Μουσουλμανικό στοιχείο. Στην Πρεμετή και Τεπελένι, οι Τούρκοι και Τουρκαλβανοί ισοψηφούσαν με τους Έλληνες. Στο Αργυρόκαστρο και Κορυτσά υπερτερούσαν οι Έλληνες. Στο Λεσκοβίκι και τα πέριξ, οι Έλληνες ήσαν τα 2/3 του πληθυσμού. Στην περιφέρεια Δελβίνου τα 4/5 και στο τμήμα Πωγωνίου δεν υπήρχε κανένας τούρκος ή τουρκαλβανός. Συνεπώς, όταν μετά τους διωγμούς, τους βιαίους εξισλαμισμούς και ξεριζωμούς, τα βασανιστήρια και τους σφαγιασμούς που υπέστησαν οι Έλληνες, από της καταλήψεως της Ηπείρου από τους Τούρκους (14ος αιών)  μέχρι της ανακηρύξεως του «ανεξάρτητου» Σκιπετάρικου κράτους (Βασίλειον της Αλβανίας), η πληθυσμιακή κατάσταση παρέμεινε όπως προαναφέρθηκε, με την διατήρηση της υπεροχής του Ελληνικού στοιχείου στην Βόρειο Ήπειρο, τότε, ΟΧΙ μόνον δεν θα έπρεπε να αμφισβητηθεί από κανένα η Ελληνικότης της Β.Η. αλλά η μόνη δικαία λύση θα ήταν:
Η επιστροφή της Βορείου Ηπείρου στις αγκάλες της μητρός Πατρίδος!  
Δυστυχώς οι μισελληνικές δυνάμεις του Συστήματος, απεφάσισαν να κατασκευάσουν ένα προτεκτοράτο στην ΒΔ γωνιά της Χερσονήσου του Αίμου, με κλοπή ξένης γης, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ανήκε αρχαιόθεν, κατ’ αποκλειστικήν ιστορικήν κυριότητα, στο Γένος των Ελλήνων!!!
(3) Αλλά εάν κάποιος αμφιβάλει για τα πορίσματα των στατιστικών, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την καθολική υπεροχή του Ελληνικού στοιχείου και της Ελληνικής γλώσσας που ωμιλείτο ακόμη και από τους Μουσουλμάνους. Υπήρχαν Μουσουλμανικές οικογένειες των εξισλαμισμένων περιοχών στις οποίες:
(α) Διετηρούντο οι Ελληνικές ονομασίες των χωριών (Δοξάταις, Προγονάταις κτλ.) που εθύμιζαν τους προγόνους και την δόξαν του παρελθόντος.
(β) Οι μάμμες των μουσουλμανικών οικογενειών ήσαν χριστιανές.
(γ) Οι νεάνιδες μουσουλμανικών οικογενειών φορούσαν Ελληνικές στολές.
(δ) Οι Αλβανοί Μουσουλμάνοι έκαναν το σημείον του σταυρού διερχόμενοι προ Ελληνικής Εκκλησίας.
(4) Κατά την στατιστικήν του 1971, ο πληθυσμός της μεν Ελεύθερης Ελληνικής Ηπείρου ανήρχετο στις 352.304 κατ. (36 κ/τ. χλμ.) της δε κατεχομένης Β.Η σε 450.000 κατ. εκ των οποίων 140.000 Έλληνες. Και όλα αυτά μετά τους γνωστούς ξεριζωμούς και σφαγές των Ελλήνων (στην διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων) και τους απηνείς διωγμούς του άθεου κομμουνιστικού καθεστώτος.
(5) Για την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία της έρευνας των παραπάνω, αναφέρονται ενδεικτικά οι παρακάτω μαρτυρίες από μη Ελληνικές πηγές:
(α) «Ότι άπασα η κοιλάς του Αώου (Βογιούσα) είναι Ελληνική. Ότι η χαραχθείσα μεθόριος των Ηπειροαλβανικών συνόρων έχουσα ως αφετηρία από θαλάσσης το ακρωτήριο Στύλος, απέβλεπε εις την ικανοποίηση της Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας. Συμφώνως προς τας Ιταλικάς αξιώσεις επεβάλλετο να μην ανήκουν εις την Ελλάδα αμφότεροι αι όχθαι του στενού Κερκύρας-Ηπείρου». (Άγγλος Σχης Murray ο οποίος διέσχισε την Β.Η. μετά την λήξη της εκστρατείας του 1913). 
(β) «Προσέτι τα Ελληνικά χωριά της Δροπόλεως, προς Νότον της πεδιάδος του Αργυροκάστρου, εντύπωση μου προξένησε εις μερικά μέρη η Ελληνική κατατομή του κρανίου και η φυσιογνωμία».(Ομολογία του Αυστριακού μισέλληνα Ham, HAM ALBANSICHE STUDIEN, Βιέννη 1853 σ. 51). Το απόσπασμα αυτό επικαλέσθηκε μεταξύ άλλων επιχειρημάτων και ο Ελ. Βενιζέλος στο συνέδριο των Παρισίων (1919) για να διεκδικήσει την Β.Η.
(γ) «Ο όρος Νότιος Αλβανία προκειμένω περί Ηπείρου, δεν έχει καμία ιστορική βάση. Τον εν λόγω όρο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο χάρτης του Αυστροουγγρικού επιτελείου, αντί της ιστορικώς καθιερωμένης ονομασίας «Ήπειρος» και «Β. Ήπειρος» (Bianconi. CHERADAME-WESSELTISKY, La Question Albanaise. Paris Hachette, 1913, σ. 8).


2. «Η Αλβανική Εθνότης»
(1) Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνιστούν την έννοια του Έθνους (πνευματική / ιστορική / πολιτιστική / φυλετική συνείδηση - κοινή γλώσσα και θρησκεία), οι Σκιπετάροι/Αλβανοί, δεν παρουσίαζαν μέχρι την δημιουργία του Αλβανικού κράτους, στοιχεία ξεχωριστής εθνότητος. Αυτό συνάγεται και από δηλώσεις του πρωθυπουργού της Μ. Βρεττανίας Τσάμπερλαιν στην Βουλή των Κοινοτήτων, για την νέα κατάσταση στη Μεσόγειο μετά την Ιταλική απόβαση στην Αλβανία (7 Απρ. 1939). Ακόμα και μέχρι τότε (1939), η λεγόμενη Αλβανική Εθνική συνείδηση ήταν απροσδιόριστη και ρευστή. Και ήταν ρευστή διότι, το Σύστημα ακόμη την διέπλαθε και φρονούσε ότι ΔΕΝ ήταν έτοιμη ώστε να «εμφυτευθεί»  ως «εθνικιστικό μόσχευμα», στο μυαλό των «Αλβανών» και να έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.3
(2) Ο Π. Καρολίδης γράφει: «Οι Αλβανοί φαίνονται ιδιοτελείς, στασιαστικοί, άπιστοι και ως χριστιανοί ακόμη σκληροί την καρδίαν. Αποτελούσι δε στοιχείον εν ω η αναρχία και ανομία επικρατούσιν οιωνεί ψυχή και πνεύμα ζωής. Χωρίς να τρέφωσι ευρέα πολιτικά σχέδια, κατεχόμενοι απλώς υπό την αιγίδα του φυλετικού αυτών αρχηγού, ίνα εξεγερθώσι εναντίον πάσης άλλης υπέρτατης αρχής». 4
(3) Ο Ιταλός στρατάρχης Μπαντόλιο γράφει τα εξής: «Οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις της Ηπείρου προέβαλαν (1940) γενναία αντίσταση στον Καλαμά. Αντίθετα οι Αλβανοί στρατιώται που υπό την μορφή ταγμάτων συμμετείχαν στις δικές μας μεραρχίες ή απεδείχθησαν άπιστοι και δόλιοι καθώς επεδόθησαν σε πράξεις δολιοφθοράς εναντίον μας ή πέρασαν στις τάξεις των Ελλήνων. Τότε αναγκασθήκαμε να απομακρύνωμε τις αλβανικές δυνάμεις και εν μέρει να τις αφοπλίσωμε».5
(4) «Η σημερινή Αλβανία ουδέποτε άλλοτε απετέλεσε κράτος εις τα σημερινά της σύνορα, ούτε είχε ενότητα οιανδήποτε Εθνολογικήν ή άλλην, ούτε είχεν εν όνομα» (Μεγ. Ελλην. Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3ος, σ. 413).
(5) «με βάση τα αρχαιολογικά αυτά ευρήματα γνωρίζουμε ότι οι Ινδοευρωπαίοι αυτοί, οι Ιλλυριοί, κατά την δεύτερη και τις αρχές της πρώτης χιλιετίας, είχαν αναπτύξει σχέσεις με τους συγχρόνους της κατοίκους της Κεντρικής Ευρώπης, τους πρωτοιταλούς και τους Ετρούσκους...Ακόμη και με τους κατοίκους του προϊστορικού Αιγαίου(Μινωίτες, Μυκηναίους) θα πρέπει να είχαν σχέση οι Ιλλυριοί και αυτό κυρίως για τον λόγο ότι οι πεπειραμένοι ναυτικοί του Αιγαίου, είχαν τον έλεγχον των θαλασσίων δρόμων του Ιονίου και της Αδριατικής» (Εγκ. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα,τ. 6ος, σ. 139).
(6) Σημαντικότερες αλβανικές φυλές είναι η των Γκέγκηδων και η των Τόσκηδων. Μερικοί θεωρούν τους Γκέγκηδες (Βορείως του π. Σκούμπι) σαν απογόνους των αρχαίων Ιλλυριών και τους Τόσκηδες (Νοτίως του ποτ. Σκούμπι) σαν απογόνους των Πελασγών. Όμως τα στοιχεία ότι οι Γκέκηδες και Τόσκηδες, ΔΕΝ αποτελούσαν συγκεκριμένη εθνότητα, ξεχωριστή από την Ελληνική / Ηπειρωτική, είναι συντριπτικά. Συγκεκριμένα:
(α) «Ιλλυριοί: Οπωσδήποτε δεκτόν είναι μόνον ότι πρόκειται περί λαού συγγενούς προς τας Ελληνολατινικάς φυλάς, όπως δεικνύει και ο μύθος περί του Ιλλυριού, ως προερχομένου εκ της Ελλάδος ...» (Εγκ. ΗΛΙΟΣ, τ.10ος, σ.590-591).
(β) «Ιλλυριοί: Εκείνο το οποίον είναι σχεδόν βέβαιον ότι πρόκειται περί λαού της Αρίας ομοφυλίας συγγενούς προς τας Ελληνολατινικάς φυλάς» (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 13ος, σ .4).
(γ) Κατά τον ιστορικό Beloch, «οι κάτοικοι της Βορείου Ηπείρου, οι Χάονες, οι Αντιντάνες, οι Παραναίοι ήσαν πιθανότατα Έλληνες» (Μεγ. Ελλ. Εγκ., τ. 3ος, σ. 413). «Δεν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν, ότι στους σημερινούς Αλβανούς υπάρχει άφθονον Ελληνικόν αίμα (νότια και παράλια), σερβικόν και Ιταλικόν, αλλ’ ότι τον κύριο πυρήνα αποτελεί το Ιλλυρικόν στοιχείον, το διασωθέν εις την ορεινήν Αλβανία και εκείθεν διαδοθέν  και εις τα παράλια» (όπως παραπάνω).
(δ) Οι Τόσκηδες είναι δολιχοκέφαλοι και έχουν ελληνικότερα χαρακτηριστικά από τους Γκέγκηδες (Ηπειρώτες και Αλβανοί, Έκδοση Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, Σπύρος Στούπης, Ιωάννινα, 1976, σ.91).
(ε) Ο Άγγλος γεωγράφος STANFORD μάλιστα αποφαίνεται ότι από την μελέτη της συγκριτικής φιλολογίας και γλωσσολογίας του χαρακτήρος και των εθίμων των Αλβανών προκύπτει ότι αυτοί είναι αυτόχθονες Έλληνες κατά την αρχική καταγωγή (An Ethnological map of European Turkey and Greece, London, 1877, σ.8 - "Πραγματεία Ιστορική, Εθνολογική κλπ Ηπείρου - Αλβανίας", Π. Κουγιτέας, Αθήναι, 1905 - Ηπειρωτικά, Αθ. Σταγειρίτου, Βιέννη, 1819).
(στ)  «Οι Αλβανοί είναι φύλο συγγενικό των Ελλήνων. Ευρύτερη φυλετική διάκριση πρέπει να γίνει με τους Βορείους Αλβανούς, οι οποίοι ίσως είναι λείψανα Βαλκανικών λαών που έφθασαν στην Αλβανία πιεζόμενα κατά τον Μεσαίωνα από διαφόρους εισβολείς ή είναι εντόπιοι που δεν ήλθαν σε καμμιά επαφή με τους Έλληνας» (Αλβανοί και Έλληνες, Ηπειρωτική Εστία 1974, σ. 290, Τ. Σιωμόπουλου). Η διαπίστωση αυτή είναι από τις σημαντικώτερες, καθ’ όσον:
-Επιβεβαιώνει την Ελληνικότητα των κατοίκων του Νότου (της Βορείου Ηπείρου) Αρβανίτες, Αλβανίτες ή «Αλβανούς» (Χριστιανούς ή εξισλαμισθέντες).
-Διαχωρίζει τους Έλληνες «Αλβανούς» του Νότου από τους Αλβανούς/ Σκιπετάρους του Βορρά, ουδεμίαν σχέση έχοντας με τους Έλληνες της λεγόμενης Νότιας Αλβανίας (Βορείου Ηπείρου).
(ζ) Κατά το συνέδριο του Βερολίνου (1878), Αλβανοί πρόκριτοι υπέβαλαν υπόμνημα με το οποίο ζητούσαν σύμπηξη Ελληνοαλβανικής Ομοσπονδίας (Ελληνοαλβανική συνεννόησις, Ν. Καζάζης, Αθήναι, 1907, σ. 51).
(η) Κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως, οι Χριστιανοί της Αλβανίας (Αρβανίτες), εισήλθαν στην κυρίως Ελλάδα και πολεμούσαν υπέρ της Ελληνικής Ελευθερίας. Ελάχιστοι έμειναν σαν μισθοφόροι των Τούρκων, οι περισσότεροι των οποίων είχαν εξισλαμισθεί.
(θ) Για τις φιλικές διαθέσεις των Αλβανών και ιδιαίτερα των Τουρκαλβανών της Βορείου Ηπείρου (Ν. Αλβανίας) έναντι της Ελλάδος, που έφθαναν μέχρι εθνικού παροξυσμού και υπερέβαλαν τους Έλληνες στον αγώνα για Εθνική απελευθέρωση, παρέχονται λεπτομέρειες στην Ιστορία της Έλλην. Επαναστάσεως του Σπ. Τρικούπη (Β΄ Τόμος, Λονδίνο, 1854). Αξίζει απλώς να αναφέρουμε μία περικοπή:  «Θα απορήσουν ίσως οι μεταγενέστεροι πως εμωράνθησαν εις τοιούτον βαθμόν οι Αλβανοί εν ω εξεδίδοντο προκηρύξεις και ήσαν και τόσα άλλα φανερά δείγματα του Εθνικού αγώνος των Ελλήνων».
(ι) «Εις την σημερινήν Αλβανία προς Β. του Ωρικού κατώκουν Ιλλυριοί, πλην των Ελληνικών πόλεων Απολλωνίας, Επιδαύρου και των επινείων Λίσσου, Ακρολίσσου και Αυλώνος» (Μεγ. Ελλην. Εγκυκλ., τ. 3ος, σ. 413).
(7) Μέχρι και του τέλους του 19ου αιώνος οι μωαμεθανοί αλβανοί δεν είχαν εθνική συνείδηση. Όλοι τους δεν είχαν καμιά Εθνική φιλοδοξία και ταυτίζονταν με τους Τούρκους.
Οι κάτοικοι της σημερινής Αλβανίας, διεκρίνοντο με κριτήριο την θρησκεία τους. Οι Ορθόδοξοι ήσαν Ρωμιοί, εντεταγμένοι στο ίδιο Γένος με τους υπόλοιπους Έλληνες. Οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί ένοιωθαν Τούρκοι, εξ ου και ο όρος  Τουρκαλβανοί. Η αλβανική συνείδηση είναι οπωσδήποτε ξενόφερτο κατασκεύασμα όπως αποδεικνύουν και μαρτυρίες των ιδίων των ενδιαφερομένων, τις οποίες κατέγραψε ο σύγχρονός μας διαπρεπής Βαλκανιολόγος Αχιλλεύς Λαζάρου.
Όταν η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία για δικούς τους λόγους προσπαθούσαν να κατασκευάσουν αλβανικό κράτος ώστε να ελέγχουν την είσοδο της Αδριατικής, οι Τουρκαλβανοί ύψωναν στο Δυρράχιο την οθωμανική σημαία ! Προτιμούσαν την τουρκική παρά την άγνωστη σ' αυτούς αλβανική εθνική συνείδηση. Άλλωστε και στους Βαλκανικούς πολέμους οι Μουσουλμάνοι της Αλβανίας πολέμησαν, και μάλιστα δυναμικά, στις τάξεις του Οθωμανικού στρατού. Μετά το 1908 πολλά από τα μέλη του Νεοτουρκικού κομιτάτου, το οποίο σχεδίασε και ξεκίνησε τον διωγμό των Ελλήνων ήταν Τουρκαλβανοί.
Αλβανία με την σημερινή έννοια, δεν υπήρχε ποτέ. Η λέξη Αλβανία, σημαίνει Λευκή Χώρα από το λατινικό ΑΛΜΠΑ: λευκή. Είναι όρος με γεωγραφική και όχι εθνολογική σημασία, όπως και η λέξη Ιλλυρία.
(8) Οι Παπικοί και προτεστάντες, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, με την συμπαράσταση κυρίως της Ιταλίας και Αυστρίας επέτυχαν να  «κατασκευάσουν» την «Αλβανική εθνική συνείδηση», ανύπαρκτη τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνος. Τις επιχειρήσεις διεξήγαγε η κατευθυνόμενη από την Ρώμη παπική αποστολή των Λαζαριστών, μαζί με τους Ιησουΐτες (κέντρο τα Τίρανα στα μέσα του 19ου αιώνος) και την υπό Αγγλικήν προστασίαν, Προτεσταντοαλβανική αποστολή.
Με άλλα λόγια, η «αλβανική εθνική συνείδηση» εμφανίζεται μόλις το 1878 με την Λίγκα της Πριζρένης - Κοσσυφοπεδίου και μάλιστα ως τεχνητό κατασκεύασμα ξένων δυνάμεων και θρησκευτικών προπαγανδών. 
Η κατασκευή της «αλβανικής Εθνικής συνειδήσεως», βελτιώθηκε και ολοκληρώθηκε, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, στα σκοτεινά «εργαστήρια των εθνοκατασκευαστών». Τα βελτιωμένα «εθνικιστικά εμφυτεύματα», ενεφυτεύθησαν υποχρεωτικώς σ’ όλους τους κατοίκους της Αλβανίας, πλην των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών, οι οποίοι τα απέρριψαν ως μη συμβατά με την υπάρχουσα ήδη από αιώνων, στο φυλετικό αίμα τους,  «Ελληνική Εθνική συνείδηση»!
3. Παιδεία και Πολιτισμός της Β. Ηπείρου.

α.   Παιδεία

(1) Πλούσια Εθνική ζωή και σπουδαία άνθηση και καλλιέργεια των Ελληνικών γραμμάτων είχαν αναδείξει την Β.Η σαν την πιο πολιτισμένη γωνιά από όλες τις περιφέρειες του Ελεύθερου και υπόδουλου Ελληνισμού. Πολλές φορές αποκλήθηκε από συγχρόνους, σαν «Ελλάς της Ελλάδος». Είχε ειπωθεί ότι από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σχεδόν κάθε χωριό είχε το δικό του ελληνικό σχολείο. Βέβαια η εκπαίδευση στην περιοχή ως το 1914, ήταν σχεδόν αποκλειστικά Ελληνική. Τα πρώτα βήματα για την ίδρυση σχολείων και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία τοπικών επισκόπων (Δρυϊνουπόλεως Ματθαίου, Αργυροκάστρου Σοφιανού και του Νεκταρίου Τέρπου) κατά τον 17ο αιώνα. Τον 18ο αιώνα ο Κοσμάς ο Αιτωλός πραγματοποιεί εκτεταμένες περιοδείες στην περιοχή και ιδρύει μεγάλο αριθμό σχολείων σχεδόν σε κάθε χωρίο που επισκέπτεται μέχρι τον βίαιο θάνατο του στο Κολικόντασι από Μουσουλμάνους.
Στην Μοσχόπολη λειτουργούσε από τον 18ο αιώνα σημαντική σχολή, η Νέα Ακαδημία που επί πολλές δεκαετίες λειτούργησε ως αλληλοδιδακτικό σχολείο, κυρίως χάρη στις δωρεές του Μοσχοπολίτη βαρώνου Σίμωνας Σίνα. Εκεί λειτούργησε το μοναδικό τυπογραφείο στην Βαλκανική χερσόνησο (με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη) και εκδόθηκε μεγάλος αριθμός βιβλίων. Όμως η Μοσχόπολη καταστράφηκε διαδοχικά από τον φανατισμό των Μουσουλμάνων του Αλή Πασά.
Στο Αργυρόκαστρο λειτουργούσε σχολείο από το 1663, που το 1821 λόγω της Επανάστασης έκλεισε, όμως επαναλειτούργησε το 1830. Άλλη αξιόλογη σχολή ήταν του Δέλβινου που είχε ιδρυθεί το 1537 επί Ενετοκρατίας. Συντηρούνταν από τα κληροδοτήματα εύπορων Δελβινιωτών και αναδείχτηκε σε φυτώριο μάθησης υψηλής στάθμης για την εποχή. Σημαντικές ήταν και η σχολή της Άνω και Κάτω Δρόβιανης που ιδρύθηκε του 1773 από τον Κοσμά τον Αιτωλό.

Τα «Ζωγράφεια Διδασκαλεία» Κεστορατίου Αργυροκάστρου (1881)

Στην περιοχή Δρυϊνουπόλεως το 1874, σύμφωνα με έκθεση του «Ηπειρωτικού Εκπαιδευτικού Συλλόγου» λειτουργούσαν σε σύνολο 157 χωριών, 78 σχολεία. Το 1874 ιδρύθηκαν στο Κεστοράτι (χωριό βόρεια του Αργυροκάστρου) τα «Ζωγράφεια Διδασκαλεία» από τον Χρηστάκη Ζωγράφο, τα διδασκαλεία αυτά είχαν σκοπό την μόρφωση των δασκάλων (αρρένων και θηλέων) για την δημοτική εκπαίδευση. Τα διδασκαλεία αυτά στα 18 χρόνια λειτουργίας τους εκπαίδευσαν πάνω από 400 δασκάλους. Με την επιχορήγηση του Ζωγράφου ανεγέρθηκαν μεγαλοπρεπή διδακτήρια, που εγκαταστάθηκαν εκτός από τα διδασκαλεία, και τα προϋπάρχοντα σχολεία το παρθεναγωγείο και το νηπιαγωγείο. Ο Ζωγράφος ανέλαβε τα έξοδα για την λειτουργία τους, καθώς και τα έξοδα διατροφής και ενδυμασίας 60 υπότροφων σπουδαστών.
Δυστυχώς, παρόλη την ανοδική πορεία που σημείωνε η λειτουργία τους, διαλύθηκαν το 1891, λόγω έντονων αντιπαραθέσεων παραγόντων της περιοχής. Ουσιαστική ήταν και η συμβολή των «Ζάππειων Σχολείων» στο Λάμποβο. Στο ίδιο χωριό λειτουργούσαν παρθεναγωγείο και υφαντήριο, ενώ είχε συγκροτηθεί και βιβλιοθήκη με 400 τόμους Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων.
Στην περιοχή Κορυτσάς σε σύνολο 26.213 κατοίκων (1870) λειτουργούσαν 92 σχολεία με περισσότερους από 3.000 μαθητές. Το πρώτο ελληνικό σχολείο στην Κορυτσά λειτούργησε τον 18ο αιώνα, όμως το 1821 καταστράφηκε λόγω της Επανάστασης, αλλά ξαναλειτούργησε το 1830. Το 1856 ανεγέρθηκαν από το εκκλησιαστικό ταμείο της πόλης και με χορηγία του ευεργέτη Γεωργίου Μπάγκα τα διδακτήρια της σχολής. Από το 1887-88 άρχισε να λειτουργεί στην Κορυτσά πλήρες γυμνάσιο με χορηγία του Ιωάννη Μπάγκα.
(2) Στην περιοχή της Β.Η. το 1909 λειτουργούσαν 332 Ελληνικά σχολειά με 408 δασκάλους και 15.285 μαθητές, ενώ την ίδια περίοδο λειτουργούσαν στην περιοχή 7 Τουρκικά σχολεία και ένα αλβανικό στην Κορυτσά με 442 μαθητές (Συντηρούμενο από την Αμερικανική Προτεσταντική αποστολή).
(3) Στην Κορυτσά που εθεωρείτο, δήθεν, σαν Κέντρο του Αλβανισμού, λειτουργούσαν:
(α) Ελληνικό γυμνάσιο από το 1843 (Κληροδότημα του Κορυτσαίου Ιωάννου Πάγκα εκ του οποίου και εκαλείτο Πάγκειον Γυμνάσιο).
(β) Δύο σχολαρχεία (κληροδοτήματα του ευεργέτου Αναστασίου Αβραμίδη).
(γ) Ένα Παρθεναγωγείο και τρία νηπιαγωγεία. Σ΄ αυτά εδίδασκαν  πενήντα (50) καθηγητές και δάσκαλοι και φοιτούσαν πάνω από 2.500 μαθητές και μαθήτριες. Επίσης στην Κορυτσά εκδιδόταν από το 1908 Ελληνική εφημερίδα «Ο Πελασγός» και δρούσαν τουλάχιστον 3 μορφωτικοί και φιλανθρωπικοί σύλλογοι (Τα Πάτρια, Η Αναγέννηση, κλπ.).
(4) Δυτικά της Κορυτσάς ευρίσκετο η άλλοτε ακμαιότατη (13ος αιών) Μοσχόπολις με πληθυσμό 60 χιλ. κατοίκων (23 βυζαντινές εκκλησίες και 75 ιερείς). Η Μοσχόπολις αποκλήθηκε «Αι Αθήναι» των τουρκοκρατούμενων περιοχών. Εκεί λειτουργούσε από το 1730 σπουδαία ανωτέρα σχολή «Η νέα Ακαδημία», μεγάλη βιβλιοθήκη και ένα ορφανοτροφείο. Η πόλη λεηλατήθηκε από τους Τουρκαλβανούς το 1769 και αποτεφρώθηκε το 1916 ότι είχε απομείνει από αυτήν.
(5) Συνοπτικός Πίνακας Ελληνικών Σχολείων /Διδασκάλων/μαθητών στην Β.Η. (τέλη 18ουαι.-αρχές του 19ουαιώνας)

α/α
Περιφέρεια
Σχολεία
Δάσκαλοι
Μαθητές
1
Κολωνίας
23
33
2.050
2
Λεσκοβικίου
22
23
640
3
Πρεμετής
37
41
1.200
4
Τεπελενίου
26
33
1.210
5
Αργυροκάστρου
87
101
4.365
6
Δελβίνου
70
82
3.020
7
Χιμάρας
13
21
965
8
Βερατίου
44
58
1.400
9
Αυλώνος
10
16
435

β. Η παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ενιαία Ήπειρο
Παράλληλα προς τα ανωτέρω, ιδιαιτέρως θα πρέπει να υπογραμμισθεί ή παρουσία στην ενιαίαν Ήπειρον, της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και τού Ελληνικού Κλήρου, δεδομένου ότι ούτε βλαχική, ούτε αλβανική Εκκλησία υπήρχε.
Από παλίμψηστα τού Αγ. Όρους προκύπτει, ότι κατά τον 10ον αιώνα υπήρχαν επίσκοποι: «Δυρραχίου, Κορυτσάς, Μπιτωλίων, Βελεγράδων (Μπεράτι), Αυλώνος, και Κάνικεγκ το παλαιόν ελέγετο ηλυρικός και ο καραμόκρας».  Ειδικώτερα, κατά τούς τραγικούς χρόνους τής πτώσεως τού Βυζαντίου, κατά τον Αλ. Διομήδην, ή εκκλησία έχει να επιδείξη παλλάς πράξεις αι οποίοι θα μείνουν πάντοτε εις το ενεργητικό της. «Κυριώτατα, εν μέσω του καταρρέοντος εκείνου κόσμου, υπήρξεν η μόνη εξουσία, ήτις παρίστα κάτι το σταθερόν και η μόνη παρήγορος δύναμις εις ήν κατέφευγον οι εγκαταλελειμμένοι εις την κακήν των μοίραν πληθυσμοί. Κοινωνικώς δε και εθνικώς, τούτο δεν υπήρξε μικρά υπηρεσία θεωρώ επίσης σπουδαιοτάτην υπηρεσίαν της εκκλησίας, ότι κατώρθωσεν, όταν πλέον το Βυζάντιον έβαινεν οριστικώς προς το τέλος, να υποκατασταθή εις πολλάς λειτουργίας του κράτους, ιδία δικαστικάς και προσωπικής καταστάσεως. Ηδυνήθη ούτως η Εκκλησία, οπωσδήποτε διοικητικώς οργανωμένη, να αναπληρώση το εξαφανισθέν Βυζάντιον και επί δουλείας να ασκήση το πολιτικόν της έργον υπέρ των άνευ δικαιωμάτων υποδούλων... Παράλληλα προς την δύναμιν της Εκκλησίας, πιστεύω, ότι γλώσσα, παράδοσις, ιστορία, υποσυνείδητος εθνισμός υπήρξαν συγκρατιμικοί τού Ελληνισμού παράγοντες....
«Η Ορθοδοξία επί μακρούς αιώνας υπήρξε συνυφασμένη με τον εθνισμόν, όστις εγκλείει εν εαυτή αυτοτελή και ίδια ηθικά και πνευματικά στοιχεία, μεταβιβαζόμενα ασυναισθήτως από γενεάς εις γενεάν επί ατελεύτητον σειράν αιώνων, τα οποία έτρεφαν και διετήρησαν τα ζώπηρα τού γένους».
Κατά τους τελευταίους αιώνας της τουρκοκρατίας, είναι γνωσταί αρχιεπισκοπαί: Πουλχεριουπόλεως ή Βελεγράδων (Μπεράτι), Δυρραχίου, Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου Χειμάρρας, Πωγωνιανής, Σελεσφόρου (Κορυτσάς) κ. ό. Βορειότερα δε της Αλβανίας η επισκοπή Αντιβάρεως και επί Σκεντέρμπεη η επισκοπή Ελβασάν και Κρόϊας. Επιγραφή τέλος αποκείμενη στο Μουσείο Ιωαννίνων έχει τη φράση αναφορικώς με την προμνησθείσα επισκοπήν: «Επίσκοπος Αλβανιτίας (ΣΣ: Αρβανιτίας)»6    

γ. Ευεργεσίες-Αγαθοεργίες

Με την δημιουργία του Ελληνικού κράτους (1830) αριθμός εύπορων Βορειοηπερωτών συνέδραμε στην ανοικοδόμησή του. Οικοδομήματα και ιδρύματα όπως το Αστεροσκοπείο Αθηνών, τα Αρσάκεια εκπαιδευτήρια, η Ακαδημία Αθηνών, το Ζάππειο Μέγαρο υπήρξαν ορισμένες από τις δωρεές που οφείλονται σε σημαντικές προσωπικότητες της περιοχής. Ιδιαίτερα η ιδέα της αναβιώσεως των Ολυμπιακών Αγώνων ξεκίνησε με ενέργειες του Ευάγγελου Ζάππα, από τα μέσα του 19ου αιώνα. Πολλοί Βορειοηπειρώτες συμμετέχουν και στην πολιτική και οικονομική ζωή του ελληνικού κράτους, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας της εποχής εκείνης, υποστηρίζοντας δυναμικώς και ανιδιοτελώς, τα συμφέροντα του Ελληνισμού.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν τον μεγάλο αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, η γη της Ηπείρου υπήρξε μια μεγάλη μάνα του ελληνισμού. Απ’ αυτήν αναδείχτηκαν οι σπουδαιότεροι αγωνιστές κι εθνικοί ευεργέτες – αυτοί που προίκισαν την ελεύθερη πατρίδα με τα μνημειακά, μορφωτικά και κοινωνικά της ιδρύματα. Ηπειρώτες ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ, ο Σίνας, ο Αβέρωφ, ο Στουρνάρης, ο Τοσίτσας, ο Ριζάρης, ο Χατζηκώνστας. Αργυροκαστρίτης ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας Καποδίστριας. Ηπειρώτες κι ένα πλήθος ακόμη πνευματικές μορφές, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Σπυρίδων Λάμπρος (γεννήθηκε στην Κέρκυρα, αλλά καταγόταν από την Ήπειρο), ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Δημήτριος Σεμιτέλος... Δεν είχε άδικο ο λόγιος του 19ου αιώνα Φιλήμων, που έλεγε πως η Ήπειρος στάθηκε «εύφορος, τόσον εις πατριώτας, όσον και εις εθνικούς διδασκάλους».
Όλα ουσιαστικά τα ανώτερα ελληνικά εκπαιδευτικά κέντρα —γράφει ένας Αμερικανός ιστορικός— όπως το Πανεπιστήμιο των Αθηνών, το Μουσείο Καλών Τεχνών (εννοεί το Ζάππειο Μέγαρο), το μαρμάρινο αθηναϊκό στάδιο και τα περισσότερα κολλέγια, οφείλονται στον ασίγαστο πατριωτισμό των Ηπειρωτών. Μερικά ονόματα είναι αρκετά: ο Αρσάκης, που έχτισε τέσσερα μεγάλα γυναικεία κολέγια στις Αθήνες, στην Κωνσταντινούπολη, στην Λάρισα και στα Γιάννενα, ήταν Βορειοηπειρώτης από τη Χοτάχοβα, κοντά στο Αργυρόκαστρο. Ο Ζάππας, ιδρυτής του Μουσείου Καλών Τεχνών στην Αθήνα και πολλών σχολείων, καταγόταν από το Λάμποβο, κοντά στο Αργυρόκαστρο. Ο Ζωγράφος, που ίδρυσε το Ζωγράφειο Κολέγιο και το Ζωγράφειο Νοσοκομείο στην Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε στο Κεστοράτι, κοντά στο Τεπελένι. Ο γιος του Γεώργιος Ζωγράφος, έγινε ένας από τους εξέχοντες πολιτικούς της Ελλάδας, υπουργός εξωτερικών το 1913 και πρόεδρος του Αυτόνομου Κράτους της Βόρειας Ηπείρου.(EDWARD CAPPS: Greece, Albania and Northern Epirus)

 δ.  Αξιομνημόνευτοι Βορειοηπειρώτες

(1)  Έμποροι και εθνικοί ευεργέτες

·  Απόστολος Αρσάκης (1792-1874)
·  Ευάγγελος Ζάππας (1800–1865)
·  Κωνσταντίνος Ζάππας (1814-1892)
·  Γεώργιος Σίνας (1783-1856)
·  Σίμων Σίνας (1810-1876)
·  Χρηστάκης Ζωγράφος (1820-1896)
·  Ιωάννης Πάγκας (Μπάγκα) (1814-1895)
·  Αναστάσιος Αβραμίδης
·  Γεώργιος Αδάμ
·  Μιχαήλ Βασιλείου

(2)      Θρησκευτικοί ηγέτες/Ιερείς/Μοναχοί

·  Νεκτάριος Τέρπος (17ος-18ος αιώνας)
·  Σοφιανός (-1711)
·  Βασίλειος Δρυϊνουπόλεως (1858-1936)
·  Παντελεήμων Αργυροκάστρου (1890-1969)
·  Γαβριήλ Κωνσταντινίδης
·  Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης (Αναστάσιος Γραίκας) [1905-1991]

(3) Λόγιοι/Λογοτέχνες

·  Σταυριανός Βηστιάρης (16ος αιώνας)
·  Θεόδωρος Καβαλιώτης (1718-1789)
·  Αλέξανδρος Βασιλείου (1760-1818)
·  Κατίνα Παπά (1903-1959)
·  Δανιήλ Μοσχοπολίτης (1754-1825)

(4) Επιστήμονες/Ακαδημαϊκοί

·  Νικόλαος Σταύρου (1935-2011)
·  Δημήτριος Νανόπουλος (1948- )

(5) Πολιτικοί

·  Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος (1863-1920)
·  Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος (1926- )
·  Ερμιόνη Αντρέα
·  Τζωρτζ Τένετ
·  Βασίλειος Μπολάνος

(6)      Στρατιωτικοί/Επαναστάτες/Αντιστασιακοί

·  Μιλτιάδης Γκιόκας (; - 1992)
·  Κωνσταντίνος Λαγουμιτζής (1781-1827)
·  Κυριακούλης Αργυροκαστρίτης (;-1828)
·  Σπυρίδων Σπυρομήλιος (1800-1880)
·  Ζάχος Μήλιος (1805-1860)
·  Σπύρος Σπυρομήλιος (1864-1930)
·  Δημήτριος Δούλης (1865-1928)
·  Βασίλειος Σαχίνης (1897-1943)
·  Κλέαρχος Σπυρομήλιος (1917-1943)
·  Λάκης Νταηλάκης (1883 - 1941)
·  Γιάννης Πουτέτσης (;-1912)
·  Θύμιος Λιώλης ( 1880 - 1961 )
·  Λευτέρης Τάλλιος
4. Αλβανική Παιδεία και Πολιτισμός στην Β. Ήπειρο
(1) Είναι γνωστό σε όλους ότι οι αλβανόφωνοι γενικά δεν διέθεταν αλβανικό αλφάβητο μέχρι το τέλος σχεδόν του περασμένου αιώνα. Όσοι απ’ αυτούς έγραφαν, λίγο ή πολύ χρησιμοποιούσαν, κατά κανόνα, τα Ελληνικά γράμματα, το Ελληνικό αλφάβητο. Και τούτο διότι εκτός του ότι δεν είχε εφευρεθεί ακόμα η αλβανική γραφή, δεν λειτουργούσαν άλλα αξιόλογα σχολεία εκτός από τα Ελληνικά.
(2) Ο Ελληνισμός κυριαρχούσε παντού στα γράμματα, στις τέχνες, στο εμπόριο μέχρι και των Τιράνων αν όχι και βορειότερα. Στα Τίρανα μέχρι και το 1895 ακόμα, υπήρχε ένα μόνο σχολείο και αυτό Ελληνικό και κανένα αλβανικό!
(3) Οι Αλβανοί δεν διέθεταν δική τους γραπτή γλώσσα. Εάν διέθεταν δεν θα εξισλαμίζοντο σε τέτοια έκταση και τόσο εύκολα κατ’ εξαίρεση από τους άλλους Βαλκανικούς λαούς. Θα είχαν Αλβανό μητροπολίτη, παπά, δάσκαλο, εκκλησία, σχολείο κλπ. Θα αποτελούσαν ξεχωριστή εθνότητα, όπως οι Έλληνες και Σέρβοι και θα αγωνίζονταν για μια αλβανική εθνική αποκατάσταση.
«Η διάγνωση της γλώσσας παρουσιάζει μεγάλες δυσχέρειες λόγω ελλείψεων λογοτεχνικών μνημείων» (Λεξ. Ελευθερουδάκη, λ. Αλβανία, σ. 706).
(4)   Επίσημη αλβανική γραφή εμφανίζεται μόλις το 1909 (Αλβανοί και Έλληνες, Τ. Σιωμόπουλος, Ηπ. Εστία, 1974). Δεν εμφανίζεται αλβανική φιλολογία μέχρι το τέλος του περασμένου αιώνος. Εάν υπάρχει θα πρέπει να αναζητηθεί σε Ελληνικά γραπτά. Στην αφύπνιση του αλβανικού εθνικισμού καταλυτικό ρόλο έπαιξε η Ιταλική και η παπική προπαγάνδα.
«Η επίσημη γλώσσα (η γραφή της έχει ως βάση το καθιερωμένο λατινικό αλφάβητο που υιοθετήθηκε το 1909) βασισμένη πάνω στο  πρότυπο της νότιας Γκεκικής διαλέκτου του Ελβασάν, χρονολογείται από την ίδρυση του Αλβανικού κράτους έως τον 2ον Π.Π. ενώ στο μετέπειτα χρονικό διάστημα τροποποιήθηκε έχοντας ως πρότυπο την Τοσκική διάλεκτο»(Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ.6ος , σ.143).
(6) «Γεγονός χαρακτηριστικόν, καταδεικνύον την επιρροήν ην εξήσκει και επί του Αλβανικού λαού η Ελλάς, αποτελεί το υποβληθέν εν έτει 1847 υπόμνημα Αλβανών μεγιστάνων 55 καζάδων (Καζάς: Υποδιαίρεση του Σαντζάκ - Νομού που αντιστοιχεί με την επαρχία) συμπεριλαμβανομένου του Βερατίου και του Αυλώνος, οίτινες εζήτουν παρά του βασιλέως Όθωνος την ένωσιν της Αλβανίας μετά της Ελλάδος» (Ο Ελληνισμός και οι Βαλκανικοί γείτονές του, Αντγος Σέργιος Γυαλίστρας, Αθήναι, 1945).
(7) Την έλλειψη των αλβανικών γραμμάτων επεχείρησε να θεραπεύσει (1845) για πρώτη φορά ένας Μπουλούκμπασης από το Βυθοτούκι της Κορυτσάς με δικής του επινοήσεως αλφάβητο, με το οποίο εξέδωκε το πρώτο Αλβανικό αναγνωστικό, χωρίς να κατορθώσει να το επιβάλλει. Την γραμματικήν της τοσκικής διαλέκτου έγραψε ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης από το Ελβασάν, ο οποίος «μετέφρασε» και το Ευαγγέλιον. Άφησε ανέκδοτο λεξικό το οποίο εκδόθηκε το 1904 στις Αθήναις από τον Διογένη Χαρίτωνα.
 Ήδη ο Μάρκος Μπότσαρης από το 1809 είχε προβεί σε συγγραφή λεξικού Ρωμαίϊκης και Αρβανίτικης απλής.7 Τα Αρβανίτικα είναι μία από τις πολλές Ελληνικές διαλέκτους και είναι διαφορετικά από τα Αλβανικά τα οποία στηρίχτηκαν στην Ελληνική γλώσσα αλλά με την πάροδο του χρόνου μετασχηματίστηκαν με ιταλικές και σλαβικές παρεμβάσεις.



Το δε Λεξικό που έγραψε ήταν της αρβανίτικης  - όχι αλβανικής - και ρωμαίικης απλής  (νεοελληνικής). Άλλωστε δεν θα μπορούσε να έχει αλβανική εθνική συνείδηση, διότι κάτι τέτοιο εμφανίζεται μόλις το 1878 με την Λίγκα της Πριζρένης - Κοσσυφοπεδίου και μάλιστα ως τεχνητό κατασκεύασμα ξένων δυνάμεων και θρησκευτικών προπαγανδών. Προ αυτών ο Ιερεύς Δανιήλ, συνέγραψε Ελληνο-«Αλβανο»-Βουλγαρο-Βλάχικο λεξικό, το οποίο εκδόθηκε το 1802 στην Βιέννη. Επίσης το 1716 εκδόθηκε στην Ρώμη, υπό την «εποπτείαν» του Βατικανού,  συλλογή γραμματικών παρατηρήσεων επί της Αλβανικής διαλέκτου από τον Λέτσιε.
(8) Μεταξύ 1869-1870 μία ομάδα Αλβανών ή αλβανιζόντων (Βάσσα, Αβδούλ βέη, Χριστοφορίδης, Ε. Μήτκας, Κ. Βρεττός και βέηδων Σαήμ και Ναήμ (ονόματα ξεκάθαρης Ιουδαϊκής προελεύσεως) - οι 4 τελευταίοι από την Κορυτσά) με δαπάνες της Φιλοαλβανικής Εταιρείας του Λονδίνου, εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη (τύποις Ζελτς) το πρώτο αλβανικό διδακτικό βιβλίο. Μέχρις ότου επιβληθεί η γραπτή αλβανική (1909) οι Αλβανοί μάθαιναν γράμματα σε Ελληνικά σχολεία και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
(9) Το έργο της διαδόσεως και επιβολής της νεοσχηματισθείσης αλβανικής γραπτής γλώσσας ανέλαβε (1878) ο Αλβανικός Σύλλογος Πρισρένης (Ιταλο-Αυστριακό Παράρτημα) με τη συμπαράσταση της Τουρκίας. Μία από τις επιδιώξεις της οργανώσεως ήταν και η εισαγωγή της αλβανικής αυτής γραπτής σε όλα τα σχολεία της Ηπείρου.
(10) Το 1920 ένας αποτυχημένος «Έλληνας» ηθοποιός (Θεοφάνης Μαυρομμάτης) γνωστός αργότερα σαν Φαν Νόλι, χειροτονήθηκε παράνομα σε αλβανορθόδοξο επίσκοπο και μετέφρασε στην Αλβανική τα ιερά βιβλία και πρώτα τα Ευαγγέλια.
(11) Έτσι, ενώ η Ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα της Διοικήσεως, η γλώσσα όλων των κατοικούντων στην Ενιαία Ήπειρο (Τούρκων, τουρκαλβανών) και οι γυναίκες των αλλοθρήσκων νανούριζαν τα μωρά τους με Ελληνικά τραγούδια, φθάσαμε στα μισά περίπου του 20ου αιώνος, οπότε και ανασύρθηκαν από τα καταγώγια του Συστήματος θεωρίες-μνημεία θρασύτητος και απάτης. Αποκορύφωμα όλων αυτών οι παρανοϊκοί ισχυρισμοί μερικών Αλβανών (και όχι μόνο) ότι:
(α) Οι Βορειοηπειρώτες είναι εξελληνισμένοι Αλβανοί.
(β) Η Ελληνική γλώσσα μετασχηματίσθηκε και αναπτύχθηκε με βάση το αρχαίο Αλβανικό αλφάβητο (!!!).



                                                                                                                                                                                               Συνεχίζεται









Πηγές: - B. Kondis The Malissori Uprising and Greek-Albanian Negotiations in the United States for a Secred Understanding. Institute of Balkan Studies. Θεσαλλονίκη 1977 (Αγγλικά)
-Β. Κόντης. «Η Βαλκανική Συμμαχία του 1912 και η ανεξαρτησία της Αλβανίας», Βαλκανική Βιβλιογραφία, Θεσσαλονίκη, 1976.  
ADRESS DELIVERED: TOTRE ANGLO-ELLENIQUE LEAQUE ON NORTNERI EPIRUS IN 1913, LONDON 1916-Σερ Γιαλίστρα, Αντγου ε.α.. ΄΄Ο Ελληνισμός και οι Βαλκανικοί Γείτονές του κατά τους τελευταίους χρόνους΄΄ (1945, Αθήνα).
Λεπτομέρειες για την φυλετική ταυτοτητα και την αρχική προέλευση των Σκιπετάρων, στο υπό την προσεχή ανάλυση θέμα: «Έλληνες Αρβανίτες και Αλβανοί Σκιπετάροι».
4 Ιστορία της Ελλάδος, Αθήνα 1925, υποσ. σελ. 71.
5 P.Badoglio: L’ITALIA NELLA SECONDA GUERRA MONDIALE, VERONA, 1946, σ.313).
Πηγή: Το βιβλίο του Σπύρου Στούπη, Ηπειρώτες και Αλβανοί –η προσφορά της Ηπείρου προς το έθνος, εκδόσεις Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, Ιωάννινα 1976.
Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα ο Μάρκος Μπότσαρης,ήρωας της ελληνικής επανάστασης και αρχηγός των καπεταναίων του Σουλίου,σε ηλικία 19 χρονών συνέγραψε ένα ελληνοαρβανίτικο λεξικό στην αρβανίτικη διάλεκτο του Σουλίου κατά παραγγελία του Γάλλου Πουκεβίλ.Το λεξικό το ονόμασε "Λεξικόν της Ρωμαϊκοις και Αρβανητηκής Απλής", το οποίο σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισίου, αντί να αποτελεί σπάνιο χειρόγραφο της Ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς!!!! Το λεξικό ήταν χειρόγραφο, γραμμένο με το ελληνικό αλφάβητο, στο οποίο ο Μπότσαρης έκανε χρήση πνευμάτων. Για την απόδοση των λέξεων συνδύαζε μια φωνητική και ελληνική ιστορική ορθογράφια,πολλές φορές τυχαία, χωρίς κάποιους συγκεκριμένους κανόνες.

27 σχόλια:

  1. Ας δούμε ποια ήταν η κατάσταση στην Ήπειρο τον 19ο-20ο αιώνα.

    Ο Hobhouse παρατηρούσε πως πλησιάζοντας στο Αργυρόκαστρο άλλαζε η ενδυμασία των χωρικών και τη φαρδιά μάλλινη φουστανέλα των Ελλήνων αντικαθιστούσε η βαμβακερή των Αλβανών, ενώ χρησιμοποιούσαν πλέον περισσότερο την αλβανική γλώσσα. Ενώ μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων οι Χριστιανοί κάτοικοι μιλούσαν περισσότερο τα ελληνικά, εντούτις στην Ηπειρωτική ύπαιθρο οι περισσότεροι μιλούσαν Αλβανικά ενώ ελληνικά μιλούσαν περισσότερο οι άνδρες. (John Cam Hobhouse, “A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810”, James Cawthorn, London 1813)

    Όσον αφορά στο Αργυρόκαστρο, ο Holland, ο οποίος επισκέφτηκε την Αλβανία το 1812, αναφέρει ότι η πόλη είχε πληθυσμό 4.000 οικογενειών από τις οποίες μόνο 140 ήταν ελληνικές (Henry Holland, Travels in The Ionian Isles, Albania, Thhessaly, Macedonia, &c., during the years 1812 and 1813, 1815, Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown: 1899, p.272). Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από στοιχεία που δημοσίευσε το 1913 το γενικό στρατηγείο του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με τα οποία από τους 11.590 κατοίκους του Αργυροκάστρου οι 9.895 ήταν Αλβανοί και μόνο 1695 Έλληνες. (R. Puax, Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, εκδ. 1913)

    Ο Holland γράφει επίσης ότι οι Χιμαριότες ανήκουν στην αλβανική φυλή των Λιάπηδων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι ανάμεσα στην Αυλώνα και στο Δέλβινο. Ο Ιωάννης Γεννάδιος (1844-1932), Έλληνας προξενικός υπάλληλος με συγγραφική δραστηριότητα και ευεργέτης, αποκαλεί επίσης τους κατοίκους της Χιμάρας ως Λιάπηδες, ενώ αξίζει να πούμε ότι θεωρούσε τους κατοίκους της Ύδρας και των Σπετσών ως 'εξελληνισθέντες Αλβανούς' όπως χαρακτηρηστικά έλεγε. Άρα το ότι οι Χιμαριότες είναι δίγλωσσοι Αλβανοί (ασχέτως αν πολλοί από αυτούς έχουν αποκτήσει ελληνική εθνική συνείδηση), δεν είναι αλβανική προπαγάνδα του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Είναι σημαντική η καταγραφή του του Holland, καθώς αυτή έγινε πολύ πριν την επίσημη ίδρυση του αλβανικού κράτους, και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να μιλάμε περί αλβανικής προπαγάνδας σχετικά με την καταγωγή των Χιμαριωτών.

    Κατά τον Αθανάσιο Ψαλίδα: «Η Κορυτζά ή Γκιόρτζα, κωμόπολις με 800 σπίτια, τα μισά μουσουλμανικά και τα μισά χριστιανικά… όλοι οι κάτοικοι Αλβανοί και άλλην γλώσσα δεν ξέρουν. Και η πόλη του Αργυροκάστρου… περιέχει ως 2500 σπίτια εξ ων στα 300 σχεδόν μένουν Χριστιανοί, στα δε υπόλοιπα Τούρκοι. Και οι Χριστιανοί και οι Τούρκοι είναι Αλβανοί.» (Βλ. Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα…, σελ. 14. 66), εννοώντας προφανώς με το ‘Χριστιανοί’ και ‘Τούρκοι’ χριστιανούς και μουσουλμάνους.

    Τον αλβανικό χαρακτήρα των δύο πόλεων μαρτυρεί και ο Παναγιώτης Αραβαντινός: «Γκιόρτζα ή Κορυτζά, πόλη της Μακεδονίας, η πόλη κατοικείτο από 2000 οικογένειες, σχεδόν όλες οικογένειες Αλβανών..», ενώ για το Αργυρόκαστρο σημειώνει ότι «οικείται ήδη η πόλις αύτη υπό 2000 περίπου οθωμανικών οικογενειών, των πλείστων αλβανικής φυλής, πλουσίων και επιχειρηματιών… και υπό 200 χριστιανικών μικρεμπόρων και τεχνιτών.» (Π. Α. Π., «Χρονογραφία της Ηπείρου», Αθήναι 1856, τόμος Β’, σελ. 18. 41)

    Ο ίδιος ο Αραβαντινός συμπληρώνει αλλού για την Κορυτσά: «Ο πληθυσμός αυτής αναβαίνει στην εποχή ταύτη σε είκοσι χιλιάδας ψυχές, από τις οποίες μόλις το 10% πρεσβεύουν τον μωαμεθανισμό. Οι κάτοικοι τους ανήκουν κυρίως στην αλβανική φυλή, μιλούν την αλβανική γλώσσα ως μητρική, την δε ελληνική περισσότερο ή λιγότερο γνωρίζουν και μιλάνε οι άνδρες γενικά.» (Παναγιώτη Αραβαντινού, «Περιγραφή της Ηπείρου», ΕΠΜ, Ιωάννινα 1984, τόμος Α’, σελ. 52, 114)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ας δούμε τι λέει και ο Δασσαρήτης Ηλίας: «Καθ' άπασαν την εκ 40.000 κατοίκων και επέκεινα κατοικουμένην κοιλάδα της Κοριτσάς λαλείται η αρχαϊκωτάτη αλβανική γλώσσα (ιλλιριοπελασγικού στελέχους), της Ινδοευρωπαϊκής των γλωσσών ομοφυλίας, ως εις πλείστα μέρη της Ηπείρου, ένθα και κατά Στράβωνα 'το των Ηπειρωτών γένος δίγλωττον αεί'...» ("Περί της Κοριτσάς" του Ηλία Δασσαρήτου, στο "Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος", τόμ. 5ος, Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Περρή, 1900, σελ. 135)

      Το αυτό επιβεβαιώνει και ο Ζώτος ο Μολοσσός από τη Δρόβιανη στο 'Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου' (τόμος Δ', τεύχος Α', εν Αθήναις, 1878) που εκδόθηκε με την έγκριση του τότε Υπουργείου επί των Στρατιωτικών, όπου και αναγνωρίζει τον αλβανικό χαρακτήρα και πληθυσμό της πόλης και της ευρύτερης περιοχής: «Η κοιλάς της Κορυτσάς είναι ευφορωτάτη εις δημητριακούς καρπούς, έχει νομάς αξιολόγους και ποίμνια πολλά και πληθυσμό της επαρχίας 20.000 ψυχές Τουρκαλβανών, 30.000 χριστιανών Αλβανών, το όλον 50.000...» ενώ σε άλλη σελίδα λέει για την πόλη ότι «...έχει 2000 κτήρια ελληνοαλβανικά με 10.000 ψυχές και 500 τουρκαλβανικά με 3000 ψυχές» όπου με τον όρο 'ελληνοαλβανικά' εννοεί τα σπίτια των χριστιανών ορθοδόξων Αλβανών και με το 'τουρκαλβανικά' εννοεί τα σπίτια των μουσουλμάνων Αλβανών, όπως φαίνεται από τις αναφορές '20.000 ψυχές Τουρκαλβανών' και '30.000 χριστιανών Αλβανών'.

      Το αυτό επιβεβαιώνει ο Νικόλαος Σχινάς, ταγματάρχης του Μηχανικού του ελληνικού στρατού, στο 'Οδοιπορικαί Σημειώσεις' (φυλλάδιον πρώτον, εν Αθήναις, 1886) που εκδόθηκε με την εντολή και έγκριση του τότε Υπουργείου επί των Στρατιωτικών, στο οποίο λέει για την Κορυτσά και την ευρύτερη περιοχή: «Πρωτεύουσα ομονύμου σαντζακίου, έχοντος πληθυσμόν 26500 Ελληνοαλβανούς και 20000 Οθωμανούς, οικούντας εις 65 χριστιανικά χωρία και 30 τουρκαλβανικά, παράγοντος δε 14000 κιλά σίτου, 17000 κιλά κρίθης και 22000 κιλά αραβοσίτου...» χρησιμοποιόντας τον όρο 'Ελληνοαλβανοί' εννοώντας τους χριστιανούς ορθόδοξους Αλβανούς και τον όρο 'Οθωμανοί' εννοώντας προφανώς τους μουσουλμάνους Αλβανούς τους οποίους αποκαλεί και 'Τουρκαλβανούς' (όρος με τον οποίο αποκαλούσαν τους μουσουλμάνους Αλβανούς).

      Η Κορυτσά λοιπόν ήταν πληθυσμιακά, στην πλειοψηφία της, αλβανική πόλη. Σύμφωνα με βρετανικό μνημόνιο της 28/1/1919, η Κορυτσά θεωρούνταν κατά κύριο λόγο Αλβανική. (Ν. Petsalis-Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), Θεσσαλονίκη 1978)

      Η ελληνική προπαγάνδα εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Κορυτσάς ήταν στην πλειοψηφία τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και κάποιοι από αυτούς Βλάχοι. Το 1923, η επιτροπή της ΚτΕ σημείωνε πως: «Στην Κορυτσά στην ουσία δεν υπάρχει ελληνόφωνος πληθυσμός και όταν ο Κλεμανσώ έλεγε το 1913 ότι εκεί η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Έλληνες, αυτή η γνώμη, η οποία δεν συνάδει με τα γεγονότα, αντανακλά τη σύγχυση μεταξύ θρησκείας και εθνολογικής κατάστασης. Η σύγχυση αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη στην συζήτηση περί βαλκανικών ζητημάτων, σύμφωνα με την οποία η ορθόδοξη θρησκεία ταυτιζόταν με την ελληνική εθνικότητα.» (Η Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2003, σελ. 28)

      Διαγραφή
    2. Ο Βρετανός συγγραφέας, δάσκαλος και οεριηγητής, Henry Fanshawe Tozer (1829-1916), το 1865 επισκέφτηκε την Αλβανία. Για το Αργυρόκαστρο γράφει ότι: «Η πόλη στην ουσία κατοικείται από Αλβανούς και οι Έλληνες που βρίσκονται εκεί, θεωρούνται ξένοι. Οι γυναίκες εδώ φοράνε ένα άσπρο βέλο ή πετσέτα, τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι, και κρεμασμένο προς τα πίσω.» ενώ στα νότια του Αργυροκάστρου όπως γράφει, υπάρχουν ελληνικά χωριά. (Henry Fanshawe Tozer, Researches in the Highlands of Turkey, Including Visits to Mounts Ida, Athos, Olympus, and Pelion, to the Mirdite Albanians, and Other Remote Tribes, (London: John Murray 1869), Volume 1, Chapter X, pp. 218-233;)

      Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα και αργότερα, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Λουντζερία (περιοχή στα βόρεια του Αργυροκάστρου γνωστή και ως 'Λιντζουριά'), οι περισσότεροι ερχόμενοι μέσω των Ιωαννίνων, περιέγραψαν τους Λουντζεριότες ως ορθόδοξους χριστιανούς που μιλούσαν αλβανικά, και είχαν την αίσθηση ότι, ξεκινώντας από το Δελβινάκι, έμπαιναν σε μία άλλη χώρα. Τα ελληνικά δεν ομιλούνταν όπως σε πιο νότιες περιοχές, ενώ υπήρχαν και διαφορές στον τρόπο ζωής και στα έθιμα των χωριατών.

      «Τα δε χοριά της Λιντζουριάς είναι Αλβανοί χριστιανοί, ομοίως και Ζαγοριάς όλοι χριστιανοί Αλβανοί, αρχίζοντας από Σέπερην, το μεγαλύτερων χορίων της. Η δε Ρίζα περιέχει τα χωριά Πέστανη, Κόδρα, Λέκλη, Λάμποβον, Χόρμοβο, Ερήντι και εξής, Αλβανοί χριστιανοί, ανδρείοι εις τους πολέμους.» (Αθανασίου Ψαλίδα (και Κοσμά Θεσπρωτού), «Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, εξ ανεκδότου χειρογράφου του Κοσμά Θεσπρωτού, με τοπογραφικά σχεδιογραφήματα και γεωγραφικούς χάρτας του ιδίου», προλεγόμενα και σημειώσεις Αθαν. Χ. Παπαχαρίση, Ιωάννινα 1964, σελ. 65;)

      Ο Hobhouse που το 1813 επισκέφτηκε το χωριό Κεστοράτ (Qestorat) της Λουντζερίας, γράφει: «Σε αυτό το μέρος όλα ήταν διαφορετικά σε σχέση με όπως ήταν στα ελληνικά χωριά. Γίναμε αποδέκτες μιας ιδιαίτερης προσοχής και καλοσύνης από το άτομο που μας φιλοξενούσε, αλλά δεν είδα καθόλου στο πρόσωπο του (αν και ήταν χριστιανός) από το τρεμάμενο, μελαγχολικό, ντροπαλό βλέμα των Ελλήνων χωριατών. Το χωριατόσπιτο του ήταν άψογα σοβαντισμένο, και ασβεστομένο, και είχε έναν στάβλο και μικρή αποθήκη στο κάτω πάτωμα, και δύο υπνοδωμάτια στον πάνω όροφο, σε ελαφρώς διαφορετικό στυλ από ό,τι είχαμε δει στην κάτω Αλβανία. Θα μπορούσε σίγουρα να χαρακτηριστεί άνετο και εδώ περάσαμε την καλύτερη νύχτα μας από τότε που ήρθαμε από τα Γιάννενα.» (John Cam Hobhouse, “A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810”, James Cawthorn, London 1813)

      Οι Αθανάσιος Ψαλίδας και Κοσμάς Θεσπρωτός λοιπόν, στις αρχές του 19ου αιώνα, θεωρούσαν τη Λουντζερία (Lunxhëri) και τη Ρίζα (Rrëzë) ως αλβανικές περιοχές που κατοικούνταν από Αλβανούς χριστιανούς ορθόδοξους. Όπως καταγράφει και ο Gilles De Rapper στο 'Better than Muslims, not as good as Greeks.' ('The New Albanian Migration', Sussex Academic Press, pp.173-194, 2005) στις δύο αυτές περιοχές κατοικούν α) Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι - εκτός από το χωριό Erind όπου κατοικούν μουσουλμάνοι - που οι ίδιοι ονομάζουν τους εαυτούς τους Λιντζουριότες (Lunxhot) ή αυτόχθονες (autoktonë) ενώ οι άλλοι τους αποκαλούν χωριάτες (fshatarë), β) λίγοι Αλβανοί μουσουλμάνοι που έχουν έρθει από τη Λιαπουριά (Labëri) και που συνήθως οι ντόπιοι τους αποκαλούν μουσουλμάνους, αλλά και γ) μερικές οικογένειες Βλάχων που εγκατέστησε στην περιοχή το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, τους οποίους οι ντόπιοι αποκαλούν 'të ardhur' (αυτοί που ήρθαν) ενώ οι ίδιοι αποκαλούν συνήθως τους εαυτούς τους 'çoban' (τσομπάν).

      Διαγραφή
    3. Ο Γάλλος διπλωμάτης και φιλόλογος Auguste Dozon (1822-1890), υπηρέτησε ως Πρόξενος της Γαλλίας στο Βελιγράδι (1854-1863), στο Μόσταρ (1863-1865, 1875-1878), στη Φιλιππούπολη (1865-1869), στα Γιάννενα (1869-1875), στην Κύπρο (1878-1881), και στη Θεσσαλονίκη (1881-1885). Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αλβανική γλώσσα, την οποία ξεκίνησε να μαθαίνει στα Γιάννενα μετά που συναντήθηκε με τον Johann Georg von Hahn και νεαρούς Αλβανούς φοιτητές, στην κάποτε πρωτεύουσα της Αλβανίας (όπως ονόμαζε τα Γιάννενα). Το αποτέλεσμα των ερευνών του στην αλβανική γλώσσα και λαογραφική παράδοση, ιδιαίτερα στην προφορική αλβανική λογοτεχνία, καταγράφεται στα βιβλία του ‘Manuel de la langue chkipe ou albanaise’ [Εγχειρίδιο των Σκιπ ή της αλβανικής γλώσσας], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879, και ‘Contes albanais, recueillis et traduits’ [Αλβανικά λαϊκά παραμύθια, συλλεγόμενα και μεταφρασμένα], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1881.

      Για το Λεσκοβίκι λέει: «Οι μουσουλμάνοι που αποτελούν περισσότερο από τα 5/6 του πληθυσμού του Λεσκοβικίου, σχεδόν όλοι αποκαλούν τους εαυτούς τους μπέηδες…Κάποτε θεωρούνταν πολύ φανατικοί και ήταν μόνο πριν 7 ή 8 χρόνια που επέτρεψαν να χτιστεί μία εκκλησία. Η αίρεση των Μπεκτασίδων έχει διαδοθεί ανάμεσα τους και ο αριθμός των ακολούθων της ανέβηκε στους 60 μέσα σε μερικά χρόνια…Κανένας από τους άντρες δεν αφήνει το σπίτι του χωρίς χωρίς μία ομάδα οπλισμένων σωματοφυλάκων, συνηθισμένο φαινόμενο στις αλβανικές περιοχές όπου οι αιματηρές βεντέτες είναι αρκετά διαδεδομένες.»,

      ενώ για την Κορυτσά λέει: «Λιγότερο από το 1/6 του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι. Αποτελούν περίπου 200 από τα 1.500 συνολικά σπίτια. Υπάρχουν μόνο 2 τζαμιά, ένα από τα οποία είναι πολύ μικρό… Οι χριστιανοί της Κορυτσάς είναι άξιοι θαυμασμού για τις θυσίες που έχουν κάνει να μορφώσουν τους νέους ανθρώπους και να βοηθάνε τους φτωχούς επειδή, όπως οι κάτοικοι (όλων των θρησκειών) άλλων τουρκικών πόλεων, υπόκεινται στους φόρους που η κυβέρνηση και οι υπάλληλοι της τους επιβάλλουν από καιρό σε καιρό, και από τους οποίους δεν μπορούν να ξεφύγουν χωρίς να κερδίσουν την αποδοκιμασία των αρχών…Ο πληθυσμός αυτής της περιοχής, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αλβανικός… Στον περιβάλλοντα χώρο της Κορυτσάς, υπάρχουν μόνο δύο μικρά βουλγάρικα χωριά, και ένας χειμωνιάτικος οικισμός Βλάχων.» (Auguste Dozon, Excursion en Albanie, (report sent to the French Ministry of Foreign Affairs, Department of Consular and Commercial Affairs, in Paris), published in Bulletin de la Société de Géographie, Paris, June 1875 - Translated from the French by Robert Elsie)

      Διαγραφή
    4. O Ελευθέριος Βενιζέλος στις 30/12/1918 διατύπωσε τις ελληνικές διεκδικήσεις. Αυτές αφορούσαν στα εδάφη νοτίως μιας νοητής γραμμής που ξεκινούσε από την Αδριατική, 25 περίπου χλμ. βορείως της Χιμάρας, περνούσε βορείως της Πρεμετής, αφήνοντας τα τμήματα των καζάδων Τεπελενίου και Πρεμετής βορείως του ποταμού Αωού (Vjosë) στην Αλβανία, και συνέχιζε προς βορρά στη Μοσχόπολη (Voskopojë) και τη Μεγάλη Πρέσπα, περιλαμβάνοντας και την Κορυτσά - μια περιοχή κατοικούμενη τότε από 128.000 Έλληνες και 95.000 Αλβανούς, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή που είχε πραγματοποιηθεί από τις οθωμανικές αρχές στην περιοχή το 1908. Από τους Χριστιανούς όμως, μόνο 30.000 με 47.000 είχαν τα ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα. (Wolfgang Stoppel, 'Minderheitenschutz im östlichen Europa', Universität Köln, 2001, σελ. 8)

      «Η (ελληνική) απαίτηση στη νότια Αλβανία (Ήπειρος) στηρίζεται απόλυτα στον ισχυρισμό ότι η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Έλληνες. Οι Έλληνες αριθμούν 120.000 ως Έλληνες και ως Αλβανούς 80.000. Αλλά ποιοι είναι οι ‘Έλληνες’; Τουλάχιστον τα 5/6 από αυτούς [περίπου το 80%] - αν όχι περισσότεροι - είναι Αλβανοί Χριστιανοί του ορθόδοξου δόγματος, Αλβανοί στην καταγωγή και στη γλώσσα, οι οποίοι επειδή αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, θεωρούνται Έλληνες υπό την έννοια ότι έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική κουλτούρα.» (“The Nineteenth Century and After XIX-XX a Monthly Review”, founded by James Knowles, Vol. LXXXVI, July-December 1919, page 645.)

      Το ίδιο διατυπώνει και ο Βρετανός περιηγητής και συγγραφέας Edmund Spencer στο βιβλίο του ‘Travels in European Turkey, in 1850, through Bosnia, Servia, Bulgaria, Macedonia, Thrace, Albania, and Epirus, with a visit to Greece and the Ionian Isles’ (εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1851) στο μέρος εκείνο του βιβλίου που ονομάζει ‘A journey from Ohrid to Janina’, όπου θεωρεί ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων και των ελληνόφωνων του νότου της Αλβανίας, ήταν στην πραγματικότητα εξελληνισμένοι Αλβανοί, οι οποίοι επηρεάστηκαν - γλωσσικά και πολιτισμικά - από την ελληνορθόδοξη εκκλησία.

      Το ίδιο αναφέρει η εγκυκλοπέδια Britannica το 1910, ότι δηλαδή υπήρχε ένας πληθυσμός Ελλήνων στην Ήπειρο, που όμως δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες (υπονοώντας ότι ήταν πληθυσμός που είχε αφομοιωθεί από τους Έλληνες και ήταν πλέον ελληνόφωνοι): «Υπάρχει ένας αξιόλογος πληθυσμός ελληνόφωνων στην Ήπειρο, οι οποίοι ωστόσο, πρέπει να διαχωριστούν από τους γνήσιους Έλληνες των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας και των πιο νότιων περιοχών. Αυτοί μπορούν να υπολογιστούν γύρω στις 100.000.» (Encyclopedia Britannica, section on Albania, 1910, p. 483)

      Διαγραφή
    5. Ο Βαρώνος John Cam Hobhouse Broughton, αναφερόμενος όχι μόνο στην Ήπειρο, μας λέει για τους ‘Έλληνες’ που είναι Αλβανοί, Βλάχοι ή Βούλγαροι στην καταγωγή, που στην πραγματικότητα δεν είναι ελληνικής καταγωγής αλλά μέλη της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας και γι’ αυτό αποκαλούνται συνήθως και αυτοί ως ‘Έλληνες’ ή ‘Ρωμαίοι’ (Ρωμιοί):

      «Ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς που συμπεριλαμβάνονται υπό τον όρο ‘Ρωμαίοι’ ή Χριστιανοί της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας…είναι σίγουρα μεικτής καταγωγής…Αυτοί λοιπόν είναι οι Αλβανοί, οι Μανιάτες, οι Μακεδόνες, οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι Έλληνες…Αν δούμε συνολικά τους Έλληνες, δεν μπορούν παρ’ όλα αυτά, να αναφερθούν ξεκάθαρα ως μεμονομένος λαός, αλλά περισσότερο ως μία θρησκευτική ομάδα που αντιτίθεται στην καθεστηκυία τάξη της εκκλησίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…» (John Cam Hobhouse, A Journey Through Albania and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 and 1810, (James Cawthorn, London 1813), Vol. II, p. 58)

      «Τελικά μία συνθήκη στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1881, με την οποία η οριοθέτηση μιας (συνοριακής) μεθορίου λιγότερο ευνοϊκής για την Ελλάδα, ανατέθηκε σε μία διεθνή επιτροπή…Η Ελλάδα δεν εγκατέλειψε την πρόθεση της να εισβάλει στη νότια Αλβανία μέχρι που μία ναυτική διαμαρτυρία και αποκλεισμός των ακτών της διενεργήθηκε απ’ τις Μεγάλες Δυνάμεις…Έκτοτε η Ελλάδα πραγματοποίησε κάθε πιθανό βήμα ώστε να αποσπάσει τη νότια Αλβανία απ’ την Τουρκία με μία βαθμιαία διείσδυση και εξελληνισμό του πληθυσμού.» (Stavro Skendi, The Albanian national awakening, 1878-1912, Princeton, N.J. : Princeton University Press, 1967, p. 57)

      Ας δούμε την καταγραφή πληθυσμού που πραγματοποιήθηκε από το II Γραφείο του Ελληνικού Επιτελείου το 1913 και δημοσιεύτηκε το 1919. Ενώ ο πληθυσμός της νότιας Αλβανίας (Βόρειας Ηπείρου) κατηγοριοποιείται σε Ελληνες και Αλβανούς, διαπιστώνεται ότι ως ελληνικά έχουν χαρακτηριστεί όλα τα χριστιανικά χωριά ανεξαρτήτως του εάν οι κάτοικοι τους είναι Έλληνες ή Αλβανοί, ανεξαρτήτως αν η μητρική τους γλώσσα είναι ελληνικά ή αλβανικά.

      Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η διεθνής επιτροπή συνόρων που συστήθηκε το 1913 για να εξετάσει τη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας με την Ελλάδα, είχε να αντιμετωπίσει αστεία τεχνάσματα που δημιουργούσαν οι Έλληνες (προσπαθώντας να δείξουν ότι διάφορες περιοχές της Αλβανίας κατοικούνταν από Έλληνες), όπως αυτό που διηγείται ο λοχαγός Leveson Gower: «Η επιτροπή φτάνει το βράδυ σε κάποιο χωριό…ακούγεται το χτύπημα καμπάνας…οι Έλληνες έχουν στήσει αυτοσχέδιο καμπαναριό πάνω σ’ένα δέντρο…» (Edith Durham, ‘The Burden of the Balkans’, London 1905)

      Επειδή αναφέρθηκα στις προσπάθειες εξελληνισμού των χριστιανών Αλβανών της Ηπείρου και της νότιας Αλβανίας, ας δούμε δύο μαρτυρίες.

      Διαγραφή
    6. Ας δούμε τη μαρτυρία του Εκρέμ Μπέη Βλόρα, που επισκέφτηκε το Μπεράτι το 1908: «Παράλληλα με την επίσκεψη μου στο τουρκικό σχολείο ινταντιγιέ, επισκέφτηκα επίσης το κύριο ελληνικό σχολείο. Αυτό μου έδωσε μία ευκαιρία να ελέγξω τις προσπάθειες των σημερινών Ελλήνων να εκπολιτίσουν τους αγροίκους και βάρβαρους Αλβανούς. Ο οδηγός μου ήταν ο Έλληνας Πρόξενος. Το σχολείο είναι σε ένα μεγάλο, αρκετά ρημαγμένο σπίτι στη γειτονιά Mangalem. Είναι το αντίστοιχο του εξατάξιου γυμνάσιου. Επιπλέον, το Μπεράτι έχει οκτώ δημοτικά ελληνικά σχολεία - τέσσερα για αγόρια και τέσσερα για κορίτσια. Το γυμνάσιο λειτουργεί για περισσότερο από τριάντα χρόνια και είναι το πρώτο ίδρυμα του είδους του που έχει χτιστεί στο σαντζάκι του Μπερατίου. Εβδομήντα με ογδόντα αγόρια διδάσκονται εδώ χωρίς δίδακτρα, αφού τα έξοδα καλύπτονται από την Ένωση για τη Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας στην Αθήνα. Οι δάσκαλοι διορίζονται κυρίως από τον μητροπολίτη και πληρώνονται απ’ την Αθήνα. Η εκκλησία έχει επιβάλλει έναν μικρό φόρο στον πληθυσμό, στο επίπεδο των δέκα πιάστρων (δύο κορώνες) ετησίως, τις οποίες συλλέγει ο subashi, συχνά μόνο από τους πλουσιότερους. Είναι για την πληρωμή των μισθών των ιερέων, αλλά το μεγαλύτερο μέρος καταλήγει στο θησαυροφυλάκιο της ελληνικής σχολικής ένωσης στην Αθήνα. Πρέπει να πω ότι η διδασκαλία σε αυτό το σχολείο και στα άλλα κρατικά ελληνικά σχολεία είναι καλύτερη σχεδόν σε όλα από αυτή στο τουρκικό σχολείο. Οι Έλληνες έχουν δουλέψει αφοσιωμένοι επιμελώς για δεκαετίες, ακολουθώντας σταθερούς στόχους, με την πρόθεση αφομοίωσης του πληθυσμού. Οποιοσδήποτε δεν είναι πεπεισμένος από τη δικιά μου ερμηνεία των προθέσεων και των αποτελεσμάτων αυτής της “εκπολιτιστικής και σχολαστικής” δουλειάς, θα έπρεπε να έρθει στο Μπεράτι το απόγευμα, όταν τα παιδιά - όλοι Αλβανοί - φεύγουν από το σχολείο, ενώ τραγουδάνε τον ελληνικό εθνικό ύμνο.» (Ekrem bey Vlora, Aus Berat und vom Tomor: Tagebuchblätter, (Sarajevo: Daniel A. Kajon, 1911), p. 24-54 - Translated from the German by Robert Elsie.)

      Διαγραφή
    7. Ο Δανός αρχαιολόγος Peter Oluf Brønstedt, οποίος στις 12 Δεκεμβρίου του 1812 επισκέφτηκε την Πρέβεζα, είπε ότι «Κάθε χριστιανός Αλβανός που έχει δεχτεί οποιουδήποτε είδους μόρφωση, καταλαβαίνει τα σημερινά ελληνικά, συχνά καλύτερα απ’ τη μητρική του γλώσσα. Όλη η φιλολογική εκπαίδευση, στα θρησκευτικά και σε άλλα σχολεία, πραγματοποιείται στα νέα ελληνικά, εκτός από μερικές φυλές, που εδώ και μερικούς αιώνες έχουν ασπαστεί το Ισλάμ…» (Peter Oluf Brønstedt, Interview with Ali Pacha of Joanina, in the Autumn of 1812; with Some Particulars of Epirus, and the Albanians of the Present Day, (Edited with an introduction by Jacob Isager), Athens: The Danish Institute at Athens 1999, p. 34-77)

      «…Οι χριστιανοί ορθόδοξοι στον αλβανικό νότο, οι οποίοι, μέσω της ελληνικής εκπαίδευσης και της επιρροής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είχαν αποκτήσει μία ελληνική συνείδηση και πολλοί από αυτούς έγιναν πρωτοπόροι στην ενδυνάμωση της ελληνικής κουλτούρας και επίσης ωφέλησαν το ελληνικό κράτος με διάφορους τρόπους. Η επιρροή του ελληνισμού στον Αλβανό Ορθόδοξο ήταν τέτοια που, όταν αναπτύχθηκε η αλβανική εθνική ιδέα, στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ήταν πάρα πολύ μπερδεμένοι όσον αφορά την εθνική τους ταυτότητα. Συνεπώς παρατηρούμε το φαινόμαινο ότι πρωταγωνιστές των δύο εθνικών κινημάτων να έρχονται από το ίδιο χωριό. Για παράδειγμα, το χωριό Qestorat στο Αργυρόκαστρο ήταν ο τόπος γέννησης του γνωστού ευεργέτη Χριστάκη Ζωγράφου (Kristaq Zografi) (1820-1896) και του γιου του Γεωργίου, Υπουργού των Εξωτερικών της Ελλάδας, ηγετικής προσωπικότητας του ελληνικού εθνικού κινήματος και πρώτου γενικού κυβερνήτη της Ηπείρου μετά την απελευθέρωση της το 1913. Το ίδιο χωριό ήταν επίσης τόπος της ηγετικής προσωπικότητας του αλβανικού εθνικού κινήματος Παντελί Σοτίρι (Pandeli Sotiri), που ήταν μαθητής του δασκάλου ελληνικών Κότο Χότζι (Koto Hoxhi). Ο Hoxhi συνήθιζε να διδάσκει την αλβανική γλώσσα μυστικά στους μαθητές του, αυτός είναι ο λόγος που συγκρούστηκε με το ελληνικό προξενείο στα Γιάννενα, όπου στην πραγματικότητα είχε κάνει ένα ατυχές αίτημα για την ίδρυση ενός αλβανικού σχολείου. Στην πραγματικότητα αφορίστηκε από τον Επίσκοπο του Αργυροκάστρου. Ακόμα, εκτός από τον Sotiri, το σχολείο του Qestorat παρήγαγε ακόμα έναν σημαντικό αντιπρόσωπο του αλβανικού εθνικού κινήματος, τον Πέτρο Νίνι Λουαράσι (Petro Nini Luarasi)…Πιστεύω ότι θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, τηρουμένων των αναλογιών, πώς αυτοί οι νεαροί Αλβανοί θα μπορούσαν να είναι τον 19ο αιώνα στα χωριά τους, σπουδάζοντας στα ελληνικά σχολεία αρχικά στα ίδια τους τα χωριά και αργότερα στη Ζοσιμαία Σχολή στα Γιάννενα, και να επηρεάζονται έτσι απ’ την ελληνική κουλτούρα, ένα γεγονός που, σε συνδιασμό με τη χριστιανική ορθόδοξη πολιτισμική παράδοση με την οποία μεγάλωσαν στο σπίτι, τους οδήγησε στον εξελληνισμό…» (Vassilis Nitsiakos, On the Border: Transborder Mobility, Ethnic Groups and Boundaries on the Albanian-Greek frontier, LIT Verlag Münster, Berlin 2010, p. 153-154)

      Διαγραφή
    8. Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα εξελληνισμού της Ηπείρου (και όχι μόνο) και των Αλβανών, από τη Λουντζερία, μέσω της εκκλησίας αυτή τη φορά.

      «Είναι επίσης πολύ καλά γνωστό, σ’ αυτό το μέρος των Βαλκανίων, και πίσω στους οθωμανικούς χρόνους, τα εθνόνυμα ‘Έλληνας’ και ‘Χριστιανός Ορθόδοξος’ ήταν κατά πολύ συνώνυμα, έτσι ώστε ήταν δύσκολο να είσαι χριστιανός και να λες ότι δεν είσαι Έλληνας. Η Λουντζερία (Lunxhëri) αυτής της ασάφειας ή αντίθεσης. Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα και αργότερα, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Λουντζερία, οι περισσότεροι ερχόμενοι μέσω των Ιωαννίνων, περιέγραψαν τους Λουντζεριότες ως ορθόδοξους χριστιανούς που μιλούσαν αλβανικά, και είχαν την αίσθηση ότι, ξεκινώντας από το Δελβινάκι, έμπαιναν σε μία άλλη χώρα, παρόλο που τα πολιτικά σύνορα δεν υπήρχαν τότε. Δεν μιλούσαν ελληνικά, όπως μιλούσαν πιο νότια, υπήρχε μία αλλαγή στον τρόπο ζωής και στα έθιμα των χωριατών… Τα ελληνικά, παρόλα αυτά, χρησιμοποιούνταν στις εκκλησιαστικές ακολουθίες σε όλη τη Λουντζερία, και οι ηλικιωμένες γυναίκες από το χωριό Këllëz έλεγαν ότι ‘εμείς οι γυναίκες δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε ο παπάς’. Επίσης, λέγεται ότι οι νεαροί άντρες που άφηναν τη Λουντζερία στον δρόμο του κουρμπέτ (ξενιτιάς) για την Κωνσταντινούπολη, μιλούσαν μόνο αλβανικά και μάθαιναν τα ελληνικά και τα τούρκικα στην Κωνσταντινούπολη.» (Gilles De Rapper, Better than Muslims, not as good as Greeks: Emigration as experienced and imagined by the Albanian Christians of Lunxhëri, Sussex Academic Press, 2005, p.10-11)

      Αυτός ήταν ο σφιχτός εναγκαλισμός από την ελληνο-ορθόδοξη εκκλησία.

      Διαγραφή
    9. Αξίζει να αναφέρουμε ότι όταν στη Βοστώνη των Η.Π.Α. πέθανε από βαριά γρίπη ένας ορθόδοξος χριστιανός Αλβανός, ο Kristaq Dishnica, μέλος της αλβανικής κοινότητας του Hudson της Μασσαχουσέττης, ένας εκεί Έλληνας ορθόδοξος ιερέας, αρνήθηκε να ψάλει την νεκρώσιμη ακολουθία. Ο λόγος ήταν ότι ο Dishnica ήταν από αυτούς που διεκδικούσαν οι εκκλησιαστικές ακολουθίες για τους χριστιανούς Αλβανούς να γίνονται στην αλβανική γλώσσα. (Constance J.Tarasar, Orthodox America, 1794-1976: development of the Orthodox Church in America, Bavarian State Library, (1975), p. 309)

      Τότε ήταν που ο Φαν Νόλι και μία ομάδα Αλβανών πατριωτών δημιούργησαν στο New England την ανεξάρτητη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας. Ο Νόλι, γεννημένος στα αρβανίτικα χωριά της Ανατολικής Θράκης και πρώτος ιερέας της εκκλησίας αυτής, συγγραφέας, ποιητής, ιστορικός, μουσικολόγος, συνθέτης, εξαιρετικός μεταφραστής κλασσικών έργων (Σαίξπηρ, Ομάρ Καγιάμ κλπ), προσωπικότητα με παγκόσμια αναγνώριση που το έργο του απέσπασε το θαυμασμό των Μπέρναρντ Σω, Τόμας Μαν, Σιμπέλιους και άλλων, κάτοχος δέκα γλωσσών, χειροτονήθηκε ιερέας το 1908 από τον Ρώσο ορθόδοξο επίσκοπο της Αλάσκας στις Η.Π.Α. Έτσι, η πρώτη λειτουργία με το ορθόδοξο τυπικό στην αλβανική γλώσσα, πραγματοποιήθηκε στη Βοστώνη στις 22 Μαρτίου 1908. Το 1921-‘22 μέσω κληρικολαϊκού συνέδριου ο Νόλι ανακήρυξε αυτοκέφαλη την αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία και τέθηκε επικεφαλής της το 1923 ως μητροπολίτης Δυρραχίου. (Stavro Skendi, The Albanian National Awakening 1878-1912, Princeton 1967, σελ. 162-163)

      Να σημειωθεί ότι το πατριαρχείο καθαίρεσε τους συμπρωταγωνιστές της ανεξαρτησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, τον μητροπολίτη Βελεγράδων (Μπεράτ) Βησσαρίωνα Τζοβάνι και τον ιερέα Ατ Βασίλι Μάρκου, τους οποίους αποκατέστησε αργότερα. Ακόμα και μετά το 1990 όμως και ενώ υπήρχαν αξιόλογοι Αλβανοί ορθόδοξοι ιερείς στην Αμερική, ο αρχικά έξαρχος του Πατριαρχείου και στη συνέχεια αρχιεπίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας Αναστάσιος διόρισε Έλληνες επισκόπους και ιερείς, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις. Την ίδια στιγμή η πολύ μικρότερη Ρωμαιο-καθολική Εκκλησία της Αλβανίας αρχικά είχε Ινδό νούντσιο και από το 1992-‘93 Αλβανό προκαθήμενο από την Μιρντίτα (περιοχή της βόρεις Αλβανίας όπου κατοικούν καθολικοί χριστιανοί) και 4 Αλβανούς ή αλβανογενείς επισκόπους, ακόμη και για την μικρή ουνιτική επισκοπή του Νότου (δημιουργήθηκε το 1660 όταν ο ορθόδοξος επίσκοπος προσχώρησε στην Ουνία, ενώ διατηρούνται μέχρι σήμερα πάνω από 3.000 πιστοί). Μετά το 1998 διορίστηκαν τελικά και Αλβανοί επίσκοποι στην αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία.

      Διαγραφή
    10. Για τους Αλβανούς μετανάστες στις Η.Π.Α. που είχαν προσχωρήσει στην αλβανική εθνική κίνηση, διατείνονταν ο πρόξενος Μοναστηρίου το 1909: «Επίσης την προσοχήν ημών δέον να ελκύση και η Αμερική, εν η ο Αλβανισμός των Ορθοδόξων επετέλεσεν ατυχώς σπουδαίαν πρόοδον…» (Α.Υ.Ε., 1909, Ι’, αρ. 517, Προξενείο Μοναστηρίου προς Υπουργείο Εξωτερικών, Μοναστήρι, 25 Ιουνίου 1909)

      Ο αλβανισμός λοιπόν προχώρησε ατυχώς σύμφωνα με τον Έλληνα πρόξενο, ακριβώς επειδή ο στόχος της Ελλάδας ήταν η αφομοίωση και ο εξελληνισμός του κάθε χριστιανού ορθόδοξου, ανεξαρτήτως της πραγματικής καταγωγής του. Οι ορθόδοξοι ιερείς στήριζαν με τον τρόπο τους όπως είδαμε τις επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης και ήταν κατά της ίδρυσης αλβανικών σχολείων και κατά της εισαγωγής της αλβανικής γλώσσας στις θρησκευτικές εκκλησιαστικές ακολουθίες.

      Ήδη από το 1892, ο Μητροπολίτης Καστοριάς Φιλάρετος απευθυνόμενος σε τμήματα του πληθυσμού της πνευματικής του επικράτειας, καλούσε τους πιστούς να αντιταχθούν στην προσπάθεια για τη σύσταση αλβανικών σχολείων, που ήταν τότε σε εξέλιξη, φτάνοντας ως το σημείο να ισχυριστεί πως η αλβανική γλώσσα ουσιαστικά δεν υφίσταται. (Stavro Skendi, The Albanian National Awakening 1878-1912, Princeton 1967, σελ. 137-138.)

      Αξίζει εδώ να ειπωθεί ότι η Ρωμαιο-καθολική Εκκλησία επέτρεπε στους Αρμπερές της Καλαβρίας την χρήση της αλβανικής γλώσσας κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και των εκκλησιαστικών τους ακολουθιών στο ορθόδοξο τυπικό.
      Έγραφε η αλβανική εφημερίδα «Drita» που τυπώνονταν στη Σόφια για τον Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο:

      «Είναι θεοσεβής ο Αρχιερεύς μας, αλλά και Ιησουΐτης τέλειος, νηστεύει πάντοτε αλλά και κινεί κάθε κακοποιό ελατήριο κατά των ατυχών ημών Αλβανών ώστε να ματαιώσει κάθε εθνικό μας σκοπό, ώστε να μας προσηλυτίσει στην ελληνική ιδέα, φροντίζοντας με καταχθόνια μέσα ώστε να κλείσουν τα Αλβανικά μας σχολεία, ώστε να γίνουν έρευνες στον κάθε Αλβανό, αδιαφορώντας για την περαιτέρω τύχη μας και περιορίζοντας μας με πρόστιμα και κατάρες και αφορισμούς να μη μιλάμε την μητρική μας γλώσσα ούτε στον δρόμο, ούτε στις συναναστροφές, ούτε ακόμα και στα ίδια μας τα σπίτια! Παράλογη απαίτηση και παράτολμη αξίωση! Με άλλα λόγια να επιβάλλουμε ακόμα και στους γέροντες γονείς μας, στους παππούδες μας και στους υπόλοιπους ηληκιωμένους συγγενείς μας, να συνδιαλέγονται μαζί μας Ελληνιστί! … Αλλά με πιο δικαίωμα, Σεβασμιώτατε; Τι είστε εσείς και μας επιβάλλεστε με αυτόν τον τρόπο; Μήπως δεν είστε ένας κληρικός, ένας μισθωτός μας για τα χριστιανικά μας καθήκοντα; … Εάν τολμήσουμε να κατηγορήσουμε τη γλώσσα και τον εθνισμό σας, θα μας μισήσετε; Βεβαίως. Τότε με πιο δικαίωμα εσείς κατηγορείτε και καταδιώκετε τη γλώσσα μας και τον εθνισμό μας;» (Εφημερίδα Drita, αρ. φύλλου 74, Α.Υ.Ε. (Αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών) 1906, 64. 3)

      Ο εναγκαλισμός των Αλβανών από την ελληνορθόδοξη εκκλησία συνεχίζεται κατά κάποιο τρόπο ακόμα και σήμερα. Με πρωτοβουλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας και με τη στήριξη του Ιδρύματος «Πνοή Αγάπης» της Εκκλησίας της Αλβανίας, λειτουργεί δίγλωσσο ιδιωτικό οκτατάξιο Δημοτικό Σχολείο στο Αργυρόκαστρο, καθώς και άλλα δίγλωσσα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Νηπιαγωγεία, τετρατάξιο Ενιαίο Εκκλησιαστικό Λύκειο, Τεχνικό Λύκειο και ΙΕΚ). Επίσης, δίγλωσσα ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην Κορυτσά (Όμηρος), στα Τίρανα (Αρσάκειο) και στη Χιμάρα, όπου στα παιδιά διδάσκεται η ελληνική ιστορία, οι ελληνικές εθνικές γιορτές, ο ελληνικός εθνικός ύμνος κ.α. Στα σχολεία αυτά δεν φοιτούν μόνο τα παιδιά των Ελλήνων της Αλβανίας, αλλά και Αλβανοί μαθητές.

      Διαγραφή
    11. Η Ελλάδα ήθελε να αφομοιώσει τους χριστιανούς ορθόδοξους Αλβανούς, ήθελε να τους εξελληνίσει, έτσι ώστε να καταλάβει τα εδάφη της Ηπείρου. Ας δούμε τι είχαν πει και τι είχαν γράψει ορισμένοι Έλληνες και ας κρίνουμε την προπαγάνδα τους.

      «…Ο Ελληνισμός συνδεόμενος μετά του Χριστιανισμού αρρήκτως, αντιπροσωπεύεται εν Ηπείρω υπό τε των αλβανογλώσσων και των 77.103 βλαχογλώσσων Χριστιανών…» (Χ. Χρηστοβασίλης, «Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον», Ελληνισμός, τόμος 8ος (1905), σελ. 497-502.)

      Μάλιστα, ο ελληνισμός κατ’ αυτούς αντιπροσωπεύεται από τους αλβανόφωνους και τους βλαχόφωνους χριστιανούς. Ώστε Αλβανοί δεν υπήρχαν κατ’ αυτούς, υπήρχαν μόνο αλβανόφωνοι και βλαχόφωνοι Έλληνες. Συνεχίζουμε.

      «…αν οι εξωμόσαντες Αλβανοί της Ηπείρου διετηρούντο μέχρι τώρα στην πατρώα θρησκεία, ο Ελληνισμός εν Ηπείρω δεν θα είχεν κανένα αντίπαλον σήμερον, εκτός της κρατούσης Αρχής» (Χ. Χρηστοβασίλης, «Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον», Ελληνισμός, τόμος 8ος (1905), σελ. 205-208.)

      Τι θέλει να μας πει εδώ ο ‘ποιητής’; Θέλει να πει ότι αν οι Αλβανοί δεν είχαν γίνει μουσουλμάνοι και παρέμεναν όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι, θα ήταν πιο εύκολο να εξελληνιστούν, αφού το μόνο εμπόδιο δεν θα ήταν η θρησκεία (το Ισλάμ), αλλά μόνο η οθωμανική κυριαρχία (η κρατούσα αρχή). Συνεχίζουμε.

      «Πάντοτε δε οι Ορθόδοξοι Αλβανοί ήσαν και θα ώσιν Έλληνες.» (Παύλος Καρολίδης, «Αλβανία και Αλβανοί», Ελληνισμός, τόμος 5ος (1899), σελ. 635-637.)

      Εδώ ο συγκεκριμένος συγγραφέας γίνεται πιο αποκαλυπτικός. Θεωρεί ότι οι ορθόδοξοι Αλβανοί ήταν και θα είναι Έλληνες, άρα με τον τρόπο αυτόν εννοεί ότι η Ελλάδα είχε δικαίωμα να κατέχει τα εδάφη της Ηπείρου (βόρειας και νότιας). Οι ορθόδοξοι Αλβανοί όμως είναι αυτό που λέει και το όνομα τους, είναι Αλβανοί.

      «Οι ορθόδοξοι Αλβανοί είναι Έλληνες, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Ομοίως και οι Τουρκοαλβανοί είναι Τούρκοι.» (Παύλος Καρολίδης, «Οι εν τη Κάτω Ιταλία και Σικελία Ελληνοαλβανοί», Ελληνισμός, τόμος 7ος (1904), σελ. 176-183.)

      Ασφαλώς οι χριστιανοί ορθόδοξοι Αλβανοί δεν είναι Έλληνες αλλά Αλβανοί, όπως επίσης οι μουσουλμάνοι Αλβανοί δεν είναι Τούρκοι αλλά Αλβανοί. Σίγουρα όμως με τα χρόνια πολλοί χριστιανοί ορθόδοξοι Αλβανοί εξελληνίστηκαν και πολλοί μουσουλμάνοι Αλβανοί εκτουρκίστηκαν. ‘Τουρκαλβανοί’ αποκαλούνταν από τους χριστιανούς οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, αλλά αυτό είναι λάθος. Εκείνα τα χρόνια, όποιος ασπαζόταν το Ισλάμ, έλεγαν γι’ αυτόν ότι τούρκεψε. Ασφαλώς, αυτή είναι μία λάθος αντίληψη, καθώς όποιος αλλάζει τη θρησκεία του, δεν σημαίνει ότι αλλάζει και την καταγωγή του. Ο παραπάνω συγγραφέας προφανώς το γνωρίζει αυτό, αλλά χρησιμοποιεί τις διάφορες λέξεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να προβάλλει αυτό που εκείνος θέλει. Θέλει ο συγγραφέας να πει ότι οι ορθόδοξοι Αλβανοί είναι Έλληνες, οπότε δικαιούμαστε να προσαρτήσουμε τα εδάφη τους στην επικράτεια μας.

      «… αλβανική εθνότητα δεν υπάρχει στην Ιστορία, διότι δεν δημιουργήθηκε σ’ αυτή, αλλά υπάρχει αλβανική φυλή, διαιρεμένη σε δύο μεγάλες εθνότητες, την τουρκική και την ελληνική…» (Παύλος Καρολίδης, «Οι εν τη Κάτω Ιταλία και Σικελία Ελληνοαλβανοί», Ελληνισμός, τόμος 7ος (1904), σελ. 176-183.)

      Οι Αλβανοί ανήκουν σε μία εθνότητα, την αλβανική. Κατά τα άλλα, η απάντηση στο απόσπασμα αυτό είναι ίδια με την παραπάνω. Ο σκοπός και οι προθέσεις του συγγραφέα είναι προφανείς.

      Διαγραφή
    12. Ας δούμε τι έλεγε ο Έλληνας πρόξενος της Αυλώνας το 1901: «Αλλά μη αρκούμενη (η Αυστρία) στις επί των Μωαμεθανών Αλβανών ενέργειες της, αποπειράται να εμσυσήσει τη διαίρεση και διχόνοια και στους δικούς μας ομοεθνείς, διαιρώντας τους σε τρεις κατηγορίες, σ’ αυτές των Ελληνόφωνων, Βλαχόφωνων και Αλβανόφωνων, ενσπείροντας έτσι και περιθάλπουσα μίση και έχθρες, ώστε με αυτό το μέσο να προσελκύσει τις δύο τελευταίες κατηγορίες…» (Α.Υ.Ε., 1901, αακ, αρ. 127, Προξενείο Αυλώνας προς Γενικό Προξενείο Ιωαννίνων, Αυλών, 30 Ιουνίου 1901)

      Μάλιστα, ώστε οι χριστιανοί ορθόδοξοι είναι ομοεθνείς των Ελλήνων σύμφωνα με τον Έλληνα πρόξενο. Όμως η διαίρεση τους σε Έλληνες, Βλάχους και Αλβανούς, είναι μία πραγματικότητα. Τώρα, όπως είπαμε, πράγματι το ‘γίνομαι μουσουλμάνος’ ήταν κάποτε (κακώς) συνώνυμο με το ‘τουρκεύω’, όπως επίσης το ‘Έλληνας’ (και το ‘Γραικός’ και το ‘Ρωμιός’) ήταν συνώνυμο με το χριστιανός ορθόδοξος. Εδώ όμως, είναι προφανές ότι ο Έλληνας πρόξενος, δεν χρησιμοποιεί στην επιστολή του αυτή τον όρο Έλληνας με τη σημασία του χριστιανός, αλλά εννοεί ότι οι Αλβανοί και οι Βλάχοι είναι ελληνικής καταγωγής. Αυτό ή κάτι παρόμοιο εννοεί ο Πρόξενος, θέλοντας έτσι να προβάλλει ότι οι Έλληνες είχαν το δικαίωμα να προσαρτήσουν τα αλβανικά εδάφη. Ασφαλώς, όπως η Αυστρία έκανε προπαγάνδα για τους δικούς της σκοπούς, προπαγάνδα έκανε - και κάνει ακόμα - και η Ελλάδα, αλλά αυτό δεν το λέει ο Έλληνας Πρόξενος.

      Ας δούμε και την έκθεση του Προξένου Αργυροκάστρου, Π. Καρυτσινού, προς την Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, σχετικά με την οθωμανική απογραφή στο σαντζάκι Αργυροκάστρου. Οι Οθωμανικές αρχές απάλλαξαν από το καθήκον του απογραφέα κάποιον Αναγνώστη Μουζίνα, επειδή αυτός επέμεινε να καταγραφούν οι Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι ενός χωριού απλώς ως χριστιανοί, ανείκοντες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, και όχι ως Αλβανοί Χριστιανοί. Ο Μουζίνας δηλαδή ήθελε να μην καταγραφεί η καταγωγή των κατοίκων του χωριού. Ο Έλληνας πρόξενος, υπηρετώντας την πολιτική της κυβέρνησης του (σκοπός της οποίας ήταν η αφομοίωση και ο εξελληνισμός των Αλβανών Ορθοδόξων), κατακρίνει την πράξη των Οθωμανικών αρχών να απαλλάξουν τον Μουζίνα. Σύμφωνα με τον Πρόξενο: «…τον Αναγνώστην Μουζίναν, αντικατασταθέντα δι’ ετέρου, διότι, κατά τας πρώτας ημέρας της απογραφής, επέμεινεν, ίνα οι κάτοικοι του αλβανοφώνου χωρίου Μουζίνα, του καζά Δελβίνου, απογραφώσι, κατά την επιδήλωσίν των, ‘Ρουμ - Πατριαρχικοί’ και ουχί ‘Ρουμ - Αρναούτ - Πατριαρχικοί’» και παρακάτω ο Έλληνας Πρόξενος λέει «ολόκληρον το χριστιανικόν στοιχείον του Σαντζακίου Αργυροκάστρου είναι και μένει ενιαίον και αδιαχώριστον, μίαν και μόνην αποτελούν εθνότητα την ελληνικήν.» (Α.Υ.Ε., 1905, αακ ΙΕ’, αρ. 129, Προξενείο Αργυροκάστρου προς Πρεσβείαν Κωνσταντινουπόλεως, Αργυρόκαστρο, 15 Δεκεμβρίου 1905)

      Ασφαλώς, το χριστιανικό στοιχείο του Αργυροκάστρου δεν ήταν ούτε τότε (το 1905) αλλά ούτε και τώρα εξ’ ολοκλήρου ελληνικό, αλλά τα λόγια του Πρόξενου είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα με την ελληνική προπαγάνδα, η οποία έχριζε Έλληνα τον κάθε χριστιανό ορθόδοξο που ζούσε στη νότια Αλβανία.

      Χαρακτηριστικές είναι και οι οδηγίες που έδινε το Υπουργείο Εξωτερικών στον Νομάρχη Κέρκυρας, όταν τον Μάιο του 1911: «Καθ’ όσον αφορά την Αλβανίαν, επειδή εν τη χώρα ταύτη δεν δυνάμεθα να έχωμεν ιδίας βλέψεις, το κύριον ημών μέλημα είναι να εργαζώμεθα αθορύβως και δεξιώς παρά τοις Αλβανοίς ίνα εδραιώσωμεν παρ’ αυτοίς την προς ημάς πεποίθησιν και ότι το μόνον έθνος μετά του οποίου δέον να συμπράξωσι και συνεννοηθώσιν είνε το Ελληνικόν, το οποίον κοινά προς αυτούς έχει τα συμφέροντα.» (Α.Υ.Ε., 1911, 34.1, Υπουργείον Εξωτερικών προς τον Νομάρχην Κερκύρας, Αθήνα, 23 Μαΐου 1911.)

      Αθόρυβα λοιπόν και πολύ προσεκτικά θα έπρεπε να εργάζωνται οι Έλληνες, ώστε να εξελληνίσουν τους Αλβανούς. Αν και δεν αναφέρονται ανοιχτά στον πρόθεση τους για τον εξελληνισμό, παρόλα αυτά αυτό εννοεί, όπως είδαμε και στα παραπάνω αποσπάσματα.

      Διαγραφή
    13. Ας δούμε κάτι που συνέβη μερικούς μήνες πριν. Ο πρόεδρος της οργάνωσης Ομόνοια, Λεωνίδας Παπάς, έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά, όπου του έγραψε τα εξής:

      «Προς
      Αξιότιμο Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος
      κ. Νίκο Κοτζιά

      Κύριε Υπουργέ!

      Με την παρούσα θα ήθελα να εκφράσω την έντονη δυσαρέσκεια μου για ένα θέμα που προέκυψε το τελευταίο διάστημα με την Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Πολλοί συμπατριώτες μας εξέφρασαν την δυσφορία τους για το γεγονός ότι η μετάφραση των (ελληνικών) ονομάτων τους από τα αλβανικά έγγραφα αντιμετωπίζονται ως ξένα, νομιμοποιώντας έτσι την βάρβαρη αλλοίωση των ονομάτων μας που μας έκανε το αλβανικό κράτος.

      Ενδεικτικά σας αναφέρω:

      Ο Λευτέρης που στην Αλβανικά γράφτηκε Lefter πρέπει να μεταφραστεί (σύμφωνα με τη Μεταφραστική Υπηρεσία Λεφτέρ.
      Η Eleni (Ελένη) – πρέπει να γίνει Ελένι.
      Ο Aristidh (Αριστείδης) – πρέπει να γίνει Αριστίδ.
      Ο Sokrat (Σωκράτης) – πρέπει να γίνει Σοκράτ.
      Ο Foti (Φώτιος) – πρέπει να γίνει Φότι.

      Κ. Υπουργέ,
      Αυτό δεν είναι μόνο παράλογο αλλά και αντεθνικό!

      Άλλωστε ο Νόμος 4251/2014, άρθρο 142, δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο της σωστής απόδοσης των ελληνικών ονομάτων αλλά (εφόσον ο ενδιαφερόμενος το επιθυμεί) και τον εξελληνισμό κάποιων παρεμφερή ονομάτων όπως το Gjergji (Γκέργκι) σε Γεώργιος ή Kola (Κόλα) σε Νικόλαος.

      Ευελπιστώντας στη δική σας ευαισθησία, αναμένουμε την παρέμβαση σας για τη διευθέτηση του θέματος.

      Με εκτίμηση!
      Λεωνίδας Παππάς
      Γενικός Πρόεδρος Δ.Ε.Ε.Ε.Μ «ΟΜΟΝΟΙΑ»»

      Ποια είναι η Δ.Ε.Ε.Ε.Μ. Ομόνοια; Η Δημοκρατική Ένωση Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας Ομόνοια ή σκέτο Ομόνοια, είναι ένας πολιτικός και πολιτισμικός οργανισμός της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας. Η οργάνωση ιδρύθηκε το 1991, μετά την κατάρρευση του τότε καθεστώτος, στο χωριό Δερβιτσάνη (Derviçan), από μέλη της εθνικής ελληνικής μειονότητας. Στις βουλευτικές εκλογές του 1991, συμμετείχε ως κόμμα στις αλβανικές βουλευτικές εκλογές, με το όνομα Δημοκρατική Ένωση της Ελληνικής Μειονότητας, κερδίζοντας 5 έδρες στο αλβανικό κοινοβούλιο (250 τότε μελών). Στις εκλογές του 1992 απαγορεύτηκε η συμμετοχή της στις βουλευτικές εκλογές, και έτσι στις επόμενες εκλογές ιδρύθηκε και συμμετείχε το Κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή Κ.Ε.Α.Δ (στα αλβανικά Partia Bashkimi për të Drejtat e Njeriut ή P.B.D.NJ), που εκφράζει ή τουλάχιστον μέχρι πριν μερικά χρόνια εξέφραζε την ελληνική μειονότητα και κάποιες άλλες μικρές μειονότητες.

      Την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015 στους Αγίους Σαράντα, ύστερα από ψηφοφορία των μελών, εκλέχτηκε νέος πρόεδρος της Ομόνοιας ο Λεωνίδας Παππάς από το χωριό Αλύκο των Αγίων Σαράντα.

      Τι είπε λοιπόν ο Παππάς στην επιστολή που έστειλε στον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας; Καταρχάς, αντιλαμβάνομαι το δικαίωμα κάποιου να γράφει όπως επιθυμεί το όνομα του, ως εκ τούτου θα συμφωνήσω σε αυτό το σκέλος με τον Παππά. Μπορώ να αντιληφθώ την αδικία που αισθάνεται κάποιος, όταν θεωρεί ότι αλλοιώνονται τα προσωπικά του στοιχεία. Ωστόσο, θέλω να παραμείνω ιδιαίτερα σε ένα σημείο της επιστολής αυτής, στο σημείο όπου λέει «Άλλωστε ο Νόμος 4251/2014, άρθρο 142, δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο της σωστής απόδοσης των ελληνικών ονομάτων αλλά (εφόσον ο ενδιαφερόμενος το επιθυμεί) και τον εξελληνισμό κάποιων παρεμφερή ονομάτων όπως το Gjergji (Γκέργκι) σε Γεώργιος ή Kola (Κόλα) σε Νικόλαος.» Αυτή η παράγραφος φανερώνει νομίζω ποιες είναι οι πραγματικές επιδιώξεις της Ομόνοιας και των ελληνικών προσπαθειών, ο εξελληνισμός.

      Ας ξαναγυρίσουμε όμως στις αναφορές των περιηγητών στην Ήπειρο.

      Διαγραφή
    14. Ο Pouqueville λέει για την Πρεμετή: «Η Πρεμετή, στη δυτική ακτή του Αωού, είναι μία εντελώς νέα πόλη και τα τείχη της, τα οποία περικλείουν την κορυφή ενός βράχου πέρα απ’ το ποτάμι, είχα την εντύπωση ότι ανήκαν σε μία από τις ακροπόλεις που κατασκεύασε ο Ιουστινιανός…Οι κάτοικοι αριθμούν 700 οικογένειες, τα δύο τρίτα είναι Τούρκοι, το ένα έκτο χριστιανοί, και το υπόλοιπο ένα έκτο Γύφτοι: οι τελευταίοι, παρόλο που ισχυρίζονται ότι είναι μουσουλμάνοι, γίνονται αποδέκτες απέχθειας από τους πραγματικούς πιστούς και είναι οφειλέτες του κεφαλικού φόρου από κοινού με τους Χριστιανούς. Στην πόλη υπάρχουν 2 εκκλησίες, 2 τζαμιά και ένα όμορφο νέο παλάτι του Αλή των Ιωαννίνων, κατασκευασμένο μέσα σε ένα φρούριο, επιβλητικό στο πέρασμα του Αωού.» (François Pouqueville, Travels in Epirus, Albania, Macedonia, and Thessaly, London: (Sir Richard Phillips and Co.) 1820), p. 7-66; reprinted by James Pettifer in Classic Balkan Travel Series (London: Loizou 1998))

      Ο Αραβαντινός γράφει ότι η Κλεισούρα, πολύ κοντά στην Πρεμετή, «περιελάμβανε 130 περίπου χωριά, κατοικούμενα από Αλβανότουρκους και χριστιανούς της αυτής φυλής», δηλαδή από μουσουλμάνους και χριστιανούς Αλβανούς.

      Διαγραφή
    15. Ο Holland μας λέει για το Τεπελένι: «Το Τεπελένι είναι μικρό και μισοκατεστραμένο, και το σεράι, περιστασιακή κατοικία του βεζύρη, δίνει μόνο κάποια σημασία σε αυτό. Υπάρχει μια δεισιδαιμονία στους κατοίκους εδώ, ότι το μέρος προορίζεται να μην έχει ποτέ παραπάνω από εκατό σπίτια και ότι καθένα που ανεγείρεται πέρα από αυτόν τον αριθμό, καταστρέφεται από κάποια κακοτυχία. Αυτή η πίστη είναι μοναδική σε μία πόλη όπου εύκολα μπορεί να υπολογιστεί διπλάσιος αριθμός. Οι κάτοικοι είναι σχεδόν αποκλειστικά Αλβανοί, μερικοί από τους οποίους από την προτίμηση του Αλί για τη γενέτειρα του και την πεποίθηση του για την αφοσίωση τους σ' αυτόν, έχουν αποκτήσει βαρύτιμα αξιώματα σε διάφορα μέρη της επικράτειας του…» (Henry Holland, "Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c. during the years 1812 and 1813", Longman-Hurst, London, 1815)

      Ο Holland μας λέει για το Λόπεσι και τα χωριά γύρω από το Τεπελένι: «Διασχίζοντας τη Μπέντσα, μισό μίλι απ' το Τεπελένι, περνώντας από μία περίτεχνη γέφυρα με μία μεγάλη αψίδα, πρόσφατα χτισμένη, πήραμε κατεύθυνση προς τα βόρεια ανάμεσα στον Αώο (Βιόσα) και τους πρόποδες του βουνού, ένα μεσοδιάστημα τριών ή τεσσάρων μιλίων που καλύπτεται από την πεδιάδα ή χαμηλούς λοφίσκους. Αυτή η κορυφογραμμή που συνδέεται με αυτήν της κοιλάδας της Μπέντσα, λέγεται εδώ Αργκένικ. Η περιοχή που εκτείνεται προς το ποτάμι, λέγεται Λόπεσι' περιοχή πυκνοκατοικημένη και με αρκετά μεγάλα χωριά, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της έχει πολλές γραφικές τοποθεσίες στην πλαγιά των βουνών. Οι Αλβανοί που κατοικούν εδώ είναι γενναίοι, φιλοπόλεμοι, και δυνατά προσκολημμένοι με το πρόσωπο και τα ενδιαφέροντα του Αλί Πασά. Πριν φύγω από τα Γιάννενα, ο βεζύρης μου μίλησε γι' αυτούς τους ανθρώπους περιέγραφοντας τους ως ανθρώπους αγριωπούς, αλλά παλικάρια και πιστούς. Πέρασε μεγάλο μέρος της νεότητας του ανάμεσα τους και σε αυτούς χρωστάει την ασφάλεια του αυτή την πολυτάραχη περίοδο της ζωής τους.» (Henry Holland, "Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c. during the years 1812 and 1813", Longman-Hurst, London, 1815)

      Ο Βρετανός ιστορικός και περιηγητής Thomas Smart Hughes, περιγράφοντας το ταξίδι του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1813, μας λέει για το Τεπελένι: «Το Τεπελένι έχει περίπου 200 σπίτια, με πληθυσμό αποκλειστικά αλβανικό. Δεν έχει αρχιτεκτονικές ομορφιές, αν εξαιρέσουμε το μεγάλο σαράι το οποίο ο Αλή έχτισε πάνω στην οικογενειακή του έπαυλη…» ενώ παρακάτω μας λέει για την Κόνιτσα: «Η Κόνιτσα είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα τυπικής αλβανικής πόλης που είδαμε: τα σπίτια της στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι χωριστά (το ένα από το άλλο), και στις αυλές είναι φυτευμένα δέντρα, μία πολύ χωριτωμένη εμφάνιση δίνεται έτσι στην εξωτερική της όψη. Έχει 5.000 κατοίκους, από τους οποίους τα 2/3 είναι μουσουλμάνοι…Το παζάρι είναι ιδιαίτερα τακτοποιημένο, και γενικότερα οι κατοικίες πολύ καλές, χτισμένες από πέτρα, με όμορφες σκεπές.» (Thomas Smart Hughes, Travels in Sicily, Greece and Albania, volume II. (London: J. Mawman, 1820), chapter x & chapter xi, p. 231-281)

      Διαγραφή
    16. Η Κόνιτσα (Konicë στα αλβανικά ή Κονίτα στα βλάχικα), είναι μέρος όπου γεννήθηκαν μερικοί σημαντικοί άνθρωποι στην ιστορία της Αλβανίας. Εκεί γεννήθηκε η Χάνκο, μητέρα του Αλή Πασά και κόρη του Ζεϊνέλ μπέη, ο Φαΐκ Κονίτσα (15 Μαρτίου 1875 - 15 Ιανουαρίου 1942), συγγραφέας και πρέσβης της Αλβανίας στην Washington, ο Μεχμέτ Κονίτσα, δύο φορές Υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας, κ.α. Στην Κόνιτσα ζούσαν και χριστιανοί και μουσουλμάνοι Αλβανοί και Βλάχοι. Οι Αλβανοί χριστιανοί ζουν ακόμα στην Κόνιτσα, αν και δεν παραδέχονται ανοιχτά την καταγωγή τους.

      Ο Pouqueville περιγράφοντας την Κόνιτσα, λέει: «Είχε 600 σπίτια, όπου οι μουσουλμάνοι αποτελούν το μεγαλύτερο μισό του πληθυσμού.» (John Cam Hobhouse, A Journey Through Albania and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 and 1810, Vol. I, p. 71)

      Αυτά λοιπόν μας λένε για την Κόνιτσα ο Hughes και ο Pouqueville. Η Κόνιτσα ήταν το κέντρο του Καζά (επαρχίας) της Κόνιτσας που αποτελούνταν από την πόλη και από 35 χωριά, και που διοικητικά ανήκε στο Σαντζάκι Ιωαννίνων. Στην πόλη υπήρχε επίσης μία μεγάλη ζαουίγια (τεκκές), ένα τζαμί που χτίστηκε το 1536 από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, και ένα ελληνικό σχολείο που επαναλειτούργησε μετά τη δολοφονία του Αλή Πασά. Την περίοδο 1830-1867 η Πωγωνιανή κατοικούνταν από 145 οικογένειες, από τις οποίες οι 100 ήταν αλβανικές.

      Διαγραφή
    17. Απ’ την άλλη, στην Τσαμουριά (περιοχή που αντιστοιχεί γεωγραφικά με τα σημερινά όρια του νομού Θεσπρωτίας αλλά και το βόρειο τμήμα του νομού Πρεβέζης) ξεχωρίζουν οι Τσάμηδες αγάδες και γαιοκτήμονες με τις οικογένειες τους, τον 16ο-18ο αιώνα. Η οικογένεια Πρόνιο στην Παραμυθιά, η οικογένεια Τσαπάρι στο Λουαράτι και Μαργαρίτι, οι οικογένειες Ντέμι και Σέικο στους Φιλιάτες, η οικογένεια Νταλιάνι στην Κονίσπολη, η οικογένεια Τάκα, κ.α. Αν και εκπρόσωποι της κεντρικής εξουσίας στην περιοχή, απολάμβαναν εντούτις ένα άτυπο καθεστώς αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Ο γεωγραφικός παράγοντας και η μορφολογία του εδάφους, διαδραμάτισαν και αυτοί τον ρόλο τους, καθώς η περιοχή ήταν απομονωμένη απ’ τα Ιωάννινα, λόγω των οροσειρών που διαχωρίζουν τη Θεσπρωτία από την υπόλοιπη Ήπειρο.

      «Όλη η γη της Παραμυθιάς ανήκει σε μουσουλμάνους», παρατηρεί ο Leake. (W.M. Leake, «Travels in Northern Greece…», London - 1835, τ. Δ', σ. 66.) Ο Pouqueville θα αναφέρει μια σειρά χωριών στην κοιλάδα του Καλαμά που ανήκουν στους αγάδες των Φιλιατών και πολλά τσιφλίκια στην κοιλάδα της Αρπίτσας (Πέρδικα), ιδιοκτησίας των αγάδων του Μαργαριτιού. (F. Pouqueville, «Voyage de la Grece», Παρίσι - 1826, τ. Δ’, σ. 107, 160;)

      Η Παραμυθία (στον νομό Θεσπρωτίας) αναφερόταν ως ‘Αϊντονάτ’ στα οθωμανικά αρχεία (Defter-i mufassal-i liva-i Delvine, nr. 273. 48), ενώ ήδη από τον 16ο αιώνα οι κάτοικοι της είχαν κυρίως αλβανικά ονόματα. Το 1583 μ.Χ. είχε 600 σπίτια και περίπου 4.320 κατοίκους. (Ferit Duka, Fasada bregdetare e Shqipërisë osmane, Studime historike, 2004 (3-4), Tiranë, 2004) Σύμφωνα με τον Γερμανό γεωγράφο Heinrich Kiepert (1818-1899), ο οποίος επισκέφτηκε αρκετές φορές την Οθωμανική Αυτοκρατορία ανάμεσα στα 1840-1890, και με τη βοήθεια των πληροφοριών που πήρε από τον Έλληνα ιστορικό Αραβαντινό, στα τέλη του 18ου αιώνα οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής ήταν αλβανόφωνοι. (H. Kiepert, Ethnographische Karte von Epirus, vorzüglich nach den Angaben von Aravandinos, D. Reimer (Berlin)/ Bibliothèque nationale de France) Την περίοδο 1830-1867 από τις 278 οικογένειες της Παραμυθιάς, οι 180 ήταν αλβανικές.

      Στην Παραμυθία λειτουργούσε ένα ελληνικό γυμνάσιο και ένα παρθεναγωγείο. Τον 17ο αιώνα, όπως λέει ο Εβλιγιά Τσελεμπί, η πόλη υπάγεται στο Σαντζάκι του Δελβίνου και διοικείται από αντιπρόσωπο του Σουλτάνου που κάθε χρόνο έρχεται και εισπράττει 100 ασκιά λάδι για φόρο. Έχει κεχαγιά, φρούραρχο και 70 στρατιώτες. Αργότερα η πόλη πέρασε στην κυριαρχία του Αλή Πασά. Ο Holland και ο Pouqueville που επισκέπτηκαν την περιοχή, μας μεταδίδουν ότι στην πόλη υπήρχαν 5 τζαμιά και μία εκκλησία. Στην πόλη υπήρχαν πεύκα και πλατάνια, κάτω από τα οποία υπήρχαν πηγές νερού, ενώ πολλά από τα σπίτια είχαν μεγάλους κήπους και ήταν ξεχωριστά μεταξύ τους. Ο Pouqueville αναφέρει ότι ο πληθυσμός της πόλης ήταν 3.500 άτομα, στην πλειοψηφία τους Αλβανοί. (François Pouqueville, Voyage en Grèce, (Paris - 1820), vol. 2, p. 128;)

      Διαγραφή
    18. Το Μαργαρίτι (Margëlliç) λέγεται ότι ιδρύθηκε περίπου το 1430 μ.Χ. από τους Ενετούς. Ήταν μια κωμόπολη, κέντρο καζά στο σαντζάκι της Πρέβεζας του βιλαετίου των Ιωαννίνων. Βρίσκεται 50 χιλιόμετρα βορειο-δυτικά της Πρέβεζας, σε μια απόσταση 10 χιλιομέτρων από την ακτή της θάλασσας, σε μία περιοχή που παλαιότερα ονομαζόταν Ελινία. Είχε 3000 κατοίκους, το 90% των οποίων ήταν Αλβανοί μουσουλμάνοι. Ο Καζάς του Μαργαριτίου μαζί με τους ναχιγιέδες της Πάργας και του Φαναρίου αποτελούνταν από 71 χωριά με 25.000 περίπου κατοίκους, οι περισσότεροι Αλβανοί, στο μεγαλύτερο τους ποσοστό μουσουλμάνοι, αλλά και χριστιανοί ορθόδοξοι.

      Σύμφωνα με τη Στατιστική της Ηπείρου του 1895, το Μαργαρίτι είχε 546 σπίτια με 1.153 άνδρες και 1.077 γυναίκες: σύνολο 2.230 κατοικους. Το 1924 είχε 2.600 κατοίκους περίπου. Στην Χρονογραφία Ηπείρου, ο ιστορικός Αραβαντινός αναφέρει ότι το Μαργαρίτι μέχρι το 1815 απαριθμούσε 8.500 κατοίκους, οι οποίοι αποδεκατίστηκαν από λιμό. Τα σπίτια ήταν συνήθως διώροφα ή τριώροφα με βοηθητικούς χώρους (αποθήκες, αποχωρητήρια κ.λπ). Η περιοχή αυτή γενικά ήταν γόνιμη, παρήγαγε σιτηρά, ρίζι, ελιές κ.α. ενώ τα μέρη κοντά στη θάλασσα αντιμετώπιζαν ήπιους χειμώνες. Πάνω από το Μαργαρίτι υπάρχουν τα ερείπια του κάστρου. Το κάστρο άρχισε να κατασκευάζεται από τους Τούρκους το 1549, πάνω στα ερείπια προϋπάρχοντος βυζαντινού κάστου και καταστράφηκε από τους Ενετούς το 1571.

      Στην περιοχή του Μαργαριτίου, οι κάτοικοι για να προμηθεύονται νερό για την τροφοδοσία των ίδιων και των κοπαδιών τους, παλαιότερα είχαν πολλά πηγάδια και βρύσες, διάσπαρτα στην πόλη και στην ύπαιθρο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1600 που πέρασε από το Μαργαρίτι ο Τούρκος περιηγητής Eβλιά Τσελεμπή, σημείωσε ότι στο Μαργαρίτι είδε τέσσερις βρύσες με νοστιμότατο νερό, κήπους περιποιημένους και νοστιμότατα σύκα.

      Ο Βρετανός περιηγητής Valentine Chirol που είχε επισκεφτεί το Μαργαρίτι το 1880, μας λέει για τους Αλβανούς της κωμόπολης (και των γύρω περιοχών) ότι σε ενδεχόμενη μελλοντική κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Τσάμηδες είχαν αποφασίσει να υπερασπιστούν την περιοχή τους από μία ενδεχόμενη εισβολή του ελληνικού στρατού:
      «…οι Τσάμηδες ήταν αποφασισμένοι να πολεμίσουν μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματος τους για την τιμή της γης που τους είχε δόσει ο Θεός…» (Valentine Chirol, Twixt Greek and Turk, Edinburgh and London, (W. Blackwood & sons), 1881, chapter 18;)

      O Valentine Chirol επισκέφτηκε τη γειτονική Μαζαρακιά (Mazrrek) και λέει αναφορικά με μία συγκέντρωση επιφανών Τσάμηδων που είχε γίνει εκεί: «Αρκετές εκατοντάδες ορεσίβιοι των οποίων η τάξη και το κύρος θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό μόνο από τα έξοχα πουκάμισα, από τα λαμπερά σακάκια ή από τις μεγάλες τους ζώνες απ’ όπου κρέμονταν πιστόλια και στιλέτα σε αριθμούς δύσκολο να υπολογιστούν.» (Valentine Chirol, Twixt Greek and Turk, Edinburgh and London, (W. Blackwood & sons), 1881, p. 237;)

      Διαγραφή
    19. Οι Φιλιάτες (Filati) βρίσκονται 17 χλμ βορειο-ανατολικά της Ηγουμενίτσας, έχουν έκταση περίπου 965 στρέμματα και το υψόμετρο τους κυμαίνεται από τα 190 έως τα 250 μέτρα. Είναι κτισμένοι σε ένα μικρό οροπέδιο με ευχάριστο φυσικό περιβάλλον, περιβάλλονται από πευκοδάσος, ενώ οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν μπορούν να χαρακτηριστούν ιδανικές. Η πόλη έχει φαρδύς ή στενούς δρόμους με μικρά καλντερίμια, τοπικές διαπλατύνσεις, αδιέξοδα, κ.α. Η σημερινή πολεοδομική μορφή της πόλης, οφείλεται σε γενικές γραμμές στην ιδιαίτερη μορφολογία του εδάφους, αλλά και στην ύπαρξη κτισμάτων από την Οθωμανική περίοδο. Η γύρω περιοχή χαρακτηρίζεται από γεωγραφική ποικιλία, ποτάμια, βουνά, ρέματα και μικρές πεδιάδες. Την εποχή του Αλή Πασά η περιοχή γνώρισε ακμή. Ο François Pouqueville λέει ότι στην περιοχή κατοικούσαν αποκλειστικά Αλβανοί που εντυπωσίαζαν με την ομορφιά τους και Γύφτοι. Το 1821 είχαν 420 σπίτια, 3 τζαμιά, δημόσια λουτρά και μεγάλες δεξαμενές. Αργότερα όμως το χωριό ερημώθηκε από λοιμό, για να εποικισθεί έπειτα από μία μικρή ομάδα Ελλήνων, οι οποίοι το 1875 δημιούργησαν ιδιαίτερη κοινότητα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αραβαντινό, το επίθετο Φίλιος ή Φίλης, επιφανούς οικογένειας του τόπου έδωσε το όνομα σε όλη την περιοχή. Πιο πιθανή είναι η εκδοχή ο Φίλιος να ήταν ο αρχηγός της φάρας των Αλβανών κατοίκων και με την κατάληξη "ατ" έγινε Φιλιάτ, Φιλιάτι, Φιλιάτες. Το Φιλάτι βρίσκεται πάνω στο δρόμο που ένωνε τη Σαγιάδα με τα Γιάννενα και τη Λάρισσα. Ο δρόμος είναι γνωστός από την αρχαιότητα κι αναφέρεται στις εκστρατείες των Ρωμαίων στους πολέμους με τους Μακεδόνες.
      Εκεί που σήμερα βρίσκεται η πάνω πλατεία στους Φιλιάτες, υπήρχε το μεγάλο τζαμί της πόλης το οποίο το γκρέμισαν.

      Ο François Pouqueville, Γάλλος γιατρός και πρόξενος στην Αυλή του Αλή Πασά, είπε για τους κατοίκους των Φιλιατών: «Οι Αλβανοί των Φιλιατών είναι φιλελεύθεροι ή μάλλον αναρχικοί. Είναι χωρισμένοι σε φάρες κι απολαμβάνουν την ευτυχία τους με το δικό τους τρόπο. Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν συναντάει κανείς πληθυσμό τόσο φανταχτερό, τόσο λαμπρό. Η ευρωστία και η υγεία τους ήταν μεγάλα φυσικά χαρίσματα κα αγαθά.» (François Charles Hugues Laurent Pouqueville, Travels in Epirus, Albania, Macedonia, and Thessaly, (London: 1820);)

      Κοντά στους Φιλιάτες βρίσκεται το Κάστρο του χωριού Γαρδίκι, που είναι γνωστό και ως «Πύργος της Μονοβύζας», Βασίλισσας των Ιλλυριών (231 π.Χ.). Ποια ήταν η Μονοβύζα; Υπάρχει ένας θρύλος, ο θρύλος της Μονοβύζας, η οποία είχε μόνο ένα μεγάλο βυζί που το έριχνε πίσω στην πλάτη της, και «προξένησε πολλά κακά στον τόπο», όταν ο γιος της σκοτώθηκε προσπαθώντας να καταλάβει την περιοχή. Υπάρχουν διάφορετικές παραλλαγές του θρύλου αυτού, όπου σε κάθε παραλλαγή η περιοχή που καταλαμβάνεται ή καταστρέφεται είναι διαφορετική. Στη συγκεκριμένη παραλλαγή του θρύλου, στο κάστρο αυτό βασίλευε η ΜΟΝΟΒΥΖΑ. Σε μία μάχη έξω από τα τείχη του Κάστρου στην οποία ηγούνταν ο γιός της Μονοβύζας, πληγώθηκε και συνελήφθη ζωντανός στον κάμπο κάτω από το κάστρο, και στη συνέχεια τον σκότωσαν. Εδώ λοιπόν με την Μονοβύζα εννοείται η Ιλλυριά βασίλισα Τεούτα (Teuta), η οποία κατέλαβε τη Φοινίκη το 231 π.Χ. Το κάστρο του Γαρδικίου και το μικρό χωριό που ήταν μέσα, καταστράφηκε ολοσχερώς από τον Ρωμαίο Στρατηγό Αιμίλιο Παύλο Β” περί το 167 π.χ. μαζί με τα κάστρα από τις γύρω περιοχές, σε αντίποινα της καταστροφής που είχε προξενήσει ο Βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου κατά την εκστρατεία του στην Ιταλία, όπως λέει και ο Pouqueville, επειδή ο Πύρρος από το σημείο εκείνο συνέταξε τα στρατεύματά του και εξόρμησε για την Ιταλία και επειδή λέγεται ότι σ’ αυτό το κάστρο ο Πύρρος έκρυβε τους θησαυρούς του.

      Διαγραφή
    20. Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, αναφερόμενος στην Αλβανία και στα όρια της, - αν και αργότερα μετέβαλε την άποψη του - είπε: «…Όρια και γεωγραφική διάπηξις. Η δε Αλβανία (το ποτέ Ιλλυρικόν και Ήπειρος) συνορεύει ανατολικά με την κάτω Μακεδονίαν και Θεσσαλίαν. Βόρεια με την Μπόσναν και Σερβίαν. Δυτικά με το Ιόνιον Πέλαγος και μεσημβινά με τον Αμβρακικόν κόλπον. Η δε των υψηλών βουνών της, από την Ραγούζαν έως το Ζητούνι, της είναι σύνορον της στεριάς επιτηδειότατον, σαν το μακρόν τείχος της Κίνας. Ο τόπος της σχεδόν όλος βουνώδης. Πλην έχει και ανάμεσα τόπους πεδινούς ευφορώτατους, καθώς η πεδιάδα της Τζαμουριάς, του Φαναρίου, ήγουν περί την Αχερουσίαν λίμνην, όπου και πολύ ρύζι γίνεται, του Δελβίνου, Αργυροκάστρου, Κορυτζάς, Αλμπασανιού, Σκόδρας, Δίμπρας και εξής…Η Αλβανία τον παλαιόν καιρόν εσύσταινε δύο τοπαρχίας ή βασίλεια, το της Ηπείρου και του Ιλλυρικού. Και το μεν της Ηπείρου περιείχε τας ακολούθους επαρχίας: την των Ιωαννίνων, της Κονίτζης, της Πωγωνιανής, του Αργυροκάστρου, του Δελβίνου, της Παραμυθίας και της Αυλώνος. Το δε του Ιλλυρικού περιείχε τους πέραν του ποταμού Βιώσης τόπους, δηλαδή το Ταγκλί, την Κολόνιαν, Γκιόρτζιαν, Όχριν, την άνω και κάτω Δίμπραν (η Όχρη και Δίμπρα ελέγετο και κάτω Μακεδονία), το Σκραπάρι, την Δεσνίτζαν, την Τοσκηριάν, το Μπεράτι, το Αλμπασάνι, την Κρούϊαν, την Τυράνναν, Καβάγιαν, το Δουρράτζο (Δυρράχιον), την Σκόδραν, το Δουλτζίνο, και όλην την Ερτζεγοβίναν μαζί με το Μαυροβούνι, Ραγούζαν και Μπόσναν. Οι εγκάτοικοι δέ τούτων των τόπων…» (Παπαχαρίσης, Α., Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, Ιωάννινα 1964, σελ. 49-50)

      Ο Ψαλίδας αναφέρει λοιπόν ως πόλεις και περιοχές της Αλβανίας τις εξείς: Δέλβινο (Delvinë), Αργυρόκαστρο (Gjirokastër), Κορυτσά (Korçë), Ελμπασάν (Elbasan), Σκόδρα (Shkodër), Μπεράτι (Berat), Κρούγια (Krujë), Τίρανα (Tiranë), Καβάγια (Kavajë), Δυρράχιο (Durrës), Αυλώνα (Vlorë), Κολόνια (Kolonjë), Σκραπάρ (Skrapar) και Τοσκαρία (Toskëri), που σήμερα βρίσκονται εντός των συνόρων της Αλβανίας, συνεχίζει αναφέροντας τα Ιωάννινα (Janinë), την Κόνιτσα (Konicë), την Πωγωνιανή και την περιοχή ως την Πίνδο, την Παραμυθιά (Paramithi), το Φανάρι (Frar), την Πρέβεζα (Prevezë) και την Τσαμουριά (Camëri) ως τον Αμβρακικό κόλπο (σήμερα εντός των συνόρων της Ελλάδας), την Οχρίδα (Ohër) και την Ντίμπρα (Dibër) που σήμερα βρίσκονται εντός της Π.Γ.Δ.Μ., το Ουλτσίν (Ulqin) και το Τίβαρ (Tivar) που σήμερα είναι εντός του Ματροβουνίου κ.α.

      Διαγραφή
    21. Αξίζει να πούμε, ότι ορισμένοι (όχι όλοι) από αυτούς τους περιηγητές που αναφέρω, είναι φιλέλληνες. Για παράδειγμα ο Πουκεβίλ το 1799 οδηγήθηκε δέσμιος στην Κωνσταντινούπολη, όπου κρατήθηκε στις φυλακές Επταπυργίου για δυο χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1801. Στο διάστημα αυτό ο Πουκεβίλ έμαθε την ελληνική γλώσσα και συνέγραψε το πεντάτομο έργο του «Voyage en Moree, a Constantinople, en Albanie et dans plusiers autres parties de l’ empire ottoman» (Ταξίδι στο Μοριά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλβανία και σε πολλά άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας), που εκδόθηκε το 1805 στο Παρίσι. Με το έργο του αυτό, έδωσε νέα δύναμη στο πνεύμα του Φιλελληνισμού που εκείνο τον καιρό είχε αναπτυχθεί σε όλη την Ευρώπη. Το γεγονός ότι στο κείμενό του δεν περιορίστηκε μόνο σε περιγραφές των χωρών αλλά αναφέρθηκε και σε πολιτικά ζητήματα της Ανατολής, στάθηκε η αφορμή να διοριστεί από τον Ναπολέοντα επίσημος διπλωματικός εκπρόσωπος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Στα Ιωάννινα ο Pouqueville έμεινε δέκα χρόνια (1805-1815).

      Ο Άγγλος συνταγματάρχης Martin Leake, αν και δεν θεωρείται φιλέλληνας, ωστόσο δεν μπορεί να κατηγορηθεί για φιλοαλβανική προπαγάνδα.

      Διαγραφή
    22. Ο George Finlay, που έγραψε για την επανάσταση του 1821, έχει κατηγορηθεί από τους Έλληνες ιστορικούς και ερευνητές ότι γενικά ήταν εμπαθής απέναντι στους Έλληνες. Ο ίδιος όμως ο Φίνλεϋ – ο οποίος πρέπει να πούμε ότι γνώρισε από κοντά πολλούς από τους ‘πρωταγωνιστές’ των γεγονότων που κατέγραψε, αλλά και πολέμησε σε ορισμένες περιπτώσεις ως εθελοντής - είπε για την ιστορία που κατέγραψε: «Κρίνατέ την αυστηρώς. Δεν είναι άξια αβρότητος, διότι είναι ψυχρά και τραχεία καθώς το έργον απογοητευμένου ανθρώπου… Απελπισθείς ότι θα εξυπηρέτουν κατ’ άλλον τρόπον τον Ελληνικόν λαόν, έγινα ο ιστορικός του…» (Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Φιλολογική επιμέλεια: Άγγελος Μαντάς, εκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2008;)

      Ο Φίνλεϋ δηλαδή ήταν ‘εμπαθής’ για τον ίδιο λόγο που έγιναν εμπαθής και πολλοί άλλοι φιλέλληνες και μη. Ήρθε στην Ελλάδα ενθουσιασμένος για των αγώνα του 1821, περιμένοντας να βρει ανθρώπους άξιους της ιστορίας και του παρελθόντος του, αλλά απογοητεύτηκε από αυτά που είδε: έριδες μεταξύ των επαναστατών, εγωισμοί, εμπάθειες, κακία, κερδοσκοπία, φιλαρχία, φιλοχρηματία, ιδιοτέλεια, δειλία, ανηθικότητα, συναλλαγές με τους Τούρκους, ληστρικές επιδρομές πολλών αγωνιστών,τη ληστρική στάση των Σουλιοτών, κ.α. Περιγράφει π.χ. τις ληστρικές επιδρομές των Υδραίων στη Χίο, όπου βιάζαν κι έσφαζαν Ελληνίδες κι έκλεβαν τα ζώα των κατοίκων, την ώρα που ο τουρκικός στόλος επερχόταν! Περιγράφει για τους κλέφτες του Πηλίου, οι οποίοι κυνηγημένοι απ’ τους Τούρκους κατέφυγαν στη Σκιάθο και εκεί ρήμαξαν τον τόπο αρπάζοντας τις περιουσίες των ομοθρήσκων τους! Περιγράφει ακόμα και τον Κολοκοτρώνη να αναβάλει την επίθεση για την κατάληψη της Τριπολιτσάς, διαπραγματευόμενος περισσότερα λύτρα απ’ τους πολιορκημένους και μετά να κλέβει και να καίει τα γύρω ελληνικά χωριά για να εξασφαλίσει λάφυρα στους στρατιώτες του! Περιγράφει τον Υδραίϊκο στόλο να μη βγαίνει για επιχειρήσεις αν δεν προπληρώνονταν απ’ το εθνικό ταμείο τα πληρώματα για 15 μέρες!

      Γράφει για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο: «Επεδίωκε το ίδιον συμφέρον του, χωρίς να υποτάσσεται εις χαλινόν τινα καθήκοντος, ηθικής ή θρησκείας. Ο χαρακτήρ του ήτο κράμα εκ των χειρίστων κακιών των Ελλήνων και Αλβανών. Ήτο κίβδηλος όσον ο δολερώτερος Ελλην και φιλέκδικος όσον ο πλέον αιμοδιψής Αλβανός. Είχε προσέτι άκραν φιλαργυρίαν, καθολικήν δυσπιστίαν και θηριώδη σκληρότητα.»

      Περιγράφει την προδοτική στάση των καλογέρων του Αγίου Ορους, τον κομματισμό πολλών αγωνιστών και τις εμφύλιες εριδες μεταξύ τους, περιγράφει τη στάση των Αρβανιτών αλλά και πόσο εύκολα άλλαζαν κάθε λίγο και λιγάκι στρατόπεδο, κ.α. Στην ουσία ο Φίνλεϋ, χωρίς να είναι αλάθητος στο έργο του, περιγράφει – ίσως με υπερβολικό τρόπο – τα όσα έχουν περιγράψει στα απομνημονεύματα τους και οι ίδιοι οι αγωνιστές του 1821, αλλά και άλλοι ιστορικοί, ερευνητές, και περιηγητές της εποχής εκείνης, και δεν γράφει ψευδή ιστορικά γεγονότα.

      Διαγραφή
    23. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα πλήρωνε μέσω μυστικών κονδυλίων διάφορους περιηγητές, δημοσιογράφους και ιστορικούς, ώστε αυτοί να γράφουν άρθρα αλλά ακόμα και ολόκληρα βιβλία, που να υποστηρίζουν τις ελληνικές θέσεις πάνω σε διάφορα θέματα, όπως για παράδειγμα στο θέμα των Ελλήνων της Αλβανίας. Ένας από αυτούς ήταν ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος - και φιλέλληνας με το αζημίωτο - Rene Puaux, ο οποίος έγραψε το βιβλίο ‘La Malheureuse Epire’ (σημαίνει ‘Η δυστυχισμένη Ήπειρος’) που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1914. Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον καθηγητή Αχιλλέα Λαζάρου, και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τροχαλία με τίτλο ‘Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος (Οδοιπορικό 1913, απελευθέρωση, αυτονομία)’. Ο τίτλος στην ελληνική μετάφραση είναι λοιπόν διαφορετικός, ώστε να ακούγεται περισσότερο ευχάριστα στα εθνικά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Ορισμένοι άλλοι ήταν οι Michel Paillares, Gaston Deschamps και άλλοι. (Δημήτριος Κιτσίκης, Ελλάς και ξένοι 1919-1967: Από τα αρχεία του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, Εστία, 1977)

      Μία σχετική είδηση για την προπαγάνδα που έγραφε (κατώπιν πληρωμής) ο Ρενέ Πυώ, δημοσίευσε η εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 3/6/2007. Παραθέτω τη δημοσίευση έτσι ακριβώς δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα:

      «ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΠΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.
      Μυστικά κονδύλια φανερά άρθρα……..

      Η εξαγορά ξένων δημοσιογράφων και συγγραφέων με «μυστικά κονδύλια» του ΥΠΕΞ για την υποστήριξη των εθνικών μας δικαίων. Οι «μαρτυρίες» αυτών των «φιλελλήνων» (Rene Puaux …) ανακυκλώθηκαν αργότερα για εσωτερική χρήση, αποτελώντας πλέον συστατικό στοιχείο της εθνικής μας μυθολογίας. …».
      (Κυρ.Ελευθεροτυπία - 03/06/2007)

      Το 1901 τυπώθηκε στην Αθήνα από το τυπογραφείο του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατά μετάφραση εκ του γερμανικού από τον ίλαρχο Ευγένιο Ρίζο Ραγκαβή, το βιβλίο του Αυστριακού αντιστράτηγου και Ιππότη του «Τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ», Αντωνίου Τούμα φον Βάλδκαμπφ με τίτλο «Ελλάς, Μακεδονία και Νότιος Αλβανία, ήτοι η Μεσημβρινή Ελληνική Χερσόνησος». Και το βιβλίο αυτό, τυπωμένο σε ελληνική μετάφραση από το Υπουργείο Στρατιωτικών Ελλάδας, είναι ένα από τα αγαπημένα βιβλία των Ελλήνων ‘αλβανοφάγων’ εθνικιστών και των με το μυαλό τους ‘απελευθερωτών’ της Βορείου Ηπείρου.

      Διαγραφή
    24. Επίσης, όπως φαίνεται, μέρος των Ελλήνων της Αλβανίας, μετανάστευσαν εκεί από νοτιότερα μετά τον 18ο αιώνα και δεν έχουν σχέση με τους αρχαίους Έλληνες της Ιλλυρίας. Αυτό άλλωστε το μαρτυράει η πλήρης ανυπαρξία ιχνών αρχαιοελληνικής γλώσσας στην περιοχή - όπως στη γλώσσα των Ποντίων για παράδειγμα - εκτός από την περιοχή της Χιμάρας (όπου οι δίγλωσσοι κάτοικοι της χρησιμοποιούν ένα ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα που μοιάζει πολύ με τα ελληνικά που μιλούσαν στην Κέρκυρα, στη Μάνη και σε διάφορα άλλα ελληνικά νησιά). Πληροφορίες για την εγκατάσταση ελληνικών πληθυσμών στην Ήπειρο - και ειδικά στον κάμπο της Δρόπολης - υπάρχουν στο Χρονικό της Δρόπολης, που εξέδoσε ο Γάλλος γιατρός, περιηγητής και διπλωμάτης, François Pouqueville.

      Στην Τσαμουριά πάντως κατοικούσαν σε μεγάλο ποσοστό μουσουλμάνοι και χριστιανοί Αλβανοί (Τσάμηδες), όπως λέγεται και στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπέδια. (Πυρσός, Αθήνα 1933)

      Άρα λοιπόν η ιδανική εικόνα μια ελληνικής Βορείας Ηπείρου που την εξαλβάνισαν οι κακοί Αλβανοί με τη δημιουργία του αλβανικού κράτους, είναι μια εθνική νεοελληνική φαντασίωση!!!

      Διαγραφή
    25. Και φυσικά τα σκατά που έχεις στο κεφάλι σου στα φύτεψε ο Ελληνικής καταγωγής Γενίτσαρος Έντι Ράμα..

      Διαγραφή
  2. Ακριβώς! Περί εξαλβανισμού πρόκειται. Θα προτεινω στον Ali al Yunan να μην παρουσιαζει ξεπερασμενες αντιλήψεις ανευ επιστημονικης αξιας αλλά να διαβασει την διδακτορική εργασία της Theodora Toleva: ''Η επιρροή της Αυστροουγγαριας στη διαμορφωση του αλβανικού έθνους (1896-1908)'', που βασιζεται στα κρατικά αυστριακά αρχεία. Κι οταν καταφερει να αντικρουσει αυτη την εργασια να μας στειλει χαιρετισματα. Το πρωτοτυπο: https://www.ohlibro.com/la-influencia-del-imperio-austrohungaro-en-la-construccion-nacion-al-albanesa-1896-1908/b-450211 και εδω στην γερμανική γλώσσα: https://www.mohorjeva.com/knjige_buecher/detail/der-einfluss-sterreich-ungarns-auf-die-bildung-der-albanischen-nation-1896-
    Aπόσπασμα από τον πρόλογο της συγγραφέως:
    ''Έμεινα πιστή στον στόχο που είχα θέσει και απομακρυνόμουν μόνο περιστασιακά σε θέματα τα οποία είχαν ''σχέση'' με το θέμα μου, ώσπου μια ημέρα έπεσα σε ένα χαρτοκιβώτιο, στο οποίο βρήκα για πρώτη φορά έγγραφα, τα οποία είχαν αναφορές για τις μυστικές συνεδρίες του έτους 1896 για το Αλβανικό Ζήτημα.
    Η έκπληξη μου ήταν πελώρια, όταν συνειδητοποίησα ότι όλα όσα είχα διαβάσει για το αλβανικό έθνος έως τότε δεν επιβεβαιώνονταν από τα έγγραφα, πολλώ μάλλον ετίθεντο εν αμφιβόλω και αμφισβητούνταν σοβαρά. Αναφέρομαι, για να μην αφήσω καμία αμφιβολία, στις έξοχες εργασίες και τις ανεκτίμητες συνεισφορές του Stavro Skendi, του Peter Bartl, του Georges Castellan, του Hans Dieter Schanderl κ.α., καθώς και όλων εκείνων οι οποίοι χρησιμοποίησαν τα παραπάνω έγγραφα ως βάση για τα δικά τους κείμενα.
    Όλες αυτές οι εργασίες εκκινούσαν από τη θεμελιώδη προϋπόθεση ότι η Αλβανία υπήρχε ως σταθερό και αμετάβλητο έθνος κατά τον 19ο αι. -και ίσως ήδη αρκετά ενωρίτερα-, γι' αυτό όλα τα γεγονότα ερμηνεύονταν ως έκφραση της βούλησης αυτού του έθνους.
    Οι μυστικές συνεδρίες έδειξαν, ωστόσο, ότι το αλβανικό έθνος δεν υφίστατο ως τέτοιο και ότι η Βιέννη προσπάθησε για την πραγμάτωση των δικών της στρατηγικών συμφερόντων να προωθήσει το εθνικό αίσθημα ανάμεσα στους Αλβανούς, το οποίο σε εκείνη τη χρονική στιγμή, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις και τις επανειλημμένες εξηγήσεις των αυστροούγγρων διπλωματών, δεν υπήρχε.
    Δεν ήταν εύκολο να γεφυρωθεί η τεράστια αναντιστοιχία ανάμεσα στην ''επίσημη εκδοχή'' της Αλβανολογίας -την οποία πάντοτε δεχόμουν- και την αποκαλυπτόμενη από τα έγγραφα ιστορική πραγματικότητα. Αυτό το αρχειακό λάθος θα μου κόστιζε ακριβά. Καταρχάς, έπρεπε να πεισθώ η ίδια ότι όλα όσα είχα γνωρίσει ως δευτερογενείς πηγές δεν ανταποκρίνονταν τόσο στα γεγονότα, όσο έδειχναν. Κατόπιν έπρεπε να το αποδείξω διεξοδικά και να το υπερασπιστώ.
    Αυτή η τόσο ξαφνική για τη συγγραφέα ''πρόσβαση'' στο Αλβανικό Ζήτημα θα καθόριζε τη μεθοδολογία όλης της έρευνας. Έπρεπε όλα όσα είχα διαβάσει ως τότε να τα ξεχάσω και να αρχίσω πάλι από το μηδέν. Συγχρόνως, έπρεπε ν' ακούω μόνο τη φωνή των εγγράφων. Ακολούθησαν όλο και περισσότερα χαρτοκιβώτια, ώσπου η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια και η αμφιβολία υποχώρησαν και στερεώθηκε μέσα μου η βεβαιότητα ότι τα θεμέλια της ύπαρξης ενός αλβανικού έθνους, πριν από ένα ανεξάρτητο αλβανικό κράτος, έπρεπε πράγματι να αμφισβητηθούν και να αναθεωρηθούν.''

    ΑπάντησηΔιαγραφή