Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ Ή ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ;

ΑθεΐαςΟρμητήριον
Νερτερίωνιδεολόγημα
ΘελξιμβροτώνΣόφισμα
ΡαιστήρΧριστιανισμού
Ωραιοποιημένηπλάνη
Πατρίδος ολετήρ
Ιθυφάλλωνβιοθεωρία
Σοδομιστώνκαταφύγιον
Μισανθρώπων άλλοθι
Ορθολογισμού Θεοποίησις
Σαγήνη χαλιφρόνων
                 Ή
Θεοσοφιστών Ιάλεμος
Ελλήνων  Ίμερος
Ανθρωπιστών Ταράκτωρ
Νεποτισμού τάφος
Θεηπόλων πυξίς
Ρωμηοσύνης Καύχημα
Ωράνιον (Ουράνιον) δώρον
Παραδείσου Διαπιστευτήρια
Ιάτρευμα (ίασις) ψυχών
Σωτηρίας δόγμα
Μυστηρίων (Ορθοδοξίας) Μέθεξις
Ορθόδοξος Ανθρωπισμός
Σκοταδιστών Όλεθρος1
                                                                                      *
ΜΕΡΟΣ 22ο


Β΄ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ
« …ενδυναμούσθε εν Κυρίω και εν τω κράτει της ισχύος Αυτού. Ενδύσασθε την πανοπλίαν του Θεού προς το δύνασθε υμάς στήναι προς τας μεθοδείας του διαβόλου, ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις…» (ΕΦΕΣ: 6/10-17).2       
2.   ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΩΣΗ (Συνέχεια 21ου μέρους);
στ. Συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας, σημαίνει και μετοχή στην Θεότητα;
Νομίζουν μερικοί, ότι τα Μυστήρια της Εκκλησίας υπάρχουν, προκειμένου να πηγαίνουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και να δέχονται «ενέσεις Θεότητος», όταν παίρνουν μέρος σ’ αυτά. Επειδή, λέγει π.χ. ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, στις Ευχές προ της Θείας Μεταλήψεως για το Σώμα και το Αίμα του Χριστού ότι «θεοί με και τρέφει»,3 νομίζουν μερικοί ευσεβείς ότι μεταλαμβάνοντας των Αχράντων Μυστηρίων, δέχονται ένεση Θεότητος και ότι έτσι, παίρνουν τρόπον τινά το εισιτήριο για τον Παράδεισο (!).
Μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι είχαμε μετοχή στην Θεότητα, δηλαδή στην άκτιστη θεωτική Χάρη του Θεού, απλώς επειδή κοινωνήσαμε των Αχράντων Μυστηρίων, χωρίς γνωστώς να έχωμε αίσθηση της θεωτικής Χάριτος του Θεού;
ΟΧΙ! Στην Πατερική παράδοση θέωσις δεν είναι ο εμβολιασμός Θεότητος, αλλά η ΘΕΟΠΤΙΑ, ο αντιδοξασμός. Δηλαδή, ο άνθρωπος, αφού φθάσει στην φώτιση, κατά την οποία έρχεται το Πνεύμα το Άγιο μέσα του και προσεύχεται, τότε έχει τις προϋποθέσεις να οδηγηθεί στην θεοπτία. Όταν ο Θεός θελήσει, οδηγεί τον άνθρωπο στην θεοπτία, δηλαδή στην θέωση και τότε βλέπει τον Χριστό εν δόξη.
Ο όρος «Θέωσις» δεν συναντάται ούτε στην Ορθόδοξη Λατινική παράδοση (προ του Σχίσματος) και φυσικά ούτε στην Φραγκοπαπική παράδοση.
Έτσι βλέπομε τον Απόστολο Παύλο στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του, να λέγει: «…είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α΄ΚΟΡ:12/26). Δηλαδή, όταν δοξάζεται ένα μέλος (της ενορίας), τότε όλα τα μέλη (της ενορίας) συγχαίρουν μαζί του, φυσικά λόγω του δεσμού της αγάπης.
Αυτός ο δοξασμός, που αναφέρει ο Απόστολος, είναι η θέωσις στην Πατερική παράδοση, που κάνει οποιονδήποτε λαϊκό Χριστιανό να γίνεται «θεολόγος». Υπάρχει και ο όρος «δοξασμός» στους Πατέρες, αλλά επεκράτησε ο όρος θέωσις, που είναι μία θεολογική περιγραφή του δοξασμού ή αντιδοξασμού. Επειδή ο άνθρωπος, για να δεί τον Θεό, πρέπει να γίνει κατά Χάριν θεός, πρέπει να έχει μέθεξη Θεού.
Ο άνθρωπος από μόνος του δεν μπορεί να δεί τον Θεό, όσο και αν προσπαθήσει. Μόνον, όταν ο Θεός δοξάζει τον άνθρωπο, ο άνθρωπος γενόμενος κατά Χάριν θεός μέσω του Θεού βλέπει τον Θεό. Ο άνθρωπος μόνον όταν είναι μέσα στο άκτιστο Φως, όταν καταυγάζεται από το άκτιστο Φως, γινόμενος Φως κατά χάριν, βλέπει το Φως.
Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος δοξάζεται, σημαίνει ότι όλο το σώμα του, όλο το είναι του είναι μέσα στο άκτιστο Φως. Και, εφ’ όσον βρίσκεται μέσα στο Φως, βλέπει το Φως, μέσα στο οποίο υπάρχει.
Ταυτοχρόνως, βλέπει και όλο το φυσικό περιβάλλον γύρω του να καταυγάζεται και να διαποτίζεται και αυτό από το Φως. Το Φως αυτό λούζει, φωτίζει, διαπερνά τα πάντα.
Αυτό εκφράζει η φράση «ο Θεός είναι πανταχού παρών», καθώς και ο στίχος του αγγελικού ύμνου «πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου». Η βασιλεία του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η δόξα, το Φως του Θεού και είναι άκτιστος και πανταχού παρούσα. Ο άνθρωπος όμως δεν μετέχει σ’ αυτήν, αν και βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν. Μετέχει σ’ αυτήν μόνο κατά την εμπειρία του φωτισμού ή της θεώσεως, οπότε αυτή η δόξα ή βασιλεία αποκαλύπτεται σ’ αυτόν, όταν πληροί τις προϋποθέσεις της καθαράς καρδίας.
Κατά τον «φωτισμό», το Φως της δόξης του Θεού είναι εσωτερικό, ενώ κατά την θέωση μετέχουν και οι σωματικοί οφθαλμοί στην θέα του. Ο ερχομός της βασιλείας του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αυτή η αποκάλυψις της δόξης του Θεού στον άνθρωπο.
ζ. Μπορεί να πραγματοποιηθεί η ανθρώπινη τελειότητα μέσα στον σημερινό αμαρτωλό κόσμο; 
Συχνά διερωτάται κάποιος πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η τελειότητα αυτή μέσα στον κόσμο, μέσα στην ακάθαρτη κοινωνία που ζούμε. Σ’ αυτό, ας έχουμε υπόψη μας τα εξής:
Το γενικό καθήκον κάθε ανθρώπου είναι να πιστεύει ορθώς/ορθοδόξως στον Θεό και να αγωνίζεται για την τήρηση των θείων εντολών, αγιαζόμενος με τα θεία μυστήρια της Εκκλησίας. Αυτό αποτελεί την σωτηρία του. Αυτό περιείχε και το κήρυγμα του Προδρόμου σ’ όσους έρχονταν προς αυτόν, ρωτώντας τι έπρεπε να κάνουν για να σωθούν. Αυτό είπε κι ο Χριστός στον πλούσιο νεανίσκο που τον ρωτούσε τι πρέπει να κάνει για να σωθεί· «εάν θέλεις να εισέλθεις εις την ζωήν, τήρησε τις εντολές» (ΜΑΤΘ: 19/17).
Άρα το θέμα της σωτηρίας είναι βέβαιο και απλό: Τήρηση των θείων εντολών.
Η τελειότητα αυτή δεν είναι υποχρεωτική για όλους, ούτε και μπορούν όλοι να την επιτύχουν. Όποιος θέλει να σωθεί και να κληρονομήσει τα αγαθά που υποσχέθηκε ο Κύριός μας, ας αγωνίζεται κι ας αγαπά τον Θεό και τον πλησίον με όλη του την δύναμη, και δεν θα αστοχήσει, έστω κι αν δεν μπορέσει να φθάσει την ύψιστη τελειότητα, που είναι μόνο για τους εκλεκτούς.
Όποιος όμως επιθυμεί την τελειότητα, την θέωση στην έσχατή της έννοια, ας ακολουθήσει την σχετική κλήση του Κυρίου, απαρνούμενος τον εαυτό του, σηκώνοντας το σταυρό του και ακολουθώντας τον Κύριο «όπου κι αν πηγαίνει».
«ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος τοις πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρνώ και δεύρο ακολούθει μοι…» (ΜΑΤΘ: 19/21).4
η. Η θέωσις είναι διακαής και διαχρονικός πόθος του ανθρώπου.                                                         
Εξ αρχής ο άνθρωπος επεθύμησε και επιθυμεί και ποθεί διακαώς, κατά λαϊκήν έκφρασιν, να γίνη Θεός. Η πτώσις των πρωτοπλάστων εγένετο με ακριβώς την τεχνηέντως υπόκαυσιν αυτής, δια την θέωσιν, επιθυμίας.5
Εις επιταφίους πλάκας μελών Ορφικών αδελφοτήτων, ευρίσκομεν επιγράμματα, «κλεμμένα» από την Παλαιάν Διαθήκαν (Π.Δ.), όπως, «ὄλβιε καί μακαριστέ, θεός δ' ἔση ἀντί βροτοῖο» ως και «θεός εἶ ἐλεεινοῦ ἐξ ἀνθρώπων».6
Εις την Παλαιάν Διαθήκην, απαντώμεν τα χωρία: «Ὁ Θεός ἔστη ἐν συναγωγῇ θεῶν, ἐν μέσῳ δέ θεούς διακρίνει», «ἐγώ εἶπα : ὑμεῖς θεοί ἐστέ καί υἱοί Ὑψίστου πάντες».7  
Εις την Καινήν Διαθήκην ευρίσκομεν το χωρίον: «νῦν τέκνα θεοῦ ἐσμέν καί οὔπω ἐφανερώθη τι ἐσόμεθα, οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῆ ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθῶς ἐστί».8
Ο Παύλος ομιλών προς τους Αθηναίους χρησιμοποιεί φράσιν των ποιητών Αράτου του Ταρσέως και Κλεάνθους εξ 'Ασσου Τρωάδος, η οποία λέγει: «τοῦ (θεοῦ) γένος ἐσμέν».9
Εκ των Πατέρων της Εκκλησίας, ο Μέγας Αθανάσιος λέγει χαρακτηριστικώς, «διά τοῦτο γάρ τοιαύτη γέγονεν ἡ συναφή, ἵνα τῷ κατά φύσιν τῆς θεότητος συνάψῃ τόν φύσει ἄνθρωπον καί βεβαία γένηται ἡ σωτηρία καί ἡ θεοποίησις αὐτοῦ».10
Οι παλαιοί (προ του σχίσματος) Πατέρες, ανατολικοί και δυτικοί, μετ' αυτούς άλλοι, καθώς και νεώτεροι Πατέρες, ησθάνθησαν έντονον την επιθυμίαν της θεώσεως, εγοητεύθησαν από αυτήν και επεδίωξαν την θέωσιν ενσυνειδήτως, όπως την επιδιώκει κάθε ομολογούσα την Ορθόδοξη Πίστη χριστιανική ψυχή, ως το «ὄντως ἐφετόν» [ΣΣ: Εφετός= Επιθυμητός (από το ρ. εφίημι)], ως την επιτυχίαν του προορισμού της, ως την τελικήν εξεύρεσιν του οίκου της, διότι ως λέγει ο Ιερός Αυγουστίνος «ο Θεός είναι η χώρα, ο οίκος της ψυχής».
Κατά τρόπον ορμέμφυτον λοιπόν, όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν την θέωσιν και την λαχταρούν, χωρίς πλειστάκις να το εννοούν αυτό, διότι ο διακαής αυτός πόθος διαλανθάνει μέσα στις μορφές διαφόρων επιθυμιών, όπως η αγάπη της διαιωνίσεως του ονόματος των δια διαφόρων έργων, πράξεων και ενεργειών, όπως η λαχτάρα της αθανασίας, όπως τα διάφορα ιδανικά, είτε είναι υψηλά και άξια της ανθρωπινής ιδιότητος, είτε και άλλα κατωτέρας ποιότητος.
Ο άνθρωπος, δύναται τις να είπη, φλέγεται από την επιθυμίαν να γίνη θεός.
Η σημερινή εποχή μας, η θεωρούμενη τόσον υλιστική και άθεος, κατά την οποίαν εις άλλας περισσότερον της ιδικής μας, «προηγμένας» χώρας, τόσον των ολοκληρωτικών όσον και των υποτιθέμενων ελευθέρων δημοκρατικών καθεστώτων, κυριαρχεί το σύνθημα: «ο Θεός απέθανε πλέον», είναι εποχή απομακρύνσεως από τον Θεόν, αλλ' όχι και από την θέωσιν, με τις προϋποθέσεις που προαναφέραμε.
θ. Πως είναι δυνατή η πραγματοποίηση της θεώσεως του ανθρώπου, αφού στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι, εάν ο άνθρωπος ίδη το προσωπον του θεού θα αποθάνει;
Είναι δυνατή η θεοποίηση του ανθρώπου, αφού απαντώμεν εις τας Αγίας Γραφάς ότι ο άνθρωπος και εάν μόνον ίδη το πρόσωπον του Θεού δεν είναι δυνατόν να επιζήση;11 ότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακεν πώποτε;».12
Βεβαίως είναι δυνατή, αλλά φυσικά όχι όπως γνωρίζομεν τας θεοποιήσεις ή αποθεώσεις των ηρώων της αρχαιότητος και τας χονδροειδείς θεοποιήσεις των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Εις τα διαληφθέντα προηγουμένως χωρία, αντιπαραβάλλονται και άλλες ρήσεις εκ των Αγίων Γραφών, καθώς και ο περίφημος μακαρισμός του Χριστού καθ' ον «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὅψονται».13
Το τι είναι θέωσις και πως νοείται, το εκφράζει ο συγγραφεύς των Διονυσιοαρεοπαγιτικών συγγραμμάτων, ο οποίος λέγει «Θέωσις ἐστιν ἡ πρός Θεόν ὡς ἐφικτόν (ανθρώπῳ) ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις».14
Νοείται δε η θέωσις με τους κατωτέρω λόγους Καλλίστου του Καταφυγιώτου: «Θεός Αβραάμ, οὐ Θεοῦ οἱ κόλποι καλούμενοι Ἀβραάμ κόλποι, Θεοῦ εἰσί κόλποι. Εἰς τούς κόλπους αὐτούς εἰσαγόμενος ὁ τόν θεωρητικόν βίον μετελθών, θεοῦται καί ἀποκαθίσταται ἐν θυμηδίᾳ καί τέρψει ἀφάτῳ».15 Οι θεούμενοι «ως θεοειδείς νοητέοι», προσδιορίζει αλλαχού ο προμνημονευθείς Κάλλιστος.16
Η θέωσις ΔΕΝ οδηγεί ούτε εις το Νιρβάνα των Βουδδιστών και Τζαϊνιστών, ούτε εις τον Πανθεϊσμόν  των Στωϊκών και του Σπινόζα, αλλ' ούτε είναι δυνατόν να περιγραφεί, διότι είναι εμπειρία του ορώντος τον Θεόν, του ενουμένου με τον Θεόν και θεουμένου, και δη εμπειρία ανέκφραστος όπως ακριβώς συνέβη με τον απόστολον Παύλον ο οποίος «ἀνῆλθε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι ».17
Ο θεούμενος εισέρχεται όπως ο θεόπτης Μωϋσής εις τον θείον γνόφον,18 ευφραίνεται αφάτως ανελθών μέχρι «τῆς τοῦ θείου σκότους ἀκτίνος»,19 μέχρι του «ὑπερφώτου γνόφου», γνωρίζει και βλέπει δι' αγνωσίας και αβλεψίας αυτό το οποίον είναι υπέρ θέαν και γνώσιν, αυτό το οποίον ούτε καθοράται ούτε γνωρίζεται.20
Η ένωσις μετά του Θεού και θέωσις του ανθρώπου, νοείται και είναι θείον πάθος υπό την έννοιαν του πάθους δια το θείον, του δια τον Αληθινόν Θεόν πάθους. Ούτω κατά τον Πατριάρχην Κάλλιστον, «ἡ θέωσις ἐστι πάθος μακάριον».21
Ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ωσαύτως γράφει «οὐ γάρ ἔχομεν φύσει δεκτικήν τήν της Θεώσεως δύναμιν. Πάσχομεν δέ κατά τό μέλλον τήν θέωσιν, τήν πρός τό παθεῖν ταύτην κατά δωρεάν χάριν δεχόμενοι».22 Της Θεώσεως προηγείται η Ένωσις.23
'Αρα και η θεοπτία είναι δυνατή και η θέωσις ωσαύτως.
ι. Η μέθεξις της θείας Χάριτος ΔΕΝ είναι μετοχή της θείας Ουσίας, αλλά της θείας ενεργείας.
Η Θέωσις πραγματοποιείται δια της μεθέξεως. Τη μεθέξει της θεϊκής Χάριτος ο άνθρωπος γίνεται Θεός.24 Ο αυτός 'Αγιος Μάξιμος, αλλαχού λέγει: «Τῇ μεθέξει ὁ ἄνθρωπος μετά τήν ἕνωσιν τοῦ νοῦ αὐτοῦ πρός τόν Θεόν».25
Ο Μέγας Αθανάσιος εις τους κατά Αρειανών λόγους του, γράφει περί της μεθέξεως κατά την θέωσιν «τά ἄλλα δέ οἷς εἶπε: ἐγώ εἶπα ὑμεῖς θεοί ἐστέ, μόνον τῇ μετοχῇ τοῦ Λόγου. Διά τοῦ Πνεύματος ταύτην ἔχουσι τήν χάριν παρά Πατρός».26 Ωσαύτως τονίζει την μέθεξιν τω Αγίω Πνεύματι, λέγων «τῇ δέ τοῦ Πνεύματος μετοχῇ, συναπτόμεθα τῇ θεότητι».27
Η μέθεξις όμως αύτη, δεν είναι μετοχή της θείας ουσίας άλλα της θείας ενεργείας. Επ' αυτού ο 'Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διευκρινίζει λέγων «οἱ τῷ Θεῷ εὐαρεστήσαντες καί τοῦ δι' ὅ γεγόνασιν ἐπιτυχόντες, τουτέστι τῆς θεώσεως. . . οὐκοῦν καί αὐτοί τῆς θείας ἐνεργείας, εἰ καί τρόπον ἕτερον, ἀλλ' οὐχί τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ μετέχουσι. Διό καί οἱ θεολόγοι τῆς θείας ἐνεργείας εἶναι ὄνομα τήν θεότητα φησί».28
Και τούτο διότι, δια την θείαν ουσίαν δεν υπάρχει «μέθεξις οὔτε αἰσθητή οὔτε νοερά» και η θεία ουσία ούτε όνομα είναι δυνατόν να έχη, ούτε λέγεται, ούτε ονομάζεται, ούτε θεωρείται, είναι δε εντελώς άληπτος και άρρητος πάντοτε.29
Το ότι κατά τον Απόστολον Πέτρον «γινόμεθα θείας κοινωνοί φύσεως»30 δεν σημαίνει ότι η θεία φύσις είναι μεθεκτή. Κατά τον προμνημονευθέντα Αγ. Γρηγόριον Παλαμάν «ἀμέθεκτος ἐστίν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί μεθεκτή πως καί κοινωνοῦμεν τῆς θείας φύσεως καί οὐ κοινωνοῦμεν οὐδαμῶς. Δεῖ οὐν ἀμφότερα ἡμᾶς τηρεῖν, καί τίθεσθαι ὡς εὐσεβείας γνώμονα».31
Σαφώς ωσαύτως περί τούτου, ομιλεί ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής λέγων «μεθεκτός μέν ὁ Θεός κατά τάς μεταδόσεις αὐτοῦ, ἀμέθεκτος δέ κατά τό μηδέν μετέχον αὐτῆς τῆς οὐσίας αὐτοῦ».32
Η έλλαμψις, όπως συνέβη κατά την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, η 'Ενωσις, η Θέωσις γίνονται δια μεθέξεως εις τας θείας Ενεργείας, αι οποίαι κατά τον Αγ. Γρηγόριον Παλαμάν είναι άκτιστοι, περισσότεραι της μιας και διαστέλλονται της θείας ουσίας, ήτις είναι μία και παντάπασιν αδιαίρετος.
Ούτως αμέθεκτος η Ουσία, μεθεκτή η Ενέργεια, δυνατή η Θέωσις και αψευδής η Αγία Γραφή, η οποία ως ελέχθη, πολλαχού ομιλεί περί θεώσεως.33
3.               Ο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ (ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ)
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΑΡ. 18/2014.
Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
«Χρίων ὡς Θεός ἑαυτόν ὡς ἄνθρωπον»
(Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός) 
Ἀ­γα­πη­τὰ ἐν Χρι­στῷ παι­διὰ μου!
Ἀ­πὸ τοὺς ἀρ­χαί­ους χρό­νους ὁ κό­σμος ἔ­θε­τε στὸ κέν­τρο τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τός του τὸν ἄν­θρω­πο. Τὸν ἡ­ρω­ϊ­σμὸ του ὕ­μνη­σε ἡ ἐ­πι­κὴ ποί­η­ση, τὴν σο­φί­α του με­λέ­τη­σε ὁ φι­λο­σο­φι­κὸς στο­χα­σμός, τὰ γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς του πε­ρι­έ­γρα­ψε ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, τὸ κάλ­λος του ἐ­ξέ­φρα­σε ἡ αἰ­σθη­τι­κὴ τέ­χνη. Ἔ­τσι δι­α­μορ­φώ­θη­κε ἕ­νας ὑ­ψη­λὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως δὲν ἐ­πέ­τυ­χε νὰ γε­φυ­ρώ­σει τὴν χα­ο­τι­κὴ ἀ­πό­στα­ση με­τα­ξύ τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που.
Τὸ δι­ά­στη­μα αὐ­τὸ γιὰ πρώ­τη καὶ μο­να­δι­κὴ φο­ρὰ στὴν ἱ­στο­ρί­α ἐ­κά­λυ­ψε, ἐ­γε­φύ­ρω­σε ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, μὲ τὸ δι­κό του θέ­λη­μα, μὲ τὴν δι­κή του πρω­το­βου­λί­α, μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Λό­γου Θε­οῦ.
Τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων γεν­νι­έ­ται ὁ Θε­άν­θρω­πος καὶ μα­ζὶ ἀ­να­τέλ­λει ὁ νέ­ος ἀν­θρω­πι­σμός, ὁ θε­αν­θρω­πι­σμός. Τὸ κή­ρυγ­μα τῶν προ­φη­τῶν, ὁ στο­χα­σμὸς τῶν φι­λο­σό­φων, ἡ προσ­δο­κί­α τῶν ἁ­πλῶν ἀν­θρώ­πων, μέ­σῳ τῶν αἰ­ώ­νων, γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κό­της. «Ὁ Λό­γος σὰρξ ἐ­γέ­νε­το καὶ ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν». Ὁ Θε­ὸς σκη­νώ­νει ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους. Σκη­νὴ τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, σκη­νὴ τοῦ Κτί­στη τὸ κτί­σμα Του, σκη­νὴ τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ τὸ δη­μι­ούρ­γη­μά Του. Τὰ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν Του δὲν τὰ πα­ρεῖ­δε.
Γιὰ πρώ­τη φό­ρα στὴν ἱ­στο­ρί­α αἴ­ρε­ται ἡ ἀ­πό­λυ­τη μο­να­ξιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που, μο­να­ξιὰ, ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­που­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦ νέ­ου ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὅ­τι ἀ­πο­κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο στὴν υἱ­ι­κή του σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα, ὥ­στε νὰ λει­τουρ­γεῖ κα­τὰ τὴν ἀ­λη­θι­νή του φύ­ση ὡς εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Εἰ­κό­να ποὺ, ὅ­ταν αὐ­το­νο­μεῖ­ται, χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ θεῖ­ο Ἀρ­χέ­τυ­πό Της, ἀ­μαυ­ρώ­νε­ται.
Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἡ ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ Πα­τρὸς, ἐ­πι­στρέ­φει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν «κα­τ'­εἰ­κό­να Θε­οῦ» φύ­ση του. Τώ­ρα στὸν νέ­ο ἐν Χρι­στῷ ἄν­θρω­πο ἀ­πο­κα­θί­στα­ται τὸ ἀρ­χαῖ­ο κάλ­λος τῆς εἰ­κό­νος τοῦ Θε­οῦ. Ὁ ἄν­θρω­πος εὑ­ρί­σκει τὸ νό­η­μα τῆς ζω­ῆς του, τὴν δι­καί­ω­σή του, τὴν λύ­τρω­σή του, τὴν θε­ρα­πεί­α του, τό τέ­λος του, στὴν κοι­νω­νί­α του μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ στὴν ἀ­να­φο­ρά Του στὸν Δη­μι­ουρ­γὸ καὶ Πα­τέ­ρα Του.
Ὁ ἐ­ναν­θρω­πή­σας Θε­ὸς δέν ἀ­πέρ­ρι­ψε τὸν ἄν­θρω­πο. Τὸν ἐ­πῆ­ρε πά­νω Του, τὸν προ­σέ­λα­βε γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει, νὰ τὸν ἀ­να­στή­σει, νὰ τὸν κά­νει ὄ­χι μό­νο ἠ­θι­κώ­τε­ρο ἢ κα­λύ­τε­ρο, ἀλ­λὰ θε­ὸ κα­τὰ Χά­ριν.
Καί ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος θε­αν­θρω­πι­σμὸς δὲν ἀ­πέρ­ρι­ψε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὸν ἀρ­χαι­ο­ελληνικό ἀν­θρω­πι­σμό. Τὸν προ­σέ­λα­βε, τὸν κα­θά­ρι­σε ἀ­πὸ τὸν πα­γα­νι­σμὸ καὶ τὸν με­τα­μόρ­φω­σε.
Σή­με­ρα μπο­ροῦ­με νὰ μι­λᾶ­με γιὰ ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο θε­αν­θρω­πι­σμὸ, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν δι­κή μας πα­ρά­δο­ση καὶ κλη­ρο­νο­μιά: Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ὑ­πέρ­τα­τη ἀ­ξί­α ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν εὑ­ρί­σκε­ται στὸν ἐ­γω­ι­σμό, ἀλ­λὰ στὴν ἀ­γά­πη. Στὴν κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἡ ἀ­λη­θι­νὴ κοι­νω­νί­α τῶν προ­σώ­πων, κοι­νω­νί­α θε­αν­θρώ­πι­νη. Ἡ προ­σω­πι­κὴ συ­νεί­δη­ση ἔ­χει προ­τε­ραι­ό­τη­τα ἔ­ναν­τι κά­θε κρα­τι­κῆς ἢ κομ­μα­τι­κῆς ἢ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας καὶ βί­ας.
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας εἶ­ναι τὸ θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο καὶ τὸ ἐρ­γα­στή­ριο ποὺ δι­α­σῴ­ζει καὶ ἀ­να­πλάσ­σει τὸν μο­να­δι­κὸ αὐ­τὸν θε­αν­θρω­πι­σμό. Καρ­πὸς τοῦ θε­αν­θρω­πι­σμοῦ εἶ­ναι οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὁ ὀρ­θό­δο­ξος βυ­ζαν­τι­νὸς πο­λι­τι­σμός, τὸ με­γα­λει­ῶ­δες ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὸ καὶ ἐκ­πο­λι­τι­στι­κὸ ἔρ­γο τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ Πο­λι­τεί­ας στοὺς Σλά­βους καὶ σὲ ἄλ­λους λα­ούς, ἡ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ βυ­ζαν­τι­νὴ Τέ­χνη, τὸ τε­ρά­στιο κοι­νω­νι­κὸ καὶ φι­λαν­θρω­πι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ἐ­ξαν­θρω­πι­σμός τοῦ δι­καί­ου, ὁ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος κοι­νο­τι­σμός τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἡ συμ­βο­λὴ στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἀ­λη­θι­νῆς παι­δεί­ας, ὁ ἀ­θω­νι­κός μο­να­χι­σμός, ἡ ἐ­θνε­γερ­σί­α τοῦ 1821. Αὐ­τὸν τὸν θε­αν­θρω­πι­σμὸ ἀμ­φι­σβη­τεῖ σή­με­ρα καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει καὶ νά ἐ­ξο­βε­λί­σει ἀ­πὸ τὸν τό­πο μας ἕ­νας ἄλ­λος «ἀν­θρω­πι­σμὸς» χω­ρὶς Θε­ό, πού, πα­ρὰ τὰ δι­ά­φο­ρα προ­σω­πεῖ­α του, ἔ­χει κοι­νὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τὴν ἀ­θε­ΐ­α καὶ τὸν ὑ­λι­σμό.
Ὁ ἀ­θε­ϊ­στι­κος καὶ ὑ­λι­στι­κὸς αὐ­τὸς «ἀν­θρω­πι­σμός», ποὺ ἄλ­λο­τε ἀ­νέ­χε­ται τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ἄλ­λο­τε γί­νε­ται ἔν­το­να ἀν­τι­εκ­κλη­σι­α­στι­κὸς ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὰν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση καὶ χει­ρα­φέ­τη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ὡς ἐ­ὰν οἱ χι­λιά­δες τῶν μέ­χρι σή­με­ρα πι­στῶν καὶ Ἁ­γί­ων καὶ ἡ­ρῴ­ων μας νὰ μὴ ἦ­σαν ἐ­λεύ­θε­ροι καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ ἐ­λεύ­θε­ρος, ὅ­ταν δὲν ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν ἐ­γω­ι­σμό του καὶ τὰ πά­θη του καὶ ὅ­ταν ἡ δι­κή του κτι­στὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α δὲν πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἄ­κτι­στη ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ του; Ἐν ὀ­νό­μα­τι αὐ­τῆς τῆς «ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σε­ως» νο­μι­μο­ποι­εῖ­ται τὸ ἔγ­κλη­μα τῶν ἐ­κτρώ­σε­ων μὲ συ­νέ­πεια τὴν αὔ­ξη­σή των, προ­πα­γαν­δί­ζε­ται ὁ χω­ρὶς ἠ­θι­κὴ ἔ­ρω­τας, ἀ­κό­μα καὶ ἡ δι­α­στρο­φή του, κα­ταρ­γεῖ­ται ἡ ἱ­ε­ρό­της τοῦ γά­μου καὶ τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας, προ­βάλ­λε­ται ἡ μοι­χεί­α ὡς λε­βεν­τιά.
Ὁ ἄ­θε­ος «ἀν­θρω­πι­σμὸς», ποὺ ἐ­ναν­τι­ώ­νε­ται στὸν θε­αν­θρω­πι­σμὸ τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας, πε­ρι­ο­ρί­ζει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ζῳ­ώ­δη καὶ ἐ­πί­γεια ζω­ή του. Τὸν βλέ­πει σὰν ἐ­ξε­λιγ­μέ­νο ζῷ­ο καὶ σὰν οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ κα­τα­να­λω­τι­κὴ μη­χα­νή, πα­ρα­γνω­ρί­ζον­τας τὴν θει­κὴ κα­τα­γω­γή του καὶ τὴν βα­θύ­τα­τη λα­χτά­ρα του γιὰ κα­τα­ξί­ω­ση, ἐ­πέ­κει­να τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του στὸν Θε­ὸ καὶ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Σ' αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται ἡ βα­θειὰ κρί­ση τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας μας.
Ἀ­γα­πη­τὰ ἐν Χρι­στῷ παι­διά μου.
Ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α δὲν εὕ­ρι­σκε «τό­πον ἐν τῷ κα­τα­λύ­μα­τι» νὰ γεν­νή­σει τὸν Ἰ­η­σοῦ. Ἡ σύγ­χρο­νη ἀ­πο­στα­σί­α προ­σπα­θεῖ καὶ στὸν τό­πο μας, στὴν Ἑλ­λά­δα, νὰ ἀ­φαι­ρέ­σει κά­θε κα­τά­λυ­μα γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὶς καρ­δι­ὲς τῶν νέ­ων, σκό­πι­μα ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζον­τάς τους.
Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ κά­θε Ἕλ­λη­να εἶ­ναι καί­ριο καὶ ἄ­με­σο: θὰ ὑ­πο­κύ­ψου­με στὸν ἄ­θε­ο ἀν­θρω­πι­σμὸ ἢ θὰ μεί­νου­με πι­στοὶ στὸν ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο θε­αν­θρω­πι­σμό μας; Θὰ ἑ­ορ­τά­σου­με Χρι­στού­γεν­να μὲ τὸν Χρι­στὸ ἢ Χρι­στού­γεν­να χω­ρὶς τὸν Χρι­στό;
Ὁ­λο­θερ­μὲς εἶ­ναι οἱ προ­σευ­χές μας ὁ νη­πιά­σας Θε­ός, ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, νὰ ἔ­χει μό­νι­μο κα­τά­λυ­μα στὶς καρ­δι­ὲς ὅ­λων μας.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014  
Μέ πατρικές εὐχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ  ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ  ΜΑΡΚΟΣ

Καλά Χριστούγεννα!!!






1 Θεηπόλος (αντί Θεοπόλος)= Ιερεύς, Υπηρέτης του Θεού.
Θελξίμβροτος (ο,η)= Ο θέλγων, ο απατών δι’ ηδονής, τους ανθρώπους.
Ιάλεμος= Θρήνος, κοπετός.
Ιθύφαλλος (ο)= Ασελγής, κακοήθης, διεφθαρμένος άνθρωπος.
Ίμερος (ο)= Επιθυμία, έρως.
Μισάνθρωπος (ο,η)= Ο μισών τους ανθρώπους.
Νερτέριος,α,ον=Ο ανήκων ή ευρισκόμενος εις τους νερτέρους (τους υπό γην), υποχθόνιος.
Ραιστήρ(ο,η)= Κατασυντρίβων, Συνθλίβων, σφύρα.
Χαλίφρων-ονος (ο,η)= ελαφρόνους, κουφόνους, ενδοτικός.
2 Η διεξαγωγή του αγώνος προς τους σημερινούς κοσμοκράτορες του σκότους, με σώφρονα μέθοδο, βασισμένη στην διδασκαλία του Κυρίου Ιησού Χριστού και την κατάλληλη πανοπλία (δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεως), είναι απαραίτητη, επειδή η πάλη μας, δεν είναι προς αίμα και σάρκα (προς ανθρώπους), αλλά προς τους πονηρούς δαίμονες και την διδασκαλίαν των υπηρετών τους (ανθρωπισμός, διαφωτισμός, και όλοι οι συναφείς –ισμοί τους), οι οποίοι αδιστάκτως, ανυστάκτως, αδιακόπως και πεισμόνως, ζητούν την αλλοτρίωσή μας και την καταστροφή μας.
3 Είναι αυτό που λέγει έναν τροπάριο της ακολουθίας της Θείας Μεταλήψεως: «Θεού το Σώμα και θεοί με και τρέφει, Θεοί το πνεύμα τον δε νούν τρέφει ξένως». Αυτός ο λόγος, «τρέφει ξένως», σημαίνει πως το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που κοινωνούμε είναι η τροφή που καθαρίζει τους ακάθαρτους λογισμούς και αλλοιώνει αγαθώς τα φρονήματα προς ευσέβειαν. Ο λόγος αυτός μας λέγει ότι η μετοχή στα Άγια Μυστήρια, φέρει κατά μυστικό τρόπο την υγεία της ψυχής και του σώματος.
Ο διάβολος φοβάται την Θεία Κοινωνία. Είναι αυτό που τον πονά και τον διαλύει και αδυνατεί και υποχωρεί, όταν βρίσκεται μπροστά στους συνεχώς κοινωνούντας των Αγίων Μυστηρίων. Είναι όντως το μυστικό φάρμακο που θεραπεύει τον ποικίλο λογισμό που κολλάει σαν πειρασμός μέσα στην σκέψη και καταναγκαστικά τον εμπαίζει.  Πολύ πρακτικά μας μιλάει για το θέμα αυτό ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων:
«Αν το δηλητήριο του εγωϊσμού σε κάνει να υποφέρεις τρομερά όπως πάντα, λάβε το μυστήριο και ο ταπεινός άρτος θα σου δώσει τη γαλήνη. Αν η ζήλια μαραίνει με τον καυτερό της άνεμο την καρδιά σου , λάβε τον άρτο των αγγέλων και η πραγματική αγάπη θα φουντώσει μέσα σου. Αν η τεμπελιά σ' έχει κυριεύσει και νοιώθεις πως δεν έχεις κέφι για προσευχή και γα άσκηση της αγάπης στο διπλανό σου, δυναμώσου με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ασφαλώς η καρδιά σου θα γεμίσει από αγάπη. Επιτέλους αν νιώθεις να σε πιέζει ο πειρασμός για να κάνεις μια ανήθικη πράξη, ω! τότε, προπαντός τότε! λάβε το μεγαλύτερο από τα μυστήρια, και το πανάγιο σώμα του Χριστού θα σε κάνει κ' εσένα αγνό και ολόλευκο σαν κρίνο».
Η συνεχής Θεία Κοινωνία με τα χρόνια που περνούν γίνεται το ουράνιο φάρμακο της ψυχικής ηρεμίας και της αγγελικής αλλαγής του ανθρώπου. Εγκαθίσταται μέσα στην καρδιά του ο θείος έρωτας. Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού γίνεται το εμβόλιο της ψυχής του. Και όπως ένα άγριο δένδρο δεν μπορεί να αλλάξει όσο και να το σκαλίζουμε, όσο και να το ποτίζουμε, παρά μονάχα εάν το εμβολιάσουμε, έτσι και ο άνθρωπος, άγριο δένδρο με πάθη και αδυναμίες,, εμβολιάζεται και μεταμορφώνεται με το ουράνιο μπόλι, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Γίνεται από «αγριαέλαιος» «καλιέλαιος».
Η καλλιέργεια τα ψυχής και η ειρήνευσή της από τους πειρασμούς του νου και της καρδίας γίνεται με μυστικό τρόπο και μέσα στον χρόνο από τον γεωργό Χριστό. Έλεγε: «Αυτομάτη γάρ η γη καρποφορεί». Η συνεχής Θείας Κοινωνία φέρει τον αληθινό αγιασμό και την απάθεια στους πειρασμούς. Εξάλλου, χριστιανός είναι μόνο εκείνος που ζει συνεχώς εν μετανοία και εγκεντρισμένος στο σώμα του Χριστού με την συνεχή Θεία Κοινωνία.
Όμως η συνεχής Θεία Κοινωνία δεν μπορεί να εφαρμοστεί με ωφελιμιστικό τρόπο , ούτε και με καταναγκαστικό, διότι δεν πρόκειται ποτέ να ωφελήσει. Η Θεία Κοινωνία δεν είναι ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο, που το παίρνει κανείς δι' επιβολής και εξ ανάγκης στην δυσκολία, περιμένοντας μαγικά το θαύμα, αλλά είναι η εξ όλης καρδίας ένωση μας με τον ίδιο τον Θεό, που ζει μέσα μας και εμείς εγκεντρισμένοι στο Σώμα Του.
Ο πιστός που ζει στην Εκκλησία με την συνεχή Θεία είναι Θεοφόρος και Χριστοφόρος, όμαιμος και σύναιμος του Χριστού, κι αυτό μέσα στον χρόνο φέρει τον καρπό του, την κάθαρση του νου και της καρδιάς. Όπου κατοικεί ο Χριστός βασιλεύει η πηγαία χαρά και ειρήνη. Η συμμετοχή στο Ιερό Μυστήριο με την προετοιμασία των ευχών της Θείας Μεταλήψεως οδηγούν σε μία συναίσθηση των αμαρτιών και σε έναν θείο έρωτα και εκζήτηση του ελέους του Θεού.
Ο φόβος Θεού και ο πόθος Θεού είναι ο άριστος της καρδιάς τρόπος προετοιμασίας για την Κοινωνία του Θεού…., σημαίνει την εν μετανοία και μετά δακρύων συναίσθηση των αμαρτιών του, καθώς και την γλυκεία αγάπη και συγχώρηση του Θεού. Όταν ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του διεργάζεται το μυστήριο της μετανοίας καθώς και το μυστήριο του θείου πόθου και έρωτος, τότε τα άχραντα Μυστήριο και ο Άρτος της Ζωής είναι καθαρτικός του νου τρόπος. (Πηγή: Αρχ. Σεβαστιανός Τοπάλης. Μετάνοια και ψυχική υγεία κατά τον Ιερό Χρυσόστομο. Γ΄. Η άμεση και πρακτική αντιμετώπιση των ψυχικών νοσημάτων από πνευματικής σκοπιάς 4. Η συνεχής Θεία Κοινωνία. Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας).
4 Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, σ. 217-236, σε νεοελληνική απόδοση. Πηγή: vatopaidi.gr.
5 ΓΕΝΕΣΗ:3/4-5---Μαξίμου Ομολογητού, Περί Θεολογίας Κεφάλαια 100άς. Μη΄.---Καλλίστου Καταφυγιώτου, Περί Ενώσεως κλ. Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, Αμφιβαλλομένη Ομιλία Β'.
6 W. R. Inge, Christian Mysticism, Apendix. C. Oxford 1909, σελ,. 356.
7 ΨΑΛΜ:81/1,5.
8 Α'. ΙΩΑΝΝΟΥ:3/2.
9 ΠΡΑΞ: 17/18.
10 Κατά Aρειανών, Λόγος Β'/70.
11 ΕΞΟΔ:33/20.
12 ΙΩΑΝΝΟΥ:1/18.
13 ΜΑΤΘ:5/8.
14 Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, Κεφ. 2 εδαφ. 3--- Πρβλ. και Κεφ. 1 Α ως και περί Ουρανίου Ιεραρχίας, Κεφ. 3 Εδάφ. 3.
15 Περί Θείας Ενώσεως και Βίου Θεωρητικού, Κεφ. ΠΒ'.
16 Καλλίστου Καταφυγιώτου Ενθ. ανωτ. Κεφ. η'.
17 Β΄ΚΟΡΙΝΘ:12/4.
18 ΕΞΟΔ: 20/3-7, 21/1-2,12-13, 17-20---ΨΑΛΜ:96/2.
19 Περί Μυστικής Θεολογίας. Κεφ. Ι εδάφ. 1.
20 Περί Μυστικής Θεολογίας, Κεφ. 2.
21 Κεφάλαια περί Προσευχής, Κεφ. οξ'.
22 Περί Θεολογίας Κεφάλαια 100άς Τρίτη Κεφ. οε'. οξ'. Πρβλ. 100άς Τρίτη Κεφ. οε'. ξγ'. 100άς έκτη Κεφ. κθ'. λβ'.
23 Καλλίστου Καταφυγιώτου. Ενθ. Ανωτέρω, Κεφ. πα'.
24 Μαξίμου Ομολογητού. Κεφ. Περί Θεολογίας 100άς Δευτέρα Κεφ. πη'.
25 Μαξίμου Ομολογητού. Ένθ. ανωτερ. 100άς Τετάρτη Κεφ. ιγ'. 100άς Πέμπτη Κεφ. λη'.--- Πρβλ. Καλλίστου Καταφυγιώτου 'Ενθ. ανωτερ. Κεφ. κ. πα'.
26 Λόγος Α'. 9.
27 Κατά Αρειανών Λόγος Γ'.
28 Μαξίμου Ομολογ. Ένθ. ανωτερ. 100άς Τετάρτη Κεφ. ιγ'. 100άς Πέμπτη Κεφ. λη'.---Πρβλ. Καλλίστου Καταφυγιώτου 'Ενθ. ανωτερ. Κεφ. κ. πα'.
29 Γρηγορίου Θεσσαλονίκης Ένθ. ανωτέρω Κεφ. ρς', 26.
30 Β'. ΠΕΤΡΟΥ:1/4.
31 Θεοφάνης, PG 150. 932 Δ'.
32 Αντιγεγραμμένον εις την Δογματικήν Πανοπλίαν, υπό Ευθυμίου Ζηγαβινού Ρ G 130. 132 Α'
33 Αμυδράν εικόνα της Θεώσεως του ανθρώπου δίδει ο πεπυρακτωμένος σίδηρος, όπου το πυρ διατρέχει τον σίδηρον, ο όποιος λαμπρύνεται και ενούται με το πυρ και πυρακτούται, απορροφά δε την θερμότητα και γίνεται πύρινος, χωρίς να παύση να είναι σίδηρος, χωρίς να καθίσταται πυρ, και διατηρεί την αυτοτέλειάν του πυρακτούμενος, όπως και ο άνθρωπος δεν εκμηδενίζεται κατά την θέωσιν, αλλά διατηρεί την προσωπικότητα του, δεν απορροφάται, δεν εξαφανίζεται ούτε διαχέεται εις το άπειρον της θεότητος, αλλ' αντανακλά πως την θείαν χάριν ως θεοειδής γενόμενος, όπως ο σίδηρος εκπέμπει όχι την ιδικήν του άλλα την του πυρός θερμότητα.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου