ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ Ή
ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ;
Αθεΐας
Ορμητήριον
Νερτερίων
ιδεολόγημα
Θελξιμβροτών
σόφισμα
Ραιστήρ
Χριστιανισμού
Ωραιοποιημένη
πλάνη
Πατρίδος
ολετήρ
Ιθυφάλλων
βιοθεωρία
Σοδομιστών
καταφύγιον
Μισανθρώπων
άλλοθι
Ορθολογισμού
Θεοποίησις
Σαγήνη
χαλιφρόνων
Ή
Θεοσοφιστών
Ιάλεμος
Ελλήνων Ίμερος
Ανθρωπιστών
Ταράκτωρ
Νεποτισμού
τάφος
Θεηπόλων
πυξίς
Ρωμηοσύνης
Καύχημα
Ωράνιον
(Ουράνιον) δώρον
Παραδείσου
Διαπιστευτήρια
Ιάτρευμα
(ίασις) ψυχών
Σωτηρίας
δόγμα
Μυστηρίων
(Ορθοδοξίας) Μέθεξις
Ορθόδοξος
Ανθρωπισμός
Σκοταδιστών
Όλεθρος1
*
MEΡΟΣ 16ο
Α΄
Α Ν Θ Ρ Ω Π Ι Σ Μ Ο Σ
6. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΩΝ (Συνέχεια 15ου μέρους).
ζ. Διαφωτισμός-Βυζάντιον-Ρωμηοσύνη2
Μετά την έκδοση της Βυζαντίδος του Λούβρου3 και τον ενθουσιασμό των πρωτεργατών της (π.χ. Philippe Labbé)4 για την «Βυζαντινή» ιστορία,5 ήλθε ο Διαφωτισμός «με την αντι-ιστορική του
αλαζονεία», να καταδικάσει τις «βυζαντινές» σπουδές σε ανυποληψία6
Στον διαφωτιζόμενο άνθρωπο, προκαλούσε
ιδιαίτερη αντιπάθεια το Ελληνορθόδοξο πνεύμα της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας και
γι' αυτό η ιστορία της, δεν ήταν γι' αυτόν (τον διαφωτιστή) παρά ένα «άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών» (Βολταίρος) και
στην καλύτερη περίπτωση «ο τραγικός
επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας». Έτσι, επήλθε η κάμψη του
ενδιαφέροντος για το «Βυζάντιο» και η ηθική του καταδίκη.
The
Corpus Scriptorum Historiae
Byzantinae (Latin:Corpus of Byzantine history writers), frequently referred to as the CSHB
or Bonn Corpus, is a monumental fifty-volume series of primary sources
for the study of Byzantine history (c. 330–1453), published in the German city
of Bonn between 1828 and 1897. Each volume contains a critical edition of a Byzantine
Greek historical text, accompanied by a parallel Latin translation. The
project, conceived by the historian Barthold
Georg Niebuhr, sought to revise and
expand the original twenty-four volume Corpus
Byzantinae Historiae (sometimes called the Byzantine du Louvre), published in Paris between 1648 and 1711 under the initial direction of the Jesuit
scholar Philippe Labbe.7
*
Για τον κορυφαίο του Διαφωτισμού Βολταίρο
(1694-1778), «υπάρχει μια άλλη ιστορία πιο γελοία από την ιστορία της Ρώμης
{...): Είναι η ιστορία του Βυζαντίου», που συνιστά «ντροπή για την ανθρώπινη
σκέψη».8 Ανάλογη ήταν η εντύπωση για το «Βυζάντιο» και του «ανθρωπιστού-διαφωτιστού»
Μοντεσκιέ (1689-1755): «η ιστορία της ελληνικής αυτοκρατορίας δεν είναι τίποτε
άλλο από μία υφή επαναστάσεων, ανταρσιών και απιστιών»9
Η θεοκεντρική, όχι όμως και θεοκρατική,
κατανόηση και ερμηνεία της σχέσεως Θεού, ανθρώπου και κόσμου, εξηγεί την
καταδικαστική αυτή στάση των εκπροσώπων του αθεϊστικού δυτικοευρωπαϊκού
Διαφωτισμού. Η απόρριψη του Υπερβατικού και κάθε σχέσεώς του με την ιστορία, οδήγησε
αναπότρεπτα στην καταδίκη της θεοκεντρικότητας της Ρωμαϊκής/Ρωμαίϊκης/ Ελληνικής
Ανατολής (Βυζάντιον, Ρωμανία).
Κορύφωση του διαφωτιστικού πνεύματος στον χώρο
της Ιστορίας είναι ο Γίββων (1737-1794),10 Άγγλος ιστορικός του 18ου αιώνα. Περιγράφοντας την
πορεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου, διακρίνει μια επί χίλια έτη παρατεινόμενη
παρακμή, ώστε να ομολογήσει: «περιέγραψα
τον θρίαμβο του βαρβαρισμού και της θρησκείας» (Vasiliev, σ. 21).
Ο Γίββων, έβλεπε την πορείαν της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας, σ' Ανατολή και Δύση, ως οπισθοδρόμηση, κάτω από την Βολταιρική επίδραση και τον απεριόριστο θαυμασμό του προς την
ελληνική αρχαιότητα, που συνιστούσε μία από τις βασικότερες προκαταλήψεις του.
Είναι νόμος απαράβατος άλλωστε, στην ιστορική έρευνα η τελική υποταγή του
ιστορικού, στον υποκειμενισμό του οποιουδήποτε Vorverstandnis.11
Αυτή η αρνητική και «εξευτελιστική» απέναντι
στο «Βυζάντιο» στάση, επέζησε της Γαλλικής Επαναστάσεως, όπως επισημαίνει ο
Βασίλιεφ. Ο Έγελος (1770-1831), κινούμενος στο ίδιο πνεύμα, δεχόταν, ότι «η
γενική όψη (της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) παρουσιάζει μια ξεχωριστή εικόνα
αθλιότητος. Άθλια και ανισόρροπη με τα πάθη της, έπνιξε την ανάπτυξη κάθε
ευγενούς σκέψεως ή πράξεως (...) μέχρις ότου, επί τέλους, το σαθρό οικοδόμημα
της Ανατολικής αυτοκρατορίας, σκορπίσθηκε σε κομμάτια μπροστά στην παντοδυναμία
των Τούρκων».
Πολιτικοί εξ άλλου, όπως ο Ναπολέων Βοναπάρτης,
έβλεπαν την «Βυζαντινή» αυτοκρατορία ως παράδειγμα προς αποφυγή. Η μειωτική
αυτή για το «Βυζάντιο» τοποθέτηση, θα συνεχιστεί και στην ιστοριογραφία. Ο όρος
«Bas Empire» (Ξεπεσμένη
Αυτοκρατορία), θα γίνει Terminus Technicus (τεχνικός όρος), που θα
χρησιμοποιείται ως «σύμβολο καταφρονήσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας» (Vasifiev,
σ. 23).
Η χιλιετής ιστορία της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας είναι ένα κομμάτι της ιστορίας της ανθρωπότητας που, λόγω της
ιδιαιτερότητάς της, δέχτηκε κριτικές, πέρασε από δοκιμασίες, και «αμαυρώθηκε»
για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τόσον η προκατάληψη, όσον και το ταραχώδες
παρελθόν των δύο τμημάτων της, που ακολούθησαν παράλληλες και συχνά
συγκρουόμενες πορείες, εμπόδισαν την στοχαστική και αντικειμενική προσέγγιση
ενός λαμπερού πολιτισμού, που συνδέθηκε άμεσα με τον Χριστιανισμό και την
Ορθοδοξία.
Η «θεοκρατία», ο «δεσποτισμός’ και ο
«σκοταδισμός», ήταν οι άδικοι χαρακτηρισμοί που δόθηκαν για το Βυζάντιον. Από
ποιούς; Τους ευρωπαίους ιστοριογράφους του 16ου-18ου, αιώνα που ζούσαν μέσα
στον σκοταδισμό της Δύσεως, ανήκαν στους σκοταδιστές («διαφωτιστές»), και
ελούοντο από το σκότος των θερμοκηπίων-ταγμάτων της αιρετικής Παπικής εκκλησίας
[Φραγκισκανούς, Αυγουστινιανούς, Ιησουΐτες (ωτακουστές/κατάσκοποι του Σουλτάνου
για τις δραστηριότητες των υπόδουλων Ελλήνων), κλπ].
Οι κάθε λογής ανθρωπιστές και διαφωτιστές,
φαίνεται ότι δεν έχουν πληροφορηθεί ακόμη, ότι το Βυζάντιο έχει ήδη
αποκατασταθεί στην ιστορική και φιλοσοφική έρευνα.
Αγνοούν ότι στο «Βυζάντιο» ή εκπαίδευση ήταν
κυρίως προσκεκολλημένη στην κλασική Ελληνική παράδοση, την οποίαν οι ίδιοι οι ανθρωπιστές-διαφωτιστές
της Δύσεως, απεμπόλησαν, παρά τις βερμπαλιστικές διακηρύξεις τους περί
επιστροφής στην κλασική αρχαιότητα.
Ο Όμηρος ήταν υποχρεωτικό ανάγνωσμα, μαζί με
την Αγία Γραφή, τον όποιον όλοι οι μαθητές μάθαιναν απέξω και τον εξηγούσαν
λέξη προς λέξη. Σε όλη την βυζαντινή ιστορία, η ύλη και ο τρόπος της
διδασκαλίας δεν ποικίλουν και πολύ. Το πρώτο πράγμα που διδασκόταν ένα παιδί,
όταν γινόταν έξι χρονών, ήταν η γραμματική ή «το ελληνίζειν την γλώσσαν». Μ’
αυτό, εκτός από την ανάγνωση, την γραφή, την γραμματική και το συντακτικό, όπως
τα εννοούμε σήμερα, εξυπακουόταν επίσης μια γνώση των κλασικών, καθώς και
σχόλια στους κλασικούς, ιδίως στον Όμηρο που τα έργα του τα μάθαιναν απ’ έξω. Ο
Συνέσιος τον 5ο αιώνα, μιλάει για την ικανότητα του ανιψιού του να αποστηθίζει
τον Όμηρο (μάθαινε πενήντα στίχους την ημέρα), ενώ ο Ψελλός, καυχιέται ότι από
πολύ μικρός, ήξερε όλη την Ιλιάδα απ’ έξω. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλοι οι
Βυζαντινοί, ήσαν σε θέση να αναγιγνώσκουν και να γνωρίζουν, στίχους του Ομήρου.
Η Άννα Κομνηνή, αναφέρει στίχους του Ομήρου, εξήντα έξι (66) φορές στην «Αλεξιάδα» της..Και
τους άλλους ποιητές τους διάβαζαν και τους μάθαιναν, κανένας όμως δεν είχε την
ανώτατη αυτή θέση που διατήρησε ως το τέλος ο Όμηρος.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων περίπου χρονών, ο
μαθητής περνούσε στην ρητορική, μάθαινε δηλαδή ορθή προφορά και μελετούσε
συγγραφείς όπως τον Δημοσθένη και πολλούς άλλους πεζογράφους. Μετά την ρητορική,
έπρεπε να σπουδάσει την τρίτη επιστήμη, την φιλοσοφία, και τις τέσσερεις
τέχνες, την αριθμητική, την γεωμετρία, την μουσική και την αστρονομία. Μπορούσε
επίσης να διδαχθεί νομικά, ιατρική και φυσική. Παράλληλα με τα μαθήματα αυτά,
έδιναν στο παιδί και θρησκευτική μόρφωση. Τα θρησκευτικά όμως τα δίδασκαν
χωριστά και οι διδάσκαλοι ήταν κληρικοί. Τα παιδιά μάθαιναν ολόκληρη την Βίβλο.
Μετά τον Όμηρο, η Βίβλος ήταν η κυριώτερη πηγή νύξεων και παραπομπών στην
βυζαντινή λογοτεχνία.
Για να αντιληφθούμε το πολιτιστικό χάσμα πού
χώριζε Ρωμαίους και Δυτικούς, αρκεί να θυμίσουμε ότι η Δύση πρωτογνώρισε τον Όμηρο μόλις τον 14ο αιώνα, όταν υστέρα από
παραγγελία του Πετράρχη και του Βοκκάκιου, ένας
Ρωμηός της Ν. Ιταλίας, ο Λεωνίδας Πιλάτος
(Leonzio Pilato, 1310-1364), μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στα
λατινικά.12.
Σήμερα, οι οπισθοδρομικοί και φανατικοί
εχθροί του Βυζαντίου, εξακολουθούν να παραμένουν προσκεκολημμένοι στις
προκαταλήψεις των αφιλοσόφητων-Ελληνομάχων ανθρωπιστών και «διαφωτιστών» της
Δύσεως, οι οποίοι συνέγραφον ως ιστορικοί, χρονογράφοι και θεολόγοι, κατ’
εντολήν του Παπισμού ή άλλων αιρετικών και αποκρυφιστικών κέντρων, ουσιαστικώς
ως μισθοφόροι, εναντίον του Ορθοδόξου Βυζαντίου.
Πραγματοποιούν ένα ασυνήθιστο, αφύσικο και
αντιεπιστημονικό «άλμα» προς τα οπίσω, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν κείμενα
δικών τους ανθρώπων που αντικρούουν τους ισχυρισμούς τους, όπως:
-Του τέως προέδρου της Αυστριακής
Δημοκρατίας Rudolf Kirschlager.
Στο 16ο Διεθνές Βυζαντινολογικό συνέδριο
που έγινε στη Βιέννη (4-9 Οκτ. 1981), ο τότε πρόεδρος της Αυστριακής
Δημοκρατίας Rudolf Kirschlager, κατά την επίσημη
έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου συνεχάρη τον πρύτανη των βυζαντινολόγων όλου
του κόσμου, καθηγητή H. Haunger, για το επιστημονικό του έργο το οποίο εφανέρωσε ότι: «η λέξη
βυζαντινισμός δεν έχει καμμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά προήλθε από
ελλιπή κατανόηση του Βυζαντίου εκ μέρους των ιστοριογράφων της Αναγεννήσεως. Θα
είμασταν πολύ πιο φτωχοί σήμερα συνεχίζει ο αυστριακός πρόεδρος, αν οι πλούσιοι
θησαυροί αυτής της περιόδου, οι ιστορικές εμπειρίες, οι θρησκευτικές και
φιλοσοφικές αλήθειες δεν είχαν φθάσει μέχρι των ημερών μας και δεν είχαν αξιολογηθεί
αναλόγως».
-Του διάσημου Γάλλου Ιστορικού
Καρόλου Ντήλ (1859-1944).
«Το Βυζάντιον εδημιούργησε λαμπρόν
πολιτισμόν, τον λαμπρότερον που είδε το φως μέχρι του 1100 εις τον Χριστιανικόν
κόσμον…Δι’ όλην την Ευρώπην το Βυζάντιον ήτο αληθώς ο μεγάλος παιδαγωγός, ο
μεγάλος μύστης».
-Του κορυφαίου Βρεττανού
Βυζαντινολόγου Στήβεν Ράνσιμαν.
Θα ήταν παράλειψις να μην συμπεριλάβουμε
στην επιχειρηματολογία κατά των αδίκων επικριτών του Βυζαντίου των αφρόνων
δυτικών και των εγχωρίων δυτικοφρόνων αγραμμάτων, τα έξοχα λόγια του:
«Η δύσις φορτωμένη με προγονικές
αναμνήσεις φθόνου εναντίον του Βυζαντίου, με τους πνευματικούς ηγέτες της να
κατακρίνουν τους ορθοδόξους ως σχιαματικούς και με μία απόκοσμη αίσθηση ενοχής,
διότι εγκατέλειψε την πόλη στο τέλος της, διάλεξε να ξεχάσει το Ορθόδοξο
Βυζάντιο…».
«Όσοι διακατέχονται από αντιβυζαντινισμό
πρέπει να μην παριστάνουν τους εκσυγχρονιστές και προοδευτικούς γιατί
επιστημονικά βρίσκονται πίσω, μαζί με τους προκατειλημμένους και φανατικούς
ιστορικούς και χρονογράφους του Μεσαίωνα».
Κύριο στοιχείο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού,
είναι η πολεμική αντίθεσή του προς την θρησκευτική παράδοση του Βυζαντίου. Στις
«δογματικές και νοησιαρχικές ερμηνείες της πραγματικότητας», θα αντιτάξει «τον
εμπειρισμό και την άμεση αποδεικτικότητα» της θετικής φιλοσοφίας και επιστήμης.
«Πριν από κάθε τί άλλο, ο Διαφωτισμός είναι μια μαχητική
αντιθρησκευτική στράτευση, όχι πάντοτε αθεϊστική, αλλά οπωσδήποτε
αντικληρικαλιστική -αντίθετη στον χριστιανισμό, έτσι όπως τον γνώρισαν οι Διαφωτιστές στις
δυτικοευρωπαϊκές θεσμικές εκδοχές του, ως ρωμαιοκαθολικισμό (ΣΣ: Φραγκοπαπισμό) και προτεσταντισμό».13
Τα ακούτε Ελλαδίτες ανθρωπιστές και
διαφωτιστές που δεν χάνετε ευκαιρία να χύνετε δηλητήριο κατά της περιόδου της
Ελληνικής αυτοκρατορίας, την οποίαν λόγω της αλαζονείας σας και του φθόνου, της
μισαλλοδοξίας σας και της τυφλώσεώς σας, χαρακτηρίζετε ως σκοταδιστική, δήθεν
και μεσαιωνική/θεοκρατική περίοδο;
Η άγνοια της ουσίας της Ορθοδοξίας, ως
πατερικής και αποστολικής συνέχειας, παρέσυρε -και παρασύρει ακόμη- την
διαφωτιστική διανόηση, στην ίδια αντιμετώπιση της Ορθοδοξίας με τη
«Χριστιανική» Δύση. Το κατασκευασμένο στην ίδια την Δύση «Βυζάντιο», ταυτίστηκε
με τον δυτικό σκοτεινό μεσαίωνα και πολεμήθηκε με την ίδια σφοδρότητα και
πάθος.14
Εν τούτοις, παρ’ όλον που ο Ρομαντισμός του 19ου αι. θα συμβάλει
στην αποδέσμευση από αυτήν την μονολιθικότητα και θα δώσει ώθηση για την
επανεκτίμηση της θέσεως του «Βυζαντίου» στην παγκόσμια ιστορία,15 ακόμη και σήμερα, μολονότι «αναγνωρίζεται η σπουδαιότητα του βυζαντινού επιτεύγματος από όλους τους
ενημερωμένους ιστορικούς»16 (δυστυχώς όμως υπάρχουν και μη ενημερωμένοι), οι
βυζαντινές σπουδές «δεν έχουν καταλάβει παντού τη θέση που τους αξίζει».
Ούτε, επίσης, έχει εκλείψει η γιββώνεια
αντίληψη για το «Βυζάντιο», μολονότι «από τον Finlay ως το σύγχρονό μας Sir Steven
Runciman, η αποκατάσταση του Βυζαντίου έγινε -και στη χώρα και στην γλώσσα του
Γίββωνος- σ' όλο της το πλάτος»17
Ο ανανεωμένος γιββωνισμός στις αρχές του 20ού
αι. από τον William Ε.Η. Lecky (θέση του: «ουδέποτε υπήρξε άλλος μακραίωνος
πολιτισμός τόσον γυμνός από κάθε στοιχείο μεγαλείου»), επιβεβαιώνει μια
συνέχεια, που και εκεί, όπου γίνεται δεκτό πολιτικά το «Βυζάντιο», μέσα από το
δυτικό πάντοτε πρίσμα, δεν παύει για την
Δύση να είναι σκάνδαλο η Ρωμηοσύνη.18
*
Η Ρωμηοσύνη19 είναι η ελληνικότητα στην χριστιανική - ορθόδοξη
διάστασή της. Ριζωμένη χρονικά ήδη στην εξελληνισμένη Ρώμη (Ρωμαϊκή
αυτοκρατορία), μορφοποιείται και πραγματώνεται ιστορικά στην Ρωμανία -
Βυζάντιο (μετά το 324 μ.Χ.) και δεν παύει να υπάρχει και μετά την
πτώση του (1453), στα όρια της Ρωμαίϊκης - Ορθόδοξης Εθναρχίας, σε μια διάσταση
λιγότερο μεν φαντασμαγορική, αλλ’ εξ ίσου δημιουργική και ρωμαλέα.20
Η δυτική ή δυτικίζουσα νοοτροπία, θα προσκρούει
πάντοτε στην Ρωμηοσύνη, διότι είναι ένα ολότελα νέο και μοναδικό μέγεθος στην
παγκόσμια ιστορία: Ο Χριστιανισμός ως Ελληνορθοδοξία, είναι «ένας άλλος
πολιτισμός στους αντίποδες του δυτικού και σκοτεινού μεσαίωνα»21
Πεμπτουσία του είναι η αποστολική και πατερική
θεολογική και πολιτιστική παράδοση. Η Ορθοδοξία ως τρόπος υπάρξεως, αλλά και
θεραπευτική της ανθρώπινης υπάρξεως, είναι το σκάνδαλο του εκκοσμικευμένου
ανθρώπου, δηλαδή του διαφωτιστικού και μεταδιαφωτιστικού ανθρώπου. Η
πατερικότητα ήταν, άλλωστε, το σκάνδαλο τόσο για τον Αδαμάντιο Κοραή και τους
οπαδούς του, όσο είναι και για την λοιπή ελληνική διανόηση από τον 19ο αιώνα ως
σήμερα.22
Η δυτική (δηλαδή με μη ρωμαίϊκα κριτήρια)
θεώρηση της Ρωμηοσύνης, οδηγεί αναγκαστικά όχι μόνο στην παρερμηνεία, αλλά και
στην απόρριψή της. Η τοποθέτηση αυτή επεβλήθη καθολικότερα, μέσω των σχολικών
ιστορικών εγχειριδίων23 και του Τύπου, ενίοτε δε και με τον γραπτό και
προφορικό λόγο των θεολόγων.
Σ' αυτή την συνάφεια, αναδύεται η αιφνίδια και
αναγκαστική (σχεδόν) επιβολή από την Δύση και η αυτόχρημα δουλική από μέρους
μας αβασάνιστη αποδοχή του ονόματος «Βυζάντιο»24 για το μεσοδιάστημα της ιστορικής υπάρξεώς μας ως Ρωμανία. Είναι πράγματι
τουλάχιστον παράλογο, να προσπερνάμε τα βαθύτερα αίτια της καθιερώσεως του νέου
μας ονόματος, μόλις από το 1562, από
τον υπάλληλο της οικογενείας των κρυπτοταλμουδιστών και πιθανής ιουδαϊκής
καταγωγής, Fuggers,25 Ιερώνυμο Βόλφ (1516-1580), τον Ιησουίτη Ph. Labbe (1667) ή τον φράγκο
ευγενή Du Cange (1680).
Επικρατεί ο ισχυρισμός, ότι η Ρωμαϊκή
αυτοκρατορία έγινε «βυζαντινή», διότι εξελληνίσθη από τον 7ο αιώνα. Γιατί όμως,
ο Μ. Κωνσταντίνος, που ανήκει στον 4ο αιώνα, από Ρωμαίος βαπτίστηκε
«βυζαντινός», μόλις εγκαταστάθηκε στην Ανατολή;
Το πράγμα έχει την εξήγησή του, από τους
διαφωτιστές, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι παράλληλα ο ελληνικός πολιτισμός της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγινε «βυζαντινός», επειδή από τον 7ο αι. έπαυσε να
υπάρχει.
Αν όμως η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον
7ο αι. έπαυσε να υπάρχει επειδή εξελληνίσθη, γιατί δεν ονομάζεται Γραικική,
αλλά «Βυζαντινή»;
η. Η
διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας
Σε αντίθεση με την
μονολιθικότητα του ανθρωπισμού και το απάνθρωπο πρόσωπο του διαφωτισμού, η
Ελληνορθόδοξη παιδεία απετέλεσε την νησίδα ειρήνης και ασφαλείας, μέσα στον
ταραγμένο ωκεανό της κοντόφθαλμης ευρωπαϊκής σκέψεως.
Οι Πατέρες της
Εκκλησίας, οι όντως διαφωτιστές,
εξασφάλισαν τους Έλληνες από τον κίνδυνο της πνευματικής αφυδατώσεώς τους, του
εθνικού ευνουχισμού, της γλωσσικής αποκτηνώσεως, της διανοητικής αποβλακώσεως, της ηθικής
καταπτώσεως και της βεβηλώσεως της πραγματικής ταυτότητός τους, με την οποίαν
έχουν πολιτογραφηθεί αμετακλήτως εις την Ιστορία, ως ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΙ/ΡΩΜΗΟΙ.
Άραγε γιατί αγνοούνται οι Πατέρες της
Εκκλησίας;
Οι Πατέρες της Εκκλησίας και το
Χριστιανικόν «Βυζάντιο», έρριψαν το ανθρωπιστικό σύνθημα περί της ανάγκης της
οικειώσεως των αγαθών της κλασσικής παιδείας και μάλιστα όχι κατά τρόπον
δουλικόν.
Ο Ιουστίνος, Φιλόσοφος, Απολογητής και
μάρτυς (110 μ.Χ.) εδίδασκε ότι «ο σπερματικός λόγος», κατέστησεν ικανούς τους
Εθνικούς φιλοσόφους «αμυδρώς οράν τα όντα» και να διδάξουν «σπέρματα αληθείας».
Το έργον της προσεγγίσεως του
Χριστιανισμού προς την θύραθεν παιδείαν και την Ελληνικήν φιλοσοφίαν οφείλεται
κυρίως εις την Αλεξανδρινήν Θεολογικήν σχολή. Κατά τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα,
η φιλοσοφία «προ της του Κυρίου παρουσίας, (ήτο) εις δικαιοσύνην Έλλησι
αναγκαία. Επαιδαγώγει γαρ αύτη το ελληνικόν, ως ο νόμος τους εβραίους
εις Χριστόν…».
Ήδη η εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων,
περιελάμβανε μέλη έχοντα κλασικήν μόρφωσιν.
Ο Ευσέβιος, ομιλεί περί Χριστιανών «λόγω
τε και φιλοσοφίαν διαπρεψάντων». Χριστιανοί φιλόσοφοι ήσαν οι Αθηναίοι
απολογητές Αριστείδης και Αθηναγόρας. Επίσης ο υιός Αθηναίου φιλοσόφου ονόματι
Αντιόχου, μαρτυρήσαντος επί Δομητιανού, υπήρξε ο επίσκοπος Ρώμης Ανάκλητος
(76-78 μ.Χ.).
Ο Αρνόβιος, ο οποίος ήταν ρήτωρ τονίζει
ότι πολλοί εκ των χριστιανών ήσαν ρήτορες, γραμματικοί διδάσκαλοι της
ρητορικής, θεράποντες του δικαίου (νομικοί), ιατροί και ερευνητές των μυστικών
της φιλοσοφίας.
Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας
είχαν εμποτισθεί με τα νάματα της Ελληνικής Παιδείας, φοιτήσαντες στις
φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές της εποχής εκείνης, οι οποίες υπήρχαν στις
Αθήνες, στην Αντιόχεια και αλλαχού.
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ήταν συμμαθητής
του Ιουλιανού στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.
Τα συγγράμματα του Γρηγορίου Νύσσης,
Γρηγορίου Ναζιανζηνού και μεγάλου Βασιλείου, είναι πλήρη χωρίων των αρχαίων
κλασικών συγγραφέων και φιλοσόφων.
Ο Μέγας Βασίλειος εις την πραγματείαν
του «προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων», υπογραμμίζει
ότι η σπουδή των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων υπό ωρισμένας προϋποθέσεις είναι
αναγκαία και ωφέλιμος.
«Κατὰ πᾶσαν δὴ οὖν τῶν
μελιττῶν τὴν εἰκόνα τῶν λόγων ἡμῖν μεθεκτέον…. πᾶσα μὲν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρῳ ἀρετῆς
ἐστιν ἔπαινος… Τοὺς μὲν οὖν τῶν λόγων οἳ τὰς τῶν καλῶν ἔχουσιν ὑποθήκας, οὕτως ἀποδεχόμεθα…
οὐ πάντα ἐφεξῆς παραδεκτέον ἡμῖν, ἀλλ᾿ ὅσα χρήσιμα…».
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος,
είχε σπουδάσει φιλοσοφίαν και ρητορικήν, χρηματίσας μαθητής του φιλοσόφου
Ανδραγαθίου και του περιφήμου ρήτορος Λιβανίου.
Πλείστοι εκκλησιαστικοί
άνδρες κατά τους βυζαντινούς χρόνους, όπως μαρτυρεί ο Βυζάντιος Λεόντιος,
εθαύμαζον την εθνικήν παίδευσιν.
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός,
τον 8ον αιώνα, ησχολείτο με την μελέτην των κλασικών γραμμάτων.
Ο Μέγας Φώτιος είχε
εκπληκτικήν κλασικήν μόρφωσιν. Η Μυριόβιλος
(βιβλιοθήκη) αυτού, είναι γνωστή εις τον διεθνή φιλολογικόν κόσμον, διότι
εξετάζει 280 βιβλία της χριστιανικής και θύραθεν φιλολογίας, δίδουσα
εκτεταμένες περιλήψεις αυτών.
Ο Ευστάθιος,
μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ζήσας τον 12ον αιώνα, είναι γνωστός εις τους διεθνείς
φιλολογικούς κύκλους, δια τα σχόλια αυτού εις τον Όμηρον και τον Πίνδαρον.
Εξ όλων των παραπάνω
συνάγεται ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία, διέκειτο φιλικώς προς την «θύραθεν
παιδείαν». Δια τον λόγον αυτόν, διέσωσε πλείστα συγγράμματα της αρχαιότητος, με
αντιγραφές, μελέτες, σχόλια αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων συμβάλλουσα εις την
διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων. Τα
συγγράμματα αυτά, παρέλαβαν οι Δυτικοί και τα μετέφρασαν στα Λατινικά.
Εις το έργον αυτό,
σπουδαίως συνέβαλλον τα μοναστήρια, αφού οι αντιγραφείς των αρχαίων
χειρογράφων, ήσαν κυρίως μοναχοί.
Συνεπώς τα πρωτεία του
προς τα «οπίσω άλματος», και μάλιστα επιστημονικού, δεν ανήκουν στους
ψευδοανθρωπιστές του 13ου-14ου-15ου αιώνος, αλλά στους όντως ανθρωπιστές,
Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας που σαφώς προηγήθησαν τούτων.
Αληθής μορφή του
ανθρωπισμού, είναι εκείνη η οποία εμφανίζεται ως σύνθεσις της Ελληνικής
ανθρωπιστικής/θεοκεντρικής παραδόσεως και της Ορθοδόξου Χριστιανικής θρησκευτικότητος. Η τοιαύτη
σύνθεσις υφίσταται ως Ορθόδοξος Χριστιανικός
Ανθρωπισμός (αποδεκτός από τους ορθοδόξους κατά συγκατάβαση) ή Θεανθρωπισμός
(ορθός και Αγιογαφικώς κατοχυρωμένος όρος).
Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε
τις λεγόμενες…ανθρωπιστικές αξίες των Φραγκολατίνων, γιατί αυτές δεν είναι
αξίες, αλλά αθλιότητες υστερικών συσκοτισμένων ανθρωποειδών, τα οποία ενώ έχουν
το φως της ζωής μέσα στο σπίτι τους, το περιφρονούν, το απορρίπτουν και
αναζητούν την σωτηρία τους στα «φώτα» της συσκοτισμένης Ευρώπης.
Λησμονούν τα λόγια του
φωτισμένου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίλλου Λούκαρι:
«Ας λογαριάσουν οι
Λατίνοι, ότι αν δεν έχομεν σοφίαν εξωτέραν, έχομεν χάριτι Χριστού σοφίαν
εσωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την ορθόδοξον πίστιν και εις τούτο
πάντοτε είμεθα ανώτεροι από τους Λατίνους, εις τους κόπους, εις τας
σκληραγωγίας. Και να σηκώνωμεν τον σταυρόν μας και να χύνωμεν το αίμα μας δια
την πίστην και την αγάπην, την προς Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν» (Ομιλία περί
της σοφίας του Σταυρού, Αλεξάνδρεια, 1616).
Να γιατί δεν πρέπει να
αγνοούμε την μεγάλη αλήθεια για την Διδασκαλία των Πατέρων της Ορθόδοξης
Εκκλησίας μας, που αδυνατούν να καταλάβουν οι κουτόφραγκοι (ψευδο)ανθρωπιστές-
διαφωτιστές (σκοταδιστές), επίδοξοι ενταφιαστές του Ορθοδόξου Ελληνισμού και
εμπρηστές της παγκόσμιας Ειρήνης!
θ. Θεωρία Εξελίξεως
Στην ανησυχία "πως
βρέθηκα εδώ;" οι Βρεττανοί ανθρωπιστές απαντάνε με βάση την
επιστημονική φυσιοκρατική εξήγηση:
«Μετά την μεγάλη έκρηξη (big bang) δημιουργηθήκανε τα
άστρα και πλανήτες. Στην Γη υπήρξαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να
εμφανιστεί ζωή με βάση τον άνθρακα. Αρχικά ήτανε σαν "σούπα" χημικών
ενώσεων και σταδιακά οργανώθηκανε σε κύτταρα και οργανισμούς. Εκατομμύρια
χρόνια εξελίξεως μεσω φυσικής επιλογής, έτυχε να παράξουν τον Homo Sapiens,
το είδος σου! Ένα είδος ανάμεσα σε αναρίθμητα άλλα είδη. Και εσύ είσαι ενα
ξεχωριστό άτομο του είδους σου, μόνο και μόνο επειδή οι γονείς σου σε
συλλάβανε! Δέν υπάρχει άλλος λόγος!»26.
Οι ανθρωπιστές, επινόησαν την εξελικτική περί ανθρώπου θεωρία και
απέρριψαν την Δημιουργία του κόσμου και των πρωτοπλάστων, για να δικαιολογήσουν
τις δικές τους αδυναμίες και να νομιμοποιήσουν [με την έννοια των Νόμων της
Κτίσεως (Φύσεως κατ’ αυτούς)], τα δικά τους ανομήματα. Παράλληλα για ευνόητους
λόγους, χαρακτήρισαν τις ανομίες (αμαρτίες), σαν σκόπιμες εφευρέσεις των ιερέων
και της Εκκλησίας.
Οι ανθρωπιστές
αρνούνται να αναγνωρίσουν τον άνθρωπον ως πνευματικόν ον. Εντάσσουν αυτόν εις
την βαθμίδα της εξελικτικής βιολογικής διαδικασίας και το θεωρούν ως
κυριαρχούμενον από τα ένστικτα της ζωολογικής φύσεως. Ίσως, κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια!
Τρείς είναι οι επικρατέστερες
εκδοχές για την δημιουργία του Σύμπαντος.
Η πρώτη εκδοχή, περιλαμβάνει αυτούς που πιστεύουν στον Θεό-Δημιουργό.
Αυτοί αποδέχονται ένα υπέρτατο όν άναρχο (άνευ αρχής), ατελεύτητο, παντοδύναμο,
πάνσοφο, πανάγαθο, το οποίον έχει την παντοδυναμία και πανσοφία να δημιουργεί
τα πάντα βάσει σχεδίου και κατά συνέπεια, αυτό το υπέρτατο όν ο ΘΕΟΣ, είναι ο
δημιουργός του Σύμπαντος, των Συμπάντων και του ανθρώπου.
Ο Θεός-Δημιουργός,
καθώρισε τα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων και κανόνες συμπεριφοράς του
ανθρώπου (Νόμους), τόσον για να είναι ο άνθρωπος αγαπητός στον δημιουργό Του,
όσον για να είναι δίκαιη και αρμονική η διαβίωσή του με τους συνανθρώπους του (Οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνονται στην Αγία
Γραφή που αποτελεί και την ασφαλιστική δικλείδα για τυχόν παρεκτροπή του
ανθρώπου)..
Ο Θεός Δημιουργός, έχει
πλέον όνομα: Ιησούς Χριστός, ο Τριαδικός Θεός της Ορθοδοξίας.
Η δεύτερη εκδοχή είναι η παραδοχή ενός υπερτάτου όντος, το
οποίον εδημιούργησε τα πάντα (Σύμπαν και τον άνθρωπο), χωρίς όμως περαιτέρω
σχέση του όντος αυτού με τα δημιουργήματά του (τα οποία εξελίσσονται αφ’
εαυτών) και χωρίς να καθορίζεται
συγκεκριμένα η υπόσταση του όντος αυτού και ο τρόπος δημιουργίας του Σύμπαντος.
Οι ανθρωπιστές και λοιποί «σοφοί» του Συστήματος, για να αποφύγουν τις
«περιπέτειες» της αιτιολογήσεως της δημιουργίας του Σύμπαντος και των ανθρώπων,
εφηύραν την θεωρία της μεγάλης εκρήξεως (Big Bang).
Η τρίτη εκδοχή είναι η θέση όσων παραδέχονται την ύλην ως
δημιουργόν του Σύμπαντος. Γι’ αυτούς τα πάντα προέρχονται από την ύλην και εφ’ όσον
ο θάνατος εξαφανίσει την ζωήν, η απομένουσα ύλη επανέρχεται στην ύλη και γι’
αυτούς, δεν υπάρχει τίποτε μετά τον θάνατον.
Η θεωρία της εξελίξεως
θέλει τον άνθρωπον, σαν ένα σημείον-σταθμόν, μιας εξελισσομένης γραμμής στην
ζωήν των ζώντων οργανισμών.
Όμως, η θεωρία της
εξελίξεως που συντηρείται σκοπίμως από τους ανθρωπιστές του Συστήματος, δεν
είναι επιστημονική θεωρία ανήκουσα στον χώρο των θετικών φυσικών επιστημών, αλλά
μία φιλοσοφική και μεταφυσική θεωρία και δοξασία, η οποία έχει αποθάνει προ
πολλού!!!
Δεν θα ασχοληθούμε
τώρα, εκτενέστερον με τα άπειρα αποδεικτικά στοιχεία του θανάτου της Θεωρίας
της Εξελίξεως που μερικοί επιμένουν να την παρουσιάζουν ως «ζωντανή» (Θα
αποτελέσει ιδιαίτερο θέμα αναλύσεως στο μέλλον). Παραπέμπομεν μόνον σε μερικές
θέσεις-συμπεράσματα επιστημονικώς ερειδόμενα και ντοκουμέντα ειδικών επιστημόνων, πολλοί από
τους οποίους είναι οπαδοί της θεωρίας
της εξελίξεως, περιλαμβανόμενα στα παρακάτω
βιβλία:
1/ Συμβολή στην τελετή λήξεως της θεωρίας της
εξελίξεως, Ή πώς οι εξελικτικοί ελίσσονται για να πείσουν ότι τα είδη
εξελίσσονται. Ιωάννης Κωστώφ, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος,
1996, σ. 307.
2/ Εξέλιξη; Τα
απολιθώματα λένε Όχι! Dr Duane
T. Gish,1990. Copyright Eλληνικής εκδόσεως, Ιερά
μητρόπολις Νικοπόλεως και Πρεβέζης.
3/ Δημιουργός ή Τύχη;
Βασιλείου Νικολοπούλου, Χημικού, Πάτραι 1986.
4/ Από τον πίθηκο; Τα
επιστημονικά στοιχεία για την θεωρία της Εξελίξεως, Αποστόλου Χ. Φράγκου,
Αθήναι 1988.
5/ The Major Features of
Evolution, Dr George Gaylord Simpson, Eξελικτικός καθηγητής
του
Παν. Του
Χάρβαρντ, (ΣΣ: Συμπεράσματα για τις παλαιοντολογικές έρευνες),1953.
6/ Τhe
evolution of Life,
E.C.Olson,
The new American Library, New
York, 1965 (O Olson,είναι
οπαδός της εξελίξεως και αναφέρεται στα πολύ μεγάλα κενά που υπάρχουν στο
εξελικτικό αρχείο για την προέλευση της πτήσεως των πτηνών).
7/ Natural
History, Stephen Jay
Gould (Από τους πιο γνωστούς υπερασπιστές της θεωρίας της
εξελίξεως), Vol.86,pp 22-30, 1977. (ΣΣ:
Μεταξύ των άλλων έχει δηλώσει: «Το αρχείο των απολιθωμάτων, με τις αιφνίδιες μεταβολές δεν
προσφέρει στηρίγματα στην θεωρία της εξελίξεως…»).
*
Παρά τον θάνατον της θεωρίας της εξελίξεως και
το γεγονός ότι πολλοί εξελικτικοί
επιστήμονες παραδέχονται ότι οι θέσεις της είναι βαθύτατα εσφαλμένες, οι
ανθρωπιστές-διαφωτιστές, όχι μόνον εξακολουθούν
να την συντηρούν αλλά την διδάσκουν στα σχολεία και πανεπιστήμια με την μορφή
δόγματος. Οι κυριώτεροι λόγοι είναι οι εξής:
α/ Οι διορισμένοι
εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, εδιδάχθησαν την θεωρία της εξελίξεως, ως δόγμα,
από καθηγητές «επιστημονικού κύρους», χωρίς αντίλογον και συνεπώς δεν γνωρίζουν
ή δεν εφρόντισαν να ερευνήσουν-μελετήσουν τις θέσεις της Θεωρίας της
Δημιουργίας. Έτσι, κατήντησαν μιμητικά όντα και όχι ελεύθεροι άνθρωποι.
β/ Οι πλείστοι από τους
διδάσκοντες καθηγητές, είναι αντιχριστιανοί, άθεοι και πλήρως αγνώτες της
Παλαιάς Διαθήκης, όπου είναι καταγεγραμμένες οι λεπτομέρειες της Δημιουργίας
του Σύμπαντος και του ανθρώπου, την οποίαν (Παλαιάν Διαθήκη), ακρίτως ΔΕΝ
αποδέχονται ή μερίδα άλλων την θεωρεί ανοήτως και ανιστορήτως, ως Θρησκευτικό
Βιβλίον των Εβραίων.
γ/ Η κυριαρχούσα αλαζονεία των ανθρωπιστών-διαφωτιστών, τους
έχει τυφλώσει και η θεοποιημένη λογική τους, δεν τους αφήνει να αντιληφθούν και
να ομολογήσουν το σφάλμα τους, επιβεβαιουμένης της ρήσεως «ου με πείσεις κάν με
πείσεις».
δ/ Οι συστημικοί
ανθρωπιστές, δεν δέχονται την θεωρίαν της δημιουργίας καθ’ όσον εάν την
αποδεχθούν, θα πρέπει να ομολογήσουν το λάθος τους, και να αποδεχθούν τον
Δημιουργόν, όχι αορίστως αλλά ονομαστικώς, δηλαδή τον Ιησούν Χριστόν, κάτι απίθανον
λόγω της αντιχριστιανικής πίστεώς τους ή αδύνατον, αφού είναι σίγουρον ότι το
Σύστημα ΔΕΝ θα επιτρέψει κάτι που θα σήμαινε την κατάρρευση της θεωρίας τους!!!.
ε/ Αρκετοί απ’ αυτούς,
είναι αργυρώνυτοι καθηγητές, μισθωμένοι κονδυλοφόροι, αδίστακτοι
χρηματοσυλλέκτες που λαμβάνουν εντολή να συγγράφουν ή να διδάσκουν με
λογικοφανή επιχειρήματα, την Εξελικτική
θεωρία του Συστήματος.
Το περίεργον όμως για αρκετούς, όχι για εμάς
τους Ρωμηούς/Έλληνες, είναι το εξής: Όσοι από τους ανθρωπιστές-διαφωτιστές
εμπλέκονται σε αποκρυφιστικές οργανώσεις, αποδέχονται την θεωρίαν της
δημιουργίας και τόν κατ’ αυτούς Δημιουργόν ,που δεν είναι άλλος άλλος από τον ΜΑΤΣ (Μέγα Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος),
δηλαδή τον Εωσφόρον!! .
ι. Υπαρξισμός
Αρκετοί ανθρωπιστές εκτός από εξελικτικοί,
είναι και υπαρξιστές27.
Η αποδοχή της θεωρίας του
υπαρξισμού αναποφεύκτως καταλήγει εις τον μηδενισμόν και εις την άρνηση παντός
θετικού, για την ανθρώπινη ύπαρξη, χαρακτηριστικού. Κάποιοι άλλοι υπαρξιστές,
πιστεύουν στην μετενσάρκωση.
Στο ερώτημα "Τι γίνεται μετά τον θάνατο",
ο Στέφεν Φράϊ (Stephen Fry) απαντά πως η άποψη ότι υπάρχει μια αϋλη ψυχή η
οποία μετά τον θάνατο μας, επιβιώνει ξανά σε άλλο σώμα ή στους ουρανούς όπου
επιβραβεύεται ή τιμωρείται αναλόγως των πράξεων του ανθρώπινου σώματος στο
οποίο κατοικούσε προηγουμένως, δεν υποστηρίζεται από καμιά είδους απόδειξη ή
έστω ένδειξη.
Ο θάνατος είναι φυσικό επακόλουθο της ζωής και
είναι χρήσιμο να το αποδεχθούμε και να συμφιλιωθούμε μαζί του. Έτσι θα
μπορέσουμε να βρούμε νόημα και στόχο, στην διάρκεια της ζωής μας, και να
εκμεταλλευτούμε όσο καλύτερα τον χρόνο μας, πράττοντας το καλό παρά το κακό. Κατ’
αυτόν τον τρόπον, όταν πεθάνουμε, θα ζούμε στα έργα που έχουμε κάνει και στις
αναμνήσεις των άλλων, των οποίων ήμασταν κομμάτι της ζωής τους. Η φυσική μας
υπόσταση θα διαλυθεί, και τα διάφορα χημικά μόρια θα συντελέσουν στην διατήρηση
ή δημιουργία άλλων μορφών ζωής.
Έτσι, επιτυγχάνεται ο κύκλος της ζωής.28
Οι υπαρξιστές θεωρούν ότι:29
1ο/ Ο άνθρωπος δεν έχει μια προκαθορισμένη ουσία ή σκοπό που
να του έχει δοθεί από το Θεό ή την φύση. Εξαρτάται από τον κάθε ένα από μας
ξεχωριστά, να αποφασίσουμε ποιοι και τι είμαστε μέσω των πράξεών μας. Είναι το
πολύ γνωστό απόφθεγμα του Σαρτρ:
«η ύπαρξη προηγείται
της ουσίας». Δηλαδή, πρώτα υπάρχουμε, σε
ένα κόσμο τον οποίο δεν επιλέξαμε, και κατόπιν εξαρτάται από εμάς να
καθορίσουμε την ταυτότητά μας , τα βασικά μας χαρακτηριστικά καθώς ζούμε τη ζωή
μας και δρούμε μέσα σε αυτήν. Ως εκ τούτου, η ουσία μας (το σύνολο των
καθορισμένων χαρακτηριστικών) επιλέγεται, δεν δίνεται, δεν είναι δεδομένη.
2ο/ Οι άνθρωποι αποφασίζουν οι ίδιοι για
την μοίρα τους και είναι υπεύθυνοι για το τι κάνουν τη ζωή τους. Έχουμε
ελεύθερη βούληση με την έννοια ότι όποιοι και αν είναι οι βιολογικοί ή οι
κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις μας είναι στο δικό μας χέρι
να αποφασίσουμε πώς να διαχειριστούμε αυτούς του παράγοντες και να κάνουμε τις
όποιες αλλαγές. Ακριβώς επειδή είμαστε κατ’ ουσίαν αυτοδημιούργητοι, έχουμε την
πλήρη ευθύνη για το τι θα κάνουμε την ζωή μας.
3ο/ Οι άνθρωποι πρέπει να αναζητήσουν
και να βρουν ποιος είναι ο ποιο αυθεντικός τρόπος να πραγματώσουν την ζωή τους
ως άτομα. Συνήθως, λένε, συμμορφωνόμαστε στις απαιτήσεις της «αγέλης».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ζούμε μια ζωή μη αυθεντική, όχι πραγματικά δική μας. Για
να γίνουμε αυθεντικοί, πρέπει να αναλάβουμε την ζωή μας με καθαρότητα και
ένταση. Αυτά, τα βιώνουμε σε στιγμές συναισθηματικών εμπειριών, όπως η
υπαρξιακή αγωνία και η υπαρξιακή ενοχή.
4ο/ Δεν
μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από υπερβατικές αρχές για να ζήσουμε την ζωή μας,
πιο σωστά, για να αποφύγουμε να ζήσουμε την ζωή μας. Βρισκόμαστε «ριγμένοι» στον κόσμο. Χωρίς
να το έχουμε επιλέξει, χωρίς να έχουμε κάποιες οδηγίες. Δεν ξέρουμε πώς
είναι σωστό για μας να ζήσουμε. Πρέπει να αναλάβουμε οι ίδιοι αυτή την ευθύνη.
5ο/ Το ον (το εδώ είναι κατά τους ανθρωπιστές-υπαρξιστές, το συγκεκριμένο
άτομο), μη μπορώντας να έρθει σε επαφή με το Είναι, μηδενίζεται και το πρόβλημα
παραμένει και γίνεται μεγαλύτερο διότι τώρα το υποκείμενο στέκεται συνειδητά
μπροστά στο Είναι-Μηδέν, κάτι που δεν συνέβαινε σε προηγούμενες φάσεις του
πνεύματος. Έτσι έχουμε την είσοδο σε μια καινούργια φάση στην αυτοσυνειδησία
του όντος: (Αυτό είναι η εισαγωγή στον Υπαρξισμό).
Ένας από τους σπουδαιότερους Γάλλους
υπαρξιστές φιλοσόφους του 20ου αιώνα, ήταν ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul
Sartre).30 Το 1946, και αφού είχε εστίασε την
προσοχή του στον άνθρωπο, αποφάσισε να αναδείξει στο επόμενο έργο του, «Ο Υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός»,
το θέμα της κοινωνικής υπευθυνότητας.
Ως κριτική των φιλοσοφικών αερολογιών των
υπαρξιστών-ανθρωπιστών, τους απευθύνομεν μερικά ερωτήματα:
1/ Για ποιον λόγον αναζητούν «πρότυπα
ηθικής τελειότητος» ή «αυθεντικό τρόπο ζωής», στην λίαν σύντομη επίγεια ζωή
τους, αφού:
α/ Γι’ αυτούς, μετά θάνατον η ψυχή
γίνεται μηδέν, ένα τίποτα;
β/ Για τους πιστεύοντες στην
μετενσάρκωση, η ψυχή του ηθικώς τελειοποιημένου μπορεί να εισέλθει με την
συνδρομή και της ειμαρμένης ακόμη και σε ζώα ή φυτά; Μήπως βιάζονται για να
βελτιωθεί το είδος των ζώων ή των φυτών;
γ/ Για τους πιστεύοντας στην «αθανασία
της ψυχής», η ψυχή θα επανέλθει ούτως ή άλλως, όπως ισχυρίζονται, στον
παγκόσμιο νου από τον οποίον προήλθαν;
2/ Ποιος είναι ο θεός τον οποίον αναφέρουν οι ένθεοι
υπαρξιστές; Έχει όνομα ή είναι ανώνυμος; Ποιός υπαρξισμός είναι αυτός που είναι ασύμβατος με
την πίστη; Ποια πίστη; Τι σημαίνει να είσαι ένθεος αφού είσαι υπαρξιστής;
3/ Τι θα πεί η
φράση είμαστε «ριγμένοι» στον κόσμο;
Ποιος μας έρριξε; Για να μας ρίξει σημαίνει ότι υπήρχαμε και δεν είμαστε ένα
ΤΙΠΟΤΕ και προφανώς δεν γινόμαστε και ένα ΤΙΠΟΤΕ. Ποιος μας έφερε στον κόσμο; (ΣΣ: Δεν εννοούμε τους γονείς μας).
Προϋπήρχαμε; Εάν ναι, πως και υπό ποίας συνθήκας ήλθαμε σε ύπαρξη; Πως
αποκτήσαμε νου και λογική; Από το ΕΙΝΑΙ- ΝΟΥΣ; Από κάποιο άλλο ΕΙΝΑΙ άψυχο και
υλικό; Ποιο ΕΙΝΑΙ, είναι αυτό;
4/ Αφού το εδώ Είναι, που αναφέρεται στην ύπαρξη που προσδιορίζεται
τοπικά και είναι το συγκεκριμένο ον (ΣΣ: Ο άνθρωπος-πρόσωπον καθ’ ημάς), ΔΕΝ μπορεί να
γνωρίσει το άπειρο Είναι, διότι του είναι τελείως διάφορο, πως εξηγείται
λογικώς και επιστημονικώς η ύπαρξή του στον κόσμο; Και αφού είναι τελείως
διάφορο από το Είναι, ποιες είναι αυτές οι διαφορές μεταξύ του εδώ είναι και του όντως Είναι;
Στα ερωτήματα αυτά οι
ανθρωπιστές-υπαρξιστές, ΑΔΥΝΑΤΟΥΝ να δώσουν πειστικές απαντήσεις. Έτσι,
αποδεικνύουν την πνευματική τους ερημία, τον ψυχικώς διαταραγμένο κόσμο τους,
και τον σκοτεινόν ρόλον τους (για πολλούς εξ αυτών), στην υπόθεση του
μισανθρώπινου και αντιχριστιανικού «ανθρωπισμού»…
Συνεχίζεται
1 Θεηπόλος (αντί
Θεοπόλος)=
Ιερεύς, Υπηρέτης του Θεού.
Θελξίμβροτος (ο,η)= Ο θέλγων, ο απατών
δι’ ηδονής, τους ανθρώπους.
Ιάλεμος= Θρήνος, κοπετός.
Ιθύφαλλος (ο)= Ασελγής, κακοήθης, διεφθαρμένος
άνθρωπος.
Ίμερος (ο)= Επιθυμία, έρως.
Μισάνθρωπος (ο,η)= Ο μισών τους
ανθρώπους.
Νερτέριος,α,ον=Ο ανήκων ή
ευρισκόμενος εις τους νερτέρους (τους υπό γην), υποχθόνιος.
Ραιστήρ(ο,η)= Κατασυντρίβων, Συνθλίβων, σφύρα.
Χαλίφρων-ονος (ο,η)= ελαφρόνους, κουφόνους,
ενδοτικός.
2 π. Γεώργιος Μεταλληνός: Ευρωπαϊκός
Διαφωτισμός και Ρωμηοσύνη,
paterikakeimena.blogspot.com/2011/02/blog-post_7618.html,4 Φεβ. 2011
-Ήταν το Βυζάντιο κράτος θεοκρατικό; https://www.
impantokratoros.gr/byzantio-theokratia.el.aspx, Αναστάσιος Φιλιππίδης, Πηγή: Ελληνορθόδοξη παράδοση: ρίζωμα και προοπτική-Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,
"Ελληνισμός Μετέωρος", εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της
Ελλάδας
3 Ο Ιερώνυμος Βολφ, το 1557 και κατά τον
Αργυρόπουλον το 1562, πρώτος ανέφερε τους όρους Βυζάντιον και Βυζαντινός, σε
έργα του που είχαν ως κύριες πηγές, τον Νικήτα Χωνιάτη και τον Ιωάννη Ζωναράν.
Το 1568, εδημοσίευσε
το έργο του, με τίτλο «Corpus Historiae Byzantinae», το οποίο αποτελούσε
περισσότερο μια συλλογή από βυζαντινές πηγές, παρά ένα πλήρες ιστορικό κείμενο.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ της Γαλλίας, ζήτησε την
συγκέντρωση όλων των βυζαντινών έργων και κάλεσε πολλούς γνωστούς επιστήμονες
από όλο τον τότε γνωστό κόσμο, για να συμμετάσχουν στην προσπάθεια αυτή, όπως
τον Ιερ. Βολφ, τον Δουκάγγιον (Du Cange),
τον Philippe Labbé, τον Charles Le
Beau κ.α.
Το έργο του Ιερώνυμου συνέβαλε σε αυτό το
σκοπό. Το αποτέλεσμα υπήρξε το τεράστιο Corpus Historiae Byzantinae 24 τόμων,
με παράλληλο ελληνικό κείμενο και λατινική μετάφραση, ονομάστηκε «Βυζαντίς του Λούβρου», διότι
εκτυπώθηκε στο τυπογραφείο του Λούβρου, το μεταξύ των ετών 1648-1711, υπό την
αρχική επίβλεψη του του Ιησουΐτου Philippe Labbé.
Use of the term
"Byzantine" to refer to the area of the eastern Mediterranean Sea
ruled through the capital Constantinople began late with its use by the German
historian Hieronymus Wolf in 1557 in his work Corpus Historiae Byzantinae.
Later publications [Byzantine du Louvre (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae)]
in 1648, and Du Cange's Historia
Byzantina in 1680) further popularized the use of the term among French
authors. Then, in the nineteenth century, the term "Byzantine" came
into general use among western Europeans with the birth of modern Greece.
Αυτή η έκδοση, παγίωσε και καθιέρωσε, έκτοτε, εν αγνοία
και άνευ αντιδράσεως των υποδούλων στους Τούρκους, Ορθοδόξων Χριστιανών της
Ανατολής (Ρωμηών/Ελλήνων), τους όρους «βυζαντινός/βυζαντινή» και «Βυζάντιον»,
για τις σχετικές ιστορικές μελέτες.
4 Philippe Labbé
(1607-1667) was a
French Jesuit writer on historical, geographical and philological questions.
5 Α. Α. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας, 324-1453 (μετάφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954, σ. 14.
6 Georg Ostrogorsky (μετάφραση Ι. Παναγοπούλου),
Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. I, Αθήνα 1978, σ. 52.
7 H. Omont, "La collection
byzantine de Labbe et le projet de J. M. Suarès", Revue des
études grecques 17 (1904), p. 18
8 Α. Α. Vasiliev, όπ. π, σ. 17.
9 Βλ. το έργο του:
Considerations sur les causes de ia grandeur des Romains et de leur decadence
(1734). Vasiliev, σ.
18 έ.
10 Για το πρόσωπο και το έργο του, βλ. στου Vasiliev, όπ.
π. σ. 19 έ.έ. Βλ. και το άρθρο στην εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ - LAROUSSE -
BRITANNICA, τ. 18 (1984) σ. 51-52 με βιβλιογρ. Ενδιαφέρουσα αναφορά στο πρόσωπό
του, στου Π. Κανελλοπούλου, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τ. VII, Αθήναι
1976, σ. 241 έ.έ. Πρβλ. Ερρ. Χατζηανέστη, ο αντι-βυζαντινισμός του Ε. Gibbon,
Ν. Εστία, 15/1970---Βλ.
J. Murray, The
autobiographies of
Ed. Gibbon. London
1986, a, 152.
11 Vorverstandnis = preunderstanding [countable and uncountable, plural preunderstandings) = prior understanding; beliefs, attitudes, etc.
that have been
acquired previously (Στην προκειμένη
περίπτωση, Vorverstandnis= Η ερμηνεία/προσαρμογή των ιστορικών γεγονότων ενός θέματος,
στις εκ των προτέρων, παγιωμένες,
πεποιθήσεις του ερευνώντος/μελετούντος το συγκεκριμένο θέμα]---Βλ. Γ. Δ.
Μεταλληνοϋ, Πηγές 'Εκκλησιαστικής 'Ιστορίας, Αθήνα 1989, σ. 34 έ.έ.
12 Κων. Γιαννακόπουλος, (1966) Byzantine East and Latin West: Two Worlds of Christendom
in Middle Ages and Renaissance. Οξφόρδη: Basil
Blackwell. Έκδοση στα ελληνικά: Βυζαντινή
Ανατολή και Λατινική Δύση: Δύο κόσμοι της χριστιανοσύνης στο Μεσαίωνα και στην
Αναγέννηση. Μετάφραση: Κώστας Κυριαζής. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1966.
13 Α. Α. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας,
324-1453 (μετάφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954, σ. 14.
14 Η στήριξη του Διαφωτισμού στον «λόγο», στον «αφηρημένο
ηθικολογισμό και στο θρησκευτικό σκεπτικισμό» οδήγησε στην περιφρόνηση όλου
γενικά του μεσαίωνα (Georg Ostrogorsky - μετάφραση Ι. Παναγοπούλου), Ιστορία
του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. I, Αθήνα 1978, σ. 51.
15 Αίκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Α', Αθήνα
1975, σ. 5.
16 Cyril Mango, ΒΥΖΑΝΤΙΟ η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης
(μετάφρ. Δ. Τσουγκαράκης), Αθήνα 1988, σ. 8.
17 Παν. Κανελλοπούλου, Ιστ.Ευρ. Πνεύματος, VII, σ. 251.
18 Αρκεί μόνο η αναφορά σε θεολογικά έργα, όπως του Adolf
von Harnack, Das wesen des Christentums, Munchen und Hamburg 1964, και όσα εκεί
λέγονται για την «ελληνική» Ορθοδοξία (σ. 132 ε.ε.: Das christliche Religion im
griechischen Katholizismus).
19 Για το περιεχόμενο του όρου Ρωμηοσύνη και την ποικίλη (θεολογικο-ιστορικο- πολιτική) δυναμική
του, βλέπε:
-Στου π. Ιω.
Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαιοσύνη - Ρωμανία -
Ρούμελη, Θεσσαλονίκη 19812. Ειδική διαπραγμάτευση του θέματος, στα όρια της
νεώτερης ελληνικής ιστορίας, και βιβλιογραφία βλ. στου Γ. Δ. Μεταλληνού,
Πολιτική και Θεολογία, Κατερίνη 1990, σ. 51 έ.έ. Πολύ κατατοπιστικό για την
έρευνα του ζητήματος τα άρθρο της Μαρίας Μαντουβάλου, Ρωμαίος - Ρωμιός και
Ρωμιοσύνη, ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ, τ. 22, Νοέμβριος 1983, σ. 34-72. Βλ. καί Peter
Charanis, Romiosyne as a concept for the interpretation of Greek History,
Byzantine Studies - Etudes Byzantines, τόμ. 8, 11 καί 12 (1981,
1984 καί 1985), σ. 57-64.
-Στο εκτενώς
αναλυθέν θέμα: «ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ: Η Δόξα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας»
(Ιούνιος-Αύγουστος 2016).
20 Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - Οι Έλληνες στην
Οθωμανική αυτοκρατορία, Αθήνα 19892.
21 Βλ. Xp. Γιανναρά, Η Νεοελληνική ταυτότητα, Αθήνα 1978,
σ. 69.
22 Έγραφε λ.χ. ο Ν. Σαρίπολος τον περασμένο αιώνα: «
Ημείς γεφυρούντες (...) τα δύο διεστώτα (σημ. γρ. αρχαιότητα και Ν. Ελληνισμό)
και αποστρέφοντες τους οφθαλμούς του αναμέσον χάσματος...» (Κ. Δημαρά, Η
ανάσχεση του Διαφωτισμού και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, στο συλλογ. έργο: Ο πολιτικός
στοχασμός των νεοελλήνων συγγραφέων, Αθήναι 1977, σ. 51). Άλλα ανάλογα
παραθέματα βλ. στην Ιστορ. του Ελλην. Έθνους, τόμ. ΙΓ (1977), σ, 475 ε. (Κ.
Δημαράς).
23 Αρκεί να διαβάσει κανείς τα αφορώντα στο Βυζάντιο στο
βιβλίο της Β΄ Λυκείου, ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (των Σ. Μαρκιανού - Ζ. Ορφανουδάκη - Ν.
Βαρμάζη), Πρβλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Η Εκκλ. Ιστορία και η θέση της στην
Εκπαίδευση (Σχεδίασμα κριτικού δοκιμίου), στο: Εκκλησιαστικός Κήρυκας,
Θεολογική Επετηρ. της ι. Μητροπ. Κιτίου, τόμ. Β', Λάρνακα 1990, σ. 118 ε.ε.
24 Η αυθαίρετη επιλογή και
χρήση του όρου «Βυζάντιο» για την μεσαιωνική ιστορία μας, δεν μπορεί να νοηθεί
χωριστά από την υποκατάσταση στην Δύση, ήδη από την εποχή του Καρλομάγνου (9ος
αι.), του ονόματος Ρωμαίος για τους ανατολικούς πολίτες της ενιαίας Ρωμανίας,
με το Γραικός, ως και την κοινωνική εννοιολογική φόρτισή του (αιρετικός,
κλέπτης, αγύρτης, ψεύτης, απατεώνας (Βλ. Ι. Ρωμανίδου, Ρωμαιοσύνη, σ. 47.--- Π. Χρήστου, Αι
περιπέτειαι του ονόματος των Ελλήνων..., σ. 40-45).
Ανεξάρτητα,
δηλαδή, από τους όρους και την καθ' εαυτούς έννοιά τους, η χρηστική τους
σημασία υπήρξε απ' αρχής υβριστική και μειωτική για την Ορθόδοξη Ανατολή και
αποτελεί το υπόστρωμα - υποδομή της μακραίωνης στάσεως της Δύσεως έναντι της
Ελληνικής Ανατολής, ήδη από τον 11ο αι. και ιδίως από το 1204 (Βλ. το σημαντικό έργο του Ernie
Bradford, The Great Betrayal,London και Γερμαν. μετάφρ. της Eva Neumann με τον
τίτλο: Der Verrat Von 1204, Berlin 1978).
Η
επιστημονική όμως διάσπαση της ενιαίας ιστορικά Ρωμανίας, σε Ρωμαϊκή και «Βυζαντινή»
αυτοκρατορία, είναι κατασκεύασμα σκόπιμο των Φράγκων κατακτητών της δυτικής
Ρωμηοσύνης [Σ' αυτή την
επιδίωξη προηγούνται μάλιστα οι Γότθοι (J. Β. Bury, History of the Later Roman
Empire, New York, τόμ. Β. σ. 183)].
Ονομάζοντας
τους ανατολικούς Ρωμαίους Γραικούς και τον βασιλέα τους «βασιλέα των Γραικών»
και όχι «των Ρωμαίων», επέτυχαν την αποστασιοποίηση των δυτικών από τους
ανατολικούς Ρωμαίους, τους εν ορθοδοξία αδελφούς τους, και προκάλεσαν το
εκατέρωθεν μίσος που επακολούθησε. Αντίθετα στην Ανατολή, διατηρήθηκε η χρήση
των αυθεντικών ονομάτων και η ορθή ιστορικά σημασία τους (Ρουμ, Ρούμελη,
Ρωμανία, Ρωμαίος, Φραγκία, Φράγκοι - Λατίνοι, Καθολικοί - Κατόλικοι κ.λπ.).
Βέβαια,
σ' αυτές τις ιστορικές αλχημείες οι αντιφάσεις είναι φανερές και έχουν ήδη
επισημανθεί. Κατά τον π. Ρωμανίδη, «οι Φράγκοι ως σκοπόν έθεσαν την αποκάθαρσιν
της Ρωμαιοσύνης από κάθε τι γραικικόν, ενώ οι Νεογραικοί ως σκοπόν έθεσαν την
αποκάθαρσιν του Νεοελληνικού από κάθε τί το ρωμαϊκόν, δηλαδή ρωμαίϊκον».
Οι Φράγκοι ταύτισαν τα ονόματα Ρωμαίος και
Λατίνος. Εμείς αποκηρύξαμε την Ρωμηοσύνη και ταυτίσαμε το Γραικός των Ευρωπαίων
(που υπονοεί στα κείμενα πάντοτε: Ρωμαίος της Ανατολής), με το αρχαίο ελληνικό
Γραικός και το Έλλην. Συγχρόνως δε, υπακούοντας στην δυτική διπλωματία,
στρέψαμε αποκλειστικά την προσοχή μας από την Κωνσταντινούπολη - Νέα Ρώμη στις
Αθήνες, με άμεσο δυσμενή αντίκτυπο στις εθνικές διεκδικήσεις της Νεωτέρας
Ελλάδος.
25 For centuries, lending (or usury) stood as one of the
worst sins in Christianity, proscribed in such biblical texts as Luke 6:35, «Lend and expect nothing in return».
The sin was defined as either lending at all or charging interest rates that
were too high, but in any event, the
practical effect was that the business of lending was left to those of the
Jewish faith. That is, until the business became too profitable to ignore,
and Renaissance-era families in Venice and Florence elbowed their way in,
side-stepping the theological problem by using other names for interest such as
penalties, processing fees, gifts and loss charges. [Note that this is the same
issue Islamic bankers struggle with today].
In a
monumental historical milestone, the matter was ultimately settled by the
German Jacob Fugger, the wealthiest man of his era, and his actions set the
stage for the modern era of capitalism (Πηγή: The Richest Man Who Ever Lived by Greg Steinmetz via DelanceyPlace.com., Jews, Usury,
And The Birth Of Modern Finance - FailedMessiah.com, failedmessiah.
typepad.com/.../jews-and-the-birth-of-mo...18 Νοε 2015 -)
Several centuries before the first Rothschild began banking in Frankurt,
the Fuggers family first achieved
prominence under Jacob who lived from 1410 to 69. He was chief of the weavers’
guild at Augsberg in southern Germany (pictured). Then came Ulrich, who
supplied Europe with fine cloth and lived from 1441 to 1510, becoming rich
enough to lend money on the side of his weaving business to the Habsburgs
(q.v.) This was just the beginning.
Jacob (pictured above, 1459 –
1525) was head of the family, (now a banking firm), from 1510 onwards until his
death (which even comes to bankers) claimed him in 1525. Luckily for the
Fuggers they were German, not Italian, because fifteenth and sixteenth century
bankers in Italy cut throats and
poisoned each other. Germans are generally speaking too concerned with being
industrious to get het up over human emotions like jealousy and hatred.
Jacob II lent colossal sums of
money to Maximilian I and Charles V. Indeed Carlos V would not have become Holy Roman Emperor without
Fugger money. But where did it come from, this apparently inexhaustible trickle
of millions owned by the Fuggers? Surely not from cloth? It came from
family-owned silver and mercury mines in Germany, and gold from investments in
Spanish America, viz. Carlos V
again.
The family
was involved deeply in papal finances, and the sale of indulgencies (cancelling
by the Christian Church of temporary punishment still owed for sins, after they
have been forgiven: indulgences could be granted, for example to those who had
been on the Crusades, either because their consciences tortured them, or
because they needed an indulgence in order to go on the Crusade!
Indulgences had to be paid for). Manufacture and sale of cloth, weaving, silver
mines, banking, papal finances and indulgences made the Fuggers the richest
family in sixteenth century Europe.
From the late 15th to
the early 17th centuries, the Fuggers of Augsburg were among the leading
merchant-bankers of Europe. As the term merchant-bankers suggests, the
family firm combined long-distance trade and financial services. The key to the Fuggers’ wealth was the
marketing of Tyrolean and Hungarian copper and silver in return for loans to
the rulers of the mining areas.
The company operated a
far-flung network of agencies and offices in major commercial cities such as
Venice, Antwerp, Lisbon, and Seville; provided credit and banking services to
the Habsburg emperors, the popes, and other European princes; and established
sporadic ties with India and the New World. As information brokers, they
collected newsletters from all over Europe and supplied relatives and princely
clients with up-to-date information on political and military events.
As Augsburg’s wealthiest mercantile family, the Fuggers also influenced
the social and cultural life of the imperial city in various ways: They
commissioned some of the earliest Renaissance buildings and artworks north of
the Alps and initiated a major social housing project that is still in
existence 500 years after its founding.
As stalwart Catholics in a city that had largely turned Protestant
during the Reformation, they ensured the survival of Catholicism by exerting
their political influence and supporting religious orders, especially the
Jesuits.
The Fuggers’ influence
also extended to neighboring territories: they not only extended loans to the
Dukes of Bavaria, but also advised them on artistic matters and played an
important role in the transfer of the aesthetic tastes of the Italian
Renaissance to South German courts. Finally, the Fuggers exemplify the
possibilities for social mobility in Renaissance Germany. Descendants of a
weaver who had moved from the village of Graben to Augsburg in 1367, they not
only entered the highest echelon of urban society, the patriciate, in 1538, but
even rose into the ranks of the imperial nobility, becoming hereditary counts
in 1530, forming marital alliances with Bavarian and Austrian noble families,
and purchasing extensive stretches of landed property.
In 1546 the family received
titles to add to their wealth and power. But after this peak of prosperity came
the decline. Papal bankruptcies and the ravages of the Thirty Year’s War made
vast inroads into the Fuggers’ wealth. Nevertheless, they, like the afore-mentioned
Rothschilds, maintained an important position in the world of banking by shrewd
investment and good management of their immense estates. The family of Fuggers, is still
banking – and not only in Augsberg (Πηγές:
Fugger Family
- Renaissance and Reformation - Oxford Bibliographies, www.oxfordbibliographies.com/.../obo-978019539930...,28 Σεπ 2016---)
The Fuggers, despite not being Jewish, held Hebrew manuscripts:
"Hebrew manuscripts have also been in the collections of non-Jews from
the medieval period on. In Augsburg, Germany, Johann Jakob Fugger (1516-75) had
an excellent collection, including the earliest illuminated Hebrew manuscript from
Germany." (SOURCE: "Forming the Great Collections", The
New York Public Library, <http://www. fathom.com/
course/72810016/ session4 .html>).
26 «A humanist discussion of…DEATH AND OTHER BIG QUESTIONS», 17/5/2017--- «Epicurus». British Humanist Association.
18/5/ 2017.
27 Υπαρξισμός! Όνομα φιλοσοφικών θεωριών, με κοινόν
χαρακτηριστικόν, ότι έχουν ως αντικείμενον μελέτης και ερεύνης την ύπαρξιν, εξ
ού και ο όρος. Ο όρος εισήχθη τον 20ον αιώνα από τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ (Gabriel Marcel), φιλόσοφο, δραματουργό και μουσικοκριτικό,
εκπρόσωπο του θεϊστικού υπαρξισμού,
σε αντιδιαστολή προς την φιλοσοφική τάση του Σαρτρ προς τον αθεϊστικό
υπαρξισμό.
Ωστόσο, ως τάση διαμορφώθηκε αρκετά
νωρίτερα, από τον Σόρεν Κίρκεργκωρ (Soren Kierkegaard), που υπήρξε και ο κύριος
εισηγητής της. Αντιδρώντας στην διδασκαλία της φιλοσοφίας, ως είχε τότε
διαμορφωθεί, ο Κίρκεργκωρ απαίτησε να αντιμετωπίζεται ο άνθρωπος όχι ως
απρόσωπη οντότητα, αλλά ως υπάρχον πρόσωπο. Με άλλα λόγια η ύπαρξη προηγείται
της ουσίας, όπως συνόψισε αργότερα ο Σαρτρ, το πνεύμα της διδασκαλίας του
Κίρκεργκωρ.
Ως μέθοδον ερεύνης ο Υπαρξισμός
χρησιμοποιεί την φαινομενολογία. Πολλοί από τους υπαρξιστές δέχονται ότι
άνθρωπος, μετά τον θάνατόν του, γίνεται μηδέν, εξαφανίζεται, εξαερούται κάθε
ίχνος του.
29 ΕΝΘΕΟΙ ΥΠΑΡΞΙΣΤΕΣ,
www.ideotopos.gr/posts/philosophy/91-ενθεοι_ υπαρξιστες. Html (Άρθρο Γεωργίας Φέλιου, απόφοιτης
της Ελληνογαλλικής Σχολής Μοναχών Ουρσουλινών και του Αμερικανικού Κολλεγίου
Ελλάδας, Deree).
30 Ο Σαρτρ δεν
ήταν μόνο νομπελίστας και θεατρικός συγγραφέας αλλά και υπέρμαχος του κινήματος
του Υπαρξισμού στην Γαλλία. Το 1938 δημοσίευσε την νουβέλα του ‘Ναυτία’ σε μορφή ημερολογίου, που
εμπεριείχε διάφορους φιλοσοφικούς συλλογισμούς, τους οποίους και ανέπτυξε στα
επόμενα του έργα.
Το 1943, σε
ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του ‘Το
Είναι και το Μηδέν’, ανέπτυξε τις σκέψεις του πάνω σε έννοιες όπως η
ανθρώπινη συνείδηση, η ελευθερία του ατόμου και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το
1964, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του «Οι Λέξεις» (Les mots), το οποίο και αρνήθηκε
να παραλάβει. Ο Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1905 Είμαι καταδικασμένος να είμαι ελεύθερος”. (Je suis condamné à être libre). Από το βιβλίο το ‘Είναι και το Μηδέν’ (L‘ être et le néant).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου