Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ (ΣΚΙΠΕΡΙΑ) ΚΑΙ ΤΟΥΣ «ΑΛΒΑΝΟΥΣ»/ΣΚΙΠΕΤΑΡΟΥΣ


               Α λαστόρων προτεκτοράτον των ΗΠΑ.1
               Λ ευκή Χώρα2
               Β ατικανού και Αυστρο-Ουγγαρίας έκτρωμα.
               Α ρπακτή γη, Ελληνικής κυριότητος.3
               Ν εοελληνικής Ιστορίας πλαστογραφία.
                                        Ι  λλυρικής ιστορίας σφετεριστής.
               Α ντρον Ανήμερων Σκιπετάρων.4

Καρικατούρα αναπαριστώντας την «Αλβανία» με το επίσημο όνομά της ΣΚΙΠΕΡΙΑ (SHQIPERIA), σε κατάσταση… άμυνας απέναντι στους γείτονές της. Το Μαυροβούνιο παρουσιάζεται υπό την μορφή πιθήκου, η Ελλάδα ως λεοπάρδαλη και η Σερβία ως φίδι. Το Σκιπετάρικο  κείμενο γράφει: «Φύγετε μακριά μου! Αιμοβόρα πλάσματα!»

ΜΕΡΟΣ 23ον

10. Οι «ΑΛΒΑΝΟΙ»/ΣΚΙΠΕΤΑΡΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΤΩΝ (ΚΑΤΑ ΤΟΝ 2ον ΠΑΓΚ. ΠΟΛΕΜΟΝ).
 α.  Η «Τσαμουριά», οι «Τσάμηδες», η συνεργασία τους με τους Οθωμανούς και Ναζί.
Ένα από τα ανύπαρκτα ιστορικώς ζητήματα, το οποίον «ιστορικοποίησαν» οι Νεοσκιπετάροι και ανεκίνησαν ως δήθεν υπαρκτόν, μετά την λήξη του 2ου π.π. και συγκεκριμένα μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Σκιπερία, είναι εκείνο της λεγομένης «Τσαμουριάς» ή «Τσάμηδων».
Οι ΝεοΣκιπετάροι/«Αλβανοί»5 ενώ συνεχίζουν τους διωγμούς των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, στα πλαίσια του σχεδίου εθνοκαθάρσεως των Ελλήνων, με αποκορύφωμα την εν ψυχρώ δολοφονία του Εθνομάρτυρα, Έλληνα Βορειοηπειρώτη ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΤΣΙΦΑ, ανήμερα της 28ης Οκτ. 2018, ταυτοχρόνως προκαλούν με την συντήρηση του δήθεν «Τσάμικου» ζητήματος. Να θυμηθούμε λοιπόν συνοπτικώς, την ιστορία για τους Τσάμηδες και την Τσαμουριά.
1/. Προέλευση της ονομασίας
Για την προέλευση της ονομασίας υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η περισσότερο ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα φαίνεται να είναι η εκδοχή της παραφθοράς του ονόματος του ποταμού Θύαμιδος (Καλαμάς), μία παραφθορά η οποία με την πάροδο του χρόνου ακολούθησε τα εξής στάδια: Θύαμις, Θυάμις, Τσ(ι)άμης, δηλ. ο κάτοικος που βρίσκεται κοντά στον Θύαμη ποταμό, την Θυαμυρία, την Τσ(ι)αμουριά.
Τσαμουριά, ονομάζεται η περιοχή εκείνη της Ηπείρου, που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής ανάμεσα στις εκβολές του ποταμού Αχέροντα και μέχρι το Βουθρωτό και ανατολικά μέχρι τους πρόποδες του όρους Ολύτσικας (Τόμαρος). Η περιοχή ταυτίζεται με την Θεσπρωτία και ένα μικρό τμήμα της ανήκει σήμερα στην Σκιπερία/«Αλβανία», με κέντρο την κωμόπολη Κονίσπολη. Στην ευρύτερη περιοχή της Θυαμυρίας/Τσ(ι)αμουριάς, κατοικούσαν οι εξισλαμισθέντες Έλληνες γενίτσαροι, οι Θυάμιδες/Τσάμηδες.
Οι σημερινοί αυτοαποκαλούμενοι Τσάμηδες, αποτελούν τους βιολογικούς-πνευματικούς απογόνους:
.Των εξισλαμισθέντων Σκιπετάρων και Ορθοδόξων Χριστιανών της Ηπείρου (15ος-16ος αιώνας).
.Των βιαίως εξισλαμισθέντων (Ελλήνων Ορθοδόξων χριστιανών) τον 17ον αιώνα, μετά την ατυχή εξέγερση του Επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου (1611), που οι Σκιπετάροι/«Τουρκαλβανοί» αποκάλεσαν ειρωνικά, «Σκυλόσοφο».
.Όσων στις αρχές του 17ου αιώνος, προσεχώρησαν εκουσίως στο Ισλάμ, για να αποκτήσουν αξιώματα και ιδιοκτησίες (Σπαχήδες).
Οι προσπάθειες για προσηλυτισμό εντάθηκαν την περίοδο 1740-80, όταν πολλοί των Ελλήνων εξισλαμίσθηκαν για να μην αρπάξουν τις περιουσίες τους Σκιπετάροι «κύριοι» (μπέηδες/bey). Με εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο κήρυκας και εθνομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός ξεκίνησε περιοδείες ενισχύσεως του χριστιανικού στοιχείου, χάρις στις οποίες αποφεύχθηκε ο πλήρης εξισλαμισμός. Γι’ αυτό, το 1779 κατηγορήθηκε και μαρτύρησε στο Καλικόντασι (Kolkondas) μεταξύ Φιέρι (Fier) και Αντιπάτρειας (Berat) της σημερινής Αλβανίας.
Την πρώτη περίοδο μέχρι τον 19ο αιώνα, η συντριπτική πλειονότητα των εξισλαμισμένων κατοίκων της Θεσπρωτίας μιλούσε μόνο την ελληνική γλώσσα. Λόγω των συναλλαγών τους, όμως, με Σκιπετάρους μπέηδες, υιοθέτησαν σταδιακά το Σκιπετάρικο ιδίωμα. Ο όρος «Τσάμηδες» (Cami) ήταν αρχικά γεωγραφικός προσδιορισμός όλων των κατοίκων της Θεσπρωτίας. Επειδή οι Έλληνες Χριστιανοί κάτοικοι προτιμούσαν τον όρο «Έλληνας» ή «Χριστιανός», σταδιακά οι λέξεις «Τσαμουριά» και «Τσάμης» κατέληξαν να περιλαμβάνουν μόνο τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι ήσαν επίσης γνωστοί και ως «Τουρκαλβανοί».
Στην ευρύτερη αυτή περιοχή, ανήκε και η ομάδα των χωριών του Σουλίου (Σούλι, Αβαρίκος, Σαμονίβα, Κιάφα), όπου κατοικούσαν αδούλωτοι αρβανιτόφωνοι Έλληνες, μέχρι την καταστροφή του 1802, μια απόδειξη ότι οι Αρβανίτες, είχαν ακραιφνή ελληνική συνείδηση.
Η αλλαγή θρησκεύματος οδήγησε πολύ γρήγορα και στην μεταστροφή της εθνικής συνειδήσεως. Έτσι, όσοι από τους Ορθόδοξοι Έλληνες, μετεστράφησαν στον Ισλαμισμό, έγιναν φανατικοί διώκτες των Ρωμηών. Σ’ αυτούς προσετέθησαν και και όσοι από τους Σκιπετάρους ζούσαν στις προμνησθείσες περιοχές (Θυαμυρίας/Τσ(ι)αμουριάς), και κατεγράφησαν στα ιστορικά εγχειρίδια των Ελληνοπαίδων, με το όνομα «Τουρκαλβανοί»,  χωρίς όμως να αιτιολογείται η αλλαγή του ονόματος.
Άλλοι θεωρούν, ανοήτως και ανιστορήτως, ότι η γλώσσα  που ομιλούσαν (Σκιπετάρικη), συνηγορεί υπέρ της «αλβανικής» καταγωγής των Τσάμηδων.
Βάσει της συνθήκης της Λωζάννης του 1923, οι Αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας, κρίθηκαν ως «ανταλλάξιμοι».6 Όμως, η τότε κυβέρνηση του στρατηγού Θεοδώρου Παγκάλου, δεν τους έστειλε στην Αλβανία με την ελπίδα ότι η χειρονομία αυτή θα μετρούσε θετικά στις σχέσεις μας με το νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Δυστυχώς, από τότε μέχρι σήμερα, η εμπράκτως εκδηλούμενη καλή διάθεση της χώρας μας, όχι μόνον δεν απέδωσε τα αναμενόμενα από Σκιπετάρικης πλευράς αποτελέσματα, αλλά είχε ακριβώς αρνητικές επιπτώσεις σε βάρος της Ελλάδος. Σήμερα βλέπουμε ξεκάθαρα, την προκλητική και γενοκτονική στάση των Τιράννων έναντι των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών, οφειλομένην σε μεγάλο βαθμό και στο ανακινηθέν από τους Σκιπετάρους, ανύπαρκτον θέμα των Τσάμηδων.
2/. Η συνεργασία των Τσάμηδων με τους Οθωμανούς κατακτητές 7
Κατά την Οθωμανοκρατία:
.Οι Τσάμηδες μουσουλμάνοι αγάδες, συμμετείχαν για πολλά χρόνια στο ασκέρι του Αλή Πασά. Αργότερα ακολούθησαν αρκετοί απ’ αυτούς, το οθωμανικό στράτευμα του Ομέρ Βρυώνη, στην Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, και εναντίον των λοιπών Ελλήνων, κατά την Επανάσταση του 1821.
.Στους «Τσάμηδες», δόθηκε ο έλεγχος κάποιων εκτάσεων από τους Οθωμανους, στις εκβολές του Αχέροντα, την Σαγιάδα, την Μαζαρακιά, το Φανάρι, το Μαργαρίτι, μέχρι και την περιοχή της Παραμυθιάς. Οικονομικά βασίζονταν στην αλιεία, το αλάτι, τους ελαιώνες, τους εύφορους κάμπους της περιοχής, την καλλιέργεια ρυζιού, σιτηρών και αραβόσιτου.
Είναι γνωστή η σύμπραξη των Τσάμηδων με τους Τούρκους, στους αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά. Όπως δήλωνε ο Κώστας Τζαβέλλας, απόγονος του Νικολάου και του Κίτσου Τζαβέλλα, μιλώντας στο NEWS 247:
«Την απάντηση του 7χρονου Νικολάκη γιου του Φώτου, όταν τον ρώτησε ο Αλή Πασάς αν σου δώσω Νικολό ένα ντουφέκι θα πολεμήσεις; Του απάντησε ναι, αλλά όχι τους δικούς σου του Τσάμηδες δεν είναι καλοί, εγώ θέλω να πολεμήσω με τους γενναίους !»
Κατά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, οι Τσάμηδες τάχθηκαν ενάντια στην απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Έλληνες, ενώ άλλαξαν στάση μετά την ήττα της Τουρκίας και την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στο Λονδίνο (17.5.1913), δηλώνοντας με υπόμνημά τους (6.11.1913) στην «Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου επί της Εξωτερικής Οργανώσεως της Αλβανίας», ότι:
«...Θα συμπολεμήσωμεν μετά των αδελφών μας Χριστιανών, μέχρις εσχάτων δια να αποκρούσωμεν τον ζυγόν του Αλβανικού Κράτους και να διατηρήσωμεν την ελευθερία μας εις την αγκάλην της μητρός μας Ελλάδος».
Στο ελληνικό τμήμα της λεγομένης Τσαμουριάς, ζούσαν το 1923, 20.319 μουσουλμάνοι, που είχαν την «Αλβανική»/Σκιπετάρικη, ως μητρική γλώσσα. Μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους το 1913 και κυρίως στην δεκαετία του 1920, οι Τσάμηδες κατέστησαν σημείο αναφοράς για την αλβανική πλευρά, η οποία άρχισε να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να δημιουργήσει ζήτημα.
3/. Η Ιθαγένεια και οι περιουσίες των Τσάμηδων
α/.  Η συνθήκη της Λωζάνης
Ήδη από το 1913, βάσει της συνθήκης των Αθηνών (άρθρο 4), οι περισσότεροι Τσάμηδες επέλεξαν την ελληνική ιθαγένεια. Οι λίγοι, που επέλεξαν την οθωμανική ιθαγένεια το 1913, έφυγαν για την Τουρκία. Εξαιτίας όμως των κακών συνθηκών διαβιώσεως στην Τουρκία, ξαναγύρισαν στην Ελλάδα. Κατάφεραν να παραμείνουν στην Ελλάδα και ανακάλεσαν την απόφασή τους επιλέξαντες το 1920 και πάλιν την ελληνική ιθαγένεια.
Μεταγενεστέρως, όταν προέκυψε το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών, 700 από αυτούς εμφανίστηκαν εκ νέου ως Τούρκοι, πήραν άδεια από την επιτροπή ανταλλαγής και αναχώρησαν για Τουρκία αφού πρώτα πούλησαν τα υπάρχοντά τους. Εντούτοις, για λόγους γραφειοκρατικούς, δεν κατέστη δυνατή η αναχώρηση άλλων 24 οικογενειών από αυτούς. Τελικά το νομικό τμήμα της Κοινωνίας των Εθνών, έκρινε ότι όποιος δεν εγκατέλειψε την Ελλάδα ως τις 20.7.1927, πρέπει να θεωρείται Έλληνας υπήκοος.
Ως προς την επίσημη εθνοτική καταγωγή, σύμφωνα με την επίσημη ελληνική, αλβανική και τουρκική θέση κατά την συνδιάσκεψη της Λωζάνης (1923), αλλά και την θέση του γενικού γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών, «οι Τσάμηδες ήταν μουσουλμάνοι, Έλληνες υπήκοοι, αλβανικής καταγωγής που δεν είχαν τουρκική συνείδηση και οι οποίοι γεννήθηκαν είτε στην τότε Αλβανία (έτος 1923), είτε στην τότε Ελλάδα (1923) από πατέρα που γεννήθηκε στην τότε Αλβανία».
Στις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάνης (24.7.1923) δεν γίνεται λόγος για Έλληνες και Τούρκους, αλλά για Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Θα έπρεπε τότε όλοι οι μουσουλμάνοι, μεταξύ των οποίων και οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες, να ανταλλαγούν με τους Έλληνες.
Όμως οι Τσάμηδες οι οποίοι ήταν περίπου 20.000 εξαιρέθηκαν. Η ειδική αυτή ρύθμιση ήταν το αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας με πρωταγωνιστές τον Υπουργό Εξωτερικών της Αλβανίας γενίτσαρον ελληνικής καταγωγής, P. Evangelji και τον εκπρόσωπο της αλβανικής αντιπροσωπείας στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), B. Blishinti. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο επικεφαλής της ιταλικής Αντιπροσωπείας G. Montagna, ο οποίος πρότεινε να παραμείνουν οι Τσάμηδες στην Ελλάδα.
β/. Οι περιουσίες των Τσάμηδων
Μια άλλη πτυχή αυτού του ζητήματος συνιστούν οι περιουσίες των Τσάμηδων. Ένα τμήμα των περιουσιών κατασχέθηκε με βάση την Συνθήκη της Λωζάνης και ύστερα από συμφωνία με τους ιδιοκτήτες, για να καλυφθούν οι ανάγκες των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν την Ήπειρο, ωστόσο το ζήτημα επανήλθε πολλές φορές στην επικαιρότητα με τις ενέργειες των Αλβανών και τις αντίστοιχες του Βενιζέλου, όπως και πριν από την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα το 1940.
Οι περιουσίες των λεγόμενων «Τσάμηδων» είναι οι περιουσίες στην ελληνική επικράτεια των ατόμων που απέκτησαν την «αλβανική» υπηκοότητα μεταξύ κυρίως του 1913 και του 1923. Μέρος τουλάχιστον των περιουσιών αυτών, έχει απαλλοτριωθεί πριν το 1940, για τις ανάγκες των προσφύγων από την Μικρά Ασία. Οι αποζημιώσεις, που προβλέφθηκαν γι' αυτά τα κτήματα, δεν διέφεραν από τις αντίστοιχες των υπολοίπων απαλλοτριωθέντων κτημάτων. Οι Αλβανοί υπήκοοι όμως, υποκινούμενοι από τους Σκιπετάρους, διεκδίκησαν υψηλότερη αποζημίωση, μέσω διακρατικής συμφωνίας 132 και προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών, αναμένοντας ευνοϊκότερες γι' αυτούς ρυθμίσεις που δεν ήλθαν ποτέ.
Μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 και την εμπράκτως φιλοφασιστική και φιλοναζιστική στάση τους,  οι περιουσίες των Τσάμηδων θεωρήθηκαν από το Ελληνικόν κράτος, ΔΙΚΑΙΩΣ, ΟΡΘΩΣ και ΕΘΝΙΚΩΣ, ότι δεν είναι πλέον ιδιοκτησίες τους, αλλά δημόσια περιουσία και δεν υπόκεινται σε μεσεγγύηση.
4/. Ο ρόλος του Εθνικού κυβερνήτου Ιωάννου Μεταξά
Οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, που οι Σκιπετάροι σωβινιστές  τους παρουσιάζουν άκουσον! άκουσον! ως απογόνους των αρχαίων Μολοσσών, κινδύνευσαν κατά την φοβερή ανταλλαγή πληθυσμών, με βάση το θρήσκευμα (1923-1926), μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, να εξοριστούν στην Μ. Ασία. Τελικά αυτό αποφεύχθηκε, ύστερα από έντονα διαβήματά τους στην «Κοινωνία των Εθνών» και για πολλούς ακόμη λόγους. Στο διάστημα αυτό, είχαν προβεί σε αναγκαστική πώληση  των περιουσιών τους.
Πολλοί αυτοεξορίστηκαν στην Αλβανία διακατεχόμενοι έκτοτε, από τα αισθήματα του εκπατρισμένου πρόσφυγα, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για το μέλλον. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ιωάννου Μεταξά, έφερε το 1937 το Ν.735/8, που προέβλεπε την υποχρεωτική απαλλοτρίωση όλων των «Τσάμηκων» περιουσιών που είχαν απομείνει.
5/. Κατοχή- Η στάση του ΕΑΜ
Στην αρχή της φασιστο-ναζιστικής κατοχής, οι «Τσάμηδες» που είχαν απομείνει στην Θεσπρωτία, ήταν περί τους 20.000. Η συνεργασία της πλειοψηφίας από αυτούς με τα στρατεύματα της φασιστικής και της ναζιστικής κατοχής, τροφοδοτούσε μίση και τους εξωθούσε σε αποστασία. Το αξιοπερίεργο είναι ότι η παρουσία του ΕΑΜ στα μέρη αυτά ήταν περιορισμένη. Το 1943 πολλοί Τσάμηδες συνέδραμαν στα ναζιστικά αντίποινα για τον φόνο 10 Γερμανών στρατιωτών, δηλαδή στην καταστροφή του Φαναριού και την εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς, παίρνοντας αντεκδίκηση ακόμη και με βιασμούς γυναικών.
Μετά την επιτυχή επιχείρηση του ΕΔΕΣ, και εκκαθαρίσεως της περιοχής από τους μισέλληνες εγκληματίες Τσάμηδες, όσοι από ααυτούς παρέμειναν στην πόλη και δεν ακολούθησαν τους Γερμανούς στην υποχώρηση, θανατώθηκαν, τα σπίτια και τα τζαμιά παραδόθηκαν στις φλόγες. Περιέργως οι τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ, έκαναν κάποιες προσπάθειες ώστε να συγκρατήσουν την φυγή προς την Αλβανία, όμως έως τον Δεκέμβριο του 1944, είχαν περάσει τα σύνορα  περίπου 20.000 άτομα.
β. Το κλείσιμο της υποθέσεως των «Τσάμηδων», για την ελληνική πλευρά
Στις 26 Ιουνίου του 1944, ο ΕΔΕΣ εισήλθε στην Παραμυθιά, έπειτα από σύντομη αντίσταση της τσάμικης πολιτοφυλακής. Στόχος της οργανώσεως του Ζέρβα - ΕΔΕΣ το καλοκαίρι του 1944, υπήρξε η περιοχή της Παραμυθιάς, ώστε να διευκολυνθεί ο από θαλάσσης ανεφοδιασμός των συμμαχικών δυνάμεων.
Στα μέσα Ιουνίου, ο μεγάλος όγκος των Γερμανών εγκατέλειψε την πόλη στην οποία έμεινε μικρή γερμανική φρουρά και σώματα Τσάμηδων. Στις 29 Ιουνίου, τμήματα της 10ης μεραρχίας του ΕΔΕΣ κατέλαβαν την Παραμυθιά. Ακολούθησαν τα δικαιολογημένα αντίποινα κατά των μουσουλμάνων Τσάμηδων στην πόλη και τα περίχωρα. Ο διοικητής του 16ου συντάγματος του ΕΔΕΣ, συνταγματάρχης Κρανιάς συγκάλεσε έκτακτο στρατοδικείο, στο οποίο παρέπεμψε 34 επιβιώσαντες Τσάμηδες, που εκτελέστηκαν επί τόπου.
Για το επίσημο ελληνικό κράτος, η υπόθεση των Τσάμηδων έκλεισε οριστικώς το 1945.
Λίγο μετά την απελευθέρωση και την αποκατάσταση των ελληνικών αρχών στην Θεσπρωτία, κινήθηκαν διαδικασίες υποβολής μηνύσεων τόσο από ιδιώτες όσο και από υπηρεσίες ασφαλείας εναντίον των Αλβανών Τσάμηδων, που είχαν διαπράξει βιαιότητες και συνεργάσθηκαν με Γερμανούς ναζί και Ιταλούς φασίστες.
Κατά την διάρκεια της διακυβερνήσεως της Αλβανίας από τους Χότζα και Αλία, το ζήτημα των Τσάμηδων πέρασε ουσιαστικά στο περιθώριο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, ο Χότζα αντιμετώπισε στην αρχή τους Τσάμηδες που κατέφυγαν στην Αλβανία με δυσπιστία, αφού θεωρήθηκαν συνεργάτες των Φασιστών και Ναζιστών και γι’ αυτό, εξετέλεσε όσους θεώρησε ως δοσιλόγους και συνεργάτες των κατακτητών, ενώ ένα μέρος τους μετακινήθηκε προς τα βόρεια της χώρας, στο Δυρράχιο, στο Φίερι και τον Αυλώνα.
Το 1953 ο Έμβερ Χότζα, έδωσε την αλβανική υπηκοότητα σε όλους τους υπόλοιπους «Τσάμηδες» που κατοικούσαν στην Αλβανία.
γ. Οι Νεοσκιπετάροι/«Αλβανοί» συνεργάτες των Φασιστών και Ναζί κατά τον 2ον παγκόσμιο πόλεμο
1/. Η ίδρυση της εγκληματικής οργανώσεως K.S.I.L.I.A. και της 21ης Ορεινής Μεραρχίας των Ες-Ες (Waffen Gebirgs-Division der SS „Skanderbeg )
Κατά την Ιταλική επίθεση εναντίον της χώρας μας το 1940, τρία από τα δεκατέσσερα συγκροτηθέντα και συμπράξαντα αλβανικά τάγματα, ήσαν στελεχωμένα από Τσάμηδες, που επεδόθησαν σε ακατονόμαστες ωμότητες και όργια. Στην διάρκεια της κατοχής, οι Τσάμηδες έγιναν οι καλύτεροι συνεργάτες των Ιταλών Φασιστών και διέπραξαν μύριες όσες βιαιότητες εις βάρος των συγχωριανών τους Ορθοδόξων Ελλήνων.
Τον Ιούλιο του 1942 οι απόγονοι Έλλήνων γενιτσάρων, Τσάμηδες, υπό την καθοδήγηση του J. Dino (Ντίνο Μπέη), γαμπρού του Αλβανού Πρωθυπουργού S. Verlatsi, συγκροτούν την K.S.I.L.I.A. ("Αλβανικό Σύστημα Πολιτικής Διοικήσεως") με 14 Τάγματα, έχοντας ως κύριο στόχο τους την εξολόθρευση του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή της Θεσπρωτίας. Διέπραξαν λεηλασίες, σφαγές, βιασμούς, δολοφονίες και εμπρησμούς κατοικιών.
Σύνθημά τους ήταν ότι, όλη η Ήπειρος μέχρι και την Πρέβεζα, πρέπει να γίνει αλβανική!
Αλβανοί συνεργάτες των ναζί, με τον ναζιστικόν αετόν στα φέσια τους!

Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στην διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί, αντιλαμβανόμενοι πλήρως την τεράστια απήχηση που είχε στον «αλβανικό» λαό το όνομα του (υποτιθέμενου) εθνικού τους ήρωα, έδωσαν το όνομά του στην 21η Ορεινή Μεραρχία των Ες-Ες (21. Waffen Gebirgs-Division der SS «Skanderbeg»), την οποία σχημάτισαν τον Φεβρουάριο του 1944, αποτελούμενη από 6.491 Κοσοβάρους Σκιπετάρους/ «Αλβανούς».
Σπάνια φωτογραφία που δείχνει Σκιπετάρους/ «Αλβανούς» στρατιώτες της ορεινής μεραρχίας Skanderbeg, μιας μεραρχίας των SS που συγκρότησαν και εκπαίδευσαν οι Γερμανοί στο Kosovo (μία ιδέα του Heinrich Himmler). Πηγή: www.lifo.gr


Ο Ιουδαιο-Νεοσκιπετάρος Rudi Sommerer, αρχηγός του τάγματος των Κοσσοβάρων της μεραρχίας Skanderbeg. Το Βόσνιο περιοδικό Novi Vox που θέλει να αναστήσει στο Sarajevo την ναζιστική μεραρχία των Βόσνιων μουσουλμάνων Handzar, δεν είναι του 1940, αλλά του 1991... Τάγμα Αλβανών Κοσοβάρων στην ναζιστική μεραρχία Handzar. 
Πηγή: www.lifo.gr

Τάγμα Αλβανών Κοσοβάρων της ναζιστικής μεραρχίας Handzar.
Πηγή: www.lifo.gr

2/. Τσάμηδες: Οι δοσίλογοι εγκληματίες, πιστοί σύμμαχοι και συνεργοί στα εγκλήματα των Ναζί
Μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών το 1943, οι Τσάμηδες πέρασαν στο στρατόπεδο των Γερμανών και στα Ιωάννινα οργανώθηκε στρατιωτικό τμήμα των Τσάμηδων, με γερμανικές στολές. Στην γερμανόφιλη εφημερίδα των Τιράνων «Bashkimi i Kombit», στις 14 Μαρτίου 1944, δημοσιεύθηκαν οι κοινές ενέργειές τους με τους Ναζί, που έγιναν τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους.
Οι ενέργειες αυτές, είχαν ως τραγικό αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών Ελλήνων, την πυρπόληση 25.000 σπιτιών, την ερήμωση 243 χωριών, και την δημιουργία 100.000 προσφύγων.
Οι Τσάμηδες κατεδιώχθησαν από τις ομάδες Εθνικής Αντιστάσεως του Ναπολέοντος Ζέρβα (ΕΔΕΣ). Αποφασιστικές ήταν οι ελληνικές νίκες στην πρώτη μάχη της Μενίνας (Νεράϊδας) στις 17 και 18/8/1944 και στην δεύτερη μάχη της Μενίνας στις 20 και 21/9/1944. Πολλοί Γερμανοί και Τσάμηδες κατέφυγαν για να σωθούν στην Αλβανία, τους δε ενόπλους Τσάμηδες ακολούθησαν και οι οικογένειές τους.
Οι ένοπλοι γενίτσαροι Τσάμηδες υπό τις διαταγές των ναζί, παρουσιάζουν όπλα σε Γερμανό αξιωματικό των Ες-Ες.
Ο ιμάμης των Τσάμηδων επιθεωρεί τους Γερμανούς κατακτητές, οι οποίοι του αποδίδουν τιμές.

Μετά την συνθηκολόγηση και των Γερμανών, οι Τσάμηδες, συναισθανόμενοι τις συνέπειες από την εγκληματική συμπεριφορά τους στην διάρκεια της κατοχής, αναζήτησαν προστασία στην Αλβανία, και περίπου 19.000 άτομα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Με βάση τα στοιχεία της απογραφής της 7/4/1951, είχαν παραμείνει στην Ελλάδα, μόνον 123 Τσάμηδες.
Διαδήλωση Τσάμηδων υπέρ των Ναζί κατακτητών

Το 1945, το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Ιωαννίνων κατεδίκασε ερήμην 1.930 Τσάμηδες, επί συνολικού πληθυσμού 19.000 (Ο ένας στους δέκα ήταν εγκληματίας πολέμου!). Πολλοί κατεδικάσθησαν με την ποινή του θανάτου, αλλά ευρίσκοντο ήδη ασφαλείς στην Αλβανία, ενώ η αγροτική περιουσία τους απεδόθη βάσει νόμου στους ακτήμονες της περιοχής που είχαν ζήσει «στο πετσί τους» την αγριότητα και τις βιαιότητες των Τσάμηδων.
Στην συνέχεια πραγματοποιήθηκε η απαλλοτρίωση και διανομή των περιουσιών των Τσάμηδων η οποία επεβλήθη από την ανάγκη εποικισμού των περιοχών, ενώ υλοποιήθηκε και η διαδικασία για την αφαίρεση της ιθαγένειας.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική υπηκοότητα, το 1947, τους αφαιρέθηκε ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η ελληνική ιθαγένεια, από το υπουργείο Εξωτερικών..
δ. Η «προειδοποίηση» του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας για το θέμα των Τσάμηδων (29 Σεπτ. 2018).
Αυστηρή προειδοποίηση στην Αλβανία, «να αποδεχτεί την τεκμηριωμένη ιστορική αλήθεια, του εγκληματικού ναζιστικού παρελθόντος των Τσάμηδων», εάν θέλει την ελληνική στήριξη στην ευρωπαϊκή της προοπτική, έστειλε από την Παραμυθιά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος τίμησε με την παρουσία του, τις εκδηλώσεις μνήμης των 49 προκρίτων που εκτελέστηκαν από τους Ναζί σε συνεργασία με τους Αλβανο-τσάμηδες, στις 29 Σεπτέμβρη του 1943.
«Οφείλει η γειτονική μας χώρα, η Αλβανία, για την οποία τρέφουμε φιλικά αισθήματα, αλλά ως προς την οποία θα είμαστε πάντοτε ειλικρινείς, (να γνωρίζει ότι) όλα περνούν από τον σεβασμό της αλήθειας και της ιστορίας.. Πρέπει να ξέρει λοιπόν, πως το λεγόμενο Τσάμικο είναι ζήτημα γιατί έγιναν συνεργάτες των Ναζί. Και όσο το στηρίζει, είναι σαν να υπερασπίζεται τους εγκληματίες εκείνους που αιματοκύλησαν όλη την Ευρώπη και να μην υπολογίζει, ότι η Ευρώπη στην οποία προσδοκά να μπει, είναι το οικοδόμημα που δημιουργήθηκε, για να μην ζήσουμε ποτέ ξανά αυτά τα εγκλήματα, αυτή την θηριωδία. Της λέμε απόλυτα ειλικρινά. Εάν θέλει την φιλία μας και την καλή γειτονία, τη στήριξη μας για την ευρωπαϊκή της πορεία που είναι απαραίτητη άλλωστε, οφείλει αμέσως να αποδεχτεί την αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια του εγκληματικού ναζιστικού παρελθόντος των Τσάμηδων και να μην το αναφέρει ποτέ ξανά στις μεταξύ μας σχέσεις. Κάθε φορά που το αναφέρει, είναι ζήτημα τιμής για μας. Όχι πια, ποτέ ξανά. Ας το καταλάβουν. Δεν είναι θέμα εκδίκησης. Είναι θέμα δικαιοσύνης, το οφείλουμε στις ψυχές όλων εκείνων, που σήμερα είναι κοντά μας».
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά την αναφορά στα γεγονότα της θηριωδίας, είπε πως οι Τσάμηδες, συμπεριφέρθηκαν ως κατακτητές και συνεργάτες των Ναζί, και επισήμανε, πως «δεν μπορεί ιστορικά να αμφισβητηθεί η ολέθρια εγκληματική τους δράση τότε. Παραφράζοντας τον Έλιοτ, θα μπορούσα να πω ότι εκείνος ο Σεπτέμβρης του 1943 ήταν και παραμένει, ο πιο σκληρός μήνας στην ιστορία τούτης της περιοχής, της Παραμυθιάς. Ο τόπος γνώρισε μια ανείπωτη θηριωδία των Ναζί και των «συμμάχων τους της εποχής εκείνης Τσάμηδων. Με αυτήν την αναφορά, δεν σκοπεύω, δεν είναι ο ρόλος μου, δεν είναι ο χαρακτήρας μου, να προκαλέσω διχασμούς, αλλά οφείλω, είναι στοιχειώδες χρέος μου, γι’ αυτό να αποκαταστήσω την ιστορία, ως έχει, λέγοντας στους γείτονες, τι είναι εκείνο που μπορεί να μας κάνει να πορευτούμε μαζί, αλλά και τι είναι εκείνο το οποίο αδιαπραγμάτευτα θα αρνηθούμε, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την ίδια την Ευρωπαϊκή οικογένεια».8

Παράλληλα τόνισε πως από την Θεσπρωτία, δεν έφυγαν κυνηγημένοι, όπως θέλουν να ισχυρίζονται, «αλλά για να μην δικαστούν ως συνεργάτες των Ναζί, γιατί έπρεπε να δικαστούν, γιατί έκαναν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».
Τέλος, ο Έλληνας πρόεδρος υπογράμμισε, πως τα ζητήματα που θέτουν οι αυτοαποκαλούμενοι Τσάμηδες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τότε την περιοχή, για να μην λογοδοτήσουν στα Δικαστήρια δοσίλογων, προσβάλλουν τη μνήμη των θυμάτων και επηρεάζουν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Ειδικότερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ανέφερε: «..ακόμη και σήμερα, παρουσιάζουν τα γεγονότα με διαφορετικό τρόπο. Υποστηρίζουν ότι, δήθεν, αγωνίσθηκαν κατά των Γερμανών και ότι δεν υπήρξαν συνεργάτες τους. Πρόκειται για κατάφωρη και προκλητική διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, που προσβάλλει βάναυσα την μνήμη των τραγικών θυμάτων της σφαγής της Παραμυθιάς», ενώ διεμήνυσε στην γείτονα χώρα:
«Επαναλαμβάνω ότι οιαδήποτε στήριξη της διαστρέβλωσης αυτής, από την γείτονα Αλβανία, επηρεάζει, και μάλιστα καθοριστικώς, τις μεταξύ μας σχέσεις».
ε. Πίνακας Εγκλημάτων των «Τσάμηδων» κατά της Ελλάδος.
Δολοφονηθέντες υπό των Τσάμηδων, μόνων ή σε συνεργασία
με τα στρατεύματα Κατοχής:                                 632
Εξαφανισθέντες και αρπαγέντες ως όμηροι:       428
Βιασμοί γυναικών και κορασίδων:                       209
Απαγωγές:                                                              31
Πυρποληθείσες οικίες:                                           2.332
Λεηλατηθέντα ολοσχερώς χωρία:                        53
Διαρπαγέντα Αιγοπρόβατα:                                  37.556
Βοοειδή:                                                                  9.285
Ιπποειδή:                                                                4.148
Πουλερικά (ολίγων μόνον χωρίων):                    30.000
Κυψέλες:                                                                 742
στ. Η ανακίνηση του ζητήματος των «Τσάμηδων» από τους Νεοσκιπετάρους9
1/. Η ίδρυση του συλλόγου «Τσαμουριά» (Camëria) και του «Απελευθερωτικού στρατού Τσαμουριάς»
Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας, ο αλβανικός εθνικισμός («Αλβανισμός») έφερε στην επικαιρότητα το ζήτημα των συνεργατών των Ιταλών και των Γερμανών Ναζί, Τσάμηδων. Το ζήτημα αυτό επανήλθε από μία οργανωμένη εκστρατεία της αλβανικής προπαγάνδας, η οποία στηριζόταν και στηρίζεται  από τα δύο μεγάλα κόμματα, Δημοκρατικό και Σοσιαλιστικό.
Τον Μάρτιο του 1991, ιδρύθηκε στα Τίραννα, ο «Πολιτικός-Πατριωτικός Σύλλογος «Τσαμουριά» (Camëria), με κύριο σκοπό την… αναγνώριση και…υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Τσάμηδων. Η  πολιτική Οργάνωση "Τσαμερία", αποτελείται από 100μελή επιτροπή και πραγματοποιεί εκδόσεις "Ντοκουμέντων" με την υποστήριξη της Γενικής Διευθύνσεως των Αρχείων του Αλβανικού Κράτους. Η 100μελής επιτροπή μετασχηματίστηκε σε "εξόριστη" βουλή, η οποία έγινε μέλος του «Οργανισμού υπο-αντιπροσωπευμένων λαών», του ΟΗΕ, το 1995.
Οι Τσάμηδες διατείνονται επίσης, ότι έχουν δημιουργήσει τον απελευθερωτικό στρατό της Τσαμουριάς, «με σκοπό την απελευθέρωση των εδαφών που τους ανήκουν»! Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι τον Νοέμβριο του 1999, ο «Απελευθερωτικός Στρατός» του Κοσσυφοπεδίου, απεφάσισε την συγκρότηση "Ανεξάρτητης Ταξιαρχίας της Τσαμουριάς".
Τον Ιούνιο του 2000, το Δημοτικό Συμβούλιο των Τιράννων έδωσε το όνομα Τσαμουριά (δηλ. Θεσπρωτία) σε ένα από τους δρόμους της αλβανικής πρωτεύουσας και στην εκδήλωση αυτή ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σαλί Μπερίσα ζήτησε την "επίλυση του Τσάμικου ζητήματος".      
Στις 25 Ιουλίου 2000, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αλβανικής Βουλής ανεκοίνωσε ότι η Τσαμουριά αποτελεί εθνική υπόθεση για την Αλβανία και ότι θα «διεκδικήσουμε την επιστροφή των περιουσιών των Τσάμηδων»!
Οι ψευτοτσάμηδες, συχνά κάνουν πορείες στα Τίρανα ενώ κατά καιρούς συγκεντρώνονται στα σύνορα με την Ελλάδα στο κομμάτι της Θεσπρωτίας.
2/. Ο μύθος της «γενοκτονίας» των Τσάμηδων από τους Έλληνες
Στις 30 Ιουνίου 1994, η αλβανική βουλή καθιέρωσε ομόφωνα την 27 Ιουνίου, ως ημέρα "γενοκτονίας" των Τσάμηδων!!!. Η στάση των κατά καιρούς αλβανικών κυβερνήσεων οι οποίες θέτουν το "ζήτημα" στην ελληνική πλευρά θεωρώντας ότι υφίστανται σε όλες τις διαστάσεις του, περιουσίες, αποζημίωση, απόδοση ιθαγένειας, επιστροφή των Τσάμηδων και των απογόνων τους στην Ελλάδα, ΔΕΝ αποτελεί απλώς διαχείριση ενός θέματος για εσωτερικούς λόγους συνοχής, την ώρα μάλιστα που συζητείται το μέλλον των αλβανικών πληθυσμών στο Κοσσυφοπέδιο, στα Σκόπια, στην Σερβία, στο Μαυροβούνιο, στην Ελλάδα.10
Από την άλλη, η πρόκληση των Τσάμηδων και του αλβανικού υπερεθνικισμού και βεβαίως της καταπατήσεως των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, έφερε στην επιφάνεια για ακόμη μία φορά, όπως και στην περίπτωση του Σκοπιανού ζητήματος, τον πτωχό, δειλό, ενδοτικό και εθνοκτόνο λόγο της Ελλαδικής (διαχειριστικής) εξουσίας, της κοινοβο(υ)λευτικής ψευτοδημοκρατίας, των διεθνιστών, κοσμοπολιτών, αθέων, απάτριδων, αριστεροφασιστών, του πολιτικού, κομματικού, οικονομικού και πνευματικού κατεστημένου της πατρίδος μας.
*
Έξω από το χωριό Τζάρα, στα νότια των Αγίων Σαράντα, έχει ανεγερθεί ένα μνημειακό συγκρότημα που περιλαμβάνει τζαμί, επίγραμμα, μνημείο, κ.ά. Είναι αφιερωμένο στην αποκαλούμενη «γενοκτονία των Τσάμηδων από τους Έλληνες το 1944». Κάθε χρόνο στα τέλη Ιουνίου πραγματοποιούνται εκεί τελετές και πορεία με πλήθος κόσμου, σημαίες και πανό που κατευθύνεται προς τον μεθοριακό σταθμό Μαυρομάτι, στην ελληνική μεθόριο.
Τα σχολικά βιβλία της Αλβανίας διδάσκουν σε όλους τους μαθητές, Αλβανούς και Βορειοηπειρώτες πως οι Έλληνες διέπραξαν γενοκτονία σκοτώνοντας τους Αλβανούς Τσάμηδες της Τσαμουριάς. Εκπομπές στην τηλεόραση, δημοσιεύματα και ανακοινώσεις των πολιτικών κομμάτων συντηρούν και διογκώνουν έναν χείμαρρο μίσους, ψεύδους και χειραγωγήσεως.
Δεν είναι όμως μόνο η υποτιθέμενη γενοκτονία. Τα πάντα στην Αλβανία δείχνουν να βρίσκονται στον κόσμο της μυθοπλασίας. Βυζαντινοί αυτοκράτορες, αγωνιστές του 1821, αρχαίες πόλεις, μνημεία, περιοχές, καλλιτέχνες, ιστορικά γεγονότα, τα πάντα αναφέρονται ως…αλβανικά και το αλβανικό έθνος ως το αρχαιότερο και το ενδοξότερο επί της Γης. Πρόσφατο παράδειγμα, η αναφορά του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα στην Τσάμικη (ήτοι Αλβανική) καταγωγή του… Δία και του μαντείου της Δωδώνης! 11
Με την απελευθέρωση, οι «Τσάμηδες» εγκατέλειψαν την Ελλάδα και πέρασαν στην Αλβανία. Αντελήφθησαν ότι μετά τα τόσα εγκλήματά τους, η οργή του λαού και η δικαιοσύνη θα τους κυνηγούσαν παντού. Περνώντας στην αλβανική επικράτεια, στρατοπέδευσαν έξω από το χωριό Τζάρα, όπου σύντομα αρκετοί έχασαν την ζωή τους από λοιμώδεις και άλλες, εξ αιτίας του…«Οθωμανικού δικαίου», ασθένειες.
Αυτή είναι η πραγματική ιστορία τους, την οποία μετέτρεψαν σε «γενοκτονία από τους Έλληνες».
Εάν όλοι αυτοί οι παράλογοι και φανταστικοί ισχυρισμοί των Νεοσκιπετάρων, δεν αποτελούν συμπτώματα ομαδικής παρακρούσεως, τότε τι είναι;
Υπενθυμίζουμε στους μισέλληνες Νεοσκιπετάρους των Τιράνων:
.Μετά τον πόλεμο συγκροτήθηκε δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου, όπου οι αυτοχαρακτηριζόμενοι ως «Τσάμηδες», καταδικάστηκαν ερήμην και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν.
.Το καθεστώς Χότζα στην Αλβανία αντιμετώπισε τους «Τσάμηδες» ως εγκληματίες πολέμου και εκτέλεσε τους επικεφαλής τους.
.Σε ολόκληρη την Ευρώπη, μετά τον πόλεμο, οι πληθυσμιακές ομάδες σε κατεχόμενες χώρες που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής, καταδικάστηκαν από ειδικά δικαστήρια και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν. Στην Τσεχοσλοβακία οι Σουδήτες συνεργάτες των Γερμανών, στο Βέλγιο οι Φλαμανδοί ναζιστές, στην Ουκρανία οι ομάδες του Στέπαν Μπαντέρα και άλλοι.
.Το θέμα των δοσιλόγων και συνεργατών των εγκληματιών πολέμου «Τσάμηδων», που διέπραξαν ή υπήρξαν συνεργοί σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος, είναι ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΝ, καθ’ όσον έκλεισε ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ και ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΩΣ, μετά τον 2ον π.π., για τους λόγους που αναφέραμε και επαρκώς αιτιολογήσαμε!
Εάν όμως επιμένετε, βασιζόμενοι στην αδράνεια και ενδοτικότητα, των εκάστοτε Ελλαδικών κυβερνήσεων, αλλά κυρίως στην προστασίαν των αφεντικών σας, τότε ονειροβατείτε…
ΔΕΝ έχετε καταλάβει πως, είσθε απλώς θλιβεροί ευκαιριακοί «εντολοδόχοι» και «αναλώσιμοι κουβαλητές» των συμφερόντων των προσωρινών Υπερατλαντικών προστατών σας, της πολιτικο-οικονομικής συμμορίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, και του Βατικανού, στην ΒΔ περιοχήν της Χερσοννήσου του Αίμου;

Συνεχίζεται










1 Αλάστωρ<άλαστος>-ορος (ο και σπν. η)=Ασεβής, κακούργος, φονεύς και μιαίνων όσους τον πλησιάσουν, αποτρόπαιος (Λεξ. Σκ. Βυζαντίου, σ. 43).
2 Η ετυμολογία της λέξεως Αλβανία προέρχεται από την ρίζα Αλβ-ή Αλπ-. Ονομάζεται  Λευκή Χώρα, με καθαρώς γεωγραφική σημασία, από το χρώμα της χιόνος που μονίμως σχεδόν σκεπάζει τις λίαν ορεινές περιοχές ή το χρώμα του ηλίου που συχνότατα βλέπουν οι κατοικούντες σε λίαν ορεινές περιοχές (Το λευκό είναι το συνηθέστατο ένδυμα και παραδοσιακή στολή των χωρικών της Αλβανίας). Περισσότερα στην ανάλυση του κεφ. Αλβανία και «Αλβανοί» /Σκιπετάροι.
3 Αρπακτός,ή,όν = Ο παρθείς (αποκτηθείς) με αρπαγήν, κλοπιμαίος.
4 Ανήμερος (ο,η)=  Άγριος, απάνθρωπος.
5 Ως Νεοσκιπετάροι (κατά το Νεότουρκοι) χαρακτηρίζονται, όσοι:
-Από τους σημερινούς κατοίκους της «Αλβανίας», θεωρούν ότι είναι μακρυνοί απόγονοι των Ιλλυριών, βιολογικά ή πνευματικά τέκνα των Σκιπετάρων του 14ου αιώνος, συμμάχων των κατακτητών τους Οθωμανών/Τούρκων (καταγεγραμμένων στην σύγχρονη ιστορία ως «Τουρκαλβανοί»)
-Από τους αλλοεθνείς και αλλόδοξους πληθυσμούς, που διαβιούσαν εντός της περιοχής, δωρηθείσης από το Σύστημα στους Σκιπετάρους, μετά την ίδρυση του λεγομένου Αλβανικού κράτους (1913), ασπάστηκαν τις παραληρηματικές θεωρίες περί καταγωγής των Σκιπετάρων από τους αρχαίους Ιλλυριούς, τον εισαγόμενον Μεγαλοϊδεατισμόν (Αλβανισμόν), την πλαστογραφημένη ιστορίαν του επισήμου κράτους της Σκιπερίας και εμβολιάστηκαν με το δηλητήριον του μισελληνισμού !
-Από τις νέες γενεές, εδιδάχθησαν από νηπιακής ηλικίας στα σχολεία σ’ όλες τις βαθμίδες της Σκιπετάρικης εκπαιδεύσεως, και στην συνέχεια  απεδέχθησαν, χωρίς αντίλογον, τις εμετικές, παρανοϊκές και μισελληνικές φαντασιώσεις (ιστορικές, εθνολογικές, πολιτιστικές, γεωγραφικές, αρχαιολογικές, κλπ) που τους επέβαλλαν οι κατά καιρούς Σκιπετάρικες ηγεσίες.
6 Ανταλλάξιμοι εκλήθησαν οι πρόσφυγες των αρχών του 20ού αιώνος μέχρι και μετά την Μικρασιατική καταστροφή, που κρίθηκε απαραίτητο να φύγουν από τις εστίες τους στην Τουρκία, υποχρεωτικώς ή ελευθέρως (εκουσίως ή ακουσίως), όπου πατροπαράδοτα διέμεναν, και με συμβάσεις ανταλλαγής να πάνε μόνιμα στην Ελλάδα (ή το αντίθετο).
9 Ελευθερία Μαντά, Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου, Εκδόσεις ΙΜΧΑ.
-Γιώργος Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, Εκδόσεις Βιβλιόραμα
10 Είναι γεγονός ότι το "ζήτημα" των Τσάμηδων, αποτελεί για την αλβανική πλευρά θέμα που ξεπερνά τις εσωτερικές του διαστάσεις και συνδέεται άμεσα με την Σκιπετάρικη εξωτερική πολιτική (παραστάσεις στους Έλληνες προέδρους της Δημοκρατίας το 2000 και το 2005, κατά την διάρκεια επίσημης επισκέψεώς τους στην Αλβανία και βεβαίως σήμερα με τις δηλώσεις του ελληνόρριζου γενίτσαρου πρωθυπουργού Ράμα και τις διαδηλώσεις, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών).
11 Προφανώς ο γενίτσαρος Ράμα έμαθε για την επίκληση του Αχιλλέα στην Ιλιάδα του Ομήρου «Ζευ άνα Δωδωναίε Πελασγικέ» και πλέον εφ’όσον σύμφωνα με την αλβανική μυθοπλασία οι Πελασγοί ήταν αρχαίοι Αλβανοί, όλα πλέον μπορούν να κολλήσουν και να γίνουν αλβανικά. Αι Αθήναι, ο Όλυμπος, τα πάντα…

18 σχόλια:

  1. Η ιταλική κατάκτηση της Αλβανίας είχε ξεκινήσει πολύ πριν από τις 7 Απριλίου 1939, όταν έπειτα από βομβαρδισμό, 40.000 Ιταλοί στρατιώτες αποβιβάστηκαν στον Αυλώνα και σχεδόν περπατώντας κατέλαβαν το μικρό βασίλειο. Ήδη από το 1926 η Ιταλία προέβαλλε ως περίπου επικυρίαρχος της Αλβανίας. Μέχρι την εισβολή του ’39 το 92,1% των αλβανικών εξαγωγών και το 82,5% των εισαγωγών διεξαγόταν με την Ιταλία.

    Η επίλεκτη αλβανική προεδρική φρουρά, που εξοπλίστηκε και οργανώθηκε από Ιταλούς αξιωματικούς, παρέλασε με τις φουστανέλες της στο Κολοσσαίο υπό τις ιαχές του πλήθους. Οι Ιταλοί οργάνωσαν και ενέταξαν στις μεραρχίες τους δέκα αλβανικά τάγματα, μια «πλωτή» ταξιαρχία και άγνωστο αριθμό χωροφυλάκων. Πολλοί Τσάμηδες πέρασαν λαθραία τα σύνορα, ώστε να συμμετέχουν σε ένοπλα στρατιωτικά σώματα, τα οποία θα πολεμούσαν στο πλευρό των Ιταλών. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε περίπου 2-3.000. Μαζί με αυτούς, τους επόμενους μήνες οι Ιταλοί άρχισαν να οργανώνουν πολλούς εθελοντές, ώστε να συμμετέχουν στην “απελευθέρωση της Τσαμουριάς” - όπως έλεγαν - δημιουργώντας έναν στρατό ισοδύναμο με μία ολόκληρη μονάδα 10 ταγμάτων: 4 παραστρατιωτικά βοηθητικά τάγματα (τα Tirana, Korçë, Vlorë και Shkodër), 2 τάγματα πεζικού (τα Gramos and Dajti), 2 τάγματα εθελοντών (τα Tomori και Barabosi), μία πυροβολαρχία (την Drin) κ.α. Συνολικά 338 Αλβανοί αξιωματικοί και 4.220 υπαξιωματικοί και οπλίτες προετοιμάστηκαν για να βρεθούν απέναντι στον ελληνικό στρατό.

    Όλα αυτά τα τάγματα, τελικά πήραν μέρος στην εισβολή στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940, υπό την 25η Ιταλική Στρατιωτική Μεραρχία, η οποία, μετά την ενσωμάτωση των Αλβανών, μετονομάστηκε σε ‘Στρατιωτική Μεραρχία Τσαμουριάς’ υπό τον στρατηγό C. Rossi.

    Στην Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδος, δύο αλβανικά τάγματα - τα Tomori και Barabosi - που σχεδόν με τη βία εστάλησαν στα σύνορα, αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Σύμφωνα με την αλβανική ιστοριογραφία μεταφέρθηκαν από τους Ιταλούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αλβανία (ενώ σύμφωνα με την ελληνική ιστοριογραφία μεταφέρθηκαν στην περιοχή της Κορυτσάς). Ο αρχηγός αυτών των δύο ταγμάτων, ο Spiro Moisiu (Σπίρο Μοϊσίου), επρόκειτο να γίνει ο στρατηγός του Αλβανικού Αντιφασιστικού Στρατού, και τελικά επικεφαλής του αλβανικού στρατού μετά τον πόλεμο.

    Ο Alfred Moisiu (Άλφρεντ Μοϊσίου) λοιπόν, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη χώρα των Αετών (Αλβανία), είναι γιος ενός ήρωα του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πατέρας του, ο Σπίρο Μοϊσίου, στρατιωτικός του βασιλιά Ζόγου αρνήθηκε το 1940 να υπακούσει τους Ιταλούς και να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας. «Δεν έχω τίποτα εναντίον της Ελλάδας», δήλωσε. Με τους (Αλβανούς) στρατιώτες του - κατ’ άλλους μία διμοιρία, κατ’ άλλους ένα τάγμα - 'λιποτάκτησε' και βρήκε καταφύγιο στα βουνά. Ήταν η αρχή του (πιθανότατα) πρώτου αντιφασιστικού αντάρτικου του B’ Παγκοσμίου Πολέμου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτά έχουν καταγραφεί στα επίσημα Ιταλικά Αρχεία. Σύμφωνα μάλιστα με τον πρώτο τη τάξει στην ιταλική στρατιωτική ιεραρχία στρατάρχη Badoglio: «Οι Αλβανοί στρατιώτες που υπό τη μορφή ταγμάτων συμμετείχαν στις δικές μας μεραρχίες ή αποδείχθηκαν άπιστοι και δόλιοι, καθώς επιδόθηκαν σε πράξεις δολιοφθοράς εναντίον μας ή πέρασαν στις γραμμές των Ελλήνων. Τότε αναγκαστήκαμε να αποσύρουμε τις αλβανικές δυνάμεις και εν μέρει να τις αφοπλίσουμε.»

      Δεν είναι όλα άσπρο ή μαύρο λοιπόν.

      Ακολουθώντας την ιταλική εισβολή στην Αλβανία, το Βασίλειο της Αλβανίας έγινε προτεκτοράτο της Ιταλίας. Οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν την αλβανική μειονότητα στην Ελλάδα, ως δικαιολογία για να ξεκινήσουν τον πόλεμο. Η τελική αφορμή ήταν η δήθεν δολοφονία από Έλληνες παρακρατικούς ενός επιφανούς Αλβανού Τσάμη. Παρόλο που η φασιστική Ιταλία ηττήθηκε στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, μία ραγδαία γερμανική εκστρατεία ακολούθησε τον Απρίλιο του 1941, και στα μέσα του Μαΐου, κάτω από την παράλληλη κατοχή των τριών δυνάμεων του Άξονα: της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Την ίδια στιγμή η Ιταλία εισήγαγε μία τοπική διοίκηση, τη λεγόμενη Këshilla, στην Θεσπρωτία, η οποία υποστηρίχθηκε από πολλούς εκατοντάδες Τσάμηδες Αλβανούς. Μερικές εκατοντάδες όπως είπαμε συμμετείχαν στον Τάγμα Αλή Ντέμι και άλλοι στο Τάγμα Τσαμουριάς.

      Διαγραφή
    2. Μία από τις μεγαλύτερες αντιστασιακές οργανώσεις στην Ελλάδα, ήταν το καθοδηγούμενο κυρίως από Κομμουνιστές, ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), με τον ένοπλο κλάδο του, τον ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), και που ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941. Μέχρι την ίδρυση του ελασίτικου τάγματος Αλί Ντέμι, οι Τσάμηδες Αλβανοί που πολεμούσαν εναντίον των Γερμανών, είχαν οργανωθεί σε μικρές ανοργάνωτες ομάδες, υπό την ηγεσία κυρίως του Εθνικού Αντιφασιστικού Απελευθερωτικού Στρατού της Αλβανίας (Lufta Antifashiste Nacionalçlirimtare / LANÇ), που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1942, ως ο ένοπλος κλάδος του Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος (Lëvizja Nacional Çlirimtare / LNÇ), καθοδηγούμενου από τους Κομμουνιστές της Αλβανίας. Αργότερα αυτοί οι Τσάμηδες δημιούργησαν και το τάγμα “Çamëria”, υπό το LANÇ.

      Στα τέλη του 1943, μία ομάδα Τσάμηδων Αλβανών, υπό την αρχηγία του Ali Demi, επιτέθηκε σε μία γερμανική φρουρά, στην Αυλώνα (Vlorë) της Αλβανίας, σκοτώνοντας 39 Γερμανούς στρατιώτες και χάνοντας 12 μέλη της ομάδας τους, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Ali Demi. Τότε ήταν που ο ΕΛΑΣ ζήτησε από τους Τσάμηδες να δημιουργήσουν ένα τάγμα και να συμπολεμίσουν στις γραμμές του. Έτσι λοιπόν, ο ΕΛΑΣ και το LANÇ, έπεισαν τους Τσάμηδες να δημιουργήσουν ένοπλα σώματα υπό τον ΕΛΑΣ.

      Τον Μάιο του 1944 λοιπόν, μία ομάδα Τσάμηδων, δημιούργησαν το Τάγμα Αλί Ντέμι, στο χωριό Μηλιά (στα αλβανικά: Kastanjë) της Θεσπρωτίας, το οποίο τάγμα συμπεριλήφθη, όπως ήδη είπαμε, στο 15ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Τη στιγμή της δημιουργίας του εμπεριείχε περίπου 1000 μέλη, η πλειονότητα των οποίων ήταν Τσάμηδες, ενώ οι υπόλοιποι ήταν Τσάμηδες Ορθόδοξοι και Έλληνες της περιοχής. Το Τάγμα δεν είχε ιδιαίτερη συμμετοχή στις συγκρούσεις. Παρόλα αυτά, περισσότεροι από 60 Τσάμηδες σκοτώθηκαν σε μία μάχη με τους Γερμανούς στην Ηγουμενίτσα. Άλλοι Τσάμηδες ανείκαν στην 5η, στην 7η, στην 9η, και στην 11η ταξιαρχία του ΕΛΑΣ και συμμετείχαν σε διάφορες μάχες, πολλές από τις οποίες εναντίον των δυνάμεων του Ζέρβα και άλλες εναντίον των Γερμανών.

      Διαγραφή
    3. Ο Εθνικός Αντιφασιστικός Απελευθερωτικός Στρατός της Αλβανίας δημιούργησε το Τάγμα Τσαμουριά (Batalioni Çamëria), στις 15 Ιουνίου 1943, στην Κονίσπολη (Konispol). Η απόφαση υιοθετήθηκε στις 30 Ιουνίου του 1943, όταν ενώθηκαν τρεις αντιστασιακές ομάδες. Αυτές ήταν η ομάδα του Hasan Tahsini (Χασάν Ταχσίνι) που είχε ως βάση την Κονίσπολη (Konispol), αυτή του Stathi Melani (Στάθι Μελάνι) που είχε ως βάση τους Φιλιάτες (Filat) και αυτή του Alush Taka (Αλούς Τάκα) που είχε ως βάση την Παραμυθία (Paramithi). Κάθε ομάδα είχε περίπου 170-180 μέλη, από τα οποία μόνο οι 75 δεν ήταν Τσάμηδες, από τους οποίους οι 35 ήταν από το Δέλβινο (Delvinë) και οι 40 ήταν από την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας. Περίπου 500 Τσάμηδες στρατολογήθηκαν στο τάγμα αυτό (αρχικά), οι περισσότεροι από τους οποίους (πάνω από το μισό) ήταν από το ελληνικό τμήμα της Τσαμουριάς, ενώ οι υπόλοιποι από την Κονίσπολη (Konispol) και το Μαρκάτ (Markat).

      Αυτό το τάγμα ήταν η πρώτη μεγάλη αντάρτικη ομάδα στην περιφέρεια του Αργυροκάστρου (Gjirokastër) - στην οποία τότε ανήκαν οι νομοί Αργυροκάστρου (Gjirokastër), των Αγίων Σαράντα (Sarandë) και του Δελβίνου (Delvinë) - και διοικούνταν από τον Haki Rushit Shehu (Χακί Ρουσίτ Σέχου) από την Κονίσπολη, και από τους Taho Mehmet Sejko (Τάχο Μεχμέτ Σέικο) απ’ τους Φιλιάτες, Ελευθέριο Μήτσο Τάλο από το Χαϊντάραγα (Lefter Talo), Ali Demi (Αλί Ντέμι) από τους Φιλιάτες (Filat) και από τον Qazim Kondi (Κιαζίμ Κόνντι) από το Πολυνέρι (Kuç) ως πολιτικό επίτροπο (κομισσάριο).

      Τον Σεπτέμβριο το Τάγμα Τσαμουριά πολέμησε επί 55 ημέρες εναντίον των Γερμανών, στη λεγόμενη μάχη της Κονίσπολης. Στη μάχη αυτή συνεργάστηκαν πολλοί Τσάμηδες, αλλά και Αλβανοί από το Δέλβινο και Έλληνες από την μειονότητα της Αλβανίας. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν 350 Γερμανοί στρατιώτες και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν. Αργότερα, πολέμησε στο Vurg (Βούρκος) εναντίον των συμμοριών του Θύμιου Λώλη και του Κάβο Κόκκαλη, στην περιοχή Ura e Kranës.

      Διαγραφή
    4. Μπορούμε να πούμε ότι περισσότεροι από 1.500 Τσάμηδες, και από τις 2 πλευρές των συνόρων, ήταν μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων, 300 από τους οποίους σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις των Ναζί και του ΕΔΕΣ. Μετά την εθνοκάθαρση που υπέστεισαν οι Τσάμηδες, δημιούργησαν στην Αλβανία την Εθνική Αντιφασιστική Τσάμικη Επιτροπή, η οποία διαλύθηκε το 1947, όταν έχασαν το καθεστώς του πρόσφυγα.

      Διαγραφή
  2. Τσάμηδες και εθνοκάθαρση

    Στη Θεσπρωτία κατοικούσαν:

    1) μουσουλμάνοι Τσάμηδες (Αλβανοί που κάποιοι τους αποκαλούν και 'Τουρκοτσάμηδες'),
    2) χριστιανοί Τσάμηδες (Αλβανοί),
    3) Έλληνες χριστιανοί,
    4) Αρβανιτόβλαχοι (οι λεγόμενοι Τσαμουρένι)
    5) Επίσης, υπήρχε ένας μικρός αριθμός μουσουλμάνων τσιγγάνων στους Φιλιάτες και αλλού (σήμερα κατοικούν σε 2 χωριά στους Άγιους Σαράντα) και μερικοί ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι.

    Το 1928, ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Ηπείρου έφτανε επίσημα τους 19.244 από την πρώτη απογραφή πληθυσμού (αν και μάλλον ήταν περισσότεροι) και οι 17.008 δήλωναν ως μητρική τους γλώσσα την αλβανική. Πριν το 1928 ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ηπείρου ανέρχονταν στους 20.160 κατοίκους, σε 63 διαφορετικά χωριά και πόλεις. Το 1913 όμως, όταν η Ήπειρος ενώθηκε με την Ελλάδα, οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι κάτοικοί της ανέρχονταν στους 40.000. Πολλοί απ’ αυτούς αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και να μεταβούν στην Τουρκία και στην Αίγυπτο λόγω πιέσεων των ελληνικών αρχών. Γεγονός ήταν πως η ελληνική πλευρά, σκεπτόμενη πως η Αλβανία ίσως χρησιμοποιούσε τους Τσάμηδες ως μοχλό πίεσης σε διάφορα ζητήματα προσπάθησε από το 1924 να προκαλέσει με κάθε πρόσφορο τρόπο την εκούσια μετανάστευσή τους. Σε πρώτη φάση έφερε στην περιοχή μερικές χιλιάδες χριστιανούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας με σκοπό να ενταθεί η πίεση προς τους Τσάμηδες. Οι χριστιανοί πρόσφυγες με στήριγμα τη νομοθεσία των υποχρεωτικών απαλλοτριώσεων έλαβαν σημαντικό μέρος της γης, ιδιαίτερα στις πλούσιες περιοχές Ηγουμενίτσας και Φαναριού. Η απαλλοτρίωση περιελάμβανε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και κατοικίες. Η καταναγκαστική αυτή συγκατοίκηση έμελλε να είναι οδυνηρή για τους Τσάμηδες.

    Τσάμηδες ή Αλβανοτσάμηδες είναι το ίδιο πράγμα. Το "τουρκοτσάμηδες που λένε μερικοί είναι λάθος". Οι πληθυσμοί αυτοί ήταν Αλβανοί και όχι Τούρκοι, αν και πριν 20ο αιώνα το πρόθεμα 'τουρκο' είχε την έννοια του μουσουλμάνου και όχι του εθνικά Τούρκου. Πρόγονοι των Τσάμηδων ήταν τα αλβανικά ποιμενικά φύλα που εισχώρησαν στη Θεσπρωτία τον 13ο-14ο αιώνα, και αναμίχθηκαν στη συνέχεια με παλαιότερα ιλλυρικά φύλα που είχαν εισχωρήσει στην Ήπειρο μετά την καταστροφή των πόλεων της από τον Ρωμαίο στρατηγό Αιμίλιο Παύλο, αλλά και παλαιότερα. Ήταν εκείνοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί που ασπάστηκαν το Ισλάμ μετά την αποτυχημένη επανάσταση του επισκόπου Τρίκκης Διονύσιου του Σκυλόσοφου.

    Σύμφωνα με τα βενετικά αρχεία, οι χίλιοι χριστιανοί, βοσκοί και γεωργοί, που ακολούθησαν τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο στην εξέγερση του 1611, ήσαν Αλβανοί χωρικοί προερχόμενοι από εβδομήντα χωριά της ευρύτερης περιοχής Παραμύθιάς. Το γεγονός, ότι είναι γεωργοί και βοσκοί, δηλώνει πως ένα μεγάλο μέρος των Αλβανών ημινομάδων των προηγούμενων αιώνων, είχε περιέλθει, στις αρχές του 17ου αι., στην κατηγορία των εδραίων χωρικών - κτηνοτρόφων, με μόνιμο πλέον τόπο διαμονής και συμπληρωματική γεωργική απασχόληση. Εχει δηλαδή πλήρως ενταχθεί στο οικονομικό γαιοκτητικό καθεστώς της αυτοκρατορίας, υφιστάμενο, κατά συνέπεια, άμεσα τις επιπτώσεις από την οικονομική κρίση και τη φορολογική πρακτική του κράτους και των εκπροσώπων του. Φορολογία και αυθαιρεσίες θα εξωθήσουν τους χίλιους αυτούς Αλβανούς γεωργο-κτηνοτρόφους σε εξέγερση. Μετά την αποτυχία της ανταρσίας θα ακολουθήσει η διασπορά στα βουνά και η προσφυγή στην άσκηση της ληστείας. (Κ. Μέρτζιος, «Η επανάστασις Διονυσίου του Φιλοσόφου», Ηπειρωτικά Χρονικά, 1938, τ. 13, σ. 84-86)

    Αργότερα, πολλοί Αλβανοί και Έλληνες χριστιανοί, μετανάστευσαν στην Κέρκυρα. Το 1627 ο Κινάν Πασάς εκτιμά σε πέντε χιλιάδες τον αριθμό των Ηπειρωτών που είχαν μεταναστεύσει στην Κέρκυρα, ενώ τον Ιούνιο του 1632 οι αρχές του νησιού αναφέρουν: «…Από τίνος ήλθον ενταύθα από την γειτονικήν Τουρκία περί τους 2.000 Ελληνες Αλβανοί εκ των οποίων άλλοι μεν διότι επείνων και εστερούντο εργασίας και άλλοι φεύγοντες την τυραννίαν.» (Κ. Μέρτζιος, «Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον, Α' περί Κοσμά του Αιτωλού», Ηπειρωτικά Χρονικά, 1940, τ. 19, σ. 42-44)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σίγουρα ένα ποσοστό των Τσάμηδων συνεργάστηκαν με τις γερμανικές και τις ιταλικές κατοχικές αρχές. Δεν λέτε όμως γιατί, αποσιωπάτε τις αιτίες και τις αφορμές. Από την άλλη, ένα άλλο ποσοστό Τσάμηδων, εντάχθηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις, της Ελλάδας αλλά και της Αλβανίας (κυρίως στο Ε.Α.Μ. και στο αλβανικό L.A.N.C.), αλλά σχημάτισαν και κάποιες δικές τους μικρές ομάδες. Από τα ελληνικά δικαστήρια εκδόθηκαν περίπου 1900 καταδικαστικές αποφάσεις. Το ερώτημα είναι ότι, αφού καταδικάστηκε το 10% περίπου του τσάμικου πληθυσμού, γιατί εκδιώχθηκε και κακοποιήθηκε και το υπόλοιπο 90%; Για τους 2.500 δολοφονημένους Τσάμηδες (γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, κ.α.) από τις δυνάμεις του Ζέρβα, αλλά και από πιο πριν, δεν μιλάει κανείς. Μωρά παιδιά και αθώες γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά, ήταν συνεργάτες των Γερμανών και αυτοί;

      Σε κάθε περίπτωση, σαφώς η οποιαδήποτε άδικη πράξη, η οποιαδήποτε δολοφονία είτε Έλληνα από Αλβανό, είτε Αλβανού από Έλληνα, είναι καταδικαστέα χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ήταν όμως πάντα τα πράγματα άσπρο-μαύρο. Για παράδειγμα ας θυμηθούμε τη συνεργασία του Κολοκοτρώνη με τους Τσάμηδες όταν αυτός κατέφυγε στην Κέρκυρα για να ζητήσει δυτική βοήθεια, ας θυμηθούμε ότι το 1831 ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της Παραμυθιάς εναντίον των Σουλτανικών στρατευμάτων στη μάχη της Βελτίστας, δέχεται επίθεση του Εμίν Πασά των Ιωαννίνων και πολιορκείται για δυο μήνες το κάστρο της. Ακολουθεί μεγάλη καταστροφή των περιουσιών των Παραμυθιωτών και εξορίζονται οι αρχηγοί τους στην Σόφια.

      Διαγραφή
    2. Οι δολοφονίες εναντίον των Τσάμηδων Αλβανών είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1913 από ελληνικές συμμορίες που επιτίθονταν στην περιοχή – ενθαρρυμένες προφανώς και από τις τότε ελληνικές αρχές. Ο Μάρκος Δεληγιαννάκης (μετά την προσάρτηση της Παραμυθιάς και της υπόλοιπης Τσαμουριάς στην Ελλάδα το 23.02.1913) με τη συμμορία του συνέλλαβαν 72 πρόκριτους Τσάμηδες, τους μετέφεραν στην τοποθεσία «Λίβερη» κοντά στο Σελάνι και τους σκότωσαν. Το γεγονός – διανθισμένο φυσικά με μπόλικη ελληνική προπαγάνδα - ομολογεί ο Σταύρος Παπαμώκος στο βιβλίο του «Η Σέλλιανη χθες και σήμερα» (εκδόθηκε στην Αθήνα το 1997) στη σελίδα 160:

      «Ο οπλαρχηγός Μάρκος Δεληγιαννάκης επί κεφαλής ομάδας κρητικών μαχητών, αλλά και άλλων ενόπλων από τα γύρω χριστια-νικά χωριά, κατέβηκαν στα τουρκοχώρια της Τσιαμουριάς και συνέλαβαν 72 Τουρκαλβανούς, τους οποίους μετέφεραν δεμένους στο απόμερο και ολοσκότεινο ρέμα ‘Μπιντούρια και Κατσικιά’ της Σέλλιανης και τους εκτέλεσαν.».

      Προσέξτε πως αποκαλεί τα αλβανικά χωριά περιφρονητικά ως «τουρκοχώρια». Παρόλο που ο Παπαμώκος κατακρίνει στο βιβλίο του - για λόγους τακτικής - την πράξη του συμμορίτη Δεληγιαννάκη, ο στόχος του είναι προφανής. Εννοεί ότι ‘οι Τούρκοι ήταν κατακτητές των Ελλήνων και τους είχαν σκλάβους, ο Μάρκος Δεληγιαννάκης επιτέθηκε στα τουρκοχώρια κ.τλ.’. Δηλαδή με λίγα λόγια, αφήνει να εννοηθεί ότι ο Δεληγιαννάκης είχε το δίκαιο με το μέρος του, ότι επιτέθηκε στα χωριά των κατακτητών κ.α.

      Για την πράξη αυτή του Δεληγιαννάκη έχει βγει ακόμα και δημοτικό παραδοσιακό τραγούδι από τους Έλληνες, με το όνομα «Του Μάρκου Δεληγιαννάκη» όπου περιγράφεται αυτή η σφαγή στο Σελάνι (ελλ. ‘Σέλλιανη’):

      «Σαν τι κακό σας έκανα, κι μι κατηγουράτι;
      Ιγώ χουριά δεν έκαψα και σκλάβους δεν επήρα.
      Ιγώ τους πρώτους έμασα, εξήντα δυο νουμάτους
      Στη Σέλλιανη τους έσυρα, στο μνήμα του Μανώλη.
      Ξύπνα, Μανώλη ψυχογιέ, απού το μαύρου χώμα,
      να δεις αρνιά που σου ’φερα, κριάρια σουβλισμένα.».

      Οι Έλληνες πρόκριτοι της Παραμυθιάς που δολοφονήθηκαν από κάποιους Τσάμηδες ήταν λοιπόν αθώα θύματα αλλά οι 72 Αλβανοί που δολοφονήθηκαν από τη συμμορία του Δεληγιαννάκη ήταν κριάρια για σούβλισμα!!!

      Διαγραφή
    3. Στις 12/1/1942, στο κέντρο της Παραμυθιάς, ο ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής Ηλίας Νίκου, Διοικητής του τοπικού σταθμού, μαζί με τον Κώτσιο Νικόλα, μετέπειτα οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ και οι δύο, δολοφόνησαν δύο από τους πιο σημαντικούς παράγοντες των Τσάμηδων στην περιοχή, τον κτηματία Τεφήκ Κεμάλ και τον γιατρό Αχμέτ Κασήμ. Οι συγκρούσεις και οι διαμάχες μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων είχαν αυξηθεί, ειδικά μετά την δολοφονία από τους χριστιανούς ενός επιφανούς μουσουλμάνου, του Γιασίν Σαντίκ, τον Δεκέμβριο του 1942. Μαρτυρίες υπάρχουν ακόμα και από Έλληνες που είχαν δει τα γεγονότα αυτά και όχι μόνο από Αλβανούς:

      «Τα έκτροπα σε βάρος των μουσουλμάνων συνεχίστηκαν από δημόσιους λειτουργούς και χριστιανούς κατοίκους, μόλις έφυγαν οι άντρες για εξορία. Με το πρόσχημα της δήθεν ανάκρισης…καλούσαν στα γραφεία τους όμορφες χανούμισσες και τις βίαζαν…Οι λεηλασίες σπιτιών, οι αρπαγές ζώων φανερές. Οι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών πολλοί και επώνυμοι. Η βίαιη υποχρέωση σε έκδοση μουσουλμανίδων σε ορισμένα χωριά μεγάλη…» λέει ο Γιάννης Σάρρας (Γιάννης Σάρρας, «Ιστορικά-Λαογραφικά περιοχής Ηγουμενίτσας», σελ.631). Γράφει επίσης για την εκτέλεση των 8 μουσουλμάνων κατοίκων στη θέση Βίγλιζα στα υψώματα Λαδοχωρίου, που την επιβεβαιώνει - ως αυτόπτης μάρτυρας - ο Χρίστος Λόης, οπλίτης τότε στο 39ο Σύνταγμα Ευζώνων, και την καταγράφει στο βιβλίο του «Από τις σελίδες της μνήμης. Περιστατικά Πολέμου, 1940-1941», εκδ. Παπαδήμα, σελ.17.

      Το θέμα της γενοκτονίας των Τσάμηδων συμπεριελήφθη στην ατζέντα της τέταρτης γενικής συνέλευσης του Οργανισμού Μη Αναγνωρισμένων Εθνών και Λαών (UNPO) - που εδρεύει στη Χάγη - στις 20-26 Ιανουαρίου 1995. Ας δούμε μερικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή τα γεγονότα από πρώτο χέρι.

      Διαγραφή
    4. Ο Εσαμπουντίν Καντίου λέει: «Μας συγκέντρωσαν όλους στο σπίτι ενός Αλβανού, του Σαλί Αβούζι. Εκεί υπήρχαν και άλλοι που είχαν έρθει στην πόλη μας από τα γύρω χωριά. Εκεί είχαν συγκεντρώσει γυναίκες και μικρά παιδιά, καθόλου άντρες. Μας είχαν εκεί για περίπου 5-6 μήνες. Σχεδόν κάθε μέρα έθαβαν και από ένα παιδί. Μας είχαν πιάσει αρρώστιες, ήμασταν σε άσχημη κατάσταση. Δεν είχαμε να φάμε. Με λίγα λόγια πέθαναν πολλά παιδιά και ηλικιωμένες γυναίκες. Υπήρχαν κάποιες γυναίκες άνω των 80 χρόνων.. οι Έλληνες τους έριχναν από τις σκάλες και πέθαιναν…»

      Η Καντριέ Οσμάνι λέει: «Σκότωσαν τον πατέρα μου, τον ξάδερφο μου, τους αδερφούς της μητέρας μου και την αδερφή της μητέρας μου που ήταν παράλυτη. Την έριξαν από τις σκάλες και μετά την πυροβόλησαν…»

      Η Καντριέ Αλίου λέει: «Μπήκαν το βράδυ οι Έλληνες στο σπίτι μας, πήραν τα 4 πρόβατα που είχαμε. Η μητέρα μου με το μωρό στην αγκαλιά της τους έλεγε: {Σας παρακαλώ, δεν έχω γάλα για τα παιδιά μου} και ένας στρατιώτης της είπε: {Έχω μόνο μία σφαίρα, δεν είμαι εδώ για να την σπαταλήσω, πήγαινε μέσα}. Άκουγα τις γειτόνισσες μου που φώναζαν και έκλαιγαν. Τις είχαν κόψει τα αυτιά, τους τραβούσαν τα σκουλαρίκια από τα αυτιά τους με τη μία και τους τα έκοβαν. Τις είχαν κόψει τα δάχτυλα για να τις πάρουν τα δαχτυλίδια.. απίστευτα πράγματα. Ξεκοίλιασαν έγκυες γυναίκες. Θυμάμαι ακόμα μία γυναίκα που είχε ένα μεγάλο τραύμα από λόγχη ανάμεσα στους ώμους της.»

      Ο Ραχμί Ουζέιρι λέει: «Σκότωναν γυναίκες και παιδιά. Είχαν ξεκοιλιάσει γυναίκες και τους έπαιρναν τα έμβρυα μέσα από τις κοιλιές τους. Τους είχαν κόψει τα δάχτυλα και τους έπαιρναν ό,τι κόσμημα φορούσαν..»

      Ο Φαΐκ Μπολλάτι λέει: «Το πρώτο που μας ζήτησαν ήταν για χρυσό. Ό,τι είχαμε, ό,τι είχαν η μητέρα μου και η θεία μου στον λαιμό τους και στα δάχτυλα τους τους τα άρπαξαν. Τότε είπαν στη μητέρα μου: {Θέλουμε τον γιο σου για ένα λεπτό. Θα τον πάρουμε και θα στον ξαναστείλουμε σε ένα λεπτό}. Δεν το είδα αλλά άκουσα τη μητέρα μου να κραυγάζει και να χοροπηδάει’ είχαν κόψει το κεφάλι του αδερφού μου. Ήταν μόνο 17 χρόνων…. Ένας γείτονας μας μας πήρε μετά στο σπίτι του. Το όνομα του ήταν Τσιλ Μπάρμπα. Του δώσαμε μερικά χρήματα και μας άφησε να μείνουμε στο σπίτι του. Αφού τη νύχτα μας πήρε χρυσαφικά και ό,τι μας είχε απομείνει, μας πήρε την άλλη μέρα σε μία εκκλησία. Στην εκκλησία θυμάμαι ότι τρεις φορές μας έβγαλαν έξω ώστε να μας σκοτώσουν αλλά παρενέβησαν κάποιοι Βρετανοί στρατιώτες και σωθήκαμε.. υπήρχε και μία γυναίκα. Τότε μας πήγαν για τέσσερις μήνες στην Ηγουμενίτσα, σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και σε σπίτια κοντά στο λιμάνι, θυμάμαι ακόμα πως ανοιγόκλειναν τις μεγάλες σιδερένιες τους πόρτες. Άνοιγαν τις πόρτες, έπαιρναν νεαρά κορίτσια και τα βίαζαν. Κάποια επέστρεφαν πίσω, κάποια άλλα τα σκότωναν. Ακούγαμε τις κραυγές τους. Εκεί πέθανε μία από τις αδερφές μου από πείνα και έθαψαν ζωντανή μία θεία μου που τα παιδιά της ζούνε ακόμα.»

      Η Ραμπιέ Σεριάνι λέει: «Σκότωσαν τον πατέρα μου. Σκότωσαν τον πεθερό της θείας μου. Τους έστειλαν στο τζαμί της Παραμυθιάς. Είπαν στη θεία μου και σε μερικές άλλες γυναίκες να καθαρίσουν το τζαμί. Όταν πήγαν στο τζαμί, ήταν γεμάτο με ακέφαλα πτώματα. Η θεία μου αναγνώρισε τον αδερφό της από τη μπλούζα που φορούσε. Ήταν ο μοναδικός της αδερφός ανάμεσα σε 5 αδερφές που είχε. Αναγνώρισε τον πεθερό της από ένα χαρακτηριστικό που είχε στις κάλτσες του… Τελικά δεν υπήρχε τίποτα να καθαρίσουν. Τις είχαν πάρει στο τζαμί μόνο για να δουν..»

      «Ήμουν ήδη παντρεμένη για δύο χρόνια όταν σκότωσαν τον εικοσι-πεντάχρονο αδερφό μου και τους δύο αδερφούς του άντρα μου’ τον Σουλεϊμάν, τον Χαμίτ και τον αδερφό μου τον Εκρέμ. Ο ένας ήταν 39 και ο άλλος ήταν 22 χρονών. Μας πήραν και τα 700 πρόβατα που είχαμε…» λέει μία άλλη ηλικιωμένη πλέον γυναίκα (δεν θυμάμαι το όνομα της).

      Διαγραφή
    5. Η Σανίγιε Μπολλάτι από την Παραμυθιά (Ajdonat) κάηκε ζωντανή ρίχνοντας της οινόπνευμα, αφού πρώτα της έκοψαν τους μαστούς και της έβγαλαν τα μάτια. Ο Ομέρ Μουράτι δολοφονήθηκε, έκοψαν το σώμα του σε κομμάτια και τα περιέφεραν στην Παραμυθιά. Στο σπίτι του Σούλο Τάρι είχαν συγκεντρωθεί περισσότερες από σαράντα γυναίκες. Ο Τσίλι Πόποβα απ’ το χωριό Πόποβο (Αγία Κυριακή) μαζί με μία ομάδα στρατιωτών, μπήκαν στο σπίτι και ξεκίνησαν να βιάζουν τις γυναίκες και τα κορίτσια σε ένα από τα δωμάτια. Οι κραυγές των γυναικών ακούγονταν όλη τη νύχτα. Ο Σέρι Φέιζο, ο Φικρέτ Σούλο Τάρι και άλλοι, δολοφονήθηκαν. Ο Χιλμί Μπεκίρι από τους Φιλιάτες (Filat) χτυπήθηκε μπροστά στα μάτια της οικογένειας του και αφέθηκε στο έδαφος να σφαδάζει. Η οικογένεια του θέλοντας να τον προστατέψουν, τον μετέφεραν στο σπίτι του γιατρού Μαυρουδίου. Έμεινε εκεί για μερικές ώρες αλλά ύστερα ο γιατρός ζήτησε να τον πάρουν. Τον πήγαν στο σπίτι του Στάβρο Μουχατζίρι, και στη συνέχεια στο σπίτι του Σουάιμπ Μέτια, όπου είχαν συγκεντρωθεί και άλλες οικογένειες. Το πληροφορήθηκαν οι Έλληνες παρακρατικοί και πήγαν στο σπίτι και τον σκότωσαν, αφού πρώτα του έβγαλαν τα χρυσά του δόντια με πένσες.

      Ο Μάλο Μούχο, ένας ογδοντάχρονος που για τέσσερα χρόνια είχε μείνει παράλυτος, δολοφονήθηκε. Τον έσφαξαν με ένα μικρό σπαθί μπροστά στη σύζυγο του. Του άνοιξαν το κεφάλι και τα μυαλά του πετάχτηκαν πάνω στη σύζυγο του. Στη συνέχεια διέφυγαν ανενόχλητοι. Ο Αμπντούλ Νούρτσε απήχθη στο Τρικόρυφο (Spatar) και οδηγήθηκε στους Φιλιάτες με τα πόδια και χωρίς παπούτσια, όπου τον έσειραν στους δρόμους της πόλης, και τελικά τον σκότωσαν μπροστά στο σπίτι του Νιδ Ταφότσι. 16 μέλη της οικογένειας του Λίλε Ρουστέμι από τον Άγιο Βλάσιο/Σούβλιασι (Sullashi), κυρίως παιδιά, κατακρεουργήθηκαν χωρίς να επιζήσει κανένας. Ο Τζελάλ Μινίτι από την Παραμυθιά αποκεφαλίστηκε πάνω στο πτώμα του μουφτή Χασάν Αμπντουλλάχου. Ο Σαλί Μουχεντίνι, ο Αμπεντίν Μπάκο, ο Μουχάμμεντ Πρόνια και ο Μάλο Σεϊντίου βασανίστηκαν, τους έκοψαν τα δάχτυλα, τη μύτη, τη γλώσσα και τα δάχτυλα των ποδιών, και ενόσο αυτοί σφάδαζαν από τους πόνους, οι αντάρτες του Ζέρβα χόρευαν και εξυμνούσαν τον αρχηγό τους. Στο τέλος τους σκότωσαν χτυπόντας τους με μαχαίρια και κοφτερά αντικείμενα.

      Διαγραφή
    6. Ακολουθεί η περιγραφή του Εσρέφ Χιλμί, κατοίκου της Παραμυθιάς, ο οποίος περιέγραψε τη σφαγή που έγινε στην περιοχή:

      «Την Τρίτη, 27 Ιουνίου 1944, στις 7 το πρωί, οι Έλληνες αντάρτες (του Ζέρβα), υπό τον συνταγματάρχη Κρανιά, τους Χρήστο Σταυρόπουλο, Λευτέρη Στρουγκάρη, και Νικόλαο Τσένο, μπήκαν στην πόλη και η διαταγή δόθηκε: κανένας δεν έπρεπε να ζήσει… Το ίδιο απόγευμα, συνέλλαβαν τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, λες και ήταν κλέφτες. Το επόμενο πρωί όλοι οι άντρες δολοφονήθηκαν. Αφού με κράτησαν φυλακισμένο για τέσσερις ημέρες, με άφησαν να φύγω για να πάω να θάψω τους νεκρούς. Στην περιοχή ‘η εκκλησία του Άη Γιώργη’, αναγνώρισα 5 πτώματα. Οι υπόλοιποι ήταν αδύνατον να αναγνωριστούν, εξαιτίας των βασανιστηρίων που είχαν υποστεί. Τα 5 θύματα που αναγνώρισα ήταν: ο Μετ Τσέρε, ο Σαμί Ασίμι, ο Μαχμούτ Κούπι, ο Άντεμ Μπεκίρι και ο Χακί Μίλε. Δύο ημέρες αργότερα, με έστειλαν στα Βώλια, κοντά στο σπίτι του Δημήτρη Νικολάου, όπου είχαν σκοτώσει 8 ανθρώπους. Δεν μπόρεσα να τους αναγνωρίσω επειδή τους είχαν κόψει κομματάκια. Παντού τριγύρω υπήρχαν πτώματα.

      Μία γυναίκα με το ονοματεπόνυμο Σανιγιέ Μπολλάτι υπέσθη φοβερά βασανιστήρια και την έκαψαν ζωντανή με οινόπνευμα. Αυτή η τραγωδία έγινε την Τετάρτη, ενώ την Παρασκευή το πρωί μεταφέρθηκε από τη μητέρα της και δύο συγχωριανούς κατά διαταγή των παρακρατικών και αφού την κάλυψαν με μία κουβέρτα, την έκρυψαν σε μία αποθήκη ώστε να μην τη δει κανείς. Η καημένη γυναίκα πέθανε 5 ημέρες αργότερα. Το πτώμα της είχε γεμίσει σκουλήκια. Όλα αυτά που αναφέρω εδώ, τα έχω δει με τα μάτια μου.

      Στην αρχή, κρύφτηκα για 5 μέρες σε μία σοφίτα, αλλά με έπιασαν οι μοναρχο-φασίστες και με οδήγησαν μπροστά στον Κρανιά ο οποίος αφού με ρώτησε διάφορα, διέταξε να με φυλακίσουν. Στη φυλακή βρήκα άλλα 380 άτομα, ανάμεσα τους γυναίκες και παιδιά. 120 από αυτούς πέθαναν από την πείνα. Τέσσερα άτομα μαζί με ‘μένα ήμασταν στη φυλακή για 15 ημέρες, μετά απ’ τις οποίες μας μετέφεραν στην Πρέβεζα (Prevezë) και από εκεί στα Γιάννενα (Janinë), όπου μείναμε για 40 ημέρες. Εκεί μας υπέβαλαν απερίγραπτα βασανιστήρια. Απελευθερωθήκαμε ύστερα από την άφιξη στην πόλη των δυνάμεων του ΕΑΜ.»

      Ο Ντερβίς Σούλο από το χωριό Τρικόρυφο (Spatar) στην περιοχή των Φιλιατών (Filati), περιγράφει τη σφαγή στο Τρικόρυφο ως εξής:

      «Το πρωί του Σαββάτου τον Σεπτέμβριο του 1944, συγκέντρωσαν τους κατοίκους μπροστά από το τζαμί του χωριού. Οι στρατιώτες άρχισαν να βιάζουν τις γυναίκες και τα κορίτσια, ακόμα και μεγάλες γυναίκες. Η Πέτσε Τσουλάνι, 50 χρόνων, βιάστηκε, της έκοψαν τα μαλλιά και τα αυτιά της, και στο τέλος τη σκότωσαν στο περιβόλι της, στην περιοχή Μούτσο. Είχαν φέρει στο σπίτι μας την οικογένεια του Σάκο Μπανούσι από την Σκορπιόνα (Skropjona), που αριθμούσαν 8 γυναίκες, άντρες και παιδιά. Αφού βίασαν τις γυναίκες και τις έκοψαν τους μαστούς με μαχαίρια, τους σκότωσαν όλους….

      Στο σπίτι του Νταμίν Μουχαμέτι, δολοφονήθηκαν 5 γυναίκες και 3 παιδιά… Στο σπίτι του Φετίν Μουχαμέτι, βίασαν και βασάνισαν τη Χάνε Ισούφι και μία άλλη γυναίκα… Στο σπίτι του Ντούλε Σερίφι, έκοψαν τα κεφάλια του ογδοντάχρονου Σουλεϊμάν Διμίτσα και της συζύγου του. Στο σπίτι του Μέτο Μπράχο, 20 άτομα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, κάηκαν ζωντανοί… Η Κίγιε Νούρτσια, 70 ετών, μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου… Στο αμπέλι του Ζούλε και στον κήπο του Αμπντούλ Νούρτσε, είδα 20 σφαγμένους ανθρώπους. Στο σπίτι του Χατζή Λατίφι, βίασαν την κόρη του Χατζή Γκουλάνι, ενώ στο σπίτι του Μέιντι Μέτο βίασαν την Χάβα Αΐσια και την Νάνο Αράπι την οποία στη συνέχεια σκότωσαν.»

      Διαγραφή
    7. Ο Σαλί Μπολλάτι απ’ την Παραμυθιά λέει τα εξής:

      «Ήμουν 7 ετών στις 27 Ιουνίου του 1944, αλλά δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω τι συνέβη εκείνες τις μέρες στην οικογένεια μου και στις άλλες αλβανικές οικογένειες της πόλης μας, της Παραμυθιάς. Ήταν νωρίς το πρωί όταν η μητέρα μου μας ξύπνησε. Εκείνη τη μέρα η γλυκιά φωνή της ήταν διαφορετική, μία βραχνή φωνή: {Ντυθείτε γρήγορα, πρέπει να φύγουμε}, είπε βιαστικά. Έντυσε τη μικρή μας αδερφή, τη Μακμπούλε, και πήρε μερικά ρουχαλάκια γι’ αυτήν. Χωρίς να φάμε τίποτα, φύγαμε γρήγορα από το σπίτι μας, που βρισκόταν στην κορυφή του λόφου της πόλης, που είναι κοντά στον πύργο των Μπολλάτι, 400 χρόνων παλιός. Περπατώντας στον δρόμο, ακούγαμε πυροβολισμούς. Βιαστικά φτάσαμε στο σπίτι του θείου μας, του Μουχάμμεντ Μπάκο, κοντά στον πύργο του ρολογιού, στο κέντρο της Παραμυθιάς.

      Η θεία Νασίμπε μας άνοιξε, παρόλο που φοβήθηκε μήπως είχαν έρθει ληστές, και μας δέχτηκε με πολύ αγάπη. Ξέροντας ότι ήμασταν πεινασμένοι, μας ετοίμασε φαγητό. Ενώ τρώγαμε, ο θείος Κιαζήμ, πρώτος ξάδερφος της μητέρας μου, μπήκε μέσα κοιτάζοντας τον πατέρα μου απορημένος: {Μπράχο, οι στρατιώτες του Ζέρβα σκοτώνουν, ντύσου και πάμε να φύγουμε.} Αλλά ο πατέρας μου του είπε ότι ήταν αδύνατον να αφήσει όλη την οικογένεια πίσω: {Άλλωστε εμείς δεν έχουμε κάνει κακό στους Έλληνες, το αντίθετο πάντα τους βοηθούσαμε.} Μετά από αυτό, ο θείος Κιαζίμ μας άφησε και έφυγε, διέφυγε και πέθανε στα Τίρανα το 1983.

      Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα και ακούσαμε να χτυπάνε την πόρτα. Ο πατέρας μου άνοιξε αλλά ένας οπλισμένος άντρας τον άρπαξε έτσι όπως ήταν, ξυπόλυτο. Αρχίσαμε να τσιρίζουμε και να κλαίμε, φοβούμενοι ότι δεν θα ξαναδούμε τον πατέρα μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη φοβερή σκηνή, αλλά και τις συμβουλές που μου έδινε με τρυφερότητα ως παιδί. Αργότερα ανακαλύψαμε ότι τον σκότωσαν στην αυλή του σχολείου, και τον έθαψαν μαζί με άλλους σε έναν μαζικό τάφο. Προσπαθήσαμε με τη μητέρα μου να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Καθώς περπατούσαμε, ο μεγαλύτερος αδερφός μου, ο Φερχάτ, που τότε ήταν 13 χρονών, πήγε για να συναντήσει τον ξάδερφο μας τον Αβνί, στην ίδια ηλικία, τον οποίο οι συμμορίτες του Ζέρβα τον έπιασαν και τον σκότωσαν, ενώ είχε κρυφτεί μέσα σε ένα χωράφι με βατομουριές. Μερικές μέρες αργότερα, μας είπαν ότι ο αδερφός μου ο Φερχάτ, ο καλύτερος μαθητής του τοπικού αλβανικού σχολείου που είχε ανοίξει λίγο πριν το 1944, βρέθηκε επίσης σκοτωμένος. Μπαίνοντας φοβισμένοι στην αυλή μας, είδα το σώμα του παππού μου να βρίσκεται κάτω, γεμάτο αίματα, πεθαμένος. Τον είχαν σύρει κατρακυλώντας πάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια, και τον σκότωσαν. Ήταν 82 ετών, συνταξιούχος ιμάμης.

      Ο Έλληνας συγγραφέας Γιάννης Σάρρας, γράφει στο βιβλίο του “Ιστορία της Περιοχής της Ηγουμενίτσας” που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1985, επιβεβαιώνει τα εγκλήματα λέγοντας: {Η οικογένεια του Μουχαρρέμ Μπολλάτι που σφαγιάστηκε με άγριο τρόπο, ήταν τελείως αθώοι.}

      .....

      Διαγραφή
    8. .....

      Ύστερα από το απαίσιο αυτό θέαμα, η μανούλα μου μας πήγε σε ένα θρησκευτικό κτήριο στη γειτονιά μας. Εκεί υπήρχαν και άλλες φοβισμένες οικογένειες. Πέρασε λιγότερο από μία ώρα και ένας οπλισμένος άντρας ήρθε και μας διέταξε να εγκαταλείψουμε τον χώρο. Δίπλα στην πύλη του κτηρίου περίμενε ένας άντρας που κρατούσε ένα οπλοπολυβόλο, έτοιμος να μας σκοτώσει. Η μητέρα μου τότε άρχισε να παρακαλάει τον Θεό. Λίγο αργότερα ένας άλλος από τους συμμορίτες του Ζέρβα ήρθε και διέταξε να πάρουν το οπλοπολυβόλο και να μετακινηθούμε σε άλλο μέρος. Νομίζαμε ότι είχαμε σωθεί και ευχαριστούσαμε τον Θεό γι’ αυτό, όταν ξαφνικά ένας άντρας άρπαξε τη μητέρα μου…Λιγότερο από μία ώρα μετά, κλαίγαμε καθώς μάθαμε τα φοβερά νέα ότι η μητέρα μας, η Μπετούλα, 36 τότε ετών, βρέθηκε νεκρή μέσα στο τζαμί μας.

      Μείναμε έτσι 4 ορφανά, η Κερίμε 10 ετών, εγώ 7, ο Φαρούκ 5 και η Μακμπούλε 2. Μαζί με άλλα 200 άτομα, μας οδήγησαν στο μεγάλο σπίτι των Μουχεντίνι, που είχε μετατραπεί σας χώρος συγκέντρωσης, όπου 10-15 άτομα κοιμόντουσαν μαζί στο πάτωμα. Ήμασταν με τη θεία μας, τη Ζουμπέιντε. Ο σύζυγος της, ο Νέλο 27 ετών, είχε δολοφονηθεί, αφήνοντας την μόνη με ένα μωρό - τον Ταχσίν που ήταν τριών μηνών. Οφείλω εδώ να πω ότι κάποιες (χριστιανές) γειτόνισσες, ήρθαν και μας έφεραν μία μικρή κούνια και ρουχαλάκια για τον Ταχσίν και διάφορα αντικείμενα απ’ τα σπίτια μας. Αυτό ήταν σημαντικό για μας, επειδή αν και οι γείτονες μας ήξεραν ό,τι δεν είχαμε κάνει τίποτα κακό, εντούτοις δεν μπορούσαν να μας ελευθερώσουν. Η έλειψη φαγητού και κανονικών συνθηκών ζωής, ήταν και η αιτία των ασθενειών και των ξαφνικών θανάτων. Κάθε μέρα πέθαιναν τουλάχιστον 2-3 άτομα. Η γιαγιά μου η Ρουκίε, 72 ετών και η δίχρονη αδερφή μου, η Μακμπούλε, πέθαναν μαζί την ίδια μέρα.

      Μήνες αργότερα, Βρετανοί στρατιώτες έφτασαν στην περιοχή και μας έφεραν τρόφιμα και φάρμακα και έτσι η ζωή μας άρχισε να γίνεται λίγο καλύτερη. Στα τέλη Νοεμβρίου μας ρώτησαν αν θα θέλαμε να πάμε στην Τουρκία, την Αλβανία ή την Αίγυπτο, αλλά όλοι τους είπαμε ότι σαν Αλβανοί, θα θέλαμε να πάμε στην μητέρα πατρίδα μας, όχι σε άλλη χώρα. Μας έφεραν μεγάλα ανοιχτά φορτηγά και μας έβαλαν πάνω σ’ αυτά. Οι χριστιανές γειτόνισσες που μας είχαν βοηθήσει, εμφανίστηκαν ξανά και μας έδωσαν χειμωνιάτικα ρούχα αυτή τη φορά…Τα φορτηγά έφτασαν στην Ηγουμενίτσα και μας αποβίβασαν και μας οδήγησαν σε μία παραθαλάσσια αποθήκη. Κατά τη διάρκεια της νύχτας προσπάθησαν να αρπάξουν τα κορίτσια αλλά αρχίσαμε να κλαίμε και να τσιρίζουμε δυνατά, και έτσι Βρετανοί στρατιώτες μας έσωσαν ξανά. Ήταν η τελευταία μας απαίσια νύχτα με τους Ζερβικούς. Την επόμενη ημέρα μας έβαλαν σε μικρές βάρκες και το απόγευμα φτάσαμε στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα (στην Αλβανία). Εκεί μας περίμενε ο θείος μας, ο Μουχάμμεντ, που τον Ιούνιο είχε κρυφτεί στο σπίτι της αδερφής του στην Πάργα. Μετά από μία νύχτα που περάσαμε στο τζαμί των Σαράντα, μεταφερθήκαμε στην Χιμάρα, όπου μείναμε σε δύο μικρά δωμάτια.

      .....

      Διαγραφή
    9. .....

      Περπατούσαμε όλη τη μέρα και τη νύχτα σταματήσαμε κάτω από μια γέφυρα. Αφού μαζέψαμε μερικά ξυλαράκια, ανάψαμε φωτιά και καταφέραμε να βγάλουμε τη νύχτα. Ήταν Δεκέμβριος και έκανε πολύ κρύο. Ειδικά ο μικρός μου αδερφός πεινούσε και κρύωνε πολύ. Ήταν αδυνατισμένος και έκαιγε απ’ τον πυρετό. Ακόμα και τώρα θυμάμαι πως ζητούσε από τη θεία μας λίγο ψωμί, κλαίγοντας: {Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ καλή μου θεία, πεινάω, δώσε μου λίγο ψωμί, σ’ αγαπώ πολύ, σε παρακαλώ θεία!} αλλά ακόμα και ένα ψίχουλο τότε ήταν δύσκολο να βρεθεί. Ξεκινήσαμε να περπατάμε πλέον όταν έφεξε. Μετά από τρεις ώρες φτάσαμε στο Ντουκάτ. Εκεί μείναμε έκπληκτοι για τη ζεστή αγκαλιά και την αποδοχή των κατοίκων που βρήκαμε. Από εκεί κάποιοι παρτιζάνοι μας μετέφεραν με ένα φορτηγό στην Αυλώνα. Μόλις φτάσαμε, η θεία μου πήρε τον μικρό αδερφό μου στο νοσοκομείο. Την άλλη μέρα (ο μικρός) πέθανε!

      Έτσι από τα εννιά μέλη της οικογένειας μου, παραμείναμε μόνο δύο, η δεκάχρονη αδερφή μου και εγώ. Μεγάλωσε στο σπίτι του θείου μας, ενώ εγώ μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο στα Τίρανα και σε εσωτερικό σχολείο στη Σκόδρα. Αυτό ήταν μόνο ένα μικρό δείγμα από τη γενοκτονία που διέπραξαν εναντίον μας οι Έλληνες σωβινιστές, στην Παραμυθία, στους Φιλιάτες και αλλού, μέχρι τον Μάρτιο του 1945. Περισσότεροι από 2900 Αλβανοί δολοφονήθηκαν και περισσότεροι από 2000 πέθαναν στην πορεία τους προς την Αλβανία. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν παιδιά και ηλικιωμένοι…»

      Διαγραφή
    10. Η Νουρίσα Πρόνιο, κόρη του Χουσέν Ντέμι και της Φεριντέ, 30 τότε ετών και σύζυγος του Μουχαρρέμ Πρόνιο, είπε από το Μπεράτ όπου βρέθηκε με την οικογένεια της:

      «Στις 27 Ιουνίου 1944 ήρθε ο Ζερβικός Λευτέρης Στρουγκάρης, μαζί με 20 στρατιώτες και έψαξαν και έκλεψαν το σπίτι, απειλώντας με με ένα μαχαίρι. Το σούρουπο εγκατέλειψα το σπίτι μου και κατέφυγα στους γείτονες μου. Την επόμενη μέρα όμως ο γείτονας μου με αποκάλειψε και αναγκάστηκα να φύγω τρέμοντας από τον φόβο μου, και κατέφυγα με τα τρία παιδιά μου - ένα τετράχρονο αγόρι και δύο κόρες, έξι και δύο ετών - ανάμεσα στα δεντρα του κήπου μου. Τότε, ο γιος του Βαγγέλη Δράκα, μαζί με τρεις οπλισμένους, μπήκαν στο σπίτι και όταν είδαν που είμαι, ήρθαν σαν τα θηρία και μου άρπαξαν το τετράχρονο παιδάκι μου και το πήραν στα ξύλα για να το σφάξουν. Εγώ τρομαγμένη, άρχισα να κλαίω και να ξεφνίζω και αυτοί τότε, είπαν σαρκαστικά στο μωρό: {Είσαι τόσο τρυφερό, θα σε ψήσουμε και θα σε φάμε…} Ακούγοντας τις φωνές μου ο Σωτήρης Νικόλας, ο γείτονας μας, ήρθε προς το μέρος μας και αφού καβγάδισε μαζί τους, ήρθε σε ‘μένα και μου είπε ότι ήθελαν τέσσερις βρετανικές λίρες για να μου δώσουν το μωρό και να φύγουν. Τους έδωσα τα χρήματα που ήθελαν και μου έδωσαν πίσω τον γιο μου, χλωμό. Φαινόταν σαν πεθαμένος και ο λαιμός του ήταν γεμάτος αίματα. Όταν ο Σωτήρης Νικόλας ήρθε εκεί, αυτοί οι βάρβαροι ήδη τον έκοβαν. Ακόμα και σήμερα, έχει τα ήχνη του κοψίματος από το μαχαίρι στον λαιμό του. Αφού τελείωσε όλο αυτό, κατέφυγα στο σπίτι του Σαμπάν Κούρα, αλλά στον δρόμο ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με στρατιώτες του Ζέρβα. Μαζί τους ήταν ο Δημήτρης Πάσκος, που αυτές τις μέρες είχε σκοτώσει την Μπετούλα, τη γυναίκα του Ιμπραήμ Μπολλάτι και είχε αγριοδώς κάψει τη Σανίγιε Μπολλάτι με βενζίνη.

      Με την υποχώρηση των Γερμανών, ο Σαπέρας, αρχηγός της τοπικής φρουράς, μαζί με τον δεσπότη, έβγαλαν μία διαταγή ότι θα έπρεπε οι άνθρωποι της περιοχής να παραδώσουν τα όπλα τους και ότι θα μπορούσαν πλέον να μετακινούνται ελεύθερα, χωρίς να φοβηθούν τίποτα. Έκαναν μία γραπτή συμφωνία γι’ αυτό, μπροστά στον μουφτή της περιοχής. Ο κόσμος τους πίστεψε και αφού παρέδωσαν τα όπλα τους, άρχισαν πλέον να κυκλοφορούν ελεύθερα. Αλλά οι στρατιώτες του Ζέρβα, άρχισαν να συλλαμβάνουν τους άντρες και να τους φυλακίζουν, και έτρεχαν στα σπίτια μας για να τα κλέψουν και βίαζαν τα νεαρά κορίτσια. Τότε άρχισαν να σκοτώνουν τους άντες που προηγουμένως είχαν συλλάβει. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια το σώμα του ενενηντα-πεντάχρονου Τζελάλ Μπολλάτι που του είχαν κόψει το κεφάλι, και είχαν πετάξει το κεφάλι του σε έναν κήπο πιο πέρα, ενώ είχαν αφήσει το σώμα του δίπλα σε έναν μαντρότοιχο. Είδα τον Τεφίκ Αμπάζι που του είχαν κόψει τα πόδια και του τα έδεσαν πίσω στην πλάτη.

      Έπιασαν μετά όλες τις γυναίκες και τα παιδιά μας, και μας φυλάκισαν. Μας έδιναν κακομαγειρεμένο φαγητό σε βρώμικα χάλκινα καζάνια. Ύστερα ήρθαν τρία άτομα από μία Βρετανική Αποστολή που έλεγξαν την κατάσταση, και σταμάτησαν τη χρήση των χάλκινων σκευών…»

      Διαγραφή
    11. Ένα από τα ντοκουμέντα στο State Department των Η.Π.Α. (No. 84/3, Αποστολή στα Τίρανα 1945-1946) αναφέρει: «Σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες που κατάφερα να συγκεντρώσω στο τσάμικο θέμα, το 1944 και τους πρώτους μήνες του 1945, οι αρχές στη βόρεια Ελλάδα διέπραξαν απίστευτη κτηνωδία εκδιώκοντας πάνω από 25.000 Τσάμηδες, κατοίκους της Τσαμουριάς, από τα σπίτια τους, όπου ζούσαν για αιώνες, καταδιώκοντας τους κατά μήκος των συνόρων αφού τους είχαν αρπάξει τη γη και την περιουσία τους. Οι περισσότεροι νεαροί άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί επειδή η πλειοψηφία των προσφύγων ήταν ηλικιωμένοι και παιδιά.»

      Ο Υψηλός Βρετανός αξιωματούχος στη Βρετανική Αποστολή στην Αλβανία, ο Ανθυπολοχαγός Palmer, στις έρευνες του προσπάθησε να ρίξει φως στα κίνητρα αυτών των σφαγών δίνοντας μια ενδιαφέρουσα εξήγηση πολύ κοντά στην αλήθεια. Ανέφερε στους ανωτέρους του ότι «Η περιοχή όπου ζούσε η αλβανική μειονότητα. Και υπήρχαν συναισθήματα μίσους και φθόνου από τους Έλληνες για τους Τσάμηδες.». Την ίδια στιγμή, ο Palmer σημείωσε ότι το παράλογο ελληνικό αίτημα για την προσάρτηση της νότιας Αλβανίας από την Ελλάδα, το οποίοι η Ελλάδα έντονα καλλιεργούσε, είχε δημιουργήσει «ένα δυνατό αίσθημα μίσους όχι μόνο προς τους Τσάμηδες αλλά προς όλους τους Αλβανούς.». Με αυτόν τον τρόπο, ο Palmer αμφέβαλλε για τον ελληνικό ισχυρισμό ότι η εθνοκάθαρση της Τσαμουριάς έγινε λόγω της συνεργασίας του πληθυσμού της περιοχής με τους Γερμανούς, αλλά ήταν τμήμα της ελληνικής εθνικιστικής στρατηγικής εναντίον των Αλβανών.

      Η Ελευθερία Μαντά σημειώνει: «Ο αλβανικός πληθυσμός …που δεν είχε περάσει τα σύνορα καταδιώχθηκε απηνώς, τα θύματα υπήρξαν δεκάδες, τα αλβανικά σπίτια λεηκατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλογες και τζαμιά καταστράφηκαν. Για πέντε περίπου ημέρες επικράτησε το χάος και η καταστροφή. Δεκάδες γυναίκες και παιδιά κλείστηκαν στο σχολείο και μόνο χάρη στην παρέμβαση των αξιωματικών της Συμμαχικής Αποστολής και των Ελλήνων κατοίκων που δεν συμφωνούσαν με την τακτική των μονάδων του ΕΔΕΣ διασώθηκαν…» («Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000)», εκδ. ‘Ίδρ.Μελ. Χερσονήσου του Αίμου’ - 2004)

      «Μοναδική θα μείνει, ωστόσο, η αναφορά του βρετανού ταγματάρχη Ουάλας (15.8.1944) για όσα ακολούθησαν την είσοδο του ΕΔΕΣ στα χωριά των Τσάμηδων, το Σεπτέμβριο του 1944. Αν μη τι άλλο, στο πλιάτσικο φέρεται να πρωταγωνιστεί, αν και με αμφιλεγόμενες επιδόσεις, ο ίδιος ο τοπικός εκπρόσωπος του Υψίστου: «Οι αντάρτες επιδόθηκαν σ’ ένα όργιο αντεκδικήσεων, λεηλασιών κι εσκεμμένης καταστροφής των πάντων. Η όμορφη κωμόπολη Μαργαρίτι κάηκε ολοκληρωτικά. Ο μητροπολίτης Παραμυθιάς συμμετείχε στο ψάξιμο των σπιτιών για λάφυρα, βγαίνοντας από ένα σπίτι, ωστόσο, ανακάλυψε ότι το ήδη βαρυφορτωμένο μουλάρι του το είχαν ξαλαφρώσει κάτι αντάρτες«…»», (‘Ιός’-‘Ελευθεροτυπία’, 27/4/2003)

      Διαγραφή
    12. Για την αντιμετώπιση των Τσάμηδων από τις ελληνικές αρχές, αποκαλυπτική είναι μια πολυσέλιδη έκθεση (15/10/1930) του γενικού επιθεωρητή μειονοτήτων Κωνσταντίνου Στυλιανόπουλου, στενού συνεργάτη του πρωθυπουργού Βενιζέλου, που εντοπίσαμε στο αρχείο του τελευταίου (φ.58).

      Ανώτατος κρατικός λειτουργός επιφορτισμένος με τη διαχείριση κάθε λογής μειονοτικών τριβών, προκειμένου ν’ αποφεύγονται διεθνείς επιπλοκές, ο Στυλιανόπουλος καταγράφει, έπειτα από επιτόπια έρευνα, ένα καθεστώς ασφυκτικής καταπίεσης:

      «Η απελευθέρωσις της Ηπείρου υπό της Ελλάδος επέφερε τελείαν ανατροπήν της καταστάσεως. Από κυρίαρχοι και σατραπίσκοι, [οι Τσάμηδες] εγένοντο αποτόμως ακτήμονες, άστεγοι και πένητες. Η περιουσία των περιήλθεν εις τους καλλιεργητάς εκ διαρπαγής και απαλλοτριώσεως. Εννοείται ότι η απότομος αύτη μεταβολή τούς έφερε εις δεινήν παραζάλην και τους περιήγαγε εις αθλιότητα και οικτράν δυστυχίαν, ώστε πολλοί εξ αυτών να στερούνται και αυτό το ψωμί. Τα πράγματα επιδείνωσεν έτι περισσότερον η άνευ προηγουμένης ερεύνης κατάληψις κτημάτων υπό της Εθνικής Τραπέζης και αι επιτάξεις διά προσφυγικάς ανάγκας. Εάν δε λάβωμεν υπ’ όψιν και την μεροληπτικήν και απάνθρωπον στάσιν των αρχών, συμπληρούμεν την εικόναν της απελπισίας εις ην ευρέθησαν οι Μουσουλμάνοι, αρκετοί των οποίων, κατόπιν ενεργειών μας, εζήτησαν να μεταβούν εις την Τουρκίαν.» (σ.2)

      Η κατάσταση δεν άλλαξε μετά την οριστική εξαίρεση της μειονότητας από την υποχρεωτική ανταλλαγή:
      «Εις απάντησιν εις τας επανειλημμένας αιτήσεις και παρακλήσεις των ενεφανίζοντο διωγμοί και χειρότεραι δημεύσεις, μέχρι του σημείου να κηρυχθή [απαλλοτριωτέο] τσιφλίκιον η Παραμυθιά, έδρα Επάρχου και επί Τουρκοκρατίας υποδιοικητού, να απαλλοτριωθούν μικροϊδιοκτησίαι και αυλόκηποι και να μη αφεθή εις πολλούς ουδέ εν στρέμμα διά να καλλιεργήσουν και ζήσουν την οικογένειάν των, να μη πληρώνωνται εις αυτούς τακτικώς τα ορισθέντα μισθώματα, τινά των οποίων είναι κατώτερα και αυτών των απαιτουμένων διά την είσπραξίν των χαρτοσήμων, να εμποδισθούν κατ’ αρχάς και είτα να καταστούν λίαν δυσχερείς αι αγοραπωλησίαι, να εκτιμηθούν τα αγροκτήματα αυτών εις ευτελεστάτας τιμάς μέχρι και 3 δρχμ. το στρέμμα, να γίνωνται θύματα εκμεταλλευτών δικολάβων και τοκογλύφων και να φυλακίζωνται διά την πληρωμήν φόρων ενίοτε και αυτών των απαλλοτριωθέντων ή επιταχθέντων υφ’ ημών κτημάτων.» (σ.2-3)

      Οσον αφορά τη Χωροφυλακή, διαβάζουμε, «δυστυχώς δεν είναι σπάνια τα επεισόδια δαρμού και αυθαιρεσιών» (σ.8), ενώ αποκαλυπτική για τον σεβασμό της θρησκευτικής ταυτότητας των Τσάμηδων υπήρξε η μετατροπή του μοναδικού Ιεροσπουδαστηρίου της περιοχής (στο Φιλάτι) σε... στάβλο του ελληνικού στρατού –«όστις μάλιστα, ηπείλησε και την δημοσίαν υγείαν, διότι πολύ πλησίον του ευρίσκονται τα μοναδικά πηγάδια από τα οποία υδρεύεται η πόλις.» (σ.11)

      Οι μουσουλμάνοι αγρότες πιέζονταν, τέλος, ν’ αποπληρώσουν τους φόρους τους μέσα στον Ιούλιο, προτού πουλήσουν τη σοδειά τους, με αποτέλεσμα να «γίνονται έρμαια τοκογλύφων και εκμεταλλευτών ή [να] φυλακίζονται.» (σ.10)

      Παρόμοια εικόνα σκιαγραφείται και σε εμπιστευτική έκθεση του Γενικού Διοικητή Ηπείρου (19/1/1929) που περιλαμβάνεται στο ίδιο αρχείο (φ.108): «μονόπλευρος», «τραχεία και άνευ ελέους» εφαρμογή του αγροτικού νόμου σε βάρος της μειονότητας, «σιωπηρή» απαγόρευση ακόμη και «της διδασκαλίας του Κορανίου παρά των χοτζάδων εις πλείστα χωρία», άρνηση της διοίκησης να επιτρέψει την εκλογή κοινοτικών αρχόντων από τους μουσουλμάνους και διορισμός χριστιανών στη θέση τους, εκπαιδευτικός αποκλεισμός με το σκεπτικό «ότι δέον ο μουσουλμανικός πληθυσμός να παραμείνη εις το σκότος και την αμάθειαν»· πεποίθηση, τέλος, των αρχών πως «η καλλιτέρα λύσις του ζητήματος της Τσαμουριάς θα ήτο η αναχώρησις του Μουσουλμανικού πληθυσμού».

      «Εννοείται, ότι υπό τοιαύτας απανθρώπους συνθήκας», διαπιστώνει έτσι ο Στυλιανόπουλος, «ουδέ λόγος δύναται να γίνη περί Μουσουλμάνων προσκειμένων προς την Ελλάδα ή επιθυμούντων το καλόν της, αλλά τουναντίον περί εδάφους γονίμου εις πάσαν ξενικήν προπαγάνδαν.» (σ.3)

      κ.α.

      Διαγραφή