Ο ΓΕΝΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟ-ΕΛΛΗΝΩΝ
(ΜΕΡΟΣ 3ο )
Ο
τοιουτοτρόπως διασκευασθείς γενεαλογικός μύθος των Ελλήνων,αναφέρει τα ονόματα
Δευκαλίων, Ξούθος και Κρέουσα που δεν είναι παρά ετεροχρονισμένα και
μεταλλαγμένα βιβλικά ονόματα και όχι προϊστορικά πρόσωπα (Προέλληνες) που
υποτίθεται ότι ζούσαν, τότε, στην Πελασγική γη.
Ο Ξούθος το πρόσωπο-κλειδί του μύθου
είναι όνομα γενικό που σημαίνει : Ο ξανθός, ο λευκός (άνθρωπος). Το όνομα Κρέουσα
δεν είναι κύριο αλλά αφορά σε τίτλο ευγενείας, τίτλο τιμής [Κρέουσα: Η γυναίκα
του άρχοντα, η σύζυγος του λευκού (ανθρώπου)].
Ο πρώτος εμπνευστής του μύθου, όποιος
και να ήταν αυτός, κατά τους ιστορικούς χρόνους, πλαστογράφησε και παρήλλαξε ονόματα και
γεγονότα που ήσαν καταχωρισμένα στην Βίβλο (Αδάμ, Εύα, κατακλυσμός του Νώε) με
αλλαγή των ονομάτων Αδάμ και Εύα σε Ξούθο και Πύρρα και του Νώε σε Δευκαλίωνα.
Το όνομα Αδάμ στην βιβλική γλώσσα
σημαίνει γήϊνος, χοϊκός, λευκός (Το όν στο πρόσωπο του οποίου φαίνεται το αίμα)
αυτός που έχει το χρώμα της γης ή προέρχεται από τη γη (Adama, adamu=γη). Τουτέστιν ο Ξανθός (Ξούθος).
Η Εύα γυναίκα του λευκού Αδάμ, είναι η
Πύρρα η γυναίκα του Δευκαλίωνος (Στα Ιωνικά η λ. Πύρρα σημαίνει αυτή που έχει
το χρώμα του πυρός, η ξανθή1.
Πύρρος ελέγετο ο υιός του ξανθού Αχιλλέως και Πυρρόν λέγει ο Πλάτων τον ξανθόν2.
Πύρρος ο ξανθός και ξουθόν το ξανθόν3.Το
όνομα Δευκαλίων αναλύεται ως εξής:
Δευκαλίων=Δεύ-ω+Καλι-ά+ων
Δεύω=
Γεμίζω με νερό, βρέχω, υγραίνω (θέμα του Δευω το ΔεF-).
Καλιή ή Καλιά=
Ξύλινη κατοικία, κιβωτός
Ων=
Μετοχή ή κατάληξη Κυρίου ονόματος.
Συνεπώς
Δευκαλίων=Αυτός που βρίσκεται στην κιβωτό που βρεχόταν ή το όνομα εκείνου που
ήταν στην κιβωτό. Ποιος ήταν μέσα στην κιβωτό που
βρεχόταν (κατά την διάρκεια του κατακλυσμού); Ο Νώε!!!
Ο Νώε είναι ο προϊστορικός γενάρχης ΟΛΩΝ
των ανθρώπων της Αδαμικής γραμμής, άρα και των προϊστορικών προγόνων των
Ελλήνων! Ο Δευκαλίων είναι η
πλαστοπροσωπεία του Νώε.
Παρόμοια
αντιγραφή και πλαστογραφία / πλαστοπροσωπεία έγινε με τον Δία και τον Διόνυσον
που είναι εισαγόμενοι νεότεροι «θεοί» των αρχαίων Ελλήνων. Ο Μωϋσής που ήταν ο
πρεσβύτερος όλων των συγγραφέων, επροφήτευσε ότι: «Δεν θα λείψει ο άρχων από
τον Ιούδα ούτε ο ηγέτης από των μικρών αυτού, έως ότου έλθει εκείνος δια τον
οποίον επιφυλάσσεται η αρχή και αυτός θα είναι προσδοκία των εθνών, δένων τον
πώλον του εις την ψαλλίδα της αμπέλου. Θα πλύνει όχι με νερό αλλά με κρασί την
στολήν του και με κόκκινο σαν αίμα, οίνον της σταφυλής θα καθαρίζει την
ενδυμασία του»4.
Αυτούς του προφητικούς λόγους ακούσαντες
οι δαίμονες μετέφεραν στους ιερείς τους και στην συνέχεια στους ειδωλολάτρες
συγγραφείς. Έτσι δημιουργήθηκε ο Διόνυσος ο υιός του Διός, παραδοθείς στους
μεταγενεστέρους ως ευρετής της αμπέλου, καθιερώθηκε η χρήση οίνου στα μυστήριά
του και διδάχθηκε ότι αφού κατεσπαράχθη, ανήλθε στους ουρανούς ως «υιός του
Θεού»5.
Μέσα σ’ αυτό το τέλμα της προϊστορικής
αχλύος, της ιστορικής αγνοίας και της πνευματικής συγχύσεως είναι αναγκαία όσον
ποτέ άλλοτε η αναζήτηση των ριζών μας και η ανεύρεση της ταυτότητός μας.
Αυτό θα επιχειρηθεί κατά δύναμη,
στηριζόμενοι, στο βιβλίο των βιβλίων, την Αγία Γραφή και την υπάρχουσα Ελληνική
και ξένη γραμματεία. Να σημειωθoύν
τα εξής:
- Οι Προέλληνες και αρχαίοι Έλληνες
εγνώριζαν την Παλαιά Διαθήκη. Οι προέλληνες εκ παραδόσεως ως προερχόμενοι από
την γραμμή Νώε-Ιάφεθ-Ίων και οι αρχαίοι Έλληνες όπως προκύπτει και από τα έργα
τους. Για παράδειγμα ο Πλάτων που ομιλεί για Παλαιόν Λόγον του ενός Θεού
(Παλαιά Διαθήκη)6,
ο Δημήτριος ο Φαληρέας (4ος π.Χ. αι.) και Εκαταίος Αβδηρίτης (4ος
π.Χ.-3ος π.Χ.) που είχαν γράψει «Περί Ιουδαίων Ιστορίας» πριν από
την μετάφραση των εβδομήκοντα (Ο΄) εμπνευσμένοι από την Παλαιά Διαθήκη7.
- O
Μωϋσής έχει αποδειχθεί αρχαιότερος από όλους τους προϊστορικούς συγγραφείς της
περιόδου του Τρωϊκού Πολέμου8.
*
Ως γνωστόν ο Νώε με τους τρείς γιούς του
(Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ) και τις γυναίκες τους εισήλθαν στην κιβωτό λίγο προ του
κατακλυσμού. Εάν θεωρήσουμε ότι η μέτρηση του χρόνου κατά τους ανθρωπίνους
υπολογισμούς, αρχίζει με την ολοκλήρωση της κτίσεως/Δημιουργίας (Αδάμ), από
τότε μέχρι σήμερον (2014) έχουν παρέλθει 7522 έτη, όπως αποδέχεται και η
Ορθόδοξη Εκκλησία (Δίπτυχα Εκκλησίας). Αναλυτικώτερα κατερχόμενοι την
«Αδαμικήν» γραμμήν έχομεν:
Αδάμ 0 (ολοκλήρωση κτίσεως/Δημιουργίας).
Σήθ 230 έτη Από κτίσεως κόσμου
Ενώς 205
Καϊνάν 190
Μαλελεήλ 170
Ιάρεδ 165
Ενώχ 162
Μαθουσάλας 165
969
έτη(ΓΕΝ:5/25-30)
Λάμεχ 167 +802 έτη (μετά γέννηση Λάμεχ)
Νώε 188
+565 (μετά γέννηση Νώε)
Γέννηση Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ 500 έτη μετά γέννηση Νώε (ΓΕΝ:5/32)
Οι Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ γεννήθηκαν 2142 έτη από κτίσεως κόσμου ήτοι το 3366
π.Χ. (5508-2142).
Ο Μαθουσάλας έζησε 114 χρόνια μετά την γέννηση των Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ.
Δηλαδή το 3252 π.Χ. Μετά την
γέννηση των Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ σημειούται
προϊούσα διαφθορά και προειδοποιεί ο Κύριος ότι οι υπολειπόμενες ημέρες της
ζωής των ανθρώπων είναι 120 έτη9.
Τότε η πιθανολογούμενη χρονολογία του κατακλυσμού είναι το 3246 π.Χ. ή το 2262
από κτίσεως κόσμου10.
Ο κατακλυσμός και η διάσωση στην Κιβωτό
προτυπώνουν το μυστήριον της εν Χριστώ σωτηρίας. Η Κιβωτός συμβολίζει την Ορθόδοξη
Εκκλησία «ήν επήξατο ο αληθέστερος Νώε ήγουν ο ενανθρωπήσας Μονογενής Υιός και
Λόγος του Θεού»11.
Όταν λέμε ότι παρήλθαν τόσα έτη από
κτίσεως κόσμου, εννοούμε τα έτη που παρήλθον κατά την ανθρώπινη χρονολόγηση,
από της ολοκληρώσεως της δημιουργίας. Πότε ολοκληρώθηκε
η δημιουργία του Σύμπαντος; Όταν επλάσθη ο πρώτος άνθρωπος (Αδάμ-Εύα). Για
παράδειγμα όταν αναφερόμεθα στο έτος κατασκευής/κτίσεως ενός
οικοδομήματος/μνημείου/εκκλησίας κλπ σαφώς εννοούμε την χρονολογία περατώσεως
του κτίσματος και όχι πότε ετέθη ο θεμέλιος λίθος (αρχή κτίσεως). Πάντα ταύτα
κατά ανθρωποπαθή έκφραση, διότι ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα «ακαριαίως».
Ο Αδάμ δημιουργήθηκε με την λήξη της 6ης
ημέρας δημιουργίας, όταν ήδη είχαν δημιουργηθεί όλα τα άλλα κτίσματα12.
Οι έξι ημέρες δημιουργίας του κόσμου δεν μετρώνται κατά
την ανθρωπίνη μέτρηση του χρόνου, αλλά κατά την «μέτρηση» του Θεού, που είναι άγνωστη και ανεξιχνίαστη
στους ανθρώπους, ως προς την διάρκειά τους. ΟΥΔΕΙΣ γνωρίζει πόσος χρόνος
παρήλθε από το «εν αρχή εποίησεν…»13
μέχρι και την δημιουργία των πρωτοπλάστων, κατά την ανθρώπινη μέτρηση του
χρόνου.
Η φράση στην Αγία Γραφή «Μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη,
καὶ χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β΄ Πέτρου: 3/8) δεν σημαίνει ότι η μία ημέρα του
Κυρίου αντιστοιχεί κυριολεκτικώς σε χίλια έτη, αλλά σε αμέτρητο, ανυπολόγιστο
αριθμό ανθρωπίνων ετών, χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες ή και
εκατομμύρια έτη. Άλλα χωρία της Αγίας Γραφής που επιβεβαιώνουν την ερμηνεία της
φράσεως στην επιστολή Β΄ Πέτρου, είναι : ΨΑΛΜΟΙ: 89/3, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ: 6/6,
ΓΕΝΕΣΗ: 24/60.
Συνεπώς δεν πρέπει να μας ξενίζει το
γεγονός της παρελεύσεως μόνον 7522 ετών από κτίσεως κόσμου μέχρι το 2014.
Την «πρώτη» ημέρα της δημιουργίας ο Θεός
«ουκ είπε πρώτην, αλλά μίαν» δια το μοναδικόν και ανεπανάληπτον στην
δημιουργία.
Η μία ημέρα εξεδόθη παρά του Δημιουργού
«καθ’ εαυτήν» μη αριθμηθείσα μετά των άλλων ημερών. Διότι «εικόνα» αυτήν
εποίησεν ο Θεός της ογδόης ημέρας. Και όπως η
ογδόη ημέρα του μέλλοντος αιώνος «έξω» κείται «του εβδοματικού τούτου χρόνου»,
του κατά την ανθρωπίνη μέτρηση χρόνου, έτσι και η πρώτη ημέρα της εξαημέρου14.
Η ογδόη ημέρα: Το Σάββατον αριθμείται εβδόμη ημέρα της εβδομάδος.
Μετά την εβδόμην ημέραν ακολουθεί η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, την οποίαν
εκάλουν «μίαν σαββάτων»15
και οι Εθνικοί «του ηλίου ημέραν»16.
Ο Κύριος αποκαλεί ταύτην και ογδόην ημέραν, την οποία ορίζει ως τύπον της
Κυριακής της Αναστάσεώς Του, της καινής εν Χριστώ ζωής του παρόντος και της
ζωής του μέλλοντος αιώνος.
Με άλλα λόγια, στην εβδόμη ημέρα του
παρόντος αιώνος (εδώ αιών=περίοδος
υπάρξεως, χρόνος ζωής που θα λήξει με την Δευτέρα του Κυρίου Παρυσία),
διατρέχομεν τον εβδοματικόν,ανθρώπινον και ροώδη (ρέοντα) χρόνον. Αρχόμενοι εκ
της ογδόης της Κυριακής της Αναστάσεως, οδεύομεν δια της βιοτής, της μακαρίας
ογδόης του Κυρίου ημέρας και φερόμεθα εις την άληκτον ημέραν της όντως ογδόης, ήτοι της αιωνίου ζωής και δόξης
του αναστάντος Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού17.
Με την φράση, λοιπόν , ότι
ευρισκόμεθα στο 2014 μ.Χ. ή 7522 από κτίσεως κόσμου εννοούμε ότι από της
δημιουργίας του πρώτου ανθρώπου (Αδάμ) μέχρι σήμερον, κατά την ανθρώπινη
μέτρηση του χρόνου, έχουν παρέλθει 7522 έτη.
Η χρονολογία «από κτίσεως κόσμου»
άρχεται:
-
Από
της «αρχής» της δημιουργίας (1η εκδοχή) ή
-
Με
το πέρας της 6ης ημέρας δημιουργίας (2η εκδοχή).
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ακόμη και
αν δεχθούμε ως «αρχή» την απόλυτη χρονική αρχή της «μίας» ημέρας της
δημιουργίας, είναι αδύνατον να υπολογισθεί η διάρκεια των έξη (6) ημερών
δημιουργίας, κατά την ανθρώπινη χρονολόγηση, διότι οι ημέρες του Κυρίου και
μάλιστα η μία (πρώτη), όπως προείπαμε, είναι ασύλληπτες στις ανθρώπινες
νοητικές διαδρομές. Τα αναφερόμενα περί δημιουργίας
στην ΓΕΝΕΣΗ παρουσιάζονται κατά τρόπον ανθρωποπαθή ώστε να γίνουν αντιληπτά από
εκείνους που μελετούν την Αγία Γραφή.
Για όσους δεν έχουν ασχοληθεί ή δεν
ενδιαφέρθηκαν για την Αγία Γραφή ή για εκείνους που επιπολαίως και περιοδικώς
έχουν αναγνώσει διάφορα κεφάλαια, τα παραπάνω είναι ακατάληπτα και πάντως
δυσνόητα. Υποθέτομεν ότι φαντάζουν ως «μύθοι» για όσους εκ των προτέρων είναι
προκατειλημμένοι κατά της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά και όσοι προσπαθούν με την
απλή μελέτη ή ανάγνωση της αγίας Γραφής (Α.Γ.) να εισχωρήσουν στα ύψιστα
νοήματά της ματαιοπονούν.
Για την μελέτη της Α.Γ. και ιδιαιτέρως της
Π.Δ. χρειάζεται προπαρασκευή της καρδίας, αγαθή διάθεση της ψυχής, βίος
ενάρετος, αδιάλλειπτος προσευχή και ακλόνητος πίστη προς τον Τριαδικό Θεό. Στην
θεία λειτουργία ολίγον προ της αναγνώσεως του Ιερού Ευαγγελίου ο ιερεύς εύχεται
και παρακαλεί υπέρ όλων των πιστών, λέγων: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν φιλάνθρωπε
Δέσποτα τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς, καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμοὺς διάνοιξον εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου
κηρυγμάτων κατανόησιν».
Με βάση τα παραπάνω ο Κύριος εγεννήθη το
έτος 5507 και εσταυρώθη, ανέστη και ανελήφθη το έτος 554018.
Περί το 500 μ.Χ. ο Διονύσιος ο Μικρός
υπελόγισεν χρονολογίαν από γεννήσεως του Χριστού, η οποία τελικώς επεβλήθη
διεθνώς19.
Η χρονολογία αυτή διαφέρει της χρονολογίας από κτίσεως κόσμου κατά δύο έτη.
Κατά την χρονολογία από γεννήσεως του
Χριστού, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη το έτος 325 μ.Χ. Τα 325 αυτά έτη,
αφαιρούμενα από τα 5834 έτη της χρονολογήσεως του γεγονότος από κτίσεως κόσμου,
δίδουν ως έτος γεννήσεως του Χριστού το 5509, ήτοι δύο έτη αργότερον. Δηλαδή η
νυν διεθνής χρονολογία σφάλλεται κατά δύο έτη, καθ’ ότι δεν αρχίζει από του
έτους γεννήσεως του Χριστού, αλλά από του 3 μ.Χ.
Συνεχίζεται
ΜΕΡΟΣ 1ο ΜΕΡΟΣ 2ο
1Λεξ. Δορμπαράκη, σ.710
2 Τίμαιος
68C
3 Λεξ.
Σουϊδα, σελ. 915 και 754 αντιστοίχως.
4 ΓΕΝ:
49/10-11
5 Ιουστίνου
μάρτυρος, Απολογία Α΄, στ.54, 5-7.
6
Συμπεράσματα διεθνούς συμποσίου,
Βέροια, Ιούνιος 1998, Θέμα: Αλέξανδρος ο Μέγας-από την Μακεδονία στην
Οικουμένη, Εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, 21 Ιουν.
1998.
7
Περί των Ο΄ Ερμηνευτών της
Παλαιάς Θείας γραφής, Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Αθήναι, 1846- Ευσέβιος,
ευαγγελική Προπαρασκευή, 247, 257, 268- Τερτυλλιανός και Ιώσηπος.
8 Θεόφιλος
Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον, Βιβλίον Γ΄
Ιωάννης
Δαμασκηνός, έκδοσις ακριβής Ορθοδόξου πίστεως, σ.155-157.
Δογματική
της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Χρήστου Ανδρούτσου, Εκδ. 2α 1956,
σ.166-167.
9 ΓΕΝ:
6/1-3
10 Χρονικόν. Πασχάλιον, PG 92,105.
11 Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ρ6, 69,65.
12 ΓΕΝ:
1/27, 2/2-3
13 ΓΕΝ: 1/1
14 Μεγ.
Βασιλείου, ΒΕΠΕΣ,51, 204.
15 ΜΑΤΘ
:28/1
16 Ιουστίνου
μάρτυρος, ΒΕΠΕΣ,3,198
17 ΨΑΛΜΟΙ:6/1,
Γρηγ. Νύσσης: PG,44,505,548,609,612-Μεγ.
Βασιλείου: ΒΕΠΕΣ,51,204,192.
18 Χρον.
Πασχάλιο, PG.
92, 496-92, 537 έως 544.
19 Θ.Η.Ε. τ. 5ος , σ. 58
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου