Η ΣΗΜΑΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΜΕΡΟΣ 13o
Σημαίες Βορειοηπειρωτών
Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, αν και από το δεύτερο μισό
του 19ου αιώνα είχε ενταχθεί στα εθνικά θέματα αμέσου προτεραιότητος
τέθηκε στην διάρκεια των Πολέμων του 1912-1913. Τότε ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε
την περιοχή της Βορείου Ηπείρου, το γεγονός όμως, παρά τις ελληνικές
επιδιώξεις, δεν συνοδεύτηκε, κατά την συνομολόγηση των συνθηκών ειρήνης, από
αντίστοιχη ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό.
Αντίθετα απεφασίσθη η «κατασκευή» της Αλβανίας από τις
τότε μεγάλες δυνάμεις1.
Οι «μεγάλοι Ευρωπαίοι Σύμμαχοι» αγνοώντας για μία
ακόμη φορά την Ιστορία, Αρχαιολογία, Εθνολογία, το Διεθνές Δίκαιον, τo Δικαίωμα
Αυτοδιαθέσεως του Βορειοηπειρωτικού λαού, προτίμησαν για λόγους προασπίσεως των
δικών τους εθνικών και οικονομικών συμφερόντων, να κατασκευάσουν ένα υποτελές
σ’ αυτούς κράτος στο οποίον έδωσαν όνομα, ανύπαρκτον Ιστορικώς και Εθνικώς, προϊόν σφετερισμού των Ελληνικών ονομάτων
Αρβανίτης/Αλβανίτης/Αλβανός και Αρβανιτία/Αλβανιτία/ Αλβανία2.
Οι ίδιοι οι Αλβανοί ακόμη και σήμερον στις εσωτερικές
τους διαδικασίες και δραστηριότητες δεν
αποκαλούνται Αλβανοί αλλά Σκιπετάροι και στα επίσημα έγγραφά τους δεν αποκαλούν την χώρα τους Αλβανία αλλά
Σκιπερία.
Αποτέλεσμα λοιπόν, ενός άλλου εγκλήματος των λεγομένων
Συμμάχων σε βάρος της Ελλάδος ήταν όλες οι « οι πρωτόγονες φυλές που
εχθρεύονταν η μία την άλλη»3,
να ενωθούν βιαίως σε κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος με την υπογραφή του
Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (17/12/1913). Με βάση το πρωτόκολλο στο νέο κράτος προσηρτώντο
οι ελληνικές περιοχές της Κορυτσάς και του Αργυρόκαστρου, γεγονός που διέψευδε
τις εθνικές ελπίδες για μια περιοχή όπου κατοικούσαν για αιώνες συμπαγείς
ελληνικοί πληθυσμοί.
Ενώ η
Ελληνική κυβέρνηση εδέχθη μοιρολατρικώς την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, η αντίδραση ήρθε από τους Έλληνες κατοίκους της
περιοχής, οι οποίοι, σε μία προσπάθεια να την ανατρέψουν, προχώρησαν σε κήρυξη αυτονομίας και συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης με
πρόεδρο τον Γεώργιο Ζωγράφο, πρώην υπουργό των Εξωτερικών της Ελλάδος. Αποτέλεσμα της κινήσεως αυτής ήταν να
επανατεθεί το ζήτημα και να αναθεωρηθεί η προηγούμενη απόφαση, με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της
Κέρκυρας (17/5/1914) που αναγνώριζε ευρεία αυτονομία της Βορείου Ηπείρου
μέσα στο πλαίσιο του αλβανικού κράτους και κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων
για τους Έλληνες κατοίκους.
Όμως τα δεδομένα ανατράπηκαν και πάλιν κατά την
διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και κατέληξαν το 1921 στην
οριστική επιδίκαση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία.
Με τα γεγονότα του αυτονομιστικού αγώνος των
Βορειοηπειρωτών (1913-1914) συνδέονται δύο
σημαίες της συλλογής του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Η πρώτη, του τύπου της ελληνικής σημαίας ξηράς, προέρχεται από την
περιοχή της Κορυτσάς, είναι μεταξωτή και φέρει σημείο ένωσης των κεραιών του
λευκού σταυρού μαύρο δικέφαλο αετό με στέμμα, χαρακτηριστικό σύμβολο με σαφείς
αναφορές στο «ένδοξο» παρελθόν.
Η σημαία
υψώθηκε ως «σύμβολο ελευθερίας» στο κωδωνοστάσιο του καθεδρικού ναού του Αγίου
Γεωργίου, όταν εκδηλώθηκε στην πόλη εξέγερση των Ελλήνων κατοίκων (19/3/1914)
και κυμάτιζε στο σημείο αυτό για πέντε ημέρες, έως την ήττα των επαναστατών. Μετά την αναθέρμανση του αγώνος που
οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην άφιξη και συμμετοχή του γνωστού μακεδονομάχου Γεωργίου Τσόντου Βάρδα, ταγματάρχη του
πυροβολικού, η πόλη ανακαταλήφθηκε από τους Έλληνες στα τέλη Ιουνίου 1914.
Τότε, νεαρός αξιωματικός του πεζικού, ανακάλυψε την σημαία στο διοικητήριο του
Αλβανού διοικητή, Αβδούλ Μπέη, την πήρε μαζί του στην Ελλάδα και στην συνέχεια
την κατέθεσε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Η δεύτερη
σημαία, επίσης του τύπου της
ελληνικής σημαίας ξηράς, έχει στο κέντρο τού λευκού σταυρού δικέφαλο αετό, ο
οποίος φέρει στο στήθος του θυρεό με την ελληνική σημαία. Προέρχεται από την
περιοχή του Αργυροκάστρου και υψώθηκε, όταν στην πόλη ανακηρύχθηκε πανηγυρικά η
Αυτονομία, στις 17 Φεβρουαρίου 1914.
Σημαίες Μακεδονικού αγώνος
Το 1878 υψώθηκε στη Δυτική Μακεδονία το λάβαρο που
σώζεται στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα στο Μπούρινο
Κοζάνης και αντίγραφό του υπάρχει στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Η εξέγερση ξέσπασε σε ολόκληρη την Μακεδονία, όπως και
σε άλλες υπόδουλες περιοχές (Θεσσαλία, Ήπειρος, Κρήτη), όταν σημειώθηκε νέα
κρίση στο Ανατολικό Ζήτημα, με αφορμή τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878. Η
αγωνία των κατοίκων από την διαφαινόμενη απειλή να περιληφθεί η Μακεδονία στο
σχεδιαζόμενο μελλοντικό βουλγαρικό κράτος μετατράπηκε σε μαχητική αντίδραση που
σύντομα προσέδωσε στο κίνημά τους σαφή εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα.
Η Μακεδονία
υπήρξε βασικός στόχος των εθνικών επιδιώξεων του νεοσύστατου κράτους, ο οποίος
ευοδώθηκε τελικώς μετά τους νικηφόρους «Βαλκανικούς» Πολέμους (1912-1913). Ομοίως έντονη καταγραφόταν και η επιθυμία των
κατοίκων της περιοχής που εκφράστηκε πολλές φορές με δυναμικούς αγώνες και
εξεγέρσεις κάθε φορά που οι συγκυρίες περιέπλεκαν το Ανατολικό ζήτημα.
Σε
κάθε τέτοια περίπτωση οι σημαίες με τα χρώματα της γαλανόλευκης και τα λάβαρα
με τα προαιώνια σύμβολα του Ελληνισμού διακήρυσσαν με τον πιο
καταφανή τρόπο την επιθυμία για ένωση με το ελληνικό κράτος. Σημαίες και
λάβαρα, τεκμήρια τέτοιων ιστορικών στιγμών, που προέρχονται από την περιοχή αυτή,
φυλάσσονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Κατά την εξέγερση,
το 1822, υψώθηκε στην Νάουσα σημαία με τον αναγεννώμενο Φοίνικα και την
επιγραφή «εν τούτω νίκα» από τη μία πλευρά και την επιγραφή «μάχου υπέρ πίστεως
και πατρίδος», από την άλλη.
Κάτω από την σημαία αυτή, μετά το τέλος της ιερής
δοξολογίας, έγινε δια εκκλησιαστικής ιεροπραξίας η ορκομωσία (τα ορκομώσια όπως
τα έλεγαν), ως ακολούθως:
Ω βασιλεύ του κόσμου
ορκίζομαι σε
Σε.
Στη γνώμη του τυράννου
Να μην ελθώ ποτέ…4
Οι πρόσφυγες στο Ναύπλιο αγωνιστές Μακεδόνες Θεσσαλοί
και Θράκες ενώθηκαν στα μέσα Ιουλίου του 1826 και σχημάτισαν ξεχωριστό σώμα με
δική τους Ελληνική σημαία επάνω στην οποία ήταν γραμμένες οι λέξεις «Μακεδονο-Θεσσαλο-Θρακικόν».
Το σώμα αυτό συγκροτούμενο από αντιστοίχους λόχους με
επικεφαλείς Λοχαγούς, έλαβε μέρος στην συνέχεια σε διάφορες στρατιωτικές
επιχειρήσεις και ιδιαίτερα σ’ αυτές της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος με αρχηγό
τον αρχιστράτηγο του αγώνος Γεώργιο
Καραϊσκάκη.
Κατά μίμηση του σώματος αυτού συγκροτήθηκαν και άλλα
δύο σώματα, η «Φάλαγξ των Επτανησίων»
και η «Ιόνιος Φάλαγξ»5.
Από γαλάζιο και λευκό ύφασμα με αναγνωρίσιμα συμβολικά
σχέδια (σταυρός, φεγγάρι) το λάβαρο κατασκευάστηκε από γυναίκες του χωριού Ροβιανή Κοζάνης, κατά την διάρκεια της
εξεγέρσεως και βρέθηκε αργότερα στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του ιδίου
χωριού.
Η Σημαία έφερε την επιγραφή «Σημαία Ελληνική-Νικόλας Τσάμης» και διασώζεται
σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο6.
Σημαία
Μακεδόνων αγωνιστών του 1821 με την επιγραφή
ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΗ
και το όνομα καπετάνιου ΝΗΚΟΛΑ ΤΣΑΜΗΣ
(Εθνικό
Ιστορικό Μουσείο)
Οι Μακεδόνες
συνήθιζαν να απεικονίζουν στις σημαίες τους τον Άγιο Δημήτριο.
Από την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνος (1904-1908),
όταν ο Ελληνισμός της Μακεδονίας αντέδρασε δυναμικά στην προσπάθεια του
βουλγαρικού σωβινισμού να αλλοιώσει την πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής,
διασώζονται στην συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου σημαία και λάβαρο με
χαρακτηριστικές παραστάσεις.
Η σημαία του
τύπου της ελληνικής σημαίας ξηράς,
φέρει στο κέντρο εγγεγραμμένο σε κύκλο εστεμμένο δικέφαλο αετό που έχει σταυρό
ανάμεσα στις δύο κεφαλές. Την παράσταση περιβάλλει η επιγραφή «Αμύνεσθαι περί πάτρης». Η σημαία ανήκε
στον Ηλία Δεληγιαννάκη,
οπλαρχηγό από την Κρήτη, αγωνιστή στην Κρητική Επανάσταση του 1897-1898, ο οποίος μετείχε με σώμα
συντοπιτών του στον Μακεδονικό Αγώνα. Αργότερα έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και
σκοτώθηκε το 1918 στη μάχη του Σκρά κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου.
Το λάβαρο από την ίδια εποχή ανήκε στον επίσης μακεδονομάχο Λουκά Παπαλουκά και δωρήθηκε
στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο από την οικογένειά του. Αποτελείται από δύο κάθετες
ζώνες κίτρινου και μαύρου χρώματος και φέρει στη μία από αυτές τη γνωστή
παράσταση του εστεμμένου δικεφάλου αετού
Σημαία της Θετταλομαγνησίας
Η Θεσσαλία (Καρδίτσα, Κεράσοβο, Άγραφα, Πήλιο,
Τρίκερι, Ασπροπόταμος, Όλυμπος κλπ) επαναστάτησε υπό τον Άνθιμο Γαζή και τους οπλαρχηγούς Βασδέκη, Γαρέφη, Βελή, Στορνάρι
και Γάτσο Αγγελή. Η σημαία που χρησιμοποιήθηκε από τον Άνθιμο Γαζή ήταν λευκή με κόκκινο σταυρό στο κέντρο
και τέσσερεις μικρότερους σταυρούς στα τέσσερα λευκά τετράγωνα της σημαίας7.
Κατά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στον εθνικό κορμό το 1881, προσφέρθηκε στον απελευθερωτικό Ελληνικό Στρατό, μία επίσημη Ελληνική σημαία (ξηράς), η οποία μεταξύ των μπλέ και λευκών γραμμών, έφερε την ακόλουθη χρυσοκέντητη επιγραφή::
Ο λαός της Θεσσαλίας, πέντε αιώνες εις
δουλείαν
βλέπει σήμερα φως μέγα, κτάται της
ελευθερίας.
Δεύτε παίδες των Ελλήνων, πρόμαχοι της
Ελευθερίας
αδελφοί μας και σωτήρες, ποθεινοί της
Θεσσαλίας.8
Σημαία της
Θετταλομαγνησίας (Σχεδίασμα Εθνικού Ιστορικού Μουσείου
και Τοπικό
ΜουσείοΜηλαιών-Πηλίου)
Διάφορες Επαναστατικές Σημαίες
Ασημένια
παλάσκα με παράσταση της θεάς Αθηνάς. Επίστεψη με δράκοντες και αχιβαδωτά
ανθέμια, διάκοσμος με σαβάτι (αρχές 19ου αι.).
Σημαίες Βαλκανικών Πολέμων
Σημαίες κατά την Μικρασιατική
εκστρατεία
Σημαίες περιόδου 1940-1941
Συνεχίζεται
1 Πρωτόκολλον
πρεσβευτικής διασκέψεως Λονδίνου (29 Ιουλίου 1913). Κατά τις διαπραγματεύσεις είχαν διαμορφωθεί 4 δυνατές λύσεις του ζητήματος: 1η/ Η χώρα αποκληθείσα από τους
τότε Δυνάστες της Ευρώπης «Αλβανία», και οι κάτοικοί της «Αλβανοί»,( ενώ οι
ίδιοι επέμεναν ότι ήσαν «Σκιπετάροι» και όχι Αλβανοί), να διανεμηθεί μεταξύ
Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας, 2α/ Η «συγκατοχή» της από τις δύο προαναφερθείσες
Δυνάμεις, 3η/
Διανομή της Αλβανίας μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας, η πλέον λογική λύση
σύμφωνα με τις αρχές της ιστορικής κυριότητος και των Εθνοτήτων, 4η/ Δημιουργία
ανεξάρτητου «Αλβανικού κράτους», η πλέον παράλογος λύση σύμφωνα με τις
προαναφερθείσες αρχές και την διεθνή πραγματικότητα.
Τελικώς επεκράτησε ο
απόλυτος παραλογισμός, αφού η παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα
προσέκρουσε στην άρνηση κυρίως της Ρώμης και του Φραγκοπαπικού Βατικανού.
2 Τα ονόματα Αλβανός-Αλβανία,
δεν έχουν σχέση με τους σημερινούς «Αλβανούς» / Σκιπετάρους
- «Αλβανία»/Σκιπερία, καθ’όσον είναι δώρα αποκτήσεως ιστορικής-Εθνικής
ταυτότητος από τους Συμμάχους, προς τις ληστρικές φυλές των Σκιπετάρων. Οι
πρόγονοι των σημερινών αποκαλουμένων διεθνώς Αλβανών, καταγράφονται ιστορικώς
για πρώτη φορά τον 13ον μ.Χ.αιώνα με περιοχή καταγραφής κάπου στην σημερινή Β.Α.
Αλβανία. Το όνομα Αλβανοί, τους το έδωσαν οι Έλληνες και Σέρβοι με γεωγραφικό
προσδιορισμό, διότι δεν είχαν συγκεκριμένη φυλετική-εθνική ταυτότητα. Οι Σέρβοι
εκχριστιάνισαν τις άγνωστες, ορεσίτροφες, λυπρόβιες και ληστρικές Σκιπετάρικες
φυλές το 1288 (Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια,τ.2ος,122-127).
Αυτά λέγει η διεθνής γραμματεία. Εκείνα που κατεγράφησαν μεταγενεστέρως περί Αλβανών,
από τους εγκαθέτους του Συστήματος στην συμβατική Ιστορία είναι ψευδή,
ανυπόστατα και ανιστόρητα!!! Περισσότερες λεπτομέρειες όταν θα αναλύσουμε το
Θέμα: «Έλληνες Αρβανίτες και Αλβανοί Σκιπετάροι».
3 Σπύρος
Στούπης, Ηπειρώτες και Αλβανοί,σ.103.
4 Η επανάσταση και η καταστροφή της Νάουσας, Ν.
Φιλιππίδης, Αθήναι, 1881, σ45-46 και Ελληνική Γνώμη.
5 Σημαία Ελληνική, Δημ. Κ. Σιδέρης- Όπως υποσημείωση 6, το
1881
6
Δοκίμιον
ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ΄, σ.135.
7 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, σ.197.
8 Όπως υποσημείωση 6 - Σημαία Ελληνική, Δημ. Κ. Σιδέρης.