Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Η ΣΗΜΑΙΑ  ΤΟΥ  ΓΕΝΟΥΣ  ΤΩΝ  ΕΛΛΗΝΩΝ

ΜΕΡΟΣ 13o

Σημαίες Βορειοηπειρωτών
Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, αν και από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε ενταχθεί στα εθνικά θέματα αμέσου προτεραιότητος τέθηκε στην διάρκεια των Πολέμων του 1912-1913. Τότε ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την περιοχή της Βορείου Ηπείρου, το γεγονός όμως, παρά τις ελληνικές επιδιώξεις, δεν συνοδεύτηκε, κατά την συνομολόγηση των συνθηκών ειρήνης, από αντίστοιχη ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό.
Αντίθετα απεφασίσθη η «κατασκευή» της Αλβανίας από τις τότε μεγάλες δυνάμεις1.
 Οι «μεγάλοι Ευρωπαίοι Σύμμαχοι» αγνοώντας για μία ακόμη φορά την Ιστορία, Αρχαιολογία, Εθνολογία, το Διεθνές Δίκαιον, τo Δικαίωμα Αυτοδιαθέσεως του Βορειοηπειρωτικού λαού, προτίμησαν για λόγους προασπίσεως των δικών τους εθνικών και οικονομικών συμφερόντων, να κατασκευάσουν ένα υποτελές σ’ αυτούς κράτος στο οποίον έδωσαν όνομα, ανύπαρκτον Ιστορικώς και Εθνικώς, προϊόν σφετερισμού των Ελληνικών ονομάτων Αρβανίτης/Αλβανίτης/Αλβανός και Αρβανιτία/Αλβανιτία/ Αλβανία2.  
Οι ίδιοι οι Αλβανοί ακόμη και σήμερον στις εσωτερικές τους διαδικασίες και δραστηριότητες δεν αποκαλούνται Αλβανοί αλλά Σκιπετάροι και στα επίσημα έγγραφά τους δεν αποκαλούν την χώρα τους Αλβανία αλλά Σκιπερία.
Αποτέλεσμα λοιπόν, ενός άλλου εγκλήματος των λεγομένων Συμμάχων σε βάρος της Ελλάδος ήταν όλες οι « οι πρωτόγονες φυλές που εχθρεύονταν η μία την άλλη»3, να ενωθούν βιαίως σε κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (17/12/1913). Με βάση το πρωτόκολλο στο νέο κράτος προσηρτώντο οι ελληνικές περιοχές της Κορυτσάς και του Αργυρόκαστρου, γεγονός που διέψευδε τις εθνικές ελπίδες για μια περιοχή όπου κατοικούσαν για αιώνες συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί.
Ενώ η Ελληνική κυβέρνηση εδέχθη μοιρολατρικώς την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, η αντίδραση ήρθε από τους Έλληνες κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι, σε μία προσπάθεια να την ανατρέψουν, προχώρησαν σε κήρυξη αυτονομίας και συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης με πρόεδρο τον Γεώργιο Ζωγράφο, πρώην υπουργό των Εξωτερικών της Ελλάδος. Αποτέλεσμα της κινήσεως αυτής ήταν να επανατεθεί το ζήτημα και να αναθεωρηθεί η προηγούμενη απόφαση, με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (17/5/1914) που αναγνώριζε ευρεία αυτονομία της Βορείου Ηπείρου μέσα στο πλαίσιο του αλβανικού κράτους και κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων για τους Έλληνες κατοίκους.
Όμως τα δεδομένα ανατράπηκαν και πάλιν κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και κατέληξαν το 1921 στην οριστική επιδίκαση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία.
Με τα γεγονότα του αυτονομιστικού αγώνος των Βορειοηπειρωτών (1913-1914) συνδέονται δύο σημαίες της συλλογής του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Η πρώτη, του τύπου της ελληνικής σημαίας ξηράς, προέρχεται από την περιοχή της Κορυτσάς, είναι μεταξωτή και φέρει σημείο ένωσης των κεραιών του λευκού σταυρού μαύρο δικέφαλο αετό με στέμμα, χαρακτηριστικό σύμβολο με σαφείς αναφορές στο «ένδοξο» παρελθόν.
Η σημαία υψώθηκε ως «σύμβολο ελευθερίας» στο κωδωνοστάσιο του καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου, όταν εκδηλώθηκε στην πόλη εξέγερση των Ελλήνων κατοίκων (19/3/1914) και κυμάτιζε στο σημείο αυτό για πέντε ημέρες, έως την ήττα των επαναστατών. Μετά την αναθέρμανση του αγώνος που οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην άφιξη και συμμετοχή του γνωστού μακεδονομάχου Γεωργίου Τσόντου Βάρδα, ταγματάρχη του πυροβολικού, η πόλη ανακαταλήφθηκε από τους Έλληνες στα τέλη Ιουνίου 1914. Τότε, νεαρός αξιωματικός του πεζικού, ανακάλυψε την σημαία στο διοικητήριο του Αλβανού διοικητή, Αβδούλ Μπέη, την πήρε μαζί του στην Ελλάδα και στην συνέχεια την κατέθεσε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.



Η δεύτερη σημαία, επίσης του τύπου της ελληνικής σημαίας ξηράς, έχει στο κέντρο τού λευκού σταυρού δικέφαλο αετό, ο οποίος φέρει στο στήθος του θυρεό με την ελληνική σημαία. Προέρχεται από την περιοχή του Αργυροκάστρου και υψώθηκε, όταν στην πόλη ανακηρύχθηκε πανηγυρικά η Αυτονομία, στις 17 Φεβρουαρίου 1914.


 
Σημαίες Μακεδονικού αγώνος
Το 1878 υψώθηκε στη Δυτική Μακεδονία το λάβαρο που σώζεται στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα στο Μπούρινο Κοζάνης και αντίγραφό του υπάρχει στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.


Η εξέγερση ξέσπασε σε ολόκληρη την Μακεδονία, όπως και σε άλλες υπόδουλες περιοχές (Θεσσαλία, Ήπειρος, Κρήτη), όταν σημειώθηκε νέα κρίση στο Ανατολικό Ζήτημα, με αφορμή τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878. Η αγωνία των κατοίκων από την διαφαινόμενη απειλή να περιληφθεί η Μακεδονία στο σχεδιαζόμενο μελλοντικό βουλγαρικό κράτος μετατράπηκε σε μαχητική αντίδραση που σύντομα προσέδωσε στο κίνημά τους σαφή εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα.
Η Μακεδονία υπήρξε βασικός στόχος των εθνικών επιδιώξεων του νεοσύστατου κράτους, ο οποίος ευοδώθηκε τελικώς μετά τους νικηφόρους «Βαλκανικούς» Πολέμους (1912-1913). Ομοίως έντονη καταγραφόταν και η επιθυμία των κατοίκων της περιοχής που εκφράστηκε πολλές φορές με δυναμικούς αγώνες και εξεγέρσεις κάθε φορά που οι συγκυρίες περιέπλεκαν το Ανατολικό ζήτημα.
Σε κάθε τέτοια περίπτωση οι σημαίες με τα χρώματα της γαλανόλευκης και τα λάβαρα με τα προαιώνια σύμβολα του Ελληνισμού διακήρυσσαν με τον πιο καταφανή τρόπο την επιθυμία για ένωση με το ελληνικό κράτος. Σημαίες και λάβαρα, τεκμήρια τέτοιων ιστορικών στιγμών, που προέρχονται από την περιοχή αυτή, φυλάσσονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Κατά την εξέγερση, το 1822, υψώθηκε στην Νάουσα σημαία με τον αναγεννώμενο Φοίνικα και την επιγραφή «εν τούτω νίκα» από τη μία πλευρά και την επιγραφή «μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», από την άλλη.
Κάτω από την σημαία αυτή, μετά το τέλος της ιερής δοξολογίας, έγινε δια εκκλησιαστικής ιεροπραξίας η ορκομωσία (τα ορκομώσια όπως τα έλεγαν), ως ακολούθως:
Ω βασιλεύ του κόσμου
ορκίζομαι  σε Σε.
Στη γνώμη του τυράννου
Να μην ελθώ ποτέ…4
Οι πρόσφυγες στο Ναύπλιο αγωνιστές Μακεδόνες Θεσσαλοί και Θράκες ενώθηκαν στα μέσα Ιουλίου του 1826 και σχημάτισαν ξεχωριστό σώμα με δική τους Ελληνική σημαία επάνω στην οποία ήταν γραμμένες οι λέξεις «Μακεδονο-Θεσσαλο-Θρακικόν».
Το σώμα αυτό συγκροτούμενο από αντιστοίχους λόχους με επικεφαλείς Λοχαγούς, έλαβε μέρος στην συνέχεια σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα σ’ αυτές της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος με αρχηγό τον αρχιστράτηγο του αγώνος Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Κατά μίμηση του σώματος αυτού συγκροτήθηκαν και άλλα δύο σώματα, η «Φάλαγξ των Επτανησίων» και η «Ιόνιος Φάλαγξ»5.
Από γαλάζιο και λευκό ύφασμα με αναγνωρίσιμα συμβολικά σχέδια (σταυρός, φεγγάρι) το λάβαρο κατασκευάστηκε από γυναίκες του χωριού Ροβιανή Κοζάνης, κατά την διάρκεια της εξεγέρσεως και βρέθηκε αργότερα στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών του ιδίου χωριού.
Η Σημαία έφερε την επιγραφή «Σημαία Ελληνική-Νικόλας Τσάμης» και διασώζεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο6.  

Σημαία Μακεδόνων αγωνιστών του 1821 με την επιγραφή
ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΗ και το όνομα καπετάνιου ΝΗΚΟΛΑ ΤΣΑΜΗΣ
(Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Οι Μακεδόνες συνήθιζαν να απεικονίζουν στις σημαίες τους τον Άγιο Δημήτριο.
Από την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνος (1904-1908), όταν ο Ελληνισμός της Μακεδονίας αντέδρασε δυναμικά στην προσπάθεια του βουλγαρικού σωβινισμού να αλλοιώσει την πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής, διασώζονται στην συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου σημαία και λάβαρο με χαρακτηριστικές παραστάσεις.
Η σημαία του τύπου της ελληνικής σημαίας ξηράς, φέρει στο κέντρο εγγεγραμμένο σε κύκλο εστεμμένο δικέφαλο αετό που έχει σταυρό ανάμεσα στις δύο κεφαλές. Την παράσταση περιβάλλει η επιγραφή «Αμύνεσθαι περί πάτρης». Η σημαία ανήκε στον Ηλία Δεληγιαννάκη, οπλαρχηγό από την Κρήτη, αγωνιστή στην Κρητική Επανάσταση του 1897-1898, ο οποίος μετείχε με σώμα συντοπιτών του στον Μακεδονικό Αγώνα. Αργότερα έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και σκοτώθηκε το 1918 στη μάχη του Σκρά κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το λάβαρο από την ίδια εποχή ανήκε στον επίσης μακεδονομάχο Λουκά Παπαλουκά και δωρήθηκε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο από την οικογένειά του. Αποτελείται από δύο κάθετες ζώνες κίτρινου και μαύρου χρώματος και φέρει στη μία από αυτές τη γνωστή παράσταση του εστεμμένου δικεφάλου αετού

Σημαία της Θετταλομαγνησίας
Η Θεσσαλία (Καρδίτσα, Κεράσοβο, Άγραφα, Πήλιο, Τρίκερι, Ασπροπόταμος, Όλυμπος κλπ) επαναστάτησε υπό τον Άνθιμο Γαζή και τους οπλαρχηγούς Βασδέκη, Γαρέφη, Βελή, Στορνάρι και Γάτσο Αγγελή. Η σημαία που χρησιμοποιήθηκε από τον Άνθιμο Γαζή ήταν λευκή με κόκκινο σταυρό στο κέντρο και τέσσερεις μικρότερους σταυρούς στα τέσσερα λευκά τετράγωνα της σημαίας7.
Κατά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στον εθνικό κορμό το 1881, προσφέρθηκε στον απελευθερωτικό Ελληνικό Στρατό, μία επίσημη Ελληνική σημαία (ξηράς), η οποία μεταξύ των μπλέ και λευκών γραμμών, έφερε την ακόλουθη χρυσοκέντητη επιγραφή::
                                                Ο λαός της Θεσσαλίας, πέντε αιώνες εις
                                          δουλείαν
                                                βλέπει σήμερα φως μέγα, κτάται της
                                          ελευθερίας.
                                               Δεύτε παίδες των Ελλήνων, πρόμαχοι της
                                         Ελευθερίας
                                               αδελφοί μας και σωτήρες, ποθεινοί της
                                        Θεσσαλίας.8
 Σημαία της Θετταλομαγνησίας (Σχεδίασμα Εθνικού Ιστορικού Μουσείου
και Τοπικό ΜουσείοΜηλαιών-Πηλίου)
 
Διάφορες Επαναστατικές Σημαίες
 
Ασημένια παλάσκα με παράσταση της θεάς Αθηνάς. Επίστεψη με δράκοντες και αχιβαδωτά ανθέμια, διάκοσμος με σαβάτι (αρχές 19ου αι.).

Σημαίες Βαλκανικών Πολέμων











   
Σημαίες κατά την Μικρασιατική εκστρατεία









Σημαίες περιόδου 1940-1941









                                                                                                                     Συνεχίζεται

                                                   


1 Πρωτόκολλον πρεσβευτικής διασκέψεως Λονδίνου (29 Ιουλίου 1913). Κατά τις διαπραγματεύσεις είχαν διαμορφωθεί 4 δυνατές λύσεις του ζητήματος: 1η/ Η χώρα αποκληθείσα από τους τότε Δυνάστες της Ευρώπης «Αλβανία», και οι κάτοικοί της «Αλβανοί»,( ενώ οι ίδιοι επέμεναν ότι ήσαν «Σκιπετάροι» και όχι Αλβανοί), να διανεμηθεί μεταξύ Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας, 2α/ Η «συγκατοχή» της από τις δύο προαναφερθείσες Δυνάμεις, 3η/ Διανομή της Αλβανίας μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας, η πλέον λογική λύση σύμφωνα με τις αρχές της ιστορικής κυριότητος και των Εθνοτήτων, 4η/ Δημιουργία ανεξάρτητου «Αλβανικού κράτους», η πλέον παράλογος λύση σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αρχές και την διεθνή πραγματικότητα.
     Τελικώς επεκράτησε ο απόλυτος παραλογισμός, αφού η παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα προσέκρουσε στην άρνηση κυρίως της Ρώμης και του Φραγκοπαπικού Βατικανού.
2 Τα ονόματα Αλβανός-Αλβανία, δεν έχουν σχέση με τους σημερινούς «Αλβανούς» / Σκιπετάρους - «Αλβανία»/Σκιπερία, καθ’όσον είναι δώρα αποκτήσεως ιστορικής-Εθνικής ταυτότητος από τους Συμμάχους, προς τις ληστρικές φυλές των Σκιπετάρων. Οι πρόγονοι των σημερινών αποκαλουμένων διεθνώς Αλβανών, καταγράφονται ιστορικώς για πρώτη φορά τον 13ον μ.Χ.αιώνα με περιοχή καταγραφής κάπου στην σημερινή Β.Α. Αλβανία. Το όνομα Αλβανοί, τους το έδωσαν οι Έλληνες και Σέρβοι με γεωγραφικό προσδιορισμό, διότι δεν είχαν συγκεκριμένη φυλετική-εθνική ταυτότητα. Οι Σέρβοι εκχριστιάνισαν τις άγνωστες, ορεσίτροφες, λυπρόβιες και ληστρικές Σκιπετάρικες φυλές το 1288 (Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια,τ.2ος,122-127).
Αυτά λέγει η διεθνής γραμματεία. Εκείνα που κατεγράφησαν μεταγενεστέρως περί Αλβανών, από τους εγκαθέτους του Συστήματος στην συμβατική Ιστορία είναι ψευδή, ανυπόστατα και ανιστόρητα!!! Περισσότερες λεπτομέρειες όταν θα αναλύσουμε το Θέμα: «Έλληνες Αρβανίτες και Αλβανοί Σκιπετάροι».
3  Σπύρος Στούπης, Ηπειρώτες και Αλβανοί,σ.103.
4 Η επανάσταση και η καταστροφή της Νάουσας, Ν. Φιλιππίδης, Αθήναι, 1881, σ45-46 και Ελληνική Γνώμη.
5 Σημαία Ελληνική, Δημ. Κ. Σιδέρης- Όπως υποσημείωση 6, το 1881
6 Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ΄, σ.135.
7 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, σ.197.
8 Όπως υποσημείωση 6 - Σημαία Ελληνική, Δημ. Κ. Σιδέρης.

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

 Η ΣΗΜΑΙΑ  ΤΟΥ  ΓΕΝΟΥΣ  ΤΩΝ  ΕΛΛΗΝΩΝ

ΜΕΡΟΣ 12o

           10. Η καθιέρωση της επίσημης Ελληνικής Σημαίας.
Τον τύπο της επίσημης Ελληνικής Σημαίας καθιέρωσε για πρώτη φορά το «Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος» την 1η Ιανουαρίου 1822. Το «Πολίτευμα» αυτό καθιέρωσε επίσης το κυανούν και το λευκόν ως χρώματα της Σημαίας και ανέθεσε στο «Εκτελεστικό Σώμα» (Κυβέρνηση) να προσδιορίσει το σχήμα της.
Κατόπιν αυτού στις 15 Μαρτίου 1822 εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 540 Διάταγμα, με το οποίον καθοριζόταν το σχήμα της Σημαίας ως εξής:
α. Των Δυνάμεων Ξηράς (Ταγμάτων Πεζικού-Φρουρίων)
Αυτή ήταν σχήματος τετραγώνου, χρώματος κυανού και στο μέσο της υπήρχε λευκός σταυρός, που την διέσχιζε από το ένα άκρο έως το άλλο και την χώριζε σε τέσσερα ίσα μέρη.
β. Της θαλάσσης
Αυτή ήταν δύο τύπων. Μια για τα πολεμικά πλοία και μια για τα εμπορικά.
Η σημαία των πολεμικών πλοίων απετελείτο από εννέα εναλλασσόμενες ισοπλατείς οριζόντιες ταινίες (πέντε κυανές και τέσσερις λευκές), έχοντας στο επάνω εσωτερικό μέρος κυανούν τετράγωνο μέσα στο οποίο υπήρχε λευκός σταυρός.


Σημαία των πολεμικών πλοίων που
 καθορίστηκε με το διάταγμα 540 στις 15 Μαρτίου 1822.

Αντίθετα η Σημαία των εμπορικών πλοίων ήταν χρώματος κυανού, με λευκό τετράγωνο και κυανό σταυρό στο επάνω εσωτερικό μέρος. Σύμφωνα με τον καθηγητή του Εθνικού Πανεπιστημίου Φίλιππον Ιωάννου1, με την ψήφιση των δύο αυτών χρωμάτων, οι πληρεξούσιοι της Α΄ Εθνοσυνελεύσεως, ήθελαν να υποδηλώσουν:
-Με το κυανούν, το χρώμα του ουρανού της Ελλάδας, την θειότητα του αγώνος, αφού ο Θεός ενέπνευσε στο Έθνος την μεγαλουργό ιδέα, παρ’ ότι αδύνατο και άοπλο, να αναλάβει και να φέρει σε αίσιο πέρας τον άνισο εκείνο αγώνα.
-Με το λευκό, τον καθαρό, άμωμο και αγνό σκοπό των Ελλήνων, που μοναδική τους επιδίωξη ήταν η απελευθέρωση και η ανεξαρτησία του Έθνους και η απαλλαγή του από την πολύχρονη σκληρή τυραννία. Όπως έχουμε προαναφέρει, οι εννέα κυανόλευκες ταινίες:
-Φέρονται να συμβολίζουν τις εννέα Μούσες και αποφασίστηκαν κατά απομίμηση του θυρεού του Αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά και της Σημαίας των Καλλέργηδων, μεγάλης οικογένειας της Κρήτης, που συγγένευε με το γένος των Φωκάδων και είχε πλουσιωτάτη επαναστατική δράση.
-Αντιπροσωπεύουν τις εννέα συλλαβές του «Ελευθερία ή Θάνατος». Δεν αποκλείεται και οι δύο αυτές εκδοχές να επέδρασαν στην τελική απόφαση για τον καθορισμό του αριθμού των ταινιών.
Οι πρώτοι σημαιοφόροι της ούτω κανονισθείσης σημαίας ήσαν οι Βορειοηπειρώτες (εκ Βούνου της Χειμάρρας καταγόμενοι) Πάνος Τράκος και Κόκας Πίτζας ή Πίπης.
γ. Τροποποιήσεις επί της Σημαίας 
   Από την καθιέρωση της πρώτης επίσημης Ελληνικής Σημαίας και μετά, ανάλογα με τις πολιτειακές μεταβολές, έγιναν διάφορες μεταρρυθμίσεις στους τύπους της Σημαίας, χωρίς όμως να μεταβληθεί ριζικά το αρχικό της σχήμα, ούτε και το κυανόλευκο χρώμα της. Οι σημαντικότερες απ’ αυτές ήσαν οι ακόλουθες:
-Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Ι. Καποδίστριας, το 1828, δια του 12ου ψηφίσματος, κατήργησε την Εμπορική σημαία και εκανόνισε την του πολεμικού Ναυτικού και δια τα εμπορικά πλοία.
     Διάταγμα της 4/16 Απριλίου 1883.
Περί της Πολεμικής και εμπορικής σημαίας του Βασιλείου.
Η Πολεμική ναυτική σημαία (lenseigne) του Βασιλείου της Ελλάδος σύγκειται, κατά το επισυναπτόμενον σχέδιον από οριζοντείους ισοπλατείς ταινίας, πέντε μεν κυανάς και τέσσαρας λευκάς, τοιουτοτρόπως ώστε η άνωθεν και η κάτωθεν γωνία να ήναι κυαναί αι δε άλλαι εναλλάξ λευκαί και κυαναί. Εις την εσωτερικήν άνωθεν γωνία είναι τα Ημέτερα παράσημα του Κράτους, κατέχοντα εν τρίτον του μήκους της σημαίας και εμπεριλαμβάνοντα από άνωθεν προς τα κάτω τρείς ταινίας κυανάς και δύο λευκάς.
Ο επισείων (la flamme, banderole) είναι κυανούς έχων εις την άνω γωνίαν μικρόν σταυρόν λευκόν. Η Βασιλική Μας επιλέμβιος σημαία (letedard) έχει επί κυανού δαπέδου λευκόν ισόπλευρον σταυρόν εν τω μέσω δε αυτού τον εστεμμένον θυρεόν του Βασιλικού πατρογονικού Μας Οίκου, με ρομβοειδείς λευκάς και κυανάς ταινίας.
Η εμπορική σημαία ομοιάζει την πολεμική κατά τας εννέα οριζοντείους κυανάς και λευκάς ταινίας, αλλά δεν φέρει τα παράσημα του κράτους. Ωσαύτως δεν συγχωρείται εις τα εμπορικά πλοία να φερωσιν τον επισείονα.  
-Στις 28 Αυγούστου του 1858, προσετέθη εις το κέντρον του Σταυρού των Βασιλικών πλοίων κίτρινο στέμμα, το οποίο προσετέθη και στις σημαίες τις κανονισθείσες για τα Φρούρια. Εις το κέντρον του Σταυρού της Σημαίας των κατά ξηρά δυνάμεων προσετέθη ο εστεμμένος θυρεός του Βασιλικού οίκου εκ του οποίου  κατήγετο ο πρώτος βασιλεύς Όθων.
Σημαία του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας, του  Όθωνα.
(Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθήνας)

 Χρησιμοποιήθηκε στους χρόνους της Βασιλείας: του Όθωνα, του Γεωργίου Α' ,
του Κωνσταντίνου Α' , του Αλέξανδρου Α', του Γεωργίου Β'. 
 Σημαία του εθελοντικού σώματος που έλαβε μέρος στον Κριμαϊκό Πόλεμο τὸ 1854.

   Διάταγμα της 13 Απριλίου 1861.
Περί της σημαίας των Προξενικών Αρχών.
Άρθρον μοναδικόν. Αι Ημέτεραι Προξενικαί Αρχαί εν τη Τουρκία και όπου αλλαχού συνηθίζεται να επαίρωσι σημαίαν θέλουν εκπεταννύει ομοίαν τη των Ημετέρων πολεμικών πλοίων.
Και εις μεν τα Γενικά Προξενεία και Προξενεία ορίζεται σημαία Α΄, Β΄ και Γ΄ μεγέθους, κατά τας περιστάσεις εορτής, καθημερινής ή καταιγίδος, ύψους δ’ ιστού ποδών 70, εις τα Υποπροξενεία σημαία Β΄, Γ΄ ή Δ΄ μεγέθους, ύψος δ’ ιστού ποδών 60. Εις δε τα Προξενικά Πρακτορεία Γ΄, Δ΄, ή Ε΄ μεγέθους, ύψους δ’ ιστού ποδών 50.
Επί τη κορυφή του ιστού τίθεται το στέμμα των Ημετέρων παρασήμων.
-Την 28ην Δεκεμβρίου 1863 αφηρέθη από τις σημαίες των κατά ξηράν δυνάμεων ο εστεμμένος θυρεός του Βαυαρικού Βασιλικού οίκου, και προσετέθη η εικών του Αγίου Γεωργίου. Εις το μέσον του Σταυρού και στον θυρεό του Βασιλικού Στέμματος Σημαίας, προσετέθη ο Θυρεός του Δανικού Βασιλικού οίκου, εκ του οποίου κατήγετο ο βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄.


-Από το 1864 απεφασίσθη η κατασκευή  των Σημαιών των ταγμάτων Πεζικού από μεταξωτό ύφασμα, χρώματος κυανού, με λευκό σταυρό στη μέση, χρυσόχροα κρόσσια περιφερειακά και την εικόνα του Αγίου Γεωργίου στο κέντρο του σταυρού.
             Εγκύκλιος του Υπουργείου των ναυτικών προς τα Λιμενικάς Αρχάς του Κράτους.
Αριθ. Πρωτ. 212 τη 17η Ιανουαρίου 1892
Περί της ανάγκης όπως τα Ελληνικά πλοία φέρωσι
διαρκώς υψωμένην την σημαίαν εν
Οθωμανικοίς λιμέσιν.
Παραγγέλομεν όπως ποιήσητε γνωστόν τοις πλοιάρχοις και κυβερνήταις των Εμπορικών πλοίων ότι οφείλουσι να φέρωσι διαρκώς καθ’ όλην την ημέραν υψωμένην την εαυτών σημαίαν, ιδίως δε όταν ευρίσκωνται εις τους Τουρκικούς λιμένας, προς αποφυγήν των εκ μέρους των υπαλλήλων του Οθωμανικού Κράτους αυθαιρέτων επισκέψεων…
                                                                                                                    Ο Υπουργός
                                                                                                     Κ. Α. Κουμουνδούρος.

        Τα χρυσόχροα κρόσσια των σημαιών συμβολίζουν τις ψυχές που έπεσαν υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, τιμώντες την Σημαία, ενώ με τον Άγιο Γεώργιο ο Στρατός τιμά τον προστάτη του. Ο Άγιος Γεώργιος που ως γνωστόν, υπήρξε στρατιωτικός, μαρτύρησε το 303 μ.Χ. επί Διοκλητιανού, συμβολίζει την ακλόνητη προσήλωση των Ελλήνων στην πατρώαν Πίστη και την βεβαιότητα για την αισίαν έκβαση των αγώνων τους για Εθνικήν Ελευθερία. Από τους Βυζαντινούς χρόνους ο Άγιος Γεώργιος εθεωρείτο προστάτης των στρατευμάτων.
 Α.Ν  447/20/25-1-1937    «Περί τρόπου Απονομής σεβασμού εις την Εθνικήν Σημαίαν και γενικώς εις τα Εθνικά Σύμβολα.
 Άρθρον 5. Κατά την ανάκρουσιν του Εθνικού Ύμνου και του Εμβατηρίου της Σημαίας, άπαντες οι παριστάμενοι ή ευρισκόμενοι εν τω αυτώ χώρον, οφείλουσι να απονέμωσιν του προσήκοντος χαιρετισμού, ιστάμενοι όρθιοι, ευπρεπώς και εν σιγή.
-Η καθιέρωση από το 1914 της Σημαίας των Φρουρίων, για την χρήση από τα υπουργεία, πρεσβείες και τα δημόσια ή δημοτικά καταστήματα.
-Η Σημαία αυτή ήταν τετράγωνη, κυανόλευκη και έφερε το βασιλικό στέμμα στο κέντρο του σταυρού.  Επίσης καθιερώθηκε ως Εθνική Σημαία, που επιτρεπόταν να υψώνεται από τους ιδιώτες, η Εμπορική Ναυτική Σημαία, η οποία διέφερε από την Πολεμική Ναυτική Σημαία στο ότι η τελευταία πλαισιωνόταν με το βασιλικό στέμμα. Τέλος θεσπίστηκε πολεμική Σημαία, από τις μονάδες του Στρατού, να φέρουν μόνο τα συντάγματα Πεζικού και Ευζώνων.
         Σημαίες Επαναστατημένων Κρητών2
          Η Κρήτη ακολουθεί σε γενικές γραμμές τις επιταγές των Εθνοσυνελεύσεων, αλλά δεν είναι γνωστή καμιά σημαία της πρώτης μεγάλης Επαναστάσεως 1821-1830. Είναι άγνωστο το σχήμα και τα εμβλήματα της πρώτης επαναστατικής σημαίας που υψώθηκε στην Παναγία την Θυμιανή των Σφακίων, στις 14 Ιουνίου 1821. Το αρχαιότερο γνωστό έμβλημα των χριστιανών Ελλήνων της Κρήτης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, που χρησιμοποιήθηκε και ως επίσημη σφραγίδα κατά την περίοδο 1819-1821, είναι η σφραγίδα του Κομιτάτου των Σφακίων. Αποτελείται από τρία ίσα μέρη, καθένα από τα οποία έχει έναν ακτινωτό σταυρό. Ο τύπος της σφραγίδας αυτής, που βρίσκεται σε πολλά έγγραφα, έχει την ένδειξη «ΕΞΕΔΟΘΗ Η ΣΦΡΑΓΙΣ ΚΙΝΩΟΤΗΣ ΤΟΝ ΣΦΑΚΙΟΝ 1819»
*
  Η αρχαιότερη επίσημη αναφορά για την επαναστατική σημαία στην Κρήτη βρίσκεται στο άρθρο ΙΕ΄ του «Σχεδίου Προσωρινής Διοικήσεως της νήσου Κρήτης» που ψηφίστηκε στους Αρμένους Αποκορώνου στις 20 Μαΐου  1822, σύμφωνα με το σχέδιο του Συντάγματος της Επιδαύρου. Αναφέρεται σε αυτό ότι: «Η Εθνική Σημαία θέλει είσθαι δίχροος ήτοι κυανή και λευκή, κατά το σχέδιον της Διοικήσεως».
  Δεν είναι γνωστό αν υλοποιήθηκε η απόφαση αυτή και αν τέτοια σημαία χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο της μεγάλης δεκαετούς Επαναστάσεως (1821-1830). Το επόμενο άρθρο ΙΣΤ΄ του «Σχεδίου Προσωρινής Διοικήσεως της νήσου Κρήτης» ορίζει τον τύπο της επίσημης σφραγίδας της νήσου Κρήτης: «Η σφραγίς της Γενικής Διοικήσεως της νήσου (Κρήτης) θέλει φέρει την Αθηνάν με τα αυτής παράσημα και επιγραφήν «ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΡΗΤΗΣ». Τύποι των σφραγίδων αυτών βρίσκονται σε συλλογές της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, στο μουσείο Μπενάκη, στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης και αλλαχού. Σε πολλά έγγραφα της περιόδου 1822-1824 υπάρχουν σφραγίδες με την εικόνα της Αθηνάς ένοπλης.
Η αρχαιότερη γνωστή σημαία της Κρήτης χρονολογείται το 1833. Αποδίδεται στους επαναστάτες των Μουρνιών (1833) και βρίσκεται σήμερα στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης (Χανιά).
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το λάβαρο που υψώθηκε κατά την Επανάσταση του Βασιλογιώργη στο Λασίθι το 1841. 
Έχει τον γνωστό ναπολεόντειο αετό, από το ράμφος του οποίου κρέμεται σταυρός, ενώ από τα πόδια τους εκτοξεύονται βέλη. Ανήκε άλλοτε στην συλλογή Χ. Φράγκου και σήμερα στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο στον Άγιο Γεώργιο Λασιθίου, χάρη στην αξιέπαινη φροντίδα του Γεωργίου Παναγιωτάκη. Είναι αξιοσημείωτο ότι το ίδιο σύμβολο βρίσκεται και σε πολεμική σφραγίδα, που χρησιμοποιήθηκε σε προκήρυξη του «αρχηγού του κρητικού στόλου» (1841).
  *
Η μεγάλη κρητική επανάσταση του 1866-69 απέδειξε τον εθνικό χαρακτήρα των κρητικών επαναστάσεων. Η ένωση με την Ελλάδα είναι πλέον ο μόνιμος και αταλάντευτος στόχος του αγώνος των Κρητών. Η αληθής ελευθερία βρίσκεται μόνο στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και έτσι το σύνθημα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» των προηγουμένων επαναστάσεων αντικαθίσταται από το νέο «ΕΝΩΣΙΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», που θα είναι πλέον το κεντρικό σύνθημα όλων των επομένων επαναστάσεων (1878, 1889, 1895, 1897).
 Η πολεμική σημαία της Κρήτης από την αρχή της επαναστάσεως του 1866-69 είναι η Ελληνική, δηλαδή δίχρωμη με γαλάζιο βάθος και λευκό σταυρό.
Το βασικό αυτό εθνικό σύμβολο εμπλουτίζεται με διάφορα άλλα συνθήματα και συνήθως φέρει επάνω στον λευκό σταυρό το σύνθημα «ΕΝΩΣΙΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» ή τα αρχικά γράμματα του ονόματος των κατά τόπους οπλαρχηγών. Η επίσημη σφραγίδα της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών του 1866 είναι ελλειψοειδής με ακτινωτό σταυρό στο κέντρο και στην περιφέρεια: «ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ 1866». Αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης οργανώθηκε Προσωρινή Κυβέρνηση χωρίς συγκεκριμένη έδρα (Κυβέρνηση του Βουνού) η επίσημη σφραγίδα της οποίας είναι κυκλική, με τον ελληνικό βασιλικό θυρεό στο κέντρο και στην περιφέρεια την επιγραφή: «ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ».
  Κατά την τελευταία επανάσταση του 1897 το επαναστατικό κέντρο της Κρήτης είναι οι Αρχάνες, λίγα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Εδώ οργανώθηκε «η εν Αρχάναις επί της Αμύνης Επιτροπή», η οποία αντιμετώπισε με αξιοθαύμαστη γενναιότητα και δεξιοτεχνία τα πολεμικά και διπλωματικά ζητήματα του Αγώνα.
 Ο επίσκοπος Πέτρας Τίτος Ζωγραφίδης, γενναίος πατριώτης και οξυδερκής πολιτικός σύμβουλος των αγωνιστών, σχεδίασε την σφραγίδα και την σημαία της Επιτροπής. Ο ίδιος σε επιστολή του προς τον πρόεδρο της Επιτροπής Γεώργιο Καπετανάκη (11 Απριλίου 1897) σημειώνει: «Αποστέλλω τη σφραγίδα. Ελπίζω να είναι της αρεσκείας σας. Εν τω μέσω επί της σημαίας φέρει το ρητόν: «ΕΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ, διότι κατά την γνώμην μου αρμόζει εις την υμετέραν Επιτροπήν, ούσαν Επιτροπήν της Αμύνης»  




Πολεμική σημαία με την μορφή του πολιούχου Αποστόλου Τίτου.
Η σημαία τής Κρήτης σε όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας
 


Η σημαία τού Οπλαρχηγού Αντωνίου Σήφακα κατά την Κρητική Επανάσταση του 1866.
Μία από τις σημαίες τών περιοχών τής Ελλάδος, οι οποίες ήσαν ακόμη σκλαβωμένες.
Η επιγραφή αναφέρει «ΕΝΩΣΙΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ»
και τα αρχικά «ΑΣ», δηλαδή «Αντώνιος Σήφακας».

Σημαία της Κρητικής Επαναστάσεως του 1878 του Νικολάου Ανδρεαδάκη.
Φέρει σταυρό με το ΙΣ ΧΡ ΝΙ ΚΑ και τις επιγραφές
Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΝ-ΧΩΡΙΟΝ ΒΡΥΣΑΙΑ ΤΙ 16 ΑΠΡΙΛ.



 Την 9ην Φεβρουαρίου 1897 μία Ρωσική οβίδα πολεμικού πλοίου των Ενωμένων μεγάλων δυνάμεων της εποχής(Τουρκία-Γαλλία-Ρωσία-Αγγλία-Ιταλία) πλήττει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στα Χανιά και μία άλλη κτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την μεγάλη επαναστατική σημαία των Ελλήνων στο Ακρωτήρι Χανίων. Τότε πετιέται από το ταμπούρι του ο αγωνιστής Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης και με κίνδυνο της ζωής του αρπάζει τον ιστό ,αναδιπλώνει την τεράστια σημαία γύρω από τον ώμο του,ξαναστήνει τον ιστό και απλώνει την σημαία που κυματίζει και πάλιν. ‘Όμως μία τρίτη οβίδα  θρυμματίζει τον ιστό και ρίχνει κάτω την σημαία. Ο Καγιαλεδάκης ορμά αμέσως αρπάζει την σημαία κάνει το ίδιο του το σώμα ζωντανό κοντάρι, και ανυψώνει, κρατώντας με τα χέρια του, την σημαία που ξανακυματίζει περήφανη απέναντι στα κανόνια του ενωμένου ξένου στόλου. Αυτό το ηρωϊκό περιστατικό απεικονίζει ο παρακάτω πίνακας3. 


Aναπαράσταση της ηρωϊκής πράξης του Σπύρου Καγιαλέ
(Εθνική Πινακοθήκη)
Aναπαράσταση της ηρωϊκής πράξης του Σπύρου Καγιαλέ
(Ιστορικό Αρχείο Κρήτης) 

                                                   
Ο Σπύρος Καγιαλές με τ' άρματά του. Δεξιά πιστοποιητικό
ανδρείας του Σπύρου Καγιαλέ που έλαβε για την δράση του στο μέτωπο της Ηπείρου
                                                                                        

                                                                                                                                          Συνεχίζεται










                                                                                                                                                  





1 Φίλιππος Ιωάννου (1796-1888): Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόεδρος της αρχαιολογικής Εταιρείας (1850-1879), βουλευτής, γερουσιαστής και διευθυντής της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου.
2 Θεοχάρης Δετοράκης, εφ. Καθημερινή, 25 Μαρτίου 2001.
3 Άπαντα Ελ. Βενιζέλου, Δημ. Στεφανής, Αθήνα, 1981
-Ευρετήριον πολεμικών γεγονότων του Ελληνικού Έθνους,σ.447.
-Β. Πιπεράκης, Χανιώτικα νέα και Κήρυξ Χανίων.Σπύρος Καγιαλές, ο θρύλος του Ακρωτηρίου,18/2/2000.