Κυριακή 1 Μαρτίου 2015


Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΠΑΠΙΣΜΟΥ
ΜΕΡΟΣ 2ο

Στα πλαίσια των κατακτητικών σχεδίων τους, οι αλλοτριωμένοι θρησκευτικώς Φράγκοι, αρχικώς επεδίωξαν και επέτυχαν να καταλάβουν τον Παπικό θρόνο και να ανασυστήσουν την Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αργότερα επεχείρησαν να κυριαρχήσουν και στην Ανατολική Αυτοκρατορία, με κύριο στόχο το Ορθόδοξο ποίμνιον, δηλαδή να εξοντώσουν την Ρωμηοσύνη1.
Οι Βησιγότθοι στην Ισπανία είχαν εγκαταλείψει την αίρεση του Αρείου και είχαν γίνει τυπικώς ορθόδοξοι. Ωστόσο, διετήρησαν τα αρειανικά τους έθιμα στην διοίκηση της εκκλησίας τα οποία υιοθετήθηκαν από τους Καρλοβιγκίους Φράγκους2 και τελικώς από τους Νορμανδούς
Οι Βησιγότθοι, τυπικώς ορθόδοξοι στην ουσία αιρετικοί Αρειανιστές, άρχισαν να καθυποτάσσουν τους Ρωμαίους της Ισπανίας, αντικαθιστώντας σταδιακώς τους Ρωμαίους (Ορθοδόξους) επισκόπους με αρειανιστές ή κρυπτοπαγανιστές Γότθους. Το 654 είχαν  καταργήσει και το ισχύον Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Οι Καρλοβίγκιοι Φράγκοι εφήρμοσαν την πολιτική τους, καταστρέφοντας την ενότητα των Ορθοδόξων Ρωμαίων, που είχαν υπό την κυριαρχία τους, καθώς και των Ρωμαίων που βρίσκονταν υπό την δικαιοδοσίαν της Νέας Ρώμης και την κυριαρχίαν των Αράβων. Έστρεφαν την μία παράταξη εναντίον της άλλης και στο τέλος κατεδίκασαν και τους εικονομάχους και την Ζ΄Οικουμενική Σύνοδο των Ορθοδόξων.
Ο Κάρολος  Μαρτέλος (689;-741) ιδρυτής της δευτέρας δυναστείας των Φράγκων, των Καρολιδών ή Καρολίγγειων ή Καρλοβιγγιανών/Καρλοβίγκιων3, παππούς του Καρόλου Α΄ (742-814), ενίκησε τους Άραβες στο Πουατιέ (732).
Εγγονός του Καρόλου Μαρτέλου και υιός του Πεπίνου του Βραχέος είναι ο Κάρολος Α΄ (742;- 814) στον οποίον το Σύστημα αργότερα, για τους δικούς του λόγους, απέδωσε το προσωνύμιον Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγκνους ή Καρλομάγνος)! Κατά μίαν έγκυρον σχετικώς πηγήν, εγεννήθη εξώγαμος εκ του Πεπίνου και της Βέρθας της Μακρόποδος4.
Το 768 ο Κάρολος Α΄ εστέφθη συμβασιλεύς των Φράγκων μετά του αδελφού του Καρλομάνου ο οποίος απέθανε τρία χρόνια αργότερον. Το 785 προέβη σε φρικαλεότητες που κατέληξαν σε τρομερή σφαγή των Σαξόνων ειδωλολατρών στο Βερντέν και ηνάγκασε τον αρχηγόν τους Βίττεκιντ να βαπτισθεί «Χριστιανός» (αιρετικός).
Προκειμένου να εξουδετερώσει τους Σάξονες ειδωλολάτρες αλλά και όσους δεν εδέχοντο τις ψευδοχριστιανικές ιδέες του, προέβη ακόμη και σε μαζικές εκριζώσεις ειδωλολατρικών και χριστιανικών πληθυσμών!
Για τις ενέργειές του αυτές καθώς και για τις μεταγενέστερες κατά της Ορθόδοξης εκκλησίας και της Ρωμηοσύνης, του αδυσώπητου μίσους κατά των Ελλήνων, το Σύστημα του έδωσε ΑΥΘΑΙΡΕΤΩΣ και ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΩΣ, τον τίτλο του Καρόλου του Μεγάλου (Καρλομάγνου)!!! Το απίστευτον και τραγικώτερον όλων είναι ότι οι σκοτεινοί άνθρωποι του  Συστήματος διέγραψαν τις σελίδες της Ευρωπαϊκής ιστορίας από την αρχαιότητα μέχρι τον Κάρολο Α΄, και συνέγραψαν νέα , που διδάσκεται σήμερον παντού, σύμφωνα με την οποίαν η Ιστορία της Ευρώπης αρχίζει από την περίοδο της βασιλείας του «Καρλομάγνου»!!! 
Κατά τον Άγιον Βονιφάτιον (οι παριστάνοντες τους ιερείς των Φράγκων): 
-Από την εποχή του Πιπίνου Χερεστάλ (687-715) και του Καρόλου Μαρτέλου (715-741) πολλοί από τους Φράγκους που αντικατέστησαν Ρωμαίους επισκόπους, ήσαν αξιωματικοί του στρατού, οι οποίοι «έχυναν το αίμα των χριστιανών, όπως αυτό των ειδωλολατρών».
Ήσαν αδηφάγοι λαϊκοί. Μοιχοί και μέθυσοι κληρικοί, οι οποίοι μάχονται εις τον στρατόν με πλήρη πολεμικήν εξέρτησιν και με τας χείρας των σφάζουν χριστιανούς και ειδωλολάτρας5».
Το έτος 794 μ.Χ. με εντολή του Καρόλου Α΄, η δοτή και επιβληθείσα ετσιθελικώς θρησκευτική ιεραρχία των Φράγκων συνήλθε σε «σύνοδο» στην Φραγκφούρτη [Οι Φράγκοι ευγενείς προέβαιναν σε αυθαίρετες επιλογές, αντικανονικές χειροτονίες-ενθρονίσεις λαϊκών στα αξιώματα του ιερέως, επισκόπου και αρχιεπισκόπου (όχι πάντοτε), χωρίς να τηρούνται οι προϋποθέσεις επιλογής και οι προβλεπόμενοι κανόνες εκλογής και χειροτονίας τους].
Οι Φράγκοι είχαν απαλλάξει την εκκλησίαν της επικρατείας τους από τους Ρωμαίους (ορθόδοξους) επισκόπους, ήρπασαν την περιουσία της Εκκλησίας και την εχώρισαν σε τιμάρια των οποίων την επικαρπίαν διένειμαν ως φέουδα, αναλόγως του βαθμού που κατείχε έκαστος στην πυραμίδα της στρατιωτικής φεουδαρχικής ιεραρχίας.
Συνήρχοντο για τα εκκλησιαστικά θέματα μαζί με τους βασιλείς και τους άλλους αιμοσταγείς οπλαρχηγούς.
Στην Σύνοδο εκείνη της Φραγκφούρτης (794), οι Φράγκοι κατεδίκασαν τους Έλληνες της καθ’ημάς Ανατολής, τους οποίους εχαρακτήρισαν ως «Γραικούς» και την Αυτοκρατορία Graecia, δηλαδή Γραικία και όχι Ρωμανία ή Ρωμαϊκή, ώστε οι Ρωμαίοι στην Δύση να νομίζουν ότι έχουν ακόμη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Παραλλήλως παρεχώρησαν στον Πάπα τεράστιες εκτάσεις γης και  ενεθάρρυναν την δημιουργίαν Παπικού κράτους ώστε να πιστέψουν οι Δυτικοί ότι υπήρχε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την οποίαν….εκπροσωπούσε το Παπικόν κράτος.
Αυτό ήταν το σχέδιον που εφήρμοσαν οι Φράγκοι.
Επίσης η ψευτοσύνοδος της Φραγκφούρτης κατεδίκασε και την Ζ΄ πανορθόδοξη Οικουμενική Σύνοδο (786/7), αυτήν  που θέσπισε να τιμούμε τις άγιες εικόνες, παρόντων των λεγάτων (επιτρόπων ή πρέσβεων) του Ορθοδόξου Ρωμαίου πάπα Αδριανού Α΄, ενός δραστηρίου υποστηρικτού της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Ο Πάπας Αδριανός, όμως, είχε αφορίσει όλους εκείνους που δεν είχαν αποδεχθεί την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Συνεπώς οι Φράγκοι όταν ελάμβαναν τις αποφάσεις τους στην σύνοδο της Φραγκφούρτης (794) ήσαν σε κατάσταση αφορισμού από τον Πάπα. Οι Φράγκοι όχι μόνον δεν έλαβαν υπόψη τους τον αφορισμό τους αλλά ακριβώς ο αφορισμός εκείνος επέσυρε επί του Παπικού θρόνου της Δυτικής Ορθόδοξης Ρωμανίας και των πολιτών την οργή των Φράγκων φεουδαρχών.
Το 795 ο Λέων Γ΄ διεδέχθη τον Αδριανό στον Παπικό θρόνο. Οι Φράγκοι προσεπάθησαν να πείσουν τον νέο Πάπα να δεχθεί τις κακοδοξίες τους, αλλά ματαίως. Αφού δεν κατάφεραν να μεταπείσουν τον Λέοντα, τότε εχρησιμοποιησαν άλλα μέσα. Απεπειράθησαν να τον δολοφονήσουν αλλ’ απέτυχαν. Στην συνέχεια τον κατηγόρησαν για ανήθικη διαγωγή. Ο Κάρολος επέδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για τις ανακρίσεις και ζήτησε από τον Λέοντα να ορκισθεί στην Αγία Γραφή ότι είναι αθώος, πράγμα που έκαμε στις 23 Δεκεμβρίου του 800 μ.Χ.  Δύο ημέρες αργότερα ο Λέων  έστεψε τον «Καρλομάγνο», «μέγα και ειρηνοποιό» κυβερνήτη, «αυτοκράτορα των Ρωμαίων». 
Το έτος 809 μ.Χ. στο Άαχεν, η αντικανονική, αφορισμένη και παράνομη ιεραρχία των Φράγκων κατ’ εντολή του Καρόλου Α΄(«Καρλομάγνος»), χωρίς να συμβουλευθεί τον Πάπα, πρόσθεσε το «Φιλιόκβε» στο «Πιστεύω», την αίρεση δηλαδή ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό, όχι μόνο από τον Πατέρα, όπως μάς το είπε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός (Ιωάννης, 15/26). Αυτό το τετελεσμένο γεγονός, προσπάθησε να πείσει τον Πάπα Λέοντα Γ΄ να το αποδεχθεί.
Τότε άρχισε να δημιουργείται το σχίσμα! Δηλαδή όταν ο Κάρολος Α΄αγνόησε και τους δύο πάπες, τον Αδριανό και τον Λέοντα Γ΄, για δογματικά θέματα και απεφάσισε ότι οι Ανατολικοί Ρωμαίοι/Ρωμηοί (Έλληνες και Ελληνοποιημένοι αλλοεθνείς) δεν ήσαν ούτε Ρωμαίοι ούτε Ορθόδοξοι. Δεν υπήρχε σχίσμα μεταξύ των Ρωμαίων της ενιαίας Αυτοκρατορίας (Παλαιάς και Νέας Ρώμης) κατά την διάρκεια των δυόμιση αιώνων Φραγκογερμανικού ελέγχου στην Παπική Ρωμανία.
Όλοι οι Ορθόδοξοι, Ανατολής και Δύσεως, διαμαρτυρήθηκαν για εκείνη την απαράδεκτη και αιρετική προσθήκη. Μάλιστα ο τότε Ορθόδοξος Πάπας της Ρώμης Λέων Γ΄(795-816), παρά τις προσπάθειες του Καρόλου να το αποδεχθεί, απέρριψε το Filioque όχι μόνο ως προσθήκη στο σύμβολο της πίστεως, αλλά και ως δόγμα, ισχυριζόμενος ότι οι Πατέρες το άφησαν έξω από το Σύμβολο, όχι από άγνοια, αμέλεια ή αβλεψία, αλλά σκοπίμως και θεοπνεύστως.
Για αντίδραση και διαμαρτυρία, χάραξε σε δύο αργυρές πλάκες το Σύμβολο της Πίστεως, χωρίς την προσθήκη του «Φιλιόκβε», και το τοποθέτησε στον ναό του Αγίου Πέτρου, «για φύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως», όπως έγραψε.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά κατά την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 879 μ.Χ. οι Ορθόδοξοι της Ανατολής, υπό την ηγεσία του αγίου μεγάλου Φωτίου, και οι Ορθόδοξοι της Δύσεως, υπό την ηγεσία του Πάπα Ιωάννου του Η΄, κατεδίκασαν την προσθήκη του «Φιλιόκβε» και αναθεμάτισαν χωρίς όμως να κατονομάσουν τους Φράγκους, όλους εκείνους που τόλμησαν την προσθήκη αυτή6.   
Ο πάπας Ιωάννης Η΄ σε μία ιδιωτική επιστολή του προς τον Πατριάρχη Φώτιο τον διαβεβαιώνει ότι ουδέποτε προστέθηκε το Filioque στο «Πιστεύω» στην Ρώμη (όπως είχε γίνει στην εκφραγκευμένη Βόρειο Ιταλία), ότι αποτελεί αίρεση, αλλά θα έπρεπε να χειρισθούν το θέμα με πολύ προσοχή….ώστε «να μην αναγκασθούμε να επιτρέψουμε την προσθήκη»….Αυτή η Παπική επιστολή εξηγεί γιατί η Σύνοδος δεν κατονόμασε τους αιρετικούς (Φράγκους) που είχαν καταδικάσει7.  
                                                                  *
Συνεπώς το Filioque ΔΕΝ είναι έργο των Ρωμαίων Παπών αλλά των αφορισμένων από τον Ρωμαίο Πάπα, Φράγκων!!!! Δυστυχώς , οι σημερινοί Παπικοί δέχονται την βλασφημίαν του Filioque ως δόγμα, των αφορισμένων από τον πάπα Αδριανόν, Φράγκων και απορριφθέν από τον Λέοντα Γ΄, καίτοι είναι αντίθετον προς την Αγία Γραφή.
Εάν ήσαν ειλικρινείς ως προς το άλλο δόγμα περί  «αλαθήτου» όλων των Παπών, ΔΕΝ θα έπρεπε να δέχονται  το απορριφθέν από τους πάπες Αδριανό και Λέοντα Γ΄, Filioque. Σε διαφορετική περίπτωση τα δύο αυτά δόγματα (Φιλιόκβε και αλάθητον), ως αυτοαναιρεθέντα από δύο «αλάθητους» πάπες, αποδεικνύεται ότι είναι απαράδεκτα, αιρετικά και βλάσφημα !!!
Οι Φράγκοι το 1009 κατέκτησαν το πρωτόθρονον πατριαρχείον της Ρώμης. Εξεδίωξαν τον τελευταίον Ορθόδοξο πάπα, τον Ιωάννη ΙΗ΄8, και ενθρόνισαν  τον Φραγκόφιλο Σέργιο 4ο, τον κατά κόσμο Μαρτίνο Γουρνομύτη (Buccaporci ή Boccapecοra), ο οποίος είχε δεχθεί το καθορισθέν και κηρυττόμενον από τους Φράγκους, από τον 8ο αιώνα, αιρετικόν δόγμα του «Φιλιόκβε».
Η τελική επίθεση των Φράγκων κατά του Ρωμαϊκού πατριαρχείου της πρεσβυτέρας Ρώμης, είχε ξεκινήσει το 983 και ολοκληρώθηκε στο διάστημα 1009 - 1046.
Την εποχή αυτή οι Φράγκοι επίσκοποι έκανα τρομερούς διωγμούς εναντίον των Ορθοδόξων επισκόπων, κατηγορώντας τους ότι έχουν πέσει σε δογματικά λάθη, ότι ήσαν αιρετικοί (Graeci Heretici) και δεν είχαν ορθή θεολογία, ενώ η δική τους θεολογία, η φράγκικη, ήταν ορθή/ορθόδοξη και σύμφωνη με την Αγία Γραφή!!!
Το 1014 μ.Χ. οι Φράγκοι είχαν καταφέρει πια να επιβληθούν στον Ορθόδοξο Παπικό Θρόνο της Δύσεως και να κάνουν δικό τους Πάπα, τον Λατινόφραγκο Βενέδικτο Η΄(1012-1024), παρά την αντίδραση του Ρωμαϊκού λαού που εξεθρόνισε τον Βενέδικτο και επανέφερε τον Γρηγόριο ΣΤ΄. Ακολούθησε όμως η εισβολή των Φράγκων που επανέφεραν δια της βίας στον παπικό θρόνο, τον Βενέδικτο.
Αυτός, πιεζόμενος από τους Φράγκους, προσέθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως το «Φιλιόκβε». Με την πράξη του αυτή, απέκοψε την κοινωνίαν του με τα ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής. Έτσι ο Φραγκολατίνος πάπας Βενέδικτος, όλη η ιεραρχία του και όλοι οι Χριστιανοί της Δύσεως, οι ενωμένοι μαζί του,  απεγαλακτίσθησαν από την Ορθόδοξη εκκλησία και η Φραγκοκρατούμενη εκκλησία της Δύσεως αποκοπείσα από την μητέρα Ορθόδοξη εκκλησία έπαψε να είναι Εκκλησία.
Πρόκειται για Σχίσμα,τότε, το οποίο έγινε οριστικό το 1054 μ.Χ., οπότε έχουμε και τα εκατέρωθεν αναθέματα.
Μετά το 1045 οι Πάπες της Ρώμης με εξαίρεση τον Ελληνόφρονα ορθόδοξο πάπα Βενέδικτο τον 10ον (1058-9) τον οποίον οι Φράγκοι εξεθρόνισαν βιαίως, δεν ήσαν   πλέον Ρωμαίοι (Ρωμηοί-Ορθόδοξοι Έλληνες ή ορθόδοξοι χριστιανοί), αλλά μέλη της φραγκολατινικής αριστοκρατίας που είχε υποδουλώσει τον ρωμαϊκό πληθυσμό της Δύσεως.
                                                                                                              
Συνεχίζεται



1 Ο όρος «Ρωμηοσύνη» είναι νεώτερος και δηλώνει το σύνολον των γενεών των ρωμαίων/ρωμηών/ισχυρών, δηλαδή το ιδιότυπον έθνος του Νέου Ισραήλ/των Ορθοδόξων Χριστιανών (διαφορετικών κατά την φυλετικότητα, ελληνοποιημένων κατά το ανθρώπινο πνεύμα και ομοφρόνων κατά την χριστιανική πίστη).
Ο Κύπριος ποιητής  Βασίλειος Μιχαηλίδης (τέλη 19ου- αρχές 20ου αιώνος) με το ποίημά του « Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», καταγράφει με συγκλονιστικό τρόπο την απάντηση του αρχιεπισκόπου Κυπριανού στις απειλές του Οθωμανού διοικητού.
« Η ρωμηοσύνη εν φυλή συνόντζιαιρη του κόσμου, κανένας δεν ευρέθηκε που να την εξιλείψη, κανένας γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου. Η ρωμηοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψει».
Δηλαδή: Η Ρωμηοσύνη (Ορθόδοξος Ελληνισμός) είναι φυλή συνομήλικη του κόσμου, κανένας δεν βρέθηκε, που να μπορεί να την εξαφανίσει. Κανένας γιατί  την προστατεύει από ψηλά ο Θεός μου. Η Ρωμηοσύνη θα χαθεί μόνον όταν έλθει το τέλος του κόσμου.
Οι Έλληνες το γένος αποτελούν το προζύμι της Ρωμηοσύνης.
«….Η Ρωμηοσύνη νοείται ως ιδιότυπη εθνότητα. Έχει ως ιδεολογικό φύραμα τον Ελληνισμό, αλλά περιλαμβάνει ένα ποικίλο φάσμα λαών και μία αχανή γεωγραφικώς περιοχή, η οποία καλύπτει όλη σχεδόν την Βαλκανική (ΣΣ: Χερσόνησο του Αίμου) και την Μικρά Ασία, ίσως δε και τα πέραν αυτής (ΣΣ: Οικουμενικότητα του Ελληνισμού).
Είναι επομένως μια «πατρίδα», ακριβέστερα, ένα όραμα απείρως ευρύτερο του Ελλαδισμού του μικρού «θέματος» της κυρίως Ελλάδος εις το οποίο κακή τη μοίρα συνερρικνώθη ο Ελληνισμός. Συνεκτικός δεσμός για όλο αυτό το αμάλγαμα υπήρξε η Ορθοδοξία, όπως εκφράζεται κυρίως από την πατερική διδασκαλία και την αναγεννητική πνευματικότητα του ησυχασμού….» (Παράδοση και αλλοτρίωση, π. Γ. Μεταλληνός, 2η έκδοση «Δόμος», 1994).
Το γεγονός ότι το όνομα Έλλην μας συνδέει με την ειδωλολατρική αρχαιότητα, μας υποχρεώνει παραλλήλως με την χρήση του ονόματος «Έλλην» και του όρου «Ελληνισμός», να συμπαρατάσσουμε τα ονόματα Ρωμηός-Ρωμηοσύνη, ώστε:
-Να διατηρούμε  ακλόνητες τις ορθόδοξες ρίζες μας και να αποφεύγουμε τις αιρετικές ατραπούς και τις παγίδες εκφιλοσοφισμού της πίστεως, καθ’όσον η Ορθοδοξία που έλαμψε στην Οικουμένη δια της Ρωμηοσύνης, αποτελεί την πολιτιστική ταυτότητα του Ελληνισμού.
-Να κρατούμε διαυγή την μνήμη μας για το μεγαλείο των ενδόξων προγόνων μας και τις αλησμόνητες πατρίδες που σήμερα βρίσκονται υπό την κατοχή αλλοεθνών και αλλοδόξων, και να μας θυμίζουν την υποχρέωσή μας για αποκατάσταση των ιστορικών ορίων της Αυτοκρατορίας των Ελλήνων, της γήϊνης πατρίδος των Ρωμηών [Ρωμανία ή Ρούμ Ιλί= Η γη των Ρωμηών (κατά τους Οσμανλήδες εισβολείς)], που είναι δώρο του Τριαδικού Θεού των Ορθοδόξων προς τους Έλληνες, τους πρωτοτόκους του Νέου Ισραήλ της Χάριτος.
-Να γίνουμε ισχυροί (Ρωμαίοι/Ρωμηοί) διότι μόνον εθνικώς ρωμ-αλέοι Έλληνες (Ρώμη= Ισχύς, δύναμη) και όχι ψωραλέοι Ελλαδίτες θα μπορέσουν να απελευθερώσουν την  πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μας, την καρδιά της Ρωμηοσύνης, Την Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη (Νέα Ρώμη= Νέα Δύναμη)!!!  
2 Migne PL, 89, 744.
3 Καρολίδες ή Καρολίγγειοι ή Καρλοβιγγιανοί/Καρλοβίγκιοι (Carolingians ή Carlovingians):
Η ονομασία της δυναστείας προήλθε εκ του Καρόλου Μαρτέλου, νόθου γιου του Πεπίνου του Έρσταλ, μαϊορδόμου των τελευταίων Μεροβιγκείων. Γενάρχης όμως του οίκου θεωρείται ο επίσκοπος του Μετς Αρνούλφος (582;- 640;).
Το όνομα Κάρολος προήλθε εκ του παλαιογερμανικού Charal που σημαίνει ανδροπρεπής. Αργότερα εξελληνίσθη σε Κάρολος (Carolus), απεδόθη στην γερμανικήν και Σουηδικήν ως Karl, στην γαλλικήν και αγγλικήν ως  Charles και στην ιταλικήν ως Carlo.
4 Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 12ος, σ.684.
5 Όπως υποσ. (2) και Mansi 12, 313-314.
6 Από την στιγμή που το κράτος της Νέας Ρώμης απεδέχθη την Ορθόδοξη πίστη και ανεγνώρισε την Ορθόδοξη Εκκλησία, οι Συνοδικοί όροι της έγιναν νόμοι του κράτους  και απέκτησε νόημα η έννοια: "Οικουμενική Σύνοδος".
Οικουμενική Σύνοδος, είναι εκείνη που:
1. Συγκλήθηκε από Αυτοκράτορα της Ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με οικουμενική (παν-Ρωμαϊκή) εμβέλεια, αλλά φυσικά και πανχριστιανική.
2. Οι αποφάσεις της έγιναν αποδεκτές διαχρονικώς, από ολόκληρη την ανά τον κόσμο ενωμένη, τότε, Ορθόδοξη Εκκλησία (Ανατολής και Δύσεως).
3. Οι αποφάσεις της υπεγράφησαν από όλα τα Ρωμαϊκά Πατριαρχεία συμπεριλαμβανομένης και της παλαιάς Ρώμης.
4. Ασχολήθηκε με σημαντικά Θεολογικά ζητήματα (δογματικά-εκκλησιαστικά).
Συνολικώς είναι εννέα οι Οικουμενικές Σύνοδοι που αναγνωρίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία.
1η Οικουμενική Σύνοδος: 325 μ.Χ. Νίκαια της Βιθυνίας.
Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Ασχολήθηκε με την βλασφημία του Αρείου ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι κτίσμα και όχι Ομοούσιος του Πατρός. Κανόνισε και την ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα. Τότε άρχισε να γράφεται το Σύμβολο της Πίστεως.
2η Οικουμενική Σύνοδος: 381 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη.
Συνεκλήθη από τον Μέγα Θεοδόσιο. Έλαβαν μέρος 150 Ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 αιρετικοί Μακεδονιανοί. Προήδρευσε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Καταδίκασε και πάλι τον Άρειο, και την αίρεση του Μακεδονίου, ο οποίος εδίδασκε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα του Θεού, γι’ αυτό και ονομάστηκε “πνευματομάχος”. 
3η Οικουμενική Συνόδος: 431 μ.Χ. Έφεσος.
Συνεκλήθη από τον Θεοδόσιο τον Β΄. Δογμάτισε κατά του Νεστοριανισμού, στο Ναό της βασιλικής της Παναγίας με 200 επισκόπους. Καταδίκασε τον Νεστόριο επίσκοπο Κωνστ/πόλεως, και δογμάτισε ότι η Παναγία πρέπει να ονομάζεται Αειπάρθενος και Θεοτόκος. 
4η Οικουμενική Σύνοδος: 451 μ.Χ. Χαλκηδόνα της Μ. Ασίας με 630 επισκόπους.
Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό και την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Εκεί καταδικάστηκε ο Μονοφυσιτισμός. 
5η Οικουμενική Σύνοδος: 5 Μαϊου ως 21 Ιουνίου του 553 μ.Χ., με 165 πατέρες.

Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Καταδίκασε και αναθεμάτισε τον Ωριγένη, τον Δίδυμουν και Ευάγριον και τα μισαρά αυτών δόγματα περί προϋπάρξεως των ψυχών (Ωριγενισμός), τον Νεστοριανισμό, και άλλες αιρέσεις. Ο πάπας της Ρώμης Βιργίλιος δεν παρευρέθη στην Σύνοδο αλλά την επεκύρωσε αργότερον δι’εγγράφου εκδόσεως. 
6η Οικουμενική Σύνοδος: 680 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη.
Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο. Παραβρέθηκαν από 150 – 289 επίσκοποι μεταξύ των οποίων έξαρχοι ως εκπρόσωποι του πάπα της Ρώμης Αγάθωνος. Καταδίκασε την αίρεση του Μονοθελητισμού. Κατέκρινε τους πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως Σέργιον, Πύρρον, Παύλον και Πέτρον καθώς και τον πάπαν της Ρώμης Ωνώριον ως αιρετικούς αναθεματίσασα τον Ωνώριον.
Ο πάπας της Ρώμης Αγάθων γράφων στον αυτοκράτορα Πωγωνάτον, προσυπογράφει τις αποφάσεις της Συνόδου και αιρετικόν μαρτυρεί τον πάπα Ωνώριον. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός μετά την Σάρκωσή Του όπως είχε δύο φύσεις έτσι είχε και δύο θελήσεις (Την Θεία και ανθρώπινη).
Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος: 691 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη.
Συνεκλήθη από τον Ιουστινιανό τον Β΄ και έγινε «εν Τρούλλω του Παλατίου», οπότε ονομάσθηκε: «Εν Τρούλλω». Δεν ήταν ανεξάρτητη Σύνοδος, αλλά συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων, της 5ης και της 6ης, γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε: «Πενθέκτη», ως τμήμα εκείνων των Συνόδων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος. Στην Σύνοδο παρευρέθησαν και εκπρόσωποι του Πάπα, όπως Βασίλειος επίσκοπος Γορτύνης, ο επίσκοπος Ραβένης και οι λεγάτοι Σαρδινίας, Θεσσαλονίκης και Κορίνθου.
Στην Σύνοδο επικυρώθηκαν ΟΛΕΣ οι αποφάσεις των προηγουμένων Συνόδων και συναναθεματίσθηκαν όλοι εκείνοι οι εχθροί της αληθείας, οι αιρετικοί δηλαδή ορίσαντες και τούτο: «Ούτε ηξεύρουν, αλλ’ούτε ημπορούν κατ’ουδένα τρόπον να προσθέσουν τι ή να αφαιρέσουν από τα δόγματα των Πατέρων…Αλλά κι όποιος δεν κρατεί τα των προειρημένων αγίων Πατέρων δόγματα της ευσεβείας, μήτε φρονεί ταύτα με τον νουν, μήτε κηρύττει με την γλώσσαν, αλλ’ επιχειρεί να εναντιώνεται εις αυτά, ούτος να είναι ανάθεμα, και από των Χριστιανών τον κατάλογον αποβάλλεται και να αποκόπτεται, ως αλλότριος και μέλος σεσηπός».
7η Οικουμενική Σύνοδος: 787 μ.Χ.( Κατ’άλλους το 783 ή 788). Νίκαια της Βιθυνίας, στο ναό της Αγίας Σοφίας.
Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και την μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία. Παρεβρέθηκαν 367 πατέρες μεταξύ . Στερέωσε και προφύλαξε τις εικόνες αναθεματίζοντας την εικονομαχία και καταδικάζοντας την ιδέα της σχηματοποιήσεως της αόρατης και άϋλης Τριάδος. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογραφήσεως του Χριστού και των Αγίων.
8η Οικουμενική Σύνοδος: 879-880 μ.Χ. Κωνσταντινούπολις.
Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα. Ηγήθηκαν ο Ορθόδοξος τότε Πάπας της Ρώμης Ιωάννης Η΄ (872-882) και ο Πατριάρχης της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης Μεγάλος Φωτιος (858-867, 877-886). Επεκύρωσε τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, και καταδίκασε το Φιλιόκβε, που μόλις τότε είχε αρχίσει να επιβάλλεται στην Δύση από τους Φράγκους.. [Kαταδίκασε τις αιρετικές Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809)].
9η Οικουμενική Σύνοδος: 1341 μ.Χ.
Δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον Ησυχασμό, καταδικάζοντας τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Έτσι η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συγκλήθηκε από αυτοκράτορα, (Συνοδικός Τόμος του 1341), συμμετείχε ο Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς), και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεπώς και η Σύνοδος αυτή έχει αξία Οικουμενικής Συνόδου.
    Η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος το 1341 καταδίκασε τον πλατωνικό μυστικισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, ο οποίος είχε έρθει από τη Δύση ως προσήλυτος στην Ορθοδοξία. Φυσικά η απόρριψη του πλατωνικού τύπου μυστικισμού ήταν παραδοσιακή πρακτική των Πατέρων.
    Οι ανωτέρω εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι, δημοσιεύτηκαν ως ρωμαϊκοί νόμοι υπογεγραμμένοι από τον Αυτοκράτορα αφού προηγουμένως τα πρακτικά τους υπογράφτηκαν από τους πέντε ρωμαίους Πατριάρχες, τους Μητροπολίτες και επισκόπους τους. Ο Αυτοκράτορας συγκαλούσε αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους σε συνεργασία με τα Πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία της α) Πρεσβυτέρας Ρώμης, β) Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, γ) Αλεξανδρείας, δ) Αντιοχείας, στα οποία προστέθηκε το 451 ε) των Ιεροσολύμων.
    Εξαιρείται η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος του 1341 που τα πρακτικά της προσυπέγραψαν μόνο τέσσερις ρωμηοί Πατριάρχες και επικύρωσε ο ρωμαίος αυτοκράτορας. Απουσίαζε το Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας Ρώμης που εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί βιαίως από τους Φράγκους, Λογγοβάρδους, και Γερμανούς με την βοήθεια των Νορμανδών.
   Μετά τη πτώση της Ελληνικής/Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Ρωμανία) και του αυτοκράτορα, το 1453 τα τέσσερα ρωμαϊκά Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συνέχισαν να συγκαλούν Συνόδους με τις οποίες συνέχισαν την παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων. Ο μόνος λόγος που αυτές οι Σύνοδοι δεν ονομάστηκαν "Οικουμενικές" είναι απλά γιατί ο τίτλος αυτός σημαίνει "Αυτοκρατορικές" επειδή οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων γίνονταν τμήμα του Ρωμαϊκού Δικαίου.
    Με άλλα λόγια οι αποφάσεις των ρωμαϊκών Συνόδων μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, αλλά όχι πλέον του αυτοκρατορικού Δικαίου. Δεν υπήρχε πλέον Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ρωμαίος αυτοκράτορας να εκδίδει ρωμαϊκούς Νόμους. Έτσι αυτές οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν ταυτόχρονα και εκκλησιαστικοί Νόμοι και ρωμαϊκοί Νόμοι. Οι Σύνοδοι που συνήλθαν μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου με κύρος όχι μικρότερο από τις Οικουμενικές Συνόδους.
   Δυστυχώς σήμερα υπάρχουν Χριστιανοί που αυτοαποκαλούνται Ορθόδοξοι αλλά αγνοούν όχι μόνον την Όγδοη και την Ένατη Οικουμενική Σύνοδο αλλά και τις υπόλοιπες οικουμενικές συνόδους. 
7 Mansi 17, 525 και Ι. Ρωμανίδη, Ρωμηοσύνη…
8 Ο Ιωάννης ΙΗ΄(1004-1009) γιός του Ορθόδοξου Ρωμηού ιερέα Λέοντος, είχε εκλεγεί πάπας από την σύγκλητο και τον λαό. Είναι ο τελευταίος ορθόδοξος Πάπας που μνημονεύεται στα δίπτυχα της Κωνσταντινουπόλεως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου