Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΠΑΠΙΣΜΟΥ
(The Heresy of Franco-Papacy)
ΜΕΡΟΣ
11ο
ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΡΑΓΚΟΠΑΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Dogmatic and other Disparities between Franco-Papacy
and Orthodox
Christianity)
Christianity)
3. Παποκαισαρισμός (Papal Caesarism)
Φραγκοπαπισμός
α. Ο παποκαισαρισμός
(Π/Κ) είναι η δια του ενεργούντος ως καίσαρος, πάπα, άσκηση θρησκευτικής
και πολιτικής εξουσίας ή η υποκατάσταση της
πολιτικής εξουσίας, και υποταγή της πολιτείας στην εκκλησία. Το αντίθετο
είναι το φαινόμενο του καισαροπαπισμού.
Κατά την θεωρίαν του παποκαισαρισμού, πάσα εξουσία,
εκκλησιαστική και πολιτική εκπορεύεται εκ του «τοποτηρητού του θεού επί της γης»,
του πάπα. Ουδεμία εξουσία είναι αυτόνομος και ουδείς εγκόσμιος άρχων είναι
νόμιμος, εάν δεν αντλεί την εξουσίαν εκ του κοσμοκράτορος Ρωμαίου ποντίφηκος
και εάν δεν τηρεί απόλυτον υποταγήν εις τον παποκαίσαρα του Βατικανού1.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι ο παποκαισαρισμός ήταν
απόρροια, εκτός από την αλαζονεία των παπών, και του καισαροπαπισμού των Φραγκο-γερμανών
αυτοκρατόρων.
«ο παπικός θρόνος ήταν πράγματι εγκλωβισμένος στις
ασφυκτικές αγκάλες ενός αδυσώπητου
καισαροπαπισμού, ο οποίος εναλλασσόταν μεταξύ της καταχρηστικής αυθεντίας
του Γερμανού αυτοκράτορα και των καιροσκοπικών αυθαιρεσιών των τοπικών ηγεμόνων
της Ιταλίας. Η σύνδεση του πολύμορφου δυτικού καισαροπαπισμού
με την εκλογή και την εγκαθίδρυση όλων σχεδόν των επισκόπων της Δυτικής
Εκκλησίας, αναδυόταν μεν ως ευνόητη από τις φεουδαλικές δομές της
δυτικής κοινωνίας, αποδιοργάνωνε όμως την όλη κανονική βάση της Εκκλησιαστικής
διοικήσεως, αφού η εκλογή τόσο του πάπα,
όσο και των επισκόπων της Εκκλησίας της Δύσεως είχε περιέλθει πλέον υπό τον
πλήρη έλεγχο του Γερμανού αυτοκράτορα ή των τοπικών ηγεμόνων2».
«Ο χριστιανισμός αποτελούσε στην Δύση κεντρικό ή και
το μοναδικό στοιχείο αναφοράς κάθε σοβαρής και συγκροτημένης πολιτισμικής
κινήσεως, επί πλέον δε είχε καταστεί βασικός δομικός παράγοντας της δυτικής
κοινωνίας……. Ο δυαλισμός μεταξύ των δύο εξουσιών, που πήγαζε από την εγγενή στην
δυτική χριστιανική πνευματικότητα αντίθεση, πνευματικού και κοσμικού, η οποία
εισήχθη με την σκέψη του Αυγουστίνου, οδήγησε σε μονιστικές τάσεις, οι οποίες
εκφράζονταν με την κυριαρχία είτε του ενός μέρους είτε του άλλου (παποκαισαρισμός, που έφθανε μέχρι την
Ιεροκρατία, ή καισαροπαπισμός),
ανάλογα προς τις πολιτικές ισορροπίες κάθε εποχής.
Από την μία
πλευρά η ιερατική εξουσία, εκμεταλλευόμενη την εξ αντικειμένου κεντρική θέση της, ήθελε να ελέγξει το εκκλησιαστικό σώμα στον πολυδιασπασμένο εθνικά και
πολιτικά δυτικό κόσμο μέσω μιας ενιαίας κοσμικής εξουσίας την οποία
προσπαθούσε να θέσει υπό την επιρροή της, ή, όταν αυτό κατέστη πολιτικά αδύνατο
με την διάλυση της Γερμανικής αυτοκρατορίας, μέσω της προβολής ιεροκρατικών
τάσεων επί των εθνικών κρατών. Από την
άλλη, οι φορείς της κοσμικής εξουσίας ήθελαν να ελέγχουν το εκκλησιαστικό σώμα
της επικρατείας τους για εσωτερικούς λόγους, όμως, δεν μπορούσαν να έλθουν
σε οριστική ρήξη με τον εκάστοτε φορέα της ιερατικής εξουσίας, η οποία
βρισκόταν στην βάση του πολιτισμικού και ιδεολογικού οικοδομήματος της Δύσεως.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι οποιαδήποτε συνεργασία
ήταν αδύνατη τόσο για θεωρητικούς, όσο και για πρακτικούς λόγους. Πράγματι, ο
έντονα θεοκρατικός χαρακτήρας του δυτικού μεσαιωνικού κόσμου απέκλειε εκ
προοιμίου την διαλεκτική συνύπαρξη ή την παράλληλη πορεία των δύο εξουσιών.
Παράλληλα όμως η αυθυπαρξία των δύο αυτών μεγεθών ήταν ουσιαστικά αδύνατη3».
β.To Bατικανό σήμερα, είναι το κέντρο του κρατικού
μηχανισμού-διοικητικού συστήματος της φραγκοπαπικής
συναγωγής (εκκλησίας κατά τους Δυτικούς και μερίδα Ορθοδοξιζόντων και
Οικουμενιστών ψευτο-ορθοδόξων) και του
παπικού κράτους.
«Ο πάπας είναι αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής
εκκλησίας(ΣΣ: Αποκαλουμένης ούτως από τους δυτικούς), και συγχρόνως αρχηγός του
κράτους του Βατικανού, που διαθέτει υπουργούς, παλαιότερα στρατό και σήμερα
αστυνομία, διπλωματία και ό,τι άλλο συνιστά ένα κράτος.
Γνωρίζουμε όλοι πόσοι αιματηροί και
μακροχρόνιοι πόλεμοι έγιναν στο παρελθόν από τους πάπες, και μάλιστα κατά τον «περί περιβολής» αγώνα4
που ήρχισε επί πάπα Γρηγορίου του Ζ΄ το 1075 και διήρκεσε 200 έτη. Σκοπός των
πολέμων αυτών ήτο η εξασφάλισις αλλά και η επέκτασις του κράτους του Βατικανού.
Και σήμερα παρά την εδαφική του σμίκρυνση το Βατικανό αναμιγνύεται ενεργώς και
προωθεί λύσεις υπέρ των συμφερόντων του, με αποτέλεσμα να πλήττονται άλλοι λαοί
και μάλιστα Ορθόδοξοι, όπως πρόσφατα
στον πόλεμο Κροατών και Μουσουλμάνων κατά των Ορθοδόξων Σέρβων»5.
γ. Οι παγκόσμιες βλέψεις του πάπα
εχρειάζοντο αγιογραφικόν έρεισμα για να αποδειχθεί ότι ο θεωρούμενος ως
διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, κέκτηται θείω δικαίω, όχι μόνον την
εκκλησιαστικήν, αλλά και την βασιλικήν εξουσίαν. Εγκαίρως λοιπόν επενοήθη η θεωρία των δύο ξιφών.
Πρώτος εισηγητής της
θεωρίας αυτής (των 2 ξιφών) φέρεται ο πάπας Γελάσιος (492-496 μ.Χ.) με την
επιστολήν του προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο6.
«Υπάρχουν δύο πράγματα,
σεβαστέ αυτοκράτορα, από τα οποία κυβερνάται αυτός ο κόσμος: Η αγιασμένη
εξουσία των ποντιφίκων και η βασιλική δύναμη. Όσον αφορά την μεταξύ τους σχέση, η βαρύτητα των ιερέων είναι μεγαλύτερη τόσο,
όσο, κατά την θεία κρίση, θα λογοδοτήσουν ακόμη και για τις ψυχές των ίδιων των
βασιλέων. Και πραγματικά, εξοχώτατε υιέ, γνωρίζεις ότι, αν και μέσω του
αξιώματός σου κυβερνάς την ανθρωπότητα, παρ’ όλα αυτά κλίνεις τον αυχένα με
σεβασμό σ’ αυτούς που διαχειρίζονται τα θεία. Ζητάς απ’ αυτούς τα μέσα της
σωτηρίας σου, και αναγνωρίζεις ότι ως εκ τούτου, λαμβάνοντας και διαθέτοντας τα
θεία μυστήρια όπως πρέπει, οφείλεις να
υποτάσσεσαι στην εκκλησιαστική τάξη και όχι να διατάζεις. Σ’ αυτά τα θέματα
πρέπει να βασίζεσαι στην κρίση τους και όχι να προσπαθείς να επιβάλεις την
άποψή σου».
Η θεωρία εύρε την πλήρη διατύπωσή
της εις την βούλλαν «Unam Sanctam» του πάπα Βονιφατίου Η΄ (1302 μ.Χ.).
Όταν ο Πάπας Βονιφάτιος Η΄ εκάθησε επί του θρόνου του, έφερε το ξίφος εις την
χείρα και διακήρυξε: «Ego Sum Caesar, ego Sum imperator- Εγώ είμαι Καίσαρ, εγώ
είμαι Αυτοκράτωρ». Έτσι ο Πάπας ανέστησε τον Ρωμαίο
Αυτοκράτορα, ο οποίος ανηγορεύετο pontifex maximus7.
δ. Η θεωρία των δύο ξιφών :
(1) Στηρίζεται, κατά τους παπικούς, στο
χωρίον της Καινής Διαθήκης που ομιλεί περί δύο μαχαίρων [«.. Κύριε ιδού μάχαιραι ώδε δύο… Ο δε είπεν
αυτοίς, ικανόν εστί.»(ΛΟΥΚΑΣ: 22/38)].Την φράση «μάχαιραι δύο» οι παπικοί ερμήνευσαν ως την κοσμικήν και ιερατικήν
εξουσίαν.
(2) Υλοποιήθηκε αρχικά το 754 μ.Χ. (Ο πάπας
της Ρώμης Στέφανος ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τους Φράγκους - ο Φράγκος
ηγεμόνας Πιπίνος έσπευσε εις βοήθειαν εισέβαλε στην Ιταλία και κατήργησε το
Βυζαντινό εξαρχάτο - Ο Πιπίνος εχρίσθη αυτοκράτορας από τον πάπα και ο ίδιος διώρισε έξαρχο τον πάπα).
(3) Εφηρμόσθη στην πράξη τον 12ον - 13ον
αιώνα, περίοδον πλήρους εκκοσμικεύσεως του παπικού αξιώματος.
ε. Οι πάπες μη ευρόντες ασφαλή ερείσματα του
Παποκαισαρισμού από τις Γραφές κατέφυγαν στην απάτη.
(1) Εχαλκεύσαν τα Κλημέντια (20 ομιλίες που
αποδίδονται στον Επίσκοπον Ρώμης Κλήμεντα (1ος μ.Χ. αι.).
(2) Πλαστογράφησαν χωρία από αποφάσεις
οικουμενικών Συνόδων και πατερικά κείμενα. (Στα κείμενα οι Σύνοδοι και οι
Πατέρες, εμφανίζονται αποδεχόμενοι την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν ως Ήλιον καταυγάζοντα
όλες τις άλλες εκκλησίες).
(3) Δομικανικός μοναχός το 1261
ενεφάνισε στον πάπα Ουρβανόν Δ΄ σύγγραμμα με πλαστά χωρία αποφάσεων Οικουμενικών
Συνόδων και Πατέρων της Ανατολής. Το σύγγραμμα παρελήφθη από τον Θωμά τον
Ακινάτο και ενσωματώθηκε στο σύγγραμμά του Opusculum Contra errores Graecorum (Πόνημα
κατά των Ελληνικών πλανών).
(4) Αλλοίωσαν τους κανόνες 3, 4, 5 της
Σαρδικής Συνόδου8.
(5) Συνεγράφη το νόθο βιβλίο Decretales (Διατάξεις) με βάση παλαιότερη
συλλογή παπικών διατάξεων υπό το όνομα του Ισιδώρου
της Σεβίλλης, στον οποίο είχαν συναθροισθεί επιστολές, γραφείσες δήθεν, από
αρχαιοτέρους επισκόπους της Ρώμης.
(6) Κατά τους Παπικούς από τα
περιεχόμενα του βιβλίου (ψευδο-ισιδώρεια),
προέκυπταν ότι :
(α) Γάλλοι επίσκοποι ζητούσαν να
αποτινάξουν τον ζυγόν των μητροπολιτών και να αναφέρονται κατ’ ευθείαν στον
Πάπα.
(β) Η ιερωσύνη υπέρκειται της
πολιτικής εξουσίας ο δε πάπας ως κορυφή της Ιερωσύνης, είναι κεφαλή της όλης
οικουμένης (capus totius orbi) και συνεπώς δέον όπως κυριαρχεί εκκλησιαστικώς και πολιτικώς του κόσμου.
(γ) Ο Μ. Κωνσταντίνος αναχωρών εκ
της Δύσεως παρεχώρησε στον Πάπα την Διοίκηση του Δυτικού Κράτους, αυτοκρατορική
εξουσία, αυτοκρατορικές τιμές και αυτοκρατορικά διάσημα (Ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά-Codex Carolinus 778 μ.Χ.).
στ. Με βάση τους παραπάνω
ισχυρισμούς των παπικών, η παπική αυλή παρουσίαζε έκτοτε οργάνωση αυτοκρατορικής
αυλής, ο δε οίκος του πάπα από τον 9ο αιώνα εκαλείτο Sacrum Palatium Lateranense= Ιερό ανάκτορο του Λατερανού.
ζ. Οι παπικοί εμπνευστές του Π/Κ (επίσκοπος και κοσμικός άρχων)
κατέφυγαν ακόμη και στην θεωρία του Ηλίου και της Σελήνης. Κατά τον Πάπα
Ινοκέντιο Γ΄ (1198-1216) «όπως η σελήνη δεν είναι αυτόφωτος, αλλά δέχεται εκ
του Ηλίου το φως, ούτω και η βασιλική εξουσία είναι αντανάκλασις της Παπικής».
Επειδή δε η Σελήνη εδημιουργήθη μετά τον Ήλιο (ΓΕΝ: 1/16), η Σελήνη (Κοσμική
Εξουσία) τελεί υπό τον Φωστήρα τον μέγα (Ήλιο) δηλ. την εξουσία της Εκκλησίας,
τον πάπα!!!
η. Λίγα μόλις χρόνια
μετά το Σχίσμα, το 1075, ο πάπας Γρηγόριος Ζ' προβάλλει -στις περίφημες παπικές
υπαγορεύσεις του- τις αξιώσεις του παπικού θρόνου για την απόλυτη παγκόσμια
κυριαρχία:
«Η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Θεό. Ο πάπας είναι ο απόλυτος κύριος της
παγκόσμιας Εκκλησίας. Διορίζει και καθαιρεί επισκόπους. Μόνο αυτός μπορεί να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο. Οι
αντιπρόσωποί του είναι ανώτεροι από τους επισκόπους. Μόνο αυτός χρησιμοποιεί τα
αυτοκρατορικά διάσημα. Οι πρίγκηπες οφείλουν να του
φιλούν τα πόδια. Έχει το
δικαίωμα να καθαιρεί τους αυτοκράτορες. Χωρίς την δική του έγκριση κανένα
βιβλίο δεν είναι έγκυρο. Οι αποφάσεις του δεν ακυρώνονται από κανέναν αυτός
μόνος μπορεί να ακυρώνει τις αποφάσεις όλων των άλλων. Ο πάπας δεν μπορεί να κριθεί από κανέναν. Η αγιότητά του είναι
εξασφαλισμένη χάρη στις αρετές του αγίου Πέτρου. Η Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν
σφάλλει ποτέ, ούτε και πρόκειται ποτέ να σφάλει»9.
Το 1075 μ.Χ. ξεκινά
τυπικά η προσπάθεια του Γρηγορίου Ζ΄ για την επιβολή του παποκαισαρισμού στην
Δύση, με την έκδοση της Dictatus Papae.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για την εξαγγελία της παπικής κοσμικής εξουσίας, όχι
μόνο ως αντίβαρο στον καισαροπαπισμό των Φράγκων, αλλά και ως αυτόνομη
ενέργεια, με σκοπό την επιβολή του πάπα ως πολιτικού ηγέτη και μάλιστα με
εξουσία ανώτερη των κοσμικών αρχόντων.
Με την Dictatus papae τίθενται τα θεμέλια
της κοσμικής εξουσίας του πάπα.
Το παπικό κράτος
ιδρύθηκε τον ΙΑ΄ αι. με συγκεκριμένες και ξεκάθαρες διακηρύξεις και ενέργειες
του παπισμού, όχι στο ομιχλώδες τοπίο του Η΄ αι., όπως θέλουν να προπαγανδίζουν
οι παπικοί. Ταυτόχρονα, με την επιβολή
του παποκαισαρισμού, κατοχυρώνονται το παπικό πρωτείο, το αλάθητο και έκκλητον (έκκλητος = Ο εκλεγείς όπως δικάσει,, κατέχων θέση διαιτητού).
Παρατίθενται επιγραμματικώς τα βασικώτερα
σημεία του κειμένου της Dictatus,
από τα οποία ένας κοινός ανθρώπινος νους μπορεί:
- Να επισημάνει ότι στο πρωτότυπο λατινικό κείμενο δεν κατονομάζεται ποίος
Θεός, αλλά αναφέρεται αορίστως η λ. θεός, χωρίς να κατονομάζεται ο Ένας και
Μοναδικός αληθινός Θεός των Χριστιανών που είναι ο Ιησούς Χριστός!!! (Στο λατινικό κείμενο αναφέρονται οι λ. Domino και Dio και όχι
Ιησούς Χριστός ή Τριαδικός Θεός).
- Να συμπεράνει ότι: Παποκαισαρισμός= Εωσφορική αλαζονεία + δαιμονική φιλαρχία+
αντιχριστιανική μισαλλοδοξία10.
Dictatus Papae
1 Η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε μόνο από τον Θεό.
2. Μόνον ο Ρωμαίος ποντίφικας
μπορεί να ονομάζεται οικουμενικός.
3. Μόνον αυτός μπορεί
να καθαιρεί και να επαναφέρει επισκόπους.
4. Σε μία σύνοδο ο λεγάτος του πάπα, ακόμη και αν είναι μικρότερου βαθμού,
είναι υπεράνω των επισκόπων, και μπορεί να περάσει απόφαση καθαιρέσεως αυτών.
5. Ο πάπας μπορεί να
καθαιρέσει απόντες (χωρίς απολογία).
6. Οι πιστοί δεν πρέπει
να μένουν στην ίδια οικία με τους αφορισμένους από τον πάπα.
7. Μόνον στον πάπα είναι επιτρεπτό, σύμφωνα με
τις ανάγκες των καιρών, να εκδίδει καινούργιους νόμους, να ορίζει νέες συνάξεις
(σ.σ. εδώ εννοεί ότι μπορεί να καθορίζει νέες επισκοπές κατά το δοκούν), να
μετατρέπει ένα ηγουμενείο σε αβαείο˙ από την άλλη να διαιρεί μια πλούσια
επισκοπή και να ενώνει φτωχές.
8. Ότι Μόνον αυτός
μπορεί να φέρει τα αυτοκρατορικά διάσημα.
9. Όλοι οι πρίγκιπες οφείλουν να φιλούν το πόδι του πάπα.
10. Μόνο το όνομά του
μπορεί να μνημονεύεται στις εκκλησίες.
11. Αυτό είναι το
μοναδικό όνομα στον κόσμο.
12. Στον
πάπα επιτρέπεται να καθαιρεί αυτοκράτορες.
13. Καμιά σύνοδος δεν μπορεί να ονομαστεί
οικουμενική χωρίς την άδειά του.
14. Κανένα κεφάλαιο και
κανένα βιβλίο δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονικό χωρίς την έγκρισή του.
15. Μία απόφαση που
εκδόθηκε από αυτόν δεν μπορεί ν’ ανακληθεί από κανέναν˙ και ότι μόνο αυτός
μπορεί να την ανακαλέσει.
16. Η εκκλησία της
Ρώμης δεν έσφαλε ποτέ˙ ούτε θα σφάλει στον αιώνα, φέροντας την μαρτυρία της
Αγίας Γραφής.
17. Ο Ρωμαίος ποντίφικας, αν είναι κανονικά
διορισμένος, έχει γίνει αναμφίβολα άγιος από τα δικαιώματα του αγίου Πέτρου.
18. Με εντολή και
συμφωνία του πάπα, μπορεί να είναι νόμιμο για τους υφισταμένους του να υποβάλλουν
τις κατηγορίες.
19. Ο πάπας μπορεί να
εκθρονίζει και να επανατοποθετεί επισκόπους χωρίς σύνοδο.
20. Όποιος δεν συμφωνεί με την εκκλησία της
Ρώμης, δεν πρέπει να θεωρείται καθολικός (ΣΣ: Παπικός).
21. Ο πάπας μπορεί ν’ απαλλάσσει υπηκόους από
τον όρκο πίστης τους σε μοχθηρούς ανθρώπους (ΣΣ: Ως μοχθηροί
χαρακτηρίζονται όλοι οι μη πιστεύοντες/ υποτασσόμενοι στα παρανοϊκά
δόγματα/διατάγματα του πάπα, χριστιανοί και αλλόδοξοι).
Με την Dictatus Papae και άλλα διατάγματα
του πνεύματος της «Γρηγοριανής μεταρρυθμίσεως», ο παπισμός προσπάθησε να
επιβάλει την ανωτερότητα της αρμοδιότητάς του και σε κοσμικά ζητήματα, πέρα των
εκκλησιαστικών.
Από τον Γρηγόριο Ζ΄ και
μετά, ξεκινά μια νέα παπική οπτική επί του θέματος, όπως φαίνεται και μέσα από
την αλληλογραφία του με τον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο Δ΄. Για τον Γρηγόριο, οι
δύο εξουσίες, κοσμική και εκκλησιαστική, είναι όπως δύο
μάτια ενωμένα σε ένα σώμα, μόνο που το σώμα αυτό είναι η Εκκλησία11.
Μ’ αυτές τις θέσεις του
πάπα Γρηγορίου Ζ' αρχίζουν οι σκληροί αγώνες της «Εκκλησίας» της Ρώμης για την
θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική επιβολή της στους χριστιανικούς λαούς της
Δύσεως (αγώνας περί περιβολής), που
διαρκούν 200 περίπου χρόνια. Τελικά, ο πάπας συγκεντρώνει στα χέρια του κάθε
εξουσία -πνευματική, πολιτική, νομοθετική, δικαστική. Είναι η
πρώτη εμφάνιση του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη.
Το 1095 ο πάπας
Ουρβανός Β΄, με το σύνθημα «Το θέλει ο
Θεός», ξεσήκωσε ολόκληρη τη δυτική Χριστιανοσύνη σε ιερό πόλεμο κατά των
Μουσουλμάνων που κατείχαν τους Αγίους Τόπους. Στην Σύνοδο του Νοε. 1095, την
οποία συγκάλεσε ο Πάπας Ουρβανός ζητήθηκε η οργάνωση παπικού στρατού που έγινε
πραγματικότητα με την επιστράτευση των φραγκοπαπικών λεγομένων σταυροφόρων και
την διεξαγωγή των αλήστου μνήμης, φραγκοπαπικών σταυροφοριών κατά της Ανατολής.
η. Έτσι ο πάπας έγινε την εποχή
εκείνη, η ανώτατη εξουσία στον κόσμο, κοσμοκράτορας. Στον πάπα οι κοσμικοί άρχοντες επλήρωναν φόρους. Για να υπερασπίζει
την εξουσία του ο πάπας είχε σαν όπλα του, τον αφορισμό, την εκθρόνιση, την
δολοφονία και την απαγόρευση.
θ. Σήμερα ο πάπας έχει δικό του
κράτος (Βατικανό) με σημαία, αστυνομία, νόμισμα, κυβέρνηση, Τράπεζες. Οι
διπλωματικοί αντιπρόσωποι του πάπα, πρέσβεις, στα διάφορα κράτη λέγονται
Νούντσιοι. Το Βατικανό συνάπτει με τα κράτη ειδικές Συμφωνίες (Κονκορδάτα) που
ουσιαστικώς είναι πλεονεκτήματα δράσεως, προσηλυτισμού και κατασκοπείας.
ι. Μετά τον πάπα, την κυβέρνηση (Curia) συγκροτούν οι παπικοί καρδινάλιοι.
Η Κουρία είναι Οικονομικός Οργανισμός, ανωτέρα των Επισκόπων. Είναι ουσιαστικά
Ίδρυμα των παπών, διότι οι Καρδινάλιοι εκλέγουν τον πάπα. Προσφάτως το
Βατικανόν απέκτησε και «Υπουργό Οικονομικών12».
Συνεχίζεται
1 Αρχιμ. Σπυρ. Μπιλάλης, Ορθοδοξία και Παπισμός, Αθήναι
1988, σ.132.
2 Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς
(Εκκλησιαστική ιστορία, τόμος β΄ σελ. 393-4) για την χρονική περίοδο 1054-1517.
3 Βασ. Χρ.
Καραγιώργης, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της
Επαναστάσεως (1821), εκδ. «Διήγηση», Αθήνα 1998, σελ. 14-15.
4 Περιβολή ήταν το δικαίωμα του φεουδάρχη να
επικυρώνει την εκλογή των επιχώριων επισκόπων και ηγουμένων. Οι ηγούμενοι των
μοναστηριών που δεν ελέγχονταν από τοπικούς κτήτορες εκλέγονταν από την σύναξη
των μοναχών της μονής, ενώ οι επίσκοποι από τον τοπικό κλήρο. Και οι δύο,
ηγούμενοι και επίσκοποι, για να ασκήσουν την εξουσία τους, έπρεπε να εγκριθούν
από τον λαό, αλλά ως «λαός» λογίζονταν ο
τοπικός φεουδάρχης ή ο βασιλιάς κατά περίπτωση (καισαροπαπισμός).
Ο πάπας αξίωσε να έχει την αρμοδιότητα εκτός από
επισκόπους, να ανεβοκατεβάζει και βασιλιάδες, φεουδάρχες, ηγεμόνες. Οι αξιώσεις αυτές
οδήγησαν βραχυπρόθεσμα στην έριδα της περιβολής, μεσοπρόθεσμα στον
χωρισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας – οι παπικοί, βέβαια, ρίχνουν την ευθύνη για
τον χωρισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας στην πολυγαμία του Ερρίκου Η΄ Τυδώρ,
αλλά αυτή έδωσε μακροπρόθεσμα, το έναυσμα των εξελίξεων, και την υποστήριξη του
Λουθηρανισμού από τους Γερμανούς βασιλείς, στο αίτημα για την εκκοσμίκευση του κράτους
και στις διαταραγμένες σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας με την σημερινή μορφή.
5 Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός) [Ποιμαντικόν
εγχειρίδιον, Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου
Αγίου Όρους].
6 Ad Anastasium imperatorem II, PL
56.633. Αγγλική μετάφραση J. Robinson, Readings
in European History, London-Boston-New York 1904, vol. 1 p. 72.
7 Όπως υποσ.
(1) σ.152-153.
8 Η Σαρδική ήταν πόλη της ελληνικής
αυτοκρατορίας, αιώνες πριν εμφανισθούν οι Βούλγαροι στην περιοχή (Η σημερινή Σόφια).
Βρισκόταν στα βόρεια σύνορα της τότε ενιαίας Ελληνικής Θράκης. Εκεί συγκροτήθηκε η τοπική Σύνοδος το 347,
στην οποίαν οι πατέρες επιβεβαίωσαν, χωρίς να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν τι,
τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, εδικαίωσαν/αθώωσαν τον Μ. Αθανάσιον,
τον Παύλον και Μάρκελλον που εσυκοφαντούντο από τους αιρετικούς και τους
ορθοδοξίζοντες παπικούς της Δύσεως, και επικύρωσαν τις αρμοδιότητες του πάπα, οι
οποίες περιορίζοντο αποκλειστικώς και μόνον μόνον, στις υποκείμενες σ’αυτόν
επαρχίες.
Το
όνομα Σερδική ή Σαρδική ήταν δημοφιλές σε Λατινικές, Αρχαίες
Ελληνικές
και Βυζαντινές Ελληνικές πηγές από την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Χρησιμοποιήθηκε για
τελευταία φορά το 19ο αιώνα σε ένα Βουλγαρικό κείμενο, «Λειτουργία και
αγιογραφία του Αγίου Γεωργίου του Νέου της Σόφιας». Άλλο όνομα της Σόφιας, Τριάδιτζα, αναφερόταν σε Ελληνικές
μεσαιωνικές πηγές. Το Βουλγαρικό όνομα «Σρέντετς»,
που σχετίζεται με το «σρέντα» (μέσο), πρωτοεμφανίσθηκε στο «Όραμα του Δανιήλ»
του 11ου αιώνα και χρησιμοποιείτο ευρέως το Μεσαίωνα.
Το
σημερινό όνομα, Σόφια,
πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον καταστατικό χάρτη της Βίτοσα του Βούλγαρου τσάρου Ιβάν
Σισμάν, του 14ου αιώνα, ή στις σημειώσεις ενός εμπόρου
από το Ντουμπρόβνικ του 1376. Aναφέρεται
στην περίφημη αρχαία Εκκλησία της Αγίας Σοφίας της πόλεως. Παλαιότερον στην
θέση της σημερινής πόλεως υπήρχε Ελληνικός/Θρακικός οικισμός. Αν και το
Σρέντετς παρέμεινε σε χρήση μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, το Σόφια σταδιακά
ξεπέρασε το Σλαβικό όνομα σε δημοφιλία. Κατά την Οθωμανική περίοδο ονομαζόταν
Σόφια από τους Τούρκους κατακτητές της Ρωμανίας. Το 1829 και το 1878 κατελήφθη
από τους Ρώσους και εκχωρηθείσα στους Βουλγάρους, έγινε πρωτεύουσα στο
νεοκατασκευασθέν από τις «Μεγάλες
Δυνάμεις» της εποχής εκείνης, κράτος, από το 1879.
9 Patrologia Latina, έκδ. J.P. Migne, Paris
1844-1890, τ. 148,107. Βλ.
ελληνική μετάφραση: Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Β', Αθήναι 1994,
σ. 336.
10 Λατινικό κείμενο ed. Erich
Caspar, Das Register Gregors VII, στη σειρά MGH, Epistolae Selectae, Band
1 s. 201-8
11 Herbert Edward John Crowdey, Pope Gregory VII, 1073-1085, p.609.
.
12 περ. «Ανάπλασις», Περίοδος Γ΄. Αρ. 161, Ιανουάριος
1968 σ.9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου