Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ
ΦΡΑΓΚΟΠΑΠΙΣΜΟΥ
(The Heresy of Franco-Papacy)
ΜΕΡΟΣ
12ο
ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΡΑΓΚΟΠΑΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Dogmatic and other Disparities between Franco-Papacy
and Orthodox Christianity)
3. Παποκαισαρισμός (Papal Caesarism)
(Συνέχεια 11ου μέρους)
Ορθοδοξία
α. Ουδεμία
σύγχυση ή ένωση των δύο εξουσιών επιτρέπει η κατηγορηματική ρήση του Κυρίου «…ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ
τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ.» (ΜΑΤΘ: 22/21).
β. Η βασιλεία του Χριστού δεν ήταν κοσμική (εκ του
κόσμου) [ΙΩΑΝΝ: 18/36]. Έτσι όταν οι Ιουδαίοι ηθέλησαν να ανακηρύξουν το Χριστό
επίγειο βασιλέα, ο Κύριος απαντά δια της φυγής Του (ΙΩΑΝΝ: 6/15).
γ. Η διακήρυξη του Χριστού περί της βασιλείας Του
(ΙΩΑΝ: 18/36) γίνεται ενώπιον του Ρωμαίου Ηγεμόνος.
δ. Ο Ιησούς καταβάλλει φόρους εις τον Καίσαρα δια του
Πέτρου (ΜΑΤΘ: 17/27).
ε. Ο Ουράνιος
βασιλεύς εξέλεξε επί της Γης ως θρόνον Του τον Σταυρό. Απέφυγε επιμελώς
κάθε εγκόσμια μέριμνα. Δεν ανεμίχθη ούτε στον μερισμό της κληρονομίας δύο
αντιμαχομένων αδελφών (ΛΟΥΚ: 12/14).
στ. Ο Πέτρος έβλεπε τον εαυτόν του δούλο και Απόστολο
του Χριστού και όχι ανώτατο άρχοντα της Οικουμένης [«Υποτάγητε ούν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον, είτε βασιλεί,
ως υπερέχοντι», (Α΄ ΠΕΤΡΟΥ: 2/13-14)].
Ο Παύλος
καταδικάζει εμμέσως πλην σαφώς, την θεωρίαν του Παποκαισαρισμού [«Οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν, και
μη εαυτοίς αρέσκειν..», (ΡΩΜ: 15/1)].
ζ. Σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες οι κληρικοί δεν
επιτρέπεται να ασχολούνται με την πολιτική εξουσία ή να αναλαμβάνουν πολιτικά
αξιώματα, καθώς αυτό αντίκειται και στο Ευαγγέλιο: «...ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ
τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ».
Οι κληρικοί
έχουν αναλάβει μόνο Εκκλησιαστική διακονία.
Οι ιεροί κανόνες διακελεύουν τα εξής:
(1) «Ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ Διάκονος κοσμικάς
φροντίδας μή ἀντιλαμβανέτω. Εἰδέ μή καθαιρείσθω» (στ΄ Αποστολικός Κανών).
(2) «Εἴπομεν, ὅτι οὐ χρή Ἐπίσκοπον ἤ πρεσβύτερον
καθιέναι εἰς δημοσίας διοικήσεις, ἀλλά προσευκαιρεῖν ταῖς Ἐκκλησιαστικαῖς
χρείαις. Ἤ πειθέσθω οὖν τοῦτο μή ποιεῖν, ἤ καθαιρείσθω. Οὐδείς γάρ δύναται δυσί
κυρίοις δουλεύειν», κατά την Κυριακήν παρακέλευσιν (πα΄ Αποστ.).
(3) «Ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, στρατείᾳ
σχολάζων, καί βουλόμενος ἀμφότερα κατέχειν, Ρωμαϊκήν καί ἱερατικήν διοίκησιν,
καθαιρείσθω. Τά γάρ Καίσαρος Καίσαρι, καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ». (πγ΄ Αποστ.).
(4) «Τοὺς ἅπαξ ἐν κλήρῳ τεταγμένους, ἢ καὶ μοναστάς, ὡρίσαμεν
μήτε ἐπὶ στρατείαν, μήτε ἐπὶ ἀξίαν κοσμικὴν ἔρχεσθαι· ἤ, τοῦτο τολμῶντας,
καὶ μὴ μεταμελομένους, ὥστε ἐπιστρέψαι ἐπὶ τοῦτο, ὅ διὰ Θεὸν πρότερον εἵλοντο, ἀναθεματίζεσθαι». (ζ΄ κανών της Δ΄ Οικ. Συνόδου).
η.Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σχολιάζει επ’ αυτών:
«Εἰς δύο διαιρεῖται ἡ ἐξουσία καί
ἡ ἀρχή. Ἄλλη μέν εἶναι κοσμική, τήν ὁποίαν ἐνεπίστευσεν ὁ Θεός εἰς τούς Βασιλεῖς
καί τούς ἄρχοντας, ἄλλη δέ εἶναι πνευματική, τήν ὁποίαν ἐνεχείρισεν ὁ Θεός εἰς
τούς ἀρχιερεῖς καί τῶν ψυχῶν οἰκονόμους. Ἐναντία δέ ἡ μία μέ τήν
ἄλλην ὑπάρχει. Ἡ μέν γάρ εἶναι ἐπίγειος ἡ δέ εἶναι οὐράνιος. Ἡ μέν φορεῖ
μάχαιραν καί θανατοῖ, ἡ δέ πράως συγχωρεῖ καί ζωοποιεῖ… Τό δέ αὐτό ἄτοπον
ἀκολουθεῖ ἀνίσως, ἤ ὁ βασιλεύς τολμήσῃ νά ἐπιβαίνῃ τοῦ βήματος, ἤ ὁ ἀρχιερεύς
νά βασιλειᾷ καί νά ζώννυται μάχαιραν13».
θ. Οι
σχέσεις Εκκλησίας - κράτους καθορίσθηκαν κυρίως από το Νομοθετικό έργο του
Ιουστινιανού (ΣΤ΄ Νεαρά), το οποίον (όσον αφορά το θέμα μας) αποτελεί το
καταστάλλαγμα μακροχρόνιων και επώδυνων ζυμώσεων. Γύρω από αυτόν τον άξονα ως
σημείο αναφοράς λειτουργεί το δίπολο των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας (Αρχή της συναλληλίας).
«Στην ΣΤ΄ Νεαρά ο Ιουστινιανός (535 μ.Χ.) αποτύπωσε
την πολιτική θεολογία της Εκκλησίας την οποία ταύτισε ουσιαστικά και θεσμικά με
την πολιτική θεωρία της αυτοκρατορίας:
«Μέγιστα τῶν ἐν ἀνθρώποις ἐστί δῶρα Θεοῦ παρά τῆς
ἄνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας Ἱερωσύνη τε καί Βασιλεία, ἡ μέν τοῖς θείοις
ὑπηρετουμένη, ἡ δέ τῶν ἀνθρωπίνων ἐξάρχουσά τε καί ἐπιμελουμένη, καί ἐκ μιᾶς
καί τῆς αὐτῆς ἀρχῆς ἑκατέρα προϊοῦσα καί τόν ἀνθρώπινον κατακοσμοῦσα βίον, ὥστε
οὐδέν οὕτως ἄν εἴη περισπούδαστον βασιλεῦσιν ὡς ἡ τῶν ἱερέων σεμνότης, οἵ γε
καί ὑπέρ αὐτῶν ἐκείνων ἀεί τόν Θεόν ἱκετεύουσιν. Εἰ γάρ ἡ μέν ἄμεμπτος εἴη
πανταχόθεν καί τῆς πρός Θεόν μετέχοι παρρησίας, ἡ δέ ὀρθῶς τε καί προσηκόντως
κατακοσμοίῃ τήν παραδοθεῖσαν αὐτῇ πολιτείαν, συμφωνία τις ἀγαθή, πᾶν εἴ τι
χρηστόν τῷ ἀνθρωπίνῳ χαριζομένη γένει».
Η κοινή αυτή θεία προέλευση των δύο εξουσιών (Ιερωσύνης και Βασιλείας), αποτελούσε
όχι μόνο εγγύηση της αυτοδυναμίας και της αυτοτέλειας της κάθε μίας χωριστά,
αλλά και της ενότητας της αναφοράς των δύο στο ανθρώπινο γένος (φιλανθρωπία).
Και οι δύο υπηρετούσαν με διάφορες προοπτικές και με διάφορα μέσα την ίδια
αποστολή στον κόσμο, ήτοι την πραγμάτωση της βουλής του Θεού για τη σωτηρία του
κόσμου...
...Από το περιεχόμενο της κοινής θείας εντολής δεν
ήταν δυνατόν να προκύψουν αντίθετες νομοθεσίες, γι’ αυτό και ο Ιουστινιανός
στην ΣΤ΄ Νεαρά ορίζει ότι «καλῶς δέ ἄν ἅπαντα πράτοιτο καί προσηκόντως, εἴπερ ἡ
τοῦ πράγματος ἀρχή γένοιτο πρέπουσα καί φίλη Θεῷ. Τοῦτο δέ ἔσεσθαι, πιστεύομεν,
εἴπερ ἡ τῶν ἱερῶν κανόνων παρατήρησις φυλάττοιτο, ἥν οἵ τε δικαίως ὑμνούμενοι
καί προσκυνητοί καί αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ Θεοῦ Λόγου παραδεδώκασιν
ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐφύλαξάν τε καί ὑφηγήσατο»14.
ι. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύοντες τους περί
εξουσιών λόγους της Α.Γ. συνιστούν εις πάντας ανεξαιρέτως υποταγήν:
(1) «Τοις τε άρχουσι και ηγουμένοις ημών επί της γής συ Δέσποτα έδωκας την
εξουσίαν τοις βασιλείας αυτοίς... οις δος Κύριε υγίειαν, ειρήνη, ομόνοιαν,
ευστάθειαν εις το διέπειν αυτούς την υπό σου δεδομένην αυτοίς ηγεμονίαν
απροσκόπτως...» (Κλήμεντος Ρώμης, Α΄ Κορ. 61,1)
(2) «Υποτασσώμεθα και Θεώ και αλλήλοις
και τοις επί γης άρχουσι...» (Γρηγ. Θεολόγος, Προς πολιτευομένους, 6).
(3) Ο Μ. Αθανάσιος μολονότι διώκεται υπό
των βασιλέων, υποτάσσσεται εις την εξουσίαν (Μ. Αθανασίου, Απολογία προς
Βασιλέα Κωνστάντιον, σ.26).
(4) Ο Αυγουστίνος ομιλών περί της
εγκοσμίου εξουσίας, υπενθυμίζει τον λόγον του Παροιμιαστού «Δι εμού βασιλείς
βασιλεύουσι και οι δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνη» (ΠΑΡΟΙΜ: 8/15)15.
(5) Ο Ι. Χρυσόστομος ερμηνεύων χωρίον
του Παύλου («Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω») γράφει: «όχι απλώς πειθέσθω αλλ’ υποτασσέσθω»
(Εις Ρωμαίους, Ομιλία 23).
ια. Η θεωρία του παποκαισαρισμού (Π/Κ) είναι αντιευαγγελική, ρίζαν έχουσα την άκρατον φιλαρχίαν του
ρωμαίου ποντίφηκος, διαμορφωθείσα υπό την άμεση επίδραση του εγκοσμίου πνεύματος
της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
ιβ. Η παπική ερμηνεία του ευαγγελικού χωρίου του
ομιλούντος περί δύο μαχαιρών
(ΛΟΥΚΑΣ, 22/38) είναι αυθαίρετος και αβάσιμος.
-Στο παραπάνω επίμαχον χωρίον, ο Ιησούς προαναγγέλλει
την σύλληψη και την πορείαν Του προς τον Γολγοθά. Οι μαθητές Του δεν κατάλαβαν
την σημασίαν των λόγων του Κυρίου (επέκειτο η επαλήθευση στο πρόσωπόν Του, ΟΛΩΝ
των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης περί του μέλλοντος να συλληφθεί, να
χλευασθεί, να σταυρωθεί, να ενταφιασθεί και να αναστηθεί Μεσσίου του λαού
Ισραήλ) και του είπαν ότι ήσαν διατεθειμένοι να Τον υπερασπισθούν, να
φυλακισθούν και να πεθάνουν προς τούτο, επιδεικνύοντας δύο μαχαίρας που ήσαν στο δωμάτιο ή είχαν κομίσει μεθ’ εαυτών.
Τότε ο Κύριος τους είπε: « Αφού δεν εννοείτε τι σας λέγω, ας μη εκτεινώμεθα σε περαιτέρω συζήτηση».
Από πού εξήγαγαν το συμπέρασμα, οι μισαλλόδοξοι παπικοί, ραμφιστές των κειμένων
της Αγίας Γραφής, ότι οι δύο εκείνες μάχαιρες υπονοούσαν την κοσμικήν και
πνευματικήν εξουσίαν;
-Αγιογραφικώς ως μάχαιρα εννοείται αυτό που δίδει το
Άγιον Πνεύμα, και η οποία είναι ο Λόγος του Θεού [«..Και την περικεφαλαίαν του
σωτηρίου δέξασθε, και την μάχαιραν του
Πνεύματος, ό εστί ρήμα Θεού..» (ΕΦΕΣΙΟΥΣ, 6/17)].
Ο Απόστολος Παύλος αλλαχού χαρακτηρίζει τον λόγον του
Θεού ως μάχαιραν δίστομον [«…Ζων γαρ
ο λόγος του Θεού και ενεργής και
τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον….» (ΕΒΡΑΙΟΥΣ, 4/12)].
Εάν ο Κύριος με την μάχαιραν εννοούσεν εξουσίαν
κοσμικήν και αυτοδικίαν, τότε δεν θα αποσπούσε την μάχαιραν από τα χέρια ενός από
τους άνδρες της συνοδείας Του, όταν ο όχλος ήλθε να Τον συλλάβει στο όρος των
ελαιών, και δεν θα του έλεγε:
«Απόστρεψόν σου την μάχαιραν εις τον τόπον
αυτής….» (ΜΑΤΘΑΙΟΣ, 26/52).
- Κατά μίαν μαρτυρίαν γέροντος ασκητού,
τα δύο μαχαίρια είναι οι δύο αρετές
της ορθής πίστεως και ορθής πράξεως.
«Έλεγε δε κι αυτό σε μας ο ίδιος αββάς Βασίλειος για τον
γέροντα τούτο, τον αββά Κοσμά: «Τον επισκέφτηκα, όταν ησύχαζε στη λαύρα Φαράν.
Και μου λέει ο γέροντας: «Μου ήρθε κάποτε ένας λογισμός που έλεγε: Τί είν’ αυτό
που λέει ο Κύριος στους μαθητές του: «Ο έχων ιμάτιον πωλησάτω αυτό και
αγορασάτω μάχαιραν. Και αυτοί είπον: Ιδού
δύο μάχαιραι»; Και καθώς συλλογιζόμουν για πολύ το ρητό και δεν έβρισκα την
απάντηση, βγαίνω από το κελί μου μέσα στο καυτό μεσημέρι, επειδή όφειλα να πάω
στη λαύρα των Πυργιών, στον αββά Θεόφιλο και να τον ρωτήσω. Και λοιπόν, όταν
έφτασα στην έρημο, κοντά στον Καλαμώνα, βλέπω ένα δράκοντα πολύ υπερμεγέθη να
κατεβαίνει από το βουνό προς τον Καλαμώνα.
Και ήταν τόσο μεγάλος, ώστε έκανε καμάρα, όταν μετακινιόταν. Κι άξαφνα
βρέθηκα να περνώ κάτω από την καμάρα του αβλαβής. Και κατάλαβα», λέει, «ότι ο
μεν διάβολος θέλησε να μαράνει το ζήλο μου, οι ευχές όμως του γέροντα με
βοήθησαν. «Πήγα λοιπόν», λέει, «κι είπα το γραφικό στον αββά Θεόφιλο. Και μου
είπε ότι η ερμηνεία των δύο μαχαιρών είναι αυτή: η πράξη και η θεωρία. «Αν λοιπόν έχει κανείς τις δύο αρετές, είναι τέλειος»16
ιγ. «Η παποσύνη
διέστρεψε πολλά των αποκεκαλυμμένων δογμάτων, συνδιαστρέψασα αυτό το πνεύμα
του Χριστιανισμού, επενόησε δε άλλα αντιευαγγελικά δόγματα, δι’ ων κατεπάτησεν
την συνείδησιν και την διάνοιαν, ενεφύσησε την μισαλλοδοξίαν, ενέβαλε διχόνοιαν
μεταξύ λαών και βασιλέων και πραγματικώς απεδείχθη
νέα κατά την Αποκάλυψιν Βαβυλών»17.
ιδ. «Επειδή ο Πάπας θέλει να γίνει κοσμοκράτωρ διορίζει επισκόπους όχι
μόνον εκεί που δεν υπάρχουν οπαδοί του,
αλλά και εκεί που δεν υπάρχουν Χριστιανοί»18.
Ο βαθμός του Καρδιναλίου είναι αυθαίρετος και αντιευαγγελικός (Στην Α.Γ.
προβλέπονται Επίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος). Πέραν τούτου αυθαίρετοι και
αντιευαγγελικοί είναι οι λεγάτοι και νούντσιοι.
ιε. Το Βατικανό λησμονεί ότι:
(1) Ο Χριστός έλαβε μορφήν δούλου και
επλήρωσε φόρον εις τον Καίσαρα (ΜΑΤΘ., 17/27).
(2) Φόρον επλήρωσε και ο Πέτρος (ΜΑΤΘ:
17/27).
(3)Ρωμαίον πολίτην ωμολόγησε εαυτόν ο
Παύλος (ΠΡΑΞ: 16/37) και τον Καίσαρα επεκαλέσθη ως δικαστήν του (ΜΑΤΘ: 17/27).
Όμως ο Παποκαίσαρ του Βατικανού, υπακούει στις εντολές
άλλου Αρχηγού, και όχι του Χριστού. Ποίος είναι αυτός; Ο Εωσφόρος!!!
ιστ. Οδυνηρά ήσαν για την ανθρωπότητα τα αποτελέσματα της ιδρύσεως παπικού
κράτους, δημιουργίας και δράσεως του παπικού στρατού και των παραστρατιωτικών
οργανώσεων, στο εσωτερικό της δυτικής αυτοκρατορίας και στο εξωτερικό, όπως :
-Οκτώ (8) Σταυροφορίες που κατέστρεψαν ουσιαστικά το Βυζάντιο και το
παρέδωσαν ημιθανές στον Μωάμεθ το 1453!
Στις 13 Απριλίου 1204, με την ευλογία του πάπα Ιννοκεντίου Γ', οι
σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Η Βασιλεύουσα έζησε ανατριχιαστικές
στιγμές θηριωδίας και φρίκης: Σφαγές, βιασμούς, λεηλασίες, καταστροφές-κλοπές
πνευματικών θησαυρών, κλπ.
-Σφαγή των μουσουλμάνων στους ιερούς τόπους με
συνέπεια την πρόκληση διαχρονικού αβυσσαλέου μίσους Χριστιανών-Μουσουλμάνων
μέχρι των ημερών μας (Οι τζιχαντιστές και φανατικοί ισλαμιστές τρομοκράτες,
ομιλούν ακόμη και σήμερα για Σταυροφόρους της Δύσεως, υπονοώντας δυστυχώς ΟΛΟΥΣ
του χριστιανούς παντός χριστιανικού δόγματος, και όχι τις ορδές των αιμοσταγών παπικών «σταυροφόρων» της Δύσεως,
που ήσαν οι αποκλειστικώς υπεύθυνοι, για τα διαπραχθέντα ειδεχθή εγκλήματα κατά
Ορθοδόξων Χριστιανών και Μουσουλμάνων και όχι μόνον).
-Δημιουργία
των αποκρυφιστικών ταγμάτων των Ναϊτών ιπποτών και Ιησουϊτών.
-Ίδρυση του θεσμού της Ιεράς
εξετάσεως, ένα από τα εφιαλτικώτερα κεφάλαια της παγκόσμιας ιστορίας (Πάπας
Γρηγόριος Θ΄, 1233).
ιζ. Κείμενα αντικρούοντα τους πλαστογράφους:
(1) «Αι τοιαύται νοθείαι και πλαστογραφίαι και μυθοπλαστίαι ήσαν συνήθεις παρά τοις
Λατίνοις, παρασυρθέντος εις ταύτας και αυτού του μεγάλου σχολαστικού θεολόγου
και φιλοσόφου Θωμά του Ακινάτου»19.
(2) Ο «Ρωμαιοκαθολικός» Abbe Jean de Launoy (1603-1678) αποκαλύψας ως
πλαστογράφον τον Θωμάν Ακινάτον, υπέστη επίθεση από την Παπική «εκκλησία»20.
(3) «Η γνησιότης των κανόνων 3-5 της εν Σαρδική
Συνόδου, ημφεσβητήθη δια σοβαρών και δυσκαταμάχητων επιχειρημάτων, ιδίως υπό
του καθηγητού Ι. Friedrich αποδείξαντος ότι το πρώτον παρουσιάσθησαν οι κανόνες
ούτοι το 417. Αλλά και γνήσιοι, εάν είναι οι κανόνες ούτοι, δεν ανταποκρίνονται
προς τας περί διοικητικού πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης αξιώσεις.
Το δικάζειν
και λύειν τα σπουδαία εκκλησιαστικά ζητήματα δεν παραχωρούσι οι συντάκται των κανόνων εις τον επίσκοπον Ρώμης μονοπροσώπως αλλά εις τους
γειτνιάζοντας επισκόπους. Εις την Ρώμην ανατίθεται η επιστασία προς
εφαρμογήν των διατάξεων τούτων και διότι ο Ρώμης ήτο πρωτόθρονος επίσκοπος και
διότι οι λοιποί πατριαρχικοί θρόνοι κατείχοντο υπό αρειανών»21.
(4) «Αποτελεί εν από τα παραδείγματα
ειρωνίας εις την παγκόσμιαν Ιστορίαν το γεγονός της πλαστογραφίας των ψευδοϊσιδωρείων
διατάξεων, δι’ ων απεσκοπείτο η ενίσχυσις της Επισκοπικής δικαιοδοσίας, δια
καταργήσεως του μητροπολιτικού συστήματος και αίτινες τελικώς απέβησαν το
ισχυρότερον όπλον του παπισμού προς υποταγήν των επισκόπων»22.
Στην Ισιδώρεια συλλογή προσέθεσαν και 94 νόθα παπικά decretaria (διατάγματα) πολύ αργότερα (στα
μέσα του 9ου αι.).
(5) «Ουδεμία άλλη νοθεία εν τη Παγκοσμίω Ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης
τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσον μεγάλα αποτελέσματα. Τα μνημονευθέντα
νόθα δεν είναι απλά πλάσματα της φαντασίας, αλλ’ εκ της επισταμένης μελέτης των
θεολογικών κανονικών πηγών ελήφθησαν στοιχεία, τα οποία ολίγον παραμορφωθέντα
και συνδυασθέντα, έλαβον το ποθούμενον νόημα...»23
(6) Η ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά συνετάχθη
μάλλον υπό παλαιοτέρου κληρικού-προστεθείσα αργότερα.
«Το ψεύδος της Κωνσταντινείου
δωρεάς ωμολόγησε εσχάτως και ο Βενεδικτίνος Ιερομόναχος Hoeck, ειπών κατά μίαν Συνεδρίασιν της Β΄ Βατικάνειας συνόδου εξ αφορμής σχεδίου, αναφερομένου
και εις τον πατριαρχικόν θεσμόν : «Ο θεσμός ούτος επικρατεί εν τη Εκκλησία κατά
την πρώτην χιλιετηρίδα, το δε σχίσμα προεκλήθη υπό ψευδών αποδεικτικών, διότι
ελέχθη τότε, ότι ο Κωνσταντίνος είχε κληροδοτήσει ολόκληρον την αυτοκρατορίαν
εις τον Πάπα, όπερ εζημίωσε μεγάλως την ένωσιν Ανατολής και Δύσεως»24.
(7) Τα Ψευδοκλημέντια, έργον το οποίον
οι παπικοί ισχυρίζονται ότι είναι του επισκόπου Ρώμης Κλήμεντος, εγράφησαν δύο
αιώνες μετά, κατά τα τέλη του 3ου αι. πιθανώτατα από συγγραφέα
ανήκοντα στην αιρετική παραφυάδα των γνωστικών Εβιωναίων.
ιη. Μία σειρά αποκαλυπτικών όσον και
τεκμηριωμένων μαρτυριών, ενός πρώην παπικού, και μάλιστα Ιησουΐτου, που δεν
αφήνει ίχνος αμφιβολίας για τα αίτια και τους τακτικούς-στρατηγικούς στόχους
του παποκαισαρισμού, είναι αυτή του Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου ντε Μπαγιεστέρ,
που κατεγράφη στο βιβλίο του»: «Η μεταστροφή μου
στην Ορθοδοξία»25 :
«Η μακρά και επίπονη
πορεία της μεταστροφής μου στην Ορθοδοξία άρχισε μία ημέρα, καθώς ήμουν απασχολημένος με την ανασύνταξη
των καταλόγων της βιβλιοθήκης του ρωμαιοκαθολικού μοναστηριού στο οποίο ανήκα.
Το μοναστήρι αυτό, ένα από τα ωραιότερα της Βόρειας Ισπανίας, ανήκει στο
μοναχικό τάγμα του αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης και είναι κτισμένο στην ακτή
της Μεσογείου, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Βαρκελώνη, την γενέτειρά μου.
Οι ηγούμενοι του
μοναστηριού, μου είχαν αναθέσει να διορθώσω τους καταλόγους των έργων και των
συγγραφέων της πλούσιας μοναστηριακής βιβλιοθήκης μας, έτσι ώστε να
ενημερώνονταν για όλες τις ανυπολόγιστης αξίας απώλειες που είχε υποστεί κατά
την διάρκεια του τελευταίου ισπανικού εμφυλίου πολέμου, οπότε το μοναστήρι μας
πυρπολήθηκε και εν μέρει καταστράφηκε από τους κομμουνιστές.
Μια βραδιά λοιπόν που
ήμουν πνιγμένος στην δουλειά, κρυμμένος πίσω από βουνά παλιών βιβλίων και
μισο-καμμένων χειρογράφων, έκανα μίαν ανακάλυψη που μου προξένησε μεγάλη
έκπληξη. Μέσα σε έναν φάκελο που
περιείχε έγγραφα αναφερόμενα στην Ιερά Εξέταση του έτους 1647 βρήκα κάποιο
αντίγραφο ενός διατάγματος του πάπα Ιννοκεντίου Ι΄ στα λατινικά, στο οποίο
αναθεματιζόταν ως αιρετικός κάθε χριστιανός που θα τολμούσε να πιστέψει, να
ακολουθήσει ή να μεταδώσει την διδασκαλία του αποστόλου Παύλου περί της
αυθεντίας του αποστολικού του αξιώματος[1]. Στην συνέχεια, το παράδοξο αυτό έγγραφο υποχρέωνε
όλους τους πιστούς, με την απειλή της μεταθανάτιας τιμωρίας, να πιστέψουν ότι ο
απόστολος Παύλος σε ολόκληρη την αποστολική του δράση και ζωή, δηλαδή από τότε
που έγινε χριστιανός μέχρι και τον θάνατό του, δεν είχε ασκήσει το αποστολικό
του έργο ελεύθερα και ανεξάρτητα από επίγεια εξουσία. Αντιθέτως,
βρισκόταν κάθε στιγμή υπό την μοναρχική εξουσία του αποστόλου Πέτρου, του
πρώτου των Παπών και ηγετών της Εκκλησίας. Και μάλιστα, συμπλήρωνε
ότι την απολυταρχική αυτή εξουσία
κληρονόμησαν αποκλειστικά και μόνο, μέσω απ’ ευθείας διαδοχής, οι επόμενοι
Πάπες, Επίσκοποι Ρώμης.
Ομολογώ ότι αν είχα
βρει στην μοναστηριακή βιβλιοθήκη ένα βιβλίο απαγορευμένο από τον «Index»[2], δεν θα μου προξενούσε περισσότερη
κατάπληξη. Φυσικά, δεν αγνοούσα τις υπερβολές στις οποίες είχαν πέσει τα
δικαστήρια της Ιεράς Εξετάσεως κατά τον Μεσαίωνα και τους μεταγενεστέρους
χρόνους σχετικά με τα δογματικά θέματα.
Ήταν μία εποχή κατά την οποία προσπαθούσαν πάση θυσία
να κατασκευάσουν μία θεολογική δικαιολογία για τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες
του παπισμού. Για την επιτυχία του σκοπού αυτού, η Ρώμη είχε δώσει
ρητές διαταγές στους θεολόγους και ιεροκήρυκές της, να αποδείξουν με κάθε τρόπο
ότι οι Πάπες είχαν πάρει από τον Θεό την εξουσία να βασιλεύουν σαν καίσαρες σε
ολόκληρη την οικουμενική Εκκλησία, ως κληρονόμοι του πρωτείου του αποστόλου
Πέτρου.
Έτσι,
οργανώθηκε στην Δύση αληθινή εκστρατεία δυσφημίσεως της ορθόδοξης διδασκαλίας
σχετικά με το πρωτείο τιμής του αποστόλου Πέτρου.
Ο σκοπός ήταν διπλός: Να θεμελιωθεί μία θεολογική δικαίωση του
παποκαισαρισμού αφ’ ενός, και να
μειωθεί η σημασία της θέσεως των Πατριαρχών της Ανατολής ως προς τις αξιώσεις
του Ρωμαίου συναδέλφου τους αφ’ ετέρου.
Ένα από τα κυριότερα μέσα για την εκπλήρωση
του σκοπού αυτού ήταν η δημοσίευση εκπληκτικής πληθώρας νοθευμένων ή απλώς
εσφαλμένων εκδόσεων των αγίων Πατέρων.
Στα νοθευμένα αυτά συγγράμματα καταβαλλόταν
προσπάθεια, μέσω της παρερμηνείας ορισμένων ευαγγελικών χωρίων[3], να εμφανιστεί το περίφημο Primatus Petri ως ένα εξαιρετικό προνόμιο που ο Θεός παραχώρησε
στον απόστολο Πέτρο και στην συνέχεια στους υποτιθεμένους διαδόχους του, τους
ρωμαίους Ποντίφηκες. Σύμφωνα με το προνόμιο αυτό, οι Πάπες της Ρώμης είχαν το δικαίωμα να ασκούν δικτατορική εξουσία,
πρακτικά απόλυτη, πάνω στην οικουμενική Εκκλησία, απέναντι στην οποία η
Ορθόδοξη Εκκλησία εμφανιζόταν να επαναστατεί.
Έτσι, πλήθος «ανθολογιών»
και «αλύσεις»[4] πατερικών χωρίων σχετικών με το παπικό πρωτείο, τα περισσότερα απολύτως ψευδή και τα
υπόλοιπα παραποιημένα, με ελάχιστη βάση αυθεντικού περιεχομένου, τυπώθηκαν στα
μοναστηριακά τυπογραφεία των κυριοτέρων μοναχικών ταγμάτων της Δύσεως και
κυκλοφόρησαν σε καταπληκτική αφθονία στην Μεσογειακή Ευρώπη[5].
Αν ωστόσο οι
πιστοί διανοούνταν ότι ο απόστολος Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι δεν βρίσκονταν
υπό την απόλυτη εξουσία του λεγομένου Πρώτου Πάπα Σίμωνος Πέτρου, τότε ολόκληρο
το οικοδόμημα της διαστρεβλωμένης διδασκαλίας του παπισμού κατέρρεε από μόνο
του.
Για τον λόγο αυτόν, οι
επίσκοποι της Ρώμης δεν σταμάτησαν ποτέ να καταδικάζουν, να αναθεματίζουν και
να τρομοκρατούν με πνευματικές και μεταθανάτιες τιμωρίες εκείνους που θα
τολμούσαν να εκδηλώσουν και την παραμικρότερη αμφιβολία πάνω σε αυτό το ζήτημα.
Τα δε δικαστήρια της Ιεράς Εξετάσεως υπό
το έμβλημα «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»[6] πήραν την εντολή να χρησιμοποιούν
άλλες πιο πιεστικές μεθόδους, να
στέλνουν στην πυρά και τα βασανιστήρια και να ρίχνουν σε καυτό λάδι η να
γδέρνουν ζωντανούς τους πιο επίμονους και «αμετανόητους» χριστιανούς, «εν
ονόματι της Αγίας Τριάδος και για το γενικό καλό της Εκκλησίας»26.
ιθ. Στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχομεν
περιπτώσεις αναλήψεως πολιτικών καθηκόντων κυρίως κατά την Τουρκοκρατία, αρχής
γενομένης από τον πρώτο μετά την άλωση της Πόλεως πατριάρχη Γεννάδιο
(Σχολάριο), στον οποίο ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παρεχώρησε τα γνωστά προνόμια και
του ανέθεσε και εθναρχικό ρόλο (Εθναρχούσα
Εκκλησία).
Αυτές οι περιπτώσεις δεν συνιστούν ίχνος καισαρισμού,
διότι άπασες αναφέρονται σε καταστάσεις υποτελείας και κατοχής των Ελλήνων από
αλλοεθνείς και αλλοδόξους, όταν έχει καταργηθεί δια των όπλων η πολιτική
εξουσία. Η Εκκλησία στην ιστορία του Έθνους, σε χαλεπούς καιρούς για τον λαό
ανελάμβανε εθναρχικό ρόλο, χάριν του λαού.
Ο Εθνάρχης είχε εντελώς διαφορετικόν ρόλο από τον
πρωθυπουργό ή τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι οποίοι επωμίζονται την κρατική
εξουσία. Ο Εθνάρχης είναι προστάτης του βασανιζομένου Ορθόδοξου λαού. Είναι
γενικώς γνωστόν η σημαντική αποστολή που διεδραμάτισαν οι πατριάρχες ως
Εθνάρχες, όχι μόνον των Ελλήνων αλλά όλων των Ορθοδόξων λαών κατά την περίοδο
της Τουρκοκρατίας, πολλοί εκ των οποίων επλήρωσαν τον ρόλο τους με το αίμα
τους.
Ο Μωάμεθ ο Β΄, με βάση το ισλαμικό δίκαιο και την
ισλαμική παράδοση, οργάνωσε τους χριστιανούς μέσα στην πολιτική και κοινωνική
διάρθρωση του Οθωμανισμού.
«Οι χριστιανοί θα αποτελούσαν ένα μιλέτ, ένα «έθνος» υπό την θρησκευτική
και πολιτική διοίκηση των Εκκλησιαστικών τους ηγετών... ο σουλτάνος εγκατέστησε
τον νεοεκλεγέντα πατριάρχη με το τυπικό και την τελετουργία των βυζαντινών
αυτοκρατόρων... (έτσι ο πατριάρχης), δεν ήταν μόνο ο θρησκευτικός ηγέτης εκατομμυρίων
ορθοδόξων, αλλά ήταν επίσης ένας μιλέτ-μπασί, «η κεφαλή του έθνους» - το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο ενώπιον του
σουλτάνου για τον χριστιανικό πληθυσμό»27.
κ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, στην διάρκεια της
βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι επίσκοποι των περιοχών που κατελαμβάνοντο από
άλλους λαούς, κατά φυσικό τρόπο ανελάμβαναν και «πολιτικές» υποχρεώσεις, καθώς
ήσαν εκείνα τα πρόσωπα στα οποία προσέφευγε ο χειμαζόμενος χριστιανικός
πληθυσμός και τους εμπιστευόταν τις όποιες διαβουλεύσεις με τους κατακτητές,
που αφορούσαν στην διαβίωση και τα δικαιώματά τους. Ταυτοχρόνως οι επίσκοποι
διατηρούσαν ζωντανή την σχέση όχι μόνο με τους ανωτέρους τους (πατριάρχης -
σύνοδοι - μητροπολίτης), αλλά και με την βυζαντινή πολιτική διοίκηση. Ήσαν κατά κάποιο τρόπο οι πρεσβευτές και ο
συνδετικός κρίκος των υποδούλων χριστιανικών πληθυσμών με το μητροπολιτικό
κέντρο (εκκλησιαστικό και πολιτικό).
Σε χαλεπούς καιρούς κατείχε τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον
των Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση του αγίου
Γρηγορίου του Ε΄, που είχε εθναρχικό ρόλο και μάλιστα με ιδιαίτερη συμβολή στην
προετοιμασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, χωρίς αυτό να γίνει εμπόδιο
στην πορεία του προς την αγιότητα. Γι’ αυτό και τιμάται ως άγιος. Στην Ορθόδοξη
Ανατολή δεν λειτούργησε τίποτε από τα παραπάνω ως δογματικός θεσμός, εν
αντιθέσει με την Δύση, ιδιαιτέρως μετά το σχίσμα, όπου υπήρχε μια συνεχής
διαπάλη μεταξύ των δύο εξουσιών.
Συνεχίζεται
13 Νικ. Αγιορείτης, Πηδάλιον, σ. 97,98 (υποσ.1), Αθήναι
1886.
14 Βλάσιος
Φειδάς, «Βυζάντιον», Αθήναι, 1985, σελ. 113-114.
15 Η Πολιτεία
του Θεού, μετάφρ. Α. Δαλεζίου, βιβλ. Ε΄, 1954.
16 Ιωαν.
Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος.
17 Ευγενίου
Βουλγάρεως, Θεολογικόν, σελ. λστ΄, Βενετία, 1872.
18 Αρχ.Χρυσ. Παπαδόπουλου, Αι Πλάναι του Παπισμού, Εκ των καταλοίπων, Εκδ. Γ΄,
1964.
19 Περιοδ.
Εκκλησία, Αρ. 7-8/1953, σ. 113.
20 Ιωάνν. Καρμίρη, Δύο Βυζαντινοί Ιεράρχαι και το Σχίσμα
της Ρωμαικής Εκκλησίας, Αθήναι, 1950, 6.9.
21 Χρυσ.
Παπαδόπουλος, Το Πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης, Αθήνια, 1930, σ.21).
22 R. Sekel, παρά Κ. Μαρατίδη, Διαφοροποίησις
της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
23 Βασ.
Στεφανίδης, Εκκλ. Ιστορία, Εκδ. Α΄, σ.299,300.
24 Καθολική, 36
(1964), φύλλον 1413, 6.4.
25 Το βιβλίο αυτό εγράφη από τον επίσκοπο Παύλο ντε Μπαγιεστέρ, ισπανό την
καταγωγή και πρώην παπικό Ιησουϊτη μοναχό που εδολοφονήθη προφανώς, από τις
παπικές μυστικές υπηρεσίες στο Μεξικό, το 1984.. Μέσα από τις γραμμές του,
καταστάλαγμα προσωπικών εμπειριών και πολύχρονων ερευνών στα παπικά αρχεία,
περιγράφει ο ίδιος την προσωπική –βιωματική του εμπειρία και παραθέτει τα
αποδεικτικά στοιχεία για τον
εωσφορικό-αντιχριστιανικό παποκαισαρισμό και το πώς εγνώρισε την Ορθοδοξία.
Αυτή η γνωριμία του με την Ορθοδοξία τον οδήγησε στο όντως ΑΛΑΘΗΤΟ, στην
ΑΛΗΘΕΙΑ, η οποία δεν είναι άλλη παρά ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, Ο Τριαδικός Θεός
της Ορθοδόξου πίστεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου