Πέμπτη 16 Απριλίου 2015


Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΠΑΠΙΣΜΟΥ
(The Heresy of Franco-Papacy)
ΜΕΡΟΣ 18ο

ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ  ΦΡΑΓΚΟΠΑΠΙΣΜΟΥ  ΚΑΙ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Dogmatic and other Disparities between Franco-Papacy and Orthodox Christianity)

6. Εικονογραφία –Αγιογραφία Των Ναών (Συνέχεια 17ου μέρους)
Ορθοδοξία
α. Σε αντίθεση με την Δυτική εικονογραφία, η Ανατολική/Βυζαντινή Τέχνη5:
(1) Είναι υπερβατική. Δεν έχει φυσικότητα, επειδή δεν έχει σκοπό να εκφράσει μόνο το φυσικό, αυτό που βλέπουμε με τα σαρκικά μάτια, αλλά να εκφράσει κυρίως το υπερφυσικό και υπερλογικό. Δεν ταυτίζεται με την πραγματικότητα και αρνείται την καλλιτεχνική εκκοσμίκευση. Αυτή η άρνηση της καλλιτεχνικής εκκοσμικεύσεως γίνεται από ακάματους και αφοσιωμένους στην τέχνη, ταπεινούς αγιογράφους, οι οποίοι αν και άφησαν σπουδαία έργα, παραμένουν άγνωστοι, επειδή μέχρι τον 11ο αιώνα, μία από τις σπουδαιότερες αρετές του Αγιογράφου, ήταν η ανωνυμία του, η οποία τηρήθηκε με θρησκευτική ευλάβεια.
«Ο αγιογράφος, όπως και ο ψάλτης, έχει αποστολή όμοια, εν πολλοίς, με την αποστολή του ιερέως. Όλοι αυτοί είναι λειτουργικοί υπηρέτες του μυστηρίου της σωτηρίας του ανθρώπου. Δανείζουν τον εαυτό τους στο Θεό και την Εκκλησία του, για να τελεσιουργηθεί το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας. Γι’ αυτό οι αγιογράφοι όταν υπογράφουν σημειώνουν «χειρ τάδε» ή «δια χειρός αμαρτωλού τάδε». Όχι δηλαδή ότι αυτός είναι ο δημιουργός αλλά ότι απλώς δάνεισε το χέρι του (ή την γλώσσα του ο ψάλτης) για να «λειτουργηθεί» το σύνολο των πιστών. Γι’ αυτό έχουμε και τις λεγόμενες αχειροποίητες εικόνες…
Γι’ αυτό ακριβώς δεν αυτοσχεδιάζουν ούτε πρωτοτυπούν οι υπηρέτες των λειτουργικών τεχνών, αλλά ακολουθούν την παράδοση της Εκκλησίας. Είναι πρώτα μύστες και ύστερα τεχνίτες· πάντως δεν είναι εφευρέτες. Δεν παράγουν το εφήμερο και προσωπικό αλλά το αιώνιο και οικουμενικό. Συνεργούν βέβαια στο έργο της παραδόσεως. Δίνουν την δική τους συμβολή, τον δικό τους παλμό, την υφή της ψυχής τους, αλλά δεν αυθαιρετούν. Όλοι μιλούμε την ίδια γλώσσα με τους ίδιους κανόνες· κι όμως ο ένας γίνεται λογοτέχνης, ο άλλος ποιητής, ο άλλος ρήτορας κ.ο.κ. Έτσι και ο αγιογράφος δίνει την προσωπική του ψηφίδα, η οποία όμως δένει πλήρως με το συνολικό μωσαϊκό της Ορθοδοξίας» (Φώτης Κόντογλου).
Ο Ορθόδοξος αγιογράφος μας ανεβάζει από τα αισθητά στα νοητά, από εκείνα που βλέπουμε με τα υλικά μάτια μας, σε εκείνα που βλέπει όποιος έχει μάτια πνευματικά. Αυτό το ανέβασμα το επιτυγχάνει με την λεγόμενη «Αναγωγή».
(2) Είναι αποκαλυπτική. Μας μεταδίδει την εμπειρία και το αποτέλεσμα που περιγράφεται στα κείμενα της Ορθοδοξίας, των πατέρων, και ασκητών και κυρίως της Παλαιάς Διαθήκης και Καινής Διαθήκης. Σύμφωνα με τους θεολόγους και τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Θεός «κενούται» και αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος απαντά στον Θεό με την ανέγερσή του, δηλ. την σύμφωνη ζωή του (προς την αποκάλυψη που έλαβε). Με άλλα λόγια, η εικόνα είναι ορατή Μαρτυρία, τόσο της «κενώσεως» του Θεού προς τον άνθρωπο, όσο και της ροπής του ανθρώπου προς τον Θεό.
(3) Είναι συμβολική. Η ζωγραφική γλώσσα που καθιέρωσε η Ορθόδοξη τέχνη, με το πέρασμα του χρόνου, για να αποδώσει ορισμένες ιδιότητες, καταστάσεις και στοιχεία σημασιολογικά στην εικόνα, χρησιμοποίησε ευρύτατα την βοήθεια συμβολισμών. Π.χ. ο φωτοστέφανος που περιτριγυρίζει τα κεφάλια των Αγίων και ιερών μορφών. Ο ήλιος δεν μπορεί να απεικονισθεί φυσιοκρατικά, αλλά μπορεί να αναπαρασταθεί συμβολικά. Την αγιότητα που δεν την βλέπουμε, δεν μπορούμε να την αναπαραστήσουμε, ούτε να την αποδώσουμε με τίποτα παρά μόνο με σχήματα, χρώματα και συμβολικά μέσα.
(4) Είναι διδακτική. Έχει μία κεφαλαιώδη εκπαιδευτική σπουδαιότητα. Μας φανερώνει την κατάσταση αντιδοξασμού του Αγίου που εικονίζεται και απευθύνεται σε μας, όπως όλα τα χωρία της Α.Γ. και των Πατέρων δεν απευθύνονται μόνο σε κληρικούς και μοναχούς αλλά σε όλους τους πιστούς. Διδάσκει την στάση που πρέπει να έχει ο πιστός την ώρα της προσευχής, απέναντι στον Θεό. Το περιεχόμενο της εικόνας, αποτελεί μία πραγματική πνευματική καθοδήγηση της χριστιανικής ζωής και ιδιαίτερα της προσευχής.
(5) Δεν είναι τέχνη επιφανειακή, ρηχή, εντυπωσιακή (ιμπρεσσιονιστική) κατ’ άνθρωπον. Είναι τέχνη εκφραστική (εξπρεσσιονιστική) και εκφράζει το βάθος της χριστιανικής κοσμοθεωριτικής πίστεως. Δεν απευθύνεται μόνο στο συναίσθημα αλλά κυρίως και κατά πρώτον λόγον στο πνεύμα. Δεν επιδιώκει την στιγμιαία και παροδική συναισθηματική εντύπωση αλλά την μόνιμη και διαρκή επί της ψυχής επενέργεια.
Το παρατηρούμε και στις εικόνες της σταυρώσεως του Χριστού. Οι Δυτικοί, αποβλέποντας μόνο στο συναίσθημα, παρουσιάζουν το μακάβριο και φρικαλέο της σταυρώσεως σ’ όλη του την έκταση. Αντιθέτως οι ορθόδοξοι, μη αποβλέποντας μόνο στο συναίσθημα αλλά και στην διδαχή της θεολογίας, παρουσιάζουν το βασιλικό μεγαλείο του Χριστού, το συγκρατημένο πάθος, την ηρεμία και την γαλήνη με την οποία αντιμετωπίζει ο Χριστός την οδύνη του μαρτυρίου. Έτσι ενώ ο Δυτικός ζωγράφος παρουσιάζει το ανθρώπινο δράμα στο οποίο κυριαρχεί ο πόνος, η φρίκη και το τραγικό, ο ορθόδοξος ζωγράφος παρουσιάζει την θεληματική εν σταυρώ θεία κένωση του θεανθρώπου. Παρουσιάζει όλο το θεολογικό βάθος του «Τετέλεσται».
Παρουσιάζει τον Χριστό να ελέγχει την ιστορία και το «πεπρωμένο» του. Τον παρουσιάζει ως δυνατό που ξέρει ότι σε λίγο θ’ αναστηθεί και όχι σαν αδύνατο που απέτυχε στην αποστολή του. Και η Παναγία και ο Ιωάννης παρουσιάζονται με συγκρατημένη θλίψη. Η Θεοτόκος, κατά τον Γεώργιο Νικομηδείας (9ος αιών), «τω πάθει κοσμίως και ουκ αγενώς προσωμίλει». Βεβαίως, από την εποχή των Παλαιολόγων και μετά, επικρατεί στα πρόσωπα της Παναγίας και του Ιωάννου το λεγόμενο ρεαλιστικό στοιχείο. Όμως αυτό είναι συγκρατημένο και κόσμιο.
Το ίδιο παρατηρούμε και στην εξεικόνιση της αναστάσεως. Στην Δύση, από τον 11ο αιώνα και μετά, κυριαρχεί η αντιπαραδοσιακή, και αντιγραφική και ανορθόδοξη παράσταση της αναστάσεως, με τον Χριστό να ξεπετιέται από τον τάφο, που εκείνη την στιγμή ανοίγει, και οι Ρωμαίοι στρατιώτες πεσμένοι κάτω να τον κοιτούν φοβισμένοι. Στο Βυζάντιο, από τον 9ο αιώνα, έχουμε ως εικόνα της αναστάσεως την «εις Άδου κάθοδον του Κυρίου» μας. Ο ορθόδοξος αυτός εικονογραφικός τύπος δεν παρουσιάζει, ως ο λατινικός, την ανάσταση σαν ένα γεγονός που συμβαίνει μόνο στον ορατό κόσμο, αλλά εκφράζει αυτό που ψάλλει η Εκκλησία μας «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
(6) Αισθητοποιεί και υπομνηματίζει ό,τι «μυστικώς» τελείται στην θεία λατρεία.     Περιγράφει εικαστικά το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Και επειδή πρόκειται περί μυστηρίου, γι’ αυτό μιλά στην ψυχή των πιστών με σύμβολα, σχήματα, και μορφές που αφίστανται της πραγματικότητας. Με τον ίδιο τρόπο που οι πιστοί «μυστικώς τα Χερουβίμ εικονίζουσιν…», έτσι και οι ιερές φυσιογνωμίες «μυστικώς» και όχι πραγματικώς εικονίζονται.
Στη κόγχη του ιερού βήματος εικονίζεται ο Χριστός «ιερουργών εαυτόν». Εικονίζεται μεταδίδων το Σώμα Του και το Αίμα Του στους αποστόλους. Είναι η αισθητοποίηση ότι ουσιαστικά ο Χριστός είναι «ο προσφέρων και προσφερόμενος, και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος». Είναι «ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος· ο πάντοτε εσθιόμενος, και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων». Η αγιογραφία αισθητοποιεί ό,τι θεωρητικά διατυπώνει η θεολογία». Ότι ο Χριστός ουσιαστικά τελεί την θεία λειτουργία.
Άνωθεν της παραστάσεως που κοινωνεί ο Χριστός τους αποστόλους, εικονίζεται, εφ’ όσον ο χώρος του ναού επιτρέπει ή και στον τρούλλο μερικές φορές, ο Χριστός ως ο λειτουργών αρχιερεύς υποβοηθούμενος υπό αγγέλων διακόνων. Η απεικόνιση αυτή αισθητοποιεί την λειτουργία που επιτελείται στους ουρανούς. Αισθητοποιεί το χερουβικό του μεγάλου Σαββάτου
«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λόγιζέσθω, ὁ γὰρ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων προέρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς, προηγοῦνται δὲ τουτου οἱ χοροὶ τῶν ἀγγέλων μετὰ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας».
Το «μηδέν γήϊνον εν εαυτή λογιζέσθω» είναι ο σκοπός της ορθόδοξης αγιογραφίας.    Είναι ο κύριος χαρακτήρας της και το κύριο γνώρισμά της. Και το επιτυγχάνει πλήρως και επιτυχώς εν αντιθέσει με την κοσμική και ανθρωποκεντρική θρησκευτική ζωγραφική της Δύσεως, η οποία μόνο γήϊνα λογίζεται και ιστορεί.
(7) Υπομνηματίζει τα ιστορικά γεγονότα της θείας οικονομίας.
Εξιστορεί σκηνές του βίου του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων. Αυτό το κάνει όχι μόνο για όσους είναι αγράμματοι, για να γνωρίσουν μέσα από την εικόνα τα διαδραματισθέντα (Νείλος ασκητής, 5ος αιών), αλλά και για να υπομνηματίσει θεολογικά για όλους, αγραμμάτους και εγγραμμάτους, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σχετίζονται με το μυστήριο της θείας οικονομίας. Η ορθόδοξη αγιογραφία δεν ασχολείται με ο,τιδήποτε, αλλά μόνο με τα κεντρικά και χαρακτηριστικά γεγονότα της θείας οικονομίας, τα οποία εξαίρει άλλωστε και τονίζει και η θεία λατρεία. Σκηνές του ευαγγελισμού, της γεννήσεως, της Υπαπαντής, της βαπτίσεως, του πάθους, της αναστάσεως, της αναλήψεως δεν λείπουν από καμμιά ιστορημένη Εκκλησία. Μπορεί όμως να μη υπάρχουν κάποιες σκηνές από τα θαύματα του Κυρίου ή κάποια θέματα από την διδασκαλία του.
Επίσης υπάρχουν σκηνές από τα γεγονότα της ζωής της Θεοτόκου ή θέματα που σχετίζονται με την θεολογία του προσώπου της, όπως οι 24 εικονογραφικές σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου.
Από την ζωή των αγίων απεικονίζονται κυρίως σκηνές του μαρτυρίου τους ή κάποιων θαυμάτων τους. Αυτά δηλαδή που παρουσιάζει η λατρεία δια των ύμνων της τα παρουσιάζει εικαστικά η αγιογραφία.
(8) Είναι λειτουργική.
Η Εκκλησία δίδει μεγάλη σημασία στα μυστήριά της, τα οποία συνδέει με την σωτηρία του ανθρώπου. Κεντρική θέση εντός των μυστηρίων κατέχει το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Γι’ αυτό συγκεντρώνεται η κοινότητα των πιστών και γύρω απ’ αυτό τελούνται οι ευχές, οι ύμνοι, το κήρυγμα.
Η αγιογραφία, κι’αυτή, θέτει τον εαυτό της στην διάθεση του κεντρικού αυτού μυστηρίου. Προσπαθεί να το εξυπηρετήσει και να το διακονήσει εικαστικά. Γι’ αυτό είναι τέχνη λειτουργική. Προσπαθεί με τις παραστάσεις της η κοινότητα των πιστών να κατανοήσει, βιώσει και οικειωθεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Σύμβολα της ευχαριστιακής θυσίας είναι ο ιχθύς, ο αμνός και μάλιστα ο εσφαγμένος όπως παρουσιάζεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, οι τρείς παίδες εν καμίνω, ο Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων, η θυσία του Αβραάμ τα οποία ζωγραφίζονται μέσα στο ιερό βήμα.
Από την εποχή των Μακεδόνων (867-1056) και των Κομνηνών (1081-1185), στην κεντρική κόγχη του ιερού βήματος αρχίζουν να ζωγραφίζουν κάτω από την Πλατυτέρα:
α΄) Την λειτουργία του Χριστού και των αγγέλων όπως τελείται στον ουρανό,
β΄) Τον Χριστό να κοινωνεί τους αποστόλους,
γ΄) Στο κάτω μέρος της κόγχης παρουσιάζονται οι ιεράρχες, και μάλιστα όσοι γράψανε θεία λειτουργία, κρατώντας στα χέρια τους τις λειτουργικές δέλτους με αντίστοιχα χωρία από τις ευχές της θεία λειτουργίας και
δ΄) Από του 12ου αιώνος έχουμε μεταξύ των λειτουργούντων αρχιερέων το δισκάριο με τον τεθυμένο αμνό. Όλα αυτά αποτελούν τον λεγόμενο λειτουργικό εικονογραφικό κύκλο, ο οποίος μετά του δογματικού και εορταστικού καθορίζουν την εικονογράφηση στους βυζαντινούς ναούς.
Έτσι η εικονογραφία συμπληρώνει την ιερά υμνωδία στην προσπάθεια της να βιώσουν οι πιστοί το μυστήριο της θείας ευχαριστίας με κατάνυξη, προσοχή, δέος, μετάνοια. Ο χερουβικός ύμνος π.χ. εικαστικά παρουσιάζεται με την «λειτουργία των αγγέλων». Οι υπερκόσμιες, άϋλες, επιβλητικές και κατανυκτικές μορφές των διακόνων αγγέλων και ο τρόπος που διακονούν στην ουράνια λειτουργία δίνουν το μέτρο και την στάση, που πρέπει να έχουν οι πιστοί, όταν και ενώ τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Η αγιογραφία με τις συνθέσεις της, μας δίνει την εντύπωση ότι βλέπουμε οράματα επουράνια και καταστάσεις υπερκόσμιες. Αντίθετα η Δυτική τέχνη μας παρουσιάζει γήϊνες σαρκικές διαστάσεις και κάνει χοϊκά τα ιερά πρόσωπα μ’ αποτέλεσμα και εμείς να παραμένουμε στην χοϊκότητά μας.
(9) Είναι Τέχνη υψηλής θεολογίας.
Η ορθόδοξη αγιογραφία δεν είναι τέχνη θρησκευτική ως της Δύσεως αλλά θεολογική. Δεν παραθέτει απλώς την θρησκευτική ιστορία αλλά την συστηματική δογματική θεολογία.
Σε μας έχουμε το δωδεκάορτο με σκηνές απ’ όλη την ζωή του Χριστού, το οποίο εμφανίζει στους πιστούς, συνολικά και όχι μερικά, όλη την επί γης παρουσία του Χριστού. Ιστορείται στο τέμπλο του ναού και στις καμάρες που σχηματίζουν τον σταυρό πέριξ του κεντρικού τρούλλου.
Στην είσοδο του ναού, στην κεντρική πύλη, όπως ήδη προαναφέραμε υπάρχει ο Χριστός ως διδάσκαλος, ευλογών και φέρων το Ευαγγέλιον το οποίο έχει την επιγραφή «εγώ ειμί η Θύρα..», ή «εγώ ειμί το φως του κόσμου..», ή «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή..».
Στον τρούλλο υπάρχει ο παντοκράτωρ ο οποίος είναι α΄) ο Δημιουργός και Βασιλεύς του σύμπαντος, που συνεχώς το επιβλέπει και προνοεί γι’ αυτό, β΄) ο Σωτήρ του ανθρωπίνου γένους και γ΄) ο Κριτής της οικουμένης, ο αυστηρός και αδέκαστος.
Η δημιουργία του σύμπαντος, η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους και η οριστική κρίση ολοκλήρου της οικουμένης είναι τα θέματα που αποτελούν την εν γένει θεολογία της Εκκλησίας μας.
Στη κεντρική κόγχη του ιερού βήματος έχουμε την Θεοτόκο μαζί με τον Χριστό. Είναι αυτή που ίσταται μεταξύ ουρανού και γης. Είναι η «κλίμαξ η επουράνιος δι’ ης κατέβη ο Θεός». Είναι «η τα άνω τοις κάτω συνάψασα».
β. Η προσοχή των μορφών που ζωγραφίζει η Ανατολική/Βυζαντινή Αγιογραφία, είναι πάντα προσηλωμένη στον Θεό και κάθε χειρονομία τους είναι «έπαρση των χειρών αυτών»(Φώτης Κόντογλου).
γ. Αν ο λόγος και ο ήχος της Εκκλησίας αγιάζει δια της ακοής την ψυχήν μας, η Εικόνα την αγιάζει με την όραση.
δ. Η εικόνα είναι ισότιμη του Ευαγγελικού μηνύματος. Είναι λατρευτικόν σκεύος και όχι αντικείμενον λατρείας.
ε. Μέσα στο φυσιοκρατικό πλαίσιο της Δυτικής Εικονογραφίας, οι θείες μορφές εξανθρωπίζονται και χάνουν την θεία τους υπόσταση.
στ. Σκοπός της εικόνας δεν είναι να μας προκαλέσει ένα φυσικό ανθρώπινο συναίσθημα αλλά να κατευθύνει όλα τα συναισθήματά μας προς την μεταμόρφωση, όπως και τον νου μας και όλα τα χαρακτηριστικά της φύσεως μας, αποβάλλοντας κάθε επιβλαβή και αρρωστημένη έξαρση.
ζ. Κάθε εικόνα που κυκλοφορεί στο εμπόριο δεν είναι αλάθητη και αυθεντική γι’ αυτό πρέπει να ζητάμε την γνώμη ειδικών στα «μυστικά των Εικόνων», διότι :
(1)  Η τιμητική προσκύνηση των Εικόνων είναι ένα Δόγμα της Χριστιανικής πίστεως που διατυπώθηκε στην 7η Οικ. Σύνοδο.
(2)  Η μη αυθεντική Εικόνα αλλοιώνει την διδασκαλία της Εκκλησίας, (όπως ο προφορικός και ο γραπτός λόγος), νοθεύει τον χαρακτήρα της Βυζαντινής Τέχνης (Υπερβατικό-Αποκαλυπτικό-Συμβολικό-Διδακτικό) και πιθανώς να οδηγήσει σε πλάνη, αίρεση και σε ακόμη χειρότερες καταστάσεις.
η. Την εικόνα δεν προσκυνούμεν απαραλλάκτως λατρευτικώς, δηλονότι την Εικόνα με το εικονιζόμενον πρόσωπον, ούτε ως Θεούς τας αγίας εικόνας λατρεύομεν. Σε αυτές απονέμομεν ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνηση όχι κατά την αληθινή λατρεία της πιστεώς μας, η οποία απονέμεται μόνο στην Θεία φύση.
θ. Οι εικόνες κατά την Ορθόδοξη πίστη πρέπει να τιμώνται για τα εξής:
(1)  Διότι κοσμούν και στολίζουν τους Ναούς.
(2)  Διότι διδάσκουν αυτούς που δεν γνωρίζουν γράμματα, τις προφητείες, την ζωή τα πάθη και τα θαύματα του Χριστού και τους αγώνες των Μαρτύρων.
(3)  Διότι υπενθυμίζουν στους εγγράμματους εκείνα που πιθανώς να ελησμόνησαν.
(4)  Διότι αυξάνουν τον πόθο των Χριστιανών που τις βλέπουν, για να μιμηθούν αυτούς που εικονίζονται και μαρτύρησαν για την πίστη τους.
(5)  Διότι παρακινούν αυτούς που τις βλέπουν να επικαλούνται μετά πίστεως και ελπίδος, τον μεν Θεόν ως Σωτήρα τους δε Αγίους σαν πρευσβευτές προς τον Σωτήρα.
ι. Διαφορές στην τεχνοτροπία και θεολογία Ανατολής και Δύσεως
Εξ όσων παρουσιάσαμε μέχρι τώρα, συγκρίνοντες τις εικονογραφίες Ανατολής και Δύσεως διαπιστώσαμε αμέτρητες χαοτικές διαφορές μεταξύ τους, τόσον στην τεχνοτροπία όσον και στην θεολογία. Συμπερασματικώς και για να τονίσουμε το αγεφύρωτον χάσμα στις υφιστάμενες διαφορές, θα αναφερθούμε σε δύο σημεία6.
Το πρώτο σημείο είναι η απεικόνιση του Θεού Πατρός να δημιουργεί τον άνθρωπο. Ο Μιχαήλ Άγγελος στην Capella Sixtina παρουσίασε τον Πατέρα ως δημιουργό του κόσμου, πού έρχεται από το άπειρο, τον «τρισδιάστατο χώρο του κενού», πού ωθείται στον «ολόγυμνο Αδάμ», «από θυελλώδεις ανέμους». Μαζί με τον Πατέρα απεικονίζονται διάφορα άλλα όντα, «ένα αγόρι δεμένο στενά με τον Θεό πίσω από τον αριστερό του ώμο», που είναι ο Ιησούς, «μια γυμνή, νεαρή γυναικεία μορφή», πού την «κρατά αγκαλιασμένη με το αριστερό του μπράτσο» και «συμβολίζει την ιδέα της γυναίκας και νύμφης εν Κυρίω».
 Ο Πατήρ δημιουργός, ο Υιός πού είναι κολλημένος με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα πού συμβολίζεται με «την πνοή του αέρα πού φουσκώνει τον μανδύα, ο οποίος τυλίγει από πίσω ολόκληρο τον μετέωρο όμιλο», δείχνουν την παρουσία της Αγίας Τριάδος.
Διαφορετικά είναι τα πράγματα στην ορθόδοξη αγιογραφία, όπου όλες οι Θεοφάνειες του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι εμφανίσεις του ασάρκου Λόγου, του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου. Αυτός είναι ο Ών και ο δημιουργός του κόσμου. Η Αγία Τριάδα δημιούργησε τον κόσμο, αφού «ο Πατήρ δι' Υιού εν Πνεύματι Αγίω ποιεί τα πάντα». Διά του Λόγου γνωρίζουμε τον Πατέρα, κατά τον λόγο του Χριστού: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα» (Ιωάννης,ιδ',9).
Στην εικόνα της Μεταμορφώσεως η δόξα πού περιβάλλει τον Χριστό έχει τρία σχήματα. Το ένα, το ευρύτερο, είναι τέλειος κύκλος πού εκφράζει τον Πατέρα, το άλλο είναι τέλειο τετράγωνο, πού δηλώνει τον συναΐδιο και συνάναρχο τέλειο Λόγο και το τρίτο είναι καμπυλόγραμμο τετράγωνο και δηλώνει το Άγιον Πνεύμα πού διαρκώς κινείται.
Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά τίς απεικονίσεις του Μιχαήλ Αγγέλου στην Capella Sixtina και τις ορθόδοξες αγιογραφίες, θα δει την διαφορά στο τριαδολογικό δόγμα και στο θέμα της ουσίας-ενεργείας και στο θέμα της ισότητας των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, αλλά και στον τρόπο μεθέξεως της δόξης της τριλαμπούς θεότητος.
Το δεύτερο σημείο είναι η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, όπως ζωγραφίζεται στο παπικό παρεκκλήσι, αλλά και όπως αγιογραφείται στους Ορθοδόξους Ιερούς Ναούς.

Κατ’ αρχάς η παράσταση του Κριτού κατά την Δευτέρα Παρουσία ζωγραφίζεται από τον Μιχαήλ Άγγελο στον δυτικό τοίχο του Παρεκκλησίου πίσω από τον βωμό, μπροστά στους ανθρώπους πού παρίστανται στην ακολουθία, έχει την ερμηνεία του, γιατί θέλει να δείξει την κυριαρχία του Πάπα στον κόσμο, ως εκπροσώπου του κριτού της οικουμένης.
Ακόμη, έχει μεγάλη σημασία πώς παρουσιάζεται ο Κριτής, ο Χριστός. Ο Pfeiffer παρατηρεί ότι:
«Το κεφάλι του έχει πρότυπο το κεφάλι του Απόλλωνος του Μπελβεντέρε, συνεπώς αυτό πού χαρακτηρίζει αυτόν τον Χριστό είναι μια ειδωλολατρική ιδέα του θεϊκού. Η φυσιογνωμία του δεν αποδίδει τον κλασσικό τύπο, τον οποίο γνωρίζουμε από τίς εικόνες της Εκκλησίας… για πρώτη φορά καλλιτέχνης διορισμένος από τον πάπα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας φιλοτεχνεί μια εικόνα του Χριστού πού αποκλίνει από τον καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο και παραπέμπει σέ ειδωλολατρική θεότητα. Για πρώτη φορά καλλιτέχνης διορισμένος από τον πάπα τολμά να ζωγραφίσει μια εικόνα του Χριστού που δεν είναι το καθιερωμένο πορτραίτο του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στην εικόνα αποδίδεται εντελώς διαφορετικός θρησκευτικός χαρακτήρας από ό,τι παλιότερα. Δεν αποδίδει την θεϊκή μορφή όπως είναι, αλλά μια άλλη πού έρχεται να εκπροσωπήσει την μορφή του Θεού και η οποία προσπαθεί να μεταδώσει στον θεατή μόνο μερικές ψυχικές ιδιότητες και γνωρίσματα του χαρακτήρα, και όχι του σώματος…
Η χειρονομία αναθέματος του Χριστού όχι μόνον καθορίζει την κίνηση ολοκλήρου του μυώδους σώματός του, αλλά είναι το στοιχείο που ουσιαστικά ζωντανεύει όλη την νωπογραφία. Μοιάζει θαρρείς και η χειρονομία αυτή προκαλεί τρέμουλο μέχρι και την τελευταία, την πιο μακρινή γωνίτσα της τοιχογραφίας. Και βεβαίως δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία πως ακόμα και η ίδια η Μαρία δεν στρέφεται πια παρακλητικά στον γιο της, όπως στα προσχέδια. Στρέφει το βλέμμα της στις δυο διασταυρούμενες δοκούς, τις οποίες μια ολόγυμνη -μετά την τελευταία αποκατάσταση του μνημείου- και πάλι ανδρική μορφή κρατά κοντά στο σώμα της με το δεξί χέρι».
Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται ο Χριστός είναι αντιχριστιανικός και ασυνήθιστος.  Ο Μιχαήλ Άγγελος του δίνει την μορφή  ενός αρρενωπού και αθλητικού άνδρα, της θεϊκής δυνάμεως που καταδικάζει παρά δείχνεται ελεήμων και φιλεύσπλαχνη. Δίπλα του η Παναγία, που απεικονίζεται νέα λόγω της αγνότητάς της, αποστρέφει το βλέμμα της απ' όσα συμβαίνουν,  αδύναμη να τα αποτρέψει. Το έργο προκάλεσε σκάνδαλο, γιατί τα 80 περίπου πρόσωπα της συνθέσεως, συμπεριλαμβανομένου και του Χριστού, ήταν εντελώς γυμνά.
Με εντολή του πάπα ο Daniele da Volterra «έντυσε» κάποια από αυτά, ενώ τους επόμενους αιώνες η κάλυψη και άλλων προσώπων συνεχίστηκε.
Αντίθετα, στους Ορθοδόξους Ναούς η Δευτέρα Παρουσία αγιογραφείται στον νάρθηκα του Ναού, ενώ ο πιστός εισέρχεται στον Ιερό Ναό, ενώ στην κόγχη του ιερού Βήματος πίσω από την Αγία Τράπεζα ζωγραφίζεται ο λειτουργικός κύκλος, η θεία Μετάληψη και οι λειτουργοί Ιεράρχες. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού παρουσιάζει την θεολογία περί της Κρίσεως και με τον τρόπο πού αγιογραφείται, προετοιμάζει τον πιστό για την θεραπεία για να μεθέξη της Βασιλείας του Θεού.
Βλέποντας τίς δύο εικόνες -παπική και ορθόδοξη- παρατηρούμε ότι στην παπική εικόνα υπάρχει μια φοβερή κινητικότητα, μια τρομερή ανησυχία, μια πολεμική σύρραξη, ενώ στην ορθόδοξη εικόνα επικρατεί μια ηρεμία, σοβαρότητα και υπομονετικότητα.
  
         
Το συμπέρασμα είναι ότι η εικόνα δείχνει την διαφορά μεταξύ των δύο τρόπων ζωής, ορθοδόξου και δυτικού.
ια. Η ορθόδοξη εικόνα είναι καρπός της αποκαλυπτικής εμπειρίας των θεουμένων αγίων. Είναι γνωστόν ότι οι άγιοι, όταν φθάνουν στην θέωση και την θεωρία της δόξης του Θεού, μετέχουν τους Φωτός του Θεού και ακούνε άρρητα ρήματα, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος (Β' Κορ. ιβ', 4). Μετά την θεωρία του Θεού οι άγιοι καταγράφουν την άκτιστη αυτήν εμπειρία με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα, όπως έλεγε ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης.
ιβ.  Οι εικόνες είναι κτιστά εικονίσματα της ακτίστου πραγματικότητος. Γι’ αυτό ο Χριστός και οι άγιοι περιβάλλονται από το Φως, το σώμα είναι μεταμορφωμένο γιατί και αυτό συμμετέχει στην άκτιστη πραγματικότητα, και τελικά οι εικόνες δείχνουν την άκτιστη λατρεία και την άκτιστη θεία λειτουργία. Οι ιερές εικόνες χρειάζονται για τον άνθρωπο πού βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως και του φωτισμού, αλλά όταν ο άνθρωπος φθάνει στην θέωση και βλέπει τον ίδιο τον Χριστό μέσα στην δόξα Του, δεν του χρειάζονται εικόνες.
Έπειτα, όταν κανείς ασπάζεται τίς ιερές εικόνες, ασπάζεται την υπόσταση του εικονιζομένου και λαμβάνει Χάρη, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία ο ίδιος βρίσκεται. Αν, δηλαδή, βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως, καθαίρεται, αν βρίσκεται στο στάδιο του φωτισμού, φωτίζεται...

 
                                                                                               Συνεχίζεται

XΡIΣTOΣ  ANEΣTH! 
CHRIST  ARISEN!

5 Όσα αγνοούσα για τις εικόνες, Κων. Μαρινόπουλος, Αγιογράφος, Θεσσαλονίκη, 1996.--- Περιληπτική διασκευή και συνοπτική παρουσίαση των όσων εκθέτει διεξοδικά, εμπεριστατωμενα και επιστημονικά, ο ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ., Κωνσταντίνος Δ. Καλοκύρης, στο βιβλίο του «Εισαγωγή εις την χριστιανικήν και βυζαντινήν αρχαιολογίαν», Θεσ/νίκη 1975. Επιμελεια: Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης.
6 Όπως υποσ. (1)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου