Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΠΑΠΙΣΜΟΥ
(The Heresy of Franco-Papacy)
ΜΕΡΟΣ 19ο

ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ  ΦΡΑΓΚΟΠΑΠΙΣΜΟΥ  ΚΑΙ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Dogmatic and other Disparities between Franco-Papacy and OrthodoxChristianity)

7. Τα Αγάλματα των Ναών
Φραγκοπαπισμός
α. Η χρήση αγαλμάτων εισήχθη στις παπικές «εκκλησίες» μετά τον απογαλακτισμό του πάπα από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τότε οι παπικοί άρχισαν να διακοσμούν εξωτερικά τους ναούς με ανάγλυφα και αγάλματα (βλ. Γοτθικός ρυθμός). Στην Ιταλία ο Νικόλαος και Ιωάννης Πιζάνος, πατήρ και υιός, κατά το δεύτερο ήμισυ της ΙΓ΄ εκατονταετηρίδας, εμελέτησαν και εζήτησαν να μιμηθούν τα αρχαία γλυπτικά έργα1.
Αργότερα το θεατρικό πνεύμα της αναγεννησιακής εποχής και μπαρόκ, επέβαλλε την διακόσμηση με αγάλματα και στο εσωτερικό των ναών. Η μόδα αυτή κατοχυρώνεται κατά τον 16ο αιώνα.
β. Επίσης άλλη μία αιτία για την διάδοση των αγαλμάτων μεταξύ των παπικών είναι η εγκατάλειψη της «Αγιογραφίας» η οποία μετατρέπεται σε «θρησκευτική τέχνη» (Giotto) έπειτα σε «τέχνη με θρησκευτικά αντικείμενα» και εν τέλει να ακυρωθεί από την αφηρημένη τέχνη της τότε πραγματικότητας. Ο Μιχαήλ Άγγελος για να απεικονίσει τον Χριστό Κριτή στην Cappella Sixtina αντιγράφει ένα άγαλμα του θεού Απόλλωνος, γνωστού ως L’ Apollo del Bel Vedere.
γ. Ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος, μέγας οικονόμος και πρωθιερέας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, μας πληροφορεί:
«Η Δυτική Εκκλησία επροχώρησε βαθύτερον έτι. Κατασκεύασε τα Ecce Homo, αγάλματα εκ κηρού, γύψου ή ξύλου, ων οι οφθαλμοί από χάνδρα, τα δάκρυα από αδάμαντας, το σώμα χυδαίως αιμοστάζον και τα οστά από των αγκώνων και γονάτων εκχυνόμενα. Εμηχανεύθη τον Εσταυρωμένον του Καθεδρικού Ναού της Ισπανικής Burgos, πεποιημένον εξ αληθινού ανθρώπινου δέρματος, τεταριχευμένου και φέροντα περούκαν αντί κόμης. Ανεστήλωσε εν τοις ευκτηρίοις της παράδοξα της Αειπαρθένου ανδρείκελλα, ων εψυμιθίωσεν το πρόσωπον, εστόλισε με λιθοκολλητά ενώτια τα αυτία, ετημέλησε εις δακτυλλοειδείς έλικας τας τρίχας και περιέβαλλεν το σύνολον με τας φρενοτρόπους αμφιέσεις του συρμού. Ούτως ή άβυσσος εν τη Δύσει επεκαλέσθη την άβυσσον»2.
δ. Ο κατάμεστος εξ αγαλμάτων Ναός του Αγίου Πέτρου στην Ρώμη, υπενθυμίζων εν πολλοίς αρχαίον ειδωλολατρικόν ναόν, αποτελεί βοώσαν εκδήλωσιν του κοσμικού πνεύματος, το οποίον εισεχώρησεν και διεπότισεν την παπικήν εκκλησίαν3.
ε. Οι Ουνίτες μη δυνάμενοι να αιτιολογήσουν εκκλησιαστικώς και αγιογραφικώς την αντικατάσταση των εικόνων με αγάλματα, χαρακτηρίζουν επουσιώδη την διαφορά μεταξύ των δύο Εκκλησιών από την χρήση των αγαλμάτων4.
Ορθοδοξία
α. Η λέξη «είδωλο» που παράγεται από το «είδος» (ό,τι φαίνεται, μορφή….) σημαίνει την απόδοση του σεβασμού του πιστού στο «είδος του θεού», δηλαδή σε αυτό που ο πιστός βλέπει και συλλαμβάνει με τις αισθήσεις του, π.χ. ένα άγαλμα. Το είδωλο δηλαδή είναι μια θεία φύση με υλική υπόσταση. Αυτό βέβαια παραπέμπει στην θεμελιώδη αρχή της αρχαιοελληνικής παγανιστικής θρησκείας, ότι οι θεοί της είναι εγκόσμιοι «θεοί», που ζουν μέσα στο υλικό σύμπαν και όχι έξω και πέρα από αυτό. Οι θεοί της αρχαίας ελληνικής θρησκείας είναι μέσα στον κόσμο, έχουν πάντα ύλη και συνιστούν «είδος», με την αριστοτελική σημασία του όρου.
Με άλλα λόγια ένα πρόσωπο π.χ. ο Απόστολος Πέτρος δεν απεικονίζεται από το άγαλμά του, όπως συμβαίνει με τις χριστιανικές εικόνες, αλλά είναι το άγαλμά του! 
Άρα η τιμή στο άγαλμα κάθε τέτοιου εγκόσμιου προσώπου, του κατ’ εξοχήν «είδους δηλαδή», αποδίδεται λατρευτικώς και ουχί σχετικώς, τουτέστιν συνιστά ειδωλολατρεία.
β. «Η Ορθόδοξος Εκκλήσια ουδαμώς απεδέξατο λαξευτάς ή γλυπτάς εικόνας, αλλά μόνον γραπτάς, ου μόνον διότι τα αγάλματα αναμιμνήσκουσι τας έξεις της ειδωλολατρείας και του Εθνικού βίου, αλλά και διότι η ζωγραφική, λεπτή και πνευματικωτέρα ούσα, αντί να συνδέση ως η γλυπτική, το παρισταμένον προς τα εν τόπω και χρόνω, δια της ύλης περιοριζόμενα, υψοί μάλλον εις την δια της διανοίας σύλληψιν του αρχέτυπου»5.
γ. Πλήρης ερμηνεία περί ειδώλων και αγαλμάτων δίδεται στα προλεγόμενα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου :
(1)  Άλλο είναι είδωλο, άλλο άγαλμα και άλλο εικών. Το είδωλον διαφέρει από την εικόνα καθ’ ότι η μεν εικόνα είναι ομοιότης αληθούς και πρωτοτύπου πράγματος, το δε είδωλον είναι ομοιότης ψευδούς, ανυπάρκτου και πρωτοτύπου πράγματος. Κατά τον Ωριγένη και Θεοδώρητο, τα είδωλα ήσαν αναπαραστάσεις ψευδών και ανυπάρκτων θεών των Ελλήνων.
(2)  Αγάλματα, γλυπτά και απλώς ανδριάντες είναι οι εικόνες που περιέχουν όλο το σώμα του εικονιζομένου.
(3)  Τα αγάλματα ουδόλως κατασκευάζει η Ορθόδοξη (Μία Αγία και Καθολική τότε Εκκλησία) διότι :
(α) Ο όρος της Συνόδου λέγει να κατασκευάζονται εικόνες από χρώματα, από ψηφίδες και από άλλην επιτηδείαν ύλη (χρυσάφι, ασήμι, άλλα μέταλλα) επάνω σε ιερά σκεύη, εσθήτες, σινδόνια, πανιά, τοίχους, σανίδια, οικίες, δρόμους και όχι αγάλματα.
(β) Οι κατηγορίες των εικονομάχων (προ του Σχίσματος) αφορούσαν εικόνες και μόνο (οι ορθόδοξοι ποτέ δεν κατασκεύαζαν αγάλματα).
(γ) Εφ’ όσον τα αγάλματα ψηλαφούνται, ψηλαφάται και όλο το σώμα του εικονιζομένου, δηλαδή το πρωτότυπο. Όμως η Εκκλησία του Χριστού απέβαλε τα αγάλματα για να αποφύγει παντελώς την ομοιότητα με τα είδωλα.
(4) Η τιμή αλλοιώς γίνεται στο πρωτότυπο και αλλοιώς στην εικόνα. Στο πρωτότυπο λατρευτικώς στην εικόνα σχετικώς.
(5) Μία είναι η υπόσταση της εικόνας και του πρωτοτύπου διότι το πρωτότυπο βλέπεται στην εικόνα, η δε εικόνα υπάρχει στο πρωτότυπο όπως η σκιά στο σώμα και από αυτό να χωρισθεί είναι αδύνατο, καθ’όσον η υπόσταση εικονίζεται και όχι η φύση.
Δια τούτο και λέγομεν π.χ. ότι η Εικόνα είναι του Χριστού και όχι ο Χριστός!
δ. Η Αγία Γραφή κατακρίνει αυτούς που προσκυνούν γλυπτά (είδωλα και ομοιώματα) [ΨΑΛΜ: 96/7] και θυσιάζουν σε δαιμόνια (ΔΕΥΤΕΡ: 32/16-17), όπως ήσαν τα γλυπτά των Ελλήνων. «Έτσι τα γλυπτά των Ελλήνων, επειδή ήταν απεικονίσεις δαιμόνων, είναι απορρίψιμα και απηγορευμένα»6.
8. Αγαμία του Κλήρου
Φραγκοπαπισμός
α. Η Παπική Εκκλησία επέβαλε αυθαιρέτως σε όλες τις τάξεις του κλήρου (Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Επισκόπους) υποχρεωτική αγαμία.
β. Το έθιμον τούτο βασίζουν εις το χωρίον του Παύλου : «Ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω, ο δε γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τη γυναικί….» (Α΄ ΚΟΡ: 7/32-33)
γ. Στην Δύση η τοπική σύνοδος της Ελβίρας μετά το 300 μ.Χ. καθώρισε δια του ΛΓ΄(33) κανόνος την γενική αγαμία του κλήρου. Η απόφαση εκείνη της τοπικής συνόδου, εισήχθη προς έγκριση στην Α΄ Οικ. Σύνοδον, αλλ’ η πρότασις δεν έγινε δεκτή.
δ. Παρά τις αντιδράσεις των εγγάμων κληρικών της Δύσεως, επεκράτησε βαθμηδόν η γενική αγαμία μετά τον 11ο μ.Χ. αιώνα, μετά και τα μέτρα που είχε λάβει ο Γρηγόριος Ζ΄ (1074 μ.Χ.) προς επιβολήν της.
ε. Κατά την Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, το πρόβλημα της γενικής αγαμίας του κλήρου ενεφανίσθη με όλην την οξύτητά  του. Ο Βραζιλιάνος επίσκοπος Koop, εκφράζων τις απόψεις πολλών παπικών επισκόπων, έθιξε το θέμα της αγαμίας του κλήρου, ό πάπας όμως ηγέρθη και απέκλεισεν πάσαν περαιτέρω συζήτηση7.
Ορθοδοξία8 
α. Ο Κύριος τόνισε το αδιάλυτο του μυστηρίου του γάμου «παρεκτός λόγου πορνείας». Οι παπικοί δεν σεβάστηκαν αυτή την εξαίρεση και εθέσπισαν το αδιάλυτο του γάμου χωρίς καμμία εξαίρεση.
β. Οι λόγοι του Παύλου δεν αναφέρονται στην γενικήν αγαμίαν του κλήρου καθ’ όσον ο Απόστολος ομιλεί ρητώς περί εγγάμων διακόνων, πρεσβυτέρων και επισκόπων (Α! ΤΙΜ: 3/12-ΤΙΤΟΣ: 1/5-6, Α΄ ΤΙΜ: 3/2).
γ. Στην ουσία όμως η αγαμία στην παπική συναγωγή, οφείλεται στην στάση της που θέλει να ανυψώσει τον κλήρο υπέρ τους λαϊκούς, αποχωρίζοντάς τον από κάθε δεσμό με τις λαϊκές τάξεις και την κοινωνική ζωή, και κυρίως να καταδείξει την ανωτερότητα του δικού τους κλήρου έναντι των κληρικών της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
δ. Κατά της αγαμίας αποφαίνεται ο Ε΄ κανών των Αγίων Αποστόλων. Ο Α΄ κανών της εν Νεοκαισαρεία Συνόδου απαγορεύει μόνον τον  μετά την χειροτονίαν γάμον.
ε. Η Α' Οικουμενική Σύνοδος αποδίδει το πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας, την ελεύθερη δηλαδή εκλογή των κληρικών μεταξύ γάμου και αγαμίας. Η αγαμία είναι χάρισμα, ειδική χάρη του Θεού σε ορισμένα άτομα. Ωστόσο, στην υποχρεωτική αγαμία, που επέβαλε η Παπική «Εκκλησία» στον κλήρο της, δίνει την πρέπουσα απάντηση ο ασκητικότατος, ομολογητής, θαυματουργός, άγιος και επίσκοπος μέγας Πανφούτιος: «Μη βαρύνετε τον ζυγόν των ιερωμένων».
Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος δια του ΙΓ΄ κανόνος καταδικάζει την καινοτομίαν της Λατινικής «Εκκλησίας» περί γενικής αγαμίας του Κλήρου.
στ. Η αγαμία των επισκόπων επεκράτησε με τον χρόνον δια λόγους διοικητικούς και τάξεως. Άλλωστε Άγιοι επίσκοποι όπως ο Σπυρίδων Τριμυθούντος, ο Γρηγόριος Νύσσης κ.α. ήσαν έγγαμοι.
ζ. Ερμηνεία Χρυσοστόμου των χωρίων του Απ. Παύλου περί γάμου (απάντηση στον ισχυρισμό των παπικών, όπως Φραγκοπαπισμός, 8β):
«…ότι τότε μόνον εσυγχώρησε τον γάμον ο Παύλος διότι ήξερε, πως όταν ανθίση μετά ταύτα η ευσέβεια, αυτή η φύσις αφ’ εαυτής θέλει προτιμήσει το αγαθόν της αγαμίας και παρθενίας και η εκλογή θέλει γίνει των κρειττόνων, των αγάμων, δηλαδή των παρθένων Αρχιερέων»9.  
η. «Η γενική αγαμία του ρωμαιοκαθολικού κλήρου οφείλεται εις την τάσιν της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, θελούσης να εξάρει τον κλήρον υπέρ τους λαικούς, αποχωρίζουσα αυτόν από παντός προς τας λαϊκάς τάξεις και την κοινωνικήν ζωήν δεσμού...»10.
9. Νηστείες
Φραγκοπαπισμός
α. Οι νηστείες των Φραγκοπαπικών, είναι ελαφρότερες εκείνων της Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας. Απαγορεύεται κυρίως το κρέας μόνον, οι δε κατά τόπους επίσκοποι έχουν το δικαίωμα της ρυθμίσεως των νηστειών11.
β. Χαλαρές αντιλήψεις επεκράτησαν στην παπική συναγωγή και ως προς τον ιερόν θεσμόν της νηστείας. Ο ουνίτης επίσκοπος Υάκινθος, αναφερόμενος εις τον νόμον της λατινικής νηστείας, γράφει:  «Ο Νόμος της νηστείας επιτρέπει εν μόνο γεύμα την ημέρα, κατά το οποίον δύναται τις να φάγει όσον θέλει και ότι θέλει. Αρκεί να μη διαρκέση το γεύμα περισσότερο από δύο ώρες»12.  
γ. Ουσιαστικά ο Φραγκοπαπισμός καταργεί το θεσμό της νηστείας.
Ορθοδοξία
α. Νηστεία είναι Εντολή του Θεού. Είναι η μία από τις δύο πρώτες που έδωσε στον Αδάμ μέσα στον Παράδεισο. Συγκεκριμένα, η πρώτη ήταν «να εργάζεται και να φυλάττει τον Παράδεισο», ενώ η δεύτερη «να μην φάει από τον καρπό του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού».  Το Νόημα αυτής της Εντολής ήταν το εξής: Με όπλο την Νηστεία, να συνηθίσουν οι άνθρωποι στην Υπακοή προς τον Θεό και στην πάλη κατά του διαβόλου.
β.  Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει για την Νηστεία:
«Όταν ο Θεός είπε στους πρωτοπλάστους «Δεν θα φάγετε», τους έβαλε Νόμο Νηστείας και Εγκρατείας. Εάν η Εύα δεν έτρωγε από τον καρπό του δένδρου εκείνου, δεν θα είχαμε ανάγκη σήμερα από την Νηστεία. Επειδή δεν νηστεύσαμε, διωχθήκαμε από τον Παράδεισο. Ας νηστέψουμε λοιπόν, για να μπούμε πάλι σε Αυτόν».
«Αρχαίον δώρον η Νηστεία. Ου γαρ νεώτερον εφεύρημα. Πατέρων εστί το κειμήλιον...: Νηστεία εν Παραδείσω ενομοθετήθη. Την πρώτην εντολήν έλαβε ο Αδάμ από του ξύλου του γιγνώσκειν καλόν και πονηρόν ου φαγείσθε. Το δε ου φάγεσθε, νηστείας εστί και εγκρατείας νομοθεσία...»13.
γ. Ο παπικός Νόμος περί νηστείας υπενθυμίζει εν πολλοίς την περί νηστείας εντολήν του κορανίου (Κατά τον μήνα Ραμαζάν προ της εορτής του Μπαϊράμ, νηστεύουν όλη την ημέρα, χωρίς να τρώγουν τίποτε, την δε νύκτα, τρώγουν και απολαμβάνουν τα πάντα).
δ. Η νηστεία παύει να αποτελεί για τους παπικούς, πνευματικόν όπλον προς καθαίρεση των σκιρτημάτων της σαρκός και μέσον άριστον γενικώτερον προς εγκράτειαν. Η ουσιαστική κατάργηση του ιερού θεσμού της νηστείας υπό της παπικής «Εκκλησίας», αποτελεί υλιστικόν νεωτερισμόν 14.
ε. Ο Κύριος τόνισε ακόμη περισσότερο την αξία της Νηστείας, όταν περί του γένους των δαιμόνων ανέφερε χαρακτηριστικά: «Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Δηλαδή, το γένος αυτό, δεν είναι δυνατόν να νικηθεί από κανέναν άνθρωπο, ο οποίος δεν προσεύχεται και δεν νηστεύει.
στ. «Νηστεία εστί βία φύσεως και περιτομή ηδύτητος λάρυγγος, πυρώσεως εκτομή, πονηρών εννοιών εκκοπή, ενυπνιασμών ελευθερία, προσευχής καθαρότης, ψυχής φωστήρ, νοός φυλακή»15.  
10. Καθαρτήριον πυρ (Κ. Π.) [Ιgnis Purgatorium]
  Φραγκοπαπισμός
α. «Το καθαρτήριον είναι ο τόπος ή μάλλον η κατάστασις καθαρισμού εις την οποίαν κρατούνται προς καιρόν, έως ότου εξαγνισθούν τελείως και γίνουν άξιαι να εισαχθούν εις τον Παράδεισον, όλαι αι ψυχαί, αι οποίαι απεβίωσαν μεν εν τη αγάπη και χάριτι του Θεού, αλλ’ είτε από αμέλειαν είτε από έλλειψιν καιρού δεν ηδύνηθησαν τελείως να ικανοποιήσουν την Θείαν Δικαιοσύνην...»16.
β. Το Καθαρτήριον είναι Δόγμα πίστεως του Φραγκοπαπισμού, θεσπισθέν εις τας Συνόδους Φλωρεντίας (1439) και Τριδέντου (1545).
«…Ο Αδάμ, λέγει η Σύνοδος του Τριδέντου (1546), με την παράβασή του επέφερε την οργή και την αγανάκτηση του Θεού και για τούτο τον θάνατον. Επομένως η σωτηρία του ανθρώπου απαιτεί την εξιλέωση της οργής του Θεού. Το αίμα του Χριστού εξαλείφει τις αιώνιες ποινές του αμαρτωλού ανθρώπου, οι οποίες έχουν την αιτία τους στις θανάσιμες αμαρτίες. Εκτός όμως από τις αμαρτίες αυτές, υπάρχουν οι βαριές και οι ελαφρές αμαρτίες, οι οποίες επιφέρουν πρόσκαιρες ποινές. Αυτές τις ποινές πρέπει ο άνθρωπος να τις εξοφλήσει με έργα μετανοίας, που επιβάλλονται από την Εκκλησία.
Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν πριν εξοφλήσουν αυτές τις ποινές και μεταβαίνουν στο λεγόμενο «καθαρτήριο πυρ», που υπάρχει ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση, όπου καλούνται να εξαλείψουν το χρέος. Από εκεί, με τις προσευχές του πάπα και των ζωντανών, οι ψυχές μεταβαίνουν στον παράδεισο. Η «Εκκλησία», όμως, μπορεί να παραχωρήσει την λύση των ποινών με βάση τον «θησαυρό των αξιομισθιών των αγίων», τον οποίο διαχειρίζεται ο πάπας»17.
γ. Οι παπικοί θεολόγοι υπέρ του καθαρτηρίου επικαλούνται :
(1) Την ενέργειαν του Ιούδα του Μακκαβαίου ο οποίος «..Ποιησάμενόν τε κατ’ ανδραλογίαν κατασκευάσματα εις αργυρίου δραχμάς δισχιλίας, απέστειλεν εις Ιεροσόλυμα προσαγαγείν περί αμαρτίας θυσίαν…υπέρ αναστάσεως διαλογιζόμενος...όθεν περί των τεθνηκότων τον εξιλασμόν εποιήσαντο της αμαρτίας απολυθήναι...» (Β! ΜΑΚΚ: 12/43-450).
(2)  Το χωρίον ΜΑΤΘ: 12/32. Σ’ αυτό μεταξύ των άλλων αναφέρεται η φράση «...όποιος μιλήσει εναντίον του Αγίου Πνεύματος, δεν θα συγχωρηθεί ούτε εις αυτόν τον αιώνα, ούτε εις τον μέλλοντα».
Ερμηνεύοντας δοκισήσοφα την παραπάνω φράση, οι φραγκοπαπικοί ισχυρίζονται ότι στον μέλλοντα αιώνα (μέλλουσα ζωή) υπάρχει συγχώρηση. Με άλλα λόγια εάν δεν δοθεί συγχώρηση στην παρούσα ζωή θα δοθεί στην μέλλουσα (εξιλαστήριες ποινές).
(3) Το χωρίον Α! ΚΟΡ: 3/15. Σ’αυτό αναφέρεται ότι :
«Εάν το έργο που έκτισε ένας μείνη αυτός θα ανταμειφθή. Εάν κάποιου το έργο καή, θα υποστή ζημίαν, ο ίδιος όμως θα σωθεί, αλλά κατά τέτοιον τρόπον όπως σώζεται κανείς από πυρκαϊάν».
(4) Την σχετικήν υπέρ «Καθαρτηρίου Πυρός»  διδασκαλίαν του Αυγουστίνου.
(5) Κείμενα περί πυρός Καθαρτηρίου Πατέρων, κατά την δικήν τους ερμηνείν, κυρίως του Γρηγορίου Νύσσης και Ωριγένους.
δ. Δις οι Παπικοί επεχείρησαν να επιβάλλουν την αίρεση του «καθαρτηρίου πυρός» εις τους ορθοδόξους. Το 1274 (Ψευδοένωσις-Σύνοδος Λυών) και 1439 (Σύνοδος Φλωρεντίας). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η προσπάθεια τους εναυάγησεν.
ε. Η Παπική Εκκλησία συνέδεσε το δόγμα του Κ.Π. με την άλλην καινοφανή πλάνην των αφέσεων.
Ορθοδοξία
α. Σε κανένα χωρίο της Αγίας Γραφής διδάσκεται τέτοιο πράγμα (περί καθαρτηρίου πυρός), ούτε δέχεται «περισσεύουσες αξιομισθίες» στους ανθρώπους, όσο άγιοι κι' αν ήτανε στην ζωή τους. Όσον αφορά στο «καθαρτήριο πυρ», ο άγιος Νεκτάριος, γράφει σχετικά: «Κατά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, μετά θάνατον ουδεμία υπάρχει μεσάζουσα τάξις μεταξύ των μεταβαινόντων εις Ουρανούς και των καταβαινόντων εις άδην». Δεν υπάρχει τόπος ειδικός, μεσάζων, ένθα ευρίσκονται αι ψυχαί18.
β. Η Αγία Γραφή αγνοεί το καθαρτήριον Πυρ των παπικών και ομιλεί μόνον :
(1) Περί πυρός ασβέστου, αιωνίου και ατελεύτητου κολάσεως (ΜΑΤΘ: 3/12-ΜΑΡΚ: 9/43-ΛΟΥΚ: 3/17).
(2)  Ότι «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (ΕΒΡ: 9/27).
γ. Η πράξη του Ιούδα του Μακκαβαίου (Β! ΜΑΚ: 12/43-45) είναι πράξις υπέρ του θεσμού των μνημοσύνων και μόνον και ουδαμώς εμφαίνει ότι τοιαύτη συγχώρησις θα γίνη δια πυρός καθαίροντος και εξιλεούντος την Θείαν Δικαιοσύνην19.
δ. Δια τους ισχυρισμούς περί του χωρίου (ΜΑΤΘ: 12/32) :
    Η φράση «ούτε εν τω νυν αιώνα ούτε εν τω μέλλοντι», είναι καταφατική και σημαίνει ουδέποτε, δηλαδή ότι κατ’ουδένα τρόπον δύναται να συγχωρηθεί ο κατά του Αγίου Πνεύματος αμαρτάνων. Συνεπώς ουδόλως ευοδούται η περί «καθαρτηρίου» φραγκοπαπική ετεροδοξία/κακοδοξία.
ε. Δια τους ισχυρισμούς περί του χωρίου (Α! ΚΟΡΙΝΘ: 3/15):
«Οι λόγοι του Παύλου αναφέρονται εις το πυρ της Τελικής Κρίσεως»20.
Όπως συμπεραίνεται και από τον προηγούμενο στίχο: «Το έργο του καθενός θα γίνει φανερόν. Η ημέρα θα το φανερώσει, διότι η ημέρα εκείνη αποκαλύπτεται με φωτιά και η φωτιά θα δοκιμάσει τι είδους έργο έκανε ο καθένας».
στ. Τα περί Καθαρτηρίου Πυρός εξήγησε σαφώς και πλήρως η Σύνοδος της Κων/λεως (1722).
ζ. «Και αν δεχθώμεν την ερμηνείαν ως αποδίδεται εις τον Αυγουστίνον, (ότι υπάρχουν αμαρτίαι μετά θάνατον αφιέμεναι), ουδαμώς δύναται τις να συναγάγη εντεύθεν την περί καθαρτηρίου παπικήν διδασκαλίαν, ότι δηλ. ο άνθρωπος θα υποστή τιμωρίας της ψυχής του προς ικανοποίησιν της θείας Δικαιοσύνης, αι οποίαι συντέμνονται ή όλως αίρονται υπό του Πάπα»21.
η. Σύμφωνα με το περί Κ.Π. παπικό δόγμα, με το Κ.Π. τιμωρείται μόνον η ψυχή και το σώμα που έκανε την αμαρτία παραμένει ατιμώρητον. Κάτι τέτοιο απορρίπτεται από την Εκκλησίαν ως αυθαίρετο και αιρετικό, διότι εκτός των άλλων αποκλείει και αναιρεί το μυστήριο της μετανοίας. Προτρέπει δε εις σαρκικήν ζωήν με την πονηράν υπόσχεσιν, της μετά θάνατον καθάρσεως και δήθεν σωτηρίας. Μερικά χωρία Πατέρων κλπ. που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω :
(1) Διαταγές Αποστόλων, Β΄, XIII, 2-3, ΒΕΠΕΣ,2,19.
(2) Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις,18,14,PG 33, 1033A.
(3) Γρηγ. Θεολόγου, Λόγος 16,7.
(4) Μ. Βασιλείου Ηθικά, όρος Α!
(5) Άναστ Σιναϊτου, Εις Ψαλμ. 6
(6) Ιω. Χρυσ. Εις Ματθ. ομιλ. 36,3
(7) Θεοφυλάκτου, εις Ματθ. Κεφ. 22 και 25.
θ. Το Παπικόν δόγμα του Κ.Π. αποτελεί βλασφημίαν κατά της ανεκτίμητης αξίας της θυσίας Του Κ.Η.Ι.Χ. (Α! ΠΕΤΡ: 3/18-ΕΒΡ: 9/28).
ι. Οι Παπικοί δανείζονται πατερικά χωρία που προφανώς έχουν σχέση με τα υπέρ κεκοιμημένων Μνημόσυνα.
ια. «Το καθαρτήριον Πυρ αποτελεί εφεύρεσιν προς χρηματισμόν» (Αθανάσιος ο Πάριος).
ιβ. «Οι περί τον Μάρκον Ευγενικόν διεκήρυξαν εις την Σύνοδον της Φλωρεντίας ότι η περί Κ.Π. διδασκαλία είναι επικίνδυνη ως μετέχουσα της αιρέσεως του Ωριγένους, η οποία εδίδασκε, ότι το πυρ της κολάσεως δεν είναι αιώνιο και ως τείνουσα να χαλαρώση την προσοχήν του πιστού στην θρησκευτική ζωή»22.
ιγ. Το δόγμα του ( Κ.Π.) πεπλανημένου εκ βάσεως κατέστη και εξ άλλης αιτίας ύποπτον, διότι συνεδέθη με έτερον καινοφανές δόγμα περί αφέσεων (Indulgentiae), το οποίον ως γνωστόν μετεβλήθη εις μέσον πλουτισμού της Φραγκοπαπικής Συναγωγής.
                                                                                                                
Συνεχίζεται
   XΡIΣTOΣ  ANEΣTH! 
  CHRIST  ARISEN!

1 Β. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορία, Εκδ. Β΄, σ. 543, Αθήναι,1959.
2 Ο Χριστιανικός Ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, Εκδ. Β΄, σ. 292-293, Αθήναι, 1958.
3 Έκφρασις της Αγίας Σοφίας, Παρ’ Ευγενίω Αντωνιάδη, τ. Β΄, σ. 6, Αθήναι, 1908.
4 Π. Γρηγορίου-Ουνίτης, Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων, σ. 475, Αθήναι 1958.
5 Χρήστος Ανδρούτσος, Συμβολική, Β΄ Εκδ. σ. 400-401.
6 Ιωάν. Δαμασκηνός, Έκδοση Ακριβής Ορθ. Πίστεως, Δ (16) 89.
7 Ορθόδοξος θεώρησις της Β΄ Συνόδου του Βατικανού, επιμέλεια Μ. Δ. Σπυροπούλου, σ. 44, Αθήναι, 1967.
8 Ορθοδοξία και Παπισμός, Αρχ. Σπυρ. Μπιλάλη, Αθήναι, 1969, σ. 236-239.
9 Ερμηνεία ΙΒ΄ Κανόνος της ΣΤ΄ Οικ. Συνόδου-Πηδάλιον.
10 Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική, Εκδ. Β΄ σ. 95.
11 Σπ. Μακρίδης, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Θ΄--- Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Θ΄, σ. 450.
12 Υακίνθου Ουνίτου Επισκόπου, Μεγάλη Κατήχησις, Β΄, Ηθική Εκδ. Β΄, σ, 106/107, Αθήναι, 1958.
13 Μέγας Βασίλειος, Περί Νηστείας, Λόγος Α΄.
14 Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, σελ. 250, 1.
15 Ιωάννου Κλίμακος, Κλίμαξ 14, PG 88, 869Α.
16 Υακίνθου Επισκόπου Γρατιανουπόλεως, Μεγάλη Κατήχησις, Α΄ Δογματική, 1958.
17 Αντ. Αλεβιζόπουλου, Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμός και Ορθοδοξία, σελ. 16.
18 «Μελέτη περί της αθανασίας της ψυχής»,σ. 168,9, Αθήνα, 1901.
19 Χρ. Ανδρούτσου, Συμβολική, εξ επόψεως Ορθοδόξου, Εκδ. Β΄, σ. 370, 1930--- Παν. Τρεμπέλα, Δογματική, Γ΄, σ. 421, Αθήναι, 1961.
20 Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Κ.Δ., 1956 και ιδίου Δογματική Γ΄.
21 Χρ. Ανδρούτσου, Συμβολική.
22 Joseph Gill, Η Σύνοδος της Φλωρεντίας, Μεταφρ. «Καλού Τύπου», σ. 140, Αθήναι, 1962.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου