Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

ΑΙΓΑΙΟΝ: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ
(AEGEAN:THE HELLENIC ARCHIPELAGO)

      
ΜΕΡΟΣ 6ο

5. ΑΙΓΑΙΟΝ- ΑΙΓΗΪΣ (Προιστορικά-Ιστορικά στοιχεία) [Συνέχεια 5ου μέρους]
ια. Οι Περσικοί Πόλεμοι έγιναν αιτία για την ναυτική υπεροχή των Αθηνών. Το βασικό στοιχειό όλων των πολέμων στην περιοχή του Αιγαίου (συμπεριλαμβανομένων και των Μηδικών) ήταν ο ναυτικός χαρακτήρας, κύριο δε θέατρο της διεξαγωγής τους ήταν η στενή θάλασσα και οι ακτές του Αιγαίου (Σαλαμίς – Μυκάλη, κλπ.).


Χάρτης των κυριωτέρων γεγονότων της πρώτης Περσικής εισβολής στην Ελλάδα

ιβ. Κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον, το Α.Π. απετέλεσε το κυριώτερο όχι όμως και το μοναδικό θέατρο της διεξαγωγής του. Οι σημαντικώτερες ναυμαχίες που συνήφθησαν στο Αιγαίο και τον Ελλήσποντο ήσαν η των Αργινουσών (Σεπ. 406 π.χ.)1 και παρά τους Αιγός ποταμούς (405 π.χ.)2  




 ιγ. Κατά την περίοδο της λεγόμενης «Ρωμαϊκής Ειρήνης» παύει η ιστορία να ασχολείται με το Αιγαίο που παραμένει μόνο σαν θέατρο μιας συνεχώς επεκτεινόμενης οικονομικής δραστηριότητος. Τόσο πριν όσο και μετά την «Ρωμαϊκή Ειρήνη» αναπτύσσεται  η πειρατεία σε όλη σχεδόν την έκταση του Αιγαίου. Ευνοϊκοί παράγοντες για την επικράτηση της πειρατείας ήσαν:
(1)  Η γεωγραφική διαμόρφωση της θαλάσσης.
(2)  Το πλήθος των νήσων και νησίδων.
(3) Το σχήμα των ακτών που διαμορφώνει αναρίθμητους ορμίσκους, κατάλληλα ορμητήρια για πειρατική δράση.
Κατά τους χρόνους των Ρωμαίων, το Αιγαίο παύει να παίζει το ρόλο που είχε άλλοτε και εμφανίζεται πάλι στο προσκήνιο στους χρόνους που κυριαρχούν οι Ρωμηοί/Βυζαντινοί που τους διαδέχονται οι Ενετοί της Ιταλίας.
ιδ. Ο ιδρυτής του νέου κράτους, Κωνσταντίνος ο Μέγας, εζήτησε φεύγοντας να λυτρωθεί από την ατμόσφαιρα της παρακμής, που επεσκίαζε την Ρώμη, και να αναβαπτίσει το κράτος του με νέα και ρωμαλέα στοιχεία. Πέραν όμως από αυτό, γράφει ο Γάλλος συγγραφεύς Louis Bréhier, «ανεζήτησε εις την Κωνσταντινούπολι την θάλασσα». Και άλλος συγγραφεύς, ο Ρουμάνος Nicolae Iorga, συμπληρώνει με την παρατήρηση ότι «η νέα αυτοκρατορία δεν ήτο μιά άλλη μορφή του ηπειρωτικού ρωμαϊκού κράτους, αλλά μιά νέα θαλασσοκρατία, μιά κυριαρχία της θαλάσσης».
Για την θαλασσοκρατία όμως αυτή, εχρειάζοντο καράβια και ένα από τα μεγάλα έργα του νέου κράτους επελέγη η δημιουργία Ναυτικού. Αλλά πότε εδημιουργήθη το Ναυτικόν αυτό του Βυζαντίου; Τούτο, όπως και τόσα άλλα σημεία πού έχουν σχέση με το Ναυτικόν, δεν είναι με ακρίβεια γνωστό. Ωρισμένοι συγγραφείς τοποθετούν την απαρχή του Βυζαντινού Ναυτικού στην βασιλεία του Λέοντος Α', του Θρακός, περί το έτος 457.
ιε. Ο Λέων Α', ο Θράξ, κατά τον 7ον αιώνα, εδημιούργησε πολεμικό στόλο για να αποκρούσει τις επιθέσεις των βαρβάρων στην Αφρική. Την εποχή του Ιουστινιανού όμως δεν υπήρχαν ακόμη, τα απαραίτητα πλοία. Τα πλοία που χρησιμοποιούσαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, την εποχή του Ιουστινιανού, δεν ήσαν κρατικά αλλά ιδιωτικά και τα επέτασσαν ανάλογα με τις ανάγκες τους, γεγονός πού είχε σαν αποτέλεσμα την απροθυμία των αξιωματικών και των πληρωμάτων.
Το καινούριο πάντως Ναυτικό είχε την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη και τελούσε υπό ενιαία διοίκηση, την διοίκηση «του Στόλου των Καραβησιάνων»3. Το ναυτικό θέμα των Καραβησιάνων (μετέπειτα ονομαζόμενο, ίσως κατά τον 8ο  αιώνα, των  Κιβυραιωτών), στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας και στα γειτονικά νησιά, προοριζόταν για την άμυνα εναντίον τού στόλου των Αράβων, με κύριο θαλάσσιο χώρο επιχειρήσεων το Αιγαίον Πέλαγος.
ιστ. Αργότερα, στο πρώτο ήμισυ του 8ου αιώνος γίνεται αναδιοργάνωση του Ναυτικού από τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο. Με την αναδιοργάνωση αυτή καταργείται η ενιαία διοίκηση του στόλου δηλ. η «Διοίκησις των Καραβησιάνων» και δημιουργούνται περισσότερες διοικήσεις της Ναυτικής δυνάμεως, που είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και εδρεύουν, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, στις περιοχές οι οποίες απειλούνται από τους Άραβες. Ο γενικός αρχηγός του Ναυτικού, ο αρχιναύαρχος όπως θα ελέγαμε σήμερα, έφερε το τίτλο «Δρουγγάριος» και κατόπιν «Δρουγγάριος των Πλωΐμων» (αργότερα, κατά τον 11ον αιώνα, ωνομάζετο και «Μέγας Δούξ» παράλληλα προς τον τίτλο του «Δρουγγαρίου των Πλωΐμων»)4.
     ιζ. Από της ιδρύσεως της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης (Βυζάντιο) μέχρι και τον 11ου αιώνα, το Αιγαίον πέρασε εναλασσόμενες φάσεις ειρηνικού - πειρατικού εμπορίου ανάλογα με το εάν οι δρόμωνες του «Βασιλικού Πλωΐμου» (Ναυτικό των Αυτοκρατόρων) εξασφάλιζαν ή όχι την τάξη, αλλά και την μεγάλη αναταραχή κατά τις περιόδους των Αραβικών εισβολών και των άλλων επιθέσεων κατά της Βασιλεύουσας.



Από του τέλους του 11ου αιώνος αρχίζει η παρακμή κυρίως λόγω παραμελήσεως του Ναυτικού. Το Αιγαίο τότε γίνεται και πάλι πεδίο δράσεως πειρατών, των Σαρακηνών αλλά και πάσης εθνικότητος τυχοδιωκτών.
ιη. Η τύχη του Ναυτικού, ακολουθεί την παλίρροια της αυτοκρατορικής πολιτικής και οι αμυντικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας, προσδιορίζουν, κατά ένα μέτρο, την εξέλιξή του. Και όταν έρθει η περίοδος του λυκόφωτος, το χρονικό της παρακμής του θά μας διδάξει περισσότερα από ό,τι ημπορεί να μας εδίδαξαν τα κλέη του. Η ισχύς του Βυζαντινού Ναυτικού διετηρήθη μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε προσφορώτερο ν' αναθέσει σε άλλους την φροντίδα για την άμυνα του. Και ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η κατάληψις της Κων) λεως από τους Φραγκοπαπικούς Λατίνους (1204).
ιθ. Τον καιρό της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας (1261) συνεκροτήθησαν κατά καιρούς πολεμικοί στόλοι, αλλά το ναυτικό είχε περάσει σε δευτερεύουσα θέση. Είναι δε ο Ανδρόνικος Β' (1282 - 1328) ο αυτοκράτωρ εκείνος, που έδωσε την χαριστική βολή κατά εκείνου, το οποίον άλλοτε απετέλεσε την δόξα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας). Σ' αυτό ο Ανδρόνικος, επεκρίθη με αυστηρότητα από τους συγχρόνους του. Και δικαίως. Και είναι μελαγχολικές οι εκφράσεις των συγγραφέων της εποχής εκείνης για το γεγονός αυτό, το οποίον μαζί με άλλους παράγοντες, προεδίκασε το οριστικό τέλος του Βυζαντίου5.
Οι στόλοι της Γένοβας και της Βενετίας, αργότερα, επωφελούνται της αναρχίας και της ελλείψεως οργανωμένης ναυτικής δυνάμεως και καταλαμβάνουν διάφορα νησιά τα οποία χρησιμοποιούν σαν βάσεις.
κ. Η ασφάλεια που επικρατούσε στην θάλασσα του Αιγαίου κατά τους πρώτους αιώνες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δεν κατέστησε αναγκαία την οχύρωση των νησιωτικών οικισμών. Ενώ στα τέλη του 4ου αιώνα ο ηπειρωτικός ελλαδικός χώρος δοκιμαζόταν από τους Γότθους του Αλάριχου, η κυριαρχία των βυζαντινών δυνάμεων στην θάλασσα παρέμενε σχεδόν ακλόνητη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο βιβλίο «Περί κτισμάτων» του Προκοπίου, όπου απαριθμούνται τα φρούρια που ανήγειρε στην αυτοκρατορία ο Ιουστινιανός (527-565), δεν υπάρχει καμία αναφορά για κατασκευή οχυρώσεων στα νησιά.
Η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε με την εμφάνιση των Αράβων και την έναρξη των ναυτικών επιδρομών τους, με αφετηρία την κατάληψη της Ρόδου το 654. Ο νέος αυτός παράγοντας εξανάγκασε τους κατοίκους να αναπροσαρμόσουν τον τρόπο ζωής τους προκειμένου να επιβιώσουν.
Οι Αιγαιοπελαγίτες εγκατέλειψαν τους παράλιους οικισμούς και κατέφυγαν στην ενδοχώρα των νησιών τους, για να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία από τους επιδρομείς. Στο εσωτερικό πολλών νησιών δημιουργούνται από αυτή την περίοδο οχυρωμένοι οικισμοί και κάστρα, ορισμένα από τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Εκεί προσέφυγαν και κάτοικοι από την ηπειρωτική Ελλάδα, η οποία είχε παραλύσει από την κάθοδο των σλαβικών φύλων.
κα.  Τα κάστρα αυτά δεν ήσαν προϊόν οργανωμένων ενεργειών και σχεδιασμού από την κεντρική διοίκηση, αλλά αποτελούσαν έργο των τοπικών κοινωνιών. Αναπόφευκτα, μέσα στα στενά όρια των περιτειχισμένων οικισμών, ο παλαιός αστικός τρόπος ζωής τερματίστηκε.
κβ. Η ανασφάλεια επιτάθηκε κατά τον 9ο αιώνα, με την έξαρση των επιδρομών των Σαρακηνών πειρατών, που χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριό τους την αραβοκρατούμενη Κρήτη. Ιδιαίτερα υπέφεραν τα νησιά των Κυκλάδων, λόγω της άμεσης γειτνίασής τους με την Κρήτη. Στην Νάξο, η οποία για ένα διάστημα κατέβαλε φορολογία στους Άραβες της Κρήτης, η πρωτεύουσα του νησιού μεταφέρθηκε στην δυσπρόσιτη ενδοχώρα, στο Κάστρο του Απαλίρου, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1207.
κγ.  Με την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στο Αιγαίο μετά το 961, ελήφθη μέριμνα για την οχύρωση σημαντικών λιμανιών και άλλων στρατιωτικά επίκαιρων σημείων. Οχυρωματικά έργα πραγματοποιήθηκαν στην Μύρινα της Λήμνου, στο Πυθαγόρειο της Σάμου, στο Κάστρο της πόλεως της Χίου και στην Βολισσό στο ίδιο νησί, στην Μήθυμνα (Μόλυβος) της Λέσβου, στην Κάλυμνο, στo Πυλί της Κω, στην Λέρο, στην πόλη και σε θέσεις της υπαίθρου της Ρόδου και αλλού. Τα βυζαντινά αυτά κάστρα του Αιγαίου είναι πολύ λίγο γνωστά, διότι σχεδόν όλα υπέστησαν ριζικές μετασκευές και προσθήκες κατά τους επόμενους αιώνες, από τους Λατίνους και τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις λίγα μόνο στοιχεία να σώζονται από την αρχική μορφή τους.


Συνεχίζεται






1 Αργινούσες: Ονομασία κατά την αρχαιότητα μιας συστάδας ακατοίκητων νησίδων του Αιγαίου. Βρίσκονται ΝΑ της Λέσβου, σε απόσταση περίπου 200 μ. από τις ακτές της Μικράς Ασίας. Η σημερινή ονομασία των νησίδων είναι Άγανο και Μακρονήσι. Η Ναυμαχία στις Αργινούσες έγινε το 406 π.Χ. κατά τα τέλη του Πελοποννησιακού Πολέμου μεταξύ οκτώ Αθηναίων στρατηγών που ηγούνταν 155 τριήρεων και του Σπαρτιάτη Καλλικρατίδα που ηγείτο 120. - Συντριπτική ήττα των Σπαρτιατών από τους Αθηναίους.
2 Ήττα του Αθηναϊκού στόλου υπό των Λακεδαιμονίων. Αιγός ποταμοί: Ποτάμι της χερσονήσου της Καλλιπόλεως που εκβάλλει απέναντι από την Λάμψακο, σημ. Καράκοβα -Τσαϊ.
3 Ο αρχηγός του στόλου ελέγετο «Στρατηγός των Καραβησιάνων», για να μετονομασθεί αργότερα σε Δρουγγάριον (που σημαίνει χιλίαρχος). Το Ναυτικό αυτό, που διοικείται από την Βασιλεύουσα και κατανέμεται σε διαφόρους στόλους, θα προστατεύη το εμπόριο και τα παράλια της Αυτοκρατορίας και θα επιχειρεί τις υπερπόντιες εκστρατείες, «τας υπερορίους στρατείας», κατά την έκφρασιν των Βυζαντινών, ανάλογα με τις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ανάγκες, θα κυριαρχεί στην Μεσόγειο.
4 Ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων, ήταν από τους ανωτάτους αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας και στην κρατική Ιεραρχία ερχόταν μετά τους Δομεστίχους δηλ. τους Αρχηγούς του στρατού. Όταν έγινε ο Μέγας Δομέστιχος δηλ. ο Αρχηγός ολοκλήρου του Στρατού («κεφαλή άπαντος του φοσσάτου»), ο Μέγας Δούξ δηλ. ο Αρχηγός του Στρατού θαλάσσης (του Ναυτικού) ερχόταν αμέσως μετά από αυτόν. Ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων είχε υπό τας διαταγάς του ένα ή και περισσοτέρους «Δρουγγαρίους» (αρχηγούς στόλου) που αργότερα (αρχές του 14ου αιώνος ωνομάσθησαν με το αραβικής προελεύσεως όνομα «αμιράληδες» (αμιράλης = ναύαρχος). Επιτελείο ανάλογο προς τό επιτελείο του Δομεστίχου (και αργότερα του μεγάλου Δομεστίχου) είχε και ο Δρουγγάριος των Πλωΐμων, (παρ’όλον που ο όρος επιτελείον ήταν άγνωστος στο Βυζάντιο).
Υπηρετούσαν σ' αυτό ο Πρωτοσπαθάριος (είδος επιτελάρχου ή αρχιεπιστολέως), ο Σακελλάριος δηλαδή ο Γενικός Ταμίας του Ναυτικού, ο Χαρτουλάριος (αρχιγραμματεύς), ο Πραίτωρ (δικαστής), ο ιατρός, ο ιερεύς κ.ά. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε ναυτικό δικαστήριο (ναυτοδικείο, θα ελέγαμε σήμερα), που ο Πρόεδρός του έφερε τον τίτλο του «Πρωτοσπαθαρίου της Φιάλης». Το δικαστήριο αυτό εδίκαζε κυρίως τα παραπτώματα των πληρωμάτων, που υπηρετούσαν στους βασιλικούς δρόμωνες δηλ. στα πολεμικά καράβια του κεντρικού, του αυτοκρατορικού στόλου.
5 Ο Γεώργιος Παχυμέρης (1240 — 1310) γράφει: «Τα πλοία εγκατελείφθησαν στην τύχη των, και ο χρόνος συνεπλήρωσε την καταστροφή των».
Ο  Νικηφόρος Γρηγοράς (1295 — 1360), σημειώνει:
«Αφημέναι αι Τριήρεις κεναί εις τόν Κεράτιον Κόλπον, σκορπισμέναι εδώ και εκεί, συνετρίβησαν και εθραύσθησαν ή εξώκειλαν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Εκτός από μερικάς, πολύ ολίγας, αι οποίαι εξηκολούθουν να συντηρούνται και παρέμειναν εν υπηρεσία — με την ελπίδα, φυσικά, ενός καλυτέρου μέλλοντος...»
Και αλλού: Η εγκατάλειψις του στόλου υπήρξεν η απαρχή κάθε είδους δεινών… και οι Έλληνες έβλεπαν κάθε ημέραν να προσθέτη νέας εις τας συμφοράς της προτεραίας… Ώσπου ήλθε η πιο μεγάλη συμφορά, η άλωσις, κατά την οποία 13 μόνον καράβια, ευρίσκοντο πίσω από την αλυσίδα του Κερατίου Κόλπου, αντί για τα 300 και πλέον που διέθεταν εκεί τον καιρόν της ακμής... Πηγή: περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ του 1971.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου