ΑΙΓΑΙΟΝ: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ
(AEGEAN:THE HELLENIC ARCHIPELAGO)
ΜΕΡΟΣ 1ο
«Ω αμάραντο πέλαγο, τι ψιθυρίζεις πες μου!» (Οδυσσέας Ελύτης)
Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο Νομπελίστες της
Ελλάδος έγραψαν για το Αιγαίο Πέλαγος την
Θάλασσα και την περιπέτεια του ανθρώπου: Ο Γιώργος
Σεφέρης (Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1963) και ο Οδυσσέας
Ελύτης (Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1979).
Το Αιγαίο του
Οδυσσέα Ελύτη.
Ο ίδιος απαντάει για τον χαρακτηρισμό του ως «ποιητής του Αιγαίου» ως εξής:
«Στην Ελλάδα ο χαρακτηρισμός «ποιητής του Αιγαίου» δεν είναι άστοχος, αλλά
παρερμηνεύεται. Κι αυτό γιατί έχουμε τη συνήθεια να παίρνουμε τα πράγματα
«ξώπετσα».
Επειδή ο κόσμος, όταν ακούει «ποιητής του Αιγαίου», πιστεύει ότι είναι ένας
φυσιολάτρης, ένας άνθρωπος που βλέπει σαν τουρίστας τη θάλασσα και τα
νησιά, που κάνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που θά ’καναν οι καρτ-ποστάλ των
νησιών.
Δεν είναι καθόλου αυτό. Είναι μια τρισχιλιόχρονη παράδοση, που περνά μέσα από το Αιγαίο-κι εγώ ειδικά, επειδή κατάγομαι από τη Λέσβο, όπου γεννήθηκε η λυρική ποίηση της Σαπφώς κι έχω ζήσει σ’ όλα τα νησιά (όπου π.χ. στην Πάρο ήταν ο Αρχίλοχος και στην Αμοργό ο Σιμωνίδης)
έχω άμεση σχέση της συνέχειας.
Και όταν μιλώ για το φως,
για τη θάλασσα, για τους ανέμους,
αυτά αναλογούν σε άλλα πράγματα βαθύτερα, που βρίσκονται σ’ ένα υπερβατικό
επίπεδο. Είναι δύσκολο για τον αναγνώστη, ακόμη και τον μυημένο, με πρώτη ματιά
να τα δει αυτά, αλλά με τον καιρό σιγά-σιγά βλέπω ότι η νεότερη γενιά τα
αισθάνεται.
Δηλαδή φορτίζω, όπως είπε ένας κριτικός, με ηθικές
δυνάμεις τα φυσικά στοιχεία, και αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη συμμετρία την
απλή. Γι’ αυτό αντιδρώ λιγάκι στον τίτλο «ποιητής του Αιγαίου».
Ουσιαστικά όμως είμαι, γιατί δεν το ‘κανα επίτηδες.
Δεν ξύπνησα ένα πρωΐ και είπα: είμαι ο ποιητής του Αιγαίου.
Έτσι είναι η εμπειρία μου. Γιατί έζησα και μεγάλωσα στα νησιά».
1. Γενικά
α. Όρια
Το Ελληνικόν αρχιπέλαγος
του Αιγαίου εκτείνεται ανάμεσα στην Μαύρη Θάλασσα και την
Μεσόγειο και καλύπτει μια έκταση 200.240
τ. χλμ., από τα οποία τα 23.017
αποτελούν νησιωτική επιφάνεια και το υπόλοιπο είναι θάλασσα. Τα ελληνικά Νησιά
στον αιγιακό χώρο ανέρχονται περίπου σε 2.800 και καλύπτουν μια συνολική
επιφάνεια 22.757 τετ. χλμ., δηλαδή
περίπου το 7% της συνολικής επιφάνειας της Ελλάδας.
Το μήκος των ελληνικών
ακτών στο Αιγαίο, ηπειρωτικών και νησιωτικών, ανέρχεται στα 10.942 χλμ., δηλαδή το 72,8% του
συνολικού μήκους των ακτών της Ελλάδας.1
Οι ακτές του
Αιγαίου παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία: Παραλίες με μήκος πολλών
χιλιομέτρων, μικροί κόλποι και ορμίσκοι, αμμώδεις παραλίες με αμμοθίνες,
βοτσαλωτές ακτές, παράκτιες σπηλιές με απόκρημνα βράχια και με την
χαρακτηριστική σκούρα άμμο των ηφαιστιογενών εδαφών, παράκτιοι υγρότοποι.
Αιγαίο
πέλαγος
ονομάζεται η θαλάσσια περιοχή της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου μεταξύ Α.
Ελλάδας και Μ. Ασίας, αποκαλούμενη ενίοτε και Αρχιπέλαγος. Το μέγιστο βάθος είναι 2.249 μ. και ευρίσκεται μεταξύ Κρήτης
και Κυκλάδων. Μεγαλύτερη πόλη του γεωγραφικού διαμερίσματος είναι η Ρόδος.
ΑΙΓΑΙΟΝ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΟΖ
β. Θέση
- Έκταση
(1)Το
Α.Π. είναι επέκταση της Μεσογείου θαλάσσης στο ΒΑ άκρο της και περιλαμβάνεται
μεταξύ των παρακάτω γεωγραφικών Συντεταγμένων:
(α) Βόρειον
άκρον: Η Ακτή Πόρτο-Λάγος 41° 00΄ ΒΠ και 25° 12΄ ΑΜ.
(β) Νότιον
άκρον: Η Νήσος Γαύδος (Κρήτης) 34° 48΄ ΒΠ και 24° 08΄ ΑΜ.
(γ) Δυτικόν
άκρον: Ο Μαλιακός Κόλπος 38° 50΄ ΒΠ και 22° 10΄ ΑΜ.
(δ) Ανατολικόν
άκρον: Η Νήσος Μεγίστη (Καστελλόριζο)
36° 10΄ ΒΠ και 29° 35΄ ΑΜ.
(2) Έχει μήκος κατά την
έννοια Β-Ν περί τα 350 ν.μ. (650 χλμ) και μέσο πλάτος Α-Δ περί τα 150 ν.μ. (280 χλμ). Η όλη έκταση του
Αιγαίου ανέρχεται σε 240.000 τ. χλμ.
2. Γεωγραφική Διαίρεση
α. Οι
Αρχαίοι είχαν ονομάσει τα τμήματα του Αιγαίου με ιδιαίτερα ονόματα όπως:
(1) Μυρτώον: Μεταξύ των μεσημβρινών
του Σουνίου και του Δυτικού των Κυθήρων και από των ακτών της Αττικής μέχρι του
Κρητικού Πελάγους.
(2) Ευβοΐς (Θάλασσα): Η
περιβρέχουσα την Εύβοιαν (Έσω Ευβοΐς και Έξω Ευβοΐς) και ακτογραφούσα την
Στερεά από του Σουνίου μέχρι της Σηπιάδος άκρας (σημ. Άγιος Γεώργιος - το ΝΑ
άκρο της χερσονήσου Μαγνησίας, απέναντι από το δυτικό άκρο της Σκιάθου).
(3) Θρακία (Θάλασσα): Η από της
Σηπιάδος μέχρι του Τρωαδικού Ακρωτηρίου Λεκτόν, περιλαμβάνουσα την Σκύρον, την
Λέσβον και τα παρακείμενα μικρότερα νησιά.
(4) Ικάριον Πέλαγος:
Περιλαμβανόμενο μεταξύ των άκρων «παραλλήλων της Χίου και της Κω και
περιλαμβάνον τις περισσότερες των Κυκλάδων και μερικές των Δωδεκανήσων».
(5) Καρπάθιον Πέλαγος:
Κατά τον Στράβωνα «Ηπλούτο μέχρι Ρόδου και Κρήτης και των πρώτων της Ασίας
Μερών».
(6) Κρητικόν Πέλαγος: Το
περιβρέχον την Βόρεια Κρήτη στην οποία όμως οι αρχαίοι ελόγιζαν και την Ανάφην,
την Θήραν, την Ίον, την Σίκινον, την Φολέγανδρον, την Μήλον και τα Αντικύθηρα.
(7) Κατά την ακαδημαϊκή συνεδρίαση της 16
Οκτ. 1946 είχε προταθεί να ονομαστεί Δωδεκανησιακή Θάλασσα (ή Πέλαγος), το
ανώνυμον τμήμα του Αιγαίου που περιλαμβάνει τα Δωδεκάνησα με αφορμή και το
ευτυχές γεγονός της επανενώσεως τους με την μητέρα Πατρίδα. Όμως δεν εκδόθηκε
απόφαση επί της παραπάνω προτάσεως.
β. Την
κατανομή αυτή ακολούθησε και ο «Φαροδείκτης» του 1936.2
Επειδή όμως αυτή η διαίρεση δεν κρίθηκε σαν η
καλύτερη, προτιμήθηκε άλλη σειρά περιγραφής των Ηπειρωτικών ακτών του Αιγαίου
ως προς:
(1)Τα
ακρωτήρια.
(2)Τους
κόλπους.
(3)Τα στενά.
(4)Τα λιμάνια,
τα επίνεια και τα αγκυροβόλια.
(5)Τις
κυριότερες νήσους, τις προσκείμενες στις ακτές κατά ορισμένη κατάταξη:
(α) Από Μαλέας
άκρας (κάβο Μαλκάς) μέχρι το Σούνιο (Κάβο Κολώνες)
(β) Από Σούνιο
μέχρι Σηπιάδα (Κάβο Σέπια).
(γ) Από
Σηπιάδα μέχρι στόμιου Ελλησπόντου.
(δ) Από Στόμιο
Ελλησπόντου μέχρι Ακρωτηρίου Κυνός Σήμα (Το της Καρίας, κοινώς Αλούπο), το
απέναντι της Ρόδου Μικρασιατικόν.
(ε) Την Κρήτη μετά των πλησίον αυτής μικροτέρων
νήσων.
(στ) Τις Κυκλάδες.
(ζ) Την Εύβοια.
(η) Τις Θεσσαλικές Σποράδες ή Νήσους Μαγνήτων (Μάγνητες: Αρχαίοι κάτοικοι της
Θεσσαλικής Μαγνησίας, φημισμένοι σαν τολμηροί θαλασσοπόροι. Ίδρυσαν την
Μαγνησία παρά τον π. Μαίανδρο).
(θ) Τις
Θρακικές Σποράδες.
(ι) Τα μη εκ των Δωδεκανήσων προσκείμενα στην
Ιωνία (Μικρά Ασία).
(ια) Τα Δωδεκάνησα.
(ιβ) Τα Δυτικά του μεσημβρινού του Σουνίου νησιά.
3. Διοικητική Διαίρεση
α.
Βυζαντινή Περίοδος
Διοικητική
οργάνωση στον Αιγαιακό χώρο μέχρι τον 13ο αι. 3
Κατά
την Ύστερη Αρχαιότητα τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους αποτελούσαν τμήματα
αντίστοιχα των επαρχιών Αχαΐας και Νήσων (provincia
insularum). Στο β΄ μισό του 7ου αι., στο πλαίσιο της οργανώσεως
των νέων διοικητικών και στρατιωτικών μονάδων, των θεμάτων Οψικίου, Θρακησίων,
Ανατολικών και Αρμενιακών, η κεντρική διοίκηση εφρόντισε και για την άμυνα στον
θαλάσσιο χώρο ιδρύοντας το θέμα
Καραβησιάνων που περιελάμβανε την ΝΔ μικρασιατική ακτή και τα νησιά του
Αιγαίου Πελάγους.
Περί
τα τέλη του 7ου αι., ιδρύθηκε το θέμα της Ελλάδος, στο οποίο ανήκαν
ορισμένα από τα νησιά σε άμεση γειτνίαση με την ηπειρωτική χώρα. Στις αρχές του
8ου αι. από το θέμα Καραβησιάνων δημιουργήθηκε το θέμα των Κιβυρραιωτών4 που περιελάμβανε τις ΝΔ περιοχές της Μ. Ασίας και τα γειτονικά νησιά.
Η
στρατηγική σημασία των νησιών του Αιγαίου στην αναχαίτιση των Αράβων και την
προστασία της ίδιας της Κωνσταντινουπόλεως, μαρτυρείται από την σειρά
στρατιωτικών αξιωματούχων, αρχόντων και δρουγγαρίων5,
που αναφέρονται στις πηγές για το χρονικό διάστημα από τον 8ο έως τα μέσα του 9ου
αι. Συναντάμε άρχοντες της Κύπρου, της Κρήτης και της Χίου. Άμεσα
επιφορτισμένοι με την διοίκηση του στόλου σε τοπικό επίπεδο και την άμυνα ήταν
οι δρουγγάριοι. Αναφέρονται χαρακτηριστικά ο «δρουγγάριος του Κόλπου» (περιοχή της Νικομήδειας και της Προποντίδας),
καθώς και του Βορείου Αιγαίου, «των
Δωδεκανήσων» (η ευρύτερη περιοχή των Κυκλάδων με την Σάμο και τη Χίο) και ο
«δρουγγάριος της Κω» (η περιοχή από
τη Κω έως την Ρόδο).
Τον
9ο αι. δόθηκε έμφαση στην οργάνωση του νησιωτικού χώρου. Το 842/3 επί Μιχαήλ Γ΄ ιδρύθηκε το θέμα Αιγαίου Πελάγους και το θέμα Κρήτης.
Πρόκειται κατά βάση για ναυτικά θέματα. Στην
διοίκηση του «σπαθάριου και στρατηγού Αιγαίου πελάγους» υπήχθη όλο το
Αιγαίο, εκτός από τα Δωδεκάνησα που υπάγονταν στο θέμα Κιβυρραιωτών. Σημαντικές
είναι οι πληροφορίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (10ος
αι.), ο οποίος αναφέρει ότι στο στρατηγό
του Αιγαίου Πελάγους υπάγονται οι Κυκλάδες, ορισμένες από τις Σποράδες, η
Μυτιλήνη, η Χίος και η Λήμνος. Επρόκειτο για μία μεγάλη διοικητική περιφέρεια
που ξεκινούσε από τις Ιωνικές ακτές, περιελάμβανε τα νησιά του ανατολικού και
του κεντρικού Αιγαίου και έφτανε μέχρι την θάλασσα της Κύπρου.
Στα
τέλη του 9ου αι., επί Λέοντος ΣΤ΄, ιδρύθηκε το θέμα Σάμου που περιελάμβανε εδάφη της Μ. Ασίας και είχε ως
πρωτεύουσα την Σμύρνη. Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 11ου
αι. εμφανίζονται νέα νησιωτικά θέματα και εδραιώνεται η πολιτική διοίκηση.
Συρρικνώνονται τα θέματα Αιγαίου και Σάμου και εμφανίζονται θέματα Χίου και Κυκλάδων. Τα παλαιά
μεγάλα ναυτικά θέματα οργανώνονται σε μικρότερες πολιτικές και διοικητικές
μονάδες. Η τάση αυτή έλαβε μεγαλύτερη έκταση κατά το 12ο αι., όταν προωθήθηκε ο
πολιτικός και διοικητικός κατακερματισμός και ο θεσμός του δούκα κέρδισε
έδαφος.
Την περίοδο μέχρι το
1204 συναντάμε τους δούκες Κύπρου, Ρόδου, Καρπάθου, Κρήτης, Σάμου, Κω,
Δωδεκανήσου (στις Κυκλάδες), Χίου, Μυτιλήνης, Κεφαλληνίας και Κέρκυρας.
Η Ελληνική Αυτοκρατορία
(Βυζαντινό κράτος) απαρτιζόταν από τρεις(3) μεγάλες ζώνες με μεταβλητά σύνορα:
Την Μικρά Ασία, την χερσόνησο του Αίμου και την Ανατολική Μεσόγειο. Το Αιγαίο
βρισκόταν σε κεντρικό σημείο και αποτελούσε ένα «πυρήνα» με πρωταρχική σημασία
για την ασφάλεια της πρωτεύουσας και την οικονομική ζωή εν γένει. Επιπλέον, με
τα 60 κατοικημένα ή κατοικήσιμα νησιά προσέφερε ένα σύνθετο και σχετικά ασφαλές
δίκτυο θαλάσσιων διαδρομών, χρήσιμων για το διαμετακομιστικό εμπόριο.
Οι ίδιοι οι βυζαντινοί είχαν διακρίνει την σπουδαιότητα του
αιγαιοπελαγίτικου χώρου. Χαρακτηριστική παραμένει η συγκριτική παρουσίαση των
διαφορών ανάμεσα στα τμήματα της αυτοκρατορίας που κάνει ο Ιωάννης Σκυλίτζης,
χρησιμοποιώντας παλαιότερες παρόμοιες περιγραφές. Ο ιστοριογράφος παρομοιάζει
την Μικρά Ασία με κεφαλή, τα ευρωπαϊκά τμήματα με ουρά και τα νησιά του αρχιπελάγους με την μέση ενός σώματος. Το Βυζάντιο
γενικά είχε έντονη και στενή σχέση με την θάλασσα.
Αξιοσημείωτη είναι η
παρατήρηση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου ότι την πραγματική
εξουσία κατέχει μόνο ο αυτοκράτορας που ελέγχει πλήρως τη θάλασσα.
Κατά τον 12ο αι. τα νησιά του Αιγαίου
οργανώνονται σε πολλές μικρές διοικητικές ενότητες. Στην περίοδο μεταξύ
του 13ου και 15ου αι. το Βυζάντιο επιχειρούσε, αρκετές φορές με επιτυχία, να
επιβάλει την κυριαρχία του στο Αιγαίο, προπαντός στο βόρειο τμήμα, αλλά ο τρόπος
ασκήσεως της διοικήσεως και η οικονομική διαχείριση στα νησιά αυτά, δεν διέφερε
σημαντικά από εκείνη των Δυτικών.
Αναλυτικώτερα:
--Προ του 7ου
αιώνος η σημερινή περοχή των νήσων του Αιγαίου συμπεριελαμβάνετο σε δύο (2)
από τις επτά (7) Διοικήσεις της Ελληνικής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιον), στην
Διοίκηση της Ασιανής και την
Διοίκηση της Μακεδονίας.
Διοίκηση Ασιανής6
Η
Διοίκηση Ασιανής ήταν διοικητική περιφέρεια, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
κι έπειτα της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δημιουργήθηκε το 314 μ.Χ. και
περιελάμβανε την δυτική και νότια Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου, εδάφη
που συμπίπτουν με αυτά της ρωμαϊκής Επαρχίας Ασίας. Διοικητικά ανήκε στην Υπαρχία της Ανατολής (Praefectura
praetorio per Orientem) και ο διοικητής της διοικήσεως είχε τον τίτλο του
βικάριου. Στην Ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Βυζαντινή) ήταν μία από τις 12
διοικητικές περιφέρειες που αντικατέστησαν την προηγούμενη διοικητική
μεταρρύθμιση του αυτοκράτορα Διοκλητιανού.
Η
Διοίκηση περιελάμβανε αρχικά 8 επαρχίες και με την μεταρρύθμιση των βυζαντινών
αυτοκρατόρων του 4ου αιώνα 11 επαρχίες. Καταργήθηκε τον 6ο αιώνα με την
δημιουργία των Θεμάτων.
Διοίκηση Μακεδονίας 7
Η
Διοίκηση Μακεδονίας (λατ. Dioecesis Macedoniae, ελλ. Διοίκησις
Μακεδονίας) ήταν διοικητική υποδιαίρεση της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Επί
Διοκλητιανού ξεκίνησε η διοικητική
αναδιοργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που συνεχίστηκε από τον Κωνσταντίνο: Οι επαρχίες της αυτοκρατορίας κατατμήθηκαν σε 120
μικρότερες επαρχίες και υπήχθησαν σε δώδεκα διοικήσεις και
αυτές σε υπαρχίες ή επαρχότητες8.
Η επαρχία της Μακεδονίας έγινε μία από τις δέκα επαρχίες της διοικήσεως Μοισιών.
Πιθανώς από το 327 ή νωρίτερα, αλλά σίγουρα από το 369/370, το βόρειο τμήμα της
διοικήσεως Μοισιών αποτέλεσε την διοίκηση Δακίας, ενώ το νότιο την διοίκηση
Μακεδονίας.
Η
Διοίκηση Μακεδονίας περιελάμβανε τις
επαρχίες της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Παλαιάς Ηπείρου (Epirus
Vetus), της Νέας Ηπείρου (Epirus Nova), της Αχαΐας, της Praevalitana και της Κρήτης.
Πρωτεύουσα της διοικήσεως Μακεδονίας και έδρα του ανώτατου αξιωματούχου της,
του βικάριου, ήταν η Θεσσαλονίκη.
Αρχικά
υπαγόταν μαζί με τις διοικήσεις Παννονίας, Αφρικής και Δακίας στην υπαρχία
Ιταλίας. Ωστόσο, μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου το 395 και το διαμοιρασμό της
αυτοκρατορίας, η διοίκηση Μακεδονίας μαζί με εκείνη της Θράκης αποτέλεσαν την υπαρχία
Ιλλυρικού που ανήκε διοικητικά στο ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας, αλλά
διεκδικούνταν από τους αυτοκράτορες της Δύσεως μέχρι τον 5ο αιώνα και έμεινε
υπό τον εκκλησιαστικό έλεγχο του Πάπα Ρώμης μέχρι τον 8ο αιώνα.
Με τις διαδοχικές διοικητικές
μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Μ. Κωνσταντίνου, η επαρχία της Μακεδονίας (provincia Macedonia) αποτέλεσε τον 4ο αιώνα
μέρος της ομώνυμης διοικήσεως, που υπαγόταν στην επαρχότητα του Ιλλυρικού
(praefectura praetorio per Illyricum).
Στις αρχές του 5ου αιώνα, η περιοχή του Ιλλυρικού διασπάστηκε σε
δύο τμήματα, από τα οποία το ανατολικό (διοικήσεις Μακεδονίας και Δακίας) κυρώθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος. Η «διοίκηση Μακεδονίας», στην οποία
βρισκόταν και η Θεσσαλονίκη, έδρα της επαρχίας του Ιλλυρικού, είχε μεγάλη
πολιτική σημασία λόγω της στρατηγικής της θέσεως. Για τον λόγο αυτό, ενισχύθηκε
κατά τον 6ο αιώνα με την οικοδόμηση
φρουρίων σε καίρια σημεία.
--Μετά
τον 7ον αιώνα, ο σημερινός χώρος του
Αιγαίου πελάγους εκαλύπτετο διοικητικώς από τα θέματα του Αιγαίου Πελάγους9 και της Κρήτης10,
δύο από τα 36 συνολικώς θέματα στα
οποία ήτο διηρημένη διοικητικώς η Ελληνική Αυτοκρατορία (Βυζάντιον), από τον 7ον
αιώνα και μετά11.
Το
Θέμα Αιγαίου Πελάγους
ήταν βυζαντινή επαρχία στα βόρεια του Αιγαίου Πελάγους η οποία δημιουργήθηκε
στα μέσα του 9ου αιώνα. Ήταν ένα από τα τρία ναυτικά θέματα
της αυτοκρατορίας και χρησίμευε, κυρίως, στην προμήθεια του βυζαντινού ναυτικού
με πλοία και στρατό, αν και χρησίμευε επίσης και ως πολιτική διοικητική
περιφέρεια.
Οι καταβολές του
θέματος βρίσκονται στην επαρχία των νησιών κατά την ύστερη αρχαιότητα που
περιελάμβανε τα νησιά του νοτιοανατολικού και του ανατολικού Αιγαίου Πελάγους
άνω της Τενέδου.
Ο
όρος του « Αιγαίου Πελάγους »
ως διοικητική περιφέρεια, κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του, στις αρχές του
8ου αιώνα, όταν και οι σφραγίδες αρκετών εκ των κομμερκιάριων12 το πιστοποιούν. Μια σφραγίδα που χρονολογείται από την περίοδο μεταξύ
721/722 κάνει αναφορά σε πρόσωπο, το οποίο είχε κάποιο αξίωμα στην περιοχή των
ελληνικών νησιών, κάτι που να σημαίνει, ενδεχομένως, και την επέκταση της
παλιάς επαρχίας και προς τα νησιά στα δυτικά του Αιγαίου Πελάγους. Από
στρατιωτικής απόψεως, τα νησιά βρίσκονταν υπό την διοίκηση του σώματος των Καραβισιάνων
και στην συνέχεια του θέματος των
Κιβυρραιωτών.
-- Μετά τα τέλη του 8ου αιώνα, δύο ναυτικές διοικήσεις
έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή του Αιγαίου Πελάγους: Του Βορείου Αιγαίου Πελάγους και των Δωδεκανήσων ή του Κόλπου.
Στην πρώτη διοίκηση, ο δρουγγάριος ήλεγχε
το βόρειο τμήμα, και στην δεύτερη ο δρουγγάριος
ήταν υπεύθυνος του νότιου
τμήματος.
Η
πρώτη ναυτική διοίκηση, η οποίο στην πορεία εξελίχθηκε στο Θέμα Αιγαίου Πελάγους, περιελάμβανε τα βόρεια νησιά του
Αιγαίου, καθώς και τα Δαρδανέλλια και τα νότια παράλια της Προποντίδας, ενώ η
δεύτερη μετατράπηκε στην πορεία στο θέμα
της Σάμου.
Το θέμα του Αιγαίου Πελάγους, δημιουργήθηκε το 843. Ο στρατηγός του, αν και δεν εμφανίζεται
στο Τακτικόν Ουσπένσκι13 της περιόδου μεταξύ 842/843 το οποίο περιελάμβανε το
σύνολο των ενεργών δρουγγάριων, ωστόσο επιβεβαιώνεται η παρουσία του στην Λέσβο
το 843.
Κατέστη
ένα κανονικό θέμα με πολιτικές, φορολογικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες, ενώ
υποδιαιρούνταν σε τούρμες και μπάντες. Εντός των Δαρδανελλίων και της Προποντίδας, ο
δρουγγάριος και αργότερα ο στρατηγός μοιράζονταν την εξουσία τους με τον κόμη
του θέματος του Οψικίου14.
Όπως συνέβαινε και στην περίπτωση του θέματος της Σάμου, ο κόμης του Οψικίου
ήταν, ενδεχομένως, υπεύθυνος και για την τοπική πολιτική διοίκηση και άμυνα,
ενώ το θέμα του Αιγαίου Πελάγους ήταν
μονάχα υπεύθυνο για τον εξοπλισμό των πλοίων.
Τα κυριότερα νησιά του
θέματος ήταν η Λέσβος (η πρωτεύουσα του θέματος), η Λήμνος, η Ίμβρος, η Τένεδος
και η Χίος (προτού ενσωματωθεί στο θέμα της Σάμου), οι Σποράδες και οι Κυκλάδες.
Οι
Κυκλάδες πιθανώς ενσωματώθηκαν εντός του θέματος του Αιγαίου όταν η ναυτική διοίκηση των Δωδεκανήσων-Κόλπου
διαιρέθηκε και το θέμα της Σάμου δημιουργήθηκε στα τέλη του 9ου αιώνα. Το 911,
οι δυνάμεις του θέματος υπολογίζονταν σε 2.610 ναύτες και 400 στρατιώτες του
ναυτικού.
Η
επαρχία κατάφερε να επιβιώσει μέχρι και τις αρχές του 11ου αιώνα,
όταν και ξεκίνησε η διαίρεσή του σε μικρότερες διοικήσεις. Ως εκ τούτου, οι
Κυκλάδες και οι Σποράδες, η Χίος και η περιοχή της Άβυδου διέθεταν, πλέον, δικό
τους στρατηγό.
Το θέμα του Αιγαίου κατέστη μια απλή
πολιτική επαρχία, η οποία περιελάμβανε αποκλειστικά τα παράλια της Προποντίδας,
καθώς και τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Στα τέλη του 12ου αιώνα, τα
υπολείμματα του πρώην θεματικού στόλου ενσωματώθηκαν στο ενοποιημένο
αυτοκρατορικό ναυτικό με έδρα την Κωνσταντινούπολη, διοικητής του οποίου ήταν ο
Μέγας Δουξ.
Στην
συνέχεια, κατά τον 12ο αιώνα, το
θέμα του Αιγαίου φαίνεται να συγχωνεύτηκε με το θέμα του Οψικίου, κάτι που επιβεβαιώνεται από σχετική αναφορά
στο Partitio terrarum imperii Romaniae το 1204.
Το
Θέμα της Κρήτης
ήταν διοικητικό διαμέρισμα του Βυζαντίου.
Τον
7ο αιώνα η Κρήτη συμπεριλαμβανόταν στο Θέμα Ελλάδος και το α΄ μισό του 8ου αι.
την βρίσκουμε στο ίδιο Θέμα. Μετά την ήττα του βυζαντινού στόλου στη ναυμαχία
του Φοίνικα (655 μ.Χ.) ο Κώνσταντας Β' προέβη σε αναδιοργάνωση της άμυνας του
κράτους υιοθετώντας το θεματικό σύστημα για τις υπό απειλή περιοχές και σίγουρα
δεν έμεινε η Κρήτη ανεπηρέαστη αφού το παλιό της αμυντικό σύστημα ήταν
ανεπαρκές. Στην αρχή της μεσοβυζαντινής περιόδου η Κρήτη ήταν επαρχία υπό κονσιλάριο15 που έδρευε στην Γόρτυνα.
Η
ίδρυση του θέματος της Κρήτης πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ 718 και 732 και ως πρώτος στρατηγός πρέπει να είναι κάποιο έμπιστο
πρόσωπο του Λέοντα Γ'16.
Από
την ίδρυση του θέματος και μέχρι την Αραβική κατάκτηση της Κρήτης, οι δυνάμεις
του θέματος δεν έλαβαν μέρος σε καμία αξιόλογη στρατιωτική επιχείρηση, δεν
κέρδισαν καμία μάχη, δεν απέκρουσαν κάποιον εχθρό, δεν κατέστειλαν καμία στάση,
ούτε συμμετείχαν σε κάποια επανάσταση. Άρα οι στρατιωτικές δυνάμεις που
στάθμευαν στο νησί ήταν άπειρες και όχι αξιόμαχες. Όσο δε για την αριθμητική
ισχνότητα των δυνάμεων του Πεζικού τις παραμονές της Αραβικής κατακτήσεως, αυτή
συνδεόταν με την ενίσχυση των πεζοπόρων δυνάμεων των παραμεθόριων ηπειρωτικών
Θεμάτων.
Σύμφωνα
με το Τακτικό
του Εσκοριάλ [Τακτικό Οικονομίδη ή Εσκοριάλ (επί Ιωάννη Τσιμισκή και Βασιλείου
Βουλγαροκτόνου), 970 – 980 μ.Χ.], που είναι η πρώτη μας πηγή που μας
πληροφορεί για την ύπαρξη θέματος Κρήτης, ο στρατηγός-επικεφαλής τους θέματος βρίσκεται στην 23η θέση σε
σύνολο 83 στρατηγών. Ο πρώτος γνωστός στρατηγός του θέματος Κρήτης μετά το 961
μ.Χ. ήταν κάποιος πατρίκιος Βασίλειος που
η σφραγίδα του χρονολογείται γύρω στα 1000 μ.Χ.
Από
τα τέλη του 11ου αι. οι διοικητές φέρουν τον τίτλο του Δούκα ή του Κατεπάνω17 κι όχι του Στρατηγού, μέχρι την κατάληψη του
νησιού από τους Βενετούς. Η δικαστική και δημοσιονομική εξουσία είχε περιέλθει στους
Κριτές αξιωματούχους που διοικούσαν περισσότερα του ενός θέματα.
+
Β Α C I.
Λ...Π
Α Τ.
.C
T P T ' Γ'
.Κ Ρ Η Τ..
— Επιγραφή σε
μολυβδόβουλο του 11ου αι.: ΒΑΣΙ Λ[ΕΊΩ] ΠΑΤ[Ρ](ΙΚΙΩ)[ΚΑΙ]
ΣΤΡΑΤ<Η>Γ(Ω)ΚΡΗΤ(ΗΣ).
Από
τα τέλη του 11ου αι. οι Δούκες παίρνουν τις εξουσίες των Κρητών. Το Θέμα της
Κρήτης χωριζόταν σε Τούρμες όπως και κάθε Θέμα. Τρεις είναι οι πιο
γνωστές στην Κρήτη, του Καλαμώνος,
του βορείου της Μεσαρέας και της Κνωσσού, χωρίς να αποκλείονται και
άλλες. Από τον 10ο αι. παύει να έχει το χαρακτήρα του Θέματος διαθέτωντας
ελάχιστες ναυτικές δυνάμεις και μόνο στρατό ξηράς, ο οποίος από τον 12ο αι.
γίνεται μισθοφορικός.
Συνεχίζεται
1 Αndrew Wilson,
≪The Aegean
Dispute≫, επιμέλεια Alford. Στο ίδιο, κεφ. Greece
and Turkey: Adversity in Alliance.
2 Ο Φαροδείκτης (List of lights) είναι
βιβλίο (σειρά βιβλίων) που περιέχει όλα τα στοιχεία των Φάρων, φανών, φαροικιών,
Φαρόπλοιων, βοηθημάτων Ραντάρ και ηχητικών σημάτων όλης της Υδρογείου. Αποτελεί
σημαντικό ναυτιλιακό βοήθημα.
Οι σημαντικότεροι διεθνείς Φαροδείκτες είναι
οι αμερικανικής εκδόσεως που είναι 6 τόμοι που εκδίδονται ανά 3μηνο για
την Υδρόγειο και ετήσια για τα εσωτερικά ύδατα και τις ακτές
των ΗΠΑ,
(που περιλαμβάνουν τις μεγάλες λίμνες ΗΠΑ και Καναδά) και οι βρετανικής εκδόσεως
που είναι 12 τόμοι και εκδίδονται ανά 18μηνο. Γενικά οι Φαροδείκτες κατά
τόμο περιέχουν:
1.Χάρτη της περιοχής που
καλύπτει κάθε τόμος.
2.Χάρτη της Υδρογείου με
γεωγραφική διαίρεση κατά τόμους χρήσεως Φαροδεικτών.
3.Πίνακα ευρέσεως αποστάσεως
εμφανίσεως Φάρου (Visibility).
4.Διάγραμμα μηχανικής
φωτοβολίας των μικρών φανών, συναρτήσει ισχύος σε κηρία.
5.Αλφαβητικό ευρετήριο με
τους αύξοντες αριθμούς (No) των διαφόρων βοηθημάτων κατά γεωγραφική θέση.
6.Τέλος παρέχουν κατά
στήλες όλα τα στοιχεία ταυτότητας των Φάρων που ενδιαφέρουν τους
ναυτιλλόμενους. Η παράθεση αυτών των στηλών είναι:
1η στήλη: α/α (No) του Φάρου.
2η στήλη: Έτος και τελευταία δημοσίευση αλλαγών
με την ένδειξη U αν είναι Φάρος "ανεπιτήρητος".
3η στήλη: Στίγμα του Φάρου (φ/λ) με τις γεωγραφικές
συντεταγμένες.
4η στήλη: Αριθμό και χρώμα φωτός, ισχύ σε
κηρία, σήματα ομίχλης εφόσον εκπέμπει.
5η στήλη: "Χαρακτηριστικό" και
"περίοδο Φάρου".
6η στήλη: Ύψος της φωτιστικής εστίας του Φάρου
σε πόδες υπέρ την πλήμμη.
7η στήλη: Γεωγραφική φωτοβολία του Φάρου.
8η στήλη: Επαναλαμβάνεται το αυτό της 1ης
στήλης, για ευκολία.
9η στήλη: Περιγραφή της Φαροικίας ή του Φαρόπλοιου
με το προσεγγίζον ύψος, και
10η στήλη: Παρατηρήσεις. Σ’ αυτές
περιλαμβάνονται αναλυτικά χαρακτηριστικά, τυχόν τομείς κλπ.
Στο κάτω μέρος κάθε
σελίδας φέρεται με έντονα γράμματα η φράση: Αll bearings are true, from
seaward, δηλαδή οι διοπτεύσεις που αναφέρονται έχουν ληφθεί από την
θάλασσα και έχουν αναχθεί σε αληθείς. Οι μεταβολές των Φάρων και λοιπών σημάτων
του Φαροδείκτη γνωστοποιούνται με τις Αγγελίες προς ναυτιλλομένους με τις
οποίες και θα πρέπει τακτικά και επιμελώς να ενημερώνονται οι Φαροδείκτες.
3 Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος
Ελληνισμού,
Ελένη Πέτρακα - Γκέντσο Μπάνεβ,
www2.egeonet.gr/aigaio/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=6957
4 Το όνομα προήλθε από την πόλη Κιβύρρα της Παμφυλίας. Κιβύρα
ή τα Κίβυρα: Αρχαία Ελληνική πόλις της Φρυγίας. Κατά την τοπική παράδοσιν
ιδρύθη υπό των Λεκεδαιμονίων Αμύλκα και Κλεάνδρου…Ερείπεια της πόλεως ταύτης
εμφανίζονται πλησίον του σημερινού Χαρσούμ ( Μεγ. Αμ. Εγκ. τ. 13ος, σ.229). Το 2014 ανασκαφές που έγιναν
στην αρχαία πόλη των Κιβύρων έφεραν στο φως μια νέα προτομή του Ηρακλή από το
2ο αιώνα μ.Χ., που φοράει λεοντή.
ΠΗΓΗ: Προτομή του
Ηρακλή ανακαλύφθηκε στα αρχαία Κίβυρα Ι ΠΕΡΙΕΡΓΑ-STRANGE
http://perierga.blogspot.com/2014/10/blogpost_640.html#ixzz3icnLLfPH
5 Δρουγγάριος: Ο αρχηγός του δρούγου (λατιν. Drungus=
Στίφος στρατιωτών). Αξίωμα στον στρατόν, τον στόλον και την δικαιοσύνη των
Βυζαντινών. Κατ’ αρχάς εσήμαινε τον χιλίαρχον στον στρατόν. Δρουγγάριος της
βίγλας ή του αριθμού, ελέγετο κατόπιν ο επικεφαλής της εξωτερικής φρουράς του
αυτοκρατορικού παλατίου. Το αξίωμα του δρουγγαρίου μετεφέρθη και στον στόλον
και δρουγγάριοι ελέγοντο οι επικεφαλής των μοιρών στόλου. Μέγας δρουγγάριος ή
μέγας δουξ του πλωΐμου, ελέγετο ο αρχιναύαρχος.
6 Ιεροκλέους
Συνέκδημος, Hieroclis
Synecdemvs; accedvnt fragmenta apvd Constantinvm Porphyrogennetvm servata et
nomina vrbivm mvtata; recensvit Avgvstvs Bvrckhardt, Published 1893 by in
aedibvs B. G. Tevbneri in Lipsiae.----Εγκυκλοπαίδεια
Μείζονος
Ελληνισμού, Ασίας Διοίκησις (Βυζάντιο), Συγγραφή : Γυφτοπούλου
Σοφία.
7 Δρακούλης, Δημήτρης Π.
(2012). «Η ιστορικο-γεωγραφική διάσταση της
Μακεδονίας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα: Διοικητικοί και χωρικοί μετασχηματισμοί».--
Δημήτρης Π.; Τσότσος, Γεώργιος Π.. Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδος και της
Ανατολικής Μεσογείου. Θεσσαλονίκη, σελ. 79-106.- Snively, Carolyn S. (2010). «Macedonia in Late
Antiquity». Στο: Roisman, Joseph; Worthington, Ian. A
Companion
to
Ancient
Macedonia, σελ. 545-571.
8 Επαρχότητα ή Υπαρχία
(praefectura praetorio) ονομάζεται, σύμφωνα με την διοικητική μεταρρύθμιση του
Μ. Κωνσταντίνου, η μείζων διοικητική περιφέρεια που αποτελείται από διοικήσεις
(dioeceses). Η ενιαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία περιλάμβανε τρεις επαρχότητες: της
Ανατολής, των Γαλατιών και της Ιταλίας-Ιλλυρικού-Αφρικής (η τελευταία κατατμήθηκε
αργότερα στις επαρχότητες Ιλλυρικού και Ιταλίας-Αφρικής). Η διαίρεση του
Θεοδοσίου Α΄ το 395, υπήγαγε στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος την επαρχότητα
Ανατολής (Θράκη, Μικρά Ασία, Μέση Ανατολή, Αίγυπτος και Λιβύη). Η επαρχότητα
Ιλλυρικού που περιλάμβανε την Χερσόνησο του Αίμου (Βαλκάνια) από το Δούναβη
μέχρι την Κρήτη διεκδικήθηκε και από τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας. Στις
αρχές του 5ου αιώνα η περιοχή του Ιλλυρικού διαιρέθηκε σε δύο μέρη, το ανατολικό Ιλλυρικό (διοικήσεις Μακεδονίας και Δακίας), που ως
«επαρχότητα Ιλλυρικού» ενσωματώθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, και το δυτικό Ιλλυρικό, που περιλήφθηκε στην
επαρχότητα Ιταλίας-Αφρικής του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους.
9 Ahrweiler,
Hélène (1966). Byzance et la mer. La Marine de Guerre, la politique et les
institutions maritimes de Byzance aux VIIe – XVe siècles.
Paris.
(Αγγλικά) Kazhdan, Alexander (1991). Oxford Dictionary of Byzantium.
Oxford University Press. ISBN
978-0-19-504652-6.
Nesbitt,
John W.; Oikonomidès, Nicolas (1994) (στα αγγλικά). Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg
Museum of Art, volume 2: South of the Balkans, the Islands, South of Asia Minor.
Dumbarton Oaks Research Library and Collection. ISBN 0-88402-226-9.
Oikonomidès,
Nicolas (1972). Les Listes de
préséance byzantines des IXe et Xe siècles. Paris.
Treadgold,
Warren (1995) (στα
αγγλικά). Byzantium and its Army, 284-1081. Stanford University Press. ISBN
0-8047-3163-2.
Malamut, Elisabeth (1988). Paris: Centre de recherche,
d'histoire et de civilisation byzantines, Publications de la Sorbonne.
10 Παναγιώτης
Γιαννόπουλος, «Ορισμένα προβλήματα από την ιστορία της μεσοβυζαντινής Κρήτης,
προ της Αραβικής κατοχής», Πεπραγμένα του Ζ' Κρητολογικού συνεδρίου, τομ.Β1
τμήμα Βυζαντινών και μέσων χρόνων, Ρέθυμνο 1995, σελ.176, 179-180, 188-190.
Γεώργιος
Σπυριδάκης, «Το θέμα της Κρήτης προ της κατακτήσεως της νήσου υπό των Αράβων»,
Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τομ.21 (1951), σελ.59 κ.εξ, σ.67.
Αικατερίνη
Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία (610-867), τομ.Β1 , Αθήναι 1988,
σελ.292-293.
Δημήτρης
Τσουγκαράκης, «Βυζαντινή Κρήτη», στο:(Νικόλαος Παναγιωτάκης επιμ.),
Κρήτη:Ιστορία και πολιτισμός, τομ.1ος Κρήτη 1987, σελ.366 -376.
Κωνσταντίνος
Κωνσταντόπουλος, «Στρατηγός Κρήτης», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών,
τομ.6 (1929), σελ.318.
11 Στην Βυζαντινή
Αυτοκρατορία με την ονομασία «θέμα» αναφέρονται αρχικώς, μεγάλες
στρατιωτικές μονάδες του βυζαντινού στρατού που δημιουργήθηκαν κατά τον 6ο
αιώνα, οι οποίες λάμβαναν το όνομά τους από την τοποθεσία στην οποία συνεκροτούντο
και οι οποίες εξελίχτηκαν σταδιακά από τον 8ο αιώνα σε διοικητικές περιφέρειες
του κράτους, με διοικητικό ρόλο υπό τον εκάστοτε ανώτερο στρατιωτικό αξιωματικό
(στρατηγό). Οι διοικητικές αυτές περιφέρειες της Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκαν
πιθανώς τον 7ο αιώνα, κατά την βασιλεία του Ηρακλείου, μετά την κατάργηση των
επαρχιών που είχαν θεσπίσει παλαιότερα ο Διοκλητιανός και ο Μεγάλος
Κωνσταντίνος και όπου οι στρατιωτικές μονάδες συγκροτούνταν σ΄ αυτές, μετά από
επιστράτευση.
Τα θέματα ήταν αρχικά στρατιωτικές
μονάδες, μετακινούμενες ανά την επικράτεια. Όταν οι μονάδες αυτές απέκτησαν
μόνιμη εγκατάσταση, θέματα ονομάστηκαν
οι περιοχές εγκατάστασεώς τους, οι οποίες εξελίχθηκαν σε διοικητικές
περιφέρειες. Την ανώτατη πολιτική εξουσία του θέματος ασκούσε ο στρατηγός.
Στα θέματα
υπηρετούσαν ελεύθεροι αγρότες Χριστιανοί Ορθόδοξοι, στους οποίους το κράτος
παραχωρούσε στρατιωτικά κτήματα (στρατιωτόπια,
ή στρατοτόπια). Το κτήμα και η υποχρέωση για στρατιωτική υπηρεσία
μεταβιβαζόταν από τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο. Με τα έσοδά τους εξ αυτών οι
στρατιώτες - αγρότες συντηρούσαν τις οικογένειες τους, αγόραζαν οπλισμό και
κάλυπταν τα έξοδα των εκστρατειών. Έτσι
οι διοικητικές περιφέρειες των Θεμάτων ήταν ταυτόχρονα και οι στρατιωτικές
περιφέρειες της Αυτοκρατορίας. Τα θέματα βοήθησαν και στην επικράτηση της
μικρομεσαίας αγροτικής τάξεως στο Βυζάντιο.
Ο θεματικός
στρατός αποτελούσε τον κύριο στρατό της Αυτοκρατορίας, ένα είδος εθνικού
στρατού στον οποίο στρατολογούνταν μόνο κάτοικοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι,
αποκλειομένων των αιρετικών, Εβραίων κ.λπ., σε αντίθεση προς τις υπό της
κυβέρνησης της Κωνσταντινουπόλεως στρατολογούμενες μονάδες που καλούνταν
Τάγματα και που περιελάμβαναν και ξένους και αιρετικούς, ακόμα και μη
Χριστιανούς. Ο Θεματικός στρατός φάνηκε εξαιρετικά αποτελεσματικός στην
απόκρουση των αραβικών επιθέσεων.
Καθένα από τα θέματα διοικείτο από τον
Στρατηγό ο οποίος είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, εξ ου και οι
παράλληλες ονομασίες των θεμάτων σε: Στρατηγάτα
(κατ΄ έκταση) και Στρατηγίδες
(κατά διοίκηση). Στον στρατηγό υπάγονταν οι κλεισουράρχες, οι τουρμάρχες
(στρατιωτικοί) και οι πρωτονοτάριος ή κριτής (που ασκούσαν δικαστική εξουσία
και οικονομική διαχείριση).
Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ανέφερε 29 θέματα, 17 στην Ασία και 12
στην Ευρώπη, αλλά ο αριθμός τους κυμαινόταν ανάλογα με τις ανάγκες και τις μεταβολές
της αυτοκρατορίας.
12 Κομμερκιάριος: Αξιωματούχος
επιφορτισμένος με την είσπραξη της δεκάτης, του δασμού (κομμερκίου) 10% που
βάρυνε την μετακίνηση και την πώληση των εμπορευμάτων. Η δικαιοδοσία του
περιλάμβανε είτε κάποιο από τα μεγάλα αστικά κέντρα με έντονη εμπορική ζωή (οι
πόλεις αυτές πολλαπλασιάζονται τον 8ο και 9ο αιώνα) είτε μια εκτεταμένη περιοχή
της αυτοκρατορίας. Εφόσον είχε διοριστεί από τον αυτοκράτορα, ονομαζόταν βασιλικός κομμερκιάριος. Κατά την
Ύστερη περίοδο, ο κομμερκιάριος ήταν ο επιχειρηματίας που εμπορευόταν μετάξι
για δικό του λογαριασμό.
13 Το Τακτικόν Ουσπένσκι είναι η
συνηθέστερη ονομασία που αποδίδεται σε έναν κατάλογο πολιτικών, στρατιωτικών
και εκκλησιαστικών αξιωμάτων εντός της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας
στα μέσα του 9ου αιώνα. Το κείμενο αυτό αναφέρεται, επίσης, στα παλαιότερα
αυτοκρατορικά αξιώματα, από τα οποία προήλθαν τα υπάρχοντα κατά την περίοδο της
συγγραφής του εγγράφου αυτού. Ο Νικόλαος
Οικονομίδης
θεωρούσε ότι η σύνταξή του έλαβε χώρα μεταξύ του 842 και του 843. Ήταν το πρώτο
από μια σειρά εγγράφων (τα τακτικά) τα οποία συντάχθηκαν μεταξύ του 9ου και του 10ου αιώνα. Ο όρος Ουσπένσκι
πηγάζει από τον Ρώσο βυζαντινολόγο Φυοντόρ Ουσπένσκι ο οποίος ανακάλυψε το
έγγραφο αυτό στα τέλη του 19ου αιώνα σε ένα χειρόγραφο που
χρονολογείτο από την περίοδο μεταξύ 12ου-13ου αιώνα (το codex
Hierosolymitanus gr. 39) το οποίο διατηρείται εντός της βιβλιοθήκης του Ορθοδόξου
Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Η τελευταία, περιλαμβάνει, επίσης,
αποσπάσματα του Κλητηρολόγιον του Φιλόθεου, καθώς και ένα τακτικόν
με έτος έκδοσης το 899.
Πηγές: Kazhdan, Alexander (1991) (στα αγγλικά). Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford University Press. Kazhdan1991. ISBN 9780195046526.---Oikonomidès, Nicolas (1972) (στα γαλλικά). Les listes de préséance byzantines des IXe
et Xe siècles. Paris. Oikonomidès1972.
14 Θέμα
Οψικίου
ή Οψίκιον: Διοικητική διαίρεση του Βυζαντίου.
Βρίσκονταν στην βορειοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας. Ιδρύθηκε από τον
αυτοκρατορικό στρατό και ήταν το μεγαλύτερο και ισχυρότερο Θέμα του Βυζαντίου.
Ενεπλάκη σε διάφορες εξεγέρσεις τον 8ο αιώνα, και διαμερίστηκε σε τρία τμήματα
μετά το έτος 750 περίπου, και έκτοτε παρήκμασε. Συνέχισε να υπάρχει και μετά
την Δ' Σταυροφορία
(1201-1204).
15 Κονσιλάριος
ή κονσουλάριος:
Ύπατος ή βουλευτής (εκ του λατιν.consularis= Ο έχων την υπατείαν).
Ρωμαϊκόν αξίωμα που διετηρήθη και στο Βυζάντιον. Αργότερα εξεφυλίσθη σε απλούν
αυλικόν αξίωμα. Πολλές επαρχίες εκυβερνώντο υπό κονσουλαρίων μέχρι τον 6ον-7ον
αιώνα.
16 Η θέση αυτή
βασίζεται κυρίως στον Βίον του Αγίου Στεφάνου,
αγιολογικό κείμενο γραμμένο στα 808 μ.Χ., που μνημονεύει διώξεις εικονόφιλων
από τον στρατηγό του Θέματος της Κρήτης Θεοφάνη του Παρδοτύρη. Την μαρτυρία της
συγκεκριμένης αγιολογικής πηγής αμφισβητούν άλλοι ιστορικοί, με το επιχείρημα
πως δεν είναι αξιόπιστη ως προς τη χρήση των διοικητικών όρων. Εκείνη την περίοδο
η Κρήτη ήταν αρχοντία δηλαδή διοικητική ενότητα υποδεέστερη του Θέματος,
με επικεφαλής άρχοντα ο οποίος ανήκε στην τάξη των σπαθαρίων. Έτσι η προαγωγή του νησιού σε Θέμα συνδέεται με την
εκστρατεία του πρωθυπουργού της Θεοδώρας, Θεοκτίστου (843 μ.Χ.), αλλά η ίδρυσή
του και η τελική συμπερίληψή του, μεταξύ των μικρών Θεμάτων, χρονολογείται μετά
την απελευθέρωση του νησιού από τους Άραβες το 961 μ.Χ.
17 Κατεπάνω: Τίτλος που από τα τέλη
του 10ου αιώνα χαρακτηρίζει τους κυβερνήτες μεγάλων επαρχιών, της Ιταλίας και
της Μεσοποταμίας και από τον 11ο αιώνα επεκτάθηκε και σε περιοχές της
Βουλγαρίας της Αντιόχειας κ.λπ.
Είναι πολύ πιθανόν ο τίτλος
("κατ΄επάνω" ανάλογο του "επί κεφαλής") να μετεξελίχθηκε
στις λατινόφωνες χώρες σε Capitano, Capitain, Captain, Kapitän, capitán και να
επέστρεψε ως αντιδάνειο στο Ελληνικό «καπετάνιος». Η εκδοχή ότι προέρχεται από
το Caput navis δεν ευσταθεί γιατί οι λέξεις αυτές αφορούν και στρατιωτικές και
παραστρατιωτικές θέσεις, εκτός των πλοίων.
Τόσον το «Κάπος» όσον και το «Καπετάνιος»
επιζούν ως επώνυμα. Το «καπετάνιος» διατηρείται ακόμη αντί του «πλοίαρχος» στο
Εμπορικό Ναυτικό και απονέμεται ακόμη και στους οπλαρχηγούς ενόπλων σωμάτων.
(Καπετάν-Αντώνης, Καπετάν-Μιχάλης), ιδιαίτερα στην Κρήτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου