Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

ΑΙΓΑΙΟΝ  : ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ
(AEGEAN :THE HELLENIC ARCHIPELAGO)


ΜΕΡΟΣ 8ο

5. ΑΙΓΑΙΟΝ- ΑΙΓΗΪΣ (Προϊστορικά-Ιστορικά στοιχεία) [Συνέχεια 7ου μέρους]
λη. Η δράση του Ελληνικού Ναυτικού στο Αιγαίο κατά την επανάσταση του 1821.        
Στην Επανάσταση του 1821 έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο και το τότε Ναυτικό των Ελλήνων που συγκροτήθηκε κυρίως από εμπορικά πλοία της εποχής, προσθέτοντας πολλές σελίδες δόξας αλλά και θαυμασμού στην τότε διεθνή κοινότητα. H ενίσχυση με στρατό και εφόδια των πολιορκούμενων στα φρούρια του Mωριά1 Οθωμανών, μπορούσε να πραγματοποιηθεί τόσο από την ξηρά όσο και από την θάλασσα.  H αντιμετώπιση του δεύτερου ενδεχόμενου προϋπέθετε την κινητοποίηση των πολυάριθμων υδραίϊκων, σπετσιώτικων και ψαριανών, κατά κύριο λόγο, πλοίων.
O στόλος των τριών νησιών αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισμένα μικρά εμπορικά πλοία, που ωστόσο συχνά επιδίδονταν εξίσου αποτελεσματικά και στην πειρατεία.  
Τα κατοικημένα σχεδόν αποκλειστικά από ελληνικούς πληθυσμούς νησιά του Αιγαίου, εκτός από την Pόδο, την και την Χίο όπου διαβιούσαν και μουσουλμάνοι, κήρυξαν σταδιακώς την επανάσταση από το πρώτο δεκαήμερο του Aπριλίου 182 και μετά.
Πρώτα επαναστάτησαν οι Σπέτσες (Απρίλιος του 1821) με την Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Ακολούθησε η Ύδρα με τον Αντώνιο Οικονόμου. Στην συνέχεια τα Ψαρά (Δημήτριος Παπανικολής, Κωνσταντίνος    Κανάρης), η Σάμος, η Κάσος, τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη (ιδιαίτερα τα Σφακιά).
Eξαίρεση αποτέλεσαν νησιά των Kυκλάδων όπως η Σύρος, η Τήνος και η Νάξος, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν αιρετικοί φραγκοπαπικοί οι οποίοι όχι μόνον αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην επανάσταση, αλλά φανερώς ή συγκεκαλυμμένως υπεστήριζαν τους Τούρκους.
Oι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Σάμος και ιδίως η Ύδρα υπήρξαν το κέντρο του επαναστατικού αγώνος στο Αιγαίο, αν και οι τοπικοί άρχοντες φάνηκαν στις αρχή διστακτικοί -κάτι άλλωστε που είχε συμβεί και στην Πελοπόννησο.


Tους πρώτους μήνες της επαναστάσεως τα ελληνικά πλοία διέθεταν μια σχετική ελευθερία κινήσεως στο Αιγαίο. Έτσι, ο ελληνικός στόλος επιχειρούσε σχεδόν ανενόχλητος επιθέσεις σε μεμονωμένα οθωμανικά πλοία, αρκετά από τα οποία καταλήφθηκαν, ενώ μετείχε στις πολιορκίες των φρουρίων στο Ναύπλιο (με επικεφαλής την περίφημη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα), στην Μονεμβασιά, στην Nαύπακτο και αλλού.  Δεν έλειψαν και πειρατικές ενέργειες σε βάρος ουδέτερων εμπορικών πλοίων καθώς και επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια.
Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη, δεν υπήρχε συγκροτημένος ελληνικός στόλος που ακολουθούσε κάποιο οργανωμένο σχέδιο, αλλά σύμπραξη πληρωμάτων ενόψει κάποιας επιχειρήσεως, με αποτέλεσμα, όταν τμήματα του οθωμανικού στόλου επιχειρούσαν έξοδο από τα Δαρδανέλια με στόχο τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων φρουρίων της Πελοποννήσου και την μεταφορά στρατευμάτων, φάνηκε ότι δύσκολα τα ελληνικά πλοία μπορούσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα οθωμανικά.
Ο πρώτος ελληνικός Στόλος δημιουργήθηκε τον Απρίλιο από τον Γιακουμάκη Τομπάζη, ένα Υδραίο προεστό με σημαντική πείρα στις ναυτικές επιχειρήσεις. Η πρώτη του σκέψη ήταν αποσταλεί ο στόλος ανοιχτά της Ηπείρου όπου περιπολούσε ανοργάνωτος ο Οθωμανικός Στόλος. Με την επιμονή όμως ενός καλοπροαίρετου αλλά εντελώς άπειρου ως προς τα ναυτικά Χιώτη, του Νεόφυτου Βάμβα, ο στόλος απεστάλη στην Χίο για να ξεσηκώσει το νησί. Οι Χιώτες όμως, αρνήθηκαν να συνεργήσουν. Οι Τούρκοι από την άλλη, ενίσχυσαν τις φρουρές τους και συνέλαβαν εβδομήντα ομήρους μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο.
Το Ελληνικό ναυτικό πάντως, σημείωσε αρκετές επιτυχίες και συνέλεξε σημαντική λεία. Λεηλάτησε ένα Αυστριακό πλοίο στην Τήνο και κατέλαβε ένα Οθωμανικό πλοίο που μετέφερε, εκτός από δώρα του Σουλτάνου προς τον Πασά της Αιγύπτου- και μεγάλο αριθμό πλούσιων τούρκικων οικογενειών, τις οποίες λήστεψαν και εν συνεχεία εξετέλεσαν.
Τον Μάϊο ο Τομπάζης χώρισε τον στόλο σε δύο μοίρες, μία για να περιπολεί στο Αιγαίο, με σκοπό να επιτεθεί στον Οθωμανικό στόλο που ετοιμαζόταν να εξέλθει από τα Δαρδανέλια και μία, με δώδεκα μπριγαντίνια υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, για να αποκλείσει την Πάτρα, με σκοπό να προκαλέσει ναυμαχία με τις Τουρκικές δυνάμεις του Ιονίου.
Στις 5 Ιουνίου ο Τομπάζης συναντά ένα μεγάλο, βαριά οπλισμένο, τουρκικό δίκροτο βορείως της Χίου και το καταδιώκει μέχρι τον κόλπο της Ερεσσού. Οι ομοβροντίες των Ελληνικών πλοίων εναντίον του δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα και έτσι ο Ψαριανός ναύαρχος Αποστόλης προτείνει, ο Γιάννης από την Πάργα (Ιωάννης Δημολίτσας) να ετοιμάσει τρία πυρπολικά με Ψαριανά πληρώματα που είχαν αποκτήσει πείρα κατά τις ρωσικές επιχειρήσεις στο Τσεσμέ. Τα δύο πυρπολικά αποτυγχάνουν, το τρίτο όμως, έντεχνα οδηγημένο από τον Παπανικολή, βάζει φωτιά στο Τουρκικό το οποίο που τελικά ανατινάζεται. Ο Οθωμανικός στόλος πανικοβλήθηκε τόσο που επέστρεψε άμεσα στα Δαρδανέλια.
Όμως ο Τομπάζης αντί να τον κυνηγήσει κατευθύνθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνιές) για να βοηθήσει τις ελληνικές οικογένειες που απειλούνταν από τους Τούρκους. Πίστευε ότι με το που θα εμφανιζόταν ο Ελληνικός Στόλος θα ξεσηκώνονταν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας κατά των Τούρκων. Αντ’ αυτού οι Τούρκοι επέπεσαν πάνω στον Ελληνικό πληθυσμό και τον κατέσφαξαν. Εκατοντάδες πουλήθηκαν σκλάβοι και τα καταστήματά τους πυρπολήθηκαν.
Μία άλλη ηρωϊδα που έλαμψε με την δράση της στις θάλασσες, κατά την διάρκεια των εθνικοαπαλευθερωτικών αγώνων, αλλά σχεδόν άγνωστη στους συγχρόνους Έλληνες, είναι η Δόμνα Βισβίζη. Αφιερώθηκε στην μεγάλην ιδέαν της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία μυήθηκε μετά τον σύζυγό της Χατζηαντώνη Βισβίζη, ξόδεψε για τον αγώνα και τον τελευταίο οβολό της, για την συντήρηση του πλοίου της, την “Καλομοίρα”, ως ετοιμοπόλεμου και μάχιμου και όταν δεν μπορούσε η ίδια να το συντηρήσει, το προσέφερε και αυτό στον αγώνα2.
Το Μνημείο του Χατζή Αντώνη και Δόμνας Βισβίζη στην παραλιακή Λεωφόρο της Αλεξανδρουπόλεως.
Το μεγαλοπρεπές και επιβλητικό πλοίο της οικογένειας Βισβίζη, η “ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ”, που προκαλούσε τον τρόμο και φόβο του Τουρκικού στόλου.

Δεν έλειψαν βέβαια μεμονωμένες επιτυχίες που στηρίχτηκαν στον ηρωϊσμό μεμονωμένων Ελλήνων αλλά και σε μια πολεμική τακτική που υιοθετήθηκε και έμελλε να χαρακτηρίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολεμικές ενέργειες στον θαλάσσιο χώρο. Αναφερόμαστε στα πυρπολικά, ειδικά διαμορφωμένα πλοιάρια φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλούνταν στα οθωμανικά πλοία, αναφλέγονταν και βυθίζονταν μαζί τους.
O φόβος των Οθωμανών από την δράση των πυρπολητών περιόριζε τις κινήσεις του στόλου τους. Το πρώτο αυτό διάστημα φαίνεται ότι και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις, εξέλιξη που ασφαλώς ευνοούσε την εξάπλωση της επαναστάσεως τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στον νησιωτικό χώρο.
Από τις αρχές της Επαναστάσεως ήταν φανερό ότι τα μικρά και ελλιπώς εξοπλισμένα ελληνικά πλοία δεν ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα οθωμανικά σε ανοιχτή σύγκρουση. Έτσι, ακολουθήθηκαν άλλες μορφές δράσεως που κατέτειναν στην φθορά και την παρεμπόδιση της κινήσεως του οθωμανικού στόλου. Kατ’ εξοχήν στόχοι υπήρξαν οι νηοπομπές που μετέφεραν ενισχύσεις και εφόδια, δια μέσου του Αιγαίου, στα πολιορκούμενα φρούρια της Πελοποννήσου και της Ρούμελης.
Από την άλλη, συχνές ήταν και οι προσπάθειες του ελληνικού στόλου να άρει τον αποκλεισμό φρουρίων και να ενισχύσει τους πολιορκούμενους Έλληνες με εφόδια και ενόπλους.
Τέλος, θα έπρεπε να προστατευτούν τα νησιά του Αιγαίου από την δράση του οθωμανικού στόλου. Στις επιχειρήσεις αυτές η φθορά των πλοίων του αντιπάλου επιτεύχθηκε με την υιοθέτηση μιας πολεμικής τακτικής που αντιστάθμιζε την υπεροπλία του οθωμανικού στόλου. Πρόκειται για νυχτερινές επιθέσεις με τα πυρπολικά3.
Οι παράτολμες αυτές επιθέσεις, που απαιτούσαν επιδέξιους χειρισμούς αλλά και διασταυρωμένες πληροφορίες περί του εχθρού, ώστε να μη γίνει αντιληπτή η επιχείρηση, και να προσκολληθεί το πυρπολικό, απέδωσαν ορισμένες εντυπωσιακές ενέργειες.
Πλέον χαρακτηριστική υπήρξε η ανατίναξη της ναυαρχίδας του Οθωμανικού στόλου από τον Κανάρη στα ανοιχτά του Τσεσμέ τον Ιούνιο του 1822. Ενέργειες όπως αυτή προκαλούσαν τρόμο στα πληρώματα των οθωμανικών πλοίων και συχνά οι κινήσεις του οθωμανικού στόλου ήταν διστακτικές από τον φόβο της δράσεως των πυρπολητών.
Δεν έλειψαν βέβαια και αποτυχημένες ενέργειες όπως συνέβη τον Αύγουστο του 1825 και τον Ιούνιο του 1827 στις πιο φιλόδοξες ίσως επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου που αποσκοπούσαν στην πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Διεξήχθησαν και ορισμένες ναυμαχίες, κάποιες από τις οποίες είχαν θετική κατάληξη για την ελληνική πλευρά, όπως συνέβη στα ανοιχτά της Ύδρας και των Σπετσών τον Οκτώβριο του 1822, στον κόλπο του Γέροντα τον Αύγουστο του 1824 και στον Κάβο Ντόρο, το Μάϊο του 1825, όπου διακρίθηκαν ο Πιπίνος, ο Μιαούλης και ο Σαχτούρης αντίστοιχα.
Παρά την δράση του Κανάρη και των άλλων πυρπολητών τα πλοία του Οθωμανικού στόλου δεν αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες στο να φέρουν σε πέρας τις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν.  Η υπεροπλία των οθωμανικών πλοίων δεν άφηνε βέβαια πολλά περιθώρια δράσεως στα ελληνικά.
Το εμπόριο αλλά και η πειρατεία υπήρξαν για τα ελληνικά πλοία εναλλακτικές δραστηριότητες που εξασφάλιζαν την συντήρηση των πλοίων και τους μισθούς των πληρωμάτων, υπονόμευαν ωστόσο την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στόλου.
Ειδικά η πειρατεία προκαλούσε τις διαμαρτυρίες των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες ενδιαφέρονταν για την ασφάλεια των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων. Έτσι, από τους πρώτους μήνες του 1828 ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας επιδίωξε τον περιορισμό της πειρατικής δραστηριότητας, κάτι που επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό, χάρις στις ενέργειες του Ανδρέα Μιαούλη.
Επιτυχείς πυρπολήσεις στο Αιγαίο, κατά την επανάσταση του 1821, ήσαν:
Του Γέροντα, του Νταρ Μπογκάζ και της Σάμου (πλοίαρχος Γ. Βατικιώτης), της Τενέδου (πλ. Γ. Βρατσάνος), της Σούδας (πλ. Α. Βώκος), Γέροντα (Γ. Θεοχάρης), Μυτιλήνης (Δ. Καλογιάννης), Αγ. Μαρίνας, Σάμου, Τενέδου και Χίου (Κ. Κανάρης), Κάβο ντ΄ Όρο, Καρπάθου (Γ. Ματρώζος), Σάμου (Λέκας Ματρώζος), Γέροντα, Κάβο ντ΄ Όρο, Μιλήτου και Σάμου (Λ. Μουσούς), Αλεξάνδρειας, Κάβο ντ΄ Όρο, Μεσολογγίου (Μ. Μπούτης), Στενά Μυτιλήνης (Κ. Νικόδημος), Ερεσού (Δ. Παπανικολής), Άθωνα, Γέροντα, Σπετσών, Χίου (Α. Πιπίνος), Σάμου (Δ. Ραφαλιάς), Αλεξάνδρειας, Μεθώνης, Μεσολογγίου (Μ. Σπαχής)..
Κωνσταντίνος Κανάρης.

        Η είδηση της εξεγέρσεως των κατοίκων τής Χίου, στις 23 Μαρτίου 1822, έκανε έξω φρενών τον Σουλτάνο Μαχμούτ, ο οποίος έστειλε εναντίον τους 46 πολεμικά πλοία με επί κεφαλής τον Καρά Αλή πασά (1778-1822, Οθωμανός Ναύαρχος γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη).
Στις 30 Μαρτίου 1822, ο Καρά Αλή πασάς απεβίβασε στην Χίο ένα αποβατικό σώμα από 7.000 άνδρες και την κυρίευσε. Από τους 113.000 Χίους, οι 23.000 σφαγιάσθηκαν και οι 47.000 πουλήθηκαν ως αιχμάλωτοι στα σκλαβοπάζαρα. Η αποτρόπαια γενοκτονία των Ελλήνων της Χίου, περιγράφεται στα απομνημονεύματα του ιδίου του αρχισφαγέως και τοποτηρητού στην  Χίο, Βαχίτ πασά4.  
  


Με εντολή τού Ναυάρχου τού Στόλου Ανδρέα Μιαούλη, μέσα στην ασέληνη νύκτα τής 6ης Ιουνίου 1822, οι πυρπολητές Κανάρης και Πιπίνος πλησίασαν τον Οθωμανικό στόλο. Ο Πιπίνος εκόλλησε το πυρπολικό του στην υποναυαρχίδα αλλά δεν το προσέδεσε καλώς και έτσι οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να το απομακρύνουν όταν επήρε φωτιά, με αποτέλεσμα να καεί ασκόπως.
Ο Κανάρης, με τους επιδέξιους ελιγμούς τού πηδαλιούχου Θεοφανοπούλου, επλησίασε την ναυαρχίδα και προσέδεσε το πυρπολικό του στην πρώρα της. Αφού έβαλε φωτιά στο «μπουρλότο», απομακρύνθηκε γρήγορα. Η ναυαρχίδα ανατινάχθηκε όταν η φωτιά έφθασε στην πυριτιδαποθήκη της. Ο Kara Ali Paşa μόλις πρόφθασε να πηδήσει σε μία βάρκα, αλλά κτυπήθηκε από μία φλεγόμενη δοκό και εφονεύθη.
Έτσι η Οθωμανική αρμάδα δεν εκτύπησε τα Ψαρά και την Σάμο, αλλά κατέφυγε στα Δαρδανέλλια. Όταν απεφάσισε να εξέλθει και πάλι στο Αιγαίο, ο Κανάρης πυρπόλησε και την υποναυαρχίδα κοντά στην Τένεδο.
Οι Έλληνες δεν σταμάτησαν τις ναυτικές πολεμικές ή εμπορικές δραστηριότητες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά είχαν αναπτύξει ένα πολύ αξιόλογο στόλο από καλά κατασκευασμένα και εξοπλισμένα πλοία που ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της επιτυχίας της Ελληνικής επαναστάσεως. Στην αρχή της επαναστάσεως του 1821, η Ελλάδα διέθετε 1000 περίπου μικρά και μεσαία εμπορικά πλοία και μια δύναμη 18.000 ναυτικών
Συνεχίζοντας την αρχαιοελληνική παράδοση του ανθρωπόμορφου ακρόπρωρου, οι ναυτικοί του ΄21 έδιναν στα καράβια τους ονόματα αρχαίων θεών ή επιφανών προσώπων της αρχαιότητας όπως, Άρης, Σόλων, Αθηνά, Θεμιστοκλής, Επαμεινώνδας, κ.α. και τα στόλιζαν με τις μορφές τους.



Συνεχίζεται








1 Η  Πελοπόννησος (όπως ονομάστηκε κατά την διάρκεια της πρώϊμης Αρχαιότητος η πανάρχαια Απία χώρα, προς τιμήν της δυναστείας των Πελοπιδών/Ατρειδών), ονομάστηκε "Μορέας" ή "Μοριάς", από τις αρχαίες μόρες, λακωνικής εκδοχής, μονάδες φάλαγγας οπλιτών (στον ενικό μόρα, εκ της ίδιας ρίζας με τη λέξη μόριον = τμήμα συνόλου), αντίστοιχες με τις τάξεις (εξ ού και οι μεταγενέστερες ταξιαρχίες) των άλλων πόλεων-κρατών. Οι μόρες αποτελούσαν τον κύριο κορμό του στρατού ξηράς των Λακεδαιμονίων, κατά την διάρκεια της Αρχαιότητας.
Η κάθε μόρα της Αρχαίας Σπάρτης είχε αυτόνομη διοίκηση, και ήταν ιδιαζόντως αποτελεσματική κατά τον αχό της μάχης. Χωρίς να είναι σαφής ο ακριβής αριθμός τους, γνωστές είναι οι μόρες:
· Της Σπάρτας (Η Α' μόρα, με έμβλημα ή σημαία: Αρσενικό Γοργόνειον, κεφαλή ανδρός, απεικονίζουσα γκριμάτσα πολεμιστή. Πάντως το Γοργόνειον παραπέμπει και στην λατρεία της Χαλκιοίκου Αθηνάς)
·  Των Αμυκλών (Έμβλημα: Πετεινός, ιερό ζώο του θεού Απόλλωνος)
·  Των Γερονθρών (Έμβλημα: Σκορπιός, ιερό ζώο του θεού Άρη)
·  Του Έλους (Έμβλημα: Ταύρος με ανάστροφα κέρατα),
·  Της Σκιρίτιδας (Έμβλημα: Γεράκι),
·  Της Λιμνατίδας (Έμβλημα: Κύκνος, το ιερό ζώο των Λελέγων),
·  Της Πύλου (Έμβλημα: Πάνθηρας, ιερό ζώο του θεού Διονύσου), και
·  Της Στενυκλάρου (Έμβλημα: Κάπρος)
 Νεώτερη ετυμολογία για την ονομασία της Πελοποννήσου, αναφέρεται σε "Μωρέα" ή "Μωριά", εκ του δέντρου μωριά ή μουριά, πηγή τροφής για τους μεταξοσκώληκες, άρα πολύτιμο για την Σηροτροφία, ακριβή βιομηχανία σε Κορινθία και Βοιωτία, όπου και ο Μωρόκαμπος, στα πέριξ της Θήβας.
Πάντως, ενώ η Πελοπόννησος αποκαλείται πια Μοριάς από τον Μεσαίωνα και μετά, αναβιώνει ως όρος για τοπική χρήση σε τμήμα του Μοριά, και η "Αχαΐα". Είναι το "πριγκηπάτο της Αχαΐας (1205-1432)", ήτοι το φεουδαρχικό παράρτημα στην περιοχή, του Λατινοκρατούμενου/ Φραγκο- παπικοκρατούμενου τμήματος της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας. 



2 Η Δόμνα Βισβίζη προσέφερε και θυσίασε τα πάντα στον αγώνα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης σε μια επιστολή του την προσφωνεί «Ευγενεστάτη και Γενναιοτάτη». Υπήρξε κόρη πλούσιας οικογένειας από την Αίνο όπου και γεννήθηκε το 1784 και το 1808 παντρεύτηκε τον Αντώνη Βισβίζη, πλούσιο πλοίαρχο και καραβοκύρη. Τον Φεβρουάριο του 1821, ο Θρακιώτης Χατζηαντώνης Βισβίζης αρματώνει το ιδιόκτητο καράβι του, την“Καλομοίρα”, ένα μπρίκι ναυπηγημένο στην Οδησσό με 16 κανόνια και 140 ναύτες και ξεκινά να μπει στην δούλεψη του Γένους, εγκαταλείποντας την εύπορη ζωή του Αίνου. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον ακολουθεί η γυναίκα του Δόμνα, παίρνοντας μαζί της στο καράβι τα πέντε παιδιά τους, όλα τα χρήματα και τα τιμαλφή της οικογένειας και ενώνεται με τον στόλο των Ψαριανών.
Το βάπτισμα του πυρός το πήρε στην Ίμβρο και έκτοτε ξεκίνησε μια ζωή γεμάτη αγώνες, περιπέτειες, μεγάλες δυσκολίες, φτώχια, δυστυχία και εγκατάλειψη. Το μπρίκι μεταφέρει στον Άθω μαζί με πολεμοφόδια και όπλα και τον επαναστάτη Εμμανουήλ Παπά, τον Σερραίο μεγαλέμπορο και τραπεζίτη που κι αυτός ξόδεψε την περιουσία του και τη ζωή του για χάρη της πατρίδας. Το ζευγάρι των καπεταναίων συμμετέχει στον αγώνα του 21 και βρίσκεται παρών σ’ ολόκληρο το Αιγαίο κυβερνώντας την «Καλομοίρα», ναυμαχώντας θαρραλέα, υπερασπίζοντας παγιδευμένους αγωνιστές και πολιορκώντας τους εχθρούς. «Για να κτισθή το χρυσό παλάτι της Ελευθερίας», όπως συνήθιζε να λέει το ζεύγος.
Στις 21 Ιουλίου του 1822, η Δόμνα με τον άνδρα της που κυβερνά το πλοίο τους, πρωτοστατούν στην από θαλάσσης πολιορκία της Εύβοιας. Κάποια στιγμή ο άνδρας της σκοτώνεται. Η Δόμνα δίνει εντολή να τον κλάψουν τα παιδιά και να τον ετοιμάσει ο παπάς, ενώ η ίδια αναλαμβάνει πλήρως σαν καπετάνισσα την «Καλομοίρα» και συνεχίζει τον αγώνα. Η σκέψη να ξαναγυρίσει στην πλούσια ζωή που άφησε πίσω της δεν της περνά καν από το μυαλό. Παίρνει μέρος σε μπλόκα, σε ναυμαχίες και βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο στην επιτυχία της Επαναστάσεως. Το τέλος της; Πέθανε εγκαταλειμμένη, πτωχή και λησμονημένη.
3 Το λεγόμενο πυρπολικό πλοίο υπήρξε το κατ’ εξοχήν ιστιοφόρο καταδρομικό πλοίο στις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Κατά την ελληνική επανάσταση του 1821,τα πυρπολικά ήταν πλοία επανδρωμένα με «έδρα» είτε συγκεκριμένο λιμάνι, στο οποίο παρέμεναν, είτε ελεύθερα στο πέλαγος και αναζητούσαν στόχο. Κατά τη «πυρπόληση» έπρεπε να προσκολληθεί και να προσδεθεί άρρηκτα και τάχιστα με το εχθρικό πλοίο, στην συνέχεια να τεθεί σ΄ αυτό «πυρ» και έγκαιρα να εγκαταλειφθεί από το πλήρωμά του. Είναι προφανές ότι σε τέτοια επιχείρηση εκτός του θάρρους, της αποφασιστικότητας αλλά και της ψυχραιμίας απαιτείτο και πλήρης συντονισμός ενεργειών Πλοιάρχου και πληρώματος.
Το Πυρπολικό του 21 οφείλει την πρώτη του κατασκευή στον Παργινό Ιωάννη Δημουλίτσα με το παρωνύμιο «Πατατούκος», ο οποίος από μικρός δούλευε σε ψαριανά καράβια και στα ταξίδια του γνώρισε τα μυστικά της κατασκευής των πυρπολικών. Το πυρπολικό πλοίο οφείλει την τελειοποίησή του στον Κωνσταντίνο Νικόδημο.
Οι επιθέσεις των πυρπολικών δεν γίνονταν μόνο σε αγκυροβολημένους στόχους αλλά και μεσοπέλαγα, λόγω μεγαλύτερης ταχύτητας. Μετά το περίφημο σήμα της επίθεσης «Με την βοήθεια του Σταυρού επιτεθείτε!», πλησίαζαν τον εχθρό με την πλώρη από την προσήνεμη πλευρά, δηλαδή από εκεί που φύσαγε ή ήταν ο κυματισμός, ώστε να βοηθηθεί η προσκόλληση και, γρήγορα με «κόρακες», δηλ. γαντζους, εξασφάλιζαν την αγκίστρωση. Το πλήρωμα του εχθρικού σκάφους καταλαμβάνονταν συνήθως από πανικό και καμμία αντίσταση δεν πρόβαλε αλλά έτρεχε να σωθεί.
Από του 1824 όμως που άρχισε η παρέμβαση του αιγυπτιακού στόλου, οι συνθήκες χρήσεως των πυρπολικών ήταν δυσμενέστερες και τούτο διότι τα αιγυπτιακά πληρώματα ήταν εκπαιδευμένα και συγκροτημένα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα κυρίως του γαλλικού στρατού και ναυτικού. Πάντως τα πυρπολικά εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται ακόμη και όταν η Ελλάδα απέκτησε τα πρώτα πραγματικά πολεμικά, την φρεγάτα «Ελλάς» και το ατμοκίνητο «Καρτερία», τα οποία κατέστησαν το πυρπολικό δευτερεύον.
Πρώτη επιτυχής χρήση του επανδρωμένου πυρπολικού έγινε στις 27 Μαΐου 1821 στην Ερεσσό όπου οι Τούρκοι απώλεσαν ένα αξιόλογο πλοίο «γραμμής», αναδειχθέντος πρώτου Πυρπολητή του Παπανικολή. Τότε ξένος παρατηρητής σημείωνε «…τελικά οι Έλληνες βρήκαν το όπλο της Επαναστάσεως!» Μετά από αυτό το γεγονός, οι πρόκριτοι εγκρίνανε μετατροπές παλαιών ιστιοφόρων σε πυρπολικά, εξαγοραζόμενα από την τότε κυβέρνηση αντί 25.000 και 45.000 γροσίων με ισόποση περίπου δαπάνη για την μετατροπή τους
4 «……Ούτως ο τοποτηρητής εκτελέσας τούς ιερούς κανόνας τής πίστεως καί θρησκείας καί τάς υψηλάς τού κραταιού μονάρχου διαταγάς, επροσευχήθη εις τό ιερόν τέμενος, ευχαριστήσας τόν υπέρτατον Αλλάχ διά τήν εξασφάλισιν τής ατομικής ησυχίας τών μουσουλμάνων. Τήν 21ην τού αυτού μηνός, ημέρα Σαββάτω, ο τοποτηρητής προσεκάλεσε τόν αρχηγόν τών εκ τής Ερυθραίας πλευσάντων στρατιωτών, Κιουτσούκ Αχμέτ μπέη τούνομα καί τόν Ντελήμπαση Σουλεϊμάναγα, τούς οποίους συντροφεύσας μετά χιλίων ευζώνων στρατιωτών, ενετείλατο αυτοίς ίνα λόχος πρός λόχον επιπέσωσι κατά τών χωρίων, όπου ίδωσιν αποστασίας οσμήν, εν περιπτώσει δέ εάν ήθελον δεχθή τόν ισλαμισμόν, τότε μόνον νά φεισθώσι τής νεότητος μόνης, τών γερόντων αποκλειομένων καί τής εν τοιαύτη περιπτώσει χάριτος.
Τήν διαταγήν ταύτην λαβόντες, ο μέν Κιουτσούκ Αχμέτ μπέης διευθύνθη εις τό χωρίον Ερυθιανή, ο δέ Σουλεϊμάναγας εις τό χωρίον Θυμιανά, τά οποία χωρία εξηφάνισαν χάριτι θεία από προσώπου γής. Επιστρέφοντα δέ τά τροπαιούχα ταύτα στρατεύματα, ως ροαί πλημμυρούντος ποταμού, μή εμποδιζομένου παρ' ουδενός εμποδίου, ήκουσαν ότι εις τό χωρίο Καλλιμασιά ένδον τής μονής τής άλλως τε μεγάλης τού Αγίου Μηνά, ήσαν μαζωμέναι πολλαί οικογένειαι αμφιβόλων φρονημάτων ως πρός τό καθεστώς.
Τούς εν τώ μοναστηρίω πάντας επέρασαν εν στόματι μαχαίρας, ανδραποδίσαντες τούς νεωτέρους εξ αμφοτέρων τών φύλων, τάς δ' αιμοσταγείς κεφαλάς καί τ' αυτία τών θανατωθέντων εξαπέστειλαν εις τόν τοποτηρητήν, όστις δι' αδρών δώρων εφιλοτιμήθη ν' ανταμείψη τήν γενναιότητα καί αφοσίωσιν τών ηρωϊκών ημών στρατευμάτων, πολεμησάντων υπέρ τής τιμής καί τής θρησκείας. Τότε δή μόνον έγνωσαν οι δείλαιοι άπιστοι ότι ουδέν εμποδίζει τήν ορμήν τού πιστού επιπίπτοντος κατά τών απίστων γκιαούρων.
Τήν επιούσαν επεσκέφθησαν τόν τοποτηρητήν πάντες οι εν Χίω ευρισκόμενοι καί σημαίαν αναπεταννύοντες πρόξενοι καί υποπρόξενοι τών ξένων δυνάμεων εκτός τού ρωσσικού, αφ' ού ηυχήθησαν αείποτε νίκην εις τά αυτοκρατορικά όπλα, συνεχάρησαν τόν τοποτηρητήν επί τή συνέσει καί μετριοπαθεία του, ευχαριστήσαντες επί τέλους ότι ούτε αυτοί, ούτε ουδείς τών εις αυτούς υπαγομένων υπηκόων έπαθον τι καθ' όλην τήν διάρκειαν τών γεγονότων.
Χαίρει η ψυχή μου, διότι ως εκ τών περιστάσεων τούτων πολλοί νέοι καί νέαι γκιαουρικού αίματος περιτμηθέντες καί δεχθέντες τόν σωτήριον ισλαμισμόν, έτυχον τής αιωνίου αφέσεως τών αμαρτιών, απαλλαχθείσαι αι ψυχαί των εκ τής αιωνίου κολάσεως, ήτις βεβαίως τούς περιέμενε. Όσον δέ περί τής συνειδήσεώς μου, επί λόγω αμφιβολίας τής ενοχής τών πολιτών ή μή εις τάς επαναστατικάς κινήσεις τών έξωθεν ελθόντων Ρωμηών, είμαι ήσυχος καί ουδαμώς μέ τύπτει, καθότι πολλάκις επαρατήρησα εις τό ιερόν βιβλίον τού Ιμάμ Σερχουσνή ότι η αποτομή ξύλου καί λάρυγγος ανθρωπίνου διαφέρουσιν, αλλ' όχι εν περιπτώσει λάρυγγος γκιαούρη, κατωτέρω δέ ο σοφός νομολόγος σχολιάζει τόν ιερόν τούτον κανόνα, ότι η εξόντωσις ενός απίστου γκιαούρη είναι παρά τώ ισλάμη ίση ως καί η εξόντωσις δένδρου ή βοτάνης. »
[Απομνημονεύματα τού τοποτηρητού στήν Χίο, Βαχίτ πασά κατά τό έτος Εγίρας 1237 (1822)]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου