ΑΙΓΑΙΟΝ: ΤΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ
(AEGEAN:THE HELLENIC ARCHIPELAGO)
ΜΕΡΟΣ 9ο
5. ΑΙΓΑΙΟΝ- ΑΙΓΗΪΣ
(Προιστορικά-Ιστορικά στοιχεία) [Συνέχεια 8ου μέρους]
λθ. Η δράση του Ελληνικού Ναυτικού στο
Αιγαίο κατά την επανάσταση του 1821 (Συνέχεια 8ου μέρους)
(1)
Τον
19ο αιώνα, η Μεσόγειος βρισκόταν στο
προσκήνιο των διεθνών ανταλλαγών. Τα πλοία έπλεαν από την Ανατολική Μεσόγειο
και την Μαύρη Θάλασσα προς την Δύση με χύδην φορτία (σιτηρά, μαλλί, βαμβάκι,
λιναρόσπορο και ζωικό λίπος) και επέστρεφαν από εκεί φορτωμένα με κάρβουνο και
βιομηχανικά προϊόντα. Η Μαύρη Θάλασσα ήταν ο σιτοβολώνας της Ευρώπης τον 19ο
αιώνα και τα σιτηρά το κύριο φορτίο στα αμπάρια των ελληνόκτητων πλοίων.
Σημαντικό μέρος αυτού
του εμπορικού στόλου, εξοπλισμένο κατάλληλα, αντιμετώπισε στην διάρκεια του
Αγώνα της Ανεξαρτησίας τον οθωμανικό πολεμικό στόλο καταφέροντάς του σημαντικά
πλήγματα. Πολλές από τις παραδοσιακές οικογένειες καραβοκύρηδων στους ναυτότοπους του Αιγαίου, διαθέτουν
μεταξύ των κειμηλίων τους διπλώματα με την υπογραφή του υπουργού των Ναυτικών Κωνσταντίνου Κανάρη για την παραχώρηση
πλοίων τους για τις ανάγκες του Αγώνα στην θάλασσα.
Μετά το τέλος της
Επαναστάσεως του 1821, ο εμπορικός στόλος ανανεώθηκε με πλοία που ναυπηγήθηκαν στο Γαλαξίδι, την Ύδρα και τις Σπέτσες αλλά
και την Άνδρο, την Κάσο, την Σάμο. Πολύ
γρήγορα ο μεγαλύτερος όγκος του συγκεντρώθηκε στην Σύρο, όπου συνέρρευσαν
πρόσφυγες κυρίως από την Χίο, τα Ψαρά και την Κάσο, ενώ σημαντικά λιμάνια όπως
της Κάσου, της Χίου, της Μυτιλήνης και της Λήμνου παρέμειναν για σημαντικό
ακόμη διάστημα εκτός των ορίων του ελληνικού
εθνικού κράτους1.
(2) Τα νησιά του Αιγαίου λειτούργησαν σε
σύνολα αμιγώς νησιωτικά, όπως οι Κυκλάδες, ή σε σύνολα που περιέκλειαν τα
ηπειρωτικά τους εξαρτήματα, όπως η Χίος και η Μυτιλήνη με τις απέναντι
μικρασιατικές ακτές, και οι Σποράδες με την βόρεια Εύβοια και την χερσόνησο του
Πηλίου. Στο ανατολικό Αιγαίο οι πρωτεύουσες των νησιών ήταν ανέκαθεν στραμμένες
προς τα μικρασιατιακά παράλια.
Τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου εξελίχθηκαν σε
άμεση εξάρτηση από τα παράλια αυτά, κυρίως την Σμύρνη αλλά και την
Κωνσταντινούπολη. Οι Σποράδες αποτελούν κρίκους της αλυσσίδας που συνδέει τις
θάλασσες του βορειοδυτικού Αιγαίου,
από τον Θερμαϊκό κόλπο έως τον βόρειο Ευβοϊκό. Οι ναυτότοποι της περιοχής
εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, της Μακεδονικής πεδιάδας
αλλά και του Θεσσαλικού κάμπου. Στο νοτιοδυτικό
Αιγαίο, η Ύδρα και οι Σπέτσες, που προηγήθηκαν σε ανάπτυξη του θαλάσσιου
εμπορίου τους, δεν κατάφεραν να μετατρέψουν τη ναυτική τους δύναμη σε
ατμοκίνητη, συγκαταλεγόμενα έτσι μεταξύ των παραδοσιακών ναυτοτόπων, που έδωσαν
στην νέα εποχή κυρίως καπετάνιους.
Το δυναμικό νησιών που
γνώρισαν σημαντική έως ολοκληρωτική καταστροφή στην διάρκεια του Αγώνα του 1821
δεν χάθηκε. Σημειώθηκε μετακίνηση ανθρώπων,
αλλά ήταν κυρίως η τεχνογνωσία που μετεκκενώθηκε εκεί όπου οι συνθήκες,
πολιτικές και οικονομικές, ήταν ευνοϊκότερες για το θαλάσσιο εμπόριο και τη
ναυτιλία.
Ένα σύνολο τέτοιων
συνθηκών πληρούνταν στην Σύρο και ήταν εκεί που συγκεντρώθηκε για πολλές
δεκαετίες το κύριο βάρος της ναυτιλιακής δραστηριότητας του Αιγαίου. Η Ερμούπολη έγινε ένας ιδιαίτερα σημαντικός
κόμβος για το διαμετακομιστικό εμπόριο των σιτηρών
της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και των αγαθών που εισάγονταν μέσω Σύρου στην
Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία2.
(3)
Η
ιστορία του στόλου του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους αρχίζει το 1828 με κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη
Καποδίστρια.
Το ισχυρότερο πλοίο του στόλου της μεταβατικής εποχής ήταν η (ναυπηγημένη στις
Η.Π.Α) φρεγάτα «ΕΛΛΑΣ». Την φρεγάτα "ΕΛΛΑΣ" ανατίναξε στον Πόρο, μαζί με την κορβέτα Ύδρα, ο Ναύαρχος Μιαούλης την 1η Αυγούστου 1831 στην διάρκεια της τότε ανταρσίας του κατά του κυβερνήτη
Καποδίστρια.
Το 1833 το
ελληνικό ναυτικό ονομάζεται «Βασιλικόν Ναυτικόν». Την ονομασία αυτή θα
την διατηρήσει μέχρι το 1924. Υπό του Βασιλέως Όθωνος επελέγη ως πρώτος
υπουργός Ναυτικών, ο Ναύαρχος Κωνσταντίνος
Κανάρης.
Μετά την απελευθέρωση
και την ίδρυση του Ελληνικού Βασιλείου της Ελλάδος, το Ελληνικό Ναυτικό
ξεκαθάρισε το Αιγαίο από τους πειρατές και αρχίζει νέα περίοδος ειρηνικής
αναπτύξεως που διακόπτεται μόνο από τα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου (1854)
και των Κρητικών επαναστάσεων (1866-1868 και 1896), με την εμφάνιση και
παραμονή στο Αιγαίον, των στόλων των λεγομένων Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσεως.
(4). Η πρώτη ναυτική
σχολή ιδρύθηκε το 1846 πάνω στην κορβέτα «ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ» και διευθυντής της
ορίστηκε ο Λεωνίδας Παλάσκας. Επικρατούσα γλώσσα των πληρωμάτων την εποχή εκείνη ήταν η Αρβανίτικη Ελληνική διάλεκτος: Ο τότε
Αρχίατρος του Στόλου, Βαυαρός Θεόδωρος Ράϊνχολντ
(Th. Rheinhold) εκδίδει βιβλίο για την "Γλώσσα του Στόλου". Το 1878
επί Βασιλέως Γεωργίου Α΄ ιδρύθηκε η Σχολή
Ναυτικών Δοκίμων
με διευθυντή τον Ηλία Κανελλόπουλο. Το 1907 ιδρύθηκε το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού με πρώτο Αρχηγό τον Έλληνα Αρβανίτη, Ναύαρχο Γεώργιο Κουντουριώτη.
Κατά την διάρκεια των
λεγομένων Βαλκανικών πολέμων, ο Τουρκικός στόλος επεχείρησε δύο φορές να
διεκδικήσει την κυριαρχία του Αιγαίου, αλλά και τις δύο φορές (3 Δεκ. 1912 προ
του ακρωτηρίου της Έλλης - 5 Ιαν. 1913, μεταξύ Λήμνου και Τενέδου)
κατεναυμαχήθη και κατέφυγε υπό την κάλυψη των πυρών των φρουρίων των Στενών.
μ. Βαλκανικοί πόλεμοι
(1) Τα υπό Οθωμανική διοίκηση νησιά του ΝΑ Αιγαίου πέρασαν
σε ελληνικά χέρια. Ο τουρκικός στόλος δύο φορές προσπάθησε να βγει από τα στενά
των Δαρδανελλίων, για να εκδιώξει τον ελληνικό (ναυμαχίες Έλλης και Λήμνου), χωρίς όμως επιτυχία. Για να αποκτηθεί
ο έλεγχος του Αιγαίου Πελάγους, θα έπρεπε ο ελληνικός στόλος να ξεκινήσει με
την κατάληψη των νησιών Σαμοθράκης, Λήμνου, Τενέδου και Ίμβρου, για να
αποκλείσει τους Τούρκους στα Δαρδανέλλια. Η Λήμνος, εξάλλου, με τον όρμο του
Μούδρου προσφερόταν και για αγκυροβόλιο του στόλου. Τα νησιά αυτά δεν είχαν
επαρκείς δυνάμεις για την φύλαξή τους, σε αντίθεση με την Λέσβο και την Χίο,
όπου οι Τούρκοι διατηρούσαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις με δεδομένη την
οικονομική σημασία που είχαν αυτά τα νησιά για την Υψηλή Πύλη. Η Ελλάδα διέθετε τον ισχυρότερο στόλο από
τους άλλους βαλκανικούς συμμάχους με ναυαρχίδα το θωρηκτό εύδρομο «Γεώργιος
Αβέρωφ» (πλοίαρχος Π. Κουντουριώτης,
αντιπλοίαρχος Σοφοκλής Δούσμανης),
που ήταν τότε, η πιο αξιόμαχη και σύγχρονη μονάδα που χρησιμοποιήθηκε στις
θαλάσσιες επιχειρήσεις του Αιγαίου.
(2) Ο Ελληνικός στόλος, υπό τις διαταγές του υποναυάρχου
Παύλου Κουντουριώτη, εξασφάλισε τον απόλυτο έλεγχο του Αιγαίου: Απέπλευσε
αμέσως βορειοανατολικά και άρχισε περιπολίες έξω από τα Δαρδανέλλια. Ο
τουρκικός στόλος, ο οποίος λόγω της παρουσίας του ιταλικού στο Αιγαίο από τον
Απρίλιο του 1912 είχε παραμείνει προφυλαγμένος μέσα στα Στενά, δεν πρόλαβε να
αντιδράσει έγκαιρα. Στις 8 Οκτωβρίου καταλήφθηκε η Λήμνος και άρχισε η
μετατροπή του φυσικού λιμανιού της, του Μούδρου, σε ναυτική βάση και ορμητήριο
του ελληνικού στόλου. Από τις 6 Οκτωβρίου έως τις 20 Δεκεμβρίου του 1912 μικτά
αγήματα του στόλου απελευθέρωσαν, όλα σχεδόν τα νησιά του ανατολικού και
βόρειου Αιγαίου:17/10/1912 Ίμβρος, Θάσος και Άγιος Ευστράτιος, 18/10/1912
Σαμοθράκη, 21/10/1912 Ψαρά, 24/10/1912 Τένεδος, 2/11/1912 χερσόνησος Αγίου
Όρους, 11/11/1912 Λέσβος, 13/11/1912 Χίος, 14/11/1912 Οινούσσες, 27/11/1912
Ικαρία και 02/3/1913 Σάμος3.
(3) Η Ναυμαχία της Έλλης4 ήταν η πρώτη από την εποχή του αγώνα της Ανεξαρτησίας, αναμέτρηση του ελληνικού
και του τουρκικού στόλου, κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Πραγματοποιήθηκε το
πρωΐ της 3ης Δεκεμβρίου 1912 (16 Δεκεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) στ' ανοιχτά του ακρωτηρίου Έλλη (Ελές-Μπουρνού στα
τουρκικά) της χερσονήσου της Καλλιπόλεως, κοντά στην είσοδο των Στενών των
Δαρδανελλίων. Διήρκεσε μία ώρα και έληξε με θριαμβευτική νίκη των ελληνικών
δυνάμεων.
Το ναυτικό σήμα του Π. Κουντουριώτη
Ο Χάρτης της Ναυμαχίας
της Έλλης
Η ναυμαχία της Έλλης
διήρκεσε μία ώρα και τα πυρά των ελληνικών πυροβόλων είχαν μεγαλύτερη
αποτελεσματικότητα και ευστοχία από τα εχθρικά πυρά, προξενώντας φθορές στα
τουρκικά πλοία και πάνω από 100 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι απώλειες του
ελληνικού ναυτικού ήταν δύο νεκροί. Έκτοτε ο τουρκικός στόλος επιχείρησε
διάφορες εξόδους από τον Ελλήσποντο, αλλά μόλις αντιλαμβανόταν την παρουσία του
ελληνικού στόλου, που είχε ως ορμητήριό του τον όρμο του Μούδρου, επανερχόταν
στα Στενά, υπό την προστασία των πολυβολείων του.
Η Ναυμαχία της Έλλης είχε
ως αποτέλεσμα μία στρατηγικής σημασίας νίκη του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Ο έλεγχος του Αιγαίου παγιώθηκε, ενώ οι
Τούρκοι δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τον θαλάσσιο δρόμο, ώστε να ενισχύσουν
τις δυνάμεις τους που μάχονταν σε Μακεδονία και Θράκη
(4) Σημαντική είναι και η συμβολή του ελληνικού στόλου στον δεύτερο
Βαλκανικό Πόλεμο. Ναυμαχίες δεν γίνονται, γιατί η Βουλγαρία δεν είχε στόλο στο
Αιγαίο, όμως τα ελληνικά πλοία με ορμητήριο το λιμάνι της Θάσου συμβάλουν
αποφασιστικά στις μεταφορές του στρατού και στην κατάληψη παραλιακών πόλεων και
περιοχών όπως η Καβάλα, το Πόρτο Λάγος και η Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδέαγατς).
Στις 23 Ιουνίου 1913 τμήμα του ελληνικού στόλου έλαβε διαταγή να κάνει
παραπλανητικές διελεύσεις μπροστά από το λιμάνι της Καβάλας που τότε κατείχαν
οι Βούλγαροι.
Το θωρηκτό
«Ύδρα» και μεταγωγικά πλοία πλέουν επανειλημμένα μπροστά από το λιμάνι της
Καβαλάς και δίνουν την εντύπωση στους Βούλγαρους ότι οι Έλληνες πρόκειται να
επιβιβαστούν στην Κεραμωτή ανατολικά της πόλης. Φοβούμενοι αυτό το ενδεχόμενο
οι Βούλγαροι φεύγουν από την πόλη και στις
26 Ιουνίου τα αντιτορπιλικά «Δόξα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» απελευθερώνουν την
Καβάλα.
(5) Τα
Ελληνικά νησιά του Αιγαίου απελευθερώθηκαν από τον Τουρκικό ζυγό, όπως
προαναφέραμε, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, πλην της Δωδεκανήσου την οποία
είχε καταλάβει η Ιταλία, κατά τον Ιταλοτουρκικόν πόλεμο του 1911, η οποία
απελευθερώθηκε το 1947.
μα. Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος-19225
(1) Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η
Αγγλία προέβη σε κατάσχεση των υπό κατασκευή τουρκικών και ελληνικών θωρηκτών
και ευδρόμων αντιτορπιλικών, που βρίσκονταν στα αγγλικά ναυπηγεία. Ο ελληνικός στόλος συμμετείχε στις ναυτικές
επιχειρήσεις στο Αιγαίο, στο πλευρό των συμμάχων, με ελαφρά πλοία στα οποία
ανατέθηκαν πυκνές περιπολίες, συνοδείες νηοπομπών και άλλες πολεμικές
αποστολές. Μετά την ανακωχή, ο ελληνικός και συμμαχικός στόλος εισήλθαν στην
Προποντίδα, αγκυροβόλησαν στην Κωνσταντινούπολη και Νικομήδεια και συμμετείχαν
στις επιχειρήσεις στην Ρωσία. Αργότερα, αρχικά με την βοήθεια των συμμάχων και
κυρίως των Άγγλων, ενώ στην συνέχεια μόνος ο ελληνικός στόλος, συμμετείχε στις
επιχειρήσεις καλύψεως της Θράκης και της Μικρασιατικής εκστρατείας.
(2) Κατά τον Α΄ Παγκ. Πόλεμον, ο Μούδρος
είναι το κύριο ορμητήριο του Αγγλογαλλικού στόλου στο Βόρειο Αιγαίο. Στις
1-5-1918 υπογράφεται η ανακωχή του Μούδρου μεταξύ των «Συμμάχων» και της
Τουρκίας που ήταν το προοίμιο της πτώσεως των κεντρικών Αυτοκρατοριών.
(3) Τον Μάϊο του 1919, με την αποβίβαση των
Ελληνικών στρατευμάτων στην Σμύρνη, το
Αιγαίον Αρχιπέλαγος γίνεται και πάλιν, ύστερα από τόσους αιώνες «Ελληνικόν». Το όνειρο όμως της
απελευθερώσεως της Ιωνίας (σημερινή Μικρά Ασία) δεν επρόκειτο να διαρκέσει για
πολύ. Ο επάρατος Διχασμός του Ελληνικού Έθνους που δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε
από τους Ιουδαιοταλμουδιστές «συμμάχους» μας και το αβυσσαλέο μίσος των
προαιώνιων εχθρών της Ελλάδος, των Τούρκων, μας οδήγησαν στην γνωστή
Μικρασιατική καταστροφή (1922).
(4) Μετά την εκστρατεία
στην Μ. Ασία (1922), καταβλήθηκε προσπάθεια ανακαινίσεως των περισσότερων
πολεμικών μονάδων. Τα «ΑΒΕΡΩΦ» και «ΕΛΛΗ» επισκευάστηκαν στην Γαλλία, τα
τέσσερα αντιτορπιλικά στην Αγγλία, ενώ όλα τα υπόλοιπα στην Ελλάδα. Για πρώτη
φορά με την εκχώρηση ενός εμπορικού, ο στόλος ενισχύθηκε με πλωτό συνεργείο,
στο οποίο δόθηκε το όνομα «ΗΦΑΙΣΤΟΣ», ενώ παραγγέλθηκαν και έξι(6) υποβρύχια
στην Γαλλία, από τα οποία αξίζει να σημειωθούν τα «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» και «ΚΑΤΣΩΝΗΣ».
Η εκπαίδευση των αξιωματικών ενισχυόταν περιοδικά με αγγλικές αποστολές. Η
θητεία των κληρωτών ναυτών ορίστηκε σε 18μήνη και η δύναμη του ναυτικού
συμπληρωνόταν με λίγους εθελοντές.
Επακολούθησε η υπογραφή
συμφώνου «Ελληνοτουρκικής Φιλίας» το 1930, αλλά αντί για φιλία και καλή
γειτονία, από τότε μέχρι σήμερα, έχουμε:
.Την δυσπιστία,
αδιαλλαξία της Τουρκικής πολιτικής και διπλωματίας.
.Τις προκλητικές ενέργειες και συνεχείς αμφισβητήσεις της Τουρκίας για
την Ελληνική κυριαρχία του Αιγαίου.
.Την ανοικτή απειλή της
Τουρκίας για πόλεμο, εάν δεν υποχωρήσει η Ελλάς στις παράλογες και αντίθετες
προς κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, απαιτήσεις των «γερακιών» της Άγκυρας.
Συνεχίζεται
1 Από στοιχεία που αφορούν στις νηολογήσεις
πλοίων καταδεικνύεται ότι ο
αιγαιοπελαγίτικος στόλος αυξήθηκε θεαματικά μεταξύ 1840 και 1845, για να
ακολουθήσει έκτοτε αύξουσα πορεία. Την περίοδο 1830-1939 οι Κυκλάδες εμφανίζονται να κατέχουν το 32% των νηολογημένων
πλοίων, τα νησιά του νοτιοδυτικού Αιγαίου –οι παραδοσιακοί ναυτότοποι του 1821–
το 10%, ενώ οι Σποράδες και η Εύβοια,
που δέχθηκε πολλούς Ψαριανούς πρόσφυγες, είναι οργανικά μέρη της «Θεσσαλικής
ναυτιλίας», η οποία κατέχει το 5% του συνόλου. Με όμοιο ποσοστό καταγράφονται τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και
τα Δωδεκάνησα, ενώ η Κρήτη είχε
τον 19ο αιώνα ελάχιστα ιστιοφόρα.
2 Από
το 1827 έως το 1834 ναυπηγήθηκαν στην Σύρο περισσότερα από 260 πλοία, ενώ
υπολογίζεται ότι στο τοπικό νηολόγιο γράφτηκαν στην επόμενη πεντηκονταετία γύρω
στα 5.500 πλοία. Το 1835 ο Ιωάννης Α.
Ράλλης, Χιώτης έμπορος εγκατεστημένος στην Σύρο, ναύλωσε το ψαριανό πλοίο
«Αλέξανδρος», το οποίο άφησε το συριανό λιμάνι με φορτίο κρασί, λάδι και
κορινθιακή σταφίδα για να φθάσει, αρκετές εβδομάδες αργότερα, στη Βοστώνη και
να καταγραφεί ως το πρώτο πλοίο που
έφθασε στην Αμερική μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, φέροντας την
ελληνική σημαία. Με έδρα την Ερμούπολη της Σύρου και κύρια δραστηριότητα
την ατμοπλοϊκή σύνδεση των νησιών και των παράλιων πόλεων της Ελλάδας ιδρύθηκε
από το ελληνικό δημόσιο το 1856 η πρώτη εταιρεία τακτικών γραμμών, η «Ελληνική
Ατμοπλοΐα», και το 1861 η πρώτη μονάδα συντηρήσεως ατμοπλοίων.
Η Σύρος κατέστη η
οικονομική πρωτεύουσα του Αιγαίου αλλά και του νεοπαγούς ελληνικού κράτους τον
19ο αιώνα, την στιγμή που αποτελούσε βασικό κόμβο των θαλάσσιων δρόμων που ένωναν
την Μαύρη Θάλασσα με την δυτική Μεσόγειο διανύοντας το Αιγαίο. Το πλεόνασμα που
συγκεντρώθηκε από την ναυτιλία και το εμπόριο επενδύθηκε στην βιομηχανία. Η
ελληνόκτητη ναυτιλία στο σύνολό της, αντιμετώπισε με αρκετή επιτυχία την
πρόκληση της μεταβάσεως από το ιστίο στον ατμό και παρακολούθησε την
ναυτιλιακή συγκυρία, όπως αυτή διαμορφωνόταν διεθνώς: Νέοι τύποι πλοίων, νέες
μέθοδοι ναυσιπλοΐας αλλά και εγκατάσταση εταιρειών ή πρακτόρευσή τους στα
αναδεικνυόμενα κατά καιρούς μεγάλα ναυτιλιακά κέντρα του κόσμου. Η
παράδοση στήριξε την ναυτιλιακή και εφοπλιστική δράση των
Αιγαιοπελαγιτών, αλλά τα κέντρα λήψεως αποφάσεων βρίσκονταν εδώ και πολλές
δεκαετίες εκτός των νησιών του Αιγαίου.
3 Βαλκανικοί Πόλεμοι
(1912-1913), Σχολή Ικάρων, Διατριβή ΙΚ
ΙΙΙ Δημαράς Αθανάσιος, ΙΚ ΙΙΙ Πούλιος Ευάγγελος, ΙΚ ΙΙΙ Τσίγκας Στέφανος.
4 Τους πρώτους μήνες του Α' Βαλκανικού Πολέμου ο
ελληνικός στόλος κυριαρχούσε στο Αιγαίο, υπό την ηγεσία του Υδραίου υποναυάρχου
Παύλου Κουντουριώτη (1855-1935). Αντίθετα, ο τουρκικός στόλος υπό την
διοίκηση του ναυάρχου Ραμίζ Μπέη παρέμεινε προστατευμένος στα στενά των
Δαρδανελίων, χωρίς να επιχειρήσει έξοδο στο Αιγαίο.
Στα τέλη Νοεμβρίου
υπήρχαν πληροφορίες ότι ο τουρκικός στόλος θα επιχειρούσε έξοδο στο Αιγαίο. Το
απόγευμα της 1ης Δεκεμβρίου ο ελληνικός στόλος υπό
τον υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη απέπλευσε από το ορμητήριό του στον Μούδρο,
όταν πληροφορήθηκε ότι το τουρκικό καταδρομικό «Μετζηδιέ» εθεάθη στην είσοδο
των Δαρδανελλίων. Η περιπολία του ελληνικού στόλου κράτησε μέχρι το πρωΐ της 3ης Δεκεμβρίου 1912, χωρίς να φανεί
κανένα ίχνος του εχθρού.
Στις 8 το πρωΐ της ημέρας αυτής κι ενώ ο
ελληνικός στόλος είχε πορεία από βορρά προς νότο, έγινε αντιληπτή η έξοδος του
τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. Λίγο αργότερα αναγνωρίσθηκαν τα θωρηκτά «Χαϊρεδίν
Βαρβαρόσας», ναυαρχίδα του Ραμίζ Μπέη, «Τουργκούτ Ρέϊς», «Μεσουντιέ», «Ασαρ -ι-
Τεφίκ», το καταδρομικό «Μετζηδιέ» και μερικά αντιτορπιλλικά. Ο ελληνικός
στόλος του Αιγαίου αποτελείτο από την ναυαρχίδα «Αβέρωφ», τα τρία παλιά θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσαι» και
«Ψαρά», τα τέσσερα νεότευκτα ανιχνευτικά τύπου Λέων, τα δύο νεότευκτα
αντιτορπιλλικά «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός» και τα οκτώ παλαιότερα μικρά
αντιτορπιλικά των τύπων Θύελλα και Νίκη.
Αμέσως σήμανε
συναγερμός. Στις 8:55 ο Κουντουριώτης διατάσσει τα ανιχνευτικά να ταχθούν σε
μια στήλη αριστερά και σε απόσταση 1000 μέτρων από τη γραμμή των ελληνικών
θωρηκτών, ενώ τα υπόλοιπα αντιτορπιλικά πήραν θέσεις προς την πρύμνη των
θωρηκτών. Στις 9:00 τα τουρκικά θωρηκτά στράφηκαν προς βορρά, πλέοντας κοντά
στην ακτή, ώστε να εξασφαλίσουν την κάλυψη των πυροβόλων των επακτίων φρουρίων
και να αυξήσουν τη δύναμη πυρός τους. Ακαριαία
ήταν και η αντίδραση του ελληνικού στόλου, που άλλαξε πορεία και τέθηκε σε
καταδίωξη του εχθρικού στόλου. Από τον «Αβέρωφ» εκπέμπεται τότε προς τα
πλοία του ελληνικού στόλου το ιστορικό σήμα του Ελληνόψυχου Αρβανίτη, ναυάρχου
Κουντουριώτη:
«Με την βοήθεια του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του
Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησιν εις την Νίκην κατά του εχθρού του Γένους».
Στις 9:35 η απόσταση μεταξύ των δύο αντιπάλων
είχε κατέλθει στα 9.500 μέτρα. Τότε ο ναύαρχος Κουντουριώτης αποφάσισε να θέσει
σε εφαρμογή ένα σχέδιο, που από καιρό είχε ωριμάσει μέσα του, δηλαδή να εκμεταλλευτεί
την υπεροχή ταχύτητας της ναυαρχίδας του για να υπερφαλαγγίσει από πρώρας την
εχθρική παράταξη, εφαρμόζοντας τον «ελιγμό Ταυ»,
που πρώτος είχε εφαρμόσει ο γιαπωνέζος ναύαρχος Τόγκο κατά του ρωσικού στόλου
στην Ναυμαχία της Τσουσίμα (27-28 Μαΐου 1905). Αποφάσισε να δράσει ανεξάρτητα
από τον λοιπό στόλο, υψώνοντας το σχετικό σήμα Ζ και διέταξε τον κυβερνήτη της
ναυαρχίδας του Σοφοκλή Δούσμανη να
αυξήσει την ταχύτητα μέχρι το μέγιστο και όρμησε ακάθεκτος κατά του εχθρού.
Ο Τούρκος ναύαρχος,
αιφνιδιασμένος από τον ελιγμό του αντιπάλου του, διατάσσει διαδοχική στροφή των
πλοίων κατά 180 μοίρες προς τα δεξιά. Η εξέλιξη αυτή σήμανε την διάσπαση της
γραμμής και την άτακτη υποχώρησή του προς τα Στενά γύρω στις 10:00. Η ευκαιρία ήταν μοναδική για τον «Αβέρωφ» να
καταδιώξει τα υποχωρούντα τουρκικά πλοία και να πετύχει αποφασιστικό πλήγμα
κατά του εχθρικού στόλου. Δυστυχώς, όμως, η ταχύτητα πυρός του είχε μειωθεί
δραστικά, εξαιτίας προβλημάτων στα κλείστρα των πυροβόλων. Την ίδια ώρα, τα
υπόλοιπα λοιπά ελληνικά πλοία έβαλαν κατά των υποχωρούντων τουρκικών από
απόσταση 5.000 μέτρων. Στις 10:25 το πυρ
έπαυσε από τα ελληνικά πλοία, καθώς τα τουρκικά χάθηκαν στα στενά των
Δαρδανελλίων.
Η Ναυμαχία της Έλλης
είχε τελειώσει με μία ακόμη λαμπρή σελίδα να προστίθεται στη ναυτική ιστορία
της Ελλάδας. Ο ελληνικός στόλος παρέμεινε κοντά στα Στενά έως τις 14:30, οπότε
αποχώρησε με πορεία προς τον Μούδρο, όπου κατέπλευσε νωρίς το βράδυ.
Η επικράτηση του
ελληνικού στόλου οφειλόταν κατά ένα μεγάλο μέρος στον τολμηρό ελιγμό του
Κουντουριώτη, αλλά και την υπεροχή του «Αβέρωφ» έναντι των πλοίων του τουρκικού
στόλου. Η ενέργεια αυτή του Έλληνα ναυάρχου είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί ο
«Αβέρωφ» μέσα στο βεληνεκές των επάκτιων πυροβόλων και να υποστεί ορισμένες
επιφανειακές βλάβες στα υπερστεγάσματα. Τα
τουρκικά πλοία είχαν βαρύτερες ζημιές, αλλά και απώλειες στο έμψυχο δυναμικό
τους, με πάνω από 58 νεκρούς και 40 τραυματίες.
Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε ένα νεκρό υπαξιωματικό,
τον σηματωρό Κατζιτζάρη και τον ανθυποπλοίαρχο Μαμούρη, που πέθανε λίγες ημέρες
αργότερα από μόλυνση του τραύματός του. Οι τραυματίες ανήλθαν στους επτά.
5 Επίσημη ιστοσελίδα Πολεμικού Ναυτικού, www.hellenicnavy.gr/el/istoria/istoria-tou-pn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου