Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

ΑΙΓΑΙΟΝ: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ
(AEGEAN:THE HELLENIC ARCHIPELAGO)


                                                 
ΜΕΡΟΣ 7ο

5. ΑΙΓΑΙΟΝ- ΑΙΓΗΪΣ (Προιστορικά-Ιστορικά στοιχεία) [Συνέχεια 6ου μέρους]
κδ. Η κατάλυση του βυζαντινού κράτους από την Δ΄ Σταυροφορία το 1204, επέφερε την πολιτική διάσπαση του Αιγαίου και σήμανε την έναρξη μιας μακράς περιόδου συνεχών αλλαγών και συγκρούσεων. Οι αυτόνομες μικρές νησιωτικές επικράτειες των Λατίνων, οι ενετικές και γενουατικές κτήσεις και τα Βυζαντινά εδάφη βρίσκονταν σε σχεδόν σε αδιάκοπες διαμάχες μεταξύ των Φραγκοπαπικών και Ελλήνων (Βυζαντινών). Παράλληλα, η πειρατεία γνώρισε μεγάλη έξαρση, ενώ από τα μέσα του 14ου αιώνα άρχισαν οι επιδρομές των Οθωμανών, που εντάθηκαν τον επόμενο αιώνα. Επιδρομές Φραγκοπαπικών και πειρατείες, προκάλεσαν ενίοτε την ερήμωση ολόκληρων νησιών, με την αιχμαλωσία και την πώληση των κατοίκων στα σκλαβοπάζαρα.

Τους Φράγκους δυνάστες των νήσων του Αιγαίου κατά την Φραγκοπαποκρατία στην Ελλάδα (1204-1261) τους ενδιέφερε η εύνοια του Πάπα και για αυτό καταπίεζαν αφάνταστα τους Ορθοδόξους κατοίκους.

κε.  Το 1207 ιδρύθηκε το Δουκάτο της Νάξου ή Δουκάτο του Αιγαίου ή του Αρχι-πελάγους, για λογαριασμό της λεγομένης «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας», επί Δόγη του κρυπτο-ιουδαίου Ερρίκου Δάνδολου, από τον Eνετό στρατιωτικό, ανεψιό του προηγουμένου, Μάρκο Σανούδο. Το Δουκάτο της Νάξου περιελάμβανε με έδρα την νήσο Νάξο και τα νησιά Θήρα (Σαντορίνη), Πάρο, Αντίπαρο, Μήλο, Ίο, Κύθνο, Αμοργό, Κίμωλο, Σίφνο, Σίκινο, Σύρο και Φολέγανδρο.


Το Δουκάτο της Νάξου κατά το 1450

Η δυναστεία που ίδρυσε ο Μάρκο Σανούδο διήρκεσε ως το 1383, οπότε την διοίκηση του δουκάτου ανέλαβε η οικογένεια των Κρίσπο [Cri(e)spo] μέχρι το 1566, έτος καταλύσεως του δουκάτου από τους Οθωμανούς.
κστ. Η έξαρση των οθωμανικών επιδρομών και της πειρατείας υποχρέωσε τους Φραγκοπαπικούς/Λατίνους, να αναλάβουν πιο συστηματικά μέτρα, καθώς τα νησιά ερήμωναν το ένα μετά το άλλο από τον παραγωγικό πληθυσμό τους. Ξεχωριστή είναι η περίπτωση της Αντιπάρου, όπου το 1440 οικοδομήθηκε ένα νέο κάστρο και εγκαταστάθηκαν εκεί κάτοικοι για να καλλιεργήσουν στο νησί. Το κάστρο χτίστηκε με βάση σχέδιο που συνδύαζε την ασφάλεια και την εξοικονόμηση χώρου1.
κζ. Τα πλέον εκτεταμένα και συστηματικά οχυρωματικά έργα πραγματο-ποιήθηκαν στα μεγάλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων. Οι Γατελούζοι, γενουάτικη οικογένεια που είχαν την κυριαρχία της Λέσβου από το 1355 μέχρι το 1462, επέκτειναν και αναμόρφωσαν το κάστρο της πόλεως της Χίου και το μεγάλο κάστρο της Μυτιλήνης. Οι εντυπωσιακώτερες οχυρώσεις βρίσκονται στην Ρόδο και οφείλονται στους Ιωαννίτες ιππότες, που επέδειξαν διαρκή και μεθοδική μέριμνα για την άμυνα της επικράτειάς τους. Το συγκρότημα των τειχών της πόλεως της Ρόδου αποτελεί ένα από τα σημαντικώτερα μνημεία του είδους στην Μεσόγειο. Έργο των Ιωαννιτών είναι επίσης τα κάστρα της Νερατζιάς και της Αντιμάχειας στην Κω και πολλά ακόμη φρούρια των Δωδεκανήσων.
κη. Οι νέες εξελίξεις στην στρατιωτική τεχνολογία από το 15ο αιώνα, με την εισαγωγή της πυρίτιδας και την ανάπτυξη των πυροβόλων όπλων, είχαν σημαντική επίδραση στην οχυρωματική αρχιτεκτονική. Τα ήδη υφιστάμενα κάστρα που βρίσκονταν σε θέσεις οι οποίες μπορούσαν να προσβληθούν με κανόνια, κατέστησαν ευάλωτα και χρειάστηκε να ενισχυθούν με σκάρπες –συμπαγή επικλινή αντερείσματα– και νέους προμαχώνες, όπου μπορούσαν να τοποθετηθούν κανόνια.
Όταν το 17ο αιώνα κορυφώθηκαν οι ενετοτουρκικοί πόλεμοι, στην περιφέρεια του Αιγαίου ανεγέρθησαν δείγματα των πιο εξελιγμένων για την εποχή οχυρώσεων. Αλλά το Αρχιπέλαγος είχε ήδη τότε υποκύψει σχεδόν ολοκληρωτικά στους Οθωμανούς2.
κθ. Στον Αιγαιακό χώρο οι εκάστοτε κυρίαρχοι επιχείρησαν να συγκροτήσουν δίκτυα οχυρώσεων για την καλύτερη άμυνα και προστασία των θαλάσσιων οδών που ήλεγχαν. Ιδιαίτερα αποτελεσματικοί υπήρξαν οι Βενετοί που δραστηριοποιήθηκαν στο κεντρικό και το νότιο Αιγαίο. Συνήθως χρησιμοποίησαν παλαιές θέσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις οχύρωσαν θέσεις-κλειδιά στις θαλάσσιες επικοινωνίες. Αξιόλογες ήταν οι προσπάθειες των Γενουατών στο βόρειο και το ανατολικό Αιγαίο που κατήρτισαν δίκτυο ισχυρών κάστρων και πύργων. Ξεχωριστή δραστηριότητα ανέπτυξαν οι Ιωαννίτες Ιππότες στα Δωδεκάνησα.
Στο σχετικά μικρό χώρο που κυριαρχούσαν, οργάνωσαν ένα πολύ καλό αμυντικό σύστημα για την προστασία του πληθυσμού και τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων. Στα δέκα(10) ιπποτοκρατούμενα νησιά (ΣΣ: Αποκρυφιστές παπικοί ιππότες, συνεχιστές των εωσφοριστών Ναϊτών ιπποτών)  είναι γνωστά 56 κάστρα, συμπεριλαμβανομένων και των οχυρωμένων μονών. Ξεχωρίζουν οι οχυρώσεις στην Ρόδο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Καστελόρριζο κ.ά. Οι Οθωμανοί, κατά την κατακτητική θαλασσοπορεία τους στο Αιγαίο, περιορίστηκαν στην επιδιόρθωση και την ενίσχυση των φρουρίων που κατακτούσαν.3
λ. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας που επακολούθησε την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους, οι Βενετοί και Γενουάτες σταθεροποιούν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο και την προωθούν μέχρι την Προποντίδα και τον Βόσπορο.
Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της ζωής της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως) το Αιγαίο αποτελεί πεδίο σκληρών αγώνων επικρατήσεως μεταξύ των Ναυτικών Δυνάμεων Γένουας και Βενετίας αλλά και των Οσμανλήδων Τούρκων που έκαναν τότε την εμφανισή τους.
λα. Μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως (1453) εξαπλώνεται η Τουρκική κυριαρχία στο Αιγαίο, η οποία διατηρείται μέχρι του 17ου αιώνος, οπότε αρχίζει να αναγεννάται η Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία. Εν τω μεταξύ η λεγομένη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Ενετίας, μετά από σκληρή μακροχρόνια πάλη με τους Οθωμανούς, θα χάσει οριστικά την Κρήτη και την Κύπρο ενώ σ' αυτούς, θα υποταχθεί στα 1718, επί σουλτάνου Αχμέτ του Γ', και η Πελοπόννησος κέντρα παραγωγικά, των οποίων η εμπορική και οικονομική δραστηριότητα κλονίζονται σημαντικά.
λβ. Τα Ελληνικά πλοία μικρά, κατ’ αρχάς, αρχίζουν να διασχίζουν το Αιγαίον, για να φθάσουμε στα γνωστά γεγονότα πριν και μετά την Εθνική Επανάσταση του 1821 (Δράση των στόλων των ναυτικών νησιών Ύδρας, Σπετσών, Ψαρών και Κάσου).
Ο συνδυασμός του εμπορικού δαιμονίου των Ελλήνων, η συσσώρευση κεφαλαίων από την πειρατεία και τα εμπορικά κεφάλαια που προέρχονταν από τις ποικίλες εμπορικές δραστηριότητες των Ελλήνων, καθώς και άλλων παραγόντων, ήταν οι βασικοί συντελεστές στο θαύμα της ακμάζουσας ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Έτσι ακριβώς συνέβη και με την περίπτωση της κατ’ εξοχήν ναυτικής Ύδρας, των γειτονικών Σπετσών και των ακριτικών Ψαρών τα λιμάνια των οποίων, και ιδιαίτερα της Ύδρας, αποτέλεσαν, μέχρι το τέλος σχεδόν του 18ου αιώνα, σημαντικούς διαμετακομιστικούς σταθμούς, κυρίως για το λαθρεμπόριο σιτηρών.
λγ. Τα τρία κατ’ εξοχήν ναυτικά νησιά του Αιγαίου κατά γενική, ιστορική ομολογία, αποτελούν το "δείγμα, το "μέτρο" της ελληνικής ναυτοσύνης κατά την συγκεκριμένη περίοδο, αφού και τα τρία πρωταγωνίστησαν σε κάθε επίπεδο έχοντας την μεγαλύτερη συμμετοχή στον θαλάσσιο επαναστατικό αγώνα.
Το ανήσυχο πνεύμα των πρώτων εποίκων της άγονης Ύδρας, των Σπετσών, των Ψαρών, της Μυκόνου, της Κάσου και των άλλων ονομαστών ναυτότοπων του Αιγαίου,  γεωργών, αλιέων και ποιμένων στην πλειονότητά τους, οι ανάγκες της καθημερινότητας, οι σκληρές συνθήκες διαβιώσεως στα άγονα και άνυδρα αυτά νησιά, μετέθεσαν αναγκαστικά εκτός του τόπου τους τα ενδιαφέροντά τους και δημιούργησαν χρόνο με το χρόνο, τις προϋποθέσεις μιας ουσιαστικής και έντονης παρουσίας των νησιών αυτών στις γύρω ηπειρωτικές περιοχές. Οι βιοπαλαιστές κάτοικοί τους ενώθηκαν σε έναν δύσκολο αγώνα κοινών στόχων. Το τέρμα και η ολοκλήρωση του αγώνα αυτού, τους έβγαλε στον πλέον φυσικό όσο και μοναδικό τρόπο διεξόδου: Το μονοπάτι της θάλασσας και των πλοίων.
λδ. Οι καραβοκύρηδες των νησιών αυτών, στην πορεία των χρόνων του 18ου και ιδιαίτερα του 19ου αιώνα, είχαν πράγματι την δυνατότητα να επενδύσουν κατά τον καλύτερο τρόπο τα αποθησαυρισμένα κεφάλαιά τους στην αρτιότερη και αποδοτικότερη ελλαδική βιομηχανική παραγωγή της εποχής: Τις ναυπηγήσεις, την κατασκευή πλοίων.
Η συστηματική επικοινωνία των νησιωτών του Αιγαίου με γειτονικά πλούσια παραγωγικά και εμπορικά κέντρα, άρχισε δειλά, περί τα μέσα του 17ου αιώνα, με τα πρώτα υποτυπώδη ιστιοφόρα τους σκαριά, τα τρεχαντήρια. Οι Σπέτσες και η Ύδρα επωφελήθηκαν άμεσα από την εμποροπαραγωγική κατάσταση στην γειτονική Πελοπόννησο, τα δε Ψαρά εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες που τους παραχωρούσε η γειτνίαση με δύο μεγάλα και πλούσια παραγωγικά κέντρα, την Χίο και την Σμύρνη.
λε.  Τα πρώτα δειλά βήματα στην ελληνική ναυσιπλοϊα ξεκίνησαν στις αρχές του 18ου αιώνα. Ο πρώτος που δίδαξε, στην Ύδρα τουλάχιστον, εμπειρικά την ναυπηγική τέχνη μεγάλων- για την εποχή εκείνη- πλοίων, ήταν ο Υδραίος Σακελλάριος, ο οποίος κατασκεύασε το πρώτο «πάντη ασύμμετρον και άσχημον πλοίον...» με την βοήθεια τριών μόνον εργαλείων: «του τρυπάνου του πελέκεως και του πρίονα...». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχικοί πλόες των Ελλήνων ναυτικών γίνονταν με μόνο οδηγό τον πολικό αστέρα, χωρίς πυξίδα, χάρτες, δρομόμετρα και άλλα ναυτικά όργανα.
Συνάμα δημιουργείται έντονη η ανάγκη πραγματοποιήσεως συχνότερων και πλέον μεμακρυσμένων πλόων ανά το Αιγαίον. Έτσι, ήδη από το 1716, στα καρνάγια των νησιών σκαρώνονταν νέοι τύποι σκαφών, τα σαχτούρια, μικρά δηλαδή πλοία με σταυρώσεις, χωρητικότητας 15-20 τόνων, για τις ανάγκες του κλειστού, παράκτιου εμπορίου και αργότερα τα ακόμη μεγαλύτερα λατινάδικα, σκάφη 40-50 τόνων, με τα οποία οι νησιώτες φτάνουν μέχρι την Χίο, την Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη4.

Χάρτης του Αιγαίου Αρχιπελάγους, του 18ου αιώνα, σε έγχρωμη χαλκογραφία  Έργο του χαρτογράφου Homman Johann Batist, Norimberge.


Χάρτης του Αιγαίου Αρχιπελάγους (1843) του χαρτογράφου William Smith5.
Aantique Map, Map:Europe:Greece, Greek Archipelago, S. D. U. K., Grecian Archipelago (Ancient) by William Smith L.L.D. - Published under the Superintendence of the Society for the Diffusion of Useful Knowledge., London, Baldwin & Cradock, 1st April, 1843.

Όλοι οι ξένοι χαρτογράφοι του 18ου και 19ου αιώνος αποκαλούσαν το Αιγαίον, Ελληνικό Αρχιπέλεγος!!!
Δεν το γνωρίζουν οι Ευρωπαίοι και υπερατλαντικοί «σύμμαχοί» μας; Δεν έχουν διαβάσει ιστορία οι Τουρκομογγόλοι κατακτητές της Ελληνικής Μικράς Ασίας και επίδοξοι «συγκυρίαρχοι» του Αιγαίου Αρχιπελάγους;
Ασφαλώς ναι!
Τότε γιατί προκαλούν, αμφισβητούν την Ελληνική κυριότητα του Αιγαίου και απειλούν με casus belli τους Έλληνες ιδιοκτήτες του;
Απλούστατα, τα σημερινά «γεράκια» της Άγκυρας πάσχοντα από το διαχρονικό φοβικό «Σύνδρομο του 1821», γνωρίζοντα ότι το θαύμα του 1821 έγινε με την ευλογία του Θεού των Ελλήνων, του τριαδικού Θεού της Ορθοδόξου πίστεως, και φοβούμενοι για τα χειρότερα, ανεζήτησαν με την σειρά τους, την βοήθεια και προστασίαν μιας επίγειας υπερδυνάμεως, για να διατηρήσουν ό,τι απέμεινε από την άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία τους.
Οι Τούρκοι αισθανόμενοι αδύναμοι, ιδίοις όπλοις, μέσοις και τρόποις, κατέληξαν στις αγκάλες των ΗΠΑ, τις απεδέχθησαν ως ΝΟΝΟ και υπερατλαντικό προστάτη τους,  φρονούντες ότι με την πολυποίκιλη βοήθειά τους, θα διατηρούσαν τα «εναπομείναντα» από τα παλαιά αλλά και τα μεταγενεστέρως κλοπιμαία (Ελληνικές ιδιοκτησίες: Αν. Θράκη, Πόντος, Ίμβρος, Τένεδος, Ιωνία, Βόρεια κατεχομένη Κύπρος--- Ιδιοκτησία Κούρδων, το Κουρδιστάν).
Έτσι, με τις ευλογίες των ΗΠΑ που έχουν εκπεφρασμένα συμφέροντα στην μεγίστης στρατηγικής, στρατιωτικής και οικονομικής αξίας περιοχή του Αιγαίου Αρχιπελάγους, οι Τούρκοι κατάντησαν υποτελή γιουσουφάκια των ΗΠΑ, υπηρέτες των Ιουδαιοταλμουδιστών τραπεζιτών και παγκόσμιων οικονομικών κολοσσών και πιστοί ως κύνες, εντολοδόχοι-εκτελεστικά όργανα του Μισελληνικού Συστήματος.
Οι σημερινοί Τούρκοι από μόνοι τους είναι άκακα «αγριοκάτσικα», γυμνά μειράκια που «πετροβολούν» και απειλούν, καλυπτόμενοι όπισθεν του πάνοπλου και φαινομενικώς ακατάβλητου υπερατλαντικού γίγαντος.
λστ. Στο μεταξύ, οι πολεμικές συγκρούσεις ιδιαίτερα του πρώτου και δεύτερου ρωσοτουρκικού πολέμου με την συμμετοχή των ελληνικών πληρωμάτων στα περίφημα Ορλωφικά στα 1770,- εξαιρέσει μόνoν των Υδραίων που για λόγους πολιτικούς, εν πολλοίς απαραδέκτους και για τον φόβο των αντιποίνων, απέφυγαν την φανερή εμπλοκή στις αιματηρές αυτές συγκρούσεις - έδωσαν, τρόπον τινά στους υπόδουλους, το έναυσμα μιας πολεμικής, "επαγγελματικής" πλέον ενασχολήσεως με την θάλασσα.
Η θαυμαστή εξάλλου δράση του θαλασσινού κουρσάρου Λάμπρου Κατσώνη στα 1787, στου οποίου τα πλοία υπηρέτησαν κατά καιρούς οι καλύτεροι Έλληνες ναυτικοί της εποχής, συνέχισαν ανοδικά την ελληνική πολεμική ναυτική πορεία.
λζ.   Με την είσοδο στον 19ο αιώνα, γύρω στα 1800, οι Έλληνες θαλασσοπόροι θα φθάσουν με τα νεόκτιστα σκαριά τους από το Αιγαίο μέχρι και αυτή την Αμερική, όπου, καθώς μαρτυρείται, έφθασε πρώτος μετά από θαλασσοπορία 40 ημερών ο Υδραίος πλοίαρχος Δημήτριος Χριστοφίλου και μάλιστα χωρίς την βοήθεια πρωρέα (πιλότου,) μεταφέροντας εμπορεύματα από Βαρκελώνη στο Μοντεβίδεο. Τέτοια μάλιστα ήταν η δύναμη και η δράση του ελληνικού και ιδιαίτερα του υδραίϊκου εμπορικού στόλου ώστε να προξενήσει την έντονη ανησυχία των Ευρωπαίων ανταγωνιστών και ιδιαίτερα των Γάλλων6.

 
 


Συνεχίζεται






1 Τα τείχη του κάστρου, σχηματίζονταν από τους πίσω τοίχους συνεχόμενων τριώροφων κατοικιών, σε διάταξη τετραγώνου. Στο εσωτερικό αναπτυσσόταν ο πυκνοδομημένος οικισμός, στο κέντρο του οποίου υπήρχε πύργος που λειτουργούσε ως τελευταίο καταφύγιο σε ώρες ανάγκης. Οι κάτοικοι έβγαιναν από την μοναδική πύλη κάθε πρωί, αφού βεβαιώνονταν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, και επέστρεφαν συγκεκριμένη ώρα, προτού κλείσει για το βράδυ. Το σύστημα αυτό εφαρμόστηκε και πάλι αργότερα, τον 16ο αιώνα, στην Κίμωλο και στα Μαστιχοχώρια της Χίου.
2 Στο Αρχιπέλαγος συναντά κανείς πολυάριθμα οχυρωματικά έργα που παρουσιάζουν διαφορές ως προς την μορφολογία τους: Πύργους, οχυρά, οχυρωμένους οικισμούς και μοναστήρια, φρούρια, κάστρα, καστέλια, φυλάκια, προμαχώνες κ.ά. που εντοπίζονται στην ενδοχώρα των νησιών, σε απόκρημνα μέρη, αλλά και στην παράκτια ζώνη, ακόμα και σε ξερονήσια μέσα στην θάλασσα. Το μεγάλο οχυρωματικό μωσαϊκό αποτυπώνει αφενός την περίπλοκη πολιτική ιστορία του Αιγαίου Πελάγους κατά τους μέσους χρόνους, στο οποίο κυριάρχησαν Βυζαντινοί, Άραβες, Φράγκοι, Βενετοί, Γενουάτες, Ιωαννίτες Ιππότες και Οθωμανοί, αφετέρου αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα διαφόρων πολιτισμικών παραδόσεων και πρωτότυπων οχυρωματικών και αμυντικών λύσεων.
 Κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας μεγάλη σημασία δόθηκε στην οχύρωση των λιμανιών. Κατά κανόνα εκτός από τα τείχη, τα λιμάνια διέθεταν προκυμαίες και βραχίονες που περιόριζαν το άνοιγμα που ελεγχόταν από ένα ή δύο πύργους. Τα λιμάνια που βρίσκονται υπό την κυριαρχία των Βενετών οχυρώθηκαν με μεγάλη φροντίδα και διέθεταν τα πλέον προηγμένα οχυρωματικά συστήματα.
 Οι προμαχώνες εμφανίστηκαν μετά τα μέσα του 15ου αι. Αποτελούν ειδικές οχυρώσεις προσαρμοσμένες στις νέες τεχνικές πολέμου. Αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα από τους Βενετούς, κυρίως στην Κρήτη, τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου, τα Ιόνια νησιά και σε μεμονωμένες περιπτώσεις στο Αιγαίο.
3 Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Αιγαίο, Γεώργιος Πάλλης, Ελένη Πέτρακα - Γκέντσο Μπάνεβ ---- www2.egeonet.gr/aigaio/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=6989
4 Από το 1745 και εξής, χρονιά κατά την οποία ο Λάζαρος Κοκκίνης ναυπήγησε στην Ύδρα το πρώτο μεγάλο λατινάδικο σκαρί, χωρητικότητας 116 τόνων, οι εμπορικοί πλόες επεκτείνονται, με ακόμη μεγαλύτερα ναυπηγήματα, στην άγνωστη μέχρι τότε Αλεξάνδρεια, στην γειτονική Ιταλία αλλά και σε όλα τα παράλια της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Την ίδια περίοδο οι νησιώτες του Αιγαίου, ναυπηγούν νέο τύπο μεγάλου σκαριού, την καραβοσαϊτα ή σαϊτιά. Οι καραβοκύρηδες κάθε φορά που γύριζαν από Τεργέστη και αλλού φορτωμένοι με "όλα τα καλά" και νέες ιδέες και σχέδια, κουβαλούσαν και νέα εργαλεία: Χάρακες, κομπάσα (πυξίδες), σκαρπέλα μεγάλα, λίμες βαριές και τανάλιες γιγάντιες και ξυλοσφύρια και συρματόσχοινα και ό,τι άλλο πιο τέλειο της εποχής. Ειδικώτερα ο Υδραίος Μιχαήλ Κριεζής, ο επονομαζόμενος και Μουρσελάς, που έφτασε με τα ταξίδια του μέχρι την Τεργέστη και την Βενετία, προμηθεύθηκε από εκεί ναυτικούς χάρτες, πυξίδες και άλλα ναυτικά όργανα, έμαθε να τα χρησιμοποιεί και έγινε ο πρώτος "δάσκαλος" της ναυτικής τέχνης στους συμπολίτες του. Η ανοδική ναυτεμπορική πορεία είχε ήδη ξεκινήσει.
5 Ο χάρτης είναι από την ιστοσελίδα του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού http://www.hellenicnavy.gr
6 Πολύ χαρακτηριστικά είναι τα αναφερόμενα από τον Γάλλο πρόξενο της Θεσσαλονίκης Felix de Beaujour στο σχετικό χρονικό του, με τα οποία χαρακτηρίζει τους Υδραίους νέους ανταγωνιστές των Γάλλων στο εμπόριο της Ανατολής και θεωρεί ότι παρόλο που δεν εμπνέουν διόλου εμπιστοσύνη και είναι τυχοδιώκτες στα ταξίδια τους, θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμοι για τον εφοδιασμό των Γάλλων σε περίοδο πολέμου. Στην έσχατη δε περίπτωση που οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι Υδραίοι θα αποδεικνύονταν πολύ ενοχλητικοί, ο Beaujour είχε έτοιμη μια πολύ "αποτελεσματική" λύση : "Μπορούμε να εξαπολύσουμε εναντίον τους, τους Μαλτέζους πειρατές" έγραφε, αποκαλύπτοντας πέρα για πέρα τα δόλια μέσα που μετέρχονταν οι Δυτικοευρωπαίοι ανταγωνιστές, προκειμένου να εξουδετερώσουν τους "επικίνδυνους" Έλληνες ναυτεμπόρους.
Για τις γειτονικές Σπέτσες τα υπερπόντια ταξίδια ξεκίνησαν στα 1792 με το πλοίο του Βασίλη Μαλοκίνη που πρώτος κατέπλευσε στην Λισαβώνα, ενώ η "Πλειάς" το καράβι του Χατζηανάργυρου φτάνει στα 1798 στο Κάδιξ της Ισπανίας. Το παράδειγμά του ακολούθησαν οι Γκίκας Μπότασης, Θεοδωράκης Μέξης και πολλοί άλλοι Σπετσιώτες, ενώ από το 1803 και εξής οι Σπετσιώτες καραβοκύρηδες κατακτούν εμπορικά την Μαύρη Θάλασσα και τα λιμάνια της.
Στα ακριτικά Ψαρά ο Ιωάννης Βαρβάκης, μετέπειτα μέγας εθνικός ευεργέτης, θα είναι από τους πρώτους που θα αποπλεύσει για μακρινά ταξίδια με την Φριγαδέλα του, μπρίκι 400 τόνων, φθάνοντας στα τέλη του 18ου αιώνα στο Λιβόρνο, στην Κωνσταντινούπολη, και κατακτώντας την Μαύρη Θάλασσα. Το παράδειγμά του θα ακολουθήσουν πολλοί συντοπίτες του Ψαριανοί, ο Μαρκής Μηλαϊτης, οι αδελφοί Μαμούνη, οι Γιαννήτσηδες κ.ά. Ψαριανοί που θα μεταβληθούν σύντομα σε διακεκριμένους ναυτεμπόρους.  Πηγή: Πατριωτικός Όμιλος Απογόνων Αγωνιστών του 1821, Μάρτιος 2010, Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου, Ιστορικού, Διευθύντριας Ιστορικού Aρχείου - Mουσείου Ύδρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου