ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ:
ΤΟ ΑΜΑΧΗΤΟΝ ΟΠΛΟΝ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ
ΜΕΡΟΣ 14ο
ΙA. Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ/ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ1
1. Προέλευση των Θρησκειών κατά την
Ορθόδοξη Παράδοση
Στην εποχή μας δυστυχώς, σε πολλούς επικρατεί η
αντίληψις ότι η Ορθοδοξία, είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν
κύρια μέριμνά της την προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας για την ζωή μετά
θάνατον, να εξασφαλίσει δηλαδή μία θέση στον Παράδεισο, για κάθε Ορθόδοξο
Χριστιανό.
Ο
Χριστιανισμός είναι θρησκεία; Είναι ἡ Εκκλησία του Χριστού θρησκεία; Είναι
μια απ' τις γνωστές θρησκείες του κόσμου;
Ποιά είναι ἡ θεολογική ἀπάντηση στό ερώτημα;
Με τον όρον Θρησκεία, εννοούμεν κάθε «ταύτιση»
του Ακτίστου
με το κτιστόν και μάλιστα κάθε «ταύτιση παραστάσεων» του Ακτίστου,
με νοήματα, ιδέες, δοξασίες και ρήματα της ανθρωπίνης σκέψεως και της
ανθρωπίνης φαντασίας, που είναι το θεμέλιον της λατρείας των ειδώλων. Τα
νοήματα και ρήματα αυτά, δύναται να είναι απλώς νοήματα και ρήματα ή και
παραστάσεις και με αγάλματα και εικόνες, εντός και εκτός του νομιζομένου
θεοπνεύστου κειμένου.
Με άλλα λόγια, η ταύτιση των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων
της Αγίας Γραφής με το άκτιστον, ανήκει και αυτή, εις τον κόσμον της
ειδωλολατρείας και είναι το θεμέλιον όλων των μέχρι τούδε χριστιανικών αιρέσεων. 2
Στην
Παλαιά Διαθήκη,
υπάρχει η διήγηση για την δημιουργία και πτώση του ανθρώπου (ΓΕΝ: κεφ.1-3). Ο
Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και τον έβαλε να κατοικήσει στον Παράδεισο, όπου
υπήρχε προσωπική και άμεση κοινωνία με τον Θεό. Αυτή είναι η φυσική κατάσταση
του ανθρώπου: Να
είναι μαζί με τον Θεό, να επικοινωνεί μαζί Του.
Η κοινωνία, όμως, αυτή διεκόπη με την πτώση, όταν
μεταξύ Θεού και ανθρώπου περενεβλήθη το «μεσότοιχον του φραγμού» ή το «κάλυμμα
των παθών», η δε φυσική κατάσταση εξέπεσε σε παρά φύσιν κατάσταση. Αλλά και σ'
αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος, δεν έπαψε να αναζητά τον Θεό, να αισθάνεται
έντονα την απουσία Του.
Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να Τον ανακαλύψει με
τις δικές του δυνάμεις, και επειδή χωρίς Αυτόν δεν μπορούσε να ζήσει,
«ανακάλυψε» άλλους «θεούς» και επινόησε θρησκείες.
Πώς, όμως, ανακάλυψε ο άνθρωπος, «θεούς» και θρησκείες;
Προφανώς με την λογική και την φαντασία του. Δηλαδή
πίστεψε στον Θεό, όπως τον διανοήθηκε και όπως τον φαντάστηκε.
Στην
Καινή Διαθήκη,
ο όρος θρησκεία απαντάται μόνο τέσσερις φορές. Σε καμμία απ' αυτές, δεν
αναφέρεται ευθέως στο περιεχόμενο της πίστεως. Σε μία περίπτωση αναφέρεται στον
Ιουδαϊσμό ή Ιουδαιοταλμουδισμό [θρησκευτική αίρεση (ΠΡΑΞ: 26/5)], σε άλλη
(ΚΟΛΑΣΣ: 2/18) σε λατρεία Αγγέλων (αίρεση) και σε άλλες δύο (ΙΑΚΩΒ: 1/,26 και
27) στην εσωτερική διάθεση του ανθρώπου να γνωρίσει τον Θεό, με πράξεις που
πιστεύει ότι θα τον βοηθήσουν να επικοινωνήσει μαζί Του.
Η Ορθοδοξία όμως, δεν είναι θρησκεία!
Ποιά είναι η μαρτυρία της Ορθόδοξης
Παραδόσεως για την προέλευση των θρησκειών;
Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση, όλες οι θρησκείες είναι προϊόντα της λογικής και της
φαντασίας, δηλ. ΟΛΕΣ είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Όλες έχουν
ανθρώπινη προέλευση και όλες οφείλονται στην φυσική τάση του ανθρώπου να
γνωρίσει τον Θεό. Η ποικιλία τους οφείλεται στις εκάστοτε ειδικές συνθήκες όσων
τις επινοούν (σε πρωτόγονο στάδιο ο άνθρωπος θεοποιεί ό,τι του προξενεί
εντύπωση ή φόβο, π.χ. τα φυσικά φαινόμενα, σε άλλο στάδιο κατασκευάζει αγάλματα
ανύπαρκτων «θεών» και τα προσκυνεί και σε άλλο επινοεί θρησκείες με
επεξεργασμένη διδασκαλία και αυτοπροοριζόμενη ηθική).
Αποσαφηνίζοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης την έννοια του όρου «θρησκεία», σημειώνει
ότι το όνομα της θρησκείας έλαβε την αρχή του από τους Θράκες, οι οποίοι, επειδή είχαν
βαθύτερο σέβας και περισσότερη δεισιδαιμονία στους δαίμονες και τα είδωλά τους,
έδωσαν αφορμή και στους άλλους Έλληνες (τότε ειδωλολάτρες) να ονομάζουν θρησκεία
το σέβας προς τα είδωλα, καθώς μαρτυρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον λόγο του στα Φώτα, λέγοντας˙ «ου Θρακών
όργια ταύτα, παρ’ ών και το θρησκεύειν ως λόγος».3
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ορίζει την θρησκεία ως εξής: «θρησκείαν
οίδα και το
δαιμόνων σέβας, η δ' ευσέβεια προσκύνησις Τριάδος».
Από αυτά τα λόγια, συνεχίζει ο άγιος Νικόδημος,
συμπεραίνουμε ότι δεν κυριολεκτούν όσοι μεταχειρίζονται το όνομα της θρησκείας
για την αγιώτατη ευσέβεια και πίστη μας, επειδή αυτό δόθηκε από τους Έλληνες (τότε
ειδωλολάτρες) κατά κάποιο κυριώτερο τρόπο στους μιαρούς δαίμονες και δεν πρέπει
να εισάγεται στην Εκκλησία του Χριστού.
Συνιστά τέλος ο Όσιος και συμβουλεύει, αντί του ονόματος της θρησκείας, να γίνεται χρήση του ονόματος της Πίστεως ή της ευσεβείας ή της
Ορθοδοξίας ή της θεοσεβείας.
Όλες οι θρησκείες λατρεύουν «είδωλα» (θεοποιούν δημιουργήματα του Θεού), όλες χωρίς
εξαίρεση έχουν ειδωλολατρικό χαρακτήρα (και όχι μόνο οι θρησκείες, αλλά και
πολλές άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η σχέση σε πολλές περιπτώσεις με
μια συγκεκριμένη ιδεολογία, η σχέση του φανατικού οπαδού μιάς σέκτας/αιρέσεως/
αποκρυφιστικής τελετουργίας, η σχέση του φιλάργυρου με το χρήμα, η σχέση του
επιδειξιομανούς με τον εαυτό του κ.α.).
Κατά την Ορθόδοξη παράδοση, οι ρίζες όλων των
θρησκειών βρίσκονται στην Παλαιά Διαθήκη:
«Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα
χειρών ανθρώπων· στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι και ουκ
όψονται· ώτα έχουσι και ουκ ενωτισθήσονται» («οι θεοί των εθνών, οι άλλες
θρησκείες, είναι μόνο χρυσός και ασήμι, είναι απλά κατασκευάσματα των
ανθρώπινων χεριών· έχουν στόμα, αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν· έχουν μάτια, αλλά
δεν βλέπουν· έχουν αυτιά, αλλά δεν ακούνε», (ΨΑΛΜ: 134/15-17). Δηλαδή, όλες οι θρησκείες
είναι νεκρές!
Η ουσιαστική διαφορά της Ορθοδοξίας (του αυθεντικού Χριστιανισμού), από τις
θρησκείες είναι ότι, οι μεν θρησκείες αποτελούν κίνηση του ανθρώπου προς τον
Θεό, ο δε Χριστιανισμός (Ορθοδοξία), θεμελιώνεται στην κίνηση του Θεού προς τον
άνθρωπο.
Ο Χριστιανισμός είναι Αποκάλυψη, είναι φανέρωση του Θεού στον
κόσμο, Τον Οποίο ούτε γνωρίσαμε (Α' Κορ. 1,21), ούτε πρόκειται να γνωρίσουμε
ποτέ με τις δικές μας δυνάμεις, δηλ. έξω από την Αποκάλυψή Του.
Οι θρησκείες, αντιθέτως, δεν είναι Αποκάλυψη, είναι βλάσφημα
ανθρώπινα υποκατάστατα της Αποκαλύψεως.
Η Ορθόδοξη Παράδοση δέχεται την ύπαρξη του
διαβόλου και την συνεχή δράση του, μέσα στον κόσμο. Γνωρίζουμε ότι ο διάβολος
επιχειρεί να διαστρέψει κάθε καλό και να το μεταβάλλει σε κακό. Έτσι, επιχειρεί,
μέσα από τις θρησκείες, να διαστρέψει και την φυσική τάση του ανθρώπου προς τον
Θεό. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι
εισχωρεί στα αντικείμενα λατρείας των θρησκειών (στα «είδωλα των εθνών») για να
δέχεται την προσκύνηση των ανθρώπων.
Υπό το πρίσμα αυτό, όλες οι θρησκείες είναι
δαιμονικές καταστάσεις. Γι' αυτό, κατά την Αγία Γραφή (ΨΑΛΜ: 95/5), «πάντες οι θεοί των
εθνών δαιμόνια» (επισημαίνουμε το
«πάντες») και όποιος θυσιάζει σ' αυτούς «θύει τοις δαιμονίοις» (ΨΑΛΜ: 105/37).
Με βάση τα παραπάνω, κατανοούμε γιατί στην Ορθόδοξη
Παράδοση το να εγκαταλείψει κάποιος την Εκκλησία του Χριστού (Ορθοδοξία) και να
προσχωρήσει σε «άλλη θρησκεία» (όπως στην περίπτωση των εξισλαμισμών επί Τουρκοκρατίας,
του εκφραγκευμένου Παπισμού, κλπ), ισοδυναμεί με τον πνευματικό θάνατο, με τον
αποκλεισμό από την σωτηρία. Κατανοούμε λοιπόν, γιατί οι «πεπτωκότες» της εποχής
των διωγμών (όσοι είχαν θυσιάσει στα είδωλα για να αποφύγουν τα βασανιστήρια
και τον θάνατο) αντιμετωπίζονταν ως βαρύτατα αμαρτήσαντες και γίνονταν πολύ
δύσκολα αποδεκτοί στην Εκκλησία, όταν επέστρεφαν.
Κατανοούμε γιατί οι άγιοι Μάρτυρες αρνούντο πεισματικώς να
θυσιάσουν στα είδωλα. Η θυσία τους δεν θα ήταν απλώς απόδοση θεϊκών ιδιοτήτων
σ' ένα νεκρό και άψυχο είδωλο, αλλά και σαφής λατρεία του διαβόλου. Άλλωστε, διάχυτη ήταν
η αντίληψη μεταξύ των Χριστιανών, ότι μέσα στα είδωλα κατοικούσαν δαίμονες για
να δέχονται την προσκύνηση των ανθρώπων, όπως μαρτυρείται σαφώς στα
Μαρτυρολόγια της Εκκλησίας.
Χαρακτηριστική απόδειξη ότι η ειδωλολατρεία
συνιστά Σατανολατρεία, είναι η «στιχομυθία»
μεταξύ του Αγίου Γεωργίου και του ειδώλου του ψευδοθεού Απόλλωνος, στο οποίον
διετάχθη ο Άγιος, από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, να θυσιάσει. Ο Άγιος
απευθυνθείς προς το είδωλον αφού έκανε τον σταυρόν του, είπε:
"Θέλεις συ, είδωλον άψυχον, να λάβης, ως θεός, από εμέ
θυσίαν"; Ομού δε με τον λόγον έκαμε και τον σταυρόν του· το δε δαιμόνιον,
το οποίον κατώκει εις το είδωλον, διά φωνής μεγάλης εβόησε· "Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε άλλος τις
από ημάς· μόνον αυτός τον οποίον συ κηρύττεις είναι Θεός αληθινός.4
Όταν λοιπόν, μιλάμε για την Ορθόδοξη Εκκλησία
δεν εννοούμε ούτε κάποια θρησκεία (διότι η Εκκλησία βασίζεται στην ιστορία και
όχι στην φαντασία), ούτε κάποια ιδεολογία (διότι η αλήθεια του Θεού δεν
συλλαμβάνεται διανοητικώς, αλλά αποκαλύπτεται εσωτερικώς, λειτουργικώς και
Χριστοκεντρικώς), ούτε μια αφηρημένη και συγκεχυμένη διδασκαλία, αλλά: Την ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΕΙΣΑ
ΑΛΗΘΕΙΑ του Τριαδικού Θεού, ένα
καινούργιο τρόπο ζωής, την ορθή δοξολογία, λατρεία και εκκλησιαστική εμπειρία
του Θεού, όπως παραδόθηκε στους αποστόλους, και συνεχίστηκε στους αγίους, από
τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Η ορθή αυτή χριστιανική πίστη «μια για πάντα παραδόθηκε στους αγίους»
(ΙΟΥΔΑ, 3) και δεν επιδέχεται μετατροπές, βελτιώσεις ή προσθαφαιρέσεις.
Πολλοί θεωρούν, δυστυχώς μεταξύ αυτών και
αρκετοί αυτοαποκαλούμενοι «ορθόδοξοι», ότι η Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές
χριστιανικές «εκκλησίες»-ομολογίες (Ορθοδοξία, Παπισμός, προτεσταντισμός, κλπ).
Μία «άποψη», δηλαδή, του χριστιανισμού. Άλλοι θεωρούν την Ορθοδοξία ως μία από
τις πολλές θρησκείες (χριστιανικές και μη).
Και οι δύο απόψεις είναι παντελώς λανθασμένες, αντιχριστιανικές,
αιρετικές, βλάσφημες!.
Η Ορθοδοξία δεν είναι μία εκ των «εκκλησιών»,
διότι είναι η ΜΟΝΗ αληθινή Εκκλησία του Χριστού, η ορθή δόξα, η Ορθή Πίστη.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, που είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, είναι
η μοναδική, ανεπανάληπτη και ιστορική Εκκλησία, είναι καθαρή, αγνή και άμωμος,
και προσεύχεται για την ενότητα του σύμπαντος κόσμου, θέλοντας να καταλήξει η
σύμπασα κτίση και δημιουργία, μέσα στην Αγία Τριάδα.
Η Ορθόδοξη Πίστη, η Ορθοδοξία, βεβαίως περιέχει
και το θρησκευτικό/λατρευτικό μέρος. Δεν είναι όμως θρησκεία. Δεν είναι μία
από τις πολλές θρησκείες, αλλά είναι η Αλήθεια, η μόνη Αλήθεια!
Αφού ο Κύριος ίδρυσε μόνον μία Εκκλησία
πώς τολμούμε να μιλούμε για πολλές Εκκλησίες;
2. Διατί η Ορθοδοξία ΔΕΝ είναι
Θρησκεία;
Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να ονομαστεί θρησκεία
διότι:
.Κατά τον θείον Λόγον, θρησκεία5 είναι σύνολον κοινωνικών-λατρευτικών (θρησκευτικών) δοξασιών και
διατάξεων που αφορούν στις
προκαθορισθείσες από τους ανθρώπους σχέσεις, και συμπεριφορά τόσον μεταξύ τους, όσον και κατά την
διαδικασίαν επικοινωνίας τους με το θείον, ώστε να τηρούν τον εαυτόν τους
ελεύθερον από κάθε μολυσμόν εκ του πλήθους των υπολοίπων ανθρώπων, που κατ’
αυτούς, ζουν μακράν του θεού. Μία από τις διατάξεις που πρέπει να τηρούνται για
να χαρακτηρίζεται κάποιος ως θρήσκος,
είναι η επίσκεψη χηρών και ορφανών, με σκοπόν να παρηγορήσουν από τις
θλίψεις τους και να τους προστατεύσουν.
«…θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί
αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν
τηρείν από του κόσμου». ( IΑΚΩΒΟΥ Α΄: 26,27).
.Η θρησκεία είναι δεισιδαιμονία. Προσπαθεί να καλύψει
(η κάθε θρησκεία), τις ψυχολογικές ανάγκες του ανθρώπου. Αντίθετα η Ορθοδοξία
θεραπεύει τον πάσχοντα ψυχικώς άνθρωπο (εννοείται κάθε άνθρωπο) και τον καθιστά
άγιο.
.Η θρησκεία μπορεί να είναι και μια ιδεολογία, μια
ομάδα, ένα πολιτικό κόμμα, μία σέκτα... Η Ορθοδοξία μας όμως, είναι η Αλήθεια.
Είναι η μία και μοναδική Εκκλησία του Χριστού μας. Είναι η Βασιλεία των
ουρανών.
.Ο
Χριστιανισμός, ως Ορθοδοξία, είναι υπέρβαση της θρησκείας.
«...Με
την έλευση («επίσκεψιν») του Αγίου Πνεύματος, που ακολουθεί την θεραπεία, ο
νους γίνεται «ναός» Του (Α' ΚΟΡ: 6/ 19) και ο άνθρωπος μέλος του σώματος του
Χριστού (Α' ΚΟΡ:12/ 27 και ΡΩΜ: 8/ 9). Το πνευματικό αυτό στάδιο ονομάζεται στην
φιλοκαλική γλώσσα «φωτισμός» και είναι η προϋπόθεση της θεώσεως, του δοξασμού
μέσα στην άκτιστη φυσική Χάρη (ενέργεια) της Αγίας Τριάδος».
Η θρησκειοποίηση
του Χριστιανισμού είναι η ριζική αλλοτρίωσή του...
.Θρησκεία είναι μία ανθρωποκεντρική προσπάθεια
εξευμενίσεως του Θεού ή των οποιωνδήποτε θεών, για να νοιώθει ο εκάστοτε
άνθρωπος ασφάλεια και ψυχολογική ειρήνη και για να ερμηνεύσει τελικά τον
θάνατο.
.Θρησκεία είναι κάθε «ταύτιση» Ακτίστου6 και κτιστού,
όπως συμβαίνει στην ειδωλολατρεία. Ο «θρησκευτικός» άνθρωπος προβάλει τις
«προλήψεις» του (σκέψεις-νοήματα) στον
χώρο του θείου, «κατασκευάζοντας» αυτός τον Θεό του (Αυτό μπορεί να συμβεί και
στη μη Πατερική Ορθοδοξία). Σκοπός του είναι η «εξιλέωση», ο «εξευμενισμός» του «θείου» και, τελικά, η «χρήση» του θεού προς
ίδιον όφελος (μαγική σχέση: do, ut des ).
Στην Ορθόδοξη παράδοση, όμως, ο Θεός μας, δεν
έχει ανάγκη «εξευμενισμού» διότι «Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α΄ ΙΩΑΝΝ: 4/19). Ο Θεός μας ενεργεί ως «Αγάπη» (Α΄ΙΩΑΝΝ: 4/16)
και μάλιστα ανιδιοτελής. Δίδει τα πάντα και δεν ζητεί τίποτε από τα πλάσματά
Του. Γι’ αυτό και η ανιδιοτέλεια είναι η ουσία της χριστιανικής αγάπης που
υπερβαίνει την πρακτική μιας δοσοληψίας.
.Θρησκεία, είναι το παγκόσμιο και καθολικόν
γεγονός, το οποίον εκφράζει την σχέση του ανθρώπου μετά του θείου, ασχέτως του
τύπου ή του τρόπου καθ’ όν τούτο νοείται. Δηλαδή το φαινόμενο της κινήσεως του
ανθρώπου προς το Θείο.
Η πορεία προς τον θεόν, υπό την προσωπικήν ενός
εκάστου εκλογήν και ευθύνη. Ο άνθρωπος
αναζητά τον Θεό.
Η Εκκλησία, όμως, δεν προτάσσει την κίνηση του
ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά την κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Δεν
οικοδομείται με την θρησκευτική αναζήτηση του ανθρώπου, αλλά με την αποκάλυψη
του Θεού, που προσκαλεί τον άνθρωπο σε ανάλογη τοποθέτηση απέναντί Του. Από την
άποψη αυτή ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη και όχι θρησκεία.
.Η Θρησκεία είναι Χριστιανική αίρεση, είναι η μερική
ή και η ολοσχερής αναίρεση και καθαίρεση της αληθείας και της αγάπης του
αληθινού Τριαδικού Θεού. Η Ορθοδοξία όμως, δεν είναι οργάνωση, ούτε σωματείο,
ούτε πολιτικό κόμμα, ούτε φιλοσοφία, αλλά είναι το Σώμα του ζώντος Χριστού,
θεανθρώπινος οργανισμός.
.Η θρησκεία είναι ΝΕΥΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ.
Οι πατριάρχες και οι προφήτες της Παλαιάς
Διαθήκης, οι απόστολοι και οι προφήτες της Καινής Διαθήκης και οι διάδοχοί τους,
γνωρίζουν καλώς την νόσον της θρησκείας και τον Ιατρόν που την θεραπεύει,
δηλαδή τον
Κύριον (Ιαχβέ) της Δόξης. Αυτός είναι ο Ιατρός των ψυχών και των
σωμάτων ημών.
Ο Ιησούς/Ιαχβέ, εθεράπευε την νόσον αυτήν στους φίλους και
πιστούς, Του πρό της ενσαρκώσεώς Του και συνεχίζει και ως Θεάνθρωπος να την
θεραπεύει.
Με βάση, λοιπόν, τα ανωτέρω δεν θα πρέπει να
υποβιβάζεται η Ορθοδοξία στο επίπεδο της θρησκείας, διότι τότε σύρεται ακουσίως
και ως μη ώφειλε, στον ατελείωτο κυκεώνα των διαθρησκειακών συναντήσεων και
διασκέψεων.
Εφόσον, η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, δεν θα πρέπει να έχει καμμία
θέση ανάμεσα στο παναιρετικό συνονθύλευμα του διαθρησκειακού συμφυρμού.
Προειδοποιεί ο απόστολος Παύλος τους Γαλάτες ότι:
«υπάρχουν μερικοί που σας ταράζουν και θέλουν να διαστρέψουν το ευαγγέλιο του
Χριστού» (αυτό άλλωστε σημαίνει αίρεση). Αλλά, «και αν εμείς οι
ίδιοι, ή (ακόμη και) κάποιος άγγελος από τον ουρανό, σας κηρύξει διαφορετικό
ευαγγέλιο από εκείνο που εμείς σας κηρύξαμε, αυτός ας είναι ανάθεμα» (ΓΑΛ: 1/ 7-8).
3. Ποια είναι η ασθένεια του ανθρώπου,
πως και που την θεραπεύει η Ορθοδοξία;7
Η αρρώστια της ανθρώπινης φύσεως, είναι η
πτωτική κατάσταση του ανθρώπου και συνάμα και όλης της κτίσεως, που συμπάσχει
(«συστενάζει και συνωδίνει» μαζί του (ΡΩΜ: 8/22). Η διάγνωση αυτή αφορά σε κάθε
άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι χριστιανός ή όχι, αν πιστεύει ή όχι, λόγω
της φυσικής ενότητας σύννομη της ανθρωπότητας. (ΠΡΑΞ: 17/26). Η Χριστιανική
Ορθοδοξία δεν κλείνεται στα στενά όρια ενός θρησκεύματος, που ενδιαφέρεται μόνο
για τους οπαδούς του, αλλά, όπως ο Θεός, «πάντας
ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωση αληθείας ελθείν» (Α΄ ΤΙΜ: 2/4),
αφού ο Θεός είναι «σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α΄ ΤΙΜ: 4/10).
Η ασθένεια λοιπόν,
για την οποία μιλάει ο Χριστιανισμός είναι πανανθρώπινη:
«...εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’
ω (= λόγω του οποίου θανάτου) πάντες ήμαρτον» (=αστόχησαν/ανόμησα στην πορεία
τους προς την θέωση) (ΡΩΜ: 5/12). Όπως δε η πτώση (δηλαδή η ασθένεια) είναι
πανανθρώπινη, έτσι και η σωτηρία – θεραπεία, εξαρτάται άμεσα από την λειτουργία
του εσωτερικού του κάθε ανθρώπου.8
Η φυσική (αυθεντική) κατάσταση του ανθρώπου
προσδιορίζεται, αγιοπατερικά, από την λειτουργία μέσα του, τριών μνημονικών συστημάτων, δύο από τα οποία γνωρίζει και ελέγχει η επιστήμη της
ιατρικής, ενώ το τρίτο είναι υπόθεση της ποιμαντικής θεραπευτικής. Το πρώτο είναι η κυτταρική μνήμη (DNA), που καθορίζει τα πάντα
στον ανθρώπινο οργανισμό. Το δεύτερο είναι η
εγκεφαλική κυτταρική μνήμη, η λειτουργία του εγκεφάλου, που ρυθμίζει την σχέση
μας με τον εαυτό μας και το περιβάλλον. Τα δύο αυτά συστήματα γνωρίζει η
επιστήμη της ιατρικής και μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία τους.
Η εμπειρία των Αγίων, γνωρίζει ένα ακόμη
μνημονικό σύστημα, το τρίτον, την
καρδιακή ή νοερά μνήμη, που λειτουργεί μέσα στην καρδιά. Η καρδιά, στην
Ορθόδοξη παράδοση, δεν λειτουργεί μόνο φυσικά, ως αντλία διακινήσεως του
αίματος. Ακόμη κατά την πατερική διδασκαλία, δεν είναι ο εγκέφαλος και το
νευρικό σύστημα το κέντρο της αυτοσυνειδησίας μας, αλλά η καρδιά. Διότι πέρα
από την φυσική έχει και μια υπερφυσική λειτουργία. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις,
γίνεται χώρος κοινωνίας με τον Θεό, με την άκτιστη δηλαδή ενέργειά Του.9 Βέβαια
αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα από την εμπειρία των Αγίων και όχι με την λογική
λειτουργία και την διανοητική θεολόγηση.
Στην υπερφυσική της λειτουργία, η καρδιά
γίνεται χώρος ενεργοποιήσεως του νου. Στον γλωσσικό κώδικα της Ορθοδοξίας ο νους
(στην Κ.Δ. ονομάζεται «πνεύμα» του ανθρώπου και «οφθαλμός της ψυχής») είναι ενέργεια
της ψυχής, με την οποία ο
άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, φθάνοντας στην θέα του Θεού ή θεοπτία.
Διευκρινίζεται ότι η γνώση του Θεού δεν σημαίνει γνώση της αμέθεκτης και
απρόσιτης θείας ουσίας, αλλά της θείας ενέργειας. Η διάκριση ουσίας και
ενέργειας στον Θεό, είναι η ουσιαστική διαφορά της Ορθοδοξίας από κάθε άλλη
εκδοχή του Χριστιανισμού. Η ενέργεια του νου μέσα στην καρδιά ονομάζεται «νοερά
λειτουργία» (noetic faculty) της καρδιάς.
Διευκρινίζουμε, και πάλι, ότι Νους και Λόγος (Λογική) ορθόδοξα δεν
ταυτίζονται, διότι η λογική ενεργείται στον εγκέφαλο, ενώ ο νους στην
καρδιά.
Η νοερά λειτουργία πραγματώνεται ως αδιάλειπτη
προσευχή (Α΄ΘΕΣΣ: 5,17) του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά (ΓΑΛ: 4,6—ΡΩΜ: 8,26---
Α΄ΘΕΣΣ: 5,19), και ονομάζεται από τους αγίους πατέρες μας «μνήμη Θεού». Έχοντας ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του την
«μνήμη του Θεού», ακούοντας δηλαδή στην καρδιά του την «φωνή» (Α΄ ΚΟΡ:14,11---ΓΑΛ:4,6.κ.α.)
έχει αίσθηση της «ενοικήσεως» του Θεού μέσα του (ΡΩΜ: 8,11).
Ο Μέγας Βασίλειος στην Β΄ επιστολή του λέγει,
ότι η μνήμη του Θεού μένει αδιάλειπτη, όταν δεν διακόπτεται από τις γήϊνες
φροντίδες, αλλά ο νους «αναχωρεί» προς τον Θεό. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι ο
ενεργούμενος από την θεία ενέργεια πιστός αποφεύγει τις αναγκαίες φροντίδες της
ζωής, μένοντας στην απραξία ή σε κάποια έκσταση, όπως συμβαίνει στις
αποκρυφιστικές τελετουργίες, αλλά την απελευθέρωση του νου από τις φροντίδες αυτές, με
τις οποίες ασχολείται η λογική.
Έτσι, τα νοήματα του εγκεφάλου, που εισέρχονται
ΟΛΑ από το περιβάλλον, όταν οι πυλωροί της συνειδήσεως υπνώττουν ή έχουν
επενεργοποιηθεί, γίνονται νοήματα της νοεράς ενεργείας και ο παθών γίνεται
δούλος του περιβάλλοντός του. Ως εκ τούτου, συγχέει ορισμένα προερχόμενα εκ του
περιβάλλοντός του νοήματα με τον θεόν ή τους θεούς του.
Εις την φυσικήν κατάστασίν της, η νοερά
ενέργεια ρυθμίζει τα πάθη, δηλαδή της πείνας, της δίψας, του ύπνου, του
ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως (δηλαδή του φόβου θανάτου) ώστε να είναι
αδιάβλητα.
Εις νοσούσαν κατάστασιν τα πάθη γίνονται διαβλητά. Αυτά, εν συνδυασμώ με
την αδέσποτον πλέον φαντασίαν, δημιουργούν μαγικάς θρησκείας, δια την χαλιναγώγιση
των στοιχείων της φύσεως ή και της επιπλέον σωτηρίας της ψυχής εκ της ύλης εις
κατάστασιν ευδαιμονίας ή και της ευδαιμονίας με σώμα και ψυχή.
Η μη
λειτουργία ή υπολειτουργία της νοεράς ενέργειας του ανθρώπου είναι η ουσία της
πτώσεως.
Το περιβόητο «προπατορικό αμάρτημα» είναι ακριβώς η αστοχία του ανθρώπου, στην
αρχή ακόμα της ιστορικής του παρουσίας, να διασώσει την μνήμη του Θεού, την
κοινωνία δηλαδή με τον Θεό, στην καρδιά του. Σ’ αυτή την νοσηρά κατάσταση μετέχουν όλοι οι απόγονοι των πρωτοπλάστων,
διότι δεν είναι κάποιο ηθικό, προσωπικό δηλαδή, αμάρτημα, αλλά νόσος της φύσεως
του ανθρώπου («Νενόσηκεν ημών η φύσις την αμαρτίαν», παρατηρεί ο άγιος
Κύριλλος Αλεξανδρείας, †444 ), και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο όπως η
αρρώστια κάποιου δέντρου μεταδίδεται σε όσα άλλα προέρχονται από αυτό.
Η αδρανοποίηση της νοεράς λειτουργίας ή της
μνήμης του Θεού και η σύγχυσή της με την λειτουργία του εγκεφάλου, όπως
συμβαίνει με όλους μας, υποδουλώνει τον άνθρωπο στο άγχος και στο περιβάλλον
και στην εκζήτηση της ευδαιμονίας μέσα από τον ατομικισμό και την
αντικοινωνικότητα. Στην κατάσταση της
νόσου της πτώσεως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τον Θεό και τον συνάνθρωπο, για την
κατοχύρωση της προσωπικής του ασφάλειας και ευτυχίας.
Η χρήση του Θεού γίνεται με την «θρησκεία»
(προσπάθεια αποσπάσεως της δυνάμεως του Θεού), που μπορεί να εκφυλιστεί σε
αυτοθεοποίηση του ανθρώπου («αυτείδωλον εγενόμην» λέει
ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στον «Μέγαν Κανόνα» του). Η χρήση του συνανθρώπου και
κατ' επέκταση της κτίσεως, γίνεται με την εκμετάλλευσή της, με κάθε δυνατό
τρόπο.
Αυτή, λοιπόν, είναι η νόσος, την οποία ζητεί να θεραπεύσει ο
άνθρωπος, εντασσόμενος ολόκληρος στο «πνευματικό θεραπευτήριο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
*
Μεγάλη μερίδα Ορθοδόξων πιστεύει ότι το
Ορθόδοξο δόγμα προσφέρει μία επί πλέον εξασφάλιση, επειδή είναι Ορθόδοξο, και
ότι, αν κανείς δεν πιστεύει στο Ορθόδοξο δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος
για να πάει στην Κόλαση ο άνθρωπος αυτός, εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχομένως
θα τον στείλουν εκεί τα προσωπικά του αμαρτήματα.
Όσοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι αυτό το
πράγμα είναι η Ορθοδοξία, αυτοί έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία αποκλειστικά με
την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ’ αυτήν την ζωή,
αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε
στον Παράδεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν κατά την άποψή τους, Ορθόδοξοι
Χριστιανοί!
Μια άλλη μερίδα Ορθοδόξων δραστηριοποιείται
μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερομένη όχι για την άλλη ζωή, αλλά κυρίως
γιʼ αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πως
θα τους βοηθήσει η Ορθοδοξία να ζήσουν καλά και να απολαύσουν τα υλικά αγαθά,
σʼ αυτήν την ζωή.
Τέτοιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στον
Θεό, βάζουν τους παπάδες να κάνουν προσευχές, κάνουν αγιασμούς, παρακλήσεις
ευχέλαια κλπ., για να τους βοηθάει ο Θεός να περνάνε καλά σ’ αυτήν την ζωή, να
μην αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να εξασφαλίσουν στα
κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια τους να βρουν
καλές κοπέλλες με καλή προίκα για να παντρευτούν, να κερδίσουν το λαχείο, οι
δουλειές τους να πηγαίνουν καλά, το εμπόριο, με το οποίον ασχολούνται, ή η
βιομηχανία τους να πηγαίνει καλύτερα, ακόμη και οι συναλλαγές τους στο
χρηματιστήριο, κλπ.
Βλέπουμε ότι αυτοί οι «Χριστιανοί» δεν διαφέρουν κατά πολύ, από τους
πιστούς ΟΛΩΝ των άλλων θρησκειών, που κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου
πράγματα.
Δηλαδή βλέπει κανείς από τα παραπάνω, την «Ορθοδοξία»
να έχει αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα θρησκεύματα. Συγκεκριμένως:
Πρώτον, το να προπαρασκευάζει
τους πιστούς για την ζωή μετά θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ο
καθένας τον φαντάζεται, και δεύτερον,
το να φροντίζει, ώστε οι Χριστιανοί να μην περνούν θλίψεις, στενοχώριες,
καταστροφές, αρρώστιες, πολέμους κλπ. σ’ αυτήν εδώ την ζωή, δηλαδή ο Θεός να τα
τακτοποιεί όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες τους. Έτσι γι’ αυτούς τους
δεύτερους, η θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την ζωή και μάλιστα σ’ αυτήν
την καθημερινή τους ζωή.
Κατά βάθος όμως, απ’ όλους τους παραπάνω «Χριστιανούς» ΟΥΔΕΙΣ
ενδιαφέρεται αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Ποιός, άλλωστε, Τον αναζητά;
Για τους παραπάνω «χριστιανούς», δεν τίθεται
θέμα αν υπάρχει Θεός ή όχι, εφʼ όσον καλύτερα θα ήταν να υπήρχε Θεός για να
μπορούμε να τον επικαλούμεθα και να του ζητούμε να ικανοποιεί τις ανάγκες μας,
ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας και να έχωμε κάποια ευτυχία σ’ αυτή την
ζωή.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο άνθρωπος έχει μια
ισχυρότατη τάση να θέλει να υπάρχει Θεός, να πιστεύει ότι υπάρχει Θεός, διότι
είναι μία ανάγκη για τον άνθρωπο να υπάρχει Θεός, για να εξασφαλίζει τα όσα προαναφέραμε
και άλλα συναφή. Και καταλήγει στο συμπέρασμα:
Εφʼ όσον είναι μία ανάγκη για
τον άνθρωπο το να υπάρχει Θεός, άρα Θεός υπάρχει!
Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ανάγκη ενός Θεού και
αν μπορούσε να εξασφαλίσει αυτάρκεια των προς το ζην σ’ αυτήν την ζωή, με
κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα πίστευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς σήμερον στην
Ελλάδα και είναι προφανές.
Έτσι βλέπομε, πολλοί άνθρωποι, ενώ πριν ήταν
αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, να θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός που
τους φόβισε, πιστεύοντας
σε μαγικές ιδιότητες της θρησκείας, πιθανώτατα μετά από παραινέσεις
αποστατών της πίστεως, ορθοδοξιζόντων-εθελοθρησκευόντων-οικουμενιζόντων
επισκόπων, παπάδων και θεολόγων, προς το τέλος της ζωής τους, κλπ.
Διότι πλέον, δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να
επικαλούνται να τους βοηθήσει κάποιος Θεός, όχι από πίστη, αλλά από
δεισιδαιμονική αντίληψη.
Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους κατά την πλαστική ταυτότητα ή δήλωσή
τους, Ορθοδόξους Χριστιανούς, ισχύει για τους πιστούς όλων των γνωστών θρησκειών. Παντού η φύση του
ανθρώπου είναι η ίδια. Έτσι ο άνθρωπος μετά την πτώση του - εσκοτισμένος όπως
είναι κατά φύσιν – μάλλον, παρά φύσιν - ρέπει προς την δεισιδαιμονία.
Το ερώτημα που ακολουθεί είναι: Που σταματάει η δεισιδαιμονία
και που αρχίζει η αληθινή πίστη;
Εφʼ όσον οι άνθρωποι είναι προσκεκολημμένοι
στην τυπολατρεία, οι ενέργειές τους βασίζονται
στα αυθαίρετα εντάλματα ιερέων, θεολόγων, «ειδικών» τους περί θεού και
εκκλησίας, και δεν είναι επικεντρωμένες
γύρω από την
κάθαρση και τον φωτισμό, από πατερικής απόψεως, είναι λανθασμένες ως
προς εκείνο που επιδιώκουν.
Όσο όμως είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρση και
τον φωτισμό και εφαρμόζουν την Ορθόδοξη Πατερική ασκητική αγωγή, για
την απόκτηση της νοεράς προσευχής, τότε μόνον τα πράγματα τίθενται πάνω σε ορθή
βάση. Τότε
αποδεικνύεται ότι το κάνουν από Ορθόδοξη πίστη.
Ο κοινός άξονας που διακρατεί την Ορθοδοξία και
διατηρεί την συνοχή της, ο ένας και μοναδικός της άξονας επάνω σε όλα τα θέματα
που την απασχολούν και ο οποίος τοποθετεί τα πράγματα πάνω σε ορθή βάσι, όταν
λαμβάνεται υπʼ όψιν, είναι ο άξονας: Κάθαρση – φωτισμός - θέωση.
Οι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβεί
στον άνθρωπο μετά θάνατον αποκλειστικώς, αλλά εκείνο κυρίως που τους ενδιαφέρει
είναι το τι θα γίνει ο άνθρωπος σʼ αυτήν την ζωή.
Μετά θάνατον, δεν υπάρχει θεραπεία του νοός,
οπότε πρέπει σʼ αυτήν τη ζωή να αρχίσει η θεραπεία, διότι «εν τω Άδη ουκ έστι
μετάνοια».
Συνεχίζεται
1 Από την ποιμαντορικήν Εγκύκλιο
(2014) του Μητροπολίτη
Πειραιώς Σεραφείμ ----http://o-antichristos-apekaly-thi.webnode.gr/news/giati-i-orthodoxia-den-einai-thriskeia/----π.Ί.Ρωμανίδη,
Πατερική Θεολογία (πανεπιστημιακοί παραδόσεις του ακαδ. έτους 1983), έκδ.
«Παρακαταθήκη», Θεσσαλονίκη 2004).---- Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον/Powered by
active³ CMS - 26/11/2015 11:30:26 μμ, Ομιλία π. Ειρηναίου Δεληδήμου στον ιερό
ναό Αγίου Βασιλείου Νέας Ελβετίας στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο του 2013.----
(Απόσπασμα από τον Τόμο: Ορθοδοξία - Ελληνισμός, πορεία στην γ΄ χιλιετία. Τόμος
Β, έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Άγίου Όρους 1996, σ. 67-68).
2 Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει την θεοπρεπή
διάκριση Ουσίας και Ενεργειών εις την Τριαδική Θεότητα, εις την Θείαν Φύση. Η
Ουσία του Θεού είναι άγνωστη και απρόσιτη στον κτιστό άνθρωπο. Οι θείες όμως
ενέργειες που προέρχονται, πηγάζουν εκ της Ουσίας είναι προσιτές, μεθεκτές από
τον άνθρωπο. Οι θείες αυτές ενέργειες, ως προερχόμενες από την ουσία του Θεού
είναι α κ τ ι σ τ ε ς.
Έτσι άκτιστη ενέργεια ήταν το φως
της θείας Μεταμορφώσεως στο όρος Θαβώρ. Το φως εκείνο που αξιώθηκαν να ιδούν οι
Άγιοι Απόστολοι δεν είχε καμμιά σχέση με το κτιστό, υλικό φως. Αυτού του φωτός
μετέχουν οι Άγιοι Μάρτυρες, όπως διαβάζουμε στα Μαρτύριά τους και οι Όσιοι και
δίκαιοι όπως διαβάζουμε στα Συναξάριά τους. Με την άκτιστη ενέργεια της Θείας
Χάριτος αναγεννώμεθα στο Άγιο Βάπτισμα· αυτής της Χάριτος μετέχουμε κατά την
Θεία Ευχαριστία, μ’ αυτή την Άκτιστη
Χάρη καθαριζόμαστε από τα πάθη και γινόμαστε ένα με τον Θεό· και ο Χριστός
γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο, για να
προσφέρει αυτή την Χάρη· και αυτής της Χάριτος στην πληρότητά Της θα μετέχουμε
στον Παράδεισο, αν αξιωθούμε της σωτηρίας.
Οι παπικοί, την Χάρη του Θεού την
θεωρούν κ τ ι σ τή! Έτσι υποβιβάζουν
την Θεότητα σε κτίσμα και στερούν τον άνθρωπο από την σωτηρία, γιατί σωτηρία
σημαίνει κοινωνία με τον εν Τριαδι Θεό. Αυτή η αντίληψη των παπικών περί
κτιστής χάριτος τους εστέρησε παντελώς την Χάρη. Γι’ αυτό ο σκοπός της
χριστιανικής ζωής δεν είναι για τους παπικούς ο αγιασμός, η θέωση αλλά τα πολλά
καλά έργα, η πειθαρχία στο νόμο του Θεού, οι αρετές που πραγματοποιούνται με
ανθρώπινη προσπάθεια, παρόμοια με των φιλοσόφων. Η απουσία της Χάριτος τους
αναγκάζει να ερεθίζουν το συναίσθημα για να νοιώσουν συγκίνηση και «κατάνυξη».
Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ζωγραφίζουν όσο μπορούν πιο ρεαλιστικά και
γλυκερά, τον Χριστό την Παναγία και τους Αγίους· αυτός είναι ο λόγος που έχουν
πολύ συναισθηματική, εντυπωσιακή και συγκινητική θρησκευτική μουσική.
Το Άκτιστο Φως, όμως, δεν είναι κάτι αισθητό και περιγραπτό, αλλά
είναι νοητό και υπέρ νούν, δεν έχει αρχή, τροπή και τέλος, καταυγάζει τον νού
του ανθρώπου με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, και ως εκ τούτου υπέρκειται των
αισθήσεων και της διανοίας, «είναι άϋλον και ουδέν αισθητόν έχει». Αν οι Παπικοί
δεν αξιώθηκαν, ούτε αξιώνονται του θαυμαστού κτιστού Αγίου Φωτός του Παναγίου
Τάφου, πολύ περισσότεροι είναι εκείνοι που παραμένουν με την θέλησή τους,
αμέτοχοι του Ακτίστου Φωτός της Χάριτος. Διότι, ο φιλοσοφικός σχολαστικισμός τους,
δεν συνδυάζεται ούτε συμβιβάζεται με την παραδοχή ως Ακτίστων των Θείων
Ενεργειών της Τρισυποστάτου Θεότητος, ουσιαστικά δε απορρίπτουν την δυνατότητα
συνειδητής επικοινωνίας με τον Θεό.
Πηγές:
.Vladimir Lossky, Η μυστική θεολογία
της Ανατολικής Εκκλησίας, εκδ. τετάρτη, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 264.
.Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ὀρθόδοξος Παράδοσις καὶ Παπισμός», ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 332/10.11.1978.
3 «..λέγεται
γαρ ως Ορφεύς Θραξ πρώτος ετεχνολόγησε τα Ελλήνων μυστήρια, και το τιμάν θεόν θρησκεύειν εκάλεσαν ως Θρακίας ούσης
της ευρέσεως…», Λεξικόν Σούδα, σ.509.
4 Ο παρανομώτατος βασιλεύς Διοκλητιανός, το πρωΐ,
όταν εξημέρωσεν, ήλθεν εις τον ναόν του Απόλλωνος ... προσέταξε δε να φέρουν εκεί
και τον Άγιον ... «Τότε ο του Χριστού
Μάρτυς Γεώργιος, ήγειρε την δεξιάν του χείρα προς το είδωλον του
Απόλλωνος και είπε:
"Θέλεις
συ, είδωλον άψυχον, να λάβης, ως θεός, από εμέ θυσίαν"; Ομού δε με τον
λόγον έκαμε και τον σταυρόν του· το δε δαιμόνιον, το οποίον κατώκει εις το
είδωλον, διά φωνής μεγάλης εβόησε· "Δεν
είμαι εγώ θεός, ούτε άλλος τις από ημάς· μόνον αυτός τον οποίον συ κηρύττεις
είναι Θεός αληθινός. Ημείς είμεθα άλλοτε Άγγελοι και λόγω της υπερηφανείας
μας εγίναμεν διάβολοι, από τότε δε περιπαίζομεν τους ανθρώπους από τον φθόνον
μας και μας προσκυνούσιν ως θεούς".
Λέγει
τότε ο Άγιος· "Διατί λοιπόν παραμένετε τώρα εδώ, όπου παρευρίσκομαι και
εγώ ο δούλος του αληθινού Θεού"; Παρευθύς τότε με τον λόγον του Αγίου βοή
και σύγχυσις και κλαυθμοί ηκούσθησαν προερχόμενοι από τα είδωλα του βωμού, καταπεσόντα δε ταύτα εις την γην
συνετρίβησαν εις τεμάχια». (Μέγας Συναξαριστής, τ. Δ', εκδ. Μ. Λαγγή,
Αθήναι 1998, σ. 477-478).
5 Θρησκηίη (Ιωνικά)=θρησκευτική
συνήθεια, λατρεία του θείου, θρησκεία. Λοιπά όπως στην υποσημείωση 3.
6 Άκτιστος (=Αδημιούργητος, άπλαστος στην λαϊκή γλώσσα)
είναι μόνο ο Τριαδικός Θεός. Κτιστή είναι η κτίση, δημιουργία, με κορυφαίο τον
άνθρωπο. Ο Θεός δεν είναι «συμπαντική» δύναμη κατά την γλώσσα της Νέας Εποχής
(«όλοι ένα, όλοι Θεός!»), διότι ως δημιουργός υπέρκειται του σύμπαντος, όντας
στην ουσία Του «Κάτι» εντελώς άλλο (Das ganz Andere). Ουδεμία αναλογική σχέση
υπάρχει μεταξύ κτιστού και Ακτίστου. Και γι’ αυτό το Άκτιστο, γνωρίζεται με την
αυτοαποκάλυψη (αυτοφανέρωσή) Του.
7 Η Ορθοδοξία ως Θεραπεία π. Γεωργίου. Δ. Μεταλληνού Κοσμήτορα
της Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου, 17 Μαΐου 2013.
8 «..οὐ γὰρ ἔστι
προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι
ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι
παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ
νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι
νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν,
συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν
κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων- ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων
κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». (ΡΩΜ: 2/11-16). [διότι δεν
είναι προσωπολήπτης ο Θεός· (δεν λαμβάνει υπ' όψιν την φυλήν, την θρησκείαν
και την τάξιν των ανθρώπων, αλλά την πίστη και τα έργα τους). Δι' αυτό, όσοι ημάρτησαν, χωρίς να έχουν γνωρίσει τον
μωσαϊκόν Νόμον, θα καταδικασθούν εις απώλειαν, χωρίς να χρησιμοποιηθεί ο Νόμος
ως μέτρον της κρίσεως εναντίον τους· και όσοι ημάρτησαν, ενώ είχαν λάβει
και εγνώριζαν τον γραπτόν, τον μωσαϊκόν Νόμον, θα κριθούν επί τη βάσει του Νόμου.
Διότι δίκαιοι και άξιοι αμοιβής ενώπιον του Θεού δεν είναι αυτοί, οι οποίοι
απλώς ακούουν και γνωρίζουν τον Νόμον, αλλ' όσοι τον τηρούν και τον εφαρμόζουν.
Οταν λοιπόν, εθνικοί και ειδωλολάτραι,
που δεν έχουν λάβει τον γραπτόν Νόμον του Θεού, πράττουν δε από έμφυτον ηθικήν
παρόρμησιν όσα λέγει ο Νόμος, αυτοί καίτοι δεν έχουν νόμον είναι οι ίδιοι δια τον
ευατόν τους νόμος (επειδή
έχουν οδηγόν την συνείδησίν τους). Αυτοί αποδεικνύουν και φανερώνουν
με την συμπεριφοράν τους, ότι έχουν γραπτόν το έργον του Νόμου μέσα στις καρδιές
τους, όταν η συνείδησίς τους ,δίδει μαρτυρίαν και επιβεβαίωσιν εις αυτούς δια τις
πράξεις τους, αν είναι καλές ή κακές, η δε διάνοια εκ παραλλήλου προς την
συνείδησιν αναπτύσσει λογισμούς, οι οποίοι κατηγορούν ο ένας τον άλλον ή και
απολογούνται, δια την εξακρίβωσιν του καλού. Αυτοί, λοιπόν, οι ειδωλολάτραι, οι τηρηταί του εμφύτου ηθικού νόμου, θα
ανακηρυχθούν δίκαιοι εκ μέρους του Θεού κατά την ημέραν εκείνην, κατά την
οποίαν ο δίκαιος Θεός, θα κρίνει τις φανερές και κρυφές πράξεις των ανθρώπων,
δια του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ κηρύττω].
9 Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (†1809),
ανακαιφαλαιώνοντας όλη την πατερική παράδοση, στο έργο του «Συμβουλευτικό
Εγχειρίδιον» ονομάζει την καρδιά κέντρο
φυσικό, υπερφυσικό, αλλά και παραφυσικό, όταν η υπερφυσική λειτουργία αδρανεί,
διότι η καρδιά κυριαρχείται από τα πάθη. Η
υπερφυσική λειτουργία της καρδιάς είναι η απόλυτη προϋπόθεση για την τελείωση,
την ολοκλήρωση του ανθρώπου, δηλαδή την θέωσή του, ως πλήρη ένταξή του στην εν
Χριστώ κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου