ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΠΙΣΤΗ:
ΤΟ ΑΜΑΧΗΤΟΝ ΟΠΛΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΜΕΡΟΣ 15ο
ΙA. Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ/ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ 1
(Συνέχεια 14ου Μέρους)
4. Αφού η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, τότε τι είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία;
α. Η Ορθόδοξη εκκλησία είναι:
(1) Σώμα Χριστού, θεανθρώπινος οργανισμός στον
οποίον τελεσιουργείται υπό της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος (Α.Π.), η απολύτρωση των πιστών.
(2) Αόρατος, διότι αόρατος είναι η κεφαλή
αυτής, ο Κ.Η.Ι.Χ. και το εν αυτή ενοικούν Άγιον
Πνεύμα, αόρατος είναι και η εν αυτή δικαιούσα και αγιάζουσα θεία Χάρις, περιλαμβάνει δε το εν Ουρανοίς
Τμήμα και ούτως εξ αμφοτέρων ουρανίου τε και επιγείου τμήματος, συναποτελείται
το μυστικόν Σώμα του Χριστού (Θριαμβεύουσα).
(3) Ορατή και περιγραπτή διότι δι’ αισθητών
σημείων μεταδίδει την θείαν Χάριν, κέκτηται δε λατρείαν και εξωτερικήν
οργάνωσιν εν η ενεργούν και συνεργούν Θεός και άνθρωπος2 (επί γης Στρατευομένη).
(4) Αδιαίρετος
και ενιαίος θείος και ανθρώπινος οργανισμός, κιβωτός της χάριτος και όργανον της εν Χριστώ
απολυτρώσεως3.
β. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλούς εγκόσμιος
οργανισμός, ουδέ ανθρώπινο καθίδρυμα, αλλά σύνθετος πνευματικός οργανισμός, εις
τον οποίον το θείον και το ανθρώπινον εμφανίζονται αρρήκτως προς άλληλα
συνηνωμένα. Από της απόψεως αυτής, η Εκκλησία αποτελεί μέγα
μυστήριον.
γ. Δια της Εκκλησίας εκδηλούται όλη «η οικονομία του
μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω θεώ» (ΕΦΕΣ: 3/9).
δ. Οι Πατέρες εμμένουν εις την έννοιαν της μιας
Εκκλησίας του Χριστού. Μία είναι η
Εκκλησία αποτελούσα «αντίτυπον της άνω Εκκλησίας» και «φυτευθείσα ως
παράδεισος εις τον κόσμον»4.
Η Μία Εκκλησία εξυμνείται εις το
Άσμα Ασμάτων (6/9).
ε. Εις Μίαν
Εκκλησίαν, αναφέρονται οι Λόγοι του Απ. Παύλου: «…Έν σώμα και έν Πνεύμα,
καθώς και εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών. Είς Κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα.
Είς Θεός πατήρ πάντων, ο επί πάντων, και δια πάντων και εν πάσι ημίν…» (ΕΦ:
4/4-6).
στ. Η εν Κων/λει Σύνοδος (1724) υπεραμύνεται της μίας
Εκκλησίας Του Χριστού, έναντι των ποικιλώνυμων κακοδοξιών.
ζ. Η Ορθόδοξος
Εκκλησία:
.Δεν είναι
μία Ομολογία, μία εκ των
πολλών, αλλά Η
Ομολογία. Δεν παραδέχεται ως ομοτίμους τις άλλες λεγόμενες Χριστιανικές (αιρετικές) ομολογίες της Δύσεως. Έστω και αν οι διοικήσεις των
σημερινών ορθοδόξων εκκλησιών, συζητουν, συμπροσεύχονται και συναγελάζονται με
τις διοικήσεις των λοιπών ψευτοχριστιανικών ομολογιών, αυτό ΔΕΝ συνεπάγεται
αποδοχή και από την διαχρονική συνείδηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την οποίαν
αγνοούν ή αποσιωπούν, οι νυν διοικούντες, προδίδοντας έτσι την Ορθόδοξη Πίστη.
.Είναι «Η»
καθ’ αυτό Εκκλησία, με κεφαλήν Τον Χριστόν
(ΕΦ: 5/23).
.Είναι Βασιλεία των Ουρανών, Παράδεισος
επίγειος και επουράνιος. Σε τελική ανάλυση η Ορθοδοξία είναι Βασιλεία, γεγονός
το οποίο ομολογούμε όλοι οι Ορθόδοξοι με την εναρκτήρια φράση της Θείας
Λειτουργίας, δηλ. με το «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος».
.Είναι ο
λυτρωτής Χριστός, η Μητέρα του λυτρωτού Χριστού και οι φίλοι του λυτρωτού
Χριστού. Η
Ορθόδοξος Εκκλησία δεν έχει καμμία σχέση με θρησκείες και αιρέσεις.
.Είναι το Πνευματικόν θεραπευτήριον των μελών της, καθώς
και όλων των ανθρώπων, που θέλουν να δουν τον Θεόν ως Φως, όπου υποβάλλονται
εθελουσίως σε μία θεραπευτική αγωγή, η οποία πρέπει να αρχίσει και να τελειώσει
σ’ αυτήν την ζωή. Πρέπει σ’ αυτήν την ζωή να γίνει η θεραπεία και να περατωθεί.
Διότι μετά
θάνατον ουκ έστι μετάνοια. Αυτή η
θεραπευτική αγωγή είναι η ουσία και το κύριο περιεχόμενο της Ορθοδόξου
Παραδόσεως ως και η κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και
αποτελείται από τα ακόλουθα τρία στάδια πνευματικής αναβάσεως:
Την κάθαρση από τα πάθη, τον φωτισμό από την Χάρι του
Αγίου Πνεύματος, και την θέωση, πάλι
από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος.
Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία, δεν είναι
υπερκοσμική ούτε μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλ’ είναι καθαρά
ενδοκοσμική. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον άνθρωπο σ’ αυτόν
τον κόσμο, σ’ αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.
Εξέχον χαρακτηριστικό της Ορθόδοξης
Εκκλησίας είναι η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ερμηνεία των αποκαλυφθεισών αληθειών της πίστεως,
της Παραδόσεως και των Γραφών. 5
Για ποίον λόγον χρειάζονται, η κάθαρση και
ο φωτισμός; Για να πάει ο άνθρωπος στον Παράδεισο και να αποφύγη την Κόλαση;
Εις τι συνίσταται η κάθαρση και ο φωτισμός και για ποιόν λόγο επιδιώκονται από
τους Ορθοδόξους;
Όλοι οι άνθρωποι επάνω στην γη έχουν το ίδιο
τέλος από Ορθόδοξη θεολογική άποψη. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος είτε είναι
Βουδδιστής είτε Ινδουϊστής, είτε Ισλαμιστής, είτε αγνωστικιστής, είτε άθεος,
ο,τιδήποτε και αν είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην γη, είναι προωρισμένος
να δει την δόξα του Θεού.
Θα δει την δόξα του Θεού κατά το κοινό τέλος
της ανθρωπότητος, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Από αυτής της απόψεως,
όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξα του Θεού, και έχουν το ίδιο τέλος. Όλοι
βέβαια θα δουν την δόξα του Θεού, αλλά με μία διαφορά:
Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως γλυκύτατον
και ανέσπερον, οι δε
κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού, ως πυρ καταναλίσκον, σαν φωτιά που
θα τους καίει.
Το να δει κανείς τον Θεό, δηλαδή την δόξα Του,
το Φως Του, αυτό είναι κάτι που θα γίνει είτε το θέλουμε είτε όχι. Η βίωση όμως
αυτού του Φωτός, θα είναι διαφορετική στους μεν από τους δε.
Οπότε, το έργο της Εκκλησίας, δεν είναι να μας
βοηθήσει να δούμε αυτήν την δόξα, διότι αυτό θα γίνει οπωσδήποτε. Το έργο της
Εκκλησίας εστιάζεται στο πως θα δει ο κάθε άνθρωπος τον Θεόν. Όχι στο αν θα δει
τον Θεόν.
Δηλαδή το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττει
στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ο Θεός αποκαλύπτεται είτε ως φως
είτε ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του
Χριστού θα δούμε τον Θεόν, και να προετοιμάζει τα μέλη της, ώστε να δουν τον
Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν Φως.
Ο άνθρωπος, αν δεν φθάσει τουλάχιστον
σε κατάστασι μερικού φωτισμού, σʼ αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δεί τον Θεόν σαν
Φως ούτε σʼ αυτήν την ζωή, αλλά ούτε και στην άλλη ζωή.
Ο Χριστός είπε: « Εγώ ειμί η οδός» . Η οδός προς
τι; Όχι μόνον προς την άλλη ζωή. Ο Χριστός είναι πρώτα η οδός σ’ αυτήν την ζωή.
Ο Χριστός είναι η οδός προς τον Πατέρα Του και Πατέρα μας. Ο Χριστός
αποκαλύπτεται στον άνθρωπο πρώτα σ’ αυτήν την ζωή και του δείχνει τον δρόμο
προς τον Πατέρα. Αυτός ο δρόμος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν ο άνθρωπος δεν δει
τον Χριστόν σ’ αυτήν την ζωή, τουλάχιστον με την νοερά αίσθηση, δεν θα δει και τον
Πατέρα, δηλαδή το Φως του Θεού, ούτε στην άλλη ζωή.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, διαφυλάσσεται ως τρόπος
ζωής, και διδαχή δια των γενεών, η ΑΝΟΘΕΥΤΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, δηλαδή «ό,τι
πάντοτε, παντού και από όλους πιστεύτηκε» (Βικέντιος Λειρίνου). Ο Απ. Παύλος
μιλάει εξάλλου πως η Εκκλησία «είναι στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ ΤΙΜ:
3/15). Η Εκκλησία λοιπόν είναι ζωντανή, είναι το σώμα του Χριστού, με εμάς να
αποτελούμε τα μέλη και ο Θεάνθρωπος την κεφαλή ( Α΄ ΚΟΡ:12/27).
5. Αποστολή της
Ορθόδοξης Εκκλησίας 6
Αποστολή, λοιπόν, της Εκκλησίας, ως εν Χριστώ
κοινωνίας στον κόσμο, είναι η θεραπεία του ανθρώπου, με την αποκατάσταση της
καρδιακής κοινωνίας του με τον Θεό, της νοεράς δηλαδή λειτουργίας.7
Κατά τον καθηγητή π. Ι. Ρωμανίδη, «η πατερική
παράδοσις δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία, ούτε ηθικόν σύστημα,
ούτε θρησκευτικός δογματισμός, αλλ’ είναι θεραπευτική αγωγή. Εις το σημείο αυτό,
ομοιάζει πολύ με την Ιατρική και κυρίως με την Ψυχιατρικήν.
Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται
νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικό όργανον, που όλοι
το έχουν και το οποίον χρειάζεται θεραπεία. Ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμία των
γνωστών θετικών ή κοινωνικών επιστημών, δύναται να θεραπεύσει το όργανον αυτό
[...] Δια τούτο ο αθεράπευτος δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξη αυτού του
οργάνου».
Η Εκκλησία ως «σώμα Χριστού» και εν Χριστώ
κοινωνία, υπάρχει στον κόσμο, για να προσφέρει την σωτηρία, σε αυτή την
αναγεννητική διαδικασία. Το σωστικό αυτό έργο της Εκκλησίας, επιτελείται με μια
συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο, ώστε ουσιαστικά η Εκκλησία να ενεργεί ως ένα
παγκόσμιο θεραπευτήριο.
«Ιατρείον Πνευματικόν» (Πνευματικό Νοσοκομείο), ονομάζεται η Ορθόδοξη Εκκλησία,
από τον ιερό Χρυσόστομο (†407).
Κατόπιν των παραπάνω, η ανάγκη θεραπείας του
ανθρώπου, είναι πανανθρώπινη υπόθεση, σχετιζόμενη πρώτα με την αποκατάσταση του
κάθε ανθρώπου στην φυσική του ύπαρξη με την ενεργοποίηση και της τρίτης
μνημονικής λειτουργίας (καρδιακή ή νοερά μνήμη). Επεκτείνεται όμως και στην
κοινωνική παρουσία του ανθρώπου. Για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί ως
αδερφός με τον συνάνθρωπό του, πρέπει η ιδιοτέλειά του, που λειτουργεί τελικά
ως φιλαυτία, να μεταβληθεί σε ανιδιοτέλεια: «η αγάπη... ου ζητεί τα εαυτής» (Α΄ ΚΟΡ:13/5-8). Ανιδιοτελής είναι
η αγάπη του Τριαδικού Θεού (ΡΩΜ: 5/8 και Α΄ ΙΩΑΝ: 5/7..), που δίνει τα πάντα
χωρίς αντάλλαγμα. Γι’ αυτό και το κοινωνικό ιδανικό της χριστιανικής Ορθοδοξίας
δεν είναι η «κοινοκτημοσύνη», αλλά η «ακτημοσύνη», ως αυτοπαραίτηση από κάθε
απαίτηση. Διότι μόνον τότε είναι δυνατή η δικαιοσύνη.
Η μέθοδος
θεραπείας, που προσφέρεται από την Εκκλησία, είναι η πνευματική ζωή, ως ζωή εν
Αγίω Πνεύματι.
Η πνευματική ζωή βιώνεται ως άσκηση και μετοχή στην παρεχόμενη μέσω των
μυστηρίων, άκτιστη Χάρη. Η άσκηση είναι βιασμός της αυτονομημένης και
νεκρωμένης από την αμαρτία φύσεώς μας, που πορεύεται προς τον πνευματικό ή
αιώνιο θάνατος, τον αιώνιο δηλ. χωρισμό από την Χάρη του Θεού. Η άσκηση
αποβλέπει στην νίκη πάνω στα πάθη, για να νικηθεί η εσωτερική δουλεία στις
νοσογόνες εστίες του ανθρώπου και να μετάσχουμε στον Σταυρό του Χριστού και
στην Ανάστασή Του. Ο Χριστιανός ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του Θεραπευτή-
Πνευματικού του, γίνεται δεκτικός της Χάριτος που δέχεται με την μετοχή του
στην μυστηριακή ζωή του εκκλησιαστικού σώματος.
Χριστιανός ανεκπαίδευτος, ανάσκητος, δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν
υπάρχει θεραπευμένος άνθρωπος, που δεν τηρεί την θεραπευτική αγωγή, που του
όρισε ο γιατρός του.
6. Η ταυτότητα της Ορθοδοξίας
Οι αμετάβλητες σταθερές που τεκμηριώνουν την
ταυτότητα της χριστιανικής Ορθοδοξίας, είναι οι εξής:
α) Η Ορθόδοξη
Εκκλησία ως σώμα Χριστού, λειτουργεί ως θεραπευτήριο-Νοσοκομείο. Διαφορετικά δεν
είναι Εκκλησία αλλά θρησκεία.
Οι κληρικοί, εκλέγονταν αρχικώς από τους
θεραπευμένους, για να λειτουργούν ως θεραπευτές. Η θεραπευτική λειτουργία της
Εκκλησίας σώζεται σήμερα κυρίως στις Μονές, που αντέχοντας ακόμη στην
εκκοσμίκευση (secularism), συνεχίζουν την Εκκλησία των Αποστολικών χρόνων.
β) Οι
επιστήμονες της Εκκλησιαστικής θεραπείας, είναι ήδη θεραπευμένοι. Όποιος δεν έχει
εμπειρία της θεραπείας, δεν μπορεί να είναι θεραπευτής.
Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ
ποιμαντικής θεραπευτικής και ιατρικής επιστήμης. Οι επιστήμονες της ιατρικής
θεραπευτικής (Πατέρες και Μητέρες), αναδεικνύουν άλλους θεραπευτές, όπως οι
Καθηγητές της Ιατρικής αναδεικνύουν τους διαδόχους τους.
γ) Η
Εκκλησία δεν μπορεί να στείλει κάποιον στον παράδεισο ή στην κόλαση.
Παράδεισος και κόλαση, δεν είναι τόποι,
αλλά τρόποι υπάρξεως. Ο περιορισμός της
Εκκλησίας στην απλή συγχώρηση αμαρτιών για την είσοδο μετά θάνατον στον
παράδεισο, συνιστά αλλοτρίωση και ισοδυναμεί με το να συγχωρεί η ιατρική
επιστήμη τον ασθενή, για να θεραπευθεί μετά θάνατον! Η Εκκλησία, θεραπεύοντας
τον άνθρωπο, τον προετοιμάζει να βλέπει τον Χριστό αιώνια μέσα στο άκτιστο Φως
Του ως παράδεισος και όχι ως κόλαση, δηλαδή «πυρ καταναλίσκον» (ΕΒΡ: 12/29).
Και αυτό, φυσικά, αφορά σε κάθε άνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ οι άνθρωποι θα βλέπουν
αιώνια τον Χριστό, ως «Κριτή» του κόσμου.
δ) Η
ποιμαντική θεραπευτική της εκκλησίας.
Η εγκυρότητα της επιστήμης τεκμηριώνεται από
την επίτευξη των στόχων της (π.χ. στην ιατρική, από την θεραπεία του ασθενούς).
Έτσι, διαφοροποιείται η αυθεντική επιστημονική ιατρική από τον
κομπογιαννιτισμό. Κριτήριο της ποιμαντικής θεραπευτικής της Εκκλησίας είναι η
επίτευξη της πνευματικής θεραπείας, με το άνοιγμα της πορείας προς την θέωση.
Η θεραπεία δεν μετατίθεται στην μεταθανάτια
ζωή, αλλά συντελείται στην ζωή του ανθρώπου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο (hinc et
nunc). Αυτό διαπιστώνεται από τα άφθαρτα λείψανα των Αγίων, που νικούν την
βιολογική φθορά, όπως αυτά των Αγίων της Επτανήσου: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου
και Θεοδώρας της Αυγούστας.
Τα άφθαρτα ιερά λείψανα, είναι στην παράδοση μας,
οι αδιαφιλονείκητες τεκμηριώσεις της θεώσεως, της ολοκληρώσεως δηλαδή της
ασκητικής θεραπευτικής της Εκκλησίας. Ας προσέξει ιδιαιτέρως ο ιατρικός κόσμος
της Χώρας μας, την περίπτωση των ακεραίων ιερών λειψάνων, διότι όχι μόνο δεν
έχουν δεχτεί επιστημονική επέμβαση, αλλά φανερώνεται σ’ αυτά η ενέργεια της
θεϊκής Χάριτος, διότι την στιγμή ακριβώς που αρχίζει η διάλυση του κυτταρικού
συστήματος, σταματά αυτόματα και αντί δυσοσμίας εκπέμπεται ευωδία. Πέραν των ιατρικών
συμπτωμάτων, υπάρχουν και τα άπειρα θαύματα ως αποδείξεις της θεώσεως, που
ανήκουν σε άλλη σφαίρα και χρήζουν ξεχωριστής και τεκμηριωμένης αναπτύξεως του
θέματος .
ε) Τα
ιερά κείμενα της Εκκλησίας (Γραφή, συνοδικά και πατερικά κείμενα)
Τα ιερά κείμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν
κωδικοποιούν κάποια Χριστιανική ιδεολογία, αλλά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα
λειτουργώντας όπως τα πανεπιστημιακά συγγράμματα στην ιατρική επιστήμη.
Αυτό ισχύει και για τα λειτουργικά κείμενα,
λ.χ. τις Ευχές. Η απλή ανάγνωση μιας Ευχής (προσευχής), χωρίς παράλληλη ένταξη
του πιστού στην θεραπευτική διαδικασία της Εκκλησίας, δεν θα διέφερε από την
περίπτωση που ο ασθενής καταφεύγει στον γιατρό με ισχυρούς πόνους, και εκείνος
αντί να επέμβει δραστικά, περιορίζεται στο να τον ξαπλώσει στο χειρουργικό
κρεβάτι και να του διαβάσει το σχετικό με την νόσο του κεφάλαιο.
στ) Η
Οικουμενική Αποστολή (Οικουμενικότης)
Οι Ορθόδοξοι ζούμε
σήμερα μία από τις σημαντικότερες μετεξελίξεις της ιστορίας μας: Από την ορθόδοξη οικουμενικότητα
μεθιστάμεθα, ή ορθότερα εξιστάμεθα, στην νεοεποχίτικη παγκοσμιοποίηση. Η
αυθεντική διαχρονικά κίνηση του Ελληνισμού στην συνάντησή του με τους «άλλους»,
την πολιτιστική ετερότητα, είναι καταφατική και αλληλοπεριχωρητική και ποτέ
εξουσιαστική και δυναστικά αφομοιωτική. Δια της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού
και εν Χριστώ κοινωνίας, διευρύνθηκε μετά τον M. Αλέξανδρο, η ελληνική
οικουμενική συνείδηση. Η Πεντηκοστή οδήγησε σε ενότητα καθολική και πνευματική.
την υπέρβαση κάθε διαιρέσεως (φυλετικής, ταξικής, πολιτικής), με βάση την ισοτιμία και την εν Χριστώ
ισότητα όλων των ανθρώπων.
Τον δεύτερο αιώνα, ο
όρος οικουμένη εκκλησιοποιήθηκε. Ο Χριστός ονομάζεται «ποιμήν της κατά την Οικουμένην
Καθολικής Εκκλησίας».8 Οι έννοιες οικουμενικός (γεωγραφικά) και καθολικός (πνευματικά) ταυτίζονται
νοηματικά, σχετιζόμενες με την πληρότητα και παγκοσμιότητα της εν Χριστώ
σωτηρίας9.
Η Εκκλησία απ' αρχής έλαβε τον χαρακτήρα μιας Κοινοπολιτείας10,
όχι όμως ως παγκόσμιος-συμπαγής οργανισμός (όπως ο Φραγκοπαπισμός), αλλ' ως
γαλαξίας τοπικών εκκλησιών, ως αστερισμών.
Σ' αυτό το πλαίσιο
λειτουργεί και η ιεραποστολή, ως διαρκής κλήση στην «ενότητα της πίστεως και
την κοινωνίαν του αγίου Πνεύματος». Η εθνικότητα, ως
συνείδηση της καταγωγής, δεν λειτούργησε διασπαστικώς, διότι ιεραρχείται στο
αιώνιο, την Πίστη. Δεν έμεινε, έτσι, χώρος στην ανάπτυξη ρατσιστικής
συνειδήσεως. Μόνο μετά την εκφράγκευση της χριστιανικής Δύσεως η ιεραποστολή
συμπορεύεται εκεί, με την κατάκτηση και υποταγή, την αποικιοκρατία.
Η οικουμενική αυτή
συνείδηση καθιερώθηκε και πολιτειακά μέσα στην αυτοκρατορία της Νέας
Ρώμης, την Ρωμανία.
Ο Μ. Κωνσταντίνος (†337)
από «ρωμαίος» έγινε ο πρώτος «ρωμηός» αυτοκράτορας,
που εγκαινίασε και κρατικά την ρωμαϊκή οικουμενικότητα και παγκοσμιότητα, ως
«επώνυμον του Χριστού πολιτείαν». Μέσω της Ορθοδοξίας συντελέσθηκε η μετάβαση
από το «έθνος άγιον» ( Α' ΠΕΤΡΟΥ: 2/ 9) στο «Γένος των Ρωμαίων/Ρωμηών», των
πολιτών της ελληνορθόδοξης Ρωμανίας. Μία
νέα οικουμενική συγγένεια διαμορφώθηκε, η εν Χριστώ συγγένεια των ορθοδόξων
πολιτών της Νέας Ρώμης.11 Κρατικό θεμέλιο δεν ήταν πια η εξουσία, αλλά η Ορθοδοξία.
Η έννοια του «λαού του Θεού» (του οικουμενικού σώματος) συνιστά την αυθεντική
έκφραση της ισονομίας του σώματος του Χριστού.
Αυτή η συνείδηση
συνεχίζεται στην Ορθοδοξία. Όπου βιώνεται η ορθόδοξη πίστη, εκεί σώζεται και η
ρωμαίϊκη οικουμενικότητα και Ορθόδοξη παναδελφότητα. Το εκκλησιαστικό σώμα,
όταν μένει πατερικά ορθόδοξο, διασώζει την οικουμενικότητα της Ρωμανίας, με ενωτικό
σύνδεσμο την Ορθόδοξη Πίστη. Το από τον ιγ΄ αιώνα σύμβολό της, ο δικέφαλος
αετός, είναι το σύμβολο και της ιδέας της οικουμενικότητας.
7. Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Ορθόδοξου
Χριστιανού
α/ Η Πίστη στον
Αληθινό/ τον Τραδικό Θεό
Το πρώτο γνώρισμα του Ορθοδόξου, το πρώτο
βασικό χαρακτηριστικό του είναι η πίστη στο Θεό. Ποιο Θεό όμως; Τον θεό του
Ισλάμ, τον θεό των σημερινών Ιουδαίων (Jews); Τον θεό των Μασόνων,
τον θεό των διαφόρων θρησκειών, τον θεό όπως τον φαντάζεται ο κάθε άνθρωπος και
λέγει υπάρχει το θείον, υπάρχει κάτι, υπάρχει μια ανώτερη δύναμη; Όχι. Όχι. Όχι!!!
Ο Θεός της Ορθοδοξίας είναι ο Τριαδικός Θεός, ο
μόνος αληθινός Θεός, ο μόνος που λυτρώνει τον άνθρωπο. Πατήρ-Υιός-Άγιο Πνεύμα. Και ο
Υιός, ο ένας της Τριάδος, μας αποκαλύπτει η Γραφή και μας παραδίδει η ιστορία,
ενσαρκώθηκε, προσέλαβε το ημέτερο φύραμα, το θεράπευσε και το ζωοποίησε εις τον
αιώνα, αφού «το απρόσληπτον αθεράπευτον» λένε οι πατέρες της Εκκλησίας μας.
Ο Υιός είναι ο Μεσσίας ή Χριστός, αυτός δηλαδή
που έχει το χρίσμα και την αποστολή να ενανθρωπήσει, να καταστεί Θεάνθρωπος και
να σώσει τον άνθρωπο. Είναι με την ενανθρώπησή του ο απόγονος της Εύας, που θα
συντρίψει τον Σατανά. Είναι, ως άνθρωπος, ο νέος Αδάμ, που με την υπακοή Του θα
ξαναδείξει το δρόμο της σωτηρίας προς τον άνθρωπο.
«Και ουκ
έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομα έστιν έτερον υπό τον ουρανόν
το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (ΠΡΑΞ: 4/12) μας αποκαλύπτει ο
θεόπνευστος απόστολος Πέτρος. Κανείς άλλος εκτός του Χριστού δεν μπορεί να οδηγήσει
στην θεογνωσία, στην αληθινή ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, του κτιστού μετά
του Ακτίστου.
Καμμία λοιπόν σχέση δεν έχει ο Θεός της
Ορθοδοξίας με τον «θεό» των γνωστών
θρησκειών, ακόμη και αυτών των μονοθεϊστικών. Κανένα κοινό σημείο, κανένα σημείο επαφής. Όλες
οι θρησκείες αρνούνται την Τριαδικότητα του Θεού, την ενανθρώπηση του Υιού, το
Θεανθρώπινο πρόσωπο του Σωτήρος μας.
Ματαιοπονούν όσοι κάνουν συνέδρια με τις μονοθεϊστικές και άλλες θρησκείες. Τα είδωλα
των εθνών και των διαφόρων ανθρώπων είναι δαιμόνια σύμφωνα με την Αγία Γραφή ή
δημιουργήματα/φαντασιώσεις του πεπτωκότος ανθρώπου.
Η Ορθόδοξη πίστη:
.Είναι
υπέρβαση της ανθρωπίνης γνώσεως (ΕΦΕΣ: 3/17-19).
.Προηγείται
πάσης γνώσεως περί του αληθινού Θεού. Η έννοια περί υπάρξεως θεού συνάγεται
λογικώς από τα δημιουργήματά Του. Τον αναγνωρίζουμε, με το να κατανοήσουμε την
σοφία, την δύναμη και την αγαθότητά Του και όλες τις αόρατες ενέργειές Του όπως
φαίνεται στην κτίση του κόσμου (ΡΩΜ: 1/20). Σ’αυτήν την γνώση ακολουθεί η Πίστη
και την τοιαύτην πίστη ακολουθεί η προσκύνηση (λατρεία) του Δημιουργού (ΓΑΛ:
4/9---Επιστολή 235 του Μεγ. Βασιλείου).
.Είναι η
αληθινή πίστη, η αποκάλυψη του αληθινού Θεού στον άνθρωπο και όχι ανακάλυψη του
πεπτωκότος ανθρώπου. Ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό του και το θέλημά
του μέσω των εμφανίσεών του σε εκλεκτούς ανθρώπους και μέσω των θείων Γραφών.
Ήταν αδύνατο ο άνθρωπος ν’ ανακαλύψει τον Θεό· ν’ ανακαλύψει το κτίσμα τον
Κτίστη του.
Οι άνθρωποι, που δεν δέχθηκαν την αποκάλυψη του Θεού, ούτε τους
απεσταλμένους του, ούτε τις Γραφές του, δημιούργησαν τις διάφορες θρησκείες. Τι
σχέση μπορεί να έχει η Ορθόδοξη πίστη μας μ’ αυτές τις ανθρώπινες θρησκείες;
Ο Θεός παρέδωσε την αλήθεια του στους ανθρώπους
και αυτή η παράδοση είναι ορθή δόξα περί του Θεού. Γι’ αυτό Ορθοδοξία και
Παράδοση αλληλοπεριχωρούνται και αλληλοεξαρτώνται.
Ορθοδοξία
είναι η Εκκλησία της Παραδόσεως. Έτσι η Ιερά Παράδοση είναι το δεύτερο βασικό
και θεμελιώδες γνώρισμα της Ορθοδοξίας.
β/ Η Πίστη και τήρηση της
Ιεράς Παραδόσεως
Ορθοδοξία θα πει ορθόδοξη πίστη. Αυτή όμως η
ορθή πίστη παρεδόθη, όπως προαναφέραμε, από το Θεό στους προφήτες και τους
αποστόλους. Λέγει χαρακτηριστικά ο Παύλος: «Εγώ παρέλαβον από του Κυρίου ό και
παρέδωκα υμίν» (Α΄ ΚΟΡ:11/23). Και αλλού πάλι λέγει: «παρέδωκα γαρ υμίν εν
πρώτοις ό και παρέλαβον» (Α΄ ΚΟΡ:15/3). Και μετά οι Απόστολοι την «άπαξ
παραδοθείσαν πίστιν» (ΙΟΥΔ, 3) όπως την ονομάζει ο Ιούδας ο αδελφόθεος, την
παρέδωσαν στους μαθητές τους. Συνεπώς Ορθοδοξία
είναι η αρχική παράδοση.
Έτσι ο Λουκάς στο προοίμιο του ευαγγελίου του
λέγει ότι φροντίδα αυτών που έγραψαν τα ευαγγέλια ήταν να γράψουν «καθώς
παρέδοσαν υμίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου» (ΛΟΥΚ:
1/2). Και οι μαθητές στους αποστολικούς πατέρες, κ.ο.κ. Γι’ αυτό ο Μ. Αθανάσιος
προσδιορίζει ως ορθή πίστη, «ήν μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν, και οι
πατέρες εφύλαξαν»12
Έτσι αυτός που μένει πιστός στην Ορθόδοξη παράδοση
παραμένει εντός της Ορθοδοξίας, αυτός όμως που απομακρύνεται από την παράδοση
καθίσταται αυτόχρημα αιρετικός. Ο Πέτρος γράφει ότι το θανάσιμο παράπτωμα των
αιρετικών ήταν ότι απομακρύνθηκαν «εκ της παραδοθείσης αυτοίς αγίας εντολής»
(Α΄ ΠΕΤΡ: 2/21).
Ορθόδοξη Πίστη, λοιπόν, είναι αυτή που
παραδόθηκε αρχικά άπαξ δια παντός. Οι μετέπειτα αιώνες δεν προσέθεσαν τίποτα
στην αρχική πίστη της Εκκλησίας. Αύτη υπήρξε αυτάρκης εξ αρχής. Τέλεια και αιώνια. Κι
αυτές οι οικουμενικές σύνοδοι και οι μεγάλοι πατέρες, δεν δημιούργησαν, αλλ’
ερμήνευσαν την ιερά παράδοση.
Γι’ αυτό στο περίφημο Συνοδικό της Ζ΄
οικουμενικής συνόδου διαβάζουμε·«Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η
Εκκλησία ως παρέλαβεν…»13
Στον «όρον της πίστεως» της ίδιας συνόδου, οι
πατέρες προσδιορίζουν το έργο της Ζ΄ Οικ. Συνόδου ως εξής: «… Όπως η ένθεος
παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας κοινή ψήφω απελάβη το κύρος. Μετά πάσης
τοίνων ακριβείας ερευνήσαντές τε και διασκεψάμενοι, και τω σκοπώ της αληθείας
ακολουθήσαντες, ουδέν αφαιρούμεν, ουδέν προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της
Καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν…».14
Επίσης στην δ΄ συνεδρίαση της ιδίας συνόδου
διατυπούνται τα εξής: «Ημείς δε κατά πάντα των αυτών Θεοφόρων πατέρων υμών τα
δόγματα και πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδιά μηδέν
προστιθέντες, μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν· αλλά τούτοις
βεβαιούμεθα τούτοις στηριζόμεθα· ούτως ομολογούμεν, ούτως διδάσκομεν καθώς αι
άγιαι και οικουμενικαί εξ σύνοδοι ώρισαν και εβεβαίωσαν»15
Και η υμνογραφία της εορτής συμπληρώνει:
«θεσμούς Εκκλησίας πατρικούς διαφυλάττοντες, εικόνας γράφομεν και ασπαζόμεθα
στόμασι και καρδία και θελήματι…»16.
Οι παπικοί στο διάβα των αιώνων, προσέθεσαν νέα
αυθαίρετα δόγματα όπως του παπικού πρωτείου και αλαθήτου, του Filioque, της
ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, και πολλά άλλα, τα οποία δεν έχουν κανένα
έρεισμα στην αρχαία παράδοση.
Οι προτεστάντες μη δεχόμενοι καμμία ανωτέρα
αυθεντία εκτός από τον ορθό λόγο, έφθασαν ν’ αρνηθούν αρχαία δόγματα όπως της
αειπαρθενίας της Θεοτόκου και μερικοί θεολόγοι τους καταντήσαν να κηρύττουν το
ψευδές, δήθεν, της αναστάσεως του Χριστού ή ακόμη και τον θάνατο του Θεού.
Η ορθοδοξία, αντιθέτως, καυχάται ότι κράτησε
αμετάβλητο το δόγμα. Σεμνύνεται γιατί η πίστη της αναπληρώνει τον χώρο εκείνο
στον οποίο ο ορθός λόγος δεν μπορεί να εισχωρήσει. Η πίστη της αγγίζει τα
μυστήρια και τα θαυμάσια του Θεού που δεν μπορεί η ανθρώπινη γνώση να πλησιάσει.
Αυτά «εσφράγισται τοις ερευνώσι· πεφανέρωται δε τα θαύματα τοις προσκυνούσιν εν
πίστει το μυστήριον».17
Αυτή την στάση κρατώντας η Ορθοδοξία, είναι
κολλημένη σαν στρείδι πάνω στην «άπαξ παραδοθείσαν τοίς αγίοις πίστιν». Λέγει ξένος
θεολόγος: «Εάν επιθυμούμε να βρούμε δογματική πίστη και συντηρητική
παράδοση στην πιο τέλεια έκφραση, οφείλουμε να μεταβούμε όχι στην εκκλησία που
αυτοκαλείται καθολική χωρίς να είναι, αλλ’ στην Εκκλησία που θα προτιμούσε να
πεθάνει μάλλον, παρά να υποχωρήσει ποτέ, ακόμη και στο ελάχιστο σημείο που
παράλαβε από την Γραφή και τις συνόδους18.
Συνεχίζεται
1 Όπως
υποσ. (1) του 14ου μέρους.----Συνοπτική μελέτη
του αρχιμ. Μελετίου Βαρδαχάνη, «Γνωρίσματα της Ορθοδοξίας».
2 Ιω.
Καρμίρης, 1964, Η περί Εκκλησίας ορθόδοξος δογματική Διδασκαλία.
3 Κ.
Μουρατίδης, 1965, Σχέσις Εκκλησίας και Πολιτείας.
4 Ειρηναίου,
Έλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως, 5,6 και κατά αιρέσεων 5,317.
5 Οι Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι πολύ μορφωμένοι
και άγιοι ιεράρχες, που δια του Αγίου Πνεύματος διέσωσαν και ερμήνευσαν ορθώς
τις ουρανόσταλτες αλήθειες-δόγματα, σε ξεχωριστές ιστορικές περιόδους και δια
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ (από όλη την Εκκλησία) ΣΥΝΟΔΩΝ (συν+οδός= κοινή πορεία). Δια των
πατερικών ερμηνειών των Αληθειών της Αγίας Γραφής:
(α) Υπερβαίνεται ορθώς, η
λογική (η πίστη είναι υπέρλογη, όχι παράλογη) και δεν απορρίπτεται,
(β)
Αρνείται η Εκκλησία την ιδιοτελή, ατομική και κατασκευασμένη φιλοσοφικο-γνωστική
επιλογή, ανάμειξη με ειδωλολατρικές αντιλήψεις, και νόθευση ή διαστρέβλωση της
πίστεως, δηλαδή την ΑΙΡΕΣΗ,
(γ) Προσφέρονται τα δόγματα, ως ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ προς
θεραπεία και σωτηρία, που οριοθετούν την αληθινή πίστη, και όχι ως νομικές
διατάξεις, ή εγκεφαλικές αυθαίρετες απόψεις, που αποπνίγουν την Χάρη και την
ομορφιά της ζωής.
6 Η Ορθοδοξία ως Θεραπεία π. Γεωργίου. Δ. Μεταλληνού Κοσμήτορα της Θεολ. Σχολής
Πανεπιστημίου Αθηνών, Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου, 17 Μαΐου
2013.
7 Βλέπε και 14ο μέρος, « Ποία η ασθένεια του
ανθρώπου, πως και που την θεραπεύει η Ορθοδοξία;»
8 Μαρτύριον Πολυκάρπου, κεφ. XIX.
9 Ο
Θεός θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμ.
2, 4).
10 Βλ. Χρ.
Επ. Βούλγαρη, Η ενότης της Αποστολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1974.
Για τις μετέπειτα εξελίξεις βλ. Dimitri Obolensky,
The Byzantine Commonwealth (Eastern Europe, 500-1453). Ν. York 1974.
11 Βλ.
Π. Γ. Δ. Μεταλληνού,
Από την αυτοκρατορική ιδέα στην εθνική ιδέα, στο: Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα
1992, σ. 7-29.
12 Μ. Αθανασίου έργα, Ε.Π.Ε. 4,164
13 Τριώδιο,
εκδ. «Φως», σελ. 157
14 Ι.
Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκλησίας, τόμος 1,
Αθήναι 19602, σελ. 239
15 Ενθ. ανωτ. σελ. 242
16 α΄
τροπάριον της η΄ ωδής του όρθρου της εορτής.
17 α΄ στιχηρό των αίνων, ήχος πλάγιος α΄.
18 Α.
Ρ. Stanley, παρά Κ. Καλλινίκου, Τα θεμέλια της πίστεως, εκδ. Π. Πουρναρά,
Θεσ/νίκη 1976, σσ. 330 – 331.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου