Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ:

ΤΟ ΑΜΑΧΗΤΟΝ ΟΠΛΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΜΕΡΟΣ 3ο

 Β. ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ 
1. Γενικά
Οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων απεφάνθησαν για διάφορα δογματικά και κανονικά θέματα που είχαν ανακύψει στην εποχή τους. Τα δόγματα λέγονται και όροι, διότι καθορίζουν τα όρια μεταξύ της αλήθειας και της πλάνης και εκφράζουν την αποκάλυψη του Θεού που δόθηκε στους Αγίους.
Όταν γίνεται λόγος για δόγματα πίστεως, δεν εννοούνται από πλευράς φιλοσοφικής, επιστημονικής, κοινωνιολογικής, θρησκευτικής, αλλά από πλευράς εκκλησιαστικής, θεολογικής.
Σημασία, λοιπόν, έχει πώς η Εκκλησία, δια των Αγίων Πατέρων της, ομιλεί περί δογμάτων.
Κέντρο της Χριστιανικής Πίστεως είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, ο Θεός που σαρκώθηκε σε άνθρωπο. Και συνεπώς ο λόγος Του είναι και λόγος του Αληθινού Θεού, του ζωντανού Θεού. Τούτο μας το διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ο Κύριος λέγοντας:
«Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, κανένας δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά μόνο μέσω Εμoύ» (ΙΩΑΝΝ: 14/6).
Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία διαφύλαξε αναλλοίωτο και ανόθευτο τον Λόγο του Ιησού Χριστού, τον οποίο οι Απόστολοι είτε εγγράφως είτε προφορικώς, παρέδωσαν στους Αποστολικούς Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι με την σειρά τους, τον διαφύλαξαν χωρίς να τον αλλάξουν. Καθοδηγούμενοι δε αυτοί από το Άγιο Πνεύμα, διατύπωσαν τις χριστιανικές αλήθειες σε δόγματα κατά τις Οικουμενικές Συνόδους, και έκτοτε ισχύουν αυτά και αποτελούν ιστορική αυθεντία της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστεως.
Άρα, Δόγματα Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστεως, είναι «οι επί της Θείας Αυθεντίας ερειδόμενες και απόλυτο και υποχρεωτικό κύρος κεκτημένες θεωρητικές αλήθειες της πίστεως, οι οποίες περιεχόμενες συνεπτυγμένως στην Αγία Γραφή και φερόμενες  ανεπτυγμένως, κατά το μάλλον ή ήττον θεολογικώς στην Ιερά Παράδοση, επιστεύθησαν ανέκαθεν υπό της Χριστιανικής Εκκλησίας και εν μέρει μεν ωρίσθησαν και διετυπώθησαν Συνοδικώς υπ΄ αυτής, εν μέρει δε αναγνωριζόμενες υπό της κοινής Εκκλησιαστικής Συνειδήσεως, διδάσκονται στην Πράξη αδιαλλείπτως υπό της Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Η Ορθόδοξη αυτή Πίστη περιλαμβάνει ολόκληρη την χριστιανική αλήθεια, δηλ. την ιστορία της αποκαλύψεως της αλήθειας μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όπως αυτή αναφέρεται στην Αγία Γραφή, ειδικώς στην Καινή Διαθήκη. Συνεπώς, τα δόγματα έχουν ως βάση την ιστορική πραγματικότητα, είναι αλήθειες αναμφισβήτητες και εκφράζουν το περιεχόμενο της Πίστεώς μας.
2. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Δογμάτων
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δογμάτων είναι η αυθεντία, το αναλλοίωτο, κατά συνέπειαν το απόλυτο κύρος τους, λόγω του αμεταβλήτου τους και η στενή σχέση δόγματος και Αποκαλύψεως. Δεν υπάρχει κανένα δόγμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία που να μην πηγάζει άμεσα από την Αποκάλυψη.
Αποκάλυψη εννοούμε, την φανέρωση του Θεού στον κόσμο για την σωτηρία του ανθρώπου. Η Αποκάλυψη αυτή του Θεού πραγματοποιείται με τις ενέργειές Του και εκδηλώνεται σε ολόκληρη την φάση της θείας οικονομίας, που αρχίζει από την δημιουργία, περνάει μέσα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και συνεχίζεται μέσα από την Εκκλησία.
Οι παρερμηνείες της Θείας Αποκαλύψεως (της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως), δημιούργησαν τις αιρέσεις και επέφεραν τα σχίσματα.
Τα δόγματα στηρίζονται στην αυθεντία του Θεού και όχι του ορθού λόγου, αυτός δε είναι και ο λόγος που τα δόγματα υπερβαίνουν την ανθρώπινη λογική/διανόηση.
Για την ορθή ερμηνεία τους, συνήλθαν, κάθε φορά, οι Σύνοδοι (Οικουμενικές και Τοπικές) της Εκκλησίας σε ορισμένο χρόνο και για ορισμένη αιτία, που συγκροτήθηκαν με βάση τις περιστάσεις και τους κανόνες, και οι οποίες διατύπωσαν την Ορθόδοξη διδασκαλία σε Ορθόδοξα δόγματα, στηριζόμενα στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, δόγμα σημαίνει το δεδογμένον [Πρκ του απροσώπου δοκεί(μοι)=αποφασίζω], το ψήφισμα που διατυπώθηκε από την Εκκλησία του Ιησού Χριστού, το οποίον στηρίζεται στην Θεία Αποκάλυψη, την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, της οποίας Θείας Αποκαλύψεως, αψευδείς μάρτυρες υπήρξαν οι Απόστολοι και οι λοιποί Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας.
Οι δογματικές αλήθειες παραμένουν από τότε, αναλλοίωτες και θα παραμένουν σε όλη την ιστορία μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τούτο γιατί, η αλήθεια δεν αλλάζει στους αιώνες, αφού:
«Ο Ιησούς Χριστός χθες και σήμερα είναι ο ίδιος και στους αιώνες» (ΕΒΡ: 13/ 8).
Το δόγμα δεν είναι ο «φράκτης», αλλά η οδός της ζωής, διότι αυτό εκφράζει την καθολική αλήθεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι δογματικές λοιπόν, διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους και τις Τοπικές Συνόδους που επικυρώθηκαν από αυτές, αποτελούν το περιεχόμενο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστεως.
«Οι Οικουμενικές Σύνοδοι δογμάτισαν με την έλευση και επιστασία του Αγίου Πνεύματος, με βάση την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση και διατύπωσαν με θείο κύρος αυθεντικούς Όρους Πίστεως, αλώβητους και αμετακίνητους, με αιώνιο και απόλυτο κύρος, οι οποίοι Όροι Πίστεως είναι υποχρεωτικοί για τους Χριστιανούς όλων των αιώνων» (δογματική διδασκαλία του αείμνηστου καθηγητή Ιωάννου Καρμίρη).                  
                                       

3. Θεωρία περί «Εξελίξεως των Δογμάτων»   
Η λέξη «Δόγμα» αποτελεί, για πολλούς από τους σύγχρονους ανθρώπους, ένδειξη φανατισμού, φουνταμενταλισμού, σκάνδαλο, διότι το εννοούν ως έννοια που δεν δέχεται την έρευνα της εξακριβώσεως και συζητήσεως. Αυτό, όμως, είναι σφάλμα, διότι:
.Οι δογματικές αλήθειες, στηρίζονται σε γεγονότα που αποκαλύφθηκαν και ιστορικώς εξακριβώθηκαν και διατυπώθηκαν στις Γραφές, τα οποία (γεγονότα) αντέχουν σε αυστηρή έρευνα και κριτική δύο χιλιάδων ετών.
.Το δόγμα αποτελεί την αλήθεια που αποκαλύφθηκε από τον Ιησού Χριστό στους ανθρώπους, η οποία όχι μόνο πιστεύεται αλλά και βιώνεται από την Εκκλησία.
.Οι δογματικές αλήθειες αποτελούν αλήθειες που αποκαλύφθηκαν μια φορά.
Αυτό ξενίζει τους ολιγόπιστους και δύσπιστους, διότι οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν και να πουν αυτό που είδαν και είπαν οι Απόστολοι και ιδίως ο Ιωάννης:
«Εκείνο που υπήρχε από την αρχή, εκείνο που έχουμε ακούσει, εκείνο που έχουμε δει με τα μάτια μας, εκείνο που παρατηρήσαμε και τα χέρια μας ψηλάφησαν, δηλαδή περί του ενυποστάτου Λόγου της ζωής» (Α΄ ΙΩΑΝΝ: 1/1).
Σαφώς, το δόγμα είναι διδασκαλία της Εκκλησίας για την αλήθεια, αλλά δεν είναι η ίδια η Αλήθεια, δεν αφορά στην φύση του Θεού, διότι αυτή είναι άκτιστη, ενώ η διατύπωση (μορφή, σχήμα, εικόνα ή λόγος) είναι επινόηση του κτιστού ανθρώπου και αναλογία μεταξύ ακτίστου και κτιστού δεν υπάρχει.1
Ο Μ. Βασίλειος σημειώνει: «άλλο γάρ δόγμα και άλλο κήρυγμα. To μεν γάρ σιωπάται, τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται"2
Αυτό, κατά μία έννοια ερμηνεύεται ως παραδοχή ότι, τα δόγματα είναι βίωση των αληθειών της πίστεως, μέσα στην ζωή της εκκλησίας. Είναι η περίπτωση που ο πιστός ως μέλος της, ζει μια έντονη κοινωνία-εμπειρία της αλήθειας, η οποία βιώνεται στην σιωπή και μένει ανέκφραστη, αδιατύπωτη χωρίς να γίνεται λόγος, δηλαδή θεολογία. Όταν όμως υπάρξει η ανάγκη να εκφραστεί, τότε η μορφή της εκφράσεως, αυτονόητα θα εξαρτηθεί από τα γλωσσικά σχήματα κάθε εποχής.
Κατά συνέπεια, οι φορείς που βιώνουν και διατυπώνουν το δόγμα, οι Άγιοι Πατέρες (σε συμφωνία με την Εκκλησιαστική συνείδηση και την Ιερά Παράδοση) «δεν παράγουν στοχαστικά, συλλογιστικά και διαλεκτικά το δόγμα, αλλά το διατυπώνουν με βάση τα γλωσσικά σχήματα κάθε εποχής».
Η διαδικασία αυτής της διατυπώσεως, η οποία γίνεται με βάση την γλώσσα και τα σχήματα της, που σαφώς έχει στην διάθεση του και γνωρίζει αυτός που διατυπώνει την εμπειρία, συχνά δημιουργεί σύγχυση σε όσους δεν γνωρίζουν θεμελιώδεις αρχές της Ορθόδοξης Παραδόσεως, ή κάποιες φορές γίνεται αντικείμενο αντορθόδοξης πολεμικής η οποία μιλά για δήθεν «εξέλιξη του δόγματος».
Κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο για την Ορθοδοξη θεολογία!
Όπως σημειώνει ο Μ. Βασίλειος, το περιεχόμενο της δογματικής διδασκαλίας παραμένει αμετάβλητο: «...ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως»,3 μια "προσθήκη γνώσεων" που την αλήθεια καθ’ εαυτήν δεν την αυξάνει.4
Κατά τον ίδιο τρόπο, ερμήνευσε και ο Μ. Βασίλειος την Εξαήμερο, όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «ο γαρ εκείνος [ο Μωϋσής] είπεν εν ολίγοις τε και ευπεριγράπτοις τοις ρήμασι ταύτα διά της υψηλής φιλοσοφίας ο διδάσκαλος ημών αυξήσας...».5  
Επίσης, δεν ευσταθεί και ο ισχυρισμός του Λουθηριανού θεολόγου και ελληνιστού φιλοσόφου Harnack,6 κατά τον οποίον:
«η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν ηδύνατο να συμπλήρωση το Σύμβολον της Α΄ εν Νικαία, επειδή εν τω α΄ κανόνι αυτής λέγει, «μη αθετείσθαι την πίστιν των Πατέρων των τιη΄, των εν Νικαία της Βιθυνίας συνελθόντων, αλλά μένειν εκείνην κυρίαν», διότι προφανώς διά τούτου απαγορεύεται μόνον η αθέτησις και η αλλαγή και η παραχάραξις της εν τω Συμβόλω της Νικαίας περιλαμβανομένης πίστεως και διδασκαλίας, ουχί δε και η απλή συμπλήρωσις και βελτίωσις αυτού. Ακριβώς δε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, επιδιώκουσα όπως μείνη κυρία η πίστις της Νικαίας, κατωχύρωσεν αυτήν διά τίνων νέων προσθηκών και βελτιώσεων, αναγκαίων πρός απόκρουσιν των απειλουσών την πίστιν εκείνην νέων αιρέσεων, χωρίς βεβαίως να σύνταξη νέον ίδιον σύμβολον ή να κατάργηση ή αντικαταστήση ή παραχαράξη το της Νικαίας.7
Η θεωρία και διαδικασία της εξελίξεως των δογμάτων, είναι τελείως ξένη προς την Ορθοδοξία, καθώς ούτε η αλήθεια εξελίσσεται ούτε η καταγραφή της (η Παράδοση δηλαδή) βελτιώνεται. Η εξέλιξη προϋποθέτει εσωτερική διαλεκτική ανάπτυξη, διαδικασία βελτιώσεως, καλλιέργειας και καλυτερεύσεως και ως ιδέα περιέχει πολλούς κινδύνους: Π.χ. δικαιούται να υποθέσει ο θεολόγος ότι, αφού τα δόγματα είναι εξελίξιμα, μπορεί να συμβάλλει στην εξέλιξη τους, επινοώντας νέες αλήθειες.
Κάτι τέτοιο επιχειρείται επί των ημερών μας, από ωρισμένους οικουμενιστές και ορθοδοξίζοντες ιεράρχες και θεολόγους, με την διατύπωση δοξασιών περί νέας ερμηνείας των αποφάσεων των οικουμενικών συνόδων και θεωριών περί «μεταμοντέρνας» Θεολογίας, μεταπατερικής «ερμηνείας», προσαρμοσμένης στα δεδομένα της Νέας εποχής!!!
Η Αποκάλυψη όμως, δεν επιδέχεται βελτίωση και δεν υπάρχουν νέες αλήθειες για να επινοηθούν. Το δόγμα δεν είναι στοχασμός, φιλοσοφική σκέψη, αλλά μαρτυρία της αμετάβλητης αλήθειας, της αλήθειας που αποκαλύφθηκε και έχει διαφυλαχθεί αμετάβλητη από την αρχή.
4. Δόγματα και Ελληνική Φιλοσοφία.
Η λέξη δόγμα προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Η ρίζα της βρίσκεται στο ρ. δοκείν που σημαίνει νομίζω, αλλά το δόγμα κυριολεκτικώς σημαίνει ό,τι φαίνεται σε κάποιον ορθό, επωφελές, το φρόνημα, η αρχή, η γνώμη, η πίστη. Η έννοια αυτή μετατέθηκε στην φιλοσοφία. Έτσι από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε για "τα περί ψυχών δόγματα"8, ενώ στην φιλοσοφία και ειδικά στην Ακαδημία, λαμβάνει την μορφή του νομοθετείν.
Αυτή όμως η απόφανση9 περί των δογμάτων, δεν εννοείται ως κάτι αφηρημένο, αφού προηγείται έρευνα και απόφανση, μόνο για όσα έχουν καταληφθεί και έλεγχος για τα ψευδή και στάση εφεκτική απέναντι στα άδηλα. Ο όρος δόγμα επίσης, χρησιμοποιείται για την νομοθεσία της πόλεως- κράτους,10 δείχνοντας, ένα υποχρεωτικό χαρακτήρα στην χρησιμοποίησή του.
Γενικώς η έννοια του δόγματος στην αρχαία Ελλάδα έχει την έννοια της αυθεντικής καθιερώσεως, είτε αφορά στην πολιτική εξουσία και δη την νομοθεσία, είτε αφορά σε αλήθειες επιστημονικού κύρους. Τελικώς αποβαίνει η αυθεντική αρχή των φιλοσοφικών σχολών ή τις κατά καιρούς αποκλίσεις από τον κεντρικό κορμό.
Στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε τον όρο δόγμα σαν θρησκευτικό όρο, αρχικώς με την έννοια θεϊκού προστάγματος και αργότερα νομικού-υποχρεωτικού χαρακτήρα.
«και ελάλησε Κύριος προς Μωϋσήν λέγων, Πρόσταξον τοις υιοίς Ισραήλ….» (ΑΡΙΘΜΟΙ: 5/1-2).
«...φυλάσσεσθαι τας εντολάς Κυρίου του Θεού σου και τα δικαιώματα αυτού, όσα εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον…» (ΔΕΥΤ:10/13).
«...φυλάσσειν και ποιείν πάσας τας εντολάς Αυτού, όσας εγώ εντέλλομαί σοι σήμερον…» (ΔΕΥΤ: 28/15-17).
Στην Καινή Διαθήκη, με την έννοια της κρατικής νομοθεσίας [«..εν ταις ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην…» (ΛΟΥΚΑΣ:2/ 1), και διατάξεων του μωσαϊκού νόμου (ΚΟΛΑΣΣ: 2/ 14) αλλά και πάλι με την έννοια του υποχρεωτικού νόμου.
«(Ο Χριστός) κατέλυσε την έχθραν μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών, καταργήσας με το αίμα του τον νόμον των εντολών που περιελάμβανε δόγματα (προσταγές)….» (ΕΦΕΣ: 2/15).
Την πρώτη φορά που θα βρούμε την έννοια δόγμα σχεδόν με το περιεχόμενο το οποίον αποδόθηκε σταθερά στην εκκλησιαστική  ιστορία, είναι στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου αναφέρεται: «φυλάσσειν τα δόγματα τα κεκυρωμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων» (ΠΡΑΞ: 15/28). Παρά την συνήθη χρήση του όρου στην σημερινή πρακτική, οι Πατέρες δεν τον χρησιμοποιούν ιδιαίτερα, ενώ επί Ευσεβίου, παρατηρούμε ότι, όρος έχει ήδη πάρει την έννοια της καθολικότητας της αλήθειας.
Στους Αποστολικούς Πατέρεςπάντως λαμβάνει την έννοια της πράξεως, ενώ αργότερα κατά τον Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζει το αδιάβλητο της παραδοχής των αναλλοίωτων αληθειών τόσον της Εκκλησίας όσον και των αιρετικών. Τελικώς, θα μπορούσαμε να πούμε πως η έννοια δόγμα στην πατερική θεολογία, διατήρησε την έννοια της αυθεντίας, όπως αυτή εκδηλώθηκε στην αρχαία ελληνική γραμματεία, αν και η πρώτη λέξη που χρησιμοποιήθηκε ως ο όρος Δόγμα, ήταν η λέξη Όρος, δηλαδή όριο.
*
Η χρήση της ελληνικής φιλοσοφίας κατά την διατύπωση του χριστιανικού ορθόδοξου δόγματος από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ήταν ιστορική επιτακτική ανάγκη, γιατί οι πατέρες όφειλαν να παρουσιάσουν την Ορθόδοξη Πίστη μέσα στον ελληνικώς σκεπτόμενο κόσμο, με τα ίδια μορφολογικά στοιχεία, με τα οποία παρουσίαζαν και οι αιρετικοί τις διδασκαλίες τους.
Το ορθόδοξο δόγμα, διατυπώθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας σαν απάντηση στην πρόκληση των αιρέσεων. Αναμφιβόλως, αν δεν υπήρχαν οι διάφορες αιρέσεις, οπωσδήποτε δεν θα υπήρχε μια τόσον ανεπτυγμένη μορφή στην διατύπωση του ορθόδοξου δόγματος. 
Με την θεολογική και την φιλοσοφική θεωρία, οι αρχαίοι Πατέρες της Εκκλησίας επεδίωξαν να διαφωτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο, το περιεχόμενο των θείων δογμάτων, να προσεγγίσουν αυτά στο ανθρώπινο πνεύμα και να συγκροτήσουν συστηματική έκθεση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας.
Αναπτύσσουν τα δόγματα με βάση την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, χρησιμοποιώντας την φιλοσοφία και την ελληνική σκέψη και γλώσσα «επικουρικώς», μόνο ως βοηθητικά μέσα και όργανα. Η φιλοσοφία χρησιμοποιείται ως "θεραπαινίδα" της θεολογίας και συμβάλλει εις το οικονομείν εν κρίσει την αλήθειαν των ημετέρων δογμάτων" (Γρηγ. Ναζιανζηνός).
5. Ετυμολογία
§ Η λέξη ''δόγμα'' προέρχεται από το ρήμα «δοκέω-ώ» (έχω την γνώμη, νομίζω, κρίνω καλόν) και σημαίνει απόφαση, επίσημη και αυθεντική γνώμη. Στην Θεολογία, δόγματα είναι οι αλήθειες της πίστεως που πηγάζουν από την Αγία Γραφή και αναπτύσσονται μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος.
Δογματίζω σημαίνει θεσπίζω δόγματα, όπως νομοθετώ σημαίνει θεσπίζω νόμους. Όταν λέμε δόγματα, εννοούμε τόσο αυτό για το οποίο διατυπώνουμε μια άποψη όσο και την ίδια την άποψη11
§ Υπό την έννοια αυτή, δόγματα της ορθοδόξου Πίστεως είναι:
α) ΟΛΕΣ οι αλήθειες που πηγάζουν από την Αγία Γραφή και αναπτύσσονται μέσα στην Παράδοση της Εκκλησίας και 
β) Οι αποφάσεις ΟΛΩΝ των Οικουμενικών Συνόδων που αναφέρονται σε θέματα Χριστιανικής (ορθόδοξης) πίστεως.

Συνεχίζεται


 





1 Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Θεολογία και Γλώσσα, Ακρίτας, έκδ. 3η βελτιωμένη, Αθήνα 2002, σελ. 42
2 PG 32,189B.
Μ. Βασιλείου, Προς Ευστάθιον, PG 32, 829Β
Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Β', έκδ. 2η, Αθήνα 1999, σελ. 41.
5 Μ. Βασιλείου,( PG 44,64A.)
6 Carl Gustav Adolf von Harnack (7 May 1851 – 10 June 1930) was a German Lutheran theologian and church historian. He produced many religious publications from 1873 to 1912.
Harnack traced the influence of Hellenistic philosophy on early Christian writing and called on Christians to question the authenticity of doctrines that arose in the early Christian church. He rejected the historicity of the gospel of John in favor of the synoptic gospels, criticized the Apostoles' Creed, and promoted the Social Gospel.
7 Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 85.
8 Πλουτάρχου, Ηθικά, 14 Β
Απόφανσις= Δήλωση γνώμης, διακήρυξη, βεβαίωση (Λεξ. Δορμπαράκη, σ.133).
10 Πλάτωνος Νομ. 644D: «δόγμα πόλεως»
11 Διογένης Λαέρτιος, Πλάτων, 3,51. Στο: Διογένης Λαέρτιος, Άπαντα #2, βιβλία 3-4-5 (σειρά 'Οι Έλληνες' #304), Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 50.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου