Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

«ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ» ή «ΣΛΑΒΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ» ΓΛΩΣΣΑ-«ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ» ΕΘΝΟΤΗΣ

Αμφότερες (Μακεδονική ή Σλαβομακεδονική γλώσσα και Μακεδονική Εθνότης), αποτελούν εφευρέσεις-κατασκευάσματα της μεταπολεμικής περιόδου, ιστορικές και επιστημονικές ανακρίβειες, φαντασιώσεις και σκόπιμες παραχαράξεις. Όποιος επικαλείται αυθαιρέτως, την ύπαρξη Μακεδονικής εθνότητος ή Μακεδονικής/Σλαβομακεδονικής γλώσσης, είναι ανιστόρητος, χρήσιμος ηλίθιος, αγράμματος, ανθέλλην/μισέλλην, εθνοδιαλυτής, εγκάθετος προπαγανδιστής.
1. Ποίαν γλώσσα ομιλούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες;
Οι Σκοπιανοί «ραμφιστές των αρχαίων κειμένων», έχουν αναγάγει σε μείζον θέμα-σημαία, την μαρτυρία του Πλουτάρχου (Πλουτ., Αλεξ. 51/6), ότι ο Αλέξανδρος, πάνω στην δυσκολώτερη στιγμή της διαβάσεως του Γρανικού ποταμού, «ανεβόα μακεδονιστί καλών τους υπασπιστάς…». Ισχυρίζονται πως το «μακεδονιστί», αποδεικνύει ότι η γλώσσα των στρατιωτών του Αλεξάνδρου δεν ήταν ελληνική.
Όμως, εδώ η λέξη σημαίνει πολύ απλά, την τοπική μακεδονική διάλεκτο και όχι μία ξεχωριστή μη Ελληνική γλώσσα!. Όπως δηλαδή θα έλεγε: Δωριστί, αττικιστί, ιωνιστί, κλπ. Οι Σκοπιανοί δολίως επέλεξαν την παραπάνω παράγραφο από το έργον του Πλουτάρχου, και σκοπίμως απέφυγαν να αναφερθούν σε άλλα χωρία του ίδιου έργου του Πλουτάρχου, στα οποία σαφώς αποδεικνύεται ότι η μακεδονική διάλεκτος είναι Ελληνική και όχι κάποια διαφορετική γλώσσα. Συγκεκριμένα:
.Κατ’ εντολήν του Αλεξάνδρου οι ξένες επιγραφές εξηγούνταν στα Ελληνικά για να τις καταλαβαίνουν οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες στρατιώτες: «την δε επιγραφήν αναγνούς εκέλευσεν ελληνικοίς υποχαράξαι γράμμασιν» (Πλουτ., Αλέξ., 69/4).
.Ο Αλέξανδρος διέταξε να μάθουν οι Πέρσες την Ελληνικήν γλώσσαν και όχι την «Μακεδονικήν»: «..Εκέλευσε γράμματα τε ελληνικά μανθάνειν και μακεδονικοίς όπλοις εντρέφεσθαι» (Πλουτ. Αλέξ., 47/6).
Ώ απατεώνες Σκοπιανοί (Βαρδαριανοί), σφετεριστές της Αρχαίας Ελληνικής Μακεδονίας, ποια «μακεδονική» γλώσσα επικαλείσθε; Ξεστραβωθείτε λοιπόν και πείτε μας, σε ποια γλώσσα είναι εγχαραγμένες λέξεις και ονόματα, στα παρακάτω αρχαία Μακεδονικά νομίσματα.
2. Η γλώσσα των Μακεδόνων ήταν ΕΛΛΗΝΙΚΗ, αποδεικνυομένη εκτός των άλλων και από τις επιγραφές στα αρχαία νομίσματα
Φίλιππος Β΄ 359-336 π.Χ. Αργυρό τετράδραχμο
Φίλιππος Β΄ 359-336 π.Χ. Χρυσός στατήρ (8,58 g)
Αργυρό τετράδραχμο Μεγάλου Αλεξάνδρου

3. Υπήρξε αρχαία «Μακεδονική» γλώσσα, ξεχωριστή από την Ελληνική;
Γλώσσα Μακεδονική, ξεχωριστή από την Ελληνικήν, ΔΕΝ υπήρξε ποτέ. Αυτό που υπήρξε ήταν η ελληνική Αττική διάλεκτος στην οποία έγραφαν και μιλούσαν στην Μακεδονία ο λαός της, ο Φίλιππος, ο Μέγας Αλέξανδρος, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες.
Στην βορειοδυτική Ελλάδα και σε άλλα σημεία της, εντοπίζονται δωρικά γλωσσικά στοιχεία, όπως και ιωνικά, πράγμα που συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τόσο τη νησιωτική, όσο και στις αποικίες της. Ωστόσο, να το επαναλάβουμε, η προφορική και γραπτή γλώσσα ήταν η Αττική διάλεκτος που ήταν η γλώσσα των Ελλήνων.
Στην Δυτική Μακεδονία, βρέθηκε σειρά επιγραφών σε αναθηματικές στήλες, πέραν των άλλων ευρημάτων σε Βεργίνα, Δίον, Αμφίπολη, κ. α.. Η γλώσσα φυσικά είναι Ελληνική καθώς και τα ονόματα. Το ίδιο και η πολιτειακή δομή. Και οι θεοί στους οποίους οποίους απευθύνονται είναι οι γνωστοί θεοί των Πανελλήνων.
Από την Κοζάνη: Διί υψίστω Ορέστης Λιμναίου.
Από την Σιάτιστα: Πρόκλος Αλεξάνδρου υπέρ υιού Παρμενίωνος.
Από την Αινιανή: Διί Υψίστω Ατρείδης Καπύλλου ευχήν.
Από την Άννα της Ορεστίδος: Φιλωτέρα Ιπποστράτου ηρώεισα.
Είναι γνωστόν, ότι ο Ευριπίδης, ο Αγάθων και άλλοι Αθηναίοι συγγραφείς και ποιητές, έζησαν στην Μακεδονία, συνέθεσαν και παρουσίασαν εκεί τα έργα τους. Αυτό θα ήταν αδύνατον να συμβεί, εάν στην Μακεδονία ο βασιλιάς, η αυλή του, και ο λαός δεν μιλούσαν και δεν είχαν ως μητρικήν γλώσσα, τα ελληνικά.
Κατά την μακραίωνη ύπαρξη της ελληνικής γλώσσας, τουλάχιστον από την Προελληνικήν (3.000 π.Χ.) και μετά, αναπτύχθηκαν διάλεκτοι, όπως η Αιολική, η Αρκαδοκυπριακή, η Αττική-Ιωνική, η Δωρική. Όλες αυτές οι διάλεκτοι αποτελούν κλάδους του ίδιου δέντρου, της ίδιας γλώσσας, της Ελληνικής.
Η γλώσσα των Μακεδόνων ήταν ΕΛΛΗΝΙΚΗ, αποδεικνυομένη εκτός των άλλων και από τις επιγραφές στα παραπάνω αρχαία νομίσματα. 
Η Μείζων Ελληνική Μακεδονία μας
(Τα απαράγραπτα Γεωγραφικά, Ιστορικά και Εθνολογικά όρια)

Ώ ανιστόρητοι, αγράμματοι, αδίστακτοι, άφρονες, ανθέλληνες, αθεϊστές, αμετανόητοι, ασπόνδυλοι,αριστεροφασίστες, άκαρδοι, άθλιοι, ασελγείς, απεχθείς, αξιοθρήνητοι, αμορβοί (σκοτεινοί), αναλκείς (δειλοί), ανανδριείς, ανδραποδιστές, ανοπαιόφρονες, απαγείς, απάτριδες, αγροίκοι, απαρρησίαστοι, αρατοί, αρτίπλουτοι, αρχομανείς, αταρτηροί, αλαζόνες, αυθάδεις, αχυράνθρωποι του Συστήματος!
Ποιος σας εξουσιοδότησε να διαπραγματευθείτε, ερήμην του κυρίαρχου Ελληνικού λαού, αντίθετα με την εκπεφρασμένη, πολλάκις, λαϊκή βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων και προ πάντων, αγνοώντας την στεντορείαν και διαχρονική από τα βάθη των αιώνων, φωνή των προγόνων του Έθνους μας, την γην, το όνομα, την ιστορίαν και την ιερή κληρονομιά της Μακεδονίας μας [αρχαίαν/ προχριστιανικήν, μεταχριστιανικήν, μεσαιωνικήν, Μακεδονικής Δυναστείας, μέχρι την απελευθέρωσή της από τα στρατεύματα των Ελλήνων (1913)];
Στην συνείδηση του Έθνους των ΡΩΜΗΩΝ/ΕΛΛΗΝΩΝ, είσθε ένοχοι ΕΣΧΑΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ !!!
Ώ άλαλοι ρασοφόροι ιεράρχες της Διοικήσεως της Ελλαδικής Εκκλησίας!
ΔΕΝ αντελήφθητε τίποτε, ΔΕΝ διαβάσατε τι περιλαμβάνει η αισχρή συμφωνία των Πρεσπών; Δεν βλέπετε την προδοσία των Ελλαδιτών εθνοδιαλυτών πολιταρχών, σε βάρος της Μακεδονία μας;
-Εάν δεν καταλάβατε ή δεν πιστεύετε ότι με την επαίσχυντη συμφωνία των Πρεσπών, παρεδόθη η Μακεδονία μας στα Σκοπιανά (Βαρδαριανά) ανθρωπάρια, υποχείρια  των Παγκόσμιων εντολοδοτών/τυράννων των λαών, τότε αποδεικνύετε ότι:
.Είσθε αγράμματοι (Αγιογραφικώς), ανιστόρητοι (Εκκλησιαστικώς και Εθνικώς), φαρισαΐζοντες/φραγκοπαπίζοντες/προτεσταντίζοντες/οικουμενίζοντες (Δογματικώς).
.Είσθε ΑΝΑΞΙΟΙ να φέρετε το τιμημένο και αιματοβαμμένο ράσο του λειτουργού του Κυρίου.
-Εάν αντελήφθητε την προδοσίαν και δεν αντιδράτε εκουσίως, αλλά προτιμάτε την ιχθυοφωνίαν, για οποιονδήποτε λόγον, τότε είσθε ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΙ και ΕΘΝΙΚΩΣ ΕΠΙΖΗΜΙΟΙ.. Τότε, στην  συνείδηση του Έθνους των ΡΩΜΗΩΝ/ΕΛΛΗΝΩΝ, είσθε συνένοχοι και συνεργοί στο Εθνικόν έγκλημα της ΕΣΧΑΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ!!!
ΡΩΜΗΕΣ-ΡΩΜΗΟΙ / ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ-ΕΛΛΗΝΕΣ!!!
ΟΤΑΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕΤΕ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΘΕ ΕΛΛΗΝΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ, ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΑΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΚΑΙ ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ ΕΥΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΡΩΜΗΟΙ/ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟΝ-ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΝ ΜΑΣ, ΤΟΤΕ ΘΑ «ΚΛΕΙΣΕΤΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΣΑΣ ΤΗΝ «ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ» ΜΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΑΙΣΘΑΝΘΕΙΤΕ ΝΑ ΛΑΧΤΑΡΙΖΕΙ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ»!!!
ΜΕΡΟΣ 22ον

18. ΡΩΜΑΙΟΙ/ΡΩΜΗΟΙ (Συνέχεια 21ου μέρους)
ε. Ρούμ-Ρωμανία-Ρούμελη1
1/. Γενικά
Με τα παραπάνω ονόματα, καλούνταν από τούς Άραβες, Πέρσες και Οθωμανούς/ Τούρκους:2
· Ο Ρωμαίος/Ρωμηός (ο Ελληνο «βυζαντινός»).
· Η Ρωμαίϊκη Αυτοκρατορία (Ρωμανία), η χώρα των Ρωμαίων, των Ελλήνων της Αυτοκρα­τορίας και κατ’ εξοχήν η Μικρά Ασία.
· Οι πολίτες της Αυτοκρατορίας (Ρουμ/Ρωμηοί).
· Ευρύτερες περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Ρουμ-Ιλί=Ρούμελη).
· Το κράτος του Αυτοκράτορος, στην Κωνσταντινούπολη.
Το Σελτζουκικόν Κράτος που ιδρύθηκε μετά την μάχη του Ματζικέρτ (1071), το καλούμενο από εμάς κράτος της Νίκαιας ή του Ικόνι­ου, υπό των Τούρκων εκαλείτο, Κράτος των Ρούμ (Ρούμ-ιλί).
Σε επιγραφές και άλλα γραπτά μνημεία οι Σελτζουκίδες Τούρκοι Σουλτάνοι και άλλοι ηγεμόνες, τιτλοφορούνται «κύριοι του Ρούμ», δηλ. των χωρών της Μικράς Ασίας που είχαν αποσπασθεί από τους Ρωμαίους/ Ρωμηούς.
Επίσης Ρούμελη/Ρουμ-ιλί (χώρα των Ρωμηών):
•Ονόμαζαν οι Οθωμανοί/Τούρκοι το Ρωμαϊκόν κράτος (υπό των πολιτών εκαλείτο Ρωμανία), αλλά και τυχόν τμήματα αυτού που διατελούσαν υπό Ρωμηούς/«Βυζαντινούς» ηγεμόνες όπως για παράδειγμα, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος.
•Επικράτησε να ονομάζεται μετά την άλωση, το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών της "Οθωμανικής Αύτοκρατορίας, με εξαίρεση τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, την Βοσνία, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και την Κύπρο.
Ρωμανία και Ρωμαΐς  ήταν η ιστορική και αληθινή ονομασία του «Βυζαντινού» Κράτους, κατά τον Μεσαίωνα.
Το όνομα Ρουμ με το όποιο καλούσαν οι Τούρκοι τους κατακτημένους, ήταν το όνομα που έδιδαν οι κατακτητές (αλλά και οι Άραβες, Πέρσες, κ.λ.π.) στους Έλληνες.3 Αντιστοιχούσε με το Ρωμαίος ή Ρωμηός της Ελληνικής Αυτοκρατορίας και σε καμία περίπτωση, όπως προαναφέραμε, δεν σήμαινε τον παλαιόν Ρωμαίον ή τον διάδοχο πολίτη της παλαιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως επιχειρούν να διοχετεύσουν σκόπιμα ή από άγνοια, σύγχρονοι ανιστόρητοι... ιστο­ρικοί και οι αρχαιομανείς σύμμαχοί τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι εξωφρενικός.
Τέλος, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι:
οΜετά την επικράτηση του ονόματος Κωνσταντινούπολις (Νέα Ρώμη), ο Πατριάρχης περιέλαβε στον τίτλο του και τα δύο ονόματα: «Αρχιεπίσκοπος Κων/λεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πα­τριάρχης».
ο«Η Νέα Ρώμη ήταν πρωτεύουσα του Κράτους και το Κράτος ελέγετο Ρωμανία»4.
ο«Η Ρωμανία νικά» κραύγαζε ό λαός στον ιππόδρομο και την πτώση τής Ρωμανίας έκλαψαν το 1453 οι Έλληνες της Ανατολής.
ο«Οι Τούρκ’ όνταν εκούρσευσαν την Πόλ’ την Ρωμανίαν, επάτνανε τα εγκλησιάς και έπαιρναν τα εικόνας»5.
2/. Η χρήση των ονομάτων από τους λογίους ή τους πολιτικούς, πολλές φορές, επέφερε σύγχυση στα πράγματα  (π.χ. ταύτιση του Ρωμαίος με το όνομα Έλλην, χρήση με μορφή δόγματος του ονόματος Βυζαντινός, κλπ). Ο απλός και άδολος Ελληνικός λαός όμως, ελεύθερος από πολιτικές σκοπιμότητες ή την αρχαιοπληξία αρκετών από τους λογίους, χρησιμοποίησε στο διάβα των αιώνων, αμφότερα τα ονόματα, όπως δείχνουν τα δημοτικά τραγούδια του. Τελικώς εταυτίσθηκαν, καθ’ όσον οι Ρωμαίοι έγιναν πολιτιστικώς Έλληνες και οι Έλληνες πολιτικώς/πολιτειακώς (κρατικώς), Ρωμαίοι.
Εξ άλλου και όλοι οι άλλοι λαοί της αυτοκρατορίας (μη ελληνικής εθνικότητος ή εθνότητος), μπορούσαν να ονομάζονται πολιτιστικώς Έλληνες αφού και η Αυτοκρατορία ήταν Ελληνική. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι εκ καταγωγής  Έλληνες ήσαν εξουσιαστές [ασκούσαν εξουσίαν, Φραγκικού τύπου (φεουδαρχικώς)], επί όλων των άλλων λαών (της Αυτοκρατορίας) ή ότι η Αυτοκρατορία ήταν ιδιοκτησία των Ελλήνων.
Μία τέτοια σύγχυση (παρανόηση) δημιουργήθηκε από το γεγονός, ότι το 1453 η Πόλη ήταν στα χέρια των Ελλήνων, μαζί με μερικά τμήματά της στον ιστορικό ελληνικό (ελλαδικό) χώρο. Δεν ήταν όμως αυτή γεωγραφικώς, ΟΛΗ η Αυτοκρατορία.
Μονοεθνική αυτοκρατορία, άλλωστε, ΟΥΔΑΜΟΥ στον κόσμο υπάρχει.
Η Αυτοκρατορία της Ρωμανίας (η επιπολαίως, ανιστορήτως ή σκοπίμως αποκληθείσα «Βυζάντιον»), αποκαταστάθηκε αδελφικώς και ξαναλειτούργησε ως «Αυτοκρατορία» στα όρια της Εθναρχίας, μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως γεωγραφική συνέχεια της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης. Μετά την άλωση του 1453, η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ξαναβρήκε την εδαφική και πληθυσμιακή ενότητά της («Κράτος εν κράτει»), ως Ρωμαϊκή Εθναρχία (Ρουμ-μιλλετί).
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι σήμερα, στην Συρία και στον Λίβανο, όπου ζουν περισσότεροι από 1.200.000 Ορθόδοξοι, οι οποίοι λόγω των ιστορικών περιπετειών τους έχουν γίνει αραβόφωνοι, δηλώνουν αυθόρμητα πως είναι «Ρουμ Ορτοντόξ» και όχι Σύριοι ή Λιβανέζοι, διότι θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους των κατακτηθέντων «Ρωμαίων» της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης, από τα μέσα του 7ου αιώνος. Δηλώνουν δηλαδή την παλαιά κρατική ταυτότητά τους, που εκφράζει συγχρόνως και την πίστη τους. Ως Ορθόδοξοι, είναι Ρωμαίοι. Έτσι απευθύνονται με συγκίνηση σε έναν ξένο Ορθόδοξο (Ρωμηό), για  να δείξουν και την ιστορική  σχέση και συγγένεια (πνευματικώς και πολιτικώς/κρατικώς) μαζί του.
3/. Οι Ρωμαίοι/Ρωμηοί και το Κοράνιον
Σημαντική επιβεβαίωση της ευρείας χρήσεως του ονόματος «Ρωμαίος-Ρωμαίοι», μας παρέχει το Κοράνιο. Ένα από τα κεφάλαια (Σούρα) του βιβλίου, είναι το υπ’ αριθ. λ΄ (30), επιγραφόμενο «Αρρούμ», δηλαδή «η Ρωμανία». Ο Άραβας ιστορικός Α. Μασούντι (10ος αι.), κάνει διάκριση μεταξύ Γιουνάν (εθνικοί Έλληνες) και Ρουμ (Ρωμαίοι, χριστιανοί). Οι πρώτοι στίχοι του κεφαλαίου ΡΟΥΜ, είναι οι ακόλουθοι:
«Στο όνομα του οικτίρμονος και ελεήμονος Αλλάχ, Άλεφ, Λαμ, Μιμ. Οι Ρωμηοί νικήθηκαν σε μια χώρα γειτονική προς την δική μας. Όμως μετά από λίγα χρόνια και αυτοί θα νικήσουν. Τα πράγματα, είτε πριν είτε μετά εξαρτώνται από τον Θεό. Κατά την ημέρα εκείνη οι πιστοί θα χαρούν για την νίκη, που θα γίνει με την βοήθεια του Θεού. Αυτός δίνει νίκη σε όποιον Αυτός θέλει, διότι είναι ο μεγαλοδύναμος και πολυέλεος».6
Κατά μίαν άλλη ερμηνεία των συγκεκριμένων στίχων:
1. Αλέφ Λαμ, Μιμ. Οι Ρωμηοί νικήθηκαν.
2. Νικήθηκαν στα σύνορα. Θα εξαγοράσουν την ήττα τους με την νίκη.
3. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Θεός κανονίζει την τύχη των μαχών. Η ημέρα που θα θριαμβεύσουν, θα είναι μέρα χαράς για τους πιστούς.
Στο ίδιο κεφάλαιο, λίγο παρακάτω διαβάζουμε τα εξής χαρακτηριστικά λόγια:
6. Μεθυσμένοι από τις γήϊνες απολαύσεις οι άνθρωποι ξεχνούν την μέλλουσα ζωή.
7. Αγνοούν μήπως πως ο ουρανός και η γη και το καθετί που υπάρχει στο διάστημα είναι αληθινό έργο του Θεού; Και πως έχει ορίσει το όριο της διάρκειάς του; Και όμως οι περισσότεροι αρνούνται την ανάσταση.
Από την σαφή αναφορά της αναστάσεως σε συνάρτηση με την νίκη των Αλ Ρουμ, δηλαδή των Ρωμηών της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, κατά τον Τουρκολόγο Νικόλαο Χειλαδάκη, συμπεραίνεται ότι το ίδιο το Κοράνι, «προφητεύει» τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, τουτέστιν της Ρωμηοσύνης.
Βεβαίως, δεν πρόκειται περί «προφητείας» του Μωάμεθ, αλλά περί επαναλήψεως/ αντιγραφής, με παραλλαγμένη μορφή, της αντίστοιχης προφητείας που περιλαμβάνεται στην ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ. Η αναφορά όμως στους στίχους αυτής της σούρας του Κορανίου, γίνεται διότι αναφέρονται οι Ρουμ/Ρωμαίοι/Ρωμηοί, το όνομα με το οποίον απεκαλούντο τότε, ΟΛΟΙ οι χριστιανοί πολίτες της Αυτοκρατορίας.
στ. Ο τίτλος του «Imperator Romanorum» (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων)
1/. Στην Εγκυκλοπαίδεια Britannica, διαβάζουμε:
«…Μερική επίσης, ήταν η χρήση της ονομασίας Γραικοί σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της αυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι από τον 9ο αιώνα στις λατινικές πηγές κυρίως του φραγκικού κράτους, γίνεται συστηματική χρήση της για ολόκληρη την αυτοκρατορία, με σκοπό την εξουδετέρωση της ονομασίας Ρωμαίου και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος) (…) και την αποκλειστική οικειοποίησή τους για το φραγκικό κράτος.
Η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η νομιμότητα της συνέχειας αυτής, συνδεόταν άρρηκτα με τις ονομασίες που θεμελίωναν τη νόμιμη χρήση του τίτλου «αυτοκράτωρ Ρωμαίων» (imperator Romanorum) και εξασφάλιζαν την μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της νόμιμης αυτοκρατορίας στην Οικουμένη» (Εγκυκλ. Britannica, λ. «Βυζάντιο»).
Οι εισβολές των Λομβαρδών και των Αράβων στην Αυτοκρατορία, είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια των περισσότερων επαρχιών, συμπεριλαμβανομένων και της Ιταλίας και όλης της Ασίας, εκτός από την Ανατολία. Οι περιοχές που διατηρήθηκαν ήταν κυρίως Ελληνικές, μετατρέποντας έτσι την αυτοκρατορία, σε μια πολύ πιο συνεκτική ενότητα που τελικά εξελίχθηκε σε Αυτοκρατορία λαού, σαφούς ενσυνείδητης ταυτότητας.
Η αποτυχία των Ρωμαίων («Βυζαντινών») να προστατεύσουν τον Πάπα από τους Λομβαρδούς, εξανάγκασε τον Πάπα να αναζητήσει βοήθεια αλλού. Στο αίτημά του απάντησε ο Φράγκος Πιπίνος ΙΙ, από την Ακουϊτανία,7 τον οποίο είχε ονομάσει "Πατρίκιο", τίτλο που προκάλεσε σοβαρή διαφωνία, .
2/. Το 772, η παλαιά Ρώμη έπαψε να μνημονεύει τον αυτοκράτορα που πρώτα κυβερνούσε από την Κωνσταντινούπολη, και το έτος 800, ο ανιστορήτως και σκοπίμως αποκληθείς από τους Φράγκους, Καρλομάγνος, στέφθηκε «Ρωμαίος» αυτοκράτορας από τον ίδιο τον Πάπα, απορρίπτοντας επίσημα τους πολίτες της Αυτοκρατορίας της καθ’ ημάς Ανατολής, ως πραγματικούς Ρωμαίους. Σύμφωνα με την ερμηνεία των γεγονότων από τους Φράγκους, ο παπισμός καταλλήλως, «μετεβίβασε την ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία από τους Έλληνες στους Γερμανούς, στο όνομα της Μεγαλειότητός του, του Καρόλου».
Οι Δυτικοί Αυτοκράτορες, μετά τον «Καρλονάνο» (Καρλομάγνο κατά τους Φράγκους), σφετεριζόμενοι τον τίτλο των Αυτοκρατόρων της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, άρχισαν να αυτοαποκαλούνται συστηματικά «Imperator Romanorum» (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων) αμφισβητώντας άμεσα το «Βασιλεύς Ρωμαίων» της Κωνσταντινουπόλεως, μόλις από την εποχή του Αυτοκράτορα Όθωνα Γ΄ (983-1002).
Ο Όθων προχώρησε σ’ αυτή την ενέργεια με την παρακίνηση της μητέρας του της Ρωμηάς Θεοφανούς,8 μιας πριγκίπισσας από την Κωνσταντινούπολη που προέβη σ’αυτήν την ενέργεια για ευνόητους λόγους. Βεβαίως, οι καλά πληροφορημένοι μεταξύ των Δυτικών γνώριζαν ήδη ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσβάλλουν την αυθεντία της Κωνσταντινουπόλεως, εάν αυτός ήταν ο σκοπός τους, ήταν να αρνούνται την Ρωμαίϊκη/ Ρωμαϊκή της ταυτότητα.
Έτσι απεφάσισαν να αποκαλούν τους πολίτες του Ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας, αντί για Ρωμαίους, Γραικούς.
Ονομάστε τους «Graecus» (Γραικούς): Αυτό μεταφραζόταν σε «Έλληνες» (Hellenes), που σήμαινε ειδωλολάτρες, αιρετικοί και μη γνήσιοι Ρωμαίοι!!!
3/. Στο εξής, ένας πόλεμος ονομάτων ξέσπασε γύρω από τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά δικαιώματα. Αδυνατώντας να αρνηθούν ότι υπήρχε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, ικανοποιούνταν αποκηρύσσοντάς τον, από διάδοχο της Ρωμαϊκής κληρονομιάς με το επιχείρημα ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμιά σχέση με την Ρωμαϊκή κληρονομιά. Ο Πάπας Νικόλαος Α΄, ορμώμενος από τα ίδια ταπεινά αίτια, έγραψε στον Ρωμαίο/Έλληνα Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄:
«Παύσατε να αποκαλείστε «Αυτοκράτωρ Ρωμαίων», αφού οι Ρωμαίοι των οποίων ισχυρίζεστε ότι είστε Αυτοκράτορας, είναι στην πραγματικότητα βάρβαροι, κατά την γνώμη σας».9
Στο εξής, για τους Φραγκοπαπικούς της Δύσεως, ο αυτοκράτορας στην Ανατολή ήταν γνωστός και μνημονευόταν ως «Αυτοκράτωρ των Ελλήνων» ή «Αυτοκράτωρ της Γραικίας» και η χώρα τους ως «Ελληνική ή Γραικική Αυτοκρατορία», ενώ οι ίδιοι διατηρούσαν και τους δύο «Ρωμαϊκούς» τίτλους, για τον Φράγκο βασιλιά τους. H προσβολή αλλά και η οργή που αισθάνθηκαν οι Ρωμαίοι («Βυζαντινοί») για την ασύστατη κατηγορία, καταδεικνύει πόσο συναισθηματικά συνδεδεμένοι ήταν με το όνομα Ρωμαίος.
Πραγματικά, ο Επίσκοπος Λιουτπράνδος (Cremon Liutprand), απεσταλμένος της φραγκικής αυλής, φυλακίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, επειδή δεν αναφέρθηκε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα με τον κατάλληλο τίτλο του. Η φυλάκισή του ήταν αντεκδίκηση για την ίδρυση της ψευδεπίγραφης και ιστορικώς ανύπαρκτης «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», από τον βασιλιά του, τον Όθωνα Α΄.
4/. Οι αυτοκράτοτες της καθ’ημάς Ανατολής, απεκαλούντο «Αυτοκράτορες των Ρωμαίων»
Παρά τις θεολογικές αυθαιρεσίες, ιστορικές αλχημείες, θρησκευτικές δολοφονίες και πλαστογραφίες των Φράγκων, ακόμη και σε επίσημα έγγραφα της αυτοκρατορίας (Ψευτο-Ισιδώρειες διατάξεις, Κωνσταντίνειος δωρεά, κλπ), που σφετερίστηκαν ιστορία και ονόματα των Ρωμαίων, οι Αυτοκράτορες της καθ’ ημάς Ανατολής, εξακολουθούσαν να αποκαλούνται και ένοιωθαν υπερηφάνεια όταν τους αποκαλούσαν με τον τίτλο τους, «Αυτοκράτορας των Ρωμαίων».
Παραθέτουμε παρακάτω απεικονίσεις αυτοκρατόρων της Ανατολικής Ρωμαϊκής/ Ελληνικής Αυτοκρατορίας, όπου άπαντες χαρακτηρίζονται αυτοκράτορες ή βασιλείς των Ρωμαίων.
Οι παρατιθέμενες απεικονίσεις από ψηφιδωτά, νομίσματα, έγγραφα κ.α. ελήφθησαν δειγματοληπτικώς, από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» («Εκδοτική Αθηνών») και άλλες πηγές. Απεικονίζουν διάφορους αυτοκράτορες με τους τίτλους τους, στους οποίους πουθενά δεν υπάρχουν οι λέξεις «Ελλάς» ή «Έλλην». Ακόμα και σ’ αυτούς της τελευταίας δυναστείας, των Παλαιολόγων, δεσπόζουν οι τίτλοι: «αυτοκράτωρ των Ρωμαίων» και «βασιλεύς των Ρωμαίων».
Ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, ένας από τους τελευταίους αυτοκράτορες, ο οποίος αποκαλείται «αυτοκράτωρ των Ρωμαίων».

Aπό αριστερά: Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (ια΄αι.). Αλέξιος Κομνηνός (ιβ΄ αι.). Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (ιγ΄ αι.). Όλοι τους, αποκαλούνται βασιλείς των Ρωμαίων.
Eπάνω: Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (ιδ΄-ιε΄ αι.).Μετάλλιο (Hτtel des Medailles, Παρίσι): Εικονίζεται ο προτελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας, Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, με δυτική ενδυμασία και κάλυμμα κεφαλής.
Φιλοτεχνήθηκε, κατά την διάρκεια της επισκέψεώς του στην Φλωρεντία, από τον Πιζανέλλο το 1438. Επιγραφή: ΙΩΑΝΝΗC BACΙΛΕVC ΚΑΙ ΑVΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ, Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC.
Κάτω: Η ιδιόχειρη υπογραφή του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως: «Κωνσταντίνος ο εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Παλαιολόγος».
Ασημένιο νόμισμα 3/5 βασιλικού. Στη μία όψη ο άγ. Δημήτριος (ΔΗΜΗΤΡΙΟC) και ο Ανδρόνικος Γ' (ANΔΡΟΝΙΚΟC) ενώ στην άλλη όψη ο Χριστός επάνω από τον Ανδρόνικο Γ' (AVΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ).

ζ. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Ρωμαίοι/Ρωμηοί), εδημιούργησαν την νέα έννοια της λ. Έλλην, ως «ειδωλολάτρου» ή την βρήκαν ως διαχρονικήν τοιαύτην, στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία;
1/. Η «Ρωμαϊκή συνείδηση» των λαών της Αυτοκρατορίας
Όλες οι διαθέσιμες πηγές της παγκόσμιας γραμματείας, μας οδηγούν στην διαπίστωση ότι το όνομα «Έλλην» είχε ήδη χάσει την εθνική-φυλετική του σημασία στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Στο τεράστιο χωνευτήρι της διαφυλετικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όλοι οι λαοί απέκτησαν σταδιακά, «Ρωμαϊκή συνείδηση». Παρ’ όλα αυτά, χωρίς αμφιβολία, ο πολιτισμός της αυτοκρατορίας, ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από την κλασική και ελληνιστική παράδοση. Στην ουσία, ήταν Ελληνικός.
Από τον 5ο αιώνα π.Χ., το όνομα Έλληνες επικράτησε για όλα τα ελληνόφωνα, πελασγικής καταγωγής φύλα, στην ευρύτατη διασπορά τους και έγινε το εθνικό τους όνομα. Αυτό είναι έκτοτε, το μόνιμο και αναντικατάστατο εθνικό όνομά τους. Στην Αυτοκρατορία της Ρωμανίας, οι Έλληνες το γένος αποτελούσαν την καρδιά και ο Ελληνικός πολιτισμός, την ψυχή της.
Η ελληνική παιδεία, η ελληνική γλώσσα, η ελληνική σκέψη και ο ελληνικός πολιτισμός έγιναν κοινό κτήμα των διαφόρων εθνοτήτων,10 αρχικώς στην Ανατολή και στην Δύση, ώστε να μπορούν να ονομάζονται, πολιτιστικώς και πνευματικώς, όλοι  Έλληνες, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Οι Έλληνες,  άλλωστε, συνεχίζοντας την παράδοση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν  επεδίωξαν την υποταγή των άλλων εθνοτήτων/ λαοτήτων της αυτοκρατορίας, κάτι που έκαμναν αργότερα, οι αιμοσταγείς μισέλληνες και αιρετικοί βάρβαροι Φράγκοι, πρόδρομοι των αποκρυφιστών Ναζιστών, καθώς και των σημερινών Γερμανών.
Με την δύναμη της χριστιανικής  πίστεως, οι Έλληνες πέτυχαν την ενοποίηση και συναδέλφωση όλων των εθνοτήτων, υπό το κοινόν Ποτήριον της Θείας Κοινωνίας, στην   Μία μεγάλη Ορθόδοξη Διαφυλετική Οικογένεια  της Αυτοκρατορίας. Έτσι, οι εκ καταγωγής Έλληνες, έγιναν για τους άλλους λαούς της αυτοκρατορίας όχι κατακτητές, αλλά «πρωτότοκοι εν πολλοίς αδελφοί» (ΡΩΜ: 8/29).
Τον 4ον μ.Χ. αιώνα, όσον η Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, ο όρος «Έλληνες» επαναπροσδιοριζόταν συνεχώς και κατέληξε να σημαίνει τους ανθρώπους που ακόμη λάτρευαν τους αρχαίους θεούς και σπούδαζαν ένα είδος «φιλοσοφίας», ουσιαστικώς παγανισμού/σατανισμού, με την ελπίδα να αναχαιτίσουν την πλημμυρίδα της Νέας Χριστιανικής Πίστεως.
Ο Ιουλιανός (361-363), ο αυτοκράτορας που προσπάθησε να σταματήσει την Χριστιανική παλίρροια, απέλυσε ΟΛΟΥΣ τους Ορθοδόξους Χριστιανούς από τις δημόσιες υπηρεσίες, εδίωξε τους Χριστιανούς Έλληνες, συνεργασθείς ακόμη και με Ταλμουδιστές Ιουδαίους μάγους,11 και ονόμαζε τον εαυτό του «Έλληνα».
Με το «Έλλην», ο Ιουλιανός υποδήλωνε την σχέση του με την Νεο-Πλατωνική φιλοσοφία (αποκρυφισμός) και την λατρεία των (ανύπαρκτων) θεών του Ολύμπου. Ο ίδιος συμμετείχε στις παγανιστικές θυσίες των Ταυροβολίων.12
2/. Η ταύτιση των όρων “Έλλην” και “Ειδωλολάτρης”
α/. Παρά τις αντιρρήσεις και υστερικές κραυγές των συγχρόνων Νεοπαγανιστών και των συνοδοιπόρων τους ορθολογιστών/ «διαφωτιστών», ήγουν σκοταδιστών, η λέξη «Έλλην», είχε αρχίσει να αποκτά καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο και ταυτιζόταν με την έννοια του ειδωλολάτρη. Η μεταβολή αυτή είχε ήδη αρχίσει να συντελείται από τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα, όταν οι Χριστιανοί υφίσταντο τους διωγμούς και τα μαρτύρια από τους ειδωλολάτρες, πολύ πριν ο Χριστιανισμός γίνει η επίσημη θρησκεία του κράτους.
β/. Το όνομα «Έλλην» όμως, από την εποχή των Μακκαβαίων (3ος – 2ος αι. π. Χ.), πέραν από την εθνική και πολιτιστική σημασία,  είχε ταυτισθεί με  την ειδωλολατρία και την θρησκευτικήν ασέβεια. Σ’αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα, η στάση του ειδωλολάτρη Αντιόχου Δ΄ του επονομασθέντος κατ’ ευφημισμόν «Επιφανούς», που δεν σεβάστηκε τα θρησκευτικά πιστεύω και τις παραδόσεις των μονοθεϊστών Εβραίων, αλλ’ εισήγαγε δια της βίας ειδωλολατρικά στοιχεία (μεταξύ άλλων, απαγόρευσε επίσημα την περιτομή, την ιουδαϊκή λατρεία, επέβαλλε με την απειλήν ποινής θανάτου στους αλλοδόξους, τα ελληνικά/ παγανιστικά θρησκευτικά θέσμια, όπως πολυθεΐα και θυσίες στα είδωλα, κλπ).
Έτσι, ενώ έως τότε, ο εξελληνισμός, αναφερόμενος μόνο στον πολιτισμό και όχι στην θρησκεία, ήταν ευπρόσδεκτος από τους Εβραίους, τώρα έγινε βδελυκτός, κυρίως   από την εισχωρήσασα δολίως στα σπλάχνα του παλαιού λαού Ισραήλ, παράταξη των τότε κρυπτοταλμουδιστών Φαρισαίων, που οδήγησε τους Εβραίους, σε σκληρό και άκαμπτο/ ζηλωτικό εθνικισμό, με καθαρώς μισελληνικό χαρακτήρα.
γ/. Στον αρχαίο Ελλαδικό χώρο, ειδικώτερα η λατρεία των λίθων (καθαρή ειδωλολατρία), επιβιώνει ακόμη και κατά την κλασσική περίοδο [Παυσανία: Ελλάδος Περιήγησης, vii, 22, 4 & ix, 38, 1, vol IV, Loeb, Harvard University Press], ενώ και ο Ξενοφών τονίζει στην απολογία του, μεταξύ των άλλων, και επισημαίνει πως :
«Τοὺς μὲν οὐθ’ ἱερὸν οὔτε βωμόν, οὔτε ἄλλο τῶν θείων, οὐδὲν τιμᾶν, τοὺς δὲ καὶ λίθους καὶ ξύλα τὰ τυχόντα καὶ θηρία σέβεσθαι» δηλαδή, «Οι μεν δεν τιμούν, ούτε τα ιερά, ούτε τους βωμούς, ούτε κάποιο άλλο στοιχείο των θείων, οι δε σέβονται και λατρεύουν λίθους, τυχαία ξύλα ακατέργαστα και θηρία» [Ξενοφών: Απολογία Σωκράτους, Vol Iv. Loeb, Harvard University Press].
δ/. Στο Ευαγγέλιο του Μάρκου, διαβάζουμε για κάποια γυναίκα που προσήλθεν στον Χριστό, όταν αυτός βρισκόταν κοντά στην Τύρο, η οποία, λέει ο ευαγγελιστής, ήταν «Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τω γένει» (ΜΑΡΚΟΥ: 7/26). Εφ’ όσον η γυναίκα ήταν Συροφοινίκισσα εθνικώς (τω γένει, δηλαδή κατά την φυλήν), το «Ελληνίς» εδήλωνε αναμφισβητήτως το θρήσκευμά της.
Λίγα χρόνια μετά το 300 μ.Χ., ο Μέγας Αθανάσιος, ελληνόφωνος ο ίδιος και Πατριάρχης Αλεξανδρείας, της κατ’ εξοχήν ελληνιστικής πόλεως, γράφει «Λόγον κατά Ελλήνων», δηλαδή «κατά Ειδωλολατρών». Αν η λέξη Έλληνες, δήλωνε, όπως ισχυρίζονται οι νεοπαγανιστές και άλλοι, τους ανήκοντες στο ελληνικόν έθνος, το πράγμα θα ήταν εντελώς παράδοξο: Το μεγάλο ελληνιστικό κέντρο στρεφόταν εναντίον ποίου; Του εαυτού της;
Το ίδιο βλέπουμε αργότερα σε λόγους του Χρυσοστόμου, που ήταν τέκνο μιας άλλης μεγάλης ελληνιστικής πόλεως, της Αντιόχειας.
Η λέξη «Έλληνες», εδήλωνε όχι μόνον τους ασεβείς προς την Χριστιανικήν πίστη, αλλά τους ειδωλολάτρες.
ε/. Οι μη Χριστιανοί Έλληνες λόγιοι (εθνικοί) των πρώτων αιώνων της Αυτοκρατορίας, απορρίπτοντας τον Ιησού Χριστόν ως Θεάνθρωπον, και θεωρούντες ανοήτως τον Χριστιανισμό ως Ιουδαιόρριζη πίστη, (όπως δυστυχώς, υποστηρίζουν και σήμερον, μερικοί αφρόνως και άλλοι σκοπίμως), έδωσαν στους χριστιανούς συγγραφείς την αφορμή, να επιμένουν, βασίμως και δικαίως κατά μίαν ένοιαν, στην θρησκευτική εκδοχή του ονόματος «Έλλην». Έτσι επικράτησε η ταύτισή του, με την ειδωλολατρία, χωρίς όμως να χαθεί τελείως και η  εθνική του  σημασία.
Αυτό φαίνεται από το γεγονός, ότι δόκιμοι χριστιανοί συγγραφείς, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (215), ο Ιωάννης Χρυσόστομος (407), ο Θεοδώρητος Κύρου (446) κ. ά. χρησιμοποιούν στον τίτλο των έργων τους, την αναφορά «προς Έλληνας» αλλά όχι «κατά Ελλήνων», αφού εκ καταγωγής (εθνικά) και οι ίδιοι ήσαν Έλληνες. Στην επικράτηση της αρνητικής θρησκευτικής σημασίας του όρου «Έλλην», συνέβαλε κατά πολύ, και η κίνηση του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361 -363), με την επαναφορά και επιβολή στην Αυτοκρατορία, της αρχαίας Ελληνικής ειδωλολατρικής θρησκείας, ως επίσημης θρησκείας.
στ/. Την επικράτηση του ονόματος «Έλλην» με την θρησκευτική του σημασία (ειδωλολάτρης), δεικνύει και η χρησιμοποίηση στην αυτοκρατορία για τον χαρακτηρισμό τών (εκ  καταγωγής) Ελλήνων, του ονόματος Ελλαδικοί (πολύ αργότερα θα εμφανισεί και η μορφή Ελλαδίτες).
Ως το τέλος της αυτοκρατορίας, το όνομα «Έλλην» δεν θα πάψει να σημαίνει τον ειδωλολάτρη, παρά το γεγονός ότι ενδιαμέσως έχουμε παραδείγματα επαναφοράς και της Εθνικής του σημασίας, άλλοτε εντονώτερον και άλλοτε ασθενέστερον.
ζ/. Ο πρώτος μετά την άλωση του 1453 πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1472), θα ομολογήσει σε κάποια στιγμή: «ουκ αν φαίην Έλλην είναι» (δεν θα έλεγα ότι είμαι ειδωλολάτρης), μολονότι ήταν Έλληνας την καταγωγή και άριστος Αριστοτελικός στην παιδεία του. Είναι όμως  χαρακτηριστικό παράδειγμα, και  μάλιστα τον 15ο αιώνα, διότι δεν απέρριπτε τον εκ καταγωγής και παιδείας Ελληνισμόν του, αλλά διαφοροποιούσε την χριστιανική πίστη του, από την ειδωλολατρία του Γ. Πλήθωνος –Γεμιστού.
η/. Σ’ όλον τον Μεσαίωνα, η λέξη «Έλλην» σήμαινε τον ειδωλολάτρη. Με αυτή την σημασία την συναντούμε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, για παράδειγμα, σε μια ομιλία του σε κάποιο χωριό έλεγε:
«Και εγώ αδελφοί μου, οπού αξιώθηκα και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον τον αποστολικόν, δια την ευσπλαγχνίαν του Χριστού μας, εξέταξα πρώτον δια λόγου σας και έμαθα πώς με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού, δεν είστενε Έλληνες, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί...».
θ/. Έναν αιώνα αργότερα, ο ελληνόψυχος Ρωμηός Θ. Κολοκοτρώνης σε λόγο του προς μαθητές του Βασιλικού Γυμνασίου των Αθηνών, στον λόφο της Πνύκας (8 Οκτ. 1838), υπενθυμίζει ότι είμαστε απόγονοι των ειδωλολατρών αρχαίων Ελλήνων,  λέγοντας μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἠμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνοῦσαν τὲς πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δὲν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους, ἀλλ᾿ ἁπλοὺς...ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δὲν ἠμπόρεσε κανένας νὰ τοὺς κάμῃ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν….».13
Δεν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν, ότι οι Ρωμηοί του 19ου αιώνος, θεωρούσαν μεν εαυτούς απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, τους εχαρακτήριζαν όμως, ειδωλολάτρες, αφού ελάτρευαν τις πέτρες (αγαλμάτινα είδωλα) και τα ξύλα (ξόανα, ειδώλια, κλπ).
3/. Η σταδιακή επανεμφάνιση του ονόματος«Έλλην» με την εθνική του σημασία
Το «Έλλην» ως εθνικό όνομα και όχι συνώνυμο του «ειδωλολάτρης», χρησιμοποιείται από την Άννα την Κομνηνή [1083-1154] και άλλους μεταγενέστερους συγγραφείς. Όταν γράφει για το «τόξο τσάγγρα», η Άννα τονίζει ότι το τόξο αυτό είναι άγνωστο στους Έλληνες και αναφέρεται στους συγχρόνους της Έλληνες κι’ όχι τους αρχαίους. Όταν η Άννα Κομνηνή καυχάται για την αρχαία κλασσική της παιδεία, ομιλεί ως γνήσια απόγονος των Ελλήνων και όχι ως αλλοδαπή που διδάχθηκε την ελληνική ως ξένη γλώσσα. Γράφει για την πατρίδα της. Επαινεί την ελληνικώτατη προφορά που είχε ο Ιωάννης Ιταλός , σαν να είχε έλθει στην «πατρίδα μας» και να είχε εκμάθει την ελληνική από παιδικής ηλικίας.14
Κατά τον δωδέκατο αιώνα, οι αδελφοί Μιχαήλ και Νικήτας Χωνιάται ή Ακομινάτοι, κάμνουν ευρεία χρήση των ονομάτων «Έλληνες» και «Ελλάς», ενίοτε δε και «Γραικοί», ως εθνικά ονόματα, όχι μόνο με αναφορά στην κλασσική αρχαιότητα, αλλά ως ονόματα της σύγχρονης εποχής τους. Ο Νικήτας γράφει για «Έλληνες άνδρες» και ονομάζει τις πόλεις που κατακτήθηκαν από τους εχθρούς «ως πόλεις όλας ελληνίδας». Ο δε πρεσβύτερος αδελφός του Μιχαήλ, που έγινε και αρχιεπίσκοπος Αθηνών, θρηνεί την παρακμή των Ελλήνων, λόγω των Λατινικών κατακτήσεων με τις Σταυροφορίες.15
Ο όρος, ελληνικός, κυριαρχεί (όχι με την έννοια του "Εθνικού" - ειδωλολατρικού, αλλά του εθνικού - φυλετικού), ιδίως μετά το 1204, που δημιουργούνται καθαρά ελληνικά κράτη (αυτοκρατορίες ή δεσποτάτα) στην Ήπειρο, τον Μωριά, τη Νίκαια, την Τραπεζούντα, που επιβίωσε και λίγα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Και είναι γεγονός ότι, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος μάρτυρας Ρωμηός/Έλλην αυτοκράτορας, αποκαλεί την Πόλη "Ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων". Το όνομα αυτό όμως δεν γνώρισε επίσημη χρήση.
Κατά τον 13ον αιώνα μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας, οι όροι «Έλληνες» και «Ελλάς», γίνονται περισσότερο κοινόχρηστοι. Επί παραδείγματι, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης, σε προμνησθείσα επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο ΙΑ΄, βλέπει τον εαυτό του να βασιλεύει στο γένος των Ελλήνων και ότι «εν τω γένει των Ελλήνων ημών η σοφία βασιλεύει και ως εκ πηγής εκ ταύτης πανταχού ρανίδες ανέβλυσαν». Αυτός, το 1237, απάντησε σε μία θρασεία επιστολή του Πάπα Γρηγορίου Θ΄ και μεταξύ άλλων του έγραφε για την Ελληνικήν καταγωγήν των βασιλέων, από το γένος των Δουκών και των Κομνηνών.16
Την ελληνικότητά του βροντοφώναξε και ο γιός του Βατάτζη Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, που επιθυμούσε να προβάλει το όνομα των Ελλήνων, με πραγματικό εθνικό ζήλο. Προέβαλε ως επιχείρημα ότι: «η Ελληνική φυλή επικρατεί των άλλων γλωσσών» και υπερηφανευόταν πως: «κάθε τομέας φιλοσοφίας και κάθε μορφή γνώσης είναι επινόηση των Ελλήνων… Τι έχετε, εσείς, ώ Ιταλοί, να επιδείξετε;».17
Έχουμε, λοιπόν, εδώ, μία τρανταχτή ομολογία αυτής της διπλής ιδιότητος. Οι πολίτες της Αυτοκρατορίας, πολιτειακώς ένιωθαν Ρωμαίοι, αλλά εθνικώς ήταν Έλληνες και το διεκήρυτταν.
Η επανεμφάνιση του ονόματος «Έλλην» με την εθνική του σημασία, θα αρχίσει να πραγματοποιείται, όταν θα λησμονηθεί η ύπαρξη ειδωλολατρών και η χρήση του δεν θα στρέφεται κατά του Χριστιανισμού. Στην πορεία μάλιστα της εμφανίσεώς του, πρώτα αναδύεται η πολιτιστική του σημασία και μετά η εθνική. Εξ άλλου, ποτέ δεν έπαυσε η χρήση του όρου, ως επιθέτου:  Ελληνική γλώσσα, ελληνικό πυρ, ελληνική παιδεία, κλπ. Επίσης, εύχρηστος ήταν ο όρος «ελληνίζειν», δηλαδή η μετοχή οιουδήποτε στον  ελληνικό πολιτισμό.
Η επάνοδος του ονόματος στην εθνική του σημασία, υποβοηθήθηκε και από την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων. Αφ’ ότου οι Άραβες απέσπασαν τις ανατολικές και νότιες επαρχίες, οι  Φράγκοι διαμοιράστηκαν την Δύση και οι Σλάβοι εδημιούργησαν διάφορα κρατίδια στον Βορρά, οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας, που απέμειναν, ήσαν πλέον αμιγώς Έλληνες, αν και πολλοί παρέμειναν στις χώρες, που είχαν κατακτηθεί από τους ξένους.
Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους της 4ης σταυροφορίας (1204) και ίδρυση φραγκικών κρατιδίων, συνέβαλαν στην ανάπτυξη του αισθήματος της ελληνικότητας στα  κράτη (Αυτοκρατορία Νικαίας, Δεσποτάτο Ηπείρου, Δεσποτάτο Μυστρά, αυτοκρατορία Τραπεζούντος), κυρίως όμως στην αυτοκρατορία της Νικαίας (1204 – 1261). Ο τελευταίος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος   Παλαιολόγος, καίτοι αυτοαποκαλείται «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων», θα ονομάσει την Κωνσταντινούπολη ελπίδα και χαρά «πάντων των Ελλήνων».
Όπως είναι καταγεγραμμένον στην ιστορική γραμματεία, οι κατ’ εξοχήν εχθροί και διώκτες των πρωτοχριστιανών ήταν οι ειδωλολάτρες Ρωμαίοι και μάλιστα οι Λατινόφρονες. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τους Χριστιανούς κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, να συνεχίσουν να λέγονται Ρωμαίοι.
Επομένως, το όνομα «Έλλην»:
-Είχε ήδη απωλέσει την εθνική του σημασία, την εποχή της επικρατήσεως του Χριστιανισμού, ανεξάρτητα από το τι έλεγαν οι Χριστιανοί.
-Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Ρωμαίοι/ Ρωμηοί), το βρήκαν με την νέα έννοιάν του, ως «ειδωλολάτρου» και ΔΕΝ την εδημιούργησαν οι ίδιοι.

Συνεχίζεται



1 Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της, καθηγητού Θεολογίας π. Γεωργίου Μεταλληνού, www.romiosini.org.gr/
Λεξ. Ελευθερουδάκη, τ. 11ος, σ. 178,186,209.
Επιτ. Λεξ. ΗΛΙΟΥ, σ. 3751.
Κ. Αμάντου «Ρωμανία», Ελληνικά 6 (1933), σ. 231-235.
Ν. Πολίτου, Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, 265.
6 ΑΛΗ ΝΟΥΡ, Το Κοράνιον και το Βυζάντιον, Εν Αθήναις, 1970, σ. 30 έ έ.
7 Τα γεωγραφικά όρια της Ακουϊτανίας την εποχή της κατακτήσεως της περιοχής από τον Ιούλιο Καίσαρα, ήταν ο ποταμός Γαρούνας, τα Πυρηναία και ο Ατλαντικός Ωκεανός. Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ακουϊτανίας ήταν Κέλτες, οι οποίοι είχαν συγγένεια με τους Ίβηρες (Γαλατική Ακουϊτανία). Την εποχή του Οκταβιανού Αυγούστου, ειδικά μετά το 27 π.Χ. η περιοχή της Ακουϊτανίας, είχε επεκταθεί βορειότερα μέχρι τον ποταμό Λίγηρα.
Οι Βησιγότθοι μετά την ήττα τους από τους Φράγκους στην Μάχη του Βουϊγιέ (507), εδιώχθησαν από την περιοχή και εγκαταστάθηκαν στην Ιβηρική. Ο Καρλομάγνος ανακήρυξε τον τρίχρονο γιο του Λουδοβίκο βασιλιά της Ακουϊτανίας (781), το βασίλειο περιείχε το δουκάτο της Ακουϊτανίας και το δουκάτο της Γασκώνης.
Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους οπαδούς της βασιλικής οικογένειας των Καρολιδών που υποστήριζαν τον Κάρολο και στους Ακουϊτανούς και στους Βάσκους ευγενείς που υποστήριζαν τον Πιπίνο. Οι Φράγκοι μέχρι τον 8ον αιώνα, είχαν συγχωνευθεί με τον τοπικό πληθυσμό, τα ονόματα τους όμως είχαν χρησιμοποιηθεί ευρύτατα στην άρχουσα τάξη όπως Εύδης. Στην μάχη της Τουλούζης (721), αναφέρεται ότι ο βασιλιάς Εύδης, κυβερνούσε έναν στρατό Ακουϊτανών και Φράγκων.
Μετά την Συνθήκη του Βερντέν (843), την ήττα του Πιπίνου ΙΙ, και τον θάνατο του Καρόλου του Φαλακρού η Ακουϊτανία έπαυσε να υπάρχει σαν ανεξάρτητο βασίλειο, τα δουκάτα της Γασκώνης και της Ακουϊτανίας ενώθηκαν από τον Γουλιέλμο Η΄ της Ακουϊτανίας (1058). Η Ακουϊτανία περιήλθε στο Γαλλικό στέμμα, με τον γάμο της Ελεονώρας της Ακουϊτανίας με τον Λουδοβίκο Ζ´ της Γαλλίας (1137), ο οποίος όμως μετ’ ολίγον διελύθη. Η Ελεονόρα παντρεύτηκε στην συνέχεια τον Ερρίκο Β΄ της Αγγλίας στον δεύτερο γάμο της (1154). Έτσι η Ακουϊτανία έγινε τμήμα του Αγγλικού στέμματος και της Ανδεγαυϊκής αυτοκρατορίας, παρέμεινε Αγγλική μέχρι το τέλος του Εκατονταετούς Πολέμου, οπότε ενσωματώθηκε οριστικά με την Γαλλία (1453).
Την περίοδο του Εκατονταετούς Πολέμου η Ακουϊτανία κυβερνήθηκε από τους Πλανταγενέτες βασιλείς της Αγγλίας, ήταν η κύρια πηγή παραγωγής κρασιού το οποίο εξαγόταν στο Λονδίνο, το Σαουθάμπτον και τα άλλα μεγάλα λιμάνια της Αγγλίας, η μεγαλύτερη πηγή κέρδους για τους Άγγλους βασιλείς. Τον 16ον και τον 17ον αιώνα, η Ακουϊτανία έγινε το επίκεντρο των Προτεσταντών Ουγενότων, οι οποίοι βρίσκονταν σε διωγμό από τους Φραγκοπαπικούς, οι δε Ουγενότοι ζήτησαν την βοήθεια των Άγγλων εναντίον του καρδιναλίου Ρισελιέ.
8 Ο Όθων Β΄ πέθανε ξαφνικά στις 7 Δεκεμβρίου 983, στα 28 του χρόνια, πιθανώς από ελονοσία. Ο μόλις τριών ετών γιος του, Όθων Γ΄, είχε ήδη ανακηρυχθεί Βασιλεύς των Ρωμαίων κατά την Πεντηκοστή τού ίδιου έτους στην Βερόνα. Τα Χριστούγεννα, η Θεοφανώ, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν μακριά από την Γερμανία, και συγκεκριμένα βρισκόταν μαζί με την Αδελαΐδα στην Ιταλία, φρόντισε για την στέψη του μικρού Όθωνα Γ΄ από τον αρχιεπίσκοπο τού Mainz, Willigis, στον καθεδρικό ναό του Aachen, με σκοπό να εξασφαλίσει την διαδοχή του, καθώς ο αναπάντεχος θάνατος του Όθωνα Β΄ άφηνε ευάλωτο τον θρόνο σε διάφορους διεκδικητές.Το 985, συγκάλεσε ένα καθοριστικό συνέδριο στον πύργο της στο Κουέντλιμπεργκ, που ονομάστηκε "colloquium dominarum", δηλαδή "συγκέντρωση των ισχυρών γυναικών" στο οποίο προέδρευε η ίδια, η Aδελαΐδα και η βασίλισσα Ματθίλδη της Βουργουνδίας.
Σε αυτό το ιστορικό συμβούλιο, η Θεοφανώ διεκδίκησε και κέρδισε την υποστήριξη των ευρωπαίων πριγκήπων και επέβαλλε τον γιο της Όθωνα, ως τον επόμενο αυτοκράτορα της λεγομένης «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», με την ίδια να κυβερνά στην θέση του ως αυτοκράτειρα επειδή ήταν ανήλικος.... Η εξουσία της εκείνη την εποχή ήταν τόσο μεγάλη που έφτασε στο σημείο να υπογράφει ως Theophanius imperator, δηλαδή αυτοκράτορας Θεοφάνιος.
Η Θεοφανώ, η "Ελληνίδα" όπως την αποκαλούσαν την εποχή της, πέθανε το 991 αφού έφερε σημαντικές Ρωμαίϊκες/Ελληνικές επιρροές στην Δύση, προώθησε ουσιαστικά την πολιτισμική και καλλιτεχνική αναγέννηση της Σαξονίας, και εξασφάλισε την διεκδίκηση του αυτοκρατορικού θρόνου από τους Όθωνες. Μετά τον θάνατό της, την εξουσία ανέλαβε η πεθερά της, η Αδελαΐδα της Ιταλίας.
9 Epistola 86, of year 865, PL 119, 926
10  Ο όρος «ιθαγένεια-υπηκοότητα» τόσο στην αγγλική όσο και στην γαλλική, αντιστοιχεί στους όρους nationality- citizenship και nationalité. Και στην αγγλική ο όρος διαφέρει από τον όρο ethnicity («εθνότητα») –και γαλλικά αντίστοιχα ethnicité– και σημαίνει, κατά έναν ορισμό, ανήκειν σε εθνοτικόν κοινωνικόν σύνολον, όχι με νομικό δεσμό, αλλά πολιτισμικώς.
Εθνότης: Πληθυσμική ομάδα με κοινές πολιτισμικές ρίζες, συνήθως μικρότερη ομάδα απ' το έθνος/εθνικότητα και με λιγότερη ιεραρχικά νομική ισχύ, κυρίως γιατί περισσότερες εθνικότητες ταυτίζονται με κράτος, σε σχέση με τις εθνότητες που συνήθως ταυτίζονται με υπο-ομάδες μέσα σε ένα κράτος.
11 Κοσμάς ο Αιτωλός, έκδοση 6η, 1981, Διδαχή Γ΄, σ. 159-160.
12 Ταυροβόλια: Τελετή κατά την οποία ο πιστός περιλουζόταν με το αίμα ενός ταύρου, και συνδέονταν με την λατρεία της λεγομένης «Μεγάλης Θεάς». Το ταυροβόλιο ήταν μία αρχαία θρησκευτική τελετή του Μιθραϊσμού, που αρχικά γινόταν στην Περσία. Σκοπός της τελετής ήταν να καθαρθούν οι λάτρεις, με το αίμα του θυσιασμένου ταύρου και να αποκτήσουν την δύναμή του. Το θυσιαζόμενο ζώο μπορεί να ήταν κριάρι (οπότε η τελετή ονομαζόταν «κριοβόλιο») ή αίγα. Κατά την ελληνιστική εποχή το ταυροβόλιο διαδόθηκε στην Μικρά Ασία, στην Ρώμη και αλλού. Πηγές: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969, σελ. 684
-Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Στ΄: Ελληνισμός και Ρώμη, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1976, σ. 496, εικ. 116
13 Στις 7 Οκτωβρίου 1838, ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας), για να παρακολουθήσει την διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη.
Τόσον εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838, στην Πνύκα.
Η ομιλία του Κολοκοτρώνη, αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του Γέρου του Μωριά προς την νέα γενιά. Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838, στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/ 565#ixzz4CZI7NIBV.
14 Άννα Κομνηνή, Αλεξιάδα, Βιβλ. 10, κεφ. 8, Πρόλογος 4-5, Βιβλ. 5, κεφ. 5, Βιβλ. 10, κεφ. 9.
15 Νικήτας Χωνιάτης, Βασιλεία Ανδρονίκου του Κομνηνού, έκδ. loanness Α.. Van Dreien (Berlin 1975), σσ. 301, 496, 502, 401, 477 et all. Μιχαήλ Ακομινάτος Χωνιάτης, Τα Σωζόμενα, έκδ. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, 2 τομ. (Αθήναις 1880), 1:100, 183,2:292.
16 Βλέπε παρ. 18α (Μέρος 21ον) του παρόντος.
17 Ιωάννης Βατατζής, «Unpublished Letters of Emperor John Vatatzes», Athens I, σ.369 – 378, (1872).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου