ΑΥΤΗ
ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ (ΣΚΙΠΕΡΙΑ) ΚΑΙ ΤΟΥΣ «ΑΛΒΑΝΟΥΣ»/ΣΚΙΠΕΤΑΡΟΥΣ
Α λαστόρων προτεκτοράτον των ΗΠΑ.1
Λ ευκή Χώρα2
Β ατικανού και Αυστρο-Ουγγαρίας έκτρωμα.
Α ρπακτή γη, Ελληνικής κυριότητος.3
Ν εοελληνικής Ιστορίας πλαστογραφία.
Ι λλυρικής ιστορίας σφετεριστής.
Α ντρον Ανήμερων Σκιπετάρων.4
Καρικατούρα
αναπαριστώντας την «Αλβανία» με το επίσημο όνομά της ΣΚΙΠΕΡΙΑ (SHQIPERIA), σε κατάσταση… άμυνας απέναντι στους
γείτονές της. Το Μαυροβούνιο παρουσιάζεται
υπό την μορφή πιθήκου, η Ελλάδα ως λεοπάρδαλη και η Σερβία
ως φίδι. Το Σκιπετάρικο κείμενο
γράφει: «Φύγετε μακριά μου! Αιμοβόρα πλάσματα!»
ΜΕΡΟΣ 10ον
4. ΗΠΕΙΡΟΣ:
ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ (Συνέχεια 9ου μέρους)
γ. Η Εθνική ταυτότητα των Ηπειρωτικών Φύλων
(Συνέχεια 9ου μέρους)
2/. Η
Ελληνική παρουσία και κυριότητα της Ηπείρου, κατά την Προϊστορική
και Ιστορική περίοδο (Συνέχεια 9ου μέρους).
Προϊστορική Περίοδος
α/. Η περιοχή την οποίαν
αντιπροσωπεύει, το σημερινό υποτελές κράτος της Σκιπερίας, της επιλεγομένης Αλβανίας, το προτεκτοράτον-εντολοδόχος
του Συστήματος, είναι κατά το μείζον
μέρος αυτής, η
αρχαία Ελληνική Ήπειρος (Βόρεια κατεχομένη Ήπειρος).
Η Ήπειρος είναι μία χώρα ορεινή και τραχεία, με
βαρύ ηπειρωτικό κλίμα, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια του χειμώνος (Ο όρος «ηπειρωτικό
κλίμα» επεκράτησε ακριβώς για να καταδείξει τις συνθήκες που επικρατούν στις
ορεινές περιοχές). Ο Όμηρος την ονομάζει «δυσχείμερον» (ΙΛ:Β/750), δηλαδή
εκτεθειμένην στην κακοκαιρία του χειμώνος ή αντιμετωπίζουσα δυσκολίες κατά τον
χειμώνα.
β/.Οι Πελασγοί, οι
προϊστορικοί και παλαιότατοι γνωστοί κάτοικοι της Ελλάδος, είναι οι πρώτοι
πανάρχαιοι ιδιοκτήτες της Ηπείρου:
«Ην δε και το των Πελασγών γένος Ελληνικόν εκ Πελοποννήσου το αρχαίον, εξ Αρκαδίας εγκατασταθέν εν
Ηπείρω,
ως δέχονται πολλοί και όχι Ετρούσκοι εξ Ιταλίας Πελασγοί» (Διονύσιος
Αλικαρνασεύς,1,18).
«Είναι δε όπως ο Έφορος ισχυρίζεται,
κτισμένη(η Δωδώνη)
από τους Πελασγούς. Οι δε Πελασγοί παλαιότατοι κάτοικοι κυριαρχήσαντες εις τον
χώρον της Ελλάδος...» (Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίον Ζ,7-10).
«Αρχέγονος Ελλάς Ήπειρος, γράφει ο Κλαύδιος
Πτολεμαίος (Βιβλίον Γ΄, κεφ. 13) που αντλεί τις σχετικές πληροφορίες από τους
αρχαίους, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα και Πολύβιο.
γ/. Στην Τροία πολέμησαν
μετά των λοιπών Ελλήνων, οι Περραιβοί και οι Αντιντάνες με 22 πλοία, που με
αρχηγό τον Γουνέα ξεκίνησαν από την Ομηρική πόλη Κύφρο που βρισκόταν κοντά στην «διοχείμερον Δωδώνη» [ΟΔΥΣΣΕΙΑ,
Π/417-ΙΛΙΑΣ: Β/747 μέχρι 750-Αισχύλου (Ικέτιδες), Π/255].
δ/. Στην Ήπειρο, υπήρχε η
πανάρχαια αρχαία πόλις Δωδώνη, σπουδαίο πνευματικό κέντρο, περίφημη για το
μαντείο της, που ιδρύθηκε επί Πελασγών. Το Μαντείο της Δωδώνης προέλεγε,
συμβούλευε, εδίδασκε και κατηύθυνε την ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Αυτό
αποδεικνύουν και τα αρχαιολογικά ευρήματα της Δωδώνης, με Ελληνικά γράμματα
ερωτήσεις των Ελλήνων προς την Πυθία, από την προϊστορική εποχή.
ε/. Η παρουσία λειψάνων
μυκηναϊκής κεραμικής και χαλκών μυκηναϊκών όπλων της κεντρικής και Δυτικής
Ηπείρου, επιβεβαιώνουν την Ομηρική Παράδοση περί σχέσεως του ιερού της Δωδώνης
και της Ηπείρου με την Αρχαϊκή Ελλάδα (ΙΛΙΑΔΑ, Β/748 - 750).
Στον Δία της Δωδώνης, απευθύνει ο Αχιλλεύς
θερμή ευχή (Ομ. ΙΛΙΑΔΑ, Π/233) και στην Δωδώνη λεγόταν ότι είχε μεταβεί και ο
Οδυσσεύς (ΟΔΥΣΣΕΙΑ, Ξ, 327).
στ/. Κατά μαρτυρίες
αρχαίων ιστορικών, με τις οποίες συμφωνούν και οι περισσότεροι σύγχρονοι
ιστορικοί, γεωγράφοι και εθνικολόγοι, εντός του χώρου της Ενιαίας Ηπείρου:
1//. Τα τοπωνύμια
μαρτυρούν ότι κατά την προελληνικήν εποχήν (1550-1100 π.Χ.), έζησαν περί τις 47 εθνότητες
της αυτής καταγωγής, και ότι με την πάροδο του χρόνου, οι εθνότητες αυτές
συνεπτύχθησαν.
Εκ της συμπτύξεως αυτής, προέκυψαν περί τις 14 συγγενικές
φυλές της ιστορικής περιόδου (Χάονες,
Θεσπρωτοί, Μολοσσοί, Αμβρακιώτες, Αθαμάνες, Αίθικες, Αμφίλοχοι, Αντιντάνες,
Δρύοπες, Δωδωναίοι, Ελλωποί, Κασσωπαίοι, Ορέσται, Παραναίοι, Τυμφαίοι...), οι
οποίες έζησαν και έδρασαν στην Ήπειρο. Όλες επίστευαν στους ίδιους θεούς,
ελάλουν την αυτήν Πελασγικήν γλώσσα, είχαν τις ίδιες παραδόσεις, τις ίδιες επιδιώξεις,
τα αυτά ήθη και έθιμα. Όλες ανήκαν στην αυτή φυλή, η οποία από την Δωδώνη,
έλαβε το όνομα «Ελληνική».5
2//. Κατ’ άλλους, οι
Εθνότητες ήσαν 11 [Στράβων, περιηγητής (67 π.Χ.-19 μ.Χ.)], 14
(Θεόπομπος, ιστοριογράφος του 4ου π.Χ. αιώνος), 23 (εκτός ετέρων αναφερομένων ως
εθναρίων) κατά τον χρονογράφον Π. Αραβαντινόν (19ος αιών):
Αθάμανες - Αίθικες - Αργυρινοί - Αρκτάνες - Αμφιλόχιοι - Αμβρακιώται - Ατιντάνες - Δαξάριοι - Δρύοπες - Έλινοι - Ελλοποί - Ελυμιώται - Θεσπρωτοί - Κασσιωπαίοι - Κεστρίνοι - Μολοσσοί - Ορέσται - Παρωραίοι - Παραυαίοι
(Περραιβοί) - Σελλοί και Ελλοί - Σελλίονες - Στυμφαίοι ή Τυμφαίοι και Χάονες.
3//. «Ταύτα γένη παλαιά
και πολλά, ευανδρούντα και πολυανδρούντα το πάλαι, νυν απορία μεγάλη
κατείληπται και προσαπολωλός έκαστον εστί. Χρόνος γαρ ο μακρός λήθων φέρει»
(Πανυγηρικός λόγος ανωνύμου - 1427/46 μ.Χ.).
Η αρχαία Ήπειρος, ήταν χώρα που παρήγαγε
γαλακτοκομικά και κτηνοτροφικά προϊόντα...Η κοινωνική μονάδα ήταν η μικρή φυλή,
αποτελούμενη από πολλές νομαδικές και ημινομαδικές ομάδες, από τις οποίες φυλές,
πάνω από 70 είναι γνωστές οι
ονομασίες, συνεργάζονταν σε μία μορφή εκτεταμένου συνασπισμού, διαμορφώνοντας
τις τρεις κύριες φυλές:
Των Θεσπρωτών, των Μολοσσών, των Χαόνων. Γνωρίζουμε από την
ανακάλυψη εγχάρακτων επιγραφών, ότι οι φυλές αυτές, ήταν ελληνόφωνες (μιλούσαν
διάλεκτον δυτικής ή ΒΔ Ελλάδας).6
ζ/. Κατά τον σύγχρονον
χρονογράφον Α. Αραβαντινόν (1856):
«Την Ήπειρον, βάρβαρον ούσαν7 κατώκησαν οι εκ Θεσσαλίας επιδημήσαντες Πελασγοί, και εις ταύτην εφ’ ικανόν
καιρόν απεδίδετο το όνομα Πελασγία (1529). Αι αποικίαι των Πελασγών
εγκαταστάσαι εις διαφόρους χώρας της Ηπείρου εδιοικούντο αυτονόμως και
ανεξαρτήτως, και εις τας σχηματισθείσας αυτάς αυτονόμους χώρας απεδόθησαν τα
ονόματα των ηγεμόνων, οίτινες τας εκυβέρνησαν, Χαονία δηλαδή εκ του ηγεμονεύσαντος Χάονος, Θεσπρωτία εκ του Θεσπρωτού κτλ.
Μετά την εκπόρθησιν της Τροίας, καταβάς εκ
της Θεσσαλίας εις Ήπειρον ο υιός του Αχιλλέως Πύρρος ο και Νεοπτόλεμος,
κατέσχε την χώραν εκείνην, ήτις μετωνομάσθη ακολούθως Μολοσσία, υπό του Μολοσσού υιού και διαδόχου του Πύρρου, και από
της εποχής του Μολοσσού ήρξατο η χώρα αύτη, ίνα μετέχη, οπωσούν ηθών και νόμων
Ελληνικών».8
η/. Οι Μολοσσοί - ισχυρό Ελληνικό φύλλο -
εγκαταστάθηκαν στην Κεντρική Ήπειρο κατά τον 12ον π.Χ. αιώνα, με κέντρο την
λεκάνη των Ιωαννίνων, καλούμενη Μολοσσία
ή Μολοττία. Ίδρυσαν βασίλειο από των Ομηρικών χρόνων που επεκτάθηκε σε όλη
την Ήπειρο και διατηρήθηκε μέχρι της Ρωμαϊκής κατακτήσεως (168 π.Χ.).
Ιστορική περίοδος
θ/. Κατά τον Πλούταρχο, στον βίο του βασιλέως Πύρρου (4ος-3ος
π.Χ. αιών), ο Θάρυπος ή Θαρύπας εισήγαγε τα Ελληνικά γράμματα, δηλαδή την
Ελληνική παιδεία, αλλά κατά τον Ηρόδοτο, τα ονόματα των γυναικών στην Δωδώνη ήταν Ελληνικώτατα
πολύ πρότερον του Θαρύπα.9
ι/. Ο Ψεύδο-Σκύλαξ,10 περιγράφοντας την κατάσταση το 380-360 π.Χ. τοποθετεί τα νότια όρια των
Ιλλυριών, βόρεια της περιοχής των Χαόνων, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι Χάονες δεν
μιλούσαν Ιλλυρικά, και η αποδοχή των Χαόνων στο Κοινό των Ηπειρωτών
το 360 π.Χ. επιβεβαιώνουν ξεκάθαρα ότι ήταν ελληνόφωνοι (κατά το αγγλικόν
κείμενον).11
ια/. Βορείως του Αυλώνος,
υπήρχε η Ελληνική Απολλωνία και βορειότερα η Ελληνική Επίδαμνος (Δυρράχιο). Ο
Πολύβιος και ο Αριστοτέλης και μετά ο Διονύσιος ο Περιηγητής (178 μ.χ.), θέτουν σαν
αρχήν της Ελλάδος από βορρά την Ωρικίαν (Ορικόν) πλησίον του σημερινού Αυλώνος.
ιβ/. Στο Μουσείο της
Κερκύρας σώζεται επιτύμβια στήλη με τα γράμματα «Μόλωττι Χαίρε» πράγμα που αποδεικνύει ότι οι Κερκυραίοι -
Έλληνες όντες - είχαν επαφές με τους ομαίμους Μολοσσούς.12
ιγ/. Στον αποικισμό της
Ιωνίας, αναφέρονται μεταξύ των άλλων Ελληνικών φύλων που αποίκισαν και οι Ηπειρώτες Μολοσσοί (Ηρόδοτος 1 - 5β,
Κλειώ, 1 - 146). Αποθανόντος του Μολοσσού ατέκνου, τον διεδέχθη ο αδελφός του
Πίελος και μετά τον θάνατον τούτου, δεκαπέντε βασιλείς απόγονοί του εβασίλευσαν
μέχρι του έτους 430, οπότε αναφέρεται ως βασιλεύων στην Μολοσσίαν, ο Θάρυπος ή
Θαρύπας.13
ιδ/. Ο Αριστοτέλης
αναφέρει ότι: «Ελλάς εστίν η περί την Δωδώνην και τον Αχελώον ην ώκουν οι Σελλοί και
οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νύν δε Έλληνες.» (Μετεωρ. Δ. 14 - 21 -
22 και Α.35). Από τους Γραικούς και Σελλούς ή Ελλούς της Ηπείρου έλαβαν, κατά μίαν εκδοχή, το όνομά τους οι
Έλληνες.
ιε/. Οι επιγραφές της
Δωδώνης «γνωρίζουσιν ημίν την αρχαίαν
Ηπειρωτικήν διάλεκτον ως μίαν των βορείων Ελληνικών διαλέκτων» που ήταν
όμοιες, η μία με την άλλη, από τα Ακροκεραύνεια μέχρι της Βοιωτίας!14
Η Δωδώνη πήρε το όνομα από την ελληνική λεξη Δρύ (Δωδώ
στα Πελασγικά), διότι οι Ηπειρώτες ήσαν Δρυολάτρες. Εστέφοντο με στεφάνους από κλάδους δρυός, έφερον στον
πόλεμο κλώνους δρυός, αποτύπωναν δρύς στα νομίσματά τους.15 Ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης σημειώνει:
«Δωδώνη, η κοιτίδα και μητρόπολις της Ελληνικής Φυλής και αρχαιοτάτη Ελλάς».
ιστ/. Στην περιοχή της
Ηπείρου, ανεπτύχθησαν οι δοξασίες των Ελλήνων και διαδόθηκαν σ’ όλη την Ελλάδα
περί ζωής, θανάτου, παραδείσου, κολάσεως και υπάρχουν τόσοι θρησκευτικοί χώροι
των αρχαίων Ελλήνων όπως, ο Άδης, το Νεκρομαντείον, ο Αχέρων ποταμός, η
Αχερουσία λίμνη, κ.α.
«Της δε γης της Θεσπρωτίδος έστι μεν που και
θέας άξια ιερόν τε Διός εν Δωδώνη και ιερά του Θεού φηγός. Προς δε τη Κιχύρω
λίμνη τε εστίν Αχερουσία καλουμένη και ποταμός Αχέρων...» (Παυσανίας, Αττικά,
ΧΙΙ,5).
ιζ/. Ονόματα προελληνικά
και ελληνικά πόλεων, τοπωνυμίων κλπ. αποδεικνύουν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο,
ότι η εθνολογική υπόσταση των Ηπειρωτών ανήκει στην Αρία ή Ινδοευρωπαϊκή φυλή,16 τις γνωστές ομογάλακτες φυλετικές ομάδες των Ιώνων, Αιολέων, Δωριέων, των
πολυάριθμων Θεσπρωτών / Μολοσσών / Χαόνων κ.α. ελληνικών φυλών.17
ιη/. Η αρχαία ονομασία της
κοιλάδος των Ιωαννίνων είναι Ελ-λοπία. «Ελλοπία: Η ιερή κοιτίδα του
Ελληνισμού. Το θρησκευτικό κέντρο των Δωρικών λαών. Από την κοιτίδα αυτή
(Ελλοπία) το Πελασγικό έθνος εξαπλώθηκε από το Σικελικό Πέλαγος έως την
Ιωνία...».18
ιθ/. Ο Ηρόδοτος αναφέρει
ονομαστικά σαν Έλληνες όλους τους ανθρώπους που ζουν στην Ήπειρο. Και όχι μόνον
αυτό, αλλά και όταν αναφέρει τα φύλα τους και τις πόλεις τους, τα αναφέρει
πάντοτε και μόνο, σε σχέση και αναφορά
με τους άλλους Έλληνες και ποτέ με βαρβάρους (ΕΥΤΕΡΠΗ: 2,52,58-ΕΡΑΤΩ:
6,127).
κ/. Κατά τους ιστορικούς
χρόνους, οι Ηπειρώτες είχαν στενές σχέσεις με τα άλλα Ελληνικά φύλα και έλαβαν
μέρος σε όλες τις ιστορικές εκδηλώσεις
του Ελληνικού Έθνους. Κατά τους εμφυλίους πολέμους μεταξύ των Ελληνικών Πόλεων,
συμμετέσχον σαν σύμμαχοι με την μία ή την άλλη παράταξη και συμπολέμησαν με
τους άλλους Έλληνες, κατά του κοινού εχθρού, των Περσών.
Ο Πίνδαρος γράφει: «Ο Νεοπτόλεμος βασίλευε
εις την Ήπειρον»
(Νεμεονίκες, δ/82-87).
κα/. Ο Βασιλεύς της
Ελληνικής Μακεδονίας, Φίλιππος Β’ ενυμφεύθη την αδελφή του Βασιλιά των Ελλήνων
Μολοσσών Αλεξάνδρου, την Ολυμπιάδα, την κατόπιν μητέρα του Μεγ. Αλεξάνδρου των
Ελλήνων.
κβ/. Ο Αγησίλαος
διεμήνυσε στην πρεσβεία του Φιλίππου ότι δεν έπρεπε εκείνος να πολεμά τους
Αιτωλούς και τους Ηπειρώτες και τους άλλους Έλληνες, που ήσαν αδέλφια τους,
αλλά ώφειλε να στραφεί κατά των Ρωμαίων.
κγ/. Ο Βασιλεύς της
Ηπείρου, ο Πύρρος (275 π.Χ.), εξεστράτευσε προς βοήθεια των Ελλήνων της Κάτω
Ιταλίας και κατετρόπωσε τους Ρωμαίους. Έτσι αναδείχθηκε σαν ένας από τους
μεγαλύτερους στρατηγούς της αρχαιότητας, μετά τον Μέγα Αλέξανδρο. Αργότερα όταν
οι Ρωμαίοι εξεστράτευσαν κατά της Ελλάδος υπό τον στρατηγόν Αιμίλιον Παύλον (2ος π.Χ. αι.),
εκδικήθηκαν για την ήττα τους εκείνη. Κατέλαβαν την Ήπειρον, κατέστρεψαν περί
τις 70 πόλεις και εξανδραπόδισαν περί τους 150.000 Έλληνες Ηπειρώτες.
3/. Η
πολιτικοστρατιωτική ηγεσία στο βασίλειον της Ηπείρου, μέχρι την κατάληψή του
από τους Ρωμαίους
4/. Αρχικά Συμπεράσματα (περί «βαρβάρων», «μειξο- βαρβάρων»
και «βαρβαροφώνων» Ηπειρωτικών και άλλων Ελληνικών φύλων).
α/. Ο χαρακτηρισμός από αρχαίους συγγραφείς των Ηπειρωτών και άλλων
ελληνικών φύλων
ως «βαρβάρων» ή «μειξοβαρβάρων» ή «βαρβαρόφωνων», έχει
ως σημείον αναφοράς, καθαρά πολιτιστικά και ΟΧΙ εθνολογικά ή φυλετικά
κριτήρια.
Την λέξη
«βάρβαρος», την χρησιμοποιούσαν, κυρίως, οι Αθηναίοι για να χλευάζουν άλλα
ελληνικά φύλα και πόλεις, (π.χ.
Ηπειρώτες, Ηλείους, Μακεδόνες και Αιολείς ομιλητές), με έναν υποτιμητικό τρόπον,
και εξ αιτίας πολιτικών κινήτρων, να αναδεικνύουν την κατ’ αυτούς υπεροχήν τους,
έναντι των υπολοίπων ελληνικών πόλεων και φύλων (Λεξ. Liddell & Scott), και
ΔΕΝ
είχε την έννοιαν, την οποίαν απέδιδαν οι Έλληνες στους αλλοεθνείς και αλλογλώσσους, μη Έλληνες,
για να επισημάνουν την διαφορετικότητά τους.
Με άλλα λόγια, η λ. βάρβαρος, οσάκις ανεφέρετο στο θέμα της γλώσσας και της
Παιδείας, ΔΕΝ είχε την έννοιαν διαφορετικής και ακατάληπτης γλώσσας, αλλά
διαφορετικού τρόπου ομιλίας, περιπαιζομένου ή χλευαζομένου απ’ εκείνους που την
ωμιλούσαν σε άλλες ακμάζουσες ελληνικές περιοχές (π.χ. Αθήναι ή Σπάρτη).
β/. Όσον αφορά στον χαρακτηρισμό των Ηπειρωτών ως
βαρβάρων από τον Θουκυδίδη, τα λέει όλα ο Hammond, ο οποίος γράφει:
«Οι
άλλες περιπτώσεις που ο Θουκυδίδης επικολλά τον όρο ‘βάρβαροι’ σε έθνη της
Ηπείρου και της Μακεδονίας, δεν έχουν συγκεκριμένη αναφορά σε γλώσσα ή διάλεκτο.
Ο όρος χρησιμοποιείτο κατά ένα υποτιμητικό πνεύμα παρά κατά μια γλωσσική
έννοια. Πολιτικά και πολιτιστικά αυτά τα έθνη, δεν ήταν κυρίως «Ελληνικά» στο
πνεύμα που ο Θουκυδίδης εννοούσε Ελληνική πολιτική και πολιτισμός, να
βασίζονται δηλαδή στην πόλη κράτος και έναν εκπολιτισμένο καπιταλισμό. Το
συμπέρασμα είναι ότι μια μορφή Ελληνικής, ομιλείτο από τους Μολοσσούς και τους
Θεσπρωτούς και πιθανώς από μερικά άλλα έθνη, σε όλη την διάρκεια της Σκοτεινής
Εποχής».
γ/. Το επώνυμο «βάρβαρος»
για τους Ηπειρώτες δεν έχει εθνολογική σημασία, αλλά μόνο δείχνει τον βαθμό του
πολιτισμού τους, σε σχέση με τις φερόμενες ως ηγέτιδες πόλεις του Ελληνισμού
εκείνη την εποχή.. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασεύς, γράφει σχετικώς:
«Το γαρ Ελληνικόν ουκ
ονόματι διαφέρειν των βαρβάρων, ουδέ διαλέκτου χάριτι, αλλά συνέσει και χρηστών
επιτηδευμάτων προαιρέσει…Όσους μεν ουν ταύτα επί πλείστον υπήρξεν εν τη φύσει,
τούτους οίμαι δειν λέγειν Έλληνας, όσους δε ταναντία βαρβάρους», δηλαδή, «το
Ελληνικόν δεν διαφέρει στο όνομα από τους βάρβαρους ούτε στην χάρη της
διαλέκτου, αλλά στην σύνεση και στην
προαίρεση των καλών επιτηδευμάτων…
Σε όσους λοιπόν αυτά
υπήρξαν στην φύση επί πλείστον, αυτούς νομίζω ότι πρέπει να λέγονται Έλληνες,
και σε όσους τα αντίθετα βάρβαροι…».
Με άλλα λόγια, η λ. «βάρβαρος» αναφερομένη σε θέματα πολιτισμού και παιδείας, είχε
την έννοιαν του περιφρονητικού και κατά μίαν έννοιαν υπεροπτικού τρόπου, με τον
οποίον αντιμετώπιζαν οι πολίτες των κυρίαρχων και ακμαζουσών ελληνικών πόλεων,
τους υπόλοιπους Έλληνες, κυρίως τους ορεσίβειους και μακράν των κέντρων λήψεως
αποφάσεων. Βλέπε την λέξη «βαρβαρίζειν» ή την λέξη «βαρβαρόφωνος» στην Ηλιάδα
(2.867), Α΄ ΚΟΡ:14/11, Oxford English Dictionary).
Από εδώ βλέπουμε ότι
το όνομα Έλληνας, είχε απομακρυνθεί από την στενή εθνολογική του έννοια και
είχε λάβει ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ διάσταση, σημαίνοντας τον πολιτισμένον/ πεπαιδευμένον
άνθρωπον, ενώ το όνομα βάρβαρος σήμαινε τον απαίδευτον/απολίτιστον.
δ/. Η Ήπειρος ως κοιτίδα του Ελληνισμού καθαρίστηκε από κάθε
υπόνοια περί βαρβαρότητας και οι επιγραφές της Δωδώνης γνωρίζουν σε μας, την αρχαία
Ηπειρωτική διάλεκτο ως μία των βορείων Ελληνικών διαλέκτων, οι
οποίες μεταξύ τους όμοιες, εκτείνονται από τα Ακροκεραύνια μέχρι την Βοιωτία
και την μεσημβρινή Θεσσαλία.19
ε/. Εξηγήσιμο είναι επίσης
το γεγονός του αποκλεισμού της Ηπείρου από την γεωγραφική έννοια της Ελλάδας.
Και τούτο γιατί ο όρος «Ελλάς» στην αρχαιότητα, ακολούθησε εξελικτική σημασία
και από την στενή περιοχή της Φθίας, όπου το πρώτον καταγράφεται ιστορικώς,
επεκτάθηκε σταδιακά σε όλο το νοτιότερο τμήμα της Χερσονήσου του Αίμου (Ν.
Hammond, Epirus, σ. 419-420).
Το όνομα Ελλάς στα ομηρικά χρόνια, δεν αντιστοιχούσε
παρά μόνο σ’ ένα ελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην περιοχή γύρω από τον
Σπερχειό ποταμό στην σημερινή Φθιώτιδα (αρχ. Φθία), το οποίο είχε ως ηγέτη του
τον μυθικό ήρωα Αχιλλέα, επικεφαλής των περίφημων Μυρμιδόνων:
«οι τ’ είχον Φθίην ήδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα. > /
Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί» (Ιλιάδα Β΄, 683-4)
δ. Η ενότητα
της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ηπείρου με την λοιπή Ελλάδα20
1/. Γενικά
Τους Ηπειρώτες,
μολονότι αποδεδειγμένα Έλληνες, ορισμένες φορές οι Αθηναίοι τους έβλεπαν με
περιφρόνηση. Όπως προείπαμε, τον 5ο αι. π.Χ. ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης
και ο Στράβων21 τους χαρακτηρίζουν βαρβάρους. Αντιθέτως, οι
Απολλόδωρος, Διονύσιος ο Αλικαρνασσού, Φροντίνος, Παυσανίας, Κλαύδιος
Πτολεμαίος22,
Ευτρόπιος τους χαρακτηρίζουν ως Έλληνες.
2/. Αποδείξεις
της εθνικής και πολιτιστικής ενότητος της Ενιαίας Ηπείρου με την λοιπή Ελλάδα
Η ενότητα του Ηπειρωτικού χώρου (Βορείου και
Νοτίου) με τα λοιπά Ελλαδικά φύλα, είναι έκδηλη και αδιαμφισβήτητη σε ολόκληρη
την αρχαιότητα. Η ενότητα της πολιτιστικής κληρονομιάς
της Ηπείρου με την λοιπή Ελλάδα, αποδεικνύεται περίτρανα και με τα ευρήματα της
αρχαιολογικής σκαπάνης. Για τους παραπάνω λόγους, την Ελληνικότητα των
Ηπειρωτικών Εθνών, θα πρέπει να αναζητήσουμε κατά κύριο λόγο, στα στοιχεία
εκείνα που ορίζονται από τα αντικειμενικά κριτήρια που με τόση σαφήνεια έθεσε ο
Ηρόδοτος: Το
όμαιμον, το ομόγλωσσον, τα κοινά θεών ιδρύματα και θυσίες και τα ομότροπα ήθη..
Το όμαιμον δεν
σημαίνει για τους αρχαίους Έλληνες το ίδιο DNA, αφού αγνοούσαν τις σύγχρονες
επιστήμες της ανθρωπολογίας και βιολογίας, αλλά η κοινή καταγωγή, όπως φαίνεται
και από το επεισόδιον της συμμετοχής του Αλεξάνδρου Α΄ του Μακεδόνος στους Ολυμπιακούς
αγώνες, στον οποίον επετράπη να συμμετάσχει αφού απέδειξε την Ελληνικήν
καταγωγήν του, από το γένος των Αργεαδών.
Είναι γνωστόν ότι όχι μόνον οι βασιλικοί οίκοι αλλά
και τα έθνη και οι πόλεις της Ηπείρου ανήγαν την καταγωγήν τους ή την ίδρυσή
τους, σε Αχαιούς ήρωες της Μυκηναϊκής εποχής [NGL Hammond (Nicholas Geoffry Lempiere Hammond)
στο βιβλίο του “Epirus”]. Οι γενεαλογίες αυτές ήσαν
γνωστές και αποδεκτές ήδη από τα τέλη της αρχαϊκής εποχής, το αργότερον και
προβάλλονται ως ήδη καθιερωμένες και αναμφισβήτητες στο έργο του Πινδάρου
(Νέμεα, 4.51-53, 7.35-40 και 64-65).
Το ομόγλωσσον,
διαπιστώνεται από τον συνεχώς αυξανόμενον επιγραφικό αμητό, των πρώτων
δεκαετιών του 20ου αιώνος (Αμητός:
Η εκ του θερισμού συγκομιδή). Δηλαδή τα αρχαιότερα επιγραφικά κείμενα της
Ενιαίας Ηπείρου, εκτός βέβαια της Δωδώνης και των νοτιοελληνικών αποικιών,
χρονολογούνται στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνος.
Είναι προφανές ότι οι συντάκτες των
Μολοσσικών ψηφισμάτων που χαράχτηκαν «βασιλεύοντος Νεοπτολέμου του Αλκέτα»,
μεταξύ 370 και 368 π.Χ. διέθεταν ήδη μακράν πείρα της χρήσεως της Ελληνικής.
Αποκαλύφθηκε μάλιστα ότι η διάλεκτος στην οποίαν ήσαν γραμμένα, δεν είναι όπως πιστευόταν η δωρική της
Κορίνθου, αλλά μία Βορειοδυτική
διάλεκτος συγγενής με τις άλλες διαλέκτους της ίδιας οικογενείας
(Ακαρνανική, Αιτωλική, Λοκρική, κλπ), με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ώστε να αποκλείεται η
περίπτωση δανεισμού.
Τα ανθρωπωνύμια είναι όχι μόνον εξ αρχής αμιγώς
Ελληνικά, αλλά έχουν και ένα ιδιαίτερο επιχώριο χαρακτήρα που αποκλείει την
περίπτωση δανεισμού από τις αποικίες των παραλίων. Δεν υφίσταται επομένως
ΟΥΔΕΜΙΑ αμφιβολία ότι η προγονική λαλιά των πληθυσμών της Ηπείρου ήταν
Ελληνική..
Το ομόθρησκον των
Ηπειρωτικών εθνών με τους υπόλοιπους Έλληνες, είναι επίσης αναμφισβήτητον. Θρησκευτικό κέντρο
όλων των Ηπειρωτών ήταν το Μαντείο της Δωδώνης προς τιμήν του Διός, το οποίον
προσείλκυε πιστούς απ’ όλη την τότε γνωστή Ελληνική Οικουμένη. Ξένες θεότητες
δεν μαρτυρούνται πριν από την διάδοση σ’ όλη την Ελλάδα, εισηγμένων ανατολικών
λατρειών, κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους.
Εξ αφορμής μιας γλώσσας του Πλουτάρχου,
υποστηρίχθηκε ότι οι Ηπειρώτες λάτρευαν έναν βαρβαρικό θεό, τον Άσπετο, ο οποίος ταυτίστηκε δήθεν,
αργότερα με τον Αχιλλέα. Πρόκειται περί παρανοήσεως. Άσπετος είναι το γνωστό
και άπταιστα Ελληνικό, επίθετο, απλή επίκληση του Αχιλλέως, μυθικού αρχηγέτη
της δυναστείας των Αιακιδών.
Την πειστικώτερη απόδειξη της κοινής πίστεως
Ηπειρωτών και λοιπών Ελλήνων παρέχουν οι κατάλογοι των θεαροδόκων23 όπου αναγράφονται οι Ελληνικές πόλεις και έθνη στις οποίες τα μεγάλα πανελλήνια
ιερά, απέστελλαν θεωρούς να αναγγείλουν την προσεχή ιερά εκεχειρία και τέλεση
θυσιών και αγώνων. Τα έθνη και οι πόλεις
της Ενιαίας Ηπείρου αλλά και των αποικιών, αναγράφονται στους πληρέστερα σωζωμένους αυτούς καταλόγους
(της Επιδαύρου, του Άργους, των Δελφών), ήδη από το πρώτο ήμισυ του 4ου π. Χ.
αιώνος (Hammond, “Hosts”, 9-20, P.
Α. Cabanes).
Τέλος, τα «ομότροπα ήθεα» καλύπτουν ευρύτατο φάσμα, από τους πολιτικούς
θεσμούς μέχρι την καθημερινή δίαιτα (τρόπος του ζην, μέσον ζωής, κατοικία). Θα
αρκεσθούμε στην αρχαιότερη μαρτυρία από
τον γάμο της Αγαρίστης, κόρης του Κλεισθένους, που αφηγείται ο Ηρόδοτος (VI/ 127). Μνεία για αυτό το
κείμενο του Ηροδότου γίνεται και στον Αθήναιο (Αθήναιος Δειπνοσοφιστές 12.58
(Kaibel), όταν αυτός μιλά για την συμμετοχή ενός άλλου υποψηφίου, του
Σμινδυρίδη από την Σύβαρη....
Ο Κλεισθένης τύραννος
της Σικυώνος (σημερινό Κιάτο στην Κορινθία) κάλεσε υποψήφιους από γνωστές
οικογένειες όλου του ελληνικού κόσμου, τους οποίους φιλοξένησε, για να κρίνει
ποιόν θα πάρει ως σύζυγο.. Ο Κλεισθένης αποφάσισε να παντρέψει την κόρη του
Αγαρίστη με τον «άριστον
των Ελλήνων» (ταύτην ηθέλησε, Ελλήνων απάντων εξευρών τον άριστον, τούτω
γυναίκα προσθείναι).24
Παραβρέθηκαν
δεκατέσσερις, από την Ιταλία (από την Σύβαρη και την Σίτη), από την Επίδαμνο
του Ιονίου, την Αιτωλία, την Πελοπόννησο, την Αθήνα, την Ερέτρια, την Θεσσαλία και από τους Μολοσσούς
της Ηπείρου, ο Άλκων. Από την Αθήνα ήταν ο Ιπποκλείδης γιος του
Τεισάνδρου και ο Μεγακλής, γιος του Αλκμέωνος.25
Ο Κλεισθένης θεώρησε
καλύτερο τον Ιπποκλείδη και την τελευταία ημέρα θυσίασε εκατό βόδια και έδωσε
δείπνο και για τους μνηστήρες και για όλους του Σικυωνίους, στο οποίο θα
ανακοίνωνε την επιλογή του. Εκεί, όταν ήπιαν, ο Ιπποκλείδης κάλεσε τον αυλητή
και άρχισε να χορεύει, κάτι που δεν άρεσε πολύ στον Κλεισθένη……Τελικώς, ο
Κλεισθένης ευχαρίστησε τους καλεσμένους του και διάλεξε για γαμπρό του τον άλλο
Αθηναίο, τον Μεγακλή.
Από τον γάμο της με
τον Μεγακλή, η Α. γέννησε δύο γιους,
τον Κλεισθένη, τον γνωστό μεταρρυθμιστή, και τον Ιπποκράτη. Η κόρη αυτού του
τελευταίου, η οποία λεγόταν επίσης Α.,
έγινε γυναίκα του Ξανθίππου, πατέρα του Περικλή. Όπως ορθά γράφει ο P. Cabanes:
26 «Ο τύραννος Κλεισθένης της Σικυώνος, δεν
επιζητεί κατ’ ουδένα τρόπο να νυμφεύσει την θυγατέρα του με μη Έλληνα».
3/. Η αρχαιολογία δίδει αποστομωτική απάντηση στους γελοίους και
φανταστικούς ισχυρισμούς των ανήμερων Σκιπετάρων και πάσης συνομοταξίας, Αλβανολάγνων
Η Δωδώνη είναι το αρχαιότερο ελληνικό
μαντείο…. «Το αρχαιότερο εν Έλλησι χρηστηρίων», όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος.
Iερείς ήταν οι Σελλοί, από τους οποίους, κατά μίαν εκδοχήν, έχει προέλθει η
εθνική μας ονομασία Έλληνες .
Το αρχαίο θέατρο της
Δωδώνης
Την Ελληνικότητα των Ηπειρωτικών Εθνών και
την Ελληνικήν κυριότητα της Ενιαίας Ηπείρου, επιβεβαιώνουν αρχαιολογικά και
άλλα στοιχεία που προκύπτουν από τις επιστημονικές έρευνες, μελέτες και
ανασκαφές για τις αρχαίες πόλεις της Ηπείρου. Ακόμη και σε πόλεις όπου υπήρχε
ισχυρή παρουσία κατοίκων θεωρουμένων ως Ιλλυριών (όπως συμπεραίνεται από τα
Ιλλυρικά ονόματα των Ελληνικών επιγραφών), η πολιτειακή , κοινωνική και
πολιτισμική δομή ήταν Ελληνική.
Οι ιστορικές
πηγές και η αρχαιολογική σκαπάνη, όχι μόνον μαρτυρούν και πιστοποιούν, αλλά
κραυγάζουν για την αρχαιότατη παρουσία ζωντανού Ελληνισμού σ’ όλη την Ενιαία
Ήπειρο.
Εμείς θα ασχοληθούμε με τα ευρήματα της αρχαιολογικής
σκαπάνης και τα πορίσματα των αρχαιολόγων και λοιπών επιστημόνων στις
κυριώτερες αρχαίες πόλεις της Βορείου Ηπείρου, όπως στο Βουθρωτό (πλησίον Αγ.
Σαράντα), Αντιγόνεια (Τεπελένι), Επίδαμνο (Δυρράχιο), Αντιπάτρεια (Μπεράτι),
Απολλωνία (Πογιάνι-Φίερι), Βύλλιδα, Αστάκη, Αμαντία (Πλιόσα), Χίμαιρα
(Χειμάρρα), Πάνορμο, Φοινίκη, Ογχησμό (Αγ. Σαράντα), Αδριανούπολι -
Δρυϊνούπολι, Νυμφαίο, Ωρικό, δηλ. σε ολόκληρο τον κατεχόμενο σήμερα από τους
Σκιπετάρους, Βορειοηπειρωτικό χώρο.
Ας δούμε λοιπόν τι μας καταμαρτυρεί η αρχαιολογία,
αρχίζοντας από το βορειότερο, κατ’ ελάχιστον, τμήμα της αρχαίας Ενιαίας Ελληνικής Ηπείρου.
α/. Επίδαμνος (Δυρράχιον)
Το Αμφιθέατρο του Δυρραχίου
Αν και τα σωζώμενα
ερείπια είναι ελάχιστα, η πόλη ιδρύθηκε με το όνομα Επίδαμνος το 627
π.Χ. από Κερκυραίους αποικιστές και λίγους Κορίνθιους. Η γύρω περιοχή της
Επιδάμνου, ονομαζόταν Επιδαμνεία. Η γεωγραφική της θέση
ήταν πάρα πολύ προνομιακή, καθώς διέθετε φυσικό βραχώδες λιμάνι, το οποίο
περιστοιχιζόταν από έλη της ενδοχώρας και ψηλά απότομα βράχια στην παραθαλάσσια
πλευρά, καθιστώντας έτσι πολύ δύσκολη την επίθεση από θαλάσσης ή από την ξηρά.
Αν και αποικίστηκε κυρίως από Κερκυραίους
πολίτες, αρχηγός της αποικίας ήταν ένας Κορίνθιος, ο Φαλίας ο γιός του
Ερατοκλείδη. Η σημερινή πόλη του Δυρραχίου έχει κτισθεί πάνω ακριβώς από την
αρχαία, σκοπίμως καθ’ ημάς, ώστε να εμποδίζονται οι ανασκαφές και οι
αποκαλύψεις για την Ελληνική κυριότητα της πόλεως..Έτσι εξηγείται η πενιχρή
παρουσία αρχαιολογικών ευρημάτων.
Η πόλη της Επιδάμνου έγινε γνωστή για τις
εμπορικές δραστηριότητές της, αλλά κυρίως για το γεγονός ότι οι διαμάχες της
αποτέλεσαν μια από τις σημαντικότερες αφορμές για το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού
Πολέμου.
Μεγάλος αριθμός από πήλινα αγαλματίδια
θεοτήτων και επιγραφές της ύστερης Ελληνιστικής περιόδου, υποδηλώνουν την
ύπαρξη τόπων λατρείας του ελληνικού πανθέου. Το ελληνικό στοιχείο κατά τον 4ον
αι. π.Χ. επικρατεί και κυριαρχεί σταθερά
και αναμφισβήτητα.
Το 314 π.Χ. η
Επίδαμνος κατελήφθη από τον Κάσσανδρο της Μακεδονίας, αλλά οι Κερκυραίοι εξεδίωξαν
τον Κάσσανδρο και παρέδωσαν την Επίδαμνο στον Ιλλυριό βασιλιά Γλαυκία. Κάποια
στιγμή ως βασίλισσα της περιοχής αναφέρεται η Τεύτα, ιλλυρικής καταγωγής
επίσης.
Η πόλη κατελήφθη από τους
Ρωμαίους και το 229 π.Χ. και οι Ιλλυριοί επανήλθαν για να την διεκδικήσουν.
Κατέλαβαν προσωρινά την Κέρκυρα και την Επίδαμνο, αλλά οι Ρωμαίοι αστραπιαία
ανακατέλαβαν και τις δύο. Από τότε η πόλη έμεινε σε ρωμαϊκά χέρια και
αναφέρεται στο εξής ως Δυρράχιον επειδή η λατινική επιρροή μετέβαλε
σε δυσοίωνο το αρχαιοελληνικό όνομά της -στα λατινικά το δεύτερο συνθετικό
παρέπεμπε στο επίθετο damno που
σήμαινε καταραμένο και καταδικασμένο σε θάνατο. ‘Εκτισαν το αμφιθέατρο
χωρητικότητος περίπου 20.000 θεατών.
Aρχαίο Ελληνικό
νόμισμα του Δυρραχίου. Αριστερά, Αγελάδα ταΐζοντας μοσχάρι. Δεξιά, δύο
τυποποιημένοι κεραυνοί του Δία με τα γράμματα ΔΥΡ.
Το Δυρράχιο είχε
κόψει νόμισμα, και μερικά αρχαία κέρματα έχουν διασωθεί. Ο αργυρός Κορινθιακός
στατήρας του Δυρραχίου του 4ου π.Χ. αι. απεικονίζει μια αγελάδα που στέκει ενώ
ένα μοσχαράκι θηλάζει. Η πίσω όψη φέρει την επιγραφή Δ Υ Ρ γύρω από δύο
στενόμακρους αστεροειδείς σχηματισμούς και ένα ρόπαλο με την λαβή προς τα κάτω.27
Κατά την πρώϊμη Ελληνική
(Βυζαντινή) εποχή, τελευταίο μνημείο είναι τα τείχη που έκτισε ο αυτοκράτορας
Αναστάσιος Α΄ (491-518 μ.Χ.), αφού πέρασε ο φόβος από την λαίλαπα των Γότθων.
Η Είσοδος των Τειχών της Αρχαίας Πόλεως
του Δυρραχίου
Το 1081-1082 κατέλαβον την πόλη οι Νορμανδοί.
Μετά την απαλευθέρωσή της από τους Ρωμηούς/Έλληνες (Βυζαντινούς), θα
ακολουθήσουν οι Βενετσιάνοι, οι Ανδεγαυοί και το 1501 οι Οθωμανοί. Μέχρι τότε, πουθενά δεν αναφέρεται στην
ιστορία της πόλεως, ύπαρξη-δράση «Αλβανών».
β/. Απολλωνία
(σημ. Πόγιανη)
Απολλωνία, Μνημείο αγωνοθετών ή
Βουλευτήριον (2ος αι. μ.Χ.). Στο βάθος Ι.Μ. Απολλωνίας (13ος αι.).
Όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης (Ιστ.
Α΄-26), ιδρύθηκε όχι πολύ μακρυά από τις εκβολές του Αώου ποτ., τον 6ον π.Χ.
αιώνα κοντά στην Επίδαμνο. Κατά την αρχαιότητα οι Έλληνες την ονόμαζαν
«Απολλωνία Ιλλυρική», όχι διότι είχε σχέση με Ιλλυριούς, αλλά γεωγραφικώς, για
να ξεχωρίζει από τις άλλες ελληνικές πόλεις που έφεραν το ίδιο όνομα, όπως:
Απολλωνία της Μυγδονίας (και Μυγδίας) στην Μακεδονία, Απολλωνία της Σικελίας, η
Αιτωλική Απολλωνία κοντά στην Ναύπακτο, η Απολλωνία της Θράκης, της Χαλκιδικής,
της κρήτης, κ.α.28
Πολλοί επιφανείς Ρωμαίοι
έμειναν στην Απολλωνία, χάριν σπουδών, μεταξύ αυτών ο Οκταβιανός και ο Μαικήνας.
Το 48 π.Χ. κατελήφθη από τον Καίσαρα, κατόπιν από τον Μάρκο Αντώνιο και μετά
από τον Βρούτο. Φαίνεται ότι η πόλη διατηρούσε την ακμή της και κατά τους
χρόνους της Αυτοκρατορίας μας (Βυζαντινή), αφού αναφέρεται από τον Κωνσταντίνο
Πορφυρογέννητο. Τότε υπαγόταν στο θέμα του Δυρραχίου.
Σήμερα η περιοχή ανήκει
στην επικράτεια της «Αλβανίας»/ Σκιπερίας και βρίσκεται δίπλα στο χωριό Pojan
(Πόγιαν). Εκεί απαντάται και Μονή καλούμενη «Παναγίας της Απολλωνίας»,29 στον περίβολόν της οποίας, υπάρχει ακόμη όρθιος κίονας από κάποιον αρχαίον ελληνικόν
ναόν του Απόλλωνος (Βλέπε παρακάτω φωτογραφία)…
Στην Απολλωνία, έχουν βρεθεί επίσης, ναοί Απόλλωνος
και Αρτέμιδος ή Ποσειδώνα, ελληνικό θέατρο, Νυμφαίο, αττικά αγγεία και ταφικά
ανάγλυφα με σκηνές από την ελληνική μυθολογία, αγάλματα Δωδωναίου Διός, Λυκείου
Απόλλωνα, Αθηνάς Παρθένου, Δήμητρας, Ερμή, Απόλλωνα, του Άτλαντα να κρατά στους
ώμους του τον Ουρανό, προτομή του Δημοσθένη, νεκρόπολη με πλούσια ευρήματα
κ.λπ.
Σήμερα, η Απολλωνία ονομάζεται Πογιάνι Φίερι, γιατί
βρίσκεται κοντά στο χωριό Pojani του νομού Fier. Από το 1992 υπάρχει παράδοση
των ανασκαφών στο έδαφός της, από γαλλικές αποστολές, αρχής γενομένης από τον
καθηγητή Pierre Cabanes, αργότερα
από τον Leon Rey και πρόσφατα από τον Jean-Luc Lamboley, σε συνεργασία με το
Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών των Τιράνων.
Στις 19 Αυγούστου 2010, οι αρχαιολόγοι ανακοίνωσαν την
αποκάλυψη 2 σημαντικών έργων: Μίας προτομής ενός αθλητή και το διακοσμημένο
πόδι ενός χάλκινου αγάλματος.
Ο επικεφαλής της αρχαιολογικής αποστολής Jean-Luc
Lamboley είπε ότι η προτομή του αθλητή, που βρέθηκε σε πολύ καλή κατάσταση,
είναι το πιο σημαντικό εύρημα του αρχαιολογικού χώρου κατά τα τελευταία 50
χρόνια. Ηδη η προτομή μεταφέρθηκε στο Μουσείο Τιράνων, όπου την επισκέφθηκε ο τέως
πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα με το επιτελείο του και με ξενάγηση από τον
προαναφερθέντα αρχαιολόγο, ο οποίος «ετάραξε τα νερά» όλων εκείνων, «Αλβανών» και μη, που εξακολουθούν να επιμένουν ότι υπάρχει «αρχαίος
… Αλβανικός Πολιτισμός», επαναλαμβάνοντας ότι, η Απολλωνία και τα άρχαιολογικά ευρήματά
της είναι ΟΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ.
Όπως πληροφορούμαστε, οι Σκιπετάροι
εφαρμόζουν την εξής βδελυκτή τακτική: Θάβουν τα αρχαιοελληνικά μνημεία της κατεχομένης
Βορείου Ηπείρου (σημ. Νοτίου Αλβανίας) και αναδεικνύουν μόνο τα Ρωμαϊκά, κυρίως
στην περιοχή της Ανδριανουπόλεως ή Δρυϊνουπόλεως, από τα οποία άλλα
χαρακτηρίζουν Ιλλυρικά και άλλα Ρωμαϊκά.
Το 2009, έρευνα
Ελλήνων καθηγητών στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου, απέδειξε με στοιχεία απτά ότι
η αρχαία πόλη της Δρυϊνουπόλεως είχε υποστεί παρεμβάσεις από αρχαιολόγους, οι
οποίοι αφαίρεσαν δια της βίας αρκετά από τα στοιχεία της ελληνικής καταγωγής
της πόλεως, αλλοιώνοντας, πλαστογραφώντας και παραποιώντας την ελληνική
ταυτότητα των αρχαίων μνημείων, βαπτίζοντάς τα Ιλλυρικά ή Ρωμαϊκά.
Υπάρχουν πλείστα
τέτοια παραδείγματα. Το πιο θλιβερό εκ των οποίων είναι αυτό της
Αντιγόνειας. Η γνωστή πόλη του στρατηλάτη Πύρρου στην οποία είχε δώσει το όνομα
της συζύγου του. Η πόλη αυτή όπως και ο Πύρρος παρουσιάζονται στην «αλβανική»
βιβλιογραφία ως μνημεία… Ιλλυρικά.
Ναός στην αρχαία
Απολλωνία
Στατήρας της Απολλωνίας, 340-280 π.Χ.
Νομίσματα της αρχαίας Απολλωνίας
Σήμερα, η περιοχή της
αρχαίας Απολλωνίας, στην οποία διεξάγονται δεκάδες παράνομες
εκσκαφές, από τις οποίες εξαφανίζονται περίτεχνα έργα τέχνης, ευρίσκεται
στο έλεος των παράνομων αρχαιοκάπηλων. Οι αλβανικές αρχές δεν λαμβάνουν όχι τα
κατάλληλα, αλλά ούτε και τα στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας, καίτοι έχουν την
αποκλειστική ευθύνη της διατηρήσεως του πάρκου, την προστασία και την ασφάλεια
των έργων της τέχνης και του πολιτισμού στο αρχαιολογικό πάρκο της Απολλωνίας.
Άθλιοι
Σκιπετάροι, πλαστογράφοι της Ελληνικής ιστορίας και σφετεριστές του Ελληνικού
πολιτισμού, καταπατητές της ευλογημένης γης των αρχαίων Ελλήνων, που ως νόθα
ιστορικώς, μειράκια έχετε ξεσαλώσει, κρυπτόμενοι όπισθεν της ασπίδας του βαθέος
κράτους των υπερατλαντικών αφεντικών σας, ακούστε καλά για μία ακόμη φορά:
Ό,τι και να κάνετε, όσο και αν αλλοιώνετε,
πλαστογραφείτε και παραποιείτε την ελληνική ταυτότητα των αμέτρητων αρχαίων
Ελληνικών τοπωνυμίων και αρχαιολογικών ευρημάτων, βαπτίζοντάς τα «Αλβανικά», Ιλλυρικά ή
Ρωμαϊκά, όπου και αν ανασκάψετε το έδαφος στην ευλογημένη γη των αρχαίων
Ελλήνων την οποίαν εσείς καταπατείτε και μολύνετε, πάντοτε θα ευρίσκετε
αποδεικτικά στοιχεία της πανάρχαιης Ελληνικής παρουσίας και ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΗΣ, διαχρονικής
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.
Ό,τι και να
κάνετε, όσο και αν προσπαθείτε να αποκρύπτετε την αλήθεια, η Ελληνική γη της
κατεχομένης Ηπείρου μας, ανασκαπτομένη θα εμφανίζει πάντοτε, κραυγαλέα αρχαιολογικά
τεκμήρια της πανάρχαιας ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΟΣ.…
Συνεχίζεται
1 Αλάστωρ<άλαστος>-ορος
(ο και σπν. η)=Ασεβής,
κακούργος, φονεύς και μιαίνων όσους τον
πλησιάσουν, αποτρόπαιος (Λεξ. Σκ. Βυζαντίου, σ. 43).
2 Η ετυμολογία της λέξεως Αλβανία προέρχεται
από την ρίζα Αλβ-ή Αλπ-.
Ονομάζεται Λευκή Χώρα, με καθαρώς γεωγραφική σημασία, από το χρώμα της χιόνος
που μονίμως σχεδόν σκεπάζει τις λίαν ορεινές περιοχές ή το χρώμα του ηλίου που
συχνότατα βλέπουν οι κατοικούντες σε λίαν ορεινές περιοχές (Το λευκό είναι το
συνηθέστατο ένδυμα και παραδοσιακή στολή των χωρικών της Αλβανίας). Περισσότερα
στην ανάλυση του κεφ. Αλβανία και
«Αλβανοί»/Σκιπετάροι.
3 Αρπακτός,ή,όν
= Ο
παρθείς (αποκτηθείς) με αρπαγήν, κλοπιμαίος.
4 Ανήμερος (ο,η)= Άγριος, απάνθρωπος.
5 Ηπειρωτικά, Α΄ Τόμος, Αθαμανικά, Νικ. Χ.
Παπακώστα, Αθήνα, 1967.
6 Crew, P.
Mack. The Cambridge
Ancient History - Η επέκταση του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου, Όγδοος και Εβδομος
αιώνας π.χ. Μέρος 3, Τόμος 3, p. 284.
7 Την λέξη
«βάρβαρος», την χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι για να χλευάζουν άλλες
ελληνικές φυλές και κράτη, (π.χ.
Ηπειρώτες, Ηλείους, Μακεδόνες και Αιολείς ομιλητές), με έναν υποτιμητικό και
πολιτικών κινήτρων τρόπο [ΣΣ: Και να
αναδεικνύουν την κατ’ αυτούς υπεροχήν τους, έναντι των υπολοίπων ελληνικών
πόλεων και φύλων (Λεξ. Liddell & Scott)] και δεν είχε την έννοιαν, την
οποίαν απέδιδαν οι Έλληνες στους αλλογενείς και αλλογλώσσους, μη Έλληνες,
για να επισημάνουν την διαφορετικότητά τους.
8 Χρονογραφία της Ηπείρου, των τε ομόρων
Ελληνικών και Ιλλυρικών χωρών, Α. Αραβαντινός, Αθήναι, 1856, τ.1ος,σ.1.
9 Ηπειρωτικά, Δημ. Σιωμοπούλου, Ιωάννινα, 1975,
σ. 225- 230.
10 Ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς ήταν εξερευνητής του 6ου αιώνα π.Χ.,
ο οποίος με εντολή του Δαρείου Α΄ εξερεύνησε και τις ασιατικές ακτές πέρα από
τον Ινδό ποταμό όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (Μελπομένη,
44). Ο Ηρόδοτος καταγόταν από τα Καρύανδα της Καρίας.
Με το ίδιο όνομα, αναφέρεται συγγραφέας και
εξερευνητής του 4ου αιώνα π.Χ. ο οποίος αντέγραψε και απέδωσε πιθανότατα με
περικοπές και το έργο του Σκύλακος του Καρυανδρέως «Περίπλους». Για να
ξεχωρίζει από τον Σκύλακα του 6ου αιώνα, αναφέρεται ως «Ψευδοσκύλαξ» και το έργο: «Περίπλους του Ψευδοσκύλακος». Ο
Αριστοτέλης αναφέρει τον Σκύλακα στα Πολιτικά του, για αναφορά του στους Ινδούς
βασιλείς. Από τον Στράβωνα αναφέρεται στην Γεωγραφία του (βιβλίο 12, κεφ.4,
παρ. 8).
11 Hammond, NGL (1994). Φίλιππος της Μακεδονίας. Λονδίνο, UK:
Duckworth.
12 Κερκυραϊκά υπομνήματα, Φρ. Αλβάνας, Κέρκυρα, 1896.
13 Χρονογραφία της Ηπείρου,1856, τ.1ος, σ.1.
14 Η συναρπαστική Ιστορία του Ιερού της Δωδώνης,
εφ. Βήμα, 17-3-1973.
15 Ηπειρωτικές Μελέτες, Ζώτος Μολοσσός, τ. 1ος,
σελ. 1-3, Αθήναι, 1876.
16 Ινδοευρωπαίοι και Έλληνες, Αναζητώντας την Αλήθεια, Η
Ταυτότητα Των Ελλήνων, Σπυρίδων Αρώνης, Θεσσαλονίκη, 2007,σ.222-231.
17 Εθνικότης των αρχαίων Ηπειρωτών, Ηπειρωτική
Εστία, 1954, Σωτ. Δάκαρης - Δωδώνη (Ιστορική πραγματεία), Κώστας Μιχαηλίδης,
Ιωάννινα,1960.
18 Η Δωδώνη - Ιστορική πραγματεία - Κώστας
Μιχαηλίδης, Ιωάννινα, 1960.
19 Ο Πλούταρχος
σημειώνει και το εξής ενδιαφέρον στοιχείο: Στην βιογραφία του βασιλιά Πύρρου,
υποστηρίζει ότι ο Αχιλλεύς λατρευόταν ως θεός στην Ήπειρο και στην τοπική
διάλεκτο ονομαζόταν «Ασπετός» (δηλαδή αμίλητος, μη
προσεγγίσιμος στην Ομηρική γλώσσα) [περί τούτου (Ασπετός), βλέπε και στην παρ.
4δ2/, Αποδείξεις
της εθνικής και πολιτιστικής ενότητος της Ενιαίας Ηπείρου με την λοιπή Ελλάδα (Μέρος 10ον)].
20 Ι.Κ. Βογιατζίδου: Συμβολή εις την Μεσαιωνικήν
Ιστορίαν της Ηπείρου,Ηπειρωτικά Χρονικά, 1926,τομ. 1ος,σελ. 72-80.
21 Στράβων, γεωγραφικά 7,7,4 «Ταύτην δη την οδό εκ των περί την Επίδαμνον και
Απολλωνίαν τόπων ιούσιν εν δεξιά μεν εστί τα Ηπειρωτικά έθνη, κλυζόμενα τω
Σικελικώ πελάγει μέχρι Αμβρακικού κόλπου,εν αριστερά δε τα όρη τα των
Ιλλυριών,ά προδιήλθομεν και τα έθνη τα παροικούντα». Η
οδός στην οποία αναφέρεται ο Στράβων είναι η Εγνατία, που ακολουθεί την
κατεύθυνση της κοιλάδας του Σκούμπι.
22 Κλαύδιος
Πτολεμαίος, Γεωγραφική αφήγησις βιβλίο Γ',κεφ. 13 "Αρχή Ελλάδος από Ωρυκίας και αρχέγονος
Ελλάς Ήπειρος".
23 Θεοδώκοι
ή θεαροδόκοι, στην στην αρχαία
Ελλάδα, ήταν ιεροί δέκτες, οι οποίοι είχαν ως καθήκον να φιλοξενήσουν και να
βοηθήσουν (να παράσχουν στέγη και προστασία), στους θεατές και τους
απεσταλμένους των
ιερών ναών, ενώπιον
των Πανελλήνιων Αγώνων και πολιτιστικών
εκδηλώσεων. Ο Θεοδώκος διοριζόταν μερικές φορές
από την κοινότητα στην οποία ζούσε, αλλά μερικές φορές από την κοινότητα που
έστειλε τους θεωρούς. Αυτός που παρέχει στέγη και προστασία στους
απεσταλμένους των ιερών ναών.
24 Ιπποκλείδης,
Livepedia, 23/12/2012.
25 «Ἀπὸ μὲν δὴ Ἰταλίης ἦλθε
Σμινδυρίδης ὁ Ἱπποκράτεος Συβαρίτης, ὃς ἐπὶ πλεῖστον δὴ χλιδῆς εἷς ἀνὴρ ἀπίκετο
(ἡ δὲ Σύβαρις ἤκμαζε τοῦτον τὸν χρόνον μάλιστα), καὶ Σιρίτης Δάμασος Ἀμύριος τοῦ
σοφοῦ λεγομένου παῖς· (2) οὗτοι μὲν ἀπὸ Ἰταλίης ἦλθον, ἐκ δὲ τοῦ κόλπου τοῦ Ἰονίου
Ἀμφίμνηστος Ἐπιστρόφου Ἐπιδάμνιος· οὗτος δὴ ἐκ τοῦ Ἰονίου κόλπου. Αἰτωλὸς δὲ ἦλθε
Τιτόρμου τοῦ ὑπερφύντος τε Ἕλληνας ἰσχύϊ καὶ φυγόντος ἀνθρώπους ἐς τὰς ἐσχατιὰς
τῆς Αἰτωλίδος χώρης, τούτου τοῦ Τιτόρμου ἀδελφεὸς Μάλης. ἀπὸ δὲ Πελοποννήσου
Φείδωνος τοῦ Ἀργείων τυράννου παῖς Λεωκήδης, Φείδωνος δὲ τοῦ τὰ μέτρα
ποιήσαντος Πελοποννησίοισι καὶ ὑβρίσαντος μέγιστα δὴ Ἑλλήνων πάντων, ὃς ἐξαναστήσας
τοὺς Ἠλείων ἀγωνοθέτας αὐτὸς τὸν ἐν Ὀλυμπίῃ ἀγῶνα ἔθηκε· τούτου τε δὴ παῖς καὶ Ἀμίαντος
Λυκούργου Ἀρκὰς ἐκ Τραπεζοῦντος, καὶ Ἀζὴν ἐκ Παίου πόλιος Λαφάνης Εὐφορίωνος τοῦ
δεξαμένου τε, ὡς λόγος ἐν Ἀρκαδίῃ λέγεται, τοὺς Διοσκούρους οἰκίοισι καὶ ἀπὸ
τούτου ξεινοδοκέοντος πάντας ἀνθρώπους, καὶ Ἠλεῖος Ὀνόμαστος Ἀγαίου· οὗτοι μὲν
δὴ ἐξ αὐτῆς Πελοποννήσου ἦλθον, ἐκ δὲ Ἀθηνέων ἀπίκοντο Μεγακλέης τε ὁ Ἀλκμέωνος
τούτου τοῦ παρὰ Κροῖσον ἀπικομένου, καὶ ἄλλος Ἱπποκλείδης Τεισάνδρου, πλούτῳ καὶ
εἴδεϊ προφέρων Ἀθηναίων. ἀπὸ δὲ Ἐρετρίης ἀνθεούσης τοῦτον τὸν χρόνον Λυσανίης·
οὗτος δὴ ἀπ’ Εὐβοίης μοῦνος. ἐκ δὲ Θεσσαλίης ἦλθε τῶν Σκοπαδέων Διακτορίδης
Κραννώνιος, ἐκ δὲ Μολοσσῶν Ἄλκων» (Ηρόδοτος (VI/ 127).
26 O Pierre Cabanes (1930-) είναι ομότιμος
καθηγητής της Ιστορίας της Αρχαιότητας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ (Ρaris
X-Nanterre), ιδρυτής της Γαλλικής Αρχαιολογικής και Επιγραφικής Αποστολής στην
Αλβανία, όπου διεξήγαγε έρευνες επί τριάντα χρόνια. Δημοσίευσε πολλές μελέτες
ειδικά για θέματα της Ηπείρου και της Ιλλυρίας.
27 Το κέρμα έχει διάμετρο 20 χιλ. και ζυγίζει 10,73 γραμ..John Ward (1832-1912) και Sir George Francis Hill (1867-1948), επιμ. (1902) (στα Αγγλικά). Greek coins and their parent cities. Λονδίνο: Murray. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2009.
28 Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο 7 (Ιλλυρίς)], 316. Έκδοση Αδαμ. Κοραή, Παρίσι, 1817.
29 Εγκυκλοπαίδεια
"Πυρσός", τόμ. Ε΄, λήμμα "Απολλωνία"
Αλβανία δεν σημαίνει "λευκή χώρα". Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (πέθανε το 160-168 μ.Χ.) αναφέρει μια φυλή στην Ιλλυρία με το όνομα Άλβανες, που ζούσε στο χώρο μεταξύ Δυρραχίου και Δίβρης. Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για συγκεκριμένη φυλή, αλλά για Ρωμαίους στρατιώτες από την Άλμπα της Ιταλίας, οι οποίοι μετά τη συνταξιοδότηση τους πήραν γη στην Ιλλυρία και εγκαταστάθηκαν εκεί, ιδρύοντας την Αλβανόπολις (όπως μας πληροφορεί και ο Αραβαντινός στη Χρονογραφία της Ηπείρου). Ιλλυρικές φυλές ήταν οι Εγχελοί, οι Ταυλάντιοι/Ταουλάντιοι, οι Βυλιόνοι (ή Μπουλιόνοι ή Μπουλιόνες), οι Δασσαρέτες, οι Αρδιαίοι, οι Παρθίνοι, οι Λαβεάτες, οι Γραβαίοι, οι Σκιρτάροι, οι Ατιντάνες, κ.α.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Νίκος Καράμπελας στο βιβλίο του «Ο Άγγλος θεολόγος Thomas S. Hughes στην Πρέβεζα και στη Νικόπολη» λέει: «Οι βυζαντινοί συγγραφείς φαίνεται να έχουν πάρει το όνομα ‘Αλβανοί’ από τον Πτολεμαίο. Οι βυζαντινοί ιστορικοί αναφέρονται σε αυτούς με τα επίθετα ‘Αλβάνοι’, ‘Αρβάνοι’, ‘Αλβανίτες’, ‘Αρβανίτες’ κ.τ.λ.».
Ορισμένοι συσχετίζουν το όνομα «Άλβα» ή «Άρβα» με την πόλη «Άρβα» (σημερινό ‘Ραμπ’ της Κροατίας) που κατοικήθηκε από τους ημι-Ιλλιριούς Λιβούρνιους (πρωτοαναφέρονται από το 360 μ.Χ.). Ενδέχεται όμως το «αλβ» («Αλβανία») να έχει κοινή ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα με το «αλπ» (Άλπεις κ.τ.λ)’ δηλαδή Αλβανία=ορεινή χώρα, χώρα των βράχων, λευκή χώρα (στα λατινικά albus=λευκός) κ.τ.λ. Άλλοι πάλι λένε ότι το όνομα «Αλβανία» προέρχεται από την ονομασία του χωριού Άρβανο/Arbanë, δηλαδή Άρβανο/Αρβανία/Αλβανία/Αρβανιτιά κ.α.
Η Αλβανία λέγεται και «Αρμπερία» (Arbëria). Είναι μηδενικής σημασίας η διαφορά ανάμεσα στο «λ» και στο «ρ» (π.χ. Αλβανοί/Αρβανίτες, Άρβανο/Arbanë κ.α.). Ακόμα, και άλλες περιοχές της Αλβανίας (και όχι μόνο) αποκαλούνται συνήθως με ονόματα προερχόμενα από τις Αλβανικές φυλές/φάρες που τις κατοικούν, π.χ. Λιάπηδες~Λαμπερία (Labë~Labëria), Τσάμηδες~Τσαμερία (Çamë~Çamëria), Τόσκοι~Τοσκαρία (Toskë-Toskëria) κ.α. Στο λεξικό Στέφανου Βυζαντίου διαβάζουμε: «Άρβων ή Αρβών ην Ιλλυρίας πόλις, ης κάτοικος Αρβωνίτης. Το εθνικόν Αρβώνιος και Αρβωνίτης.». Ότι υπήρχε τέτοιο τοπωνύμιο στην αρχαιότητα αποδεικνύεται από τον Πολύβιο, ο οποίος γράφει: «Οι δ’ άλλοι πάντες έφυγον εις τον Άρβωνα σκεδασθέντες.». Όμως η πόλη αυτή βρισκόταν κάπου στις βορειοανατολικές ακτές της Αδριατικής (κάπου στη σημερινή Κροατία) και όχι στη νότια Ιλλυρία.
Από όλα αυτά γίνεται πρόδηλο ότι όλα αυτά τα ονόματα και τοπωνύμια (Αλβανοί, Άλβανα, Αρβανίτες, Άρβανον, Αρβωνίτες, Άρβων) έχουν κοινή ρίζα. Το ότι αυτοί οι Αρβανίτες/Αλβανίτες σχετίζονταν με τους Ιλλυριούς φαίνεται και από τους βυζαντινούς συγγραφείς. Ο Φραντζής γράφει: «Τω αυτώ δε φθινοπώρω του s&ηβ έτους (6962 ήτοι 1454 μ.Χ.) δηλονότι επανεστάτησαν οι της Πελοποννήσου Αλβανίται κατά των Δεσποτών και των Αυθεντών αυτών.». Ο Κριτόβουλος γράφει: «Οι γαρ της Πελοποννήσου Δεσπόται, της Βυζαντίδος αλούσης, ευθύς νεωτερισάντων των εν Πελοποννήσω Ιλλυριών και επαναστάντων αυτοίς…» (Κριτοβούλου, Ιστορία των πράξεων του Μωάμεθ, Β’-Γ’, 1)