Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ (ΣΚΙΠΕΡΙΑ) ΚΑΙ ΤΟΥΣ «ΑΛΒΑΝΟΥΣ»/ΣΚΙΠΕΤΑΡΟΥΣ

            Α λαστόρων προτεκτοράτον των ΗΠΑ.1
            Λ ευκή Χώρα2
            Β ατικανού και Αυστρο-Ουγγαρίας έκτρωμα.
            Α ρπακτή γη, Ελληνικής κυριότητος.3
            Ν εοελληνικής Ιστορίας πλαστογραφία.
             Ι λλυρικής ιστορίας σφετεριστής.
            Α ντρον Ανήμερων Σκιπετάρων.4
Καρικατούρα αναπαριστώντας την «Αλβανία» με το επίσημο όνομά της ΣΚΙΠΕΡΙΑ (SHQIPERIA), σε κατάσταση… άμυνας απέναντι στους γείτονές της. Το Μαυροβούνιο παρουσιάζεται υπό την μορφή πιθήκου, η Ελλάδα ως λεοπάρδαλη και η Σερβία ως φίδι. Το Σκιπετάρικο  κείμενο γράφει: «Φύγετε μακριά μου! Αιμοβόρα πλάσματα!»

ΜΕΡΟΣ 11ον

4. ΗΠΕΙΡΟΣ: ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ (Συνέχεια 10ου μέρους)
δ. Η ενότητα  της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ηπείρου με την λοιπή Ελλάδα (Συνέχεια 10ου  μέρους)
3/. Η Ελληνικότητα και Ελληνική κυριότητα των Ηπειρωτικών Εθνών (Συνέχεια 10ου μέρους)
γ/. Ωρικός ή Ωρικόν
Το ΩρικόνΏρικον, ή Ωρικός) ήταν αρχαία ελληνική πόλη στην Χαονία της Ηπείρου (σήμερα στο έδαφος της κατεχομένης Βόρειας Ηπείρου) στις ακτές του Ιονίου, κοντά στα Ακροκεραύνεια όρη.5 Ήταν αρκετά οχυρή (ΗΡΟΔ: Θ/92), αλλά το λιμάνι της ήταν ανασφαλές, παρά ταύτα είχε αρκετή εμπορική και πνευματική κίνηση. Ο Ωρικός που μέχρι σήμερα διατηρεί το όνομά του, κτίστηκε από Ευβοείς που επέστρεφαν από την εκστρατείαν της Τροίας και εξώκειλαν στις ακτές της Ηπείρου από τρικυμία.6
Πιστεύεται ότι στην αρχαιότητα, ήταν νησίδα αφιερωμένη στον Απόλλωνα, γι' αυτό κάποια νομίσματά της έφεραν την κεφαλή του Απόλλωνα. Το 214 π.Χ. κατελήφθη από τον Φίλιππο τον Ε΄ και μετά από τους Ρωμαίους. Σύμφωνα με τον Εκαταίο ήταν «λιμένας της Ηπείρου εν τη Ευρώπη»7 και σύμφωνα με τον Διονύσιον τον Περιηγητή «αρχή της Ελλάδος»8. Μνημονεύεται από τον Στράβωνα,9 τον Πλούταρχο10 και άλλους αρχαίους συγγραφείς.
In the neighbourhood of Avlon (Vlora), into the naval base Pasha Liman, just 20 kilometers far from the city is hidden a pearl of Albania: the archaeological park of Oricum.                   
Το αρχαιολογικό πάρκο του Ωρικού

Oricum was an ancient Greek city, founded in the 7th century BC by Euboeans, inhabitants of Euboea, the second largest Greek island after Crete. The city was originally on an island but already in ancient times it became connected to the mainland.
Oricum had military importance under the Roman Empire during the war against Macedonia. It was also the first city taken by Julius Caesar during his invasion of Epirus and it is described in Book 3 of his “De Bello Civili”. After this, the city became mostly a civilian settlement.
The city was renamed Oricum Pashaliman, the Pasha’s harbour, by Ottomans, that is the name of the Albanian navy base too. To visit this small site, is necessary special permission.
δ/. Πάνορμος (Ιταλιστί Παλέρμο)
Η «Πάνορμος» ήταν μεγάλο λιμάνι με αξιόλογη εμπορική κίνηση βόρεια  του Ωρικού (Στράβων, Γεωγρ, Ζ/324). Αργότερα οι Ιταλοί το ονόμασαν Παλέρμο. Ο όρος Πάνορμος είναι αρχαίος ελληνικός, τον οποίο αναφέρει και ο Όμηρος.11 Πάνορμος χαρακτηρίζεται γενικά όρμος ή λιμένας που παρέχει ιδιαίτερη ασφάλεια επί παντός καιρού, προέρχεται εκ των λέξεων παν + ορμίζομαι (με ασφάλεια)12, όπως είναι για παράδειγμα ο μεγάλος και ασφαλής όρμος της Μήλου.
ε/. Λυχνίς ή Λυχνιδός (Αχρίς)
Αρχαία οχυρώτατη πόλη των Ελληνικού Ηπειρωτικού φύλου των Δασσαρητών13 κτισμένη επάνω σε δυσπρόσιτο ύψωμα. Πλησίον της διήρχετο η Εγνατία οδός, διότι από την αρχαιότητα η θέση της ήταν πολύ σημαντική. Αυτή η πόλη είναι η σημερινή Οχρίδα η οποία βρίσκεται κοντά στην ομώνυμη λίμνη (Αχρίς λέγεται σήμερα). Πλησίον της σημερινής πόλεως βρίσκονται τα ερείπεια της αρχαίας Ελληνικής πόλεως «Λιχνιδού».
Στην αρχαιότητα η πόλη ήταν γνωστή με το Αρχαιοελληνικό όνομα Λυχνίς, Λυχνίτις ή Λυχνιδός (και το Λατινικό Lychnidus), που πιθανόν σημαίνει «πόλη του φωτός», από το Ελληνικό λυχνίς, «πολύτιμη πέτρα που εκπέμπει φως», από το λύχνος, «λάμπα, φορητό φως». Το 879 μ.Χ. η πόλη δεν ονομαζόταν πια Λυχνιδός, αναφερόταν από τους Σλάβους ως Όχριντ, πιθανόν από τις Σλαβικές λέξεις βο χριντ, που σημαίνουν "στον λόφο", καθώς η αρχαία πόλη Λυχνιδός ήταν στην κορυφή του λόφου. Στην Σλαβική και τις άλλες Νότιες Σλαβικές γλώσσες, το όνομα της πόλεως είναι Όχριντ και στην Σκιπετάτικη Όχερ ή Όχρι.
Σύμφωνα με πρόσφατες ανασκαφές, ήταν πόλη ήδη από την εποχή του βασιλιά Φιλίππου της Μακεδονίας μας. Οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι το υπάρχον Φρούριον του Σαμουήλ [Του Βουλγάρου Τσάρου Σαμουήλ (958-1014)], χτίσθηκε στην θέση αρχαιότερης οχυρώσεως που ανάγεται στον 4ο αιώνα π.Χ. Κατά τις Ρωμαϊκές κατακτήσεις, προς το τέλος του 3ου και τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., μνημονεύονταν το Ελληνικό φύλο των Δεσσαρητών και η περιοχή Δεσσαρητία, καθώς και η αρχαία Ελληνική πόλη Λυχνιδός, η ύπαρξη της οποίας συνδέεται με τον Ελληνικό μύθο του Φοίνικα πρίγκιπα Κάδμου, που, εξορισμένος από τις Θήβες, κατέφυγεν στους Εγχελείς και ίδρυσε την πόλη Λυχνιδόν στις όχθες της σημερινής Λίμνης της Οχρίδας.
Η Λίμνη της Οχρίδας, η αρχαιοελληνική Λυχνίτις, της οποίας τα γαλάζια και εξαιρετικά διάφανα νερά στην αρχαιότητα της έδωσαν το ελληνικό της όνομα, ονομαζόταν έτσι ενίοτε ακόμη και τον Μεσαίωνα. Βρισκόταν πάνω στην Εγνατία οδό, που συνέδεε την Επίδαμνο (Δυρράχιο), λιμάνι στην Αδριατική, με την Ρωμανία (Βυζάντιο). Αρχαιολογικές ανασκαφές (π.χ. η Πολύκογχη Βασιλική από τον 5ο αιώνα), αποδεικνύουν πρώϊμη υιοθέτηση του Χριστιανισμού στην περιοχή. Επίσκοποι από την Λυχνιδόν, συμμετείχαν σε Οικουμενικές Συνόδους.
Οι Νότιοι Σλάβοι άρχισαν να φτάνουν στην περιοχή τον 6ο αιώνα μ.Χ. Από τις αρχές του 7ου αιώνα, μια Σλαβική φυλή γνωστή ως Βερζήτες, εποικησε τις σημερινες πολεις της ΑΧΡΙΔΑΣ (Καβαρντατσιο,Πριλαπος, Μοναστηριο, και Διβρη), και ολη την περιοχη που αυτες περιβαλλουν. ΟΙ Ρωμηοί συγγραφείς, από τότε άρχισαν να αποκαλουν αυτην την περιοχη ΣΚΛΑΒΗΝΙΑ.
Οι Βούλγαροι κατέλαβαν την πόλη το 867. Το όνομα Οχριντ πρωτοεμφανίστηκε το 879. Μεταξύ 990 και 1015, η Οχρίδα ήταν πρωτεύουσα και προπύργιο του Βουλγαρικού Βασιλείου, ενώ από το 990 ως το 1018 ήταν επίσης έδρα του Βουλγαρικού Πατριαρχείου. Μετά την απελευθέρωση της πόλεως από τους Ρωμηούς/Έλληνες (Βυζαντινούς) το 1018, από τον Βασίλειο Β΄, το Βουλγαρικό Πατριαρχείο υποβαθμίστηκε σε Αρχιεπισκοπή και τέθηκε υπό την εξουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ο ανώτερος κλήρος μετά το 1018, ήταν σχεδόν αποκλειστικά Ελληνικός, περιλαμβανομένης της περιόδου της Οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι την κατάργηση της αρχιεπισκοπής το 1767.14
Ο Χριστιανικός πληθυσμός μειώθηκε τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το 1664 υπήρχαν μόνο 142 Χριστιανικές κατοικίες. Ο Οθωμανός χρονογράφος και περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (1611 - 1684), μας πληροφορεί ότι:
.Οι χριστιανοί κάτοικοί της είναι κυρίως Έλληνες (μεταξύ των οποίων και πολλοί Ελληνόβλαχοι) και δευτερευόντως Βούλγαροι.15
.Υπήρχαν μέσα στα όρια της πόλεως, 365 εκκλησίες, μια για κάθε μέρα του χρόνου. Σήμερα ο αριθμός αυτός είναι σημαντικά μικρότερος.
Η κατάσταση άλλαξε τον 18ο αιώνα, οπότε η Λυχνιδός (Οχρίδα), αναδείχθηκε σε σπουδαίο κέντρο εμπορίου σε ένα σημαντικό εμπορικό δρόμο. Στο τέλος του αιώνα είχε περίπου πέντε χιλιάδες κατοίκους. Προς το τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, η περιοχή της Οχρίδας, όπως και άλλα μέρη της Οθωμανικής επικρατείας, ήταν εστία αναταραχής.
Τον 19ο αιώνα, η περιοχή της Οχρίδας αποτέλεσε τμήμα του Πασαλικίου της Σκόδρας (Σκούταρι) υπό την οικογένεια Μπουσάτι. Ο Οίκος των Μπουσάτι ήταν μια «εξέχουσα» εξισλαμισμένη ελληνογενής οικογένεια εμπόρων (Πιθανού επωνύμου, Μπούας/Μπούσας/Busatti), που μετανάστευσε στην Ιταλία και οι απόγονοί τους επέστρεψαν στην Αρβανιτίαν, και κυβέρνησαν το πασαλίκι της Σκόδρας, από το 1757 έως το 1831. Η κυριαρχία τους στην περιοχή της Σκόδρας εδραιώθηκε μέσω ενός δικτύου συμμαχιών με διάφορες ορεινές φυλές των Σκιπετάρων.
Η κυριαρχία της δυναστείας των Μπουσάτι τερματίστηκε, όταν ο οθωμανικός στρατός υπό τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, πολιορκούσε το κάστρο Φατίχ στην Σκόδρα και ανάγκασε την παράδοση του τελευταίου πασά Μουσταφά Μπουσάτι που είχε επαναστατήσει εναντίον του σουλτάνου τον οποίο κατηγόρησαν ως Γκιαούρ - ινφιντέλ [Άπιστος/Αλλόθρησκος (1831)]. Η ήττα αυτή είχε ως αποτέλεσμα και την διάλυση του πασαλικίου. Σήμερα απόγονος της οικογενείας Μπουσάτι, είναι υπουργός εξωτερικών της Σκιπερίας/«Αλβανίας».
Οι κάτοικοι της Οχρίδας συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Σημαντικότερος αγωνιστής ήταν ο Σωτήριος Σγάλης που πολέμησε στο σώμα του Φαβιέρου,16 καθώς και ο Τσάλης που βρέθηκε στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Μάλιστα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, η πόλη υποχρεώθηκε να δώσει ομήρους στην Υψηλή Πύλη, οι οποίοι φυλακίστηκαν στην Θεσσαλονίκη, ώστε να διασφαλίσει ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, την υπόσχεση των Λυχνιδέων, ότι δεν θα ξεσηκωθούν εναντίον του.17
Στο τέλος του 19ου αιώνα η Οχρίδα είχε 2.409 κατοικίες με 11.900 κατοίκους, από τους οποίους 45% ήταν Μουσουλμάνοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν κυρίως Παπικοί και Ορθόδοξοι. Μέχρι το 1912. η Οχρίδα ήταν κέντρο δήμου που ανήκε στο Σαντζάκι του Μοναστηρίου του ομώνυμου Βιλαετίου (σημερινή Μπίτολα). Η πόλη παρέμεινε υπό τους Οθωμανούς μέχρι το 1912, οπότε την κατέλαβε ο Σερβικός στρατός.
Τον Σεπτέμβριο του 1913, «Αλβανοί»/ Σκιπετάροι (Α-Σ) και Βουλγαρόφιλοι ηγέτες της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργανώσεως (ΕΜΕΟ) εξεγέρθηκαν κατά των Σέρβων.
Από το 1929 ως το 1941 η Οχρίδα, ήταν τμήμα της Μπανόβινα του Βαρδάρη (Του σημερινού κράτους των Σκοπίων), του Βασίλειου της Γιουγκοσλαβίας.
Πανόραμα της Λυχνίδος (Οχρίδας) από το Φρούριο του Σαμουήλ

Διακεκριμένοι Έλληνες, καταγόμενοι εκ Λυχνίδος (Οχρίδος).
·  Βασίλειος Αχριδηνός, Έλληνας λόγιος του 12ου αιώνα.
·  Μιχαήλ Ποτλής (1810 - 1863), πανεπιστημιακός.
·  Μαργαρίτης Δήμιτσας (1829-1903), συγγραφέας, ιστορικός.
·  Αναστάσιος Πηχεών (1836-1913), διδάσκαλος.
·  Φιλόλαος Πηχεών (Καπετάν Φιλώτας)[1875-1947], Μακεδονομάχος.
·  Κόστα Αμπράσεβιτς, ποιητής.
·  Κλίμεντ Μπογιάντζιεβ, στρατηγός και υπουργός.
·  Γρηγόρης Σταυρίδης (Παρλίτσεφ), συγγραφέας και μεταφραστής.
Aποψη από την Λίμνη
Aρχαιολογικός χώρος του Πλάοσνικ (250 μέτρα κάτω από το φρούριο του Σαμουήλ)18

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου του Πλάοσνικ.
Χαραγμένες σβάστικες στο, διακοσμημένο με μωσαϊκό, δάπεδο.

Θρασύστομοι, αδίστακτοι πλαστογράφοι και σφετεριστές της ελληνικής Ιστορίας και του Ελληνικού πολιτισμού, Σκιπετάροι και Σκοπιανοί!
Η γη της Λυχνίδος, της οποίας το αρχαίον όνομα αλλάξατε, για να μην μάθουν οι κάτοικοι της περιοχής την αλήθεια, όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, κραυγάζουν από τα βάθη των αιώνων: Είμαστε δημιουργήματα των αρχαίων Ελλήνων και ανήκουμε στους νόμιμους απογόνους τους…
στ/. Αυλών
Ο Αυλώνας (Σκιπετάρικα: Vlorë Βλόρε, διεθνώς Valona), πόλη και λιμάνι προ αυτής η νήσος Σάσων. Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της κατεχομένης Βορείου Ηπείρου, μετά την Επίδαμνον (Δυρράχιον). Απετέλεσε εμπορικό κέντρο της περιοχής που καλλιέργησε τα γράμματα και τις επιστήμες.
Ιδρυμένη ως αρχαία ελληνική αποικία τον 6ο αιώνα π.Χ με το όνομα Αυλών και κατοικούμενη έκτοτε για 26 περίπου αιώνες, η πόλη του Αυλώνα είναι σήμερα το πλέον σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της Βορείου Ηπείρου και αποτελεί έδρα του Πανεπιστημίου του Αυλώνα.
Άποψη της αρχαίας πόλεως του Αυλώνος (σημ. Βλόρε). Πρωτ. Τίτλος: Valona.19

 Η ελληνικότης της αποδεικνύεται εκτός των άλλων και από το γεγονός ότι το όνομα Αυλών, κατά την αρχαιότητα απαντάται και σε άλλα μέρη της Ελλάδος [Μεσσηνία, παρά την κοιλάδα του ποτ. Κυπαρισσήεντος, όπου ο ναός του Αυλωνίου Ασκληπιού --- Μακεδονία, ΒΔ του Στρυμονικού κόλπου --- Γόρτυνος Κρήτης (Στο μέσον της νήσου πρίν λάβει το όνομα Γόρτυς ωνομάζετο Ελλωτίς), Λάρισα Κρημνία) ---.Λαυρεωτική Αττικής]. 
 Το 1994, στην πόλη ζούσαν 8.000  γηγενείς Έλληνες.
ζ/. Βουθρωτόν ή Βουθρωτός
 Το Βουθρωτό (Σκιπετάρικα: Butrint ή Butrinti, Αρχαία Ελληνικά: Βουθρωτόν, Λατινικά: Buthrotum) είναι αρχαιολογικός χώρος και αρχαία ελληνική πόλη, περίπου 20 χιλιόμετρα νότια από τους  Αγίους Σαράντα, σε ένα λόφο με θέα το κανάλι Βιβάρι. Ιδρύθηκε από τους γειτονικούς Κερκυραίους, τους Κορινθίους και άλλους Ηπειρώτες τον 6ον π.Χ. αιώνα. Κατοικημένo από τα προϊστορικά χρόνια, το Βουθρωτό υπήρξε έδρα Ελληνικής πόλεως και αργότερα χριστιανικής επισκοπής.
Σε λωρίδα γης περίπου 13 χλμ από βορρά, οι αρχαίοι κάτοικοι έκτισαν ένα ισχυρότατο τείχος, δέκα μέτρα πλάτος και πέντε ύψος, στο σημ. Ξαμίλι..Ιδιαίτερη άνθιση γνώρισε το Βουθρωτό επί βασιλείας Πύρρου και γενικώτερα τον 4ον-3ον π.Χ. αιώνα. Τότε κτίσθηκε ο ναός του Ασκληπιού, η πύλη με το λιοντάρι και το θέατρο..
Μετά από μια περίοδο υπό Ρωμαίϊκη/Ελληνική (βυζαντινή) διοίκηση και σύντομη κατοχή από τους Βενετούς, η πόλη εγκαταλείφθηκε στα τέλη του Μεσαίωνα λόγω χαμηλού και βαλτώδους εδάφους. Ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.  
Οι Ρωμαίοι σφετεριζόμενοι την ελληνικήν ιστορίαν, απέδωσαν την ίδρυση του Βουθρωτού στον Τρωϊκό ήρωα Έλενο.20
Έστω και αν υποθέσουμε ότι έτσι εξελιχθηκαν τα γεγονότα (όπως ισχυρίζονται οι Ρωμαίοι για τον Έλενο), πάλιν το Βουθρωτόν αποδεικνύεται ότι είναι Ελληνική αποικία, διότι:
-Οι Τρώες και Αχαιοί είχαν κοινούς θεούς (Κούρτιος, Ελλ. Ιστορία, κεφ.δ).
-«Και το των Τρώων έθνος ελληνικόν εν τοις μάλιστα ήν…» (Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, Διον. Αλικαρνασσεύς, α.61).
Στην ελληνιστική περίοδο ανήκουν Ελληνικές επιγραφές που βρέθηκαν εδώ. Ανήκουν στο κοινό των Ηπειρωτών, σε κάποιον προστάτη στρατηγό των Χαόνων που είχε έδρα την Φοινίκη και σ’ ένα ιερέα του Ασκληπιού.  Από τα αγάλματα που σώθηκαν, ξεχωρίζουν η ωραία κεφαλή του Απόλλωνος, έργο της μεταπραξιτελικής σχολης του 4ου π.Χ. αι. και το άγαλμα του πολεμιστή που φιλοτέχνησε ο Αθηναίος γλύπτης Σωσικλής. Οι κάτοικοι από τον 15ον αιώνα, εγκατέλειψαν οριστικώς την πόλη λόγω των βάλτων και της αποτελματώσεως της περιοχής, και διατηρήθηκε μόνο το φρούριο και τα ιχθυοτροφεία, που συχνά προσβάλλονταν από τους Οθωμανούς. Νερά και πυκνή βλάστηση, βύθισαν σήμερα σχεδόν τα πάντα στην σιωπή.
Το ημερολόγιο του Βουθρωτού βρίσκεται στον Mηχανισμό των Αντικυθήρων. Η πόλη μνημονεύεται κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, όταν ενεπλάκη στους εμφυλίους πολέμους της Αυτοκρατορίας μεταξύ Καίσαρος και Πομπηΐου. Αργότερα αναφέρεται το Βουθρωτό επί αυτοκράτορος Δεκίου, επί του οποίου εμαρτύρησε εκεί ο Άγιος Θερίνος.
Μνημονεύεται ως έδρα επισκόπου το 458 και το 535 μΧ. Το Β. ήταν μία από τις 12 πόλεις που αποτελούσαν την επαρχία της παλαιάς Ηπείρου. Ως σημαντικό φρούριο μνημονεύεται συχνά στους μεσαίους χρόνους. Μετά την άλωση της Πόλης μας από τους  Φράγκους, το Βουθρωτό υπήχθη στον Δεσπότη της Ηπείρου. Την εποχή εκείνη, μεταβιβάζεται ή καταλαμβάνεται από διάφορες δυτικές δυνάμεις (Σικελούς, Ναβάρρους, Βενετούς, κλπ).
Τους διάφορους κατακτητές ή διεκδικητές ενδιέφερε κυρίως το φρούριο, που προσέφερε ασφάλεια στην γειτονική Κέρκυρα, και τα πλούσια ιχθυοτροφεία, που προσέφεραν εισόδημα.. Από το 1925 ιταλική αρχαιολογική αποστολή, άρχισε ανασκαφές, που έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα προϊστορικών, κυρίως αρχαίων ελληνικών, αρχαίων Ρωμαϊκών αλλά και Ελληνικών (βυζαντινών) χρόνων.21
Το αρχαίο θέατρο του Βουθρωτού κτισμένο τον 3ο αιώνα π.χ
            
Στο Βουθρωτό (Άγ. Σαράντα), βρέθηκαν αρχαία τείχη, Ναός Ασκληπιού, Γυμναστήριο, καταπληκτικό ελληνικό θέατρο, πρυτανείο, κεφαλή του Απόλλωνα, βωμός του Διονύσου, πολλές επιγραφές στα ελληνικά.22

   η/. Λισσός (Αλέσιον ή Lezhe)
Ερείπεια του κάστρου Λισσού/Αλεσίου (Lezhe)

Αρχαία πόλη επί του ποτ. Δρίνου κτίσμα του Έλληνα τυράννου των Συρακουσών, Διονυσίου. Μετά από μία πρώτη εγκατάσταση στον ορεινό Ακρόλισσο (8ος π.Χ. αι.)  και την οχύρωση της Ακροπόλεως της Λισσού (6ος π.Χ. αι.), βρίσκουμε σαφή τεκμήρια αστικής ζωής, τον 4ον π.Χ. αιώνα. Εξελίχθηκε σε σημαντικό επορικό κέντρο που ευνοήθηκε από την πλούσια ενδοχώρα.
Το 1444 συνήλθε εκεί, ο σύνδεσμος των Ηπειρωτών τοπικών ηγεμόνων υπό τον Γεώργιον Καστριώτη και απεφασίσθη ο αγώνας ενατίον των Οθωμανών. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του Γ. Καστριώτη.
θ/. Αμαντία ή Αβαντία
 
Πανάρχαια αποικία Λοκρών και Αβάντων, στον κόλπο της Αυλώνας
 
Για τους θεσμούς της πόλεως αυτής, γνωρίζουμε μόνο τις αντιφατικές αναφορές Σκιπετάρων αρχαιολόγων σε αδημοσίευτες επιγραφές, που ανακαλύφθηκαν εκεί και που μνημονεύουν ως ανώτατο άρχοντα, κατά μεν τον S. Amanali τον πρύτανη, κατά δε τον Η Çeka τον στρατηγό (Amanali, «Amantia» 93, η 59 και Çeka, Numismatigue. 130, η. 32). Στην πρώτη περίπτωση θα επρόκειτο για μια ακόμη ένδειξη κερκυραϊκής επιδράσεως, διαγνωστής και από άλλα στοιχεία (πρβλ Amanali, «Illyriens: 164 και Dakaris, «Dodone» 60), στην δε δεύτερη για θεσμό ηπειρωτικής προελεύσεως.
Η ίδρυση της πόλεως τοποθετείται στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ανατολικά του Αυλώνα. Εκτός από τα λείψανα του ναού της Αρτέμιδος (3ος π.Χ. αιώνα) που βρέθηκαν νοτιοδυτικά της πόλεως και το χαραγμένο στους δρόμους ελληνικό αλφάβητο, εντυπωσιακό είναι το εύρημα σε ορειχάλκινο ρόπαλο χαραγμένα στα ελληνικά με την ένδειξη : ΞΕΝΑΡΧΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ ΗΡΑΚΛΕΙ ΤΩΙΕΝ ΜΑΞΥΑΙ.
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η ελληνική επιγραφή όπου κατά την ελληνική συνήθεια, ο Δίας βουλεύς είναι το αντικείμενο επικλήσεως από το δημόσιον γραμματέα και τους βουλευτές.
ΔΙΙ ΒΟΥΛΕΙ ΑΔΥΛΟΣ ΑΡΧΕΛΑΟΥ ΒΟΥΛΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ.
Ο Παυσανίας τοποθετεί την Αβαντίδα χώρα στην Θεσπρωτία «κατά τα όρη τα Κεραύνια» και αποδίδει τον εποικισμό της σε Λοκρούς από το Θρόνιον και Άβαντες από την Εύβοια: «η δε Αβαντίς καλουμένη χώρα και πόλισμα εν αυτή Θρόνιον της Θεσπρωτίδος ήσαν ηπείρου κατά τα όρη Κεραύνια· σκεδασθεισών γαρ έλλησιν, ως εκομίζοντο εξ Ιλίου, των νεών, Λοκροί τε εκ Θρονίου της επί Βοαγρίω ποταμώ και Άβαντες από Ευβοίας ναυσίν οκτώ συναμφότεροι προς τα όρη κατηνέχθησαν τα Κεραύνια».23
Ο Στέφανος Βυζάντιος, αποδίδει και αυτός την ίδρυσή της στους Ευβοείς Άβαντες, οι οποίοι «επέστρεφαν από τον Τρωικό Πόλεμο» (Στ. Βυζάντιος στο λ. Αμαντία· «Ιλλυριών μοίρα, πλησίον Ωρικού και Κερκύρας εξ Αβάντων από Τροίας νοστησάντων οικισμένη»).
Τοξωτή είσοδος στην Αμάντια.

Ο Ησύχιος αναφέρει πως επρόκειτο για ηπειρώτικο οικισμό. Ένας ιδρυτικός της μύθος φέρει τον Ελπήνωρα, ο οποίος απεβίωσε στην Τροία, να λειτουργεί ως νόστος και να ηγείται των αποίκων.24 Η πόλη ήταν περιτειχισμένη με τείχος μήκους περίπου 2.100 μέτρων. Ένα μεγάλο οχυρό ανηγέρθη, με δύο πύλες και δύο αμυντικούς πύργους, στα βόρεια του οικισμού.
Η ονομασία του αναφέρεται για πρώτη φορά στην διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. Ευρίσκεται επάνω στην πλαγιά ενός υψηλού λόφου, ενώ μόνον η ακρόπολή του ήταν οχυρωμένη. Τον 3ο αιώνα π.Χ., η πόλη απέκτησε οικονομική ισχύ, ενώ ξεκίνησε να κόβει δικά της νομίσματα. Το ίδιο το φύλο ήταν γνωστό υπό την ονομασία Αμαντιείς.25
Η πόλη κατέστη μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας της Νέας Ηπείρου. Ο Ευλάλιος, ένας εκ των Ανατολικών επισκόπων οι οποίοι συμμετείχαν στην Σύνοδο της Σαρδικής, ο οποίος και αρνήθηκε να αναγνωρίσει το δικαίωμα αυτής στο να άρει την καταδίκη του Αθανασίου Αλεξανδρείας, ενώ ο ίδιος παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στην Φιλιππούπολη, πιθανώς να ήταν επίσκοπος της συγκεκριμένης πόλεως.Ωστόσο, ορισμένοι πιστεύουν πως επρόκειτο για τον Επίσκοπο Αμάσειας.26
Μην αποτελώντας, πλέον, επισκοπική έδρα, η Αμαντία είναι καταχωρισμένη, σήμερα, από την Παπική Εκκλησία ως τιμητική επισκοπή.27
Ο Πλίνιος αποκαλεί τους Άβαντες «βαρβάρους» (Ρlinius, Ν.Η. 3.23), αλλά ο Πρόξενος, ιστορικός του 3ου αι. π.Χ., τους θεωρεί Ηπειρώτες (FgrHirst 703, F6 – Στ. Βυζάντιος στο λ. Χαονία), γνώμη την οποία επαναλαμβάνει ο Ησύχιος (Ησύχιος, στο λ. Άμαντοι, έθνος ηπειρωτικόν).
Η γλώσσα των αποκαλυφθεισών επιγραφών είναι, φυσικά, η ελληνική και, ιδίως, όλοι οι γνωστοί πολίτες τους φέρουν ελληνικά ονόματα. Το όνομα Ασπιβουσέχου, το οποίο διατείνεται ότι διάβασε ο Ιταλός αρχαιολόγος L. Ugolini (Albania 195, η. 16),28 προέρχεται ασφαλώς από λανθασμένη, σκόπιμη ή επιπόλαια, ανάγνωση.
Οι Θρησκευτικές λατρείες της Αμαντίας είναι χαρακτηριστικά ελληνικές (Ζευς, Αφροδίτη, Πάνδημος, Παν, Νύμφες). Ελληνικοί, επίσης, είναι οι πολιτικοί θεσμοί της (πρύτανις, γραμματεύς, ταξιάρχης, αγωνοθέτης, βουλή, κλπ.) και τα ήθη και έθιμά της.
Το στάδιο της Αμαντίας, που ιδρύθηκε τον 3ο αι. π.Χ. σε εντυπωσιακή τοποθεσία, με επιμελημένες λίθινες σειρές εδωλίων στο κοίλον (σώζονται 17 στο βόρειο τμήμα του), επιβεβαιώνει την ύπαρξη ελληνικών ηθών και πολιτιστικού βίου, προσφέροντας άλλη μια απόδειξη για την ελληνικότητα της πόλεως.
ι/. Βύλλις ή Βυλλίς
Μία ακόμη πανάρχαιη ελληνική πόλη, για μερικούς κτισμένη σε βαρβαρικό/Ιλλυρικό έδαφος, όπως ισχυρίζονται οι Η. και Ν. Çeka που θεωρούν την Βυλλίδα και την Νίκαια ως μέρος του μεγάλου ιλλυρικού έθνους των Ατιντάνων, στο οποίο περιλαμβάνουν επίσης την Αμαντία, την Ολύμπιη, ακόμη και την Αντιγόνεια. Την άποψη αυτή αλλά με αρκετές επιφυλάξεις, δέχεται και ο Ρ. Cabanes. Αντιθέτως ο Ν. Hammond υποστηρίζει ότι η Βυλλίς ήταν ελληνική αποικία ιδρυμένη στην χώρα των Ιλλυριών, η οποία χτίστηκε αρχικά στα παράλια και κατόπιν μεταφέρθηκε στα ενδότερα.
Ποία είναι η αλήθεια για την εθνολογική κυριότητα της Βυλλίδος;
Την απάντηση δίδουν τα αρχαιολογικά ευρήματα:
-Στην Βύλλιδα (πλησίον Φίερι) αποκαλύφθηκε περίφημο θέατρο πού συνδυάζει δωρικό και Ιωνικό ρυθμό (με 20 σειρές κερκίδων και 5.000 θέσεις), γυμναστήριο, στάδιο, ταφικά κτίσματα με μακεδονικές επιδράσεις, αρχαία αγορά, οικία με περίστυλη αυλή με πολύχρωμο ψηφιδωτό, νόμισμα με παραστάσεις Δωδωναίου Δία, της Αρτέμιδος, του Ηρακλή, του Αχιλλέα ή Μ. Αλεξάνδρου, καθώς και δύο επιγραφές στα Ελληνικά που δηλώνουν απελευθέρωση  των δούλων, σύμφωνα με την ελληνική δικαιοπραξία.

 Η ενεπίγραφη στήλη με τιμητικό ψήφισμα του κοινού των Βαλλαϊτών, στην ελληνική γλώσσα.

–Την συντριπτική πλειονότητα του ονοματολογίου της Βυλλίδος, της Νίκαιας και της περιοχής τους, αποτελούν ελληνικά ονόματα που συναντώνται στα έθνη της βόρειας Ελλάδας, δηλαδή της Ηπείρου και της Μακεδονίας (Αλέξανδρος, Ανδρίσκος, Αρχέλαος, Νικάνωρ, Κέββας, Μακέτας, Πευκόλαος, Φάλακρος, Φιλώτας, Δρίμακος, Αλεξόμμας).
Την σημαντική αυτή μαρτυρία για τον εξ αρχής ελληνικό χαρακτήρα των κατοίκων δεν ακυρώνει η παρουσία ελάχιστων ιλλυρικών ονομάτων (Πρευράτος, Τριτεύτας, Τράσος), γραμμένα στην Ελληνικήν, παρ’ όλο ότι δύο από τους φορείς των ονομάτων αυτών κατείχαν την επώνυμη αρχή του Πρυτάνεως. Αντιθέτως, εντυπωσιακή είναι η μεγάλη διάδοση ενός μικρού αριθμού ανθρωπωνυμίων (Πραύγος τρεις φορές, Πραύγισσος τέσσερις φορές, Πραυγίμμας δύο φορές), τα οποία δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ιλλυρικά ούτε ελληνικά. Σε αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλα ονόματα αμφίβολης ετυμολογίας, όπως Ασπίμμας, Πάτων, κ.α.. Και αυτής της κατηγορίας τα ονόματα ανήκουν σε διακεκριμένους πολίτες που κατέλαβαν σημαντικά αξιώματα.
Ερείπια της παλαιάς Βυλλίδος
Το φαινόμενο της αναμείξεως ελληνικών και μη ελληνικών στοιχείων, τα οποία μάλιστα ενίοτε δεν είναι ιλλυρικά, αλλά ανήκουν σε παλαιότερα στρώματα του πληθυσμού, εμφανίζεται ακόμη εντονώτερον στις περιοχές που αποδίδονται κατά τον Στράβωνα στα ιλλυρικά έθνη των Βρύγων, Εγχελέων και Δασσαρητών. Σε μελέτη της όμως  η Σκοπιανή αρχαιολόγος Nade Proeva (Proeva, «Encheleens» 191-192), υποστήριξε την άποψη ότι τα έθνη αυτά, ΔΕΝ ήταν ιλλυρικά.
Αυτό ισχύει τόσον για τους Βρύγους, κατάλοιπα των φρυγικών πληθυσμών της Ευρώπης, όσον και για τα υπόλοιπα αναφερόμενα από τον Στράβωνα φύλα, που μόνο από γεωγραφική άποψη μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «Ιλλυρικά»
ια/. Νίκαια
Λίγα χλμ νοτιώτερα της Βύλλιδος, σώζεται ακόμη το οχυρωμένο φρούριο της Νικαίας. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ελληνικές επιγραφές στις οποίες αναφέρονται επωνύμως ανώτατοι λειτουργοί, όπως γυμνασιάρχης, πρύτανις, στρατηγός, Σε άλλη χρονολογημένη επιγραφή, αναφέρεται ότι ο πρύτανις και ο στρατηγός απελευθερώνουν τους δούλους κατά το Ελληνικόν σύστημα.
Εγχάρακτες σφραγίδες με την ένδειξη ΔΑΜΟΣΙΑ (Δημοσία) υποδηλώνουν την κατασκευήν δημοσίων κτισμάτων τον 2ον-1ον π.Χ. αιώνα. Η συχνή εμφάνιση ελληνικών ονομάτων με τον δωρικό τύπο, στις Ελληνικές επιγραφές της Νικαίας, όπως Δαμόνικος και Μαχάτας, στηρίζει την υπόθεση των επιστημόνων ότι οι πρώτοι άποικοι της Νικαίας ήσαν Έλληνες Δωριείς.
Στην Νίκαια, όπως και στην Απολλωνία και Αμαντία, λατρευόταν η θεά Άρτεμις, με παράσταση Άρτεμις φωσφόρου..
ιβ/. Αντιγόνεια
Η Αντιγόνεια ιδρύθηκε από τον Βασιλέα Πύρρο το 296 π.Χ.

Η Αντιγόνεια ήταν ελληνική πόλη στην Χαονία της Ηπείρου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα, αφιερωμένη από τον Πύρρο στην σύζυγό του Αντιγόνη, και τα εντυπωσιακά τείχη της, μήκους περίπου 4 χιλιομέτρων, περικλείουν στο εσωτερικό τους, μια έκταση 450 στρεμμάτων.. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν πριν πολλά χρόνια από τον «Αλβανό» αρχαιολόγο Dhimosten (Δημοσθένη) Budina, σε συνεργασία με τον Έλληνα καθηγητή Κωνσταντίνο Ζάχο, είχαν αποκαλύψει τουλάχιστον δέκα ιδιωτικές οικίες, πλακόστρωτους δρόμους με αποχετευτικούς αγωγούς και πεζοδρόμια, καθώς και μια στοά η οποία αποτελούσε ένα από τα οικοδομήματα της αγοράς.
Η ταύτιση της θέσεως της Αντιγόνειας, που στο παρελθόν αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικών συζητήσεων για δεκαετίες, οφείλεται στούς προμνησθέντες αρχαιολόγους, από τους οποίους ο Ζάχος, στην ανασκαφή του, ανακάλυψε χάλκινες δικαστικούς ψήφους με την χάραξη «ΑΝΤΙΓΟΝΕΩΝ». Η θέση της Αντιγόνειας αρχικά ταυτίστηκε με το Τεπελένι, στο οποίο όμως δεν έχουν βρεθεί αρχαία κατάλοιπα. Αργότερα η οχυρή θέση κοντά στο χωριό Lekël θεωρήθηκε από τον Nicolas Hammond ότι ήταν η Αντιγόνεια, εφόσον ήλεγχε άμεσα τα Στενά του Δρίνου. 
Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε από τους περισσότερους ερευνητές. Ωστόσο, οι έρευνες που πραγματοποίησε ο Dhimosten Budina, σε μια άλλη οχυρή θέση κατά τις δεκαετίες 1960, 1970, και 1980, απέδειξαν πως η Αντιγόνεια βρισκόταν αρκετά χιλιόμετρα νοτιότερα. Αν και η θέση βρίσκεται είκοσι περίπου χιλιόμετρα νοτιότερα από τα στενά, πάνω στο λόφο Γέρμα κοντά στο χωριό Σαρακινίστα (Saraqinishtë), η ονομασία τους οφείλεται στην σημαντική πόλη, η οποία ήλεγχε ολόκληρη την κοιλάδα του Δρίνου.29
Κοντά στην Αντιγόνεια, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες το 198 π.Χ. νίκησαν τα στρατεύματα του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου του Ε΄. Αργότερα, το 167 π.Χ., η Αντιγόνεια κατά πάσα πιθανότητα καταστράφηκε από τις λεγεώνες του Αιμιλίου Παύλου μαζί με άλλες 70 πόλεις της Ηπείρου, σύμφωνα με την αναφορά του γεωγράφου Στράβωνα. Η μετέπειτα εξέλιξη της πόλεως, δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Μια τρίκοχη βασιλική στην οποία διατηρείται ψηφιδωτό δάπεδο με ελληνική επιγραφή, μαρτυρεί την χρήση του χώρου κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους.
Η Αντιγόνεια είναι η δεύτερη σε σπουδαιότητα και μέγεθος πόλη της αρχαίας Χαονίας, μετά την Φοινίκη. Ήταν η πόλη που ήλεγχε τα περίφημα στενά της Αντιγόνειας, από όπου περνούσε ο δρόμος που ένωνε την Απολλωνία και τον Αυλώνα με το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και τη νότια Ήπειρο. Από τις έρευνες που έγιναν μέχρι τώρα σε οικίες, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως, χάλκινα νομίσματα της εποχής του Πύρρου, νομίσματα της Κερκύρας, οικιακά σκεύη πήλινα, και σε μια οικία, εντοπίστηκαν τα υπολείμματα ενός αργαλειού, με πολλά πήλινα κωνικά υφαντικά βάρη (αγνίθες), που χρησιμοποιούνταν για την ύφανση. Ανασκάπτεται επίσης και ένας μνημειώδης τάφος μακεδονικού τύπου, κάτι σπάνιο για την περιοχή, ο οποίος εντοπίστηκε και εν μέρει στο παρελθόν, είχε λεηλατηθεί από αρχαιοκάπηλους και τελικά ανατινάχθηκε με εκρηκτικά κατά την διάρκεια των γεγονότων του 1997.
Ανάλογες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν για την γειτονική πόλη με το ελληνικό όνομα Ολύμπιη, αλλά και για πόλεις της αμέσως βορειότερης ζώνης, όπως Βαλλιακή, Βαιάκη ή Βαλάκη (Στράβων 7.5.8 c 316 «Μετά δ’ Απολλωνίων Βαλιακή και Ωρικόν» και Στ. Βυζάντιος, στο λ. Βαιάκη «πόλις της Χαονίας»).
*
Άθλιοι Σκιπετάροι, πλαστογράφοι της Ελληνικής ιστορίας και σφετεριστές του Ελληνικού πολιτισμού, καταπατητές της ευλογημένης γης των αρχαίων Ελλήνων, νόθα ιστορικώς, μειράκια που έχετε ξεσαλώσει, κρυπτόμενοι όπισθεν της ασπίδας του βαθέος κράτους των υπερατλαντικών αφεντικών σας, ακούστε καλά για μία ακόμη φορά:
Ό,τι και να κάνετε, όσο και αν αλλοιώνετε, πλαστογραφείτε και παραποιείτε την ελληνική ταυτότητα των αμέτρητων αρχαίων Ελληνικών τοπωνυμίων και αρχαιολογικών ευρημάτων, τα οποία άλλοτε βαπτίζετε «Αλβανικά», Ιλλυρικά και άλλοτε Ρωμαϊκά, όπου και αν ανασκάψετε το έδαφος στην ευλογημένη γη των αρχαίων Ελλήνων, την οποίαν εσείς καταπατείτε και μολύνετε, πάντοτε θα ευρίσκετε αποδεικτικά στοιχεία της πανάρχαιης Ελληνικής παρουσίας και ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΗΣ, διαχρονικής ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.
Ό,τι και να κάνετε, όσο και αν προσπαθείτε να αποκρύπτετε την αλήθεια, η Ελληνική γη της κατεχομένης Ηπείρου μας, ανασκαπτομένη θα εμφανίζει πάντοτε, κραυγαλέα αρχαιολογικά, αλλά και μεταχριστιανικά τεκμήρια της πανάρχαιας ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΟΣ.


Συνεχίζεται









1 Αλάστωρ<άλαστος>-ορος (ο και σπν. η)=Ασεβής, κακούργος, φονεύς και μιαίνων όσους τον πλησιάσουν, αποτρόπαιος (Λεξ. Σκ. Βυζαντίου, σ. 43).
2 Η ετυμολογία της λέξεως Αλβανία προέρχεται από την ρίζα Αλβ-ή Αλπ-. Ονομάζεται  Λευκή Χώρα, με καθαρώς γεωγραφική σημασία, από το χρώμα της χιόνος που μονίμως σχεδόν σκεπάζει τις λίαν ορεινές περιοχές ή το χρώμα του ηλίου που συχνότατα βλέπουν οι κατοικούντες σε λίαν ορεινές περιοχές (Το λευκό είναι το συνηθέστατο ένδυμα και παραδοσιακή στολή των χωρικών της Αλβανίας). Περισσότερα στην ανάλυση του κεφ. Αλβανία και «Αλβανοί»/Σκιπετάροι.
3 Αρπακτός,ή,όν = Ο παρθείς (αποκτηθείς) με αρπαγήν, κλοπιμαίος.
4 Ανήμερος (ο,η)=  Άγριος, απάνθρωπος.
5 Ηρόδοτος, Βιβλίο 9 (Καλλιόπη), 93. Διαθέσιμο στην υποσ. 14.
6 Σκύμνος ο Χίος, 441
7 Ο Στέφανος Βυζάντιος στο έργο του "Εθνικά" αναφέρει: "Εκαταίος ο Μιλήσιος λιμένα καλεί Ηπείρου Ωρικόν (κοντά στον Αυλώνα) εν τη Ευρώπη". (Εγκυκλοπαίδεια "Πάπυρος - Λαρούς", Αθήνα, 1964).
8 Οικουμένης Περιήγησις, 287.
9 Στράβων, Γεωγραφία 4,V, 8.
10 Πλούταρχος. Βίοι Παράλληλοι, Αιμίλιος, 30.
11 Στην αρχαιότητα, ακόμη και από την ομηρική εποχή ο όρος αυτός φερόταν ως επίθετο όπως αποδεικνύει σχετικός στίχος της Οδύσσειας: «ατραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι πέτραι τα’ ηλίβατοι και δένδρεα τηλεθόωντα».
Εξ αυτού προήλθε στην αρχαία ελληνική γλώσσα και το όνομα διαφόρων πόλεων «ευλίμενων». Αλλά και στη νεοελληνκή κυριαρχεί σε τοπωνύμια που φέρουν αυτό το όνομα, αν και πολλοί εξ αυτών των σύγχρονων φερώνυμων όρμων και λιμένων, δεν δικαιούνται τον χαρακτηρισμό του Πανόρμου.
12 Με το όνομα Πάνορμος είναι γνωστές πολλές αρχαίες πόλεις και σήμερα όρμοι και παραλίες .Οι γνωστότερες είναι:
·Πάνορμος Βορείου Ηπείρου, ή Πόρτο Παλέρμο, παραθαλάσσιος οικισμός της «Αλβανίας»/ Σκιπερίας, κοντά στη Χειμάρρα.
·Πάνορμος Αστυπάλαιας, όρμος.
·Πάνορμος Αχαΐας, σημερινός οικισμός και όρμος του Δήμου Ρίου και αρχαία κώμη της Αχαΐας.
·Πάνορμος Ερυθράς, στην Ερυθρά θάλασσα.
·Πάνορμος Εφέσου, στη Μικρά Ασία.
·Πάνορμος Ηπείρου, επίνειο αρχαίου Ωρικού.
·Πάνορμος Καλύμνου, οικισμός στη Κάλυμνο.
·Πάνορμος Κυζίκου, αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας - λιμάνι της Κυζίκου, η σημερινή πόλη της Τουρκίας Μπάντιρμα τουρκ.:(Bandirma).
·Πάνορμος Λαυρεωτικής, το σημερινό Πορτοπάνορμος ή Γαϊδουρόμανδρα.
·Πάνορμος Λήμνου, βόρεια ακτή Λήμνου, κοινώς Πουρνιάς.
·Πάνορμος Μαρμαρά, προηγούμενη ονομασία της νήσου Αντιγόνη των Πριγκιποννήσων.
·Πάνορμος Μυκόνου, όρμος Μυκόνου.
·Πάνορμος Νάξου, νότιος οικισμός και όρμος της Νάξου.
·Πάνορμος Σκόπελου, αρχαία πόλη στη Σκόπελο.
·Πάνορμος Σάμου, λιμένας Σάμου.
·Πάνορμος Σύμης
·Πάνορμος Τήνου, λιμένας, χωριό της Τήνου.
·Πάνορμος Χαλκιδικής, η σημερινή Ιερισσός.
·Πάνορμος Χίου, όρμος Χίου, γνωστότερος ως όρμος Παραπάντων.
·Πάνορμο Ρεθύμνου, ή Παντομάτριον, αρχαία πόλη και σήμερα χωριό στον νομό Ρεθύμνου.
13 Δασσαρήται: Ελληνικό φύλο που κατοικούσε όπως μας πληροφορεί ο Στράβων (Γεωγραφικά, Ζ/316, 318), σε περιοχή της καλουμένης Ελληνικής Ιλλυρίας, δυτικά της Μακεδονίας. Η Δασσαρητία, ήταν ορεινή χώρα και εξετείνετο από της Λυχνίδος πόλεως, παρά την ομώνυμη λίμνη, μέχρι την Αντιπάτρεια (Βεράτι).
14 Στις αρχές του 16ου αιώνα η αρχιεπισκοπή έφθασε στην μέγιστη ακμή της, καθώς υπάγονταν σε αυτή οι επαρχίες της Σόφιας, του Βιδινίου, της Βλαχίας και της Μολδαβίας, τμήμα του πρώην Σερβορθόδοξου Πατριαρχείου του Πετς (περιλαμβανομένου του ίδιου του Πετς) και ακόμη οι Ορθόδοξες περιοχές της Ιταλίας (Απουλία, Καλαβρία και Σικελία), η Βενετία και η Δαλματία.
Ως επισκοπική πόλη η Οχρίδα, ήταν πολιτιστικό κέντρο μεγάλης σημασίας για τα Βαλκάνια.
15 Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, μετάφραση και σχόλια: Βασίλειος Δημητριάδης, Έκδοση ΕΜΣ, 1973.
16 Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894) - Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Εκδοτικός οίκος Αντώνιου Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 217.
17 Νάουσα, Νιάουστα, από την ίδρυση μέχρι και το ολοκαύτωμά της, Θωμάς Στεργίου Μπλιάτκας, Νάουσα 2009, σελ. 126
18 Στο Πλάοσνικ ανασκάφηκε το βαπτιστήριο της πεντάκλιτης βασιλικής, με αγκυλωτούς σταυρούς (σβάστικες) στο διακοσμημένο με μωσαϊκό δάπεδο, το οποίο χρονολογείται από την περίοδο μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα. Πιστεύεται πως η συγκεκριμένη παλαιοχριστιανική βασιλική στο Πλάοσνικ, στην θέση της οποίας ανεγέρθηκε το Μοναστήρι του Αγίου Κλήμεντος, κατά την διάρκεια του 9ου αιώνα, ήταν αφιερωμένη στο Άγιο Απόστολο Παύλο. Στην Λυχνίδα (σημερινή Οχρίδα), ο Απόστολος Παύλος κήρυξε τον Χριστιανισμό κατά την διάρκεια του 1ου αιώνα π.Χ. (Πηγή: Institute of Conservation and Restoration and Museum – Ohrid; Plaoshnik, Then and now -Brochure No. 6).
19 Χρονολογία εκδόσεως χάρτη: 1598, Έκδοση [ROSACCIO, Giuseppe. Viaggio da Venetia, a Costantinopoli: per mare, e per terra & insieme quello di Terra Santa, da Gioseppe Rosaccio, con brevità descritto, nel quale, oltre à settantadui disegni, di geografia e corografia si discorre, quanto in esso viaggio si ritroua, cioè: città, castelli, porti, golfi, isole, monti, fiumi è mari: opera utile à mercanti, marinari & à studiosi di geografia, Βενετία, Giacomo Franco, 1598.]
20 Έλενος: Πολεμιστής και μάντις, γιός του Πριάμου και της Εκάβης, προαναγγείλας ως μας λέγει ο Όμηρος, την καταστροφήν της Τροίας εξ αιτίας του Πάριδος.
21 Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια "Πυρσός", 1928, τομ. Ε', σελ. 604,605.
22 Σύμφωνα με ανακοίνωση του αλβανικού υπουργείου Πολιτισμού (Αυγ. 2015), στην εθνική βάση δεδομένων του εθνικού κέντρου απογραφής Πολιτιστικής Ιδιοκτησίας έχουν απογραφεί και καταλογογραφηθεί 790 αντικείμενα από την αρχαία πόλη Βουθρωτόν.
Το δημοσίευμα επισημαίνει ότι η διαδικασία καταγραφής έχει ολοκληρωθεί  και παρέχει τεκμηρίωση σύμφωνα με τα σύγχρονα πρότυπα και το νομικό πλαίσιο της χώρας για την αναγνώριση του κάθε αντικειμένου. Με άλλα λόγια, τα αρχαιολογικά ευρήματα έχουν σημειωμένη επάνω τους, την αρίθμηση του αλβανικού υπουργείου.
Επειδή όμως οι έρευνες στην αρχαία πόλη δεν έχουν περατωθεί,  η συνεργασία με το γραφείο διαχειρίσεως και συντονισμού του Βουθρωτού είναι μια συνεχής διαδικασία, όπως επισημαίνεται στο αλβανικό δημοσίευμα.
Τα αρχαιολογικά αντικείμενα  που έχουν βρεθεί στα ερείπια της αρχαίας ελληνικής πόλης Βουθρωτόν (όσα δεν εκλάπησαν και δεν φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό), έχουν απογραφεί και ταξινομηθεί από το αρχαιολογικό μουσείο του Βουθρωτού στην Αλβανία.
23 Pausanias. Description of Greece, 5.22.3-5.22.4.
24 Malkin, Irad (1998). The Return of Odysseus: Colonization and Ethnicity, σ.79. Berkeley: University of California Press.
25 The Illyrian Atintani, the Epirotic Atintanes and the Roman Protectorate N. G. L. Hammond, The Journal of Roman Studies Vol. 79 (1989), pp. 11-25 "There were Illyrian Amantini in Pannonia and Greek Amantes in North Epirus"
26 Michel Lequien, Oriens christianus in quatuor Patriarchatus digestus, Paris 1740, Vol. II, coll. 250-251
-Daniele Farlati-Jacopo Coleti, Illyricum Sacrum, vol. VII, Venezia 1817,[https://books.google. com/books?id = z1zLr_T1esUC&pg=PA394 pp. 394-395]
-Siméon Vailhé, v. Amantia, in Dictionnaire d'Histoire et de Géographie ecclésiastiques, vol. II, Paris 1914, coll. 953-954
-P. Feder, Studien zu Hilarius von Poitiers, Wien 1911, tomo II, pp. 71-72.
27 Annuario Pontificio 2013 (Libreria Editrice Vaticana 2013), p. 830
28 Luigi Maria Ugolini (1895–1936) was an Italian archaeologist. Ugolini was born in the small town of Bertinoro in the Italian Romagna, the son of a poor watchmaker. He shone at school and after service in the First World War in the Alpini studied archaeology at Bologna University. He was soon talent spotted by major figures in the Italian archaeological establishment of the early years of the fascist government and in 1924 was offered the chance to lead a mission to Albania. This work led him to excavate at Phoenicê and nearby Butrint in southern Albania, where his excavations uncovered the theater with a fine group of statues, the late-antique baptistery and many other monuments. In 1931 he was also offered the opportunity to work on the island of Malta where he led a project for a number of years until his death.
29 ΕΡΕΥΝΩ!!! ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ !!! ( What the Bleep Do We Know ...
erevnw.blogspot.com/2016/02/blog-post_28.html (28 Φεβρ. 2016).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου