Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ (ΣΚΙΠΕΡΙΑ) ΚΑΙ ΤΟΥΣ «ΑΛΒΑΝΟΥΣ»/ΣΚΙΠΕΤΑΡΟΥΣ

                    Α λαστόρων προτεκτοράτον των ΗΠΑ.1
                    Λ ευκή Χώρα2
                    Β ατικανού και Αυστρο-Ουγγαρίας έκτρωμα.
                    Α ρπακτή γη, Ελληνικής κυριότητος.3
                    Ν εοελληνικής Ιστορίας πλαστογραφία.
                     Ι λλυρικής ιστορίας σφετεριστής.
                    Α ντρον Ανήμερων Σκιπετάρων.4


Καρικατούρα αναπαριστώντας την «Αλβανία» με το επίσημο όνομά της ΣΚΙΠΕΡΙΑ (SHQIPERIA), σε κατάσταση… άμυνας απέναντι στους γείτονές της. Το Μαυροβούνιο παρουσιάζεται υπό την μορφή πιθήκου, η Ελλάδα ως λεοπάρδαλη και η Σερβία ως φίδι. Το Σκιπετάρικο  κείμενο γράφει: «Φύγετε μακριά μου! Αιμοβόρα πλάσματα!»

ΜΕΡΟΣ 12ον
4. ΗΠΕΙΡΟΣ: ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ (Συνέχεια 11ου μέρους)
δ. Η ενότητα  της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ηπείρου με την λοιπή Ελλάδα (Συνέχεια 11ου  μέρους)
3/. Η Ελληνικότητα και Ελληνική κυριότητα των Ηπειρωτικών Εθνών (Συνέχεια 11ου μέρους)
ιγ/. Μοσχόπολις.5
Η Μοσχόπολις, ήταν μεγάλο Ελληνικό Βλαχόφωνο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο του 18ου αιώνα, στην χερσόνησο του Αίμου (Βαλκανική), επί Οθωμανοκρατίας.

     Η Μοσχόπολη το 1742 από χαλκογραφία της εποχής

«...Ήταν 7 το πρωί 11 Σεπτεμβρίου 1796 όταν ξεκίνησα από την Κορυτσά για το Βεράτι... Έφθασα στις 8:45 στην Μοσχόπολη το όνομα της οποίας δίδεται σήμερα σε δύο μικρά ταλαίπωρα χωριουδάκια που χωρίζονται μεταξύ τους από ένα ρυάκι και κείμενα στις πλαγιές του Τομάρου... Είναι τα θλιβερά απομεινάρια, λείψανα μιας παλιάς και ωραίας άλλοτε εδώ βλαχόφωνης πολιτείας η οποία από αιώνες, όπως φαίνεται, ευδαιμονούσα κατείχε, πριν ακόμη την τουρκική κατάκτηση, την περικείμενη περιοχή....
Αναμφισβήτητα, κατοικήθηκε αιώνες πριν, από Βλαχόφωνους, όπως δείχνει και η τοποθεσία, δενδρώδης, προσήλια, υδατόρρυτη, ιδανικό περιβάλλον για κατασκήνωση νομαδικών ποιμνιοστασίων...Έξωθεν όμως παρεμβάσεις, και εκβιασμοί των πέριξ αλαξοπιστούντων οδήγησαν τους τέως εκεί ευδαίμονες να πράξουν ότι και στα άλλα χωριά. Εγκατέλειψαν τα πάντα και αλλόφρονες διευθυνόμενοι προς το άγνωστο, μετακινήθηκαν εκεί όπου δεν υπήρχε επέμβασις και εκβιασμός προς αλλαξοπιστίαν..(W. Leake, Travels in Northon Greece London 1835).
Αυτά σημείωνε στο ημερολόγιο του πριν 122 ακριβώς χρόνια, ο μεγάλος Άγγλος περιηγητής της νεώτερης Ελλάδας W. Leake, για την πόλη που αποτέλεσε το πολιτισμικό προπύργιο του Ελληνισμού με γενικότερη ακτινοβολία σ’ όλη την υπόδουλη Χερσόννησο της Τουρκοκρατίας. Αυτή ήταν η πόλη που ονομάσθηκε από τους ιστορικούς «Αθήνα της Τουρκοκρατίας» λόγω του πλούτου, της παιδείας, του εμπορίου, των γραμμάτων και των τεχνών.
Η Μοσχόπολις (1330-1767) ήταν χτισμένη σε ένα καταπράσινο οροπέδιο σε υψόμετρο 1200 μέτρων, περιτριγυρισμένη από τον ορεινό όγκο του Τομάρου και της Οστροβίτσας αποτελεί κλασσική επιλογή χώρου για εγκατάσταση βλάχων. Υψόμετρο πάνω από 1200 μέτρα, ανατολική πρόσοψη για αποφυγή των βοριάδων, πολλά νερά και λιβάδια για τα κοπάδια.
Ίδια ακριβώς αρχιτεκτονική, όπως συναντάμε σε όλα τα μεγάλα βλαχόφωνα κέντρα της Χερσοννήσου του Αίμου (Βαλκανικής), όπως οι μεγάλοι ξένοι περιηγητές περιγράφουν. Γράμμοστα, Νικολίτσα, Λινοτόπι, Ντένισκο, Αβδελα, Περιβόλι, Σαμαρίνα, Σμίξη, Κρανιά, Φούρκα, Καλαρύτες, Συρράκο, Πισοδέρι, Νέβεσκα, Κλεισούρα, Σέλι, Λιβάδια, Μέτσοβο, Βλαχολείβαδο, Κοκινοπλός, Κρούσεβο, Μεγάροβο, Μιλόβιστα, Γκόπεσι, κι’ σε όλα τα βλαχοχώρια της Ανατολικής Μακεδονίας.
Πανοραμική άποψη της Μοσχοπόλεως στις αρχές του 20ου αιώνα
  
Η πόλις βρίσκεται 24 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Κορυτσάς και ήταν διαιρεμένη σε 6 μεγάλες συνοικίες. Στην συνοικία Σάρτζα εκεί όπου ήταν κι’ η Μητρόπολη, η Κοίμηση της Θεοτόκου, και ο ναός της Αγίας Παρασκευής. Στην συνοικία Ρούε εκεί που βρισκόταν και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Στην συνοικία Σκαμνελίκι όπου έμεναν βλάχοι από το Σκαμνέλι, της Ηπείρου. Στην ίδια συνοικία βρισκόταν και ο ναός του Αγίου Αθανασίου.
Η συνοικία του Μετσοβίκι κατοικείτο από Μετσοβίτες Βλάχους, και η οποία ήταν επέκταση της Σάρτζας. Στην συνοικία αυτή, υπήρχαν οι εκκλησίες των Αγίων Μεγαλομαρτύρων Δημητρίου και Γεωργίου. Επέκταση της συνοικίας του Σκαμνελικίου θεωρείτο και η συνοικία του Προφήτη Ηλία στην οποία είχε προσαρτηθεί και η νεοπαγής συνοικία της Ποστενανίκας, η οποία ποτέ δεν πρόφθασε να οργανωθεί. Η συνοικία του Ήλιου ήταν εκεί όπου βρισκόταν και η εκκλησία των Ταξιαρχών.
Σύμφωνα με μαρτυρία του κώδικα της Μονής του Τιμίου Προδρόμου η Μοσχόπολη χτίστηκε γύρω στα 1330. Ονομαζόταν και Βοσκόπολη επειδή οι πρώτοι κάτοικοι της ήταν κτηνοτρόφοι.
Στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας η Μοσχόπολη υπήγετο διοικητικά στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου (Βιτολίων). Στα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα, η Μοσχόπολη κατέστη το σημαντικότερο βιοτεχνικό, εμπορικό και πνευματικό κέντρο των κεντροδυτικών επαρχιών της Χερσοννήσου. Το 1760 όταν η πόλη βρισκόταν στο απόγειο της δόξας και του μεγαλείου της, είχε δώδεκα συνοικίες, η κάθε μία με το δικό της όνομα, δώδεκα χιλιάδες σπίτια και 65.000 κατοίκους. Τεράστια πλούτη συσσωρεύτηκαν στην πόλη και η ευμάρεια του πληθυσμού της έγινε γνωστή σε ολόκληρη την Χερσόννησο και Ευρώπη.
Οι λόγοι αναπτύξεώς της οφειλόταν κυρίως στον υψηλό βαθμό αυτοδιοικήσεως, στις φορολογικές απαλλαγές, και στα ειδικά προνόμια, όπως απαγόρευση εισόδου Οθωμανών στην πόλη, που κατά καιρούς απέσπασαν οι κάτοικοι της από την Οθωμανική Πύλη.
Η διαχείριση των κοινών γινόταν από την Δημογεροντεία. Δώδεκα κοινοτικοί άρχοντες εκλεγόταν από όλο το λαό για ένα χρόνο, με βάση ειδικό κανονισμό που εγκρίθηκε από το κοινό της πόλεως στα 1713 και αποτελείτο από 22 άρθρα. Ταυτόχρονα, σημαντικό ρόλο διεδραμάτιζαν οι συντεχνίες των εμπόρων και των βιοτεχνών, που με την πολιτική και κοινωνική τους δραστηριότητα διατηρούσαν τις απαραίτητες ισορροπίες ανάμεσα στους προύχοντες και τον λαό. Λόγω της συμβολής της πόλεως στην Νεοελληνική Παιδεία, η πόλη αναφέρεται στην εποχή της ακμής της και ως «Νέα Αθήνα» ή «Νέος Μυστράς».
Εξωτερικός περίβολος του Αγίου Νικολάου Μοσχοπόλεως

Μάρτυρες της ακμής της, είναι οι επιβλητικοί ναοί του Αγίου Νικολάου (1721), του Αγίου Αθανασίου (1721) και των Ταξιαρχών (1722) που κοσμούνται από πολλές και αξιόλογες αγιογραφίες. Η πόλη κατοικούνταν κατά πλειοψηφίαν από Έλληνες (κυρίως Βλαχόφωνους), υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα βλαχόφωνα κέντρα, με κύρια ενασχόληση το εμπόριο, την κτηνοτροφία, την κατεργασία μαλλιού, ταπητουργίας και ανάπτυξη βυρσοδεψίας. Περίφημη ήταν η πόλη και για την σιδηρουργία, την αργυροχοΐα και την χαλκουργική της.
Πολλοί Μοσχοπολίτες έμποροι στην Βενετία, στην Βιέννη, στην Οδησσό, την Κωνσταντινούπολη και άλλα σημαντικά κέντρα της εποχής ενίσχυσαν οικονομικά την πατρίδα τους και συντέλεσαν στην ίδρυση σχολείου, περίπου το 1700. Το σχολείο, με την ονομασία, «Ελληνικόν Φροντιστήριο» εξελίχθηκε σε σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο της περιοχής, το 1744 αναβαθμίστηκε από δωρεές και μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία».
Εκεί δημιουργήθηκε και το δεύτερο τυπογραφείο στον χώρο του υπόδουλου ελληνισμού (μετά από αυτό της Κωνσταντινούπολης), το 1731, με πρωτοβουλία του ιερομόναχου Γρηγορίου Κωνσταντινίδη. Επίσης τυπώθηκε και το πρώτο τετράγλωσσο λεξικό (Ελληνικής, Αρβανίτικης, Βλάχικης και Βουλγάρικης γλώσσας).
Η πόλη μνημονεύεται και στην «Νεωτερική Γεωγραφία», γνωστό περιηγητικό έργο του 18ου αιώνα των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά, για την ακμή που σημείωνε στον τομέα του πολιτισμού και του εμπορίου.
Το 1769 λόγω της συμμετοχής της πόλεως στην προετοιμασία της εξεγέρσεως του 1770 (Ορλωφικά), η πόλη υπέστη λεηλασίες από μουσουλμάνους Σκιπετάρους/«Αλβανούς» (τους αποκαλουμένους «Τουρκαλβανούς»). Σημαντικές καταστροφές έγιναν και από τα στρατεύματα του Αλή Πασά το 1788, που κατόπιν διαταγής του, καταστράφηκαν πολύτιμοι πολιτιστικοί θησαυροί της πόλεως.
Η Μοσχόπολις δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της δόξα, συνέχιζε να υπάρχει όμως, ως οικισμός μικρότερης εμβέλειας. Οι κάτοικοί της κατέφυγαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Πολλοί άλλοι Μοσχοπολίτες μετά την καταστροφή της πόλεως, από τα Οθωμανικά και Σκιπετάρικα/«Αλβανικά» στίφη τους διακρίθηκαν ως έμποροι, ως τραπεζίτες και ως βιοτέχνες στην Ουγγαρία και την Αυστρία και συνέχισαν την παράδοση των προγόνων τους σε έργα ευποιίας με γενναίες δωρεές και την χρηματοδότηση κοινωφελών ελληνικών ιδρυμάτων (όπως η οικογένεια Σίνα).
Το 1916 ομάδα Σκιπετάρων/«Αλβανών» ατάκτων του Σαλή Μπούτκα, λεηλάτησε την πόλη κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σήμερα η Μοσχόπολις (Σκιπετάρικα: Voskopojë «Βοσκοπόγιε»), είναι ένας μικρός οικισμός, «σκιά» του ένδοξου παρελθόντος της, με 300 Σκιπετάρους και 700 Βλάχους, κατά πλειοψηφία Ελληνόφωνους. Το ένδοξο παρελθόν της, το υπενθυμίζουν οι εναπομείναντες ναοί που κοσμούν τους δρόμους της.
Αξιομνημόνευτοι Μοσχοπολίτες
·Θεόδωρος Καβαλιώτης (1718-1789), καθηγητής της "Νέας Ακαδημίας" Μοσχόπολης και διευθυντής της από το 1750.
·Γαβριήλ Κωνσταντινίδης, ιερομόναχος και λόγιος, ιδρυτής του τυπογραφείου της Μοσχόπολης.
·Δανιήλ Μοσχοπολίτης (1754-1825), λόγιος.
·Γεώργιος Σίνας (1783-1856), έμπορος και εθνικός ευεργέτης.
·Κωνσταντίνος Σμολένσκη ή Σμολένσκυ (1843-1915), αντιστράτηγος πυροβολικού, ήρωας του Ελληνο-οθωμανικού πολέμου του 1897 και δύο φορές υπουργός στρατιωτικών.6
·Σίμων Σίνας (1810-1876), γιος του προαναφερόμενου, έμπορος και εθνικός ευεργέτης.
·Νεκτάριος Τέρπος (17ος-18ος αιώνας,†1740/41;), ιερομόναχος και διδάσκαλος.
·Γιώργος Μαύρος (Σβαρτς) ή Σφρατς ή Σφράτσης (1738-1818).7
·Κωνσταντίνος Τζεχάνης (1740-1800), λόγιος.
ιδ/. Κούρεστος (Κορυτσά)
Έχουν βρεθεί νεολοθικά λείψανα που δείχνουν ότι ο χώρος κατοικήθηκε από το 4.000 π.Χ. και μετά. Στην πεδιάδα της Κορυτσάς εισήχθη η Μυκηναϊκή κεραμική κατά την ύστερη Εποχή του Ορειχάλκου (Υστεροελλαδική ΙΙΙc) και έχει υποστηριχθεί ότι οι φυλές που ζούσαν στην περιοχή αυτή πριν τις μεταναστεύσεις της Γεωμετρικής Εποχής, πιθανότατα μιλούσαν μια Βορειοδυτική Ελληνική διάλεκτο.8
Η περιοχή κατά την περίοδο αυτή, είχε κατοικηθεί από τα αρχαία Ελληνικά φύλα, των Χαόνων και των Μολοσσών, που ήταν δύο από τα τρία σημαντικότερα ελληνικά φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή της Ηπείρου.9
ιε/. Κεμάρα (Χειμάρρα)
Η Χειμάρρα ή Χιμάρα (Himarë ή Himara) είναι Ελληνική περιοχή και δήμος κατά μήκος της Σκιπεταρικης «Ριβιέρας» στη νότια Σκιπερία και τμήμα του Νομού του Αυλώνα. Εκτός από την πόλη της Χειμάρρας, η περιοχή αποτελείται και από τα εξής επτά χωριά: την Παλάσα, τους Δρυμάδες, τον Βούνο, το Πύλουρι, το Κηπαρό, ο Άγιος Βασίλης, το Κούδεσι και τους Λιάτες (ή Ηλίας). Η περιοχή της Χειμάρρας κατοικείται από Έλληνες [Είναι δηλαδή Ελληνική μειονότητα]. Το όνομά της περιοχής (Χειμάρρα) οφείλεται σε ονομασία παλαιού κάστρου που υπήρχε στην ομώνυμη περιοχή και που περιελάμβανε κάποτε 40 περίπου χωριά. Σε πολλά σημεία αυτής της περιοχής, σώζονται μνημεία της Ρωμαϊκής περιόδου.
Η περιοχή κατοικούνταν κατά την αρχαιότητα από τους Χάονες, αρχαίο ελληνικό φύλο της Ηπείρου. Οι Χάονες ήταν μια από τις τρεις κύριες Ελληνικές φυλές της Ηπείρου, μαζί με τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς. Η πόλη πιστεύεται ότι είχε ιδρυθεί ως "Χίμαιρα", (εξ ου και το όνομα Χιμάρα) από τους Χάονες, ως εμπορικός σταθμός στην Χαονική ακτή. Μια άλλη όμως θεωρία σχετική με το όνομα υποστηρίζει ότι προέρχεται από την λέξη "χείμαρρος".
Στην κλασική αρχαιότητα, η Χειμάρρα ήταν τμήμα του Βασιλείου της Ηπείρου υπό την ηγεσία της δυναστείας των Αιακιδών Μολοσσών, στην οποίαν συμπεριελαμβάνετο και ο Βασιλιάς Πύρρος. Όταν η περιοχή καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, τον 2ο αιώνα π.Χ., οι οικισμοί της υπέστησαν σοβαρές ζημιές και άλλοι καταστράφηκαν από το Ρωμαίο Στρατηγό Αιμίλιο Παύλο.
ιστ/. Δρυϊνούπολις –Αδριανούπολις (Ιουστινιανούπολις)
Η Δρόπολη (αναφέρεται και ως Δερόπολη, Σκιπετάρικα: Dropull «Ντροπούλ»), είναι περιοχή της Βορείου Ηπείρου, που από το 1913 έχει δοθεί ως ένα από τα κλοπιμαία «δώρα» των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, στην Σκιπερία, αποκληθείσα επισήμως «Αλβανία». Συγκεκριμένα, η περιοχή εκτείνεται από τα σημερινά Ελληνο-Σκιπετάρικα σύνορα στο ύψος της Κακαβιάς, ως τα νότια της πόλεως του Αργυροκάστρου, κατά μήκος της κεντρικής οδού.               
Η περιοχή αποτελεί τμήμα της Βορείου Ηπείρου, που έχει αναγνωριστεί από το «Αλβανικό» κράτος ως «ελληνική μειονοτική ζώνη», που δίνει έτσι το δικαίωμα για την ίδρυση ελληνόγλωσσων σχολείων. Ο πληθυσμός της περιοχής, αποτελείται στην συντριπτική του πλειοψηφία από κατοίκους που μιλούν την ελληνική ως μητρική γλώσσα.
Η Δρόπολη θεωρείται η πνευματική πρωτεύουσα των Βορειοηπειρωτών Ελλήνων της σημ. «Αλβανίας». Κατά την περίοδο της κομμουνιστικής δικτατορίας οι Δροπολίτες συνέβαλλαν στην αναγνώριση της Ελληνικής Μειονότητας, ιδρύοντας στο Αργυρόκαστρο ελληνική εφημερίδα "Λαϊκό Βήμα", ραδιοφωνική εκπομπή στην Ελληνική, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του πανεπιστημίου Αργυροκάστρου και σχολείο μέσης εκπαιδεύσεως δασκάλων Ελληνικής γλώσσας. Στην Δρόπολη ιδρύθηκε το κόμμα των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών  "Ομόνοια". Η Δρόπολη είναι η πατρίδα του, Τηλέμαχου Κώτσια.10
Η Δερόπολη υπήρξε κατά την αρχαιότητα, αποικία του αρχαίου Δωρικού Ελληνικου φύλου των Δρυόπων, από τους οποίους πήρε και το όνομά της στα αρχαία χρονια Δρυοπίς ή Δρυϊνούπολις. Κατά τα ρωμαϊκά χρόνια στην περιοχή είχε ιδρυθεί οχυρωμένη πόλη με το όνομα Αδριανούπολη, προς τιμήν του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού,11 στα πλαίσια της προσπάθειάς του να κάνει τον ρωμαϊκό "χρυσό αιώνα".
Η πόλη είχε χτιστεί σε στρατηγικό σημείο ελέγχοντας την κοιλάδα της περιοχής και τον οδικό άξονα που την διατρέχει, κοντά στο σημερινό χωριό Σωφράτικα, 11 χιλιόμετρα νότια του σημερινού Αργυροκάστρου. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, στα πλαίσια της οχυρωματικής του δραστηριότητας, μετέφερε την πόλη 4 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της αρχικής, κοντά στο χωριά Πάνω και Κάτω Επισκοπή. Σε διάφορες πηγές, η πόλη φαίνεται να φέρει και το όνομα «Ιουστινιανούπολη».
Ομολογία για την Ελληνικότητα της πόλεως, από τον Αλβανό καθηγητή αρχαιολογίας  Dimiter Kondi
Ο «Αλβανός» καθηγητής αρχαιολογίας Dimiter Kondi, επικεφαλής των Αλβανών αρχαιολόγων στις ανασκαφές στην Αδριανούπολη, της Βορείου Ηπείρου, μας ενημερώνει για τα 400 χρόνια προϊστορίας της πόλεως που δεν "γνωρίζαμε" ως σήμερα (13 Σεπτ. 2013). Έχουν ιδιαίτερη σημασία τα λεγόμενά του, γιατί, πριν την συνέντευξη του αρχαιολόγου, την αναγνώριση και την ελληνικότητα της "Αδριανούπολης" στην Βόρειο Ήπειρο και τα ατράνταχτα στοιχεία για τον ανεπτυγμένο ελληνικό πολιτισμό, είχαν προηγηθεί τα τελευταία χρόνια, από την σύμπραξη του αλβανικού αρχαιολογικού Ινστιτούτου με το Ιταλικό πανεπιστήμιο Μαντσεράτα και εν συνεχεία και με το πανεπιστήμιο Αργυρόκαστρου, ανελέητοι ισχυρισμοί με σκοπό να θάψουν 400 χρόνια προγενέστερου αρχαιοελληνικού πολιτισμού στον κάμπο της Δερόπολης, στην Βόρειο Ήπειρο και να επιδιώκουν να τον βαφτίσουν ως «Αρχαιορωμαϊκό» και μόνον.
Οι Ιταλοί με την πλήρη στήριξη της Αλβανίας και αλλεπάλληλες συνεδριάσεις ''επιστημόνων" στο Αργυρόκαστρο, ήθελαν να αφαιρέσουν την περίοδο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, να φτιάξουν ένα αρχαιολογικό πάρκο Ρωμαϊκού πολιτισμού στην Δερόπολη, με σκοπό να εδραιωθεί και να κατακυρωθεί η ευρύτερη περιοχή, ως "Ρωμαϊκή". Ευτυχώς τότε προσέκρουσαν στην σθεναρή αντίδραση των δημοτικών αρχών της Κάτω Δεροπόλεως.
Αυτό είναι που θέλουν και κάνουν, οι σημερινοί «Αλβανοί» για τους ευνόητους λόγους και οι Ιταλοί για τους γεωστρατηγικούς λόγους που έχουμε εξηγήσει σε προγενέστερο κεφάλαιο. Αμφότεροι παραδέχονται κάθε τι Ρωμαϊκό, ενώ βαφτίζουν κάθε τι ελληνικό, σε «ιλλυρικό», άρα, αλβανικό. Τότε οι ανασκαφές ανέδειξαν στο βορειοανατολικό τμήμα του αρχαίου θεάτρου, ελληνικά μεγαλοπρεπή κτίσματα που ανήκαν στον VI - V π.Χ. αιώνα.
Υπό τον φως αυτών των πραγμάτων, τότε το 2010, οι Ιταλοί επιστήμονες αναγκάστηκαν να παραδεχτούν για πρώτη φορά ότι στην περιοχή προϋπήρχε ελληνικός πολιτισμός, αλλά ... «ασήμαντος»!!!
Αδριανούπολη, τα 400 χρόνια προϊστορίας που δεν " γνωρίζαμε" ως σήμερα,- λέει ο Αλβανός καθηγητής αρχαιολογίας, επικεφαλής των Αλβανών αρχαιολόγων στις ανασκαφές στην Αδριανούπολη - Βόρειο Ήπειρο.
Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Αλβανός αρχαιολόγος Dimiter Kondi. Οι πρόσφατες ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από αυτόν στο κάμπο της Δεροπόλεως στην κοιλάδα του Δρίνου, έχουν φέρει στο φως αρχαιολογικά ευρήματα που δείχνουν τα ίχνη της Ελληνιστικής περιόδου, προγενέστερης εκείνης της Ρώμης, η οποία έδωσε το όνομά του (Αδριανού ) στην περιοχή.
Αυτά είναι τα πραγματικά αποτελέσματα ανασκαφών της αρχαιολογικής αποστολής- έρευνας, που διεξήχθη από την Ιταλο-Αλβανική ομάδα, από Πανεπιστήμιο της Ιταλίας με επικεφαλής τον καθηγητή Roberto Perna, το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Αλβανίας, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο καθηγητή Dimiter Kondi και φοιτητές του Πανεπιστημίου Τιράνων και Πανεπιστημίου "Eqerem Kambej" Αργυρόκαστρου.
Ο καθηγητής Dimiter Kondi, αναφέρει!: «Ο στόχος της αποστολής αυτής ήταν η επέκταση της ανασκαφής στον αρχαιολογικό αυτό χώρο και κατάρτισης φοιτητών, η οποία διήρκεσε από 4 Αύγουστος έως 4 Σεπτεμβρίου 2013. Η ανασκαφή επικεντρώθηκε στο χώρο του αρχαίου θεάτρου και στην σκηνή του, ενώ η έρευνα συνεχίστηκε και στην προηγούμενη ανασκαφή στο ρωμαϊκό ναό».
Σύμφωνα με τον ίδιο: «… στις ανασκαφές βρέθηκαν αρκετά καινούργια αρχαία αντικείμενα καθημερινής χρήσεως σε κεραμικά, μέταλλο και χαλκό, καθώς και μεγάλος αριθμός κερμάτων, αρκετοί αμφορείς και λύχνοι. Επιπλέον,πραγματοποιήσαμε μια αρχαιολογική έρευνα για να ανακαλύψουμε, αν η Αδριανούπολη χτίστηκε σε μια ελεύθερη ζώνη, ή πάνω μιας προϋπάρχουσας προγενέστερης πόλης. Μετά την έρευνα που διεξήχθη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, πριν χτιστεί η Αδριανούπολη προϋπήρχε άλλος πολιτισμός. Τα κεραμικά και αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν στο οικισμό αυτό, ανήκουν στον III - II αιώνα π.Χ. και χρονολογούνται πριν την ρωμαϊκή περίοδο της Αδριανουπόλεως που χτίστηκε τον II αιώνα μ.Χ. Όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν στο αρχαίο θέατρο και στην Ρωμαϊκή Αγορά χρονολογούνται νωρίτερα από την «Ρωμαϊκή Αδριανούπολη».
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, καταλήγει ο Αλβανός αρχαιολόγος Dimiter Kondi, ότι  ο «Ρωμαϊκός πολιτισμός της Αδριανούπολης" χτίστηκε πάνω σε ανεπτυγμένο ελληνικό πολιτισμό».12
Στην πόλη διασώζονται ερείπια των τειχών της, του υδραγωγείου και της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, η πόλη υπήρξε τοπικό εμπορικό κέντρο και απέκτησε αξιοσημείωτη οικονομική ευρωστία τους επόμενους αιώνες. Τον 11ο αιώνα, εμφανίζεται στις πηγές με το όνομα "Δρυϊνούπολις", πιθανότατα από παραφθορά του αρχικού ή από το όνομα του ποταμού Δρίνου που διατρέχει την περιοχή.
Ο συνολικός πληθυσμός το 1990, υπολογίζονταν περίπου 36.000 Έλληνες και 4.000 «Αλβανούς»/Σκιπετάρους (μεταξύ των οποίων και μερικοί από άλλες εθνότητες).
Πριν από καιρό, ο Υπουργός Πολιτισμού της Αλβανίας Άλντο Μπούμτσι, παρευρισκόμενος στα εγκαίνια εκθέσεως φωτογραφίας με θέμα την αρχαιολογική πόλη της Ανδριανουπόλεως, στην καρδιά της μειονοτικής περιοχής της Δρυϊνουπόλεως, δήλωσε ότι:
«Aυτή η έκθεση είναι τμήμα της κοινής αλβανο-ιταλικής πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι η απόδειξη των δεσμών των δύο λαών από την αρχαιότητα και ότι, όπως ο ιταλικός πολιτισμός είναι γνωστός στην χώρα του, έτσι πρέπει και ο αλβανικός πολιτισμός να γίνει πιο γνωστός στην Ιταλία»!!!
Άθλιοι Σκιπετάτοι, ιερόσυλοι ψευδοαρχαιολόγοι και επίδοξοι ενταφιαστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού…Είσθε αξιολύπητα και θλιβερά ανθρωπάρια…Ό,τι και να σοφίζεσθε, ό,τι και να λέτε, ό, τι και να παρουσιάζετε στους συμπολίτες σας και τους ξένους επισκέπτες, ως δήθεν Ρωμαϊκά ή «Αλβανικά» λείψανα, οι πάντες γνωρίζουν την αλήθεια…
Τα αρχαιολογικά ευρήματα από την γη των προγόνων μας, θα σας καταδιώκουν σε όλη σας την ζωή και θα αποτελούν τα αδιάψευστα τεκμήρια της διαχρονικής Ελληνικής κυριότητος, στην σκλαβωμένη Βόρειο Ήπειρό μας!!!
ιζ/. Αργυρόκαστρο13
Η πόλη εμφανίζεται καταγεγραμμένη στην ιστορία το 1336, με το ελληνικό της όνομα Αργυρόκαστρο ή Αργυρούπολη, ως τμήμα της Ελληνικής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας. Έγινε αργότερα κέντρο του τοπικού πριγκιπάτου, υπό τον εξισλαμισθέντα γενίτσαρο Αρβανίτη και μεταξελιχθέντα σε φύλαρχο-λήσταρχο, Γκιον Ζενεμπίσι (1373–1417),  πριν υποταχθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, για τους πέντε επόμενους αιώνες.
After a period of initial resistance to the Ottomans, most of the noble families of the region, including the Zenevisi, Arianiti and Muzaka, converted to Islam, and some of their members rose to high positions within the Ottoman military and feudal hierarchy. The territory that the Zenevisi controlled before their submission to the Ottomans was registered in an Ottoman defter (tax register) of 1431 as "the lands of Zenevisi" (Turkish: Zenebisi ili).14  
In 1443 Simon Zenevisi, John's grandson, built the Strovili fortress with Venetian approval and support. In 1454–55 Simon Zenevisi, was recognized by Alphonso V as a vassal of the Kingdom of Naples.15
John's son, known after his conversion to Islam as Hasan Bey, was a subaşi in Tetovo in 1455. The other son of John, whose Muslim name was Hamza Zenevisi, was an Ottoman military commander who defeated the forces of the Despots of the Morea besieging Patras in 1459. In 1460, following the Ottoman conquest of the Morea, he became a sanjakbey of the Sanjak of Mezistre.16
Πανόραμα του Αργυροκάστρου από το κάστρο.

Αν και απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό στρατό, κατά τους βαλκανικούς πολέμους, λόγω του μεγάλου Ελληνικού πληθυσμού του, τελικά προσαρτήθηκε βιαίως στο νεοϊδρυθέν κράτος της Αλβανίας, το 1913. Αυτό αποδείχθηκε εξαιρετικά αντιδημοφιλές για τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό, που εξεγέρθηκε και μετά από αρκετούς μήνες ανταρτοπολέμου ίδρυσε την βραχύβια Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου, με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο το 1914.
Η επίσημη ανακήρυξη της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου (1 Mαρτίου 1914). Στο βάθος ο ποταμός Δρίνος.

Τελικώς η Βόρειος Ήπειρος, αποδόθηκε στην Αλβανία το 1921. Τα τελευταία χρόνια η πόλη έζησε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, που οδήγησαν σε μείζονα πολιτική αστάθεια στην Αλβανία το 1997.
Στην πόλη ζει σημαντική ελληνική μειονότητα. Το Αργυρόκαστρο, μαζί με τους Αγίους Σαράντα, θεωρείται ένα από τα κέντρα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και στην πόλη υπάρχει ελληνικό προξενείο.
Η πόλη εμφανίζεται καταγεγραμμένη στην ιστορία με το μεσαιωνικόν Ελληνικόν της όνομα Αργυρόκαστρον, όπως αναφέρεται από τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό το 1336. Η θεωρία ότι η πόλη πήρε το όνομά της από την Πριγκίπισα Αργυρώ, μυθική μορφή για την οποία έγραψε ο λογοτέχνης Κώστας Κρυστάλλης, κατά τον 19ο αιώνα,17 καθώς και αργότερα ο Ισμαήλ Κανταρέ την δεκαετία του 1960, πιθανώς να είναι είναι ψευδοετυμολογία, καθώς η πριγκίπισα λέγεται ότι έζησε αργότερα, τον 15ο αιώνα.
Το Αργυρόκαστρο βρίσκεται στα δυτικά της πεδιάδας του ποταμού Δρίνου και μεταξύ των ορεινών όγκων του Λόγγου και του Μακρύκαμπου. Επίσης περιστοιχίζεται από τέσσερις λόφους: Ασφάκα, Παλιορτό, Μανουλιάτι, Ντουναβάτι. Στο κέντρο της πόλεως υψώνεται το βυζαντινό κάστρο το οποίο επεξέτεινε ο Αλή Πασάς, στις αρχές του 19ου αιώνα.18  
ιη/. Ογχησμός (΄Αγιοι Σαράντα)
O Όγχησμός ήταν αρχαία ελληνική πόλη και λιμάνι της Ηπείρου, την οποία είχαν κτίσει οι Χάονες, αρχαίο ελληνικό φύλο. Ο Ογχησμός, βρισκόταν στην Χαονία, ανάμεσα στον Πάνορμο και στην Κασσιόπη. Αρχικά λεγόταν Αγχίσου λιμήν και είχε ένα ιερό της Αφροδίτης της Ευπλοίας. Μεταγενέστερα, το λιμάνι αναφέρεται και με τις ονομασίες Όχησμος, Όγχης λιμήν, Αγχιασμός και Ούχησμος. Είναι ο σύγχρονος όρμος των Αγίων Σαράντα. 
ιθ/. Φοινίκη
Εννέα (9) χλμ ανατολικά από την πόλη των Αγίων Σαράντα, βρίσκεται στο χωριό Φοινίκη. Ήταν κτισμένη πάνω σε μια ράχη με υψόμετρο 290 μέτρα πάνω από την θάλασσα, με μια πεδιάδα κατάλληλη για κατοικίες στην κορυφή της. Από εκεί μπορείς να δεις όλο τον κάμπο του Βούρκου μέχρι το Βουθρωτό. Τα τείχη μήκους 5.000 μέτρων περιστοιχίζουν μια επιφάνεια των 57 εκταρίων. Από πλευράς μεγέθους, η Φοινίκη έρχεται μετά την Απολλωνία και το Δυρράχιο, ενώ στην Ενιαία Ήπειρο, μετά από την Αμβρακία και είναι μεγαλύτερη από την Αντιγόνεια.
Η ίδρυση της πόλεως χρονολογείται κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. και μέχρι τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Η περίοδος αυτή ταυτίζεται τότε και με την ίδρυση άλλων πόλεων και του κράτους της Ηπείρου. Στην περίοδο του 3ου -2ου αιώνων π.Χ. η πόλη άνθισε πραγματικά.
Έχει το δικό της νόμισμα και διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χαονίας ως κέντρο της, ρόλον τον οποίον επεξέτεινε μετά την ίδρυση του Κοινού των Ηπειρωτών, όπου μνημονεύεται ως πρωτεύουσα τους.
Ο Πολύβιος είναι από τους πρώτους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς που αναφέρει ότι οι Ηπειρώτες όρισαν την Φοινίκη ως πρωτεύουσα του Κοινού των Ηπειρωτών το έτος 234 π.Χ. επειδή ήταν η πιο πλούσια και η πιο οχυρωμένη πόλη.
Η Φοινίκη είναι πόλη με ακρόπολη, στην οποία αποκαλύφθηκαν μερικά κτήρια κοινωνικής χρήσεως όπως ναοί, το Γυμνάσιο και τρεις δεξαμενές νερού του 4ου αιώνα π.Χ. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ένα συγκρότημα με κατοικίες με περιστύλιο και ποιοτική αρχιτεκτονική που διέφερε και από τις κατοικίες των πιο αναπτυγμένων πόλεων της Ηπείρου.
Οι κατοικίες έχουν σχεδιαστεί με δύο αυλές περιστυλίου. Η πολεοδομική οργάνωση της πόλεως είναι βάση αναβαθμίδων. Σε μια από τις αναβαθμίδες αποκαλύφθηκε το αρχαίο θέατρο της Φοινίκης που από το μέγεθος υπερβαίνει δέκα φορές το θέατρο του Βουθρωτού και είναι από τα μεγαλύτερα στην Ήπειρο. Οι ειδικοί έχουν υπολογίσει ότι είχε χωρητικότητα 12.000 θέσεων.
Επίσης στο σημ. Φοινίκι βρέθηκε θέατρο, τάφοι με σαρκοφάγους, ναός της Αθηνάς, Γυμνάσιο κ.λπ. Ας σημειωθεί ότι το Φοινίκι κρατάει μέχρι σήμερα το αρχαιοελληνικό όνομα του: Φοινίκη πρωτεύουσα της Χαονίας.
Σ’ αυτό τον χώρο, οργανώνονταν παραστάσεις αλλά και συγκεντρώσεις των εκπροσώπων των φυλών της Ηπείρου για να λάβουν αποφάσεις για την τύχη της Ηπείρου. Αυτό επιβεβαιώνεται από την αποκάλυψη στο θέατρο κεραμικών ταυτοτήτων που μαρτυρούσαν την παρουσία μελών του Κοινού από άλλες πόλεις της Ηπείρου. Οι ταυτότητες αυτές είναι σε μορφή νομίσματος, αλλά είναι κατασκευασμένες από χώμα.
Την ανωτερότητα της πρωτεύουσας αυτής, εκφράζει και η ύπαρξη σ’αυτή ενός ατελιέ γλυπτικής, που είναι και το μοναδικό στην Χαονία. Τα γλυπτά που αναμετρούνταν με τα αριστουργήματα μεγάλων γλυπτών της αρχαίας Ελλάδος, είναι δημιουργία εγχωρίων καλλιτεχνών. Αυτό σημαίνει ότι η Φοινίκη είχε την δική της σχολή γλυπτικής. Πολλά από τα γλυπτά της Φοινίκης, σήμερα στολίζουν το μουσείο του Βουθρωτού.
Η νεκρόπολη της Φοινίκης είναι από τις πιο πλούσιες, με βωμούς και τάφους πλούσιους σε υλικά.





Η Φοινίκη ήταν ένα μεγάλο βιοτεχνικό, γεωργικό και εμπορικό κέντρο σε όλη την επικράτεια του Ελληνισμού. Το έτος 231 π.Χ. οι Μολοσσοί μαζί με άλλους Ηπειρώτες κατήργησαν την βασιλεία, σκοτώνοντας την Διηδάμεια, κόρη του Πύρρου Β΄. Μετά την κατάλυση της μοναρχίας, η ΄Ηπειρος έγινε Κοινόν, δηλαδή, ομόσπονδο κράτος που συνένωνε «έθνη» με κοινούς δεσμούς, λατρείας, φυλετικούς, οικονομικούς, ασφαλείας, κατά το πρότυπο κυρίως των Αιτωλών και των Αχαιών. Συγχρόνως οι Μολοσσοί, έχασαν τελείως την ηγετική θέση που είχαν απέναντι στα δύο άλλα ηπειρωτικά φύλα, στους Χάονες και τους Θεσπρωτούς.
Έτσι έγινε πρωτεύουσα η Φοινίκη, στην περιοχή των Χαόνων. Εκεί είχαν την έδρα τους οι αρχές του Κοινού και γίνονταν οι γενικές συνελεύσεις. Γι’ αυτό η επίσημη ονομασία του Κοινού ήταν: «Κοινόν των Ηπειρωτών των περί Φοινίκης».
Ως το μεγαλύτερο κέντρο της Χαονίας, αναφέρεται ως τόπος που το έτος 205 π.Χ. υπογράφτηκε η συμφωνία ειρήνης μεταξύ Ρώμης και Μακεδονίας . Πλησιέστερες πόλεις: Άγιοι Σαράντα, Ιωάννινα, Αυλώνα..
κ/. Αντιπάτρεια/ Πουλχερούπολις/Βελεγράδες (Βεράτιον)
Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρουν κάτι περί της ιδρύσεώς της. Η πόλη αναφέρεται από τον Πολύβιο και τον Τίτο Λίβιο, όταν κατακτήθηκε η Ήπειρος από τους Ρωμαίους το 200 π.Χ. από λεγεώνες, υπό τον Σουλπίκιο Γάλβα. Σύμφωνα με τον Τ. Λίβιο, οι Ρωμαίοι κάλεσαν τους υπερασπιστές να παραδώσουν την πόλη, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Μετά την κατάληψη οι Ρωμαίοι κατέσφαξαν όλους τους ενήλικες άνδρες, γκρέμισαν τα τείχη και έκαψαν την πόλη. Σύγχρονοι ερευνητές υποθέτουν ότι η πόλη ταυτίζεται με το σημερινό Μπεράτ (Βεράτιο) και την μεσαιωνική Πουλχεριούπολη19
κα/. Χρυσονδύων20
Η Χρυσονδύων ήταν αρχαία ελληνική πόλη21  των Δεσσαρητών,22 στα βόρεια του όρους Τόμαρος (Τομόρ στην σημ. Αλβανία), στην αρχαία Χαονία. Βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από την Αντιπάτρεια και την Γερτούσα.
Τα αρχαιότερα νομίσματα που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές χρονολογούνται από την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας,23 ενώ τα ισχυρά κυκλικά τείχη μαζί με την πύλη χρονολογούνται, πιθανώς, στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Στις ανασκαφές έχουν επίσης βρεθεί ονομασίες σε σφραγίσματα κεραμιδιών και αμφορέων, καθώς και όπλα, εργαλεία και περόνες. Η πόλη συμμετείχε στους πολέμους μεταξύ της Μακεδονίας και της Ρώμης.24
Λοιπές Ελληνικές πόλεις, πλησίον ή  επί των ακτών της Ελληνικής και Βαρβαρικής Ιλλυρίας. 
·Ασπάλαθον (αποικία της Ισσού, σημ. Σπλιτ)
·Βούτουα (από την εποχή του Ορειχάλκου σε επαφή με το Αιγαίο, επίσης Βουθόη, σημ Μπούτβα, σήμερα το τουριστικό καμάρι του Τσέρνα-Γκόρα/Μαυροβουνίου),
·Επίδαυρος (Καυτατ)
·Επίδαυρος (αποικία της Ισσού, μτγ. Επέτιον, σημ. Stobreč)
·Ίσσα ή Λίσσα (αποικία Συρακουσίων, σημ. Βις/Vis)
·Κέρκυρα Μέλαινα (αποικία Κνιδίων, και μετά Κορινθίων και Κερκυραίων, σημ. Κόρτσουλα)
·Λαύς (η μεταγενέστερη Λαβούσα, Ραγούσα, Ντουμπρόβνικ) 25
·Λισσός (αποικία των ελλήνων Συρακουσίων, η σημ Λέζα ή Λέζε)
·Μελίτη (Μλιέτ)
·Ναρώνα μπόριον μεταξύ Ελλήνων θαλασσινών και Ιλλυριών ιθαγενών, στην κοιλάδα του π. Νερέτβα),
·Νυμφαίον (λιμήν της Λισσού), 
·Πελαγούσα (Παλαγκρουζα), 
·Πέτρα (Παλλες),
·Πόλα (Polae, πανάρχαια πόλη επί της Ιστρίας).
·Ρίζων (αρχαία ελληνικά: Ῥίζων, λατινικά: Risinium) ήταν αρχαίος οικισμός, ο οποίος βρισκόταν κοντά στον Κόλπο του Κότορ (Κόλπος της Ριζώνος ή Κόλπος του Κατάρου) του σημερινού Δήμου του Κότορ (αρχαία ελληνικά: Ασκρήβιον, σερβικά: Котор / Kotor, λατινικά: Acruvium, ιταλικά: Càttaro) του Μαυροβουνίου. Τον αρχικό οχυρό οικισμό στην Ελληνική Ιλλυρία, διαδέχθηκαν σταδιακά η Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική πόλη Ριζίνιον (λατινικά: Risinium..Μεταγενέστερες ελληνικές αποδόσεις: Ριζόνιον ή Ριζιόνιον ή Ριζάνον) και η σύγχρονη πόλη Ρίσαν..
·Σάλωνα (εμπόρειον της Ισσού στην ενδοχώρα, σημ. Solin),
·Τραγούριον (αποικία των αρχαίων Ελλήνων της Ισσού, σημ Trogir)
·Φάρος (αποικία της Πάρου, σημ. Χβαρ)
Greek cities and Emporia in the Adriatic

·Daorson of the Daorsi, Hellenised a completely Hellenized town
·Nikaia, demos of Byllis
·Nymphaion, 3 miles away of Lissos
·Narona as an Emporion 3rd century BC – 2nd century BC
·Epidamnus founded by colonists from Corinth and Corcyra at 625 BC
·Melaina Korkyra founded by colonists from Knidos
·Issa founded by colonists from Syracuse
·Aspalathos of the Greek colony of Issa, modern Split, Croatia
·Epetium
·Tragurion or Tragorium of the Greek colony of Issa
·Epidauros 6th century BC
·Olokenion founded by colonists from Colchis at 5th century BC
·Pharos founded by colonists from Paros at 385 BC
·Pola founded by colonists from Colchis
·Salona Emporion of the Greek colony of Issa at 4th century BC.
·Bouthoe as Emporion
*
Πανάθλιοι ψευτοαλβανοί, βιολογικοί ή πνευματικοί απόγονοι των Σκιπετάρων φυλάρχων, αρχηγών των ορεσίβειων ληστοσυμμοριών και των «μαύρων ταγμάτων» των Οθωμανών, τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι Οθωμανοί, άλλοτε ως γιουσουφάκια και άλλοτε ως εμπροσθοφυλακή κατά των σκλαβωμένων Ρωμηών/ Ελλήνων!
Δεν γνωρίζετε ποιοι ίδρυσαν την Μοσχόπολη και την Αδριανούπολη; Δεν διαβάσατε πουθενά, ούτε σε εγκυκλοπαίδειες ούτε  στην διεθνή βιβλιογραφία, ότι η Μοσχόπολις, η Χειμάρρα, η Κοριτσά, η Αδριανούπολις, το Αργυρόκαστρον,  ο Ογχησμός (Άγιοι Σαράντα), η Φοινίκη, η Αντιπάτρεια, η Χρυσονδύων και όλες πόλεις που προαναφέραμε, είναι αρχαιόθεν ελληνικές, παρά τις συνεχιζομενες από το μαφιόζικο καθεστώς σας, προσπάθειες εξαφανίσεως παντός Ελληνικού στοιχείου και αλλοιώσεως της δημογραφικής συνθέσεως των κατοίκων τους;
Δεν έχετε συνειδητοποιήσει ακόμη ότι ΟΛΕΣ οι προαναφερθείσες πόλεις της πολύπαθης Βορείου Ηπείρου μας, και ακόμη βορειότερον, μέχρι τα παράλια του σημερινού Μαυροβουνίου και της σημερινής Κροατίας, τις οποίες παρουσιάσαμε με συνοπτικά πληροφοριακά σημειώματα, ευρισκόμενες σήμερα υπό κατοχή, ανήκουν ιστορικώς και αρχαιολογικώς στους Έλληνες, και κατοικούνται κατά πλειοψηφίαν από Έλληνες ή κρυπτοέλληνες (αφορά στους κατοίκους της Σκιπερίας);
Εάν όχι, τότε φοβούμεθα ότι πάσχετε από ιστορικόν και βιολογικόν στραβισμόν, από διαχρονικόν ψυχικόν παροξυσμόν και ανίατον άνοια-παράνοια, όπως η μισ-ελληνίδα Ελένη Κοτσάκη που παρουσιάστηκε πρόσφατα σε στημένη Σκιπετάρικη εκπομπή και ξεστόμισεν το αμίμητον «Σήμερα δεν υπάρχουν Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι τους είναι Αλβανοί».
Απαντούμε στην ίδια και τους «χορηγούς» της:
ΔΕΝ υπάρχει ιστορικώς καταγεγραμμένη Αλβανική Εθνικότης και ταυτότης. Στην σημερινή Σκιπερία, ΟΥΔΕΙΣ πολίτης δικαιούται να ομιλεί περί Αλβανικής εθνικότητος (Αλβανός), καθ’όσον τοιαύτη εθνικότης είναι ανύπαρκτη, αφού:
-Το όνομα Αλβανός είναι Ελληνικόν, κλεμμένο από τους κατασκευαστές του κράτους σας, εθνικώς έχει την σημασίαν του Έλληνος Αρβανίτη και δωρισμένο σε σας, αλλά με γεωγραφική σημασία, επέχον θέση ταυτότητος, επειδή οι πρόγονοί σας ήσαν αγνώστου εθνότητος, συνονθύλευμα ληστρικών φατριών αγνώστου προελεύσεως και ταυτότητος [Λεπτομέρειες στα κεφ.  2 και 3 (3ον, 4ον, 5ον, 6ον μέρος) και στα ακολουθούντα συναφή κεφάλαια].
-Εσείς οι ίδιοι ουσιαστικώς, έχετε απορρίψει το όνομα «Αλβανοί», καθ’ όσον επισήμως στα δημόσια έγγραφά σας και στις ιδιωτικές συζητήσεις σας, αυτοαποκαλείσθε Σκιπετάροι κι’ όχι Αλβανοί...
Αργά ή γρήγορα θα διαπιστώσετε, τόσον η ευρισκομένη σε κατάσταση διαχρονικής σωβινιστικής υστερίας (ή μήπως άλλης «στερήσεως»;) Κοτσάκη, όσον και εκείνοι που την επιστράτευσαν, για την τηλεοπτικήν αποστολήν της, ότι όχι μόνον υπάρχουν Έλληνες, στην σημερινή Ελλαδική επικράτεια, αλλά μία πανστρατιά ΕΛΛΗΝΩΝ-ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΩΝ προετοιμάζεται, αφανώς και αθορύβως, προκειμένου, «όταν επέλθει ο καιρός», να απελευθερώσει τους υπόδουλους Βορειοηπειρώτες αδελφούς μας, και να ΤΙΜΩΡΗΣΕΙ τους βασανιστές Σκιπετάρους κατακτητές τους.

Συνεχίζεται
               







1 Αλάστωρ<άλαστος>-ορος (ο και σπν. η)=Ασεβής, κακούργος, φονεύς και μιαίνων όσους τον πλησιάσουν, αποτρόπαιος (Λεξ. Σκ. Βυζαντίου, σ. 43).
2 Η ετυμολογία της λέξεως Αλβανία προέρχεται από την ρίζα Αλβ-ή Αλπ-. Ονομάζεται  Λευκή Χώρα, με καθαρώς γεωγραφική σημασία, από το χρώμα της χιόνος που μονίμως σχεδόν σκεπάζει τις λίαν ορεινές περιοχές ή το χρώμα του ηλίου που συχνότατα βλέπουν οι κατοικούντες σε λίαν ορεινές περιοχές (Το λευκό είναι το συνηθέστατο ένδυμα και παραδοσιακή στολή των χωρικών της Αλβανίας). Περισσότερα στην ανάλυση του κεφ. Αλβανία και «Αλβανοί»/Σκιπετάροι.
3 Αρπακτός,ή,όν = Ο παρθείς (αποκτηθείς) με αρπαγήν, κλοπιμαίος.
4 Ανήμερος (ο,η)=  Άγριος, απάνθρωπος.
5 Μοσχόπολις, Θεσσαλονίκη 1999, Ε.Μ.Σ., Διεθνές Συμπόσιο: Θεσσαλονίκη 31/10 – 1/11/1996.  Μακεδονική Βιβλιοθήκη, αρ. 91.
6 Ο Κωνσταντίνος Σμολένσκυ ήταν γόνος της Ελληνοβλαχικής οικογένειας Δήμου, η οποία έλαβε τίτλο ευγενείας στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους. Η οικογένειά του καταγόταν από τη Φούρκα της Ηπείρου.
7 Γεώργιος Μαύρος: Αμπελακιώτης έμπορος των φημισμένων κόκκινων βαμβακονημάτων της ομώνυμη περιοχής στα Τέμπη της Θεσσαλίας και πρόεδρος (πρωτοεπιστάτης) της Κοινής Συντροφίας των Αμπελακίων για όλο το διάστημα της λειτουργίας τους. Με την ίδρυση του συνεταιρισμού, ανέλαβε πρόεδρός του και παρέμεινε σ'αυτή την θέση, μέχρι την διάλυση του το 1812.
Hammond Nicholas Geoffrey LemprièreMigrations and invasions in Greece and adjacent areas. Noyes Press, 1976, p. 153.
John Boardman. The Cambridge Ancient History: pt. 1. The prehistory of the Balkans; and the Middle East and the Aegean world, tenth to eighth centuries B.C. Cambridge University Press, p. 266: "We may conclude, then, that the archaeological division corresponded to a tribal division : the Illyrian tribes holding northern Illyris, and the Epirotic tribes, whether Chaonian or Molossian, holding the plain of Korçë"
10 Ο Τηλέμαχος Κώτσιας, γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Βρυσερά της Δρόπολης, στην Βόρεια Ήπειρο. Μαθητής του Λυκείου Αργυροκάστρου, διακρίθηκε για την κλίση του στα γράμματα. Φοιτητής στο Ανώτατο Γεωπονικό Ινστιτούτο, διώχθηκε για πολιτικούς λόγους. Με την αλλαγή του καθεστώτος άρχισε να δημοσιεύει ξανά στο Λογοτεχνικό Λαϊκό Βήμα, όργανο της Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία. Ζει στην Αθήνα από το 1990. Εργάζεται ως μεταφραστής στην μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Μέλος της Ενώσεως Ελλήνων Συγγραφέων.
11 Ο Αδριανός ήταν λάτρης του κλασσικού Αθηναϊκού πολιτισμού και φέρεται να δημιούργησε και την συγκεκριμένη Αδριανούπολη, μεταφέροντας κατοίκους από την Αττική προκειμένου να κατοικηθεί ξανά η ούτως ή άλλως, σχεδόν ακατοίκητη τότε Ήπειρος.

12 Ελληνικής καταγωγής η Αδριανούπολη στην Βόρειο Ήπειρο, τα ..

https://www.himara.gr/.../2206-ellinikis-katagogis-i-adrianoupoli-stin-boreio-hpeiro-ta...13 Σεπ 2013
13 Ο οριστικός «Αλβανικός» τύπος του ονόματος της πόλεως, που είναι Gjirokastra ενώ στην Γκεγκική Αλβανική διάλεκτο είναι γνωστή ως Gjinokastër, και τα δύο προερχόμενα από το Ελληνικό όνομα. Άλλες μορφές που απαντώνται σε δυτικές πηγές, είναι Girokaster και Girokastra. Στην Βλάχικη γλώσσα, η πόλη είναι γνωστή ως Ljurocastru ενώ κατά την Οθωμανική εποχή, η πόλη ήταν γνωστή στα Τουρκικά ως Εργκιρί.
14 Archivum OttomanicumMouton. 1983. p. 207. In Albania, the regions bore the names of the leading feudal families: Zenebisi ili (the lands of Zenebisi), Yovan ili (the domains of the Kastriots), Balsa ili (the lands of the Balshich), and eastward from Elbasan, Pavlo Kurtik ili, etc
15 Byzantino BulgaricaÉditions de l'Académie des sciences de Bulgarie. 1981. p. 268.
-Setton, Kenneth Meyer (1978)The Papacy and the Levant, 1204-1571: The fifteenth centuryAmerican Philosophical Society. p. 103. ISBN 978-0-87169-127-9.
16 OTAM: Ankara Üniversitesi Osmanlı Tarihi Araştırma ve Uygulama Merkezi dergisi (in Turkish). Ankara Üniversitesi Basımevi. 1991. p. 65
-Pitcher, Donald Edgar (1972). An Historical Geography of the Ottoman Empire: From Earliest Times to the End of the Sixteenth Century. Brill Archive. p. 86.  
17 Τόμος 170 της Νεοελληνικής Γραμματείας. Ηπειρωτικαί αναμνήσεις. Pelekanos Books. ISBN 9789604007691.
18 Γιαννακού, Μαρία Νικήτα (2010). «Ο Μητροπολίτης Αργυροκάστρου και το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα». Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2013.
19  Getzel M. Cohen, επιμ. (1995). The Hellenistic settlements in Europe, the islands, and Asia Minor (σελ. 76). University of California Press. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2010.
20 «…ῆς δὲ Δασσαρήτιδος προσηγμένον πόλεις, τὰς μὲν φόβῳ, τὰς δ’ ἐπαγγελίαις, 
Ἀντιπάτρειαν, Χρυσονδύωνα, Γερτοῦντα, πολλὴν δὲ καὶ τῆς συνορούσης τούτοις Μακεδονίας» (Πολύβιος 5.108.2)
21 The Cambridge Ancient History, Volume 6: The Fourth Century BC by D. M. Lewis (Editor), John Boardman (Editor), Simon Hornblower (Editor), M. Ostwald (Editor), 1994, ISBN 0-521-23348-8, σελ. 423, "These Dassareti not to be confused with the Greek speaking Dexari or Dessaretae of the…,"
22 The Illyrians by John Wilkes, σελ. 98, "the Dassaretae possessed several towns...Chrysondym, Gertous or Gerous..."
-L'Épire de la mort de Pyrrhos à la conquête romaine."cites de Dassaretide, Antipatreia, Chrysondyon et Gerous"
23 The Princeton Encyclopedia of Classical Sites Richard Stillwell, William L. MacDonald, Marian Holland McAllister, Stillwell, Richard, MacDonald, William L., McAlister, Marian Holland, Ed., To the N of Mt. Tomor. The earliest coins yielded by excavation are of Philip II of Macedon; the massive circuit wall with a fine gateway dates probably to the late 4th century BC. Names are preserved on tile stamps and amphora seals; weapons, tools, and fibulas were found. Kodrion figured in the wars between Macedon and Rome (Τίτος Λίβιος, 31.27.4).
24 Τίτος Λίβιος 31.27.4.
25 Φαίνεται ως δεδομένο πως η Ραγούσα ιδρύθηκε από φυγάδες της Επιδαύρου, πόλεως της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ευρισκόμενης σε απόσταση 25 χιλιομέτρων νοτιότερα. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, η Ραγούσα πήρε το όνομά της από το L'ausa (παραμόρφωση του hãu από τα δαλματικά : «ο γκρεμός », του ελληνικού μεσαιωνικού Χάος), το οποίο στην συνέχεια εξελίχθηκε σε Lavusa, Labusa, Raugia, Raguium, Rausia και Rachusa (Rausium στα λατινικά), προτού τελικώς καταλήξει σε Ραγούσα. Η ονομασία του Ντουμπρόβνικ προήλθε από μια τοποθεσία που έφερε το όνομα Dubrava (« βελανιδιά »), τοπωνύμιο το οποίο όριζε το μεγάλο δάσος, το οποίο εκτεινόταν, τότε, στην τοποθεσία (και το οποίο σταδιακά αποψίλωσαν οι κάτοικοι της Ραγούσας, προκειμένου να κατασκευάσουν τον στόλο τους).

32 σχόλια:

  1. Ας δούμε ποια ήταν η πληθυσμιακή κατάσταση στην Ήπειρο τον 19ο-20ο αιώνα.

    Ο Hobhouse παρατηρούσε πως πλησιάζοντας στο Αργυρόκαστρο άλλαζε η ενδυμασία των χωρικών και τη φαρδιά μάλλινη φουστανέλα των Ελλήνων αντικαθιστούσε η βαμβακερή των Αλβανών, ενώ χρησιμοποιούσαν πλέον περισσότερο την αλβανική γλώσσα. Ενώ μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων οι Χριστιανοί κάτοικοι μιλούσαν περισσότερο τα ελληνικά, εντούτις στην Ηπειρωτική ύπαιθρο οι περισσότεροι μιλούσαν Αλβανικά ενώ ελληνικά μιλούσαν περισσότερο οι άνδρες. (John Cam Hobhouse, “A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810”, James Cawthorn, London 1813)

    Όσον αφορά στο Αργυρόκαστρο, ο Holland, ο οποίος επισκέφτηκε την Αλβανία το 1812, αναφέρει ότι η πόλη είχε πληθυσμό 4.000 οικογενειών από τις οποίες μόνο 140 ήταν ελληνικές (Henry Holland, Travels in The Ionian Isles, Albania, Thhessaly, Macedonia, &c., during the years 1812 and 1813, 1815, Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown: 1899, p.272). Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από στοιχεία που δημοσίευσε το 1913 το γενικό στρατηγείο του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με τα οποία από τους 11.590 κατοίκους του Αργυροκάστρου οι 9.895 ήταν Αλβανοί και μόνο 1695 Έλληνες. (R. Puax, Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, εκδ. 1913)

    Ο Holland γράφει επίσης ότι οι Χιμαριότες ανήκουν στην αλβανική φυλή των Λιάπηδων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι ανάμεσα στην Αυλώνα και στο Δελβίνο. Ο Ιωάννης Γεννάδιος (1844-1932), Έλληνας προξενικός υπάλληλος με συγγραφική δραστηριότητα και ευεργέτης, αποκαλεί επίσης τους κατοίκους της Χιμάρας ως Λιάπηδες, ενώ αξίζει να πούμε ότι θεωρούσε τους κατοίκους της Ύδρας και των Σπετσών ως 'εξελληνισθέντες Αλβανούς' όπως χαρακτηρηστικά έλεγε. Άρα το ότι οι Χιμαριότες είναι δίγλωσσοι Αλβανοί (ασχέτως αν πολλοί από αυτούς έχουν αποκτήσει ελληνική εθνική συνείδηση), δεν είναι αλβανική προπαγάνδα του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Είναι σημαντική η καταγραφή του του Holland, καθώς αυτή έγινε πολύ πριν την επίσημη ίδρυση του αλβανικού κράτους, και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να μιλάμε περί αλβανικής προπαγάνδας σχετικά με την καταγωγή των Χιμαριωτών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κατά τον Αθανάσιο Ψαλίδα: «Η Κορυτζά ή Γκιόρτζα, κωμόπολις με 800 σπίτια, τα μισά μουσουλμανικά και τα μισά χριστιανικά… όλοι οι κάτοικοι Αλβανοί και άλλην γλώσσα δεν ξέρουν. Και η πόλη του Αργυροκάστρου… περιέχει ως 2500 σπίτια εξ ων στα 300 σχεδόν μένουν Χριστιανοί, στα δε υπόλοιπα Τούρκοι. Και οι Χριστιανοί και οι Τούρκοι είναι Αλβανοί.» (Βλ. Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα…, σελ. 14. 66), εννοώντας προφανώς με το ‘Χριστιανοί’ και ‘Τούρκοι’ χριστιανούς και μουσουλμάνους.

      Τον αλβανικό χαρακτήρα των δύο πόλεων μαρτυρεί και ο Παναγιώτης Αραβαντινός: «Γκιόρτζα ή Κορυτζά, πόλη της Μακεδονίας, η πόλη κατοικείτο από 2000 οικογένειες, σχεδόν όλες οικογένειες Αλβανών..», ενώ για το Αργυρόκαστρο σημειώνει ότι «οικείται ήδη η πόλις αύτη υπό 2000 περίπου οθωμανικών οικογενειών, των πλείστων αλβανικής φυλής, πλουσίων και επιχειρηματιών… και υπό 200 χριστιανικών μικρεμπόρων και τεχνιτών.» (Π. Α. Π., «Χρονογραφία της Ηπείρου», Αθήναι 1856, τόμος Β’, σελ. 18. 41)

      Ο ίδιος ο Αραβαντινός συμπληρώνει αλλού για την Κορυτσά: «Ο πληθυσμός αυτής αναβαίνει στην εποχή ταύτη σε είκοσι χιλιάδας ψυχές, από τις οποίες μόλις το 10% πρεσβεύουν τον μωαμεθανισμό. Οι κάτοικοι τους ανήκουν κυρίως στην αλβανική φυλή, μιλούν την αλβανική γλώσσα ως μητρική, την δε ελληνική περισσότερο ή λιγότερο γνωρίζουν και μιλάνε οι άνδρες γενικά.» (Παναγιώτη Αραβαντινού, «Περιγραφή της Ηπείρου», ΕΠΜ, Ιωάννινα 1984, τόμος Α’, σελ. 52, 114)

      Ας δούμε τι λέει και ο Δασσαρήτης Ηλίας: «Καθ' άπασαν την εκ 40.000 κατοίκων και επέκεινα κατοικουμένην κοιλάδα της Κοριτσάς λαλείται η αρχαϊκωτάτη αλβανική γλώσσα (ιλλιριοπελασγικού στελέχους), της Ινδοευρωπαϊκής των γλωσσών ομοφυλίας, ως εις πλείστα μέρη της Ηπείρου, ένθα και κατά Στράβωνα 'το των Ηπειρωτών γένος δίγλωττον αεί'...» ("Περί της Κοριτσάς" του Ηλία Δασσαρήτου, στο "Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος", τόμ. 5ος, Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Περρή, 1900, σελ. 135)

      Το αυτό επιβεβαιώνει και ο Ζώτος ο Μολοσσός από τη Δρόβιανη στο 'Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου' (τόμος Δ', τεύχος Α', εν Αθήναις, 1878) που εκδόθηκε με την έγκριση του τότε Υπουργείου επί των Στρατιωτικών, όπου και αναγνωρίζει τον αλβανικό χαρακτήρα και πληθυσμό της πόλης και της ευρύτερης περιοχής: «Η κοιλάς της Κορυτσάς είναι ευφορωτάτη εις δημητριακούς καρπούς, έχει νομάς αξιολόγους και ποίμνια πολλά και πληθυσμό της επαρχίας 20.000 ψυχές Τουρκαλβανών, 30.000 χριστιανών Αλβανών, το όλον 50.000...» ενώ σε άλλη σελίδα λέει για την πόλη ότι «...έχει 2000 κτήρια ελληνοαλβανικά με 10.000 ψυχές και 500 τουρκαλβανικά με 3000 ψυχές» όπου με τον όρο 'ελληνοαλβανικά' εννοεί τα σπίτια των χριστιανών ορθοδόξων Αλβανών και με το 'τουρκαλβανικά' εννοεί τα σπίτια των μουσουλμάνων Αλβανών, όπως φαίνεται από τις αναφορές '20.000 ψυχές Τουρκαλβανών' και '30.000 χριστιανών Αλβανών'.

      Διαγραφή
    2. Στη 'Γεωγραφία της Κορυτσάς' λέγεται: «Σύμπαντες οι άνθρωποι, μεγάλοι και μικροί, όσοι ζώσιν εις μίαν πόλιν, κωμόπολιν, κώμην λέγονται κάτοικοι, και αποτελούσι τον πληθυσμόν αυτών. Οι κάτοικοι της Κορυτσάς κατ' αμφότερα τα τμήματα είνε 10.000 και σχεδόν πάντες λαλούσι μίαν και την αυτήν γλώσσα. Η γλώσσα αύτη λέγεται Αλβανική, διότι ομιλούμεν αυτήν ημείς οι Αλβανοί...Οι κάτοικοι της Κορυτσάς δεν έχουσι πάντες και το αυτό θρήσκευμα, ως έχουσι την αυτήν γλώσσα, αλλ' άλλοι μεν είναι Μωαμεθανοί, άλλοι δε χριστιανοί ορθόδοξοι.» (Χ.Καρμίτση, 'Γεωγραφία της Κορυτσάς και της Περιοικίδος, προς Χρήσιν των Κατωτέρων Τάξεων του Αστικού Σχολείου των Αρρένων και του Παρθεναγωγείου', εν Θεσσαλονίκη 1888, σελ. 10-11)

      Ας δούμε τί λέει και η Εγκυκλοπέδια του Ισλάμ: «Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Felix Beaujour, και ο Βρετανός περιηγητής και συνταγματάρχης Leake, γράφοντας και οι δύο την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, περιγράφουν την Κορυτσά ως ένα μέρος με 450 σπίτια και με πληθυσμό 3.000 ψυχών. Μετά από αυτόν τον καιρό η πρόοδος της πόλης προχώρησε γρήγορα. Ο J.G. von Hahn (Albanische Studien, Jena 1854, 55) μίλησε για: 'dem rasch aufbluhenden Gjortscha'. Άλλες πηγές αναφέρουν έναν πληθυσμό 10.000 κατοίκων το 1859. Τη όγδωη δεκαετία του περασμένου αιώνα, ο Σαμί μπέι περιγράφει την πόλη στο 'Kamus al-a'lam' ως ένα μέρος με 18.000 κατοίκους, 757 μαγαζιά, 23 χάνια, δύο τζαμιά, έναν μεντρεσέ, έναν τεκκέ, ένα ιμαρέτ, δύο χαμάμ, έναν πύργο ρολογιού και τέσσερις εκκλησίες. Στα τέλη του αιώνα η πόλη κάηκε σε μια μεγάλη πυρκαγιά. Ξαναχτίστηκε από τον Αχμέτ Εγιούπ Πασά με βάση ένα νέο και μοντέρνο σχέδιο με μεγάλους και φαρδείς δρόμους...Ανάμεσα στο 1887 και το 1902 η Κορυτσά διατηρούσε ένα ιδιαίτερο αλβανικό σχολείο, το πρώτο σχολείο όπου τα μαθήματα δίνονταν στην αλβανική γλώσσα... Γύρω στο 1900, ο Heinrich Gelzer μέτρησε 2.027 σπίτια στην Κορυτσά, από τα οποία τα 1.420 κατοικούνταν από χριστιανούς ορθόδοξους Αλβανούς, τα 102 από Βλάχους και τα 505 από μουσουλμάνους Αλβανούς (Vom Heiligen Berge und aus Makedonien, Leipzig 1904, 200). Άλλες πηγές επίσης αναφέρουν πληθυσμό κατά τα 2/3 χριστιανικό και κατά το 1/3 μουσουλμανικό....Σύμφωνα με μία γαλλική απογραφή του 1916 αριθμούσε 22-23.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 17.779 ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και οι 5.464 ήταν μουσουλμάνοι, όλοι αλβανόφωνοι (Justin Godart, L' Albanie en 1921, Paris 1922, 94)....» (The Encyclopaedia of Islam edited by Sir H. A. R. Gibb, Brill Archive, 1954, p. 266)

      Η Κορυτσά λοιπόν ήταν πληθυσμιακά, στην πλειοψηφία της, αλβανική πόλη. Σύμφωνα με βρετανικό μνημόνιο της 28/1/1919, η Κορυτσά θεωρούνταν κατά κύριο λόγο Αλβανική. (Ν. Petsalis-Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), Θεσσαλονίκη 1978)

      Η ελληνική προπαγάνδα εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Κορυτσάς ήταν στην πλειοψηφία τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και κάποιοι από αυτούς Βλάχοι. Το 1923, η επιτροπή της ΚτΕ σημείωνε πως: «Στην Κορυτσά στην ουσία δεν υπάρχει ελληνόφωνος πληθυσμός και όταν ο Κλεμανσώ έλεγε το 1913 ότι εκεί η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Έλληνες, αυτή η γνώμη, η οποία δεν συνάδει με τα γεγονότα, αντανακλά τη σύγχυση μεταξύ θρησκείας και εθνολογικής κατάστασης. Η σύγχυση αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη στην συζήτηση περί βαλκανικών ζητημάτων, σύμφωνα με την οποία η ορθόδοξη θρησκεία ταυτιζόταν με την ελληνική εθνικότητα.» (Η Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2003, σελ. 28)

      Διαγραφή
    3. Ο Βρετανός συγγραφέας, δάσκαλος και οεριηγητής, Henry Fanshawe Tozer (1829-1916), το 1865 επισκέφτηκε την Αλβανία. Για το Αργυρόκαστρο γράφει ότι: «Η πόλη στην ουσία κατοικείται από Αλβανούς και οι Έλληνες που βρίσκονται εκεί, θεωρούνται ξένοι. Οι γυναίκες εδώ φοράνε ένα άσπρο βέλο ή πετσέτα, τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι, και κρεμασμένο προς τα πίσω.» ενώ στα νότια του Αργυροκάστρου όπως γράφει, υπάρχουν ελληνικά χωριά. (Henry Fanshawe Tozer, Researches in the Highlands of Turkey, Including Visits to Mounts Ida, Athos, Olympus, and Pelion, to the Mirdite Albanians, and Other Remote Tribes, (London: John Murray 1869), Volume 1, Chapter X, pp. 218-233;)

      Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα και αργότερα, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Λουντζερία (περιοχή στα βόρεια του Αργυροκάστρου γνωστή και ως 'Λιντζουριά'), οι περισσότεροι ερχόμενοι μέσω των Ιωαννίνων, περιέγραψαν τους Λουντζεριότες ως ορθόδοξους χριστιανούς που μιλούσαν αλβανικά, και είχαν την αίσθηση ότι, ξεκινώντας από το Δελβινάκι, έμπαιναν σε μία άλλη χώρα. Τα ελληνικά δεν ομιλούνταν όπως σε πιο νότιες περιοχές, ενώ υπήρχαν και διαφορές στον τρόπο ζωής και στα έθιμα των χωριατών.

      «Τα δε χοριά της Λιντζουριάς είναι Αλβανοί χριστιανοί, ομοίως και Ζαγοριάς όλοι χριστιανοί Αλβανοί, αρχίζοντας από Σέπερην, το μεγαλύτερων χορίων της. Η δε Ρίζα περιέχει τα χωριά Πέστανη, Κόδρα, Λέκλη, Λάμποβον, Χόρμοβο, Ερήντι και εξής, Αλβανοί χριστιανοί, ανδρείοι εις τους πολέμους.» (Αθανασίου Ψαλίδα (και Κοσμά Θεσπρωτού), «Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, εξ ανεκδότου χειρογράφου του Κοσμά Θεσπρωτού, με τοπογραφικά σχεδιογραφήματα και γεωγραφικούς χάρτας του ιδίου», προλεγόμενα και σημειώσεις Αθαν. Χ. Παπαχαρίση, Ιωάννινα 1964, σελ. 65;)

      Ο Hobhouse που το 1813 επισκέφτηκε το χωριό Κεστοράτ (Qestorat) της Λουντζερίας, γράφει: «Σε αυτό το μέρος όλα ήταν διαφορετικά σε σχέση με όπως ήταν στα ελληνικά χωριά. Γίναμε αποδέκτες μιας ιδιαίτερης προσοχής και καλοσύνης από το άτομο που μας φιλοξενούσε, αλλά δεν είδα καθόλου στο πρόσωπο του (αν και ήταν χριστιανός) από το τρεμάμενο, μελαγχολικό, ντροπαλό βλέμα των Ελλήνων χωριατών. Το χωριατόσπιτο του ήταν άψογα σοβαντισμένο, και ασβεστομένο, και είχε έναν στάβλο και μικρή αποθήκη στο κάτω πάτωμα, και δύο υπνοδωμάτια στον πάνω όροφο, σε ελαφρώς διαφορετικό στυλ από ό,τι είχαμε δει στην κάτω Αλβανία. Θα μπορούσε σίγουρα να χαρακτηριστεί άνετο και εδώ περάσαμε την καλύτερη νύχτα μας από τότε που ήρθαμε από τα Γιάννενα.» (John Cam Hobhouse, “A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810”, James Cawthorn, London 1813)

      Οι Αθανάσιος Ψαλίδας και Κοσμάς Θεσπρωτός λοιπόν, στις αρχές του 19ου αιώνα, θεωρούσαν τη Λουντζερία (Lunxhëri) και τη Ρίζα (Rrëzë) ως αλβανικές περιοχές που κατοικούνταν από Αλβανούς χριστιανούς ορθόδοξους. Όπως καταγράφει και ο Gilles De Rapper στο 'Better than Muslims, not as good as Greeks.' ('The New Albanian Migration', Sussex Academic Press, pp.173-194, 2005) στις δύο αυτές περιοχές κατοικούν:

      α) Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι - εκτός από το χωριό Erind όπου κατοικούν μουσουλμάνοι - που οι ίδιοι ονομάζουν τους εαυτούς τους Λιντζουριότες (Lunxhot) ή αυτόχθονες (autoktonë) ενώ οι άλλοι τους αποκαλούν χωριάτες (fshatarë),
      β) λίγοι Αλβανοί μουσουλμάνοι που έχουν έρθει από τη Λιαπουριά (Labëri) και που συνήθως οι ντόπιοι τους αποκαλούν μουσουλμάνους, αλλά και
      γ) μερικές οικογένειες Βλάχων που εγκατέστησε στην περιοχή το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, τους οποίους οι ντόπιοι αποκαλούν 'të ardhur' (αυτοί που ήρθαν) ενώ οι ίδιοι αποκαλούν συνήθως τους εαυτούς τους 'çoban' (τσομπάν).

      Διαγραφή
    4. Ας δούμε τί καταγράφει στα κείμενα του ο Ηπειρωτικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος για τη σύσταση του πληθυσμού σε περιοχές του Αργυροκάστρου. Δεν αναφέρει φυλή ή εθνικότητα των κατοίκων, δίνει όμως κάποιες σημαντικές πληροφορίες. Για την περιοχή της Ζαγοριάς (Zagoria) λέγεται: "Εις το τμήμα τούτο επτά μεν χωρία έχουσιν ανά εν ατελές σχολείον, τρία δε έτερα στερούνται πάσης διδασκαλίας λαλουμένη δε γλώσσά εστιν η αλβανική."

      Σε όλα τα χωριά της περιοχής ομιλείται η αλβανική γλώσσα λοιπόν.

      Για τη Λουντζερία (Lunxhëri), 'Τμήμα Λιντζουριάς' όπως το καταφράφει, λένε: "Τα οκτώ χωρία, εξ ών συγκροτείται το τμήμα τούτο, έχουσι πολλούς τους πλουσίους διακρινομένους ιδίως διά την επίδειξιν της πολυτελείας και την οικοδομην μεγαλοπρεπών οικιών, λίαν δε αδιαφόρως έχοντας προς την εκπαίδευσιν των ιδίων τέκνων τούτου ένεκα τα σχολεία αυτών εισι λίαν ατελή και πενιχρά, το δε χωρίον Τρανουσίτσα στερείται παντελώς σχολείου. Αλλ' η εν Κεστοράτη ανεγερθείσα Ζωγράφειος σχολή, ίδρυμα του παρ' ημίν κλεινου γόνου της χώρας ταύτης, κατέστη το σέμνωμα και ο σωστικός φάρος ου μόνον του τμήματος τού του, αλλά και απάσης της επαρχίας το δ' αποπερατούμενον μέγα και ευρύχωρον συσσίτιον θέλει εξασφαλίσει τα άπορα της επαρχίας ταύτης τέκνα. Και εις το τμήμα τούτο εν γένει λαλείται η αλβανική."

      Και στο μεγαλύτερο μέρος λοιπόν της Λουντζερίας/Λιντζουριάς ομιλείται η αλβανική γλώσσα.

      Για τη Ρίζα (Rrëzë), περιοχή γειτονική της Λουντζερίας, καταγράφουν: "Τμήμα Ρίζης. Εις το αλβανόγλωσσον τούτο τμήμα μόνον δύο χωρία, ήτοι το κάτω Λάμποβον και η Ερίνδη, έχουσι σχολείον, τα δε λοιπά εννέα στερούνται τοιούτου. Εις το κάτω Λάμποβον υπάρχει η Ζαππαία σχολή, ίδρυθείσα προ δύο ετών κατά την διαθήκην του αειμνήστου Ευαγγέλη Ζάππα. Η δε Ερίνδη από ενός σχεδόν αιώνος διατηρεί την σχολήν αυτής λίαν φιλοτίμως ο αείμνηστος εκείνος ανήρ και εθνικός απόστολος Κοσμάς, ο όντως και δικαίως παρά των ευγνωμόνων Ηπειρωτών και νύν έτι αποκαλούμενος άγιος, και ούτινος η μνήμη ζωηρά παραδίδοται από γενεάς εις γενεάν των χωρών εκείνων διά τάς εξόχους του ανδρός αρετάς, ίδρυσε περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος την σχολήν ταύτην καταλιπών αυτή και κληροδότημα εκ χιλίων γροσίων. Τρία χωρία εκ των μη εχόντων σχολείον, Γκιάτη, Κακόση και Κάριανη, καθ' o πλησίον αλλήλοις κείμενα, δύνανται δια συνδρομής του Συλλόγου να καταρτίσωσι μίαν σχολήν, τα δε λοιπά εισι πενέστατα και αθλιώτατα, οι δε κάτοικοι πένητες και ρακενδύται και αυτών των ιερέων στερούμενοι, διά τούτο δε και μείζονος προσοχής και μερίμνης άξιοι. Εν τρισί των χωρίων του τμήματος τούτου κατοικούσι και Οθωμανοί." (Ηπειρωτικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, "Επετηρίς", Έτος Α', εν Κωνσταντινουπόλει, 1872-1873, σελ. 68-69)

      Η φτωχή αυτή περιοχή λοιπόν καταγράφεται ως αλβανόγλωσση, ενώ σε τρία χωριά της περιοχής κατοικούν μουσουλμάνοι ('Οθωμανοί' όπως καταγράφονται στο κείμενο). Μάλιστα το σχολείο στο χωριό Erind ιδρύθηκε, όπως λέγεται, από τον καλόγερο Κοσμά τον Αιτωλο, ο οποίος να σημειωθεί ότι, όπως άλλωστε είναι γνωστό, προέτρεπε τους γονείς να διδάσκουν στα παιδιά τους ελληνικά, αλλά και να μη μιλούν οι άνθρωποι τα αρβανίτικα ή τα βλάχικα και να μην τα διδάσκουν στα παιδιά τους.

      Από την άλλη, οθωμανικές πηγές αλλά και αναφορές περιηγητών, αναφέρουν ότι στις αρχές του 19ου αιώνα η κοιλάδα του Δρίνου, γνωστή και ως κάμπος της Δρόπολης, που είναι μία από τις δύο περιοχές όπου σήμερα κατοικεί το μεγαλύτερο ποσοστό της ελληνικής μειονότητας, ανήκε στον μεγαλύτερο βαθμό σε Αλβανούς.

      Διαγραφή
    5. Ο Γάλλος διπλωμάτης και φιλόλογος Auguste Dozon (1822-1890), υπηρέτησε ως Πρόξενος της Γαλλίας στο Βελιγράδι (1854-1863), στο Μόσταρ (1863-1865, 1875-1878), στη Φιλιππούπολη (1865-1869), στα Γιάννενα (1869-1875), στην Κύπρο (1878-1881), και στη Θεσσαλονίκη (1881-1885). Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αλβανική γλώσσα, την οποία ξεκίνησε να μαθαίνει στα Γιάννενα μετά που συναντήθηκε με τον Johann Georg von Hahn και νεαρούς Αλβανούς φοιτητές, στην κάποτε πρωτεύουσα της Αλβανίας (όπως ονόμαζε τα Γιάννενα). Το αποτέλεσμα των ερευνών του στην αλβανική γλώσσα και λαογραφική παράδοση, ιδιαίτερα στην προφορική αλβανική λογοτεχνία, καταγράφεται στα βιβλία του ‘Manuel de la langue chkipe ou albanaise’ [Εγχειρίδιο των Σκιπ ή της αλβανικής γλώσσας], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879, και ‘Contes albanais, recueillis et traduits’ [Αλβανικά λαϊκά παραμύθια, συλλεγόμενα και μεταφρασμένα], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1881.

      Για το Λεσκοβίκι λέει: «Οι μουσουλμάνοι που αποτελούν περισσότερο από τα 5/6 του πληθυσμού του Λεσκοβικίου, σχεδόν όλοι αποκαλούν τους εαυτούς τους μπέηδες…Κάποτε θεωρούνταν πολύ φανατικοί και ήταν μόνο πριν 7 ή 8 χρόνια που επέτρεψαν να χτιστεί μία εκκλησία. Η αίρεση των Μπεκτασίδων έχει διαδοθεί ανάμεσα τους και ο αριθμός των ακολούθων της ανέβηκε στους 60 μέσα σε μερικά χρόνια…Κανένας από τους άντρες δεν αφήνει το σπίτι του χωρίς χωρίς μία ομάδα οπλισμένων σωματοφυλάκων, συνηθισμένο φαινόμενο στις αλβανικές περιοχές όπου οι αιματηρές βεντέτες είναι αρκετά διαδεδομένες.»,

      ενώ για την Κορυτσά λέει: «Λιγότερο από το 1/6 του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι. Αποτελούν περίπου 200 από τα 1.500 συνολικά σπίτια. Υπάρχουν μόνο 2 τζαμιά, ένα από τα οποία είναι πολύ μικρό… Οι χριστιανοί της Κορυτσάς είναι άξιοι θαυμασμού για τις θυσίες που έχουν κάνει να μορφώσουν τους νέους ανθρώπους και να βοηθάνε τους φτωχούς επειδή, όπως οι κάτοικοι (όλων των θρησκειών) άλλων τουρκικών πόλεων, υπόκεινται στους φόρους που η κυβέρνηση και οι υπάλληλοι της τους επιβάλλουν από καιρό σε καιρό, και από τους οποίους δεν μπορούν να ξεφύγουν χωρίς να κερδίσουν την αποδοκιμασία των αρχών…Ο πληθυσμός αυτής της περιοχής, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αλβανικός… Στον περιβάλλοντα χώρο της Κορυτσάς, υπάρχουν μόνο δύο μικρά βουλγάρικα χωριά, και ένας χειμωνιάτικος οικισμός Βλάχων.» (Auguste Dozon, Excursion en Albanie, (report sent to the French Ministry of Foreign Affairs, Department of Consular and Commercial Affairs, in Paris), published in Bulletin de la Société de Géographie, Paris, June 1875 - Translated from the French by Robert Elsie)

      Διαγραφή
    6. O Ελευθέριος Βενιζέλος στις 30/12/1918 διατύπωσε τις ελληνικές διεκδικήσεις. Αυτές αφορούσαν στα εδάφη νοτίως μιας νοητής γραμμής που ξεκινούσε από την Αδριατική, 25 περίπου χλμ. βορείως της Χιμάρας, περνούσε βορείως της Πρεμετής, αφήνοντας τα τμήματα των καζάδων Τεπελενίου και Πρεμετής βορείως του ποταμού Αωού (Vjosë) στην Αλβανία, και συνέχιζε προς βορρά στη Μοσχόπολη (Voskopojë) και τη Μεγάλη Πρέσπα, περιλαμβάνοντας και την Κορυτσά - μια περιοχή κατοικούμενη τότε από 128.000 Έλληνες και 95.000 Αλβανούς, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή που είχε πραγματοποιηθεί από τις οθωμανικές αρχές στην περιοχή το 1908. Από τους Χριστιανούς όμως, μόνο 30.000 με 47.000 είχαν τα ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα. (Wolfgang Stoppel, 'Minderheitenschutz im östlichen Europa', Universität Köln, 2001, σελ. 8)

      «Η (ελληνική) απαίτηση στη νότια Αλβανία (Ήπειρος) στηρίζεται απόλυτα στον ισχυρισμό ότι η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Έλληνες. Οι Έλληνες αριθμούν 120.000 και οι Αλβανοί 80.000. Αλλά ποιοί είναι οι ‘Έλληνες’; Τουλάχιστον τα 5/6 από αυτούς [περίπου το 80%] - αν όχι περισσότεροι - είναι Αλβανοί Χριστιανοί του ορθόδοξου δόγματος, Αλβανοί στην καταγωγή και στη γλώσσα, οι οποίοι επειδή αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, θεωρούνται Έλληνες υπό την έννοια ότι έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική κουλτούρα.» (“The Nineteenth Century and After XIX-XX a Monthly Review”, founded by James Knowles, Vol. LXXXVI, July-December 1919, page 645.)

      Το ίδιο διατυπώνει και ο Βρετανός περιηγητής και συγγραφέας Edmund Spencer στο βιβλίο του ‘Travels in European Turkey, in 1850, through Bosnia, Servia, Bulgaria, Macedonia, Thrace, Albania, and Epirus, with a visit to Greece and the Ionian Isles’ (εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1851) στο μέρος εκείνο του βιβλίου που ονομάζει ‘A journey from Ohrid to Janina’, όπου θεωρεί ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων και των ελληνόφωνων του νότου της Αλβανίας, ήταν στην πραγματικότητα Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι, οι οποίοι επηρεάστηκαν - γλωσσικά και πολιτισμικά - από την ελληνορθόδοξη εκκλησία και την ελληνική κουλτούρα.

      Το ίδιο αναφέρει η εγκυκλοπέδια Britannica το 1910, ότι δηλαδή υπήρχε ένας πληθυσμός Ελλήνων στην Ήπειρο, που όμως δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες (υπονοώντας ότι ήταν πληθυσμός που είχε αφομοιωθεί από τους Έλληνες και ήταν πλέον ελληνόφωνοι): «Υπάρχει ένας αξιόλογος πληθυσμός ελληνόφωνων στην Ήπειρο, οι οποίοι ωστόσο, πρέπει να διαχωριστούν από τους γνήσιους Έλληνες των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας και των πιο νότιων περιοχών. Αυτοί μπορούν να υπολογιστούν γύρω στις 100.000.» (Encyclopedia Britannica, section on Albania, 1910, p. 483)

      Ο Βαρώνος John Cam Hobhouse Broughton, αναφερόμενος όχι μόνο στην Ήπειρο, μας λέει για τους ‘Έλληνες’ που είναι Αλβανοί, Βλάχοι ή Βούλγαροι στην καταγωγή, που στην πραγματικότητα δεν είναι ελληνικής καταγωγής αλλά μέλη της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας και γι’ αυτό αποκαλούνται συνήθως και αυτοί ως ‘Έλληνες’ ή ‘Ρωμαίοι’ (Ρωμιοί). (John Cam Hobhouse, A Journey Through Albania and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 and 1810, (James Cawthorn, London 1813), Vol. II, p. 58)

      Διαγραφή
    7. «Τελικά μία συνθήκη στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1881, με την οποία η οριοθέτηση μιας (συνοριακής) μεθορίου λιγότερο ευνοϊκής για την Ελλάδα, ανατέθηκε σε μία διεθνή επιτροπή…Η Ελλάδα δεν εγκατέλειψε την πρόθεση της να εισβάλει στη νότια Αλβανία μέχρι που μία ναυτική διαμαρτυρία και αποκλεισμός των ακτών της διενεργήθηκε απ’ τις Μεγάλες Δυνάμεις…Έκτοτε η Ελλάδα πραγματοποίησε κάθε πιθανό βήμα ώστε να αποσπάσει τη νότια Αλβανία απ’ την Τουρκία με μία βαθμιαία διείσδυση και εξελληνισμό του πληθυσμού.» (Stavro Skendi, The Albanian national awakening, 1878-1912, Princeton, N.J. : Princeton University Press, 1967, p. 57)

      Ας δούμε την καταγραφή πληθυσμού που πραγματοποιήθηκε από το II Γραφείο του Ελληνικού Επιτελείου το 1913 και δημοσιεύτηκε το 1919. Ενώ ο πληθυσμός της νότιας Αλβανίας (Βόρειας Ηπείρου) κατηγοριοποιείται σε Ελληνες και Αλβανούς, διαπιστώνεται ότι ως ελληνικά έχουν χαρακτηριστεί όλα τα χριστιανικά χωριά ανεξαρτήτως του εάν οι κάτοικοι τους είναι Έλληνες ή Αλβανοί, ανεξαρτήτως αν η μητρική τους γλώσσα είναι ελληνικά ή αλβανικά.

      Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η διεθνής επιτροπή συνόρων που συστήθηκε το 1913 για να εξετάσει τη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας με την Ελλάδα, είχε να αντιμετωπίσει αστεία τεχνάσματα που δημιουργούσαν οι Έλληνες (προσπαθώντας να δείξουν ότι διάφορες περιοχές της Αλβανίας κατοικούνταν από Έλληνες), όπως αυτό που διηγείται ο λοχαγός Leveson Gower: «Η επιτροπή φτάνει το βράδυ σε κάποιο χωριό. Τους πλησιάζει ένας άντρας που μιλάει ελληνικά και ακούν τον ήχο από το χτύπημα μιας καμπάνας. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να βασιστούν σε ένα τόσο 'αδιάψευστο' στοιχείο;...όχι μόνο δεν υπάρχουν Έλληνες στο χωριό αλλά δεν υπάρχει ούτε καν εκκλησία εκεί. Οι Έλληνες έχουν στήσει αυτοσχέδιο καμπαναριό πάνω σ’ένα δέντρο και χτυπάνε την καμπάνα δυνατά για να ξεγελάσουν τους αντιπροσώπους της Ευρώπης.» (Richard Crampton, "The Hollow Detente, Anglo-German Relations in the Balkans 1911-14", London, 1979, p. 128)

      Διαγραφή
    8. Επειδή αναφέρθηκα στις προσπάθειες εξελληνισμού των χριστιανών Αλβανών της Ηπείρου και της νότιας Αλβανίας, ας δούμε δύο μαρτυρίες.

      Ας δούμε τη μαρτυρία του Εκρέμ Μπέη Βλόρα, που επισκέφτηκε το Μπεράτι το 1908: «Παράλληλα με την επίσκεψη μου στο τουρκικό σχολείο ινταντιγιέ, επισκέφτηκα επίσης το κύριο ελληνικό σχολείο. Αυτό μου έδωσε μία ευκαιρία να ελέγξω τις προσπάθειες των σημερινών Ελλήνων να εκπολιτίσουν τους αγροίκους και βάρβαρους Αλβανούς. Ο οδηγός μου ήταν ο Έλληνας Πρόξενος. Το σχολείο είναι σε ένα μεγάλο, αρκετά ρημαγμένο σπίτι στη γειτονιά Mangalem. Είναι το αντίστοιχο του εξατάξιου γυμνάσιου. Επιπλέον, το Μπεράτι έχει οκτώ δημοτικά ελληνικά σχολεία - τέσσερα για αγόρια και τέσσερα για κορίτσια. Το γυμνάσιο λειτουργεί για περισσότερο από τριάντα χρόνια και είναι το πρώτο ίδρυμα του είδους του που έχει χτιστεί στο σαντζάκι του Μπερατίου. Εβδομήντα με ογδόντα αγόρια διδάσκονται εδώ χωρίς δίδακτρα, αφού τα έξοδα καλύπτονται από την Ένωση για τη Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας στην Αθήνα. Οι δάσκαλοι διορίζονται κυρίως από τον μητροπολίτη και πληρώνονται απ’ την Αθήνα. Η εκκλησία έχει επιβάλλει έναν μικρό φόρο στον πληθυσμό, στο επίπεδο των δέκα πιάστρων (δύο κορώνες) ετησίως, τις οποίες συλλέγει ο subashi, συχνά μόνο από τους πλουσιότερους. Είναι για την πληρωμή των μισθών των ιερέων, αλλά το μεγαλύτερο μέρος καταλήγει στο θησαυροφυλάκιο της ελληνικής σχολικής ένωσης στην Αθήνα. Πρέπει να πω ότι η διδασκαλία σε αυτό το σχολείο και στα άλλα κρατικά ελληνικά σχολεία είναι καλύτερη σχεδόν σε όλα από αυτή στο τουρκικό σχολείο. Οι Έλληνες έχουν δουλέψει αφοσιωμένοι επιμελώς για δεκαετίες, ακολουθώντας σταθερούς στόχους, με την πρόθεση αφομοίωσης του πληθυσμού. Οποιοσδήποτε δεν είναι πεπεισμένος από τη δικιά μου ερμηνεία των προθέσεων και των αποτελεσμάτων αυτής της “εκπολιτιστικής και σχολαστικής” δουλειάς, θα έπρεπε να έρθει στο Μπεράτι το απόγευμα, όταν τα παιδιά - όλοι Αλβανοί - φεύγουν από το σχολείο, ενώ τραγουδάνε τον ελληνικό εθνικό ύμνο.» (Ekrem bey Vlora, Aus Berat und vom Tomor: Tagebuchblätter, (Sarajevo: Daniel A. Kajon, 1911), p. 24-54 - Translated from the German by Robert Elsie.)

      Ο Δανός αρχαιολόγος Peter Oluf Brønstedt, οποίος στις 12 Δεκεμβρίου του 1812 επισκέφτηκε την Πρέβεζα, είπε ότι «Κάθε χριστιανός Αλβανός που έχει δεχτεί οποιουδήποτε είδους μόρφωση, καταλαβαίνει τα σημερινά ελληνικά, συχνά καλύτερα απ’ τη μητρική του γλώσσα. Όλη η φιλολογική εκπαίδευση, στα θρησκευτικά και σε άλλα σχολεία, πραγματοποιείται στα νέα ελληνικά, εκτός από μερικές φυλές, που εδώ και μερικούς αιώνες έχουν ασπαστεί το Ισλάμ…» (Peter Oluf Brønstedt, Interview with Ali Pacha of Joanina, in the Autumn of 1812; with Some Particulars of Epirus, and the Albanians of the Present Day, (Edited with an introduction by Jacob Isager), Athens: The Danish Institute at Athens 1999, p. 34-77)

      Διαγραφή
    9. «…Οι χριστιανοί ορθόδοξοι στον αλβανικό νότο, οι οποίοι, μέσω της ελληνικής εκπαίδευσης και της επιρροής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είχαν αποκτήσει μία ελληνική συνείδηση και πολλοί από αυτούς έγιναν πρωτοπόροι στην ενδυνάμωση της ελληνικής κουλτούρας και επίσης ωφέλησαν το ελληνικό κράτος με διάφορους τρόπους. Η επιρροή του ελληνισμού στον Αλβανό Ορθόδοξο ήταν τέτοια που, όταν αναπτύχθηκε η αλβανική εθνική ιδέα, στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ήταν πάρα πολύ μπερδεμένοι όσον αφορά την εθνική τους ταυτότητα. Συνεπώς παρατηρούμε το φαινόμαινο ότι πρωταγωνιστές των δύο εθνικών κινημάτων να έρχονται από το ίδιο χωριό. Για παράδειγμα, το χωριό Qestorat στο Αργυρόκαστρο ήταν ο τόπος γέννησης του γνωστού ευεργέτη Χριστάκη Ζωγράφου (Kristaq Zografi) (1820-1896) και του γιου του Γεωργίου, Υπουργού των Εξωτερικών της Ελλάδας, ηγετικής προσωπικότητας του ελληνικού εθνικού κινήματος και πρώτου γενικού κυβερνήτη της Ηπείρου μετά την απελευθέρωση της το 1913. Το ίδιο χωριό ήταν επίσης τόπος της ηγετικής προσωπικότητας του αλβανικού εθνικού κινήματος Παντελί Σοτίρι (Pandeli Sotiri), που ήταν μαθητής του δασκάλου ελληνικών Κότο Χότζι (Koto Hoxhi). Ο Hoxhi συνήθιζε να διδάσκει την αλβανική γλώσσα μυστικά στους μαθητές του, αυτός είναι ο λόγος που συγκρούστηκε με το ελληνικό προξενείο στα Γιάννενα, όπου στην πραγματικότητα είχε κάνει ένα ατυχές αίτημα για την ίδρυση ενός αλβανικού σχολείου. Στην πραγματικότητα αφορίστηκε από τον Επίσκοπο του Αργυροκάστρου. Ακόμα, εκτός από τον Sotiri, το σχολείο του Qestorat παρήγαγε ακόμα έναν σημαντικό αντιπρόσωπο του αλβανικού εθνικού κινήματος, τον Πέτρο Νίνι Λουαράσι (Petro Nini Luarasi)…Πιστεύω ότι θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, τηρουμένων των αναλογιών, πώς αυτοί οι νεαροί Αλβανοί θα μπορούσαν να είναι τον 19ο αιώνα στα χωριά τους, σπουδάζοντας στα ελληνικά σχολεία αρχικά στα ίδια τους τα χωριά και αργότερα στη Ζοσιμαία Σχολή στα Γιάννενα, και να επηρεάζονται έτσι απ’ την ελληνική κουλτούρα, ένα γεγονός που, σε συνδιασμό με τη χριστιανική ορθόδοξη πολιτισμική παράδοση με την οποία μεγάλωσαν στο σπίτι, τους οδήγησε στον εξελληνισμό…» (Vassilis Nitsiakos, On the Border: Transborder Mobility, Ethnic Groups and Boundaries on the Albanian-Greek frontier, LIT Verlag Münster, Berlin 2010, p. 153-154)

      Διαγραφή
    10. Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα εξελληνισμού της Ηπείρου (και όχι μόνο) και των Αλβανών, από τη Λουντζερία, μέσω της εκκλησίας αυτή τη φορά.

      «Είναι επίσης πολύ καλά γνωστό, σ’ αυτό το μέρος των Βαλκανίων, και πίσω στους οθωμανικούς χρόνους, τα εθνόνυμα ‘Έλληνας’ και ‘Χριστιανός Ορθόδοξος’ ήταν κατά πολύ συνώνυμα, έτσι ώστε ήταν δύσκολο να είσαι χριστιανός και να λες ότι δεν είσαι Έλληνας. Η Λουντζερία (Lunxhëri) αυτής της ασάφειας ή αντίθεσης. Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα και αργότερα, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Λουντζερία, οι περισσότεροι ερχόμενοι μέσω των Ιωαννίνων, περιέγραψαν τους Λουντζεριότες ως ορθόδοξους χριστιανούς που μιλούσαν αλβανικά, και είχαν την αίσθηση ότι, ξεκινώντας από το Δελβινάκι, έμπαιναν σε μία άλλη χώρα, παρόλο που τα πολιτικά σύνορα δεν υπήρχαν τότε. Δεν μιλούσαν ελληνικά, όπως μιλούσαν πιο νότια, υπήρχε μία αλλαγή στον τρόπο ζωής και στα έθιμα των χωριατών… Τα ελληνικά, παρόλα αυτά, χρησιμοποιούνταν στις εκκλησιαστικές ακολουθίες σε όλη τη Λουντζερία, και οι ηλικιωμένες γυναίκες από το χωριό Këllëz έλεγαν ότι ‘εμείς οι γυναίκες δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε ο παπάς’. Επίσης, λέγεται ότι οι νεαροί άντρες που άφηναν τη Λουντζερία στον δρόμο του κουρμπέτ (ξενιτιάς) για την Κωνσταντινούπολη, μιλούσαν μόνο αλβανικά και μάθαιναν τα ελληνικά και τα τούρκικα στην Κωνσταντινούπολη.» (Gilles De Rapper, Better than Muslims, not as good as Greeks: Emigration as experienced and imagined by the Albanian Christians of Lunxhëri, Sussex Academic Press, 2005, p.10-11)

      Αυτός ήταν ο σφιχτός εναγκαλισμός από την ελληνο-ορθόδοξη εκκλησία.

      Διαγραφή
    11. Αξίζει να αναφέρουμε ότι όταν στη Βοστώνη των Η.Π.Α. πέθανε από βαριά γρίπη ένας ορθόδοξος χριστιανός Αλβανός, ο Kristaq Dishnica, μέλος της αλβανικής κοινότητας του Hudson της Μασσαχουσέττης, ένας εκεί Έλληνας ορθόδοξος ιερέας, αρνήθηκε να ψάλει την νεκρώσιμη ακολουθία. Ο λόγος ήταν ότι ο Dishnica ήταν από αυτούς που διεκδικούσαν οι εκκλησιαστικές ακολουθίες για τους χριστιανούς Αλβανούς να γίνονται στην αλβανική γλώσσα. (Constance J.Tarasar, Orthodox America, 1794-1976: development of the Orthodox Church in America, Bavarian State Library, (1975), p. 309)

      Τότε ήταν που ο Φαν Νόλι και μία ομάδα Αλβανών πατριωτών δημιούργησαν στο New England την ανεξάρτητη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας. Ο Νόλι, γεννημένος στα αρβανίτικα χωριά της Ανατολικής Θράκης και πρώτος ιερέας της εκκλησίας αυτής, συγγραφέας, ποιητής, ιστορικός, μουσικολόγος, συνθέτης, εξαιρετικός μεταφραστής κλασσικών έργων (Σαίξπηρ, Ομάρ Καγιάμ κλπ), προσωπικότητα με παγκόσμια αναγνώριση που το έργο του απέσπασε το θαυμασμό των Μπέρναρντ Σω, Τόμας Μαν, Σιμπέλιους και άλλων, κάτοχος δέκα γλωσσών, χειροτονήθηκε ιερέας το 1908 από τον Ρώσο ορθόδοξο επίσκοπο της Αλάσκας στις Η.Π.Α. Έτσι, η πρώτη λειτουργία με το ορθόδοξο τυπικό στην αλβανική γλώσσα, πραγματοποιήθηκε στη Βοστώνη στις 22 Μαρτίου 1908. Το 1921-‘22 μέσω κληρικολαϊκού συνέδριου ο Νόλι ανακήρυξε αυτοκέφαλη την αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία και τέθηκε επικεφαλής της το 1923 ως μητροπολίτης Δυρραχίου. (Stavro Skendi, The Albanian National Awakening 1878-1912, Princeton 1967, σελ. 162-163)

      Να σημειωθεί ότι το πατριαρχείο καθαίρεσε τους συμπρωταγωνιστές της ανεξαρτησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, τον μητροπολίτη Βελεγράδων (Μπεράτ) Βησσαρίωνα Τζοβάνι και τον ιερέα Ατ Βασίλι Μάρκου, τους οποίους αποκατέστησε αργότερα. Ακόμα και μετά το 1990 όμως και ενώ υπήρχαν αξιόλογοι Αλβανοί ορθόδοξοι ιερείς στην Αμερική, ο αρχικά έξαρχος του Πατριαρχείου και στη συνέχεια αρχιεπίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας Αναστάσιος διόρισε Έλληνες επισκόπους και ιερείς, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις. Την ίδια στιγμή η πολύ μικρότερη Ρωμαιο-καθολική Εκκλησία της Αλβανίας αρχικά είχε Ινδό νούντσιο και από το 1992-‘93 Αλβανό προκαθήμενο από την Μιρντίτα (περιοχή της βόρεις Αλβανίας όπου κατοικούν καθολικοί χριστιανοί) και 4 Αλβανούς ή αλβανογενείς επισκόπους, ακόμη και για την μικρή ουνιτική επισκοπή του Νότου (δημιουργήθηκε το 1660 όταν ο ορθόδοξος επίσκοπος προσχώρησε στην Ουνία, ενώ διατηρούνται μέχρι σήμερα πάνω από 3.000 πιστοί). Μετά το 1998 διορίστηκαν τελικά και Αλβανοί επίσκοποι στην αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία.

      Για τους Αλβανούς μετανάστες στις Η.Π.Α. που είχαν προσχωρήσει στην αλβανική εθνική κίνηση, διατείνονταν ο πρόξενος Μοναστηρίου το 1909: «Επίσης την προσοχήν ημών δέον να ελκύση και η Αμερική, εν η ο Αλβανισμός των Ορθοδόξων επετέλεσεν ατυχώς σπουδαίαν πρόοδον…» (Α.Υ.Ε., 1909, Ι’, αρ. 517, Προξενείο Μοναστηρίου προς Υπουργείο Εξωτερικών, Μοναστήρι, 25 Ιουνίου 1909)

      Ο αλβανισμός λοιπόν προχώρησε ατυχώς σύμφωνα με τον Έλληνα πρόξενο, ακριβώς επειδή ο στόχος της Ελλάδας ήταν η αφομοίωση και ο εξελληνισμός του κάθε χριστιανού ορθόδοξου, ανεξαρτήτως της πραγματικής καταγωγής του. Οι ορθόδοξοι ιερείς στήριζαν με τον τρόπο τους όπως είδαμε τις επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης και ήταν κατά της ίδρυσης αλβανικών σχολείων και κατά της εισαγωγής της αλβανικής γλώσσας στις θρησκευτικές εκκλησιαστικές ακολουθίες.

      Ήδη από το 1892, ο Μητροπολίτης Καστοριάς Φιλάρετος απευθυνόμενος σε τμήματα του πληθυσμού της πνευματικής του επικράτειας, καλούσε τους πιστούς να αντιταχθούν στην προσπάθεια για τη σύσταση αλβανικών σχολείων, που ήταν τότε σε εξέλιξη, φτάνοντας ως το σημείο να ισχυριστεί πως η αλβανική γλώσσα ουσιαστικά δεν υφίσταται. (Stavro Skendi, The Albanian National Awakening 1878-1912, Princeton 1967, σελ. 137-138.)

      Αξίζει εδώ να ειπωθεί ότι η Ρωμαιο-καθολική Εκκλησία επέτρεπε στους Αρμπερές της Καλαβρίας την χρήση της αλβανικής γλώσσας κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και των εκκλησιαστικών τους ακολουθιών στο ορθόδοξο τυπικό.

      Διαγραφή
    12. Οι κάτοικοι χωριού στην μητροπολιτική επαρχία Δρυϊνουπόλεως, ζήτησαν από την τοπική οθωμανική αρχή να διδάσκεται η αλβανική γλώσσα αντί της ελληνικής στο σχολείο. Σύντομα το αίτημα τους επικυρώθηκε από το διοικητικό συμβούλιο του καζά Δελβίνου, το οποίο προσυπόγραψε και ο επίτροπος του μητροπολίτη• ο τελευταίος, όντας συνοδικός, απουσίαζε στην Κων/λη. (A.Y.E., 1885, ΑΑΚ, Δ.: Έγγρ. υπ. αρ. 5/11 (23) Αυγούστου του προξένου Αργυροκάστρου προς το υπΕξ.)

      Κι εδώ η αντίδραση του Ελληνικού υπΕξ. ήταν άμεση. Πρώτιστο μέλημα των Ελλήνων στην περιοχή ήταν η «δια της ελληνικής γλώσσης προσηκείωσις του αλβανικού στοιχείου, που συναντάται με το ελληνικό και δεν είναι ενάντιο». Για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, αποδόθηκαν ευθύνες τόσο στον πρόξενο Αργυροκάστρου που δεν είχε διαγνώσει εγκαίρως το πρόβλημα, όσο και στον επίτροπο της μητροπόλεως που θεωρήθηκε ότι υπέγραψε χωρίς να μελετήσει με λεπτομέρεια το σχετικό κείμενο των αιτούντων. Κύριος φόβος των Ελλήνων υπήρξε η ενδεχόμενη υιοθέτηση του αιτήματος από την οθωμανική κυβέρνηση. (Α.Υ.Ε., 1885, ΑΑΚ, Δ: Έγγρ. υπ. αρ. 19/27 Σεπτεμβρίου (9 Οκτωβρίου) του προξένου Αργυροκάστρου προς το υπΕξ.)

      Διαγραφή
    13. Ο προσδιορισμός της Κορυτσάς, ως σημαντικού κέντρου για την προώθηση των σχεδίων των Αλβανών πατριωτών, προκάλεσε την αντίδραση του μητροπολίτη της πόλης καθώς και των μελών της δημογεροντίας που προσανατολίζονταν προς τον Ελληνισμό, παρά τη βλάχικη καταγωγή των περισσοτέρων από αυτούς. Περαιτέρω προχώρησαν και στη σύνταξη μυστικού υπομνήματος προς τοελληνικό υπΕξ. όπου υποδείκνυαν μέσα και τρόπους αντίδρασης απέναντι στους Αλβανούς εθνικιστές. Συγκεκριμένα πρότειναν:

      α) την εγκατάσταση Έλληνα διπλωμάτη στην Κορυτσά, έστω και κατ’ αρχάςμη αναγνωρισμένου από τις οθωμανικές αρχές•
      β) την προσάρτηση εκκλησιαστικώς μερικών χωριών στη μητρόπολη Κορυτσάς•
      γ) τη συγκρότηση μυστικής ολιγομελούς αδελφότητας στην Κορυτσά με ελληνικούς προσανατολισμούς και με μερικά μέλη της που θα λειτουργούσαν ως όργανα της ελληνικής κυβέρνησης•
      δ) τη με οποιοδήποτε τρόπο και μέσα καταστροφή του αλβανικού κέντρου στο Βουκουρέστι.•
      ε) την ενημέρωση της οθωμανικής κυβέρνησης για τις ενέργειες των Αλβανών εθνικιστών, ώστε να καταδιωχθούν τα μέλητης «Drita» στην Κορυτσά και στην Κων/λη•
      στ) την οικονομική αλλά και ηθική ενίσχυση του μητροπολίτη Κοριτσάς και των χριστιανών προκρίτων που ήταν προσανατολισμένοι στο ελληνικό εθνικό ιδεώδες•
      ζ) την επέκταση των δραστηριοτήτων του «Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» και την αποστολή στον αλβανικό χώρο δασκάλων, οι οποίοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ιδέα του κοινού παρελθόντος αλλά και συμφέροντος Ελλήνων και Αλβανών, ανεξαρτήτως θρησκεύματος•
      η) προστασία του βαθύπλουτου Ιωάννη Μπάγκα, που κατοικούσε στην Αθήνα, ώστε να μην επηρεαστεί από τους Αλβανούς εθνικιστές και με τρόπο που η περιουσία του μετά το θάνατο του να περιέλθει στα χέρια των χριστιανών προκρίτων Κορυτσάς με ελληνική συνείδηση. Σε όλα τα παραπάνω σημείωναν τον επείγοντα χαρακτήρα που έπρεπε να πάρουν οι σχετικές ενέργειες. (A.Y.E., 1886, [Β, 33]: Υπόμνημα περί του Αλβανικού ζητήματος. Εν Κορυτσά 1 (13)Σεπτεμβρίου το 1886. Η πατρότητα του υπομνήματος αποδεικνύεται από ιδιόχειρο σημείωμα του μητροπολίτη Κορυτσάς)

      Έγραφε η αλβανική εφημερίδα «Drita» που τυπώνονταν στη Σόφια για τον Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο:

      «Είναι θεοσεβής ο Αρχιερεύς μας, αλλά και Ιησουΐτης τέλειος, νηστεύει πάντοτε αλλά και κινεί κάθε κακοποιό ελατήριο κατά των ατυχών ημών Αλβανών ώστε να ματαιώσει κάθε εθνικό μας σκοπό, ώστε να μας προσηλυτίσει στην ελληνική ιδέα, φροντίζοντας με καταχθόνια μέσα ώστε να κλείσουν τα Αλβανικά μας σχολεία, ώστε να γίνουν έρευνες στον κάθε Αλβανό, αδιαφορώντας για την περαιτέρω τύχη μας και περιορίζοντας μας με πρόστιμα και κατάρες και αφορισμούς να μη μιλάμε την μητρική μας γλώσσα ούτε στον δρόμο, ούτε στις συναναστροφές, ούτε ακόμα και στα ίδια μας τα σπίτια! Παράλογη απαίτηση και παράτολμη αξίωση! Με άλλα λόγια να επιβάλλουμε ακόμα και στους γέροντες γονείς μας, στους παππούδες μας και στους υπόλοιπους ηληκιωμένους συγγενείς μας, να συνδιαλέγονται μαζί μας Ελληνιστί! … Αλλά με πιο δικαίωμα, Σεβασμιώτατε; Τι είστε εσείς και μας επιβάλλεστε με αυτόν τον τρόπο; Μήπως δεν είστε ένας κληρικός, ένας μισθωτός μας για τα χριστιανικά μας καθήκοντα; … Εάν τολμήσουμε να κατηγορήσουμε τη γλώσσα και τον εθνισμό σας, θα μας μισήσετε; Βεβαίως. Τότε με πιο δικαίωμα εσείς κατηγορείτε και καταδιώκετε τη γλώσσα μας και τον εθνισμό μας;» (Εφημερίδα Drita, αρ. φύλλου 74, Α.Υ.Ε. (Αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών) 1906, 64. 3)

      Διαγραφή
    14. Ο εναγκαλισμός των Αλβανών από την ελληνορθόδοξη εκκλησία συνεχίζεται κατά κάποιο τρόπο ακόμα και σήμερα. Με πρωτοβουλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας και με τη στήριξη του Ιδρύματος «Πνοή Αγάπης» της Εκκλησίας της Αλβανίας, λειτουργεί δίγλωσσο ιδιωτικό οκτατάξιο Δημοτικό Σχολείο στο Αργυρόκαστρο, καθώς και άλλα δίγλωσσα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Νηπιαγωγεία, τετρατάξιο Ενιαίο Εκκλησιαστικό Λύκειο, Τεχνικό Λύκειο και ΙΕΚ). Επίσης, δίγλωσσα ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην Κορυτσά (Όμηρος), στα Τίρανα (Αρσάκειο) και στη Χιμάρα, όπου στα παιδιά διδάσκεται η ελληνική ιστορία, οι ελληνικές εθνικές γιορτές, ο ελληνικός εθνικός ύμνος κ.α. Στα σχολεία αυτά δεν φοιτούν μόνο τα παιδιά των Ελλήνων της Αλβανίας, αλλά και Αλβανοί μαθητές.

      Η Ελλάδα ήθελε να αφομοιώσει τους χριστιανούς ορθόδοξους Αλβανούς, ήθελε να τους εξελληνίσει, έτσι ώστε να προσαρτήσει τα εδάφη της Ηπείρου. Ας δούμε τι είχαν πει και τι είχαν γράψει ορισμένοι Έλληνες και ας κρίνουμε την προπαγάνδα τους.

      «…Ο Ελληνισμός συνδεόμενος μετά του Χριστιανισμού αρρήκτως, αντιπροσωπεύεται εν Ηπείρω υπό τε των αλβανογλώσσων και των 77.103 βλαχογλώσσων Χριστιανών…» (Χ. Χρηστοβασίλης, «Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον», Ελληνισμός, τόμος 8ος (1905), σελ. 497-502.)

      Μάλιστα, ο ελληνισμός κατ’ αυτούς αντιπροσωπεύεται από τους αλβανόφωνους και τους βλαχόφωνους χριστιανούς. Ώστε Αλβανοί δεν υπήρχαν κατ’ αυτούς, υπήρχαν μόνο αλβανόφωνοι και βλαχόφωνοι Έλληνες. Συνεχίζουμε.

      «…αν οι εξωμόσαντες Αλβανοί της Ηπείρου διετηρούντο μέχρι τώρα στην πατρώα θρησκεία, ο Ελληνισμός εν Ηπείρω δεν θα είχεν κανένα αντίπαλον σήμερον, εκτός της κρατούσης Αρχής» (Χ. Χρηστοβασίλης, «Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον», Ελληνισμός, τόμος 8ος (1905), σελ. 205-208.)

      Τι θέλει να μας πει εδώ ο ‘ποιητής’; Θέλει να πει ότι αν οι Αλβανοί δεν είχαν γίνει μουσουλμάνοι και παρέμεναν όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι, θα ήταν πιο εύκολο να εξελληνιστούν, αφού το μόνο εμπόδιο δεν θα ήταν η θρησκεία (το Ισλάμ), αλλά μόνο η οθωμανική κυριαρχία (η κρατούσα αρχή). Συνεχίζουμε.

      Διαγραφή
    15. «Πάντοτε δε οι Ορθόδοξοι Αλβανοί ήσαν και θα ώσιν Έλληνες.» (Παύλος Καρολίδης, «Αλβανία και Αλβανοί», Ελληνισμός, τόμος 5ος (1899), σελ. 635-637.)

      Εδώ ο συγκεκριμένος συγγραφέας γίνεται πιο αποκαλυπτικός. Θεωρεί ότι οι ορθόδοξοι Αλβανοί ήταν και θα είναι Έλληνες, άρα με τον τρόπο αυτόν εννοεί ότι η Ελλάδα είχε δικαίωμα να κατέχει τα εδάφη της Ηπείρου (βόρειας και νότιας). Οι ορθόδοξοι Αλβανοί όμως είναι αυτό που λέει και το όνομα τους, είναι Αλβανοί.
      «Οι ορθόδοξοι Αλβανοί είναι Έλληνες, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Ομοίως και οι Τουρκοαλβανοί είναι Τούρκοι.» (Παύλος Καρολίδης, «Οι εν τη Κάτω Ιταλία και Σικελία Ελληνοαλβανοί», Ελληνισμός, τόμος 7ος (1904), σελ. 176-183.)

      Ασφαλώς οι χριστιανοί ορθόδοξοι Αλβανοί δεν είναι Έλληνες αλλά Αλβανοί, όπως επίσης οι μουσουλμάνοι Αλβανοί δεν είναι Τούρκοι αλλά Αλβανοί. Σίγουρα όμως με τα χρόνια πολλοί χριστιανοί ορθόδοξοι Αλβανοί εξελληνίστηκαν και πολλοί μουσουλμάνοι Αλβανοί εκτουρκίστηκαν. ‘Τουρκαλβανοί’ αποκαλούνταν από τους χριστιανούς οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, αλλά αυτό είναι λάθος. Εκείνα τα χρόνια, όποιος ασπαζόταν το Ισλάμ, έλεγαν γι’ αυτόν ότι τούρκεψε. Ασφαλώς, αυτή είναι μία λάθος αντίληψη, καθώς όποιος αλλάζει τη θρησκεία του, δεν σημαίνει ότι αλλάζει και την καταγωγή του. Ο παραπάνω συγγραφέας προφανώς το γνωρίζει αυτό, αλλά χρησιμοποιεί τις διάφορες λέξεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να προβάλλει αυτό που εκείνος θέλει. Θέλει ο συγγραφέας να πει ότι οι ορθόδοξοι Αλβανοί είναι Έλληνες, οπότε δικαιούμαστε να προσαρτήσουμε τα εδάφη τους στην επικράτεια μας.

      «… αλβανική εθνότητα δεν υπάρχει στην Ιστορία, διότι δεν δημιουργήθηκε σ’ αυτή, αλλά υπάρχει αλβανική φυλή, διαιρεμένη σε δύο μεγάλες εθνότητες, την τουρκική και την ελληνική…» (Παύλος Καρολίδης, «Οι εν τη Κάτω Ιταλία και Σικελία Ελληνοαλβανοί», Ελληνισμός, τόμος 7ος (1904), σελ. 176-183.)

      Οι Αλβανοί ανήκουν σε μία εθνότητα, την αλβανική. Κατά τα άλλα, η απάντηση στο απόσπασμα αυτό είναι ίδια με την παραπάνω. Ο σκοπός και οι προθέσεις του συγγραφέα είναι προφανείς.

      Ας δούμε τι έλεγε ο Έλληνας πρόξενος της Αυλώνας το 1901: «Αλλά μη αρκούμενη (η Αυστρία) στις επί των Μωαμεθανών Αλβανών ενέργειες της, αποπειράται να εμσυσήσει τη διαίρεση και διχόνοια και στους δικούς μας ομοεθνείς, διαιρώντας τους σε τρεις κατηγορίες, σ’ αυτές των Ελληνόφωνων, Βλαχόφωνων και Αλβανόφωνων, ενσπείροντας έτσι και περιθάλπουσα μίση και έχθρες, ώστε με αυτό το μέσο να προσελκύσει τις δύο τελευταίες κατηγορίες…» (Α.Υ.Ε., 1901, αακ, αρ. 127, Προξενείο Αυλώνας προς Γενικό Προξενείο Ιωαννίνων, Αυλών, 30 Ιουνίου 1901)

      Μάλιστα, ώστε οι χριστιανοί ορθόδοξοι είναι ομοεθνείς των Ελλήνων σύμφωνα με τον Έλληνα πρόξενο. Όμως η διαίρεση τους σε Έλληνες, Βλάχους και Αλβανούς, είναι μία πραγματικότητα. Τώρα, όπως είπαμε, πράγματι το ‘γίνομαι μουσουλμάνος’ ήταν κάποτε (κακώς) συνώνυμο με το ‘τουρκεύω’, όπως επίσης το ‘Έλληνας’ (και το ‘Γραικός’ και το ‘Ρωμιός’) ήταν συνώνυμο με το χριστιανός ορθόδοξος. Εδώ όμως, είναι προφανές ότι ο Έλληνας πρόξενος, δεν χρησιμοποιεί στην επιστολή του αυτή τον όρο Έλληνας με τη σημασία του χριστιανός, αλλά εννοεί ότι οι Αλβανοί και οι Βλάχοι είναι ελληνικής καταγωγής. Αυτό ή κάτι παρόμοιο εννοεί ο Πρόξενος, θέλοντας έτσι να προβάλλει ότι οι Έλληνες είχαν το δικαίωμα να προσαρτήσουν τα αλβανικά εδάφη. Ασφαλώς, όπως η Αυστρία έκανε προπαγάνδα για τους δικούς της σκοπούς, προπαγάνδα έκανε - και κάνει ακόμα - και η Ελλάδα, αλλά αυτό δεν το λέει ο Έλληνας Πρόξενος.

      Διαγραφή
    16. Ας δούμε και την έκθεση του Προξένου Αργυροκάστρου, Π. Καρυτσινού, προς την Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, σχετικά με την οθωμανική απογραφή στο σαντζάκι Αργυροκάστρου. Οι Οθωμανικές αρχές απάλλαξαν από το καθήκον του απογραφέα κάποιον Αναγνώστη Μουζίνα, επειδή αυτός επέμεινε να καταγραφούν οι Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι ενός χωριού απλώς ως χριστιανοί, ανείκοντες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, και όχι ως Αλβανοί Χριστιανοί. Ο Μουζίνας δηλαδή ήθελε να μην καταγραφεί η καταγωγή των κατοίκων του χωριού. Ο Έλληνας πρόξενος, υπηρετώντας την πολιτική της κυβέρνησης του (σκοπός της οποίας ήταν η αφομοίωση και ο εξελληνισμός των Αλβανών Ορθοδόξων), κατακρίνει την πράξη των Οθωμανικών αρχών να απαλλάξουν τον Μουζίνα. Σύμφωνα με τον Πρόξενο: «…τον Αναγνώστην Μουζίναν, αντικατασταθέντα δι’ ετέρου, διότι, κατά τας πρώτας ημέρας της απογραφής, επέμεινεν, ίνα οι κάτοικοι του αλβανοφώνου χωρίου Μουζίνα, του καζά Δελβίνου, απογραφώσι, κατά την επιδήλωσίν των, ‘Ρουμ - Πατριαρχικοί’ και ουχί ‘Ρουμ - Αρναούτ - Πατριαρχικοί’» και παρακάτω ο Έλληνας Πρόξενος λέει «ολόκληρον το χριστιανικόν στοιχείον του Σαντζακίου Αργυροκάστρου είναι και μένει ενιαίον και αδιαχώριστον, μίαν και μόνην αποτελούν εθνότητα την ελληνικήν.» (Α.Υ.Ε., 1905, αακ ΙΕ’, αρ. 129, Προξενείο Αργυροκάστρου προς Πρεσβείαν Κωνσταντινουπόλεως, Αργυρόκαστρο, 15 Δεκεμβρίου 1905)

      Ασφαλώς, το χριστιανικό στοιχείο του Αργυροκάστρου δεν ήταν ούτε τότε (το 1905) αλλά ούτε και τώρα εξ’ ολοκλήρου ελληνικό, αλλά τα λόγια του Πρόξενου είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα με την ελληνική προπαγάνδα, η οποία έχριζε Έλληνα τον κάθε χριστιανό ορθόδοξο που ζούσε στη νότια Αλβανία.

      Χαρακτηριστικές είναι και οι οδηγίες που έδινε το Υπουργείο Εξωτερικών στον Νομάρχη Κέρκυρας, όταν τον Μάιο του 1911: «Καθ’ όσον αφορά την Αλβανίαν, επειδή εν τη χώρα ταύτη δεν δυνάμεθα να έχωμεν ιδίας βλέψεις, το κύριον ημών μέλημα είναι να εργαζώμεθα αθορύβως και δεξιώς παρά τοις Αλβανοίς ίνα εδραιώσωμεν παρ’ αυτοίς την προς ημάς πεποίθησιν και ότι το μόνον έθνος μετά του οποίου δέον να συμπράξωσι και συνεννοηθώσιν είνε το Ελληνικόν, το οποίον κοινά προς αυτούς έχει τα συμφέροντα.» (Α.Υ.Ε., 1911, 34.1, Υπουργείον Εξωτερικών προς τον Νομάρχην Κερκύρας, Αθήνα, 23 Μαΐου 1911.)

      Αθόρυβα λοιπόν και πολύ προσεκτικά θα έπρεπε να εργάζωνται οι Έλληνες, ώστε να εξελληνίσουν τους Αλβανούς. Αν και δεν αναφέρονται ανοιχτά στον πρόθεση τους για τον εξελληνισμό, παρόλα αυτά αυτό εννοεί, όπως είδαμε και στα παραπάνω αποσπάσματα.

      Διαγραφή
    17. Ας δούμε κάτι που συνέβη μερικούς μήνες πριν. Ο πρόεδρος της οργάνωσης Ομόνοια, Λεωνίδας Παπάς, έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά, όπου του έγραψε τα εξής:

      «Προς
      Αξιότιμο Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος
      κ. Νίκο Κοτζιά

      Κύριε Υπουργέ!
      Με την παρούσα θα ήθελα να εκφράσω την έντονη δυσαρέσκεια μου για ένα θέμα που προέκυψε το τελευταίο διάστημα με την Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Πολλοί συμπατριώτες μας εξέφρασαν την δυσφορία τους για το γεγονός ότι η μετάφραση των (ελληνικών) ονομάτων τους από τα αλβανικά έγγραφα αντιμετωπίζονται ως ξένα, νομιμοποιώντας έτσι την βάρβαρη αλλοίωση των ονομάτων μας που μας έκανε το αλβανικό κράτος.

      Ενδεικτικά σας αναφέρω:

      Ο Λευτέρης που στην Αλβανικά γράφτηκε Lefter πρέπει να μεταφραστεί (σύμφωνα με τη Μεταφραστική Υπηρεσία Λεφτέρ.
      Η Eleni (Ελένη) – πρέπει να γίνει Ελένι.
      Ο Aristidh (Αριστείδης) – πρέπει να γίνει Αριστίδ.
      Ο Sokrat (Σωκράτης) – πρέπει να γίνει Σοκράτ.
      Ο Foti (Φώτιος) – πρέπει να γίνει Φότι.

      Κ. Υπουργέ,
      Αυτό δεν είναι μόνο παράλογο αλλά και αντεθνικό!
      Άλλωστε ο Νόμος 4251/2014, άρθρο 142, δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο της σωστής απόδοσης των ελληνικών ονομάτων αλλά (εφόσον ο ενδιαφερόμενος το επιθυμεί) και τον εξελληνισμό κάποιων παρεμφερή ονομάτων όπως το Gjergji (Γκέργκι) σε Γεώργιος ή Kola (Κόλα) σε Νικόλαος.

      Ευελπιστώντας στη δική σας ευαισθησία, αναμένουμε την παρέμβαση σας για τη διευθέτηση του θέματος.

      Με εκτίμηση!
      Λεωνίδας Παππάς
      Γενικός Πρόεδρος Δ.Ε.Ε.Ε.Μ «ΟΜΟΝΟΙΑ»»

      Ποια είναι η Δ.Ε.Ε.Ε.Μ. Ομόνοια; Η Δημοκρατική Ένωση Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας Ομόνοια ή σκέτο Ομόνοια, είναι ένας πολιτικός και πολιτισμικός οργανισμός της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας. Η οργάνωση ιδρύθηκε το 1991, μετά την κατάρρευση του τότε καθεστώτος, στο χωριό Δερβιτσάνη (Derviçan), από μέλη της εθνικής ελληνικής μειονότητας. Στις βουλευτικές εκλογές του 1991, συμμετείχε ως κόμμα στις αλβανικές βουλευτικές εκλογές, με το όνομα Δημοκρατική Ένωση της Ελληνικής Μειονότητας, κερδίζοντας 5 έδρες στο αλβανικό κοινοβούλιο (250 τότε μελών). Στις εκλογές του 1992 απαγορεύτηκε η συμμετοχή της στις βουλευτικές εκλογές, και έτσι στις επόμενες εκλογές ιδρύθηκε και συμμετείχε το Κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή Κ.Ε.Α.Δ (στα αλβανικά Partia Bashkimi për të Drejtat e Njeriut ή P.B.D.NJ), που εκφράζει ή τουλάχιστον μέχρι πριν μερικά χρόνια εξέφραζε την ελληνική μειονότητα και κάποιες άλλες μικρές μειονότητες.

      Την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015 στους Αγίους Σαράντα, ύστερα από ψηφοφορία των μελών, εκλέχτηκε νέος πρόεδρος της Ομόνοιας ο Λεωνίδας Παππάς από το χωριό Αλύκο των Αγίων Σαράντα.

      Τι είπε λοιπόν ο Παππάς στην επιστολή που έστειλε στον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας; Καταρχάς, αντιλαμβάνομαι το δικαίωμα κάποιου να γράφει όπως επιθυμεί το όνομα του, ως εκ τούτου θα συμφωνήσω σε αυτό το σκέλος με τον Παππά. Μπορώ να αντιληφθώ την αδικία που αισθάνεται κάποιος, όταν θεωρεί ότι αλλοιώνονται τα προσωπικά του στοιχεία. Ωστόσο, θέλω να παραμείνω ιδιαίτερα σε ένα σημείο της επιστολής αυτής, στο σημείο όπου λέει «Άλλωστε ο Νόμος 4251/2014, άρθρο 142, δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο της σωστής απόδοσης των ελληνικών ονομάτων αλλά (εφόσον ο ενδιαφερόμενος το επιθυμεί) και τον εξελληνισμό κάποιων παρεμφερή ονομάτων όπως το Gjergji (Τζέρτζι) σε Γεώργιος ή Kola (Κόλα) σε Νικόλαος.» Αυτή η παράγραφος φανερώνει νομίζω ποιες είναι οι πραγματικές επιδιώξεις της Ομόνοιας και των ελληνικών προσπαθειών, ο εξελληνισμός.
      Ας ξαναγυρίσουμε όμως στις αναφορές των περιηγητών στην Ήπειρο.

      Διαγραφή
    18. Ο Pouqueville λέει για την Πρεμετή: «Η Πρεμετή, στη δυτική ακτή του Αωού, είναι μία εντελώς νέα πόλη και τα τείχη της, τα οποία περικλείουν την κορυφή ενός βράχου πέρα απ’ το ποτάμι, είχα την εντύπωση ότι ανήκαν σε μία από τις ακροπόλεις που κατασκεύασε ο Ιουστινιανός…Οι κάτοικοι αριθμούν 700 οικογένειες, τα δύο τρίτα είναι Τούρκοι, το ένα έκτο χριστιανοί, και το υπόλοιπο ένα έκτο Γύφτοι: οι τελευταίοι, παρόλο που ισχυρίζονται ότι είναι μουσουλμάνοι, γίνονται αποδέκτες απέχθειας από τους πραγματικούς πιστούς και είναι οφειλέτες του κεφαλικού φόρου από κοινού με τους Χριστιανούς. Στην πόλη υπάρχουν 2 εκκλησίες, 2 τζαμιά και ένα όμορφο νέο παλάτι του Αλή των Ιωαννίνων, κατασκευασμένο μέσα σε ένα φρούριο, επιβλητικό στο πέρασμα του Αωού.» (François Pouqueville, Travels in Epirus, Albania, Macedonia, and Thessaly, London: (Sir Richard Phillips and Co.) 1820), p. 7-66; reprinted by James Pettifer in Classic Balkan Travel Series (London: Loizou 1998))

      Ο Αραβαντινός λέει για την Πρεμετή: «Πρεμετή, πόλις της Ηπείρου νέας ιδρύσεως, περί ην σώζονται ερείπια πόλεως τινός, Βυζαντινής οικοδομής. Εκ ταύτης της πόλεως κατήγετο ο αρχηγός της περιδόξου γενεάς του Γκίκα. Οικείται υπό 900 περίπου οικογενειών, των μεν 350 χριστιανικών, των δε λοιπών οθωμανικών.....περιλαμβανούσας 130 περίπου χωρία ενοικούμενα υπό 3100 οικογενειών Αλβανοτούρκων και 1450 χριστιανικών της αυτής φυλής.» (Χρονογραφία της Ηπείρου: των τε ομόρων ελληνικών και ιλλυρικών χωρών, του Παναγιώτη Αραβαντινού, τόμ. 2ος, εν Αθήναις 1857)

      Στην Πρεμετή επομένως - εκτός από δύο ελληνικά και μερικά βλάχικα χωριά - κατοικούσαν Αλβανοί μουσουλμάνοι (οι λεγόμενοι 'Αλβανοτούρκοι') και Αλβανοί χριστιανοί, "της αυτής φυλής" (δηλαδή της ίδιας φυλής) όπως λέει ο Αραβαντινός, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση η έννοια "τούρκος" έχει θρησκευτική σημασία (σημαίνει 'μουσουλμάνος') και όχι εθνική σημασία.

      Ο Αραβαντινός γράφει επίσης ότι η Κλεισούρα, πολύ κοντά στην Πρεμετή, «περιελάμβανε 130 περίπου χωριά, κατοικούμενα από Αλβανότουρκους και χριστιανούς της αυτής φυλής», δηλαδή από μουσουλμάνους και χριστιανούς Αλβανούς. (Χρονογραφία της Ηπείρου: των τε ομόρων ελληνικών και ιλλυρικών χωρών, του Παναγιώτη Αραβαντινού, τόμ. 2ος, εν Αθήναις 1857)

      Διαγραφή
    19. Ο Holland μας λέει για το Τεπελένι: «Το Τεπελένι είναι μικρό και μισοκατεστραμένο, και το σεράι, περιστασιακή κατοικία του βεζύρη, δίνει μόνο κάποια σημασία σε αυτό. Υπάρχει μια δεισιδαιμονία στους κατοίκους εδώ, ότι το μέρος προορίζεται να μην έχει ποτέ παραπάνω από εκατό σπίτια και ότι καθένα που ανεγείρεται πέρα από αυτόν τον αριθμό, καταστρέφεται από κάποια κακοτυχία. Αυτή η πίστη είναι μοναδική σε μία πόλη όπου εύκολα μπορεί να υπολογιστεί διπλάσιος αριθμός. Οι κάτοικοι είναι σχεδόν αποκλειστικά Αλβανοί, μερικοί από τους οποίους από την προτίμηση του Αλί για τη γενέτειρα του και την πεποίθηση του για την αφοσίωση τους σ' αυτόν, έχουν αποκτήσει βαρύτιμα αξιώματα σε διάφορα μέρη της επικράτειας του…» (Henry Holland, "Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c. during the years 1812 and 1813", Longman-Hurst, London, 1815)

      Ο Holland μας λέει για το Λόπεσι και τα χωριά γύρω από το Τεπελένι: «Διασχίζοντας τη Μπέντσα, μισό μίλι απ' το Τεπελένι, περνώντας από μία περίτεχνη γέφυρα με μία μεγάλη αψίδα, πρόσφατα χτισμένη, πήραμε κατεύθυνση προς τα βόρεια ανάμεσα στον Αώο (Βιόσα) και τους πρόποδες του βουνού, ένα μεσοδιάστημα τριών ή τεσσάρων μιλίων που καλύπτεται από την πεδιάδα ή χαμηλούς λοφίσκους. Αυτή η κορυφογραμμή που συνδέεται με αυτήν της κοιλάδας της Μπέντσα, λέγεται εδώ Αργκένικ. Η περιοχή που εκτείνεται προς το ποτάμι, λέγεται Λόπεσι' περιοχή πυκνοκατοικημένη και με αρκετά μεγάλα χωριά, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της έχει πολλές γραφικές τοποθεσίες στην πλαγιά των βουνών. Οι Αλβανοί που κατοικούν εδώ είναι γενναίοι, φιλοπόλεμοι, και δυνατά προσκολημμένοι με το πρόσωπο και τα ενδιαφέροντα του Αλί Πασά. Πριν φύγω από τα Γιάννενα, ο βεζύρης μου μίλησε γι' αυτούς τους ανθρώπους περιέγραφοντας τους ως ανθρώπους αγριωπούς, αλλά παλικάρια και πιστούς. Πέρασε μεγάλο μέρος της νεότητας του ανάμεσα τους και σε αυτούς χρωστάει την ασφάλεια του αυτή την πολυτάραχη περίοδο της ζωής τους.» (Henry Holland, "Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c. during the years 1812 and 1813", Longman-Hurst, London, 1815)

      Διαγραφή
    20. Ο Βρετανός ιστορικός και περιηγητής Thomas Smart Hughes, περιγράφοντας το ταξίδι του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1813, μας λέει για το Τεπελένι: «Το Τεπελένι έχει περίπου 200 σπίτια, με πληθυσμό αποκλειστικά αλβανικό. Δεν έχει αρχιτεκτονικές ομορφιές, αν εξαιρέσουμε το μεγάλο σαράι το οποίο ο Αλή έχτισε πάνω στην οικογενειακή του έπαυλη…» ενώ παρακάτω μας λέει για την Κόνιτσα: «Η Κόνιτσα είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα τυπικής αλβανικής πόλης που είδαμε: τα σπίτια της στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι χωριστά (το ένα από το άλλο), και στις αυλές είναι φυτευμένα δέντρα, μία πολύ χωριτωμένη εμφάνιση δίνεται έτσι στην εξωτερική της όψη. Έχει 5.000 κατοίκους, από τους οποίους τα 2/3 είναι μουσουλμάνοι…Το παζάρι είναι ιδιαίτερα τακτοποιημένο, και γενικότερα οι κατοικίες πολύ καλές, χτισμένες από πέτρα, με όμορφες σκεπές.» (Thomas Smart Hughes, Travels in Sicily, Greece and Albania, volume II. (London: J. Mawman, 1820), chapter x & chapter xi, p. 231-281)

      Η Κόνιτσα (Konicë στα αλβανικά ή Κονίτα στα βλάχικα), είναι μέρος όπου γεννήθηκαν μερικοί σημαντικοί άνθρωποι στην ιστορία της Αλβανίας. Εκεί γεννήθηκε η Χάνκο, μητέρα του Αλή Πασά και κόρη του Ζεϊνέλ μπέη, ο Φαΐκ Κονίτσα (15 Μαρτίου 1875 - 15 Ιανουαρίου 1942), συγγραφέας και πρέσβης της Αλβανίας στην Washington, ο Μεχμέτ Κονίτσα, δύο φορές Υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας, κ.α. Στην Κόνιτσα ζούσαν και χριστιανοί και μουσουλμάνοι Αλβανοί και Βλάχοι. Οι Αλβανοί χριστιανοί ζουν ακόμα στην Κόνιτσα, αν και δεν παραδέχονται ανοιχτά την καταγωγή τους.

      Ο Pouqueville περιγράφοντας την Κόνιτσα, λέει: «Είχε 600 σπίτια, όπου οι μουσουλμάνοι αποτελούν το μεγαλύτερο μισό του πληθυσμού.» (John Cam Hobhouse, A Journey Through Albania and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 and 1810, Vol. I, p. 71)

      Αυτά λοιπόν μας λένε για την Κόνιτσα ο Hughes και ο Pouqueville. Η Κόνιτσα ήταν το κέντρο του Καζά (επαρχίας) της Κόνιτσας που αποτελούνταν από την πόλη και από 35 χωριά, και που διοικητικά ανήκε στο Σαντζάκι Ιωαννίνων. Στην πόλη υπήρχε επίσης μία μεγάλη ζαουίγια (τεκκές), ένα τζαμί που χτίστηκε το 1536 από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, και ένα ελληνικό σχολείο που επαναλειτούργησε μετά τη δολοφονία του Αλή Πασά. Την περίοδο 1830-1867 η Πωγωνιανή κατοικούνταν από 145 οικογένειες, από τις οποίες οι 100 ήταν αλβανικές.

      Διαγραφή
    21. Απ’ την άλλη, στην Τσαμουριά (περιοχή που αντιστοιχεί γεωγραφικά με τα σημερινά όρια του νομού Θεσπρωτίας αλλά και το βόρειο τμήμα του νομού Πρεβέζης) ξεχωρίζουν οι Τσάμηδες αγάδες και γαιοκτήμονες με τις οικογένειες τους, τον 16ο-18ο αιώνα. Η οικογένεια Πρόνιο στην Παραμυθιά, η οικογένεια Τσαπάρι στο Λουαράτι και Μαργαρίτι, οι οικογένειες Ντέμι και Σέικο στους Φιλιάτες, η οικογένεια Νταλιάνι στην Κονίσπολη, η οικογένεια Τάκα, κ.α. Αν και εκπρόσωποι της κεντρικής εξουσίας στην περιοχή, απολάμβαναν εντούτις ένα άτυπο καθεστώς αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Ο γεωγραφικός παράγοντας και η μορφολογία του εδάφους, διαδραμάτισαν και αυτοί τον ρόλο τους, καθώς η περιοχή ήταν απομονωμένη απ’ τα Ιωάννινα, λόγω των οροσειρών που διαχωρίζουν τη Θεσπρωτία από την υπόλοιπη Ήπειρο.

      «Όλη η γη της Παραμυθιάς ανήκει σε μουσουλμάνους», παρατηρεί ο Leake. (W.M. Leake, «Travels in Northern Greece…», London - 1835, τ. Δ', σ. 66.) Ο Pouqueville θα αναφέρει μια σειρά χωριών στην κοιλάδα του Καλαμά που ανήκουν στους αγάδες των Φιλιατών και πολλά τσιφλίκια στην κοιλάδα της Αρπίτσας (Πέρδικα), ιδιοκτησίας των αγάδων του Μαργαριτιού. (F. Pouqueville, «Voyage de la Grece», Παρίσι - 1826, τ. Δ’, σ. 107, 160;)

      Η Παραμυθία (στον νομό Θεσπρωτίας) αναφερόταν ως ‘Αϊντονάτ’ στα οθωμανικά αρχεία (Defter-i mufassal-i liva-i Delvine, nr. 273. 48), ενώ ήδη από τον 16ο αιώνα οι κάτοικοι της είχαν κυρίως αλβανικά ονόματα. Το 1583 μ.Χ. είχε 600 σπίτια και περίπου 4.320 κατοίκους. (Ferit Duka, Fasada bregdetare e Shqipërisë osmane, Studime historike, 2004 (3-4), Tiranë, 2004) Σύμφωνα με τον Γερμανό γεωγράφο Heinrich Kiepert (1818-1899), ο οποίος επισκέφτηκε αρκετές φορές την Οθωμανική Αυτοκρατορία ανάμεσα στα 1840-1890, και με τη βοήθεια των πληροφοριών που πήρε από τον Έλληνα ιστορικό Αραβαντινό, στα τέλη του 18ου αιώνα οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής ήταν αλβανόφωνοι. (H. Kiepert, Ethnographische Karte von Epirus, vorzüglich nach den Angaben von Aravandinos, D. Reimer (Berlin)/ Bibliothèque nationale de France) Την περίοδο 1830-1867 από τις 278 οικογένειες της Παραμυθιάς, οι 180 ήταν αλβανικές.

      Στην Παραμυθία λειτουργούσε ένα ελληνικό γυμνάσιο και ένα παρθεναγωγείο. Τον 17ο αιώνα, όπως λέει ο Εβλιγιά Τσελεμπί, η πόλη υπάγεται στο Σαντζάκι του Δελβίνου και διοικείται από αντιπρόσωπο του Σουλτάνου που κάθε χρόνο έρχεται και εισπράττει 100 ασκιά λάδι για φόρο. Έχει κεχαγιά, φρούραρχο και 70 στρατιώτες. Αργότερα η πόλη πέρασε στην κυριαρχία του Αλή Πασά. Ο Holland και ο Pouqueville που επισκέπτηκαν την περιοχή, μας μεταδίδουν ότι στην πόλη υπήρχαν 5 τζαμιά και μία εκκλησία. Στην πόλη υπήρχαν πεύκα και πλατάνια, κάτω από τα οποία υπήρχαν πηγές νερού, ενώ πολλά από τα σπίτια είχαν μεγάλους κήπους και ήταν ξεχωριστά μεταξύ τους. Ο Pouqueville αναφέρει ότι ο πληθυσμός της πόλης ήταν 3.500 άτομα, στην πλειοψηφία τους Αλβανοί. (François Pouqueville, Voyage en Grèce, (Paris - 1820), vol. 2, p. 128;)

      Διαγραφή
    22. Το Μαργαρίτι (Margëlliç) λέγεται ότι ιδρύθηκε περίπου το 1430 μ.Χ. από τους Ενετούς. Ήταν μια κωμόπολη, κέντρο καζά στο σαντζάκι της Πρέβεζας του βιλαετίου των Ιωαννίνων. Βρίσκεται 50 χιλιόμετρα βορειο-δυτικά της Πρέβεζας, σε μια απόσταση 10 χιλιομέτρων από την ακτή της θάλασσας, σε μία περιοχή που παλαιότερα ονομαζόταν Ελινία. Είχε 3000 κατοίκους, το 90% των οποίων ήταν Αλβανοί μουσουλμάνοι. Ο Καζάς του Μαργαριτίου μαζί με τους ναχιγιέδες της Πάργας και του Φαναρίου αποτελούνταν από 71 χωριά με 25.000 περίπου κατοίκους, οι περισσότεροι Αλβανοί, στο μεγαλύτερο τους ποσοστό μουσουλμάνοι, αλλά και χριστιανοί ορθόδοξοι.

      Σύμφωνα με τη Στατιστική της Ηπείρου του 1895, το Μαργαρίτι είχε 546 σπίτια με 1.153 άνδρες και 1.077 γυναίκες: σύνολο 2.230 κατοικους. Το 1924 είχε 2.600 κατοίκους περίπου. Στην Χρονογραφία Ηπείρου, ο ιστορικός Αραβαντινός αναφέρει ότι το Μαργαρίτι μέχρι το 1815 απαριθμούσε 8.500 κατοίκους, οι οποίοι αποδεκατίστηκαν από λιμό. Τα σπίτια ήταν συνήθως διώροφα ή τριώροφα με βοηθητικούς χώρους (αποθήκες, αποχωρητήρια κ.λπ). Η περιοχή αυτή γενικά ήταν γόνιμη, παρήγαγε σιτηρά, ρίζι, ελιές κ.α. ενώ τα μέρη κοντά στη θάλασσα αντιμετώπιζαν ήπιους χειμώνες. Πάνω από το Μαργαρίτι υπάρχουν τα ερείπια του κάστρου. Το κάστρο άρχισε να κατασκευάζεται από τους Τούρκους το 1549, πάνω στα ερείπια προϋπάρχοντος βυζαντινού κάστου και καταστράφηκε από τους Ενετούς το 1571.

      Στην περιοχή του Μαργαριτίου, οι κάτοικοι για να προμηθεύονται νερό για την τροφοδοσία των ίδιων και των κοπαδιών τους, παλαιότερα είχαν πολλά πηγάδια και βρύσες, διάσπαρτα στην πόλη και στην ύπαιθρο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1600 που πέρασε από το Μαργαρίτι ο Τούρκος περιηγητής Eβλιγιά Τσελεμπί, σημείωσε ότι στο Μαργαρίτι είδε τέσσερις βρύσες με νοστιμότατο νερό, κήπους περιποιημένους και νοστιμότατα σύκα.

      Ο Βρετανός περιηγητής Valentine Chirol που είχε επισκεφτεί το Μαργαρίτι το 1880, μας λέει για τους Αλβανούς της κωμόπολης (και των γύρω περιοχών) ότι σε ενδεχόμενη μελλοντική κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Τσάμηδες είχαν αποφασίσει να υπερασπιστούν την περιοχή τους από μία ενδεχόμενη εισβολή του ελληνικού στρατού:

      «…οι Τσάμηδες ήταν αποφασισμένοι να πολεμίσουν μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματος τους για την τιμή της γης που τους είχε δόσει ο Θεός…» (Valentine Chirol, Twixt Greek and Turk, Edinburgh and London, (W. Blackwood & sons), 1881, chapter 18;)

      O Valentine Chirol επισκέφτηκε τη γειτονική Μαζαρακιά (Mazrrek) και λέει αναφορικά με μία συγκέντρωση επιφανών Τσάμηδων που είχε γίνει εκεί: «Αρκετές εκατοντάδες ορεσίβιοι των οποίων η τάξη και το κύρος θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό μόνο από τα έξοχα πουκάμισα, από τα λαμπερά σακάκια ή από τις μεγάλες τους ζώνες απ’ όπου κρέμονταν πιστόλια και στιλέτα σε αριθμούς δύσκολο να υπολογιστούν.» (Valentine Chirol, Twixt Greek and Turk, Edinburgh and London, (W. Blackwood & sons), 1881, p. 237;)

      Διαγραφή
    23. Οι Φιλιάτες (Filati) βρίσκονται 17 χλμ βορειο-ανατολικά της Ηγουμενίτσας, έχουν έκταση περίπου 965 στρέμματα και το υψόμετρο τους κυμαίνεται από τα 190 έως τα 250 μέτρα. Είναι κτισμένοι σε ένα μικρό οροπέδιο με ευχάριστο φυσικό περιβάλλον, περιβάλλονται από πευκοδάσος, ενώ οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν μπορούν να χαρακτηριστούν ιδανικές. Η πόλη έχει φαρδύς ή στενούς δρόμους με μικρά καλντερίμια, τοπικές διαπλατύνσεις, αδιέξοδα, κ.α. Η σημερινή πολεοδομική μορφή της πόλης, οφείλεται σε γενικές γραμμές στην ιδιαίτερη μορφολογία του εδάφους, αλλά και στην ύπαρξη κτισμάτων από την Οθωμανική περίοδο. Η γύρω περιοχή χαρακτηρίζεται από γεωγραφική ποικιλία, ποτάμια, βουνά, ρέματα και μικρές πεδιάδες. Την εποχή του Αλή Πασά η περιοχή γνώρισε ακμή. Ο François Pouqueville λέει ότι στην περιοχή κατοικούσαν αποκλειστικά Αλβανοί που εντυπωσίαζαν με την ομορφιά τους και Γύφτοι. Το 1821 είχαν 420 σπίτια, 3 τζαμιά, δημόσια λουτρά και μεγάλες δεξαμενές. Αργότερα όμως το χωριό ερημώθηκε από λοιμό, για να εποικισθεί έπειτα από μία μικρή ομάδα Ελλήνων, οι οποίοι το 1875 δημιούργησαν ιδιαίτερη κοινότητα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αραβαντινό, το επίθετο Φίλιος ή Φίλης, επιφανούς οικογένειας του τόπου έδωσε το όνομα σε όλη την περιοχή. Πιο πιθανή είναι η εκδοχή ο Φίλιος να ήταν ο αρχηγός της φάρας των Αλβανών κατοίκων και με την κατάληξη "ατ" έγινε Φιλιάτ, Φιλιάτι, Φιλιάτες. Το Φιλάτι βρίσκεται πάνω στο δρόμο που ένωνε τη Σαγιάδα με τα Γιάννενα και τη Λάρισσα. Ο δρόμος είναι γνωστός από την αρχαιότητα κι αναφέρεται στις εκστρατείες των Ρωμαίων στους πολέμους με τους Μακεδόνες.

      Εκεί που σήμερα βρίσκεται η πάνω πλατεία στους Φιλιάτες, υπήρχε το μεγάλο τζαμί της πόλης το οποίο το γκρέμισαν.

      Ο François Pouqueville, Γάλλος γιατρός και πρόξενος στην Αυλή του Αλή Πασά, είπε για τους κατοίκους των Φιλιατών: «Οι Αλβανοί των Φιλιατών είναι φιλελεύθεροι ή μάλλον αναρχικοί. Είναι χωρισμένοι σε φάρες κι απολαμβάνουν την ευτυχία τους με το δικό τους τρόπο. Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν συναντάει κανείς πληθυσμό τόσο φανταχτερό, τόσο λαμπρό. Η ευρωστία και η υγεία τους ήταν μεγάλα φυσικά χαρίσματα κα αγαθά.» (François Charles Hugues Laurent Pouqueville, Travels in Epirus, Albania, Macedonia, and Thessaly, (London: 1820);)

      Κοντά στους Φιλιάτες βρίσκεται το Κάστρο του χωριού Γαρδίκι, που είναι γνωστό και ως «Πύργος της Μονοβύζας», Βασίλισσας των Ιλλυριών (231 π.Χ.). Ποια ήταν η Μονοβύζα; Υπάρχει ένας θρύλος, ο θρύλος της Μονοβύζας, η οποία είχε μόνο ένα μεγάλο βυζί που το έριχνε πίσω στην πλάτη της, και «προξένησε πολλά κακά στον τόπο», όταν ο γιος της σκοτώθηκε προσπαθώντας να καταλάβει την περιοχή. Υπάρχουν διάφορετικές παραλλαγές του θρύλου αυτού, όπου σε κάθε παραλλαγή η περιοχή που καταλαμβάνεται ή καταστρέφεται είναι διαφορετική. Στη συγκεκριμένη παραλλαγή του θρύλου, στο κάστρο αυτό βασίλευε η ΜΟΝΟΒΥΖΑ. Σε μία μάχη έξω από τα τείχη του Κάστρου στην οποία ηγούνταν ο γιός της Μονοβύζας, πληγώθηκε και συνελήφθη ζωντανός στον κάμπο κάτω από το κάστρο, και στη συνέχεια τον σκότωσαν. Εδώ λοιπόν με την Μονοβύζα εννοείται η Ιλλυριά βασίλισα Τεούτα (Teuta), η οποία κατέλαβε τη Φοινίκη το 231 π.Χ. Το κάστρο του Γαρδικίου και το μικρό χωριό που ήταν μέσα, καταστράφηκε ολοσχερώς από τον Ρωμαίο Στρατηγό Αιμίλιο Παύλο Β” περί το 167 π.χ. μαζί με τα κάστρα από τις γύρω περιοχές, σε αντίποινα της καταστροφής που είχε προξενήσει ο Βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου κατά την εκστρατεία του στην Ιταλία, όπως λέει και ο Pouqueville, επειδή ο Πύρρος από το σημείο εκείνο συνέταξε τα στρατεύματά του και εξόρμησε για την Ιταλία και επειδή λέγεται ότι σ’ αυτό το κάστρο ο Πύρρος έκρυβε τους θησαυρούς του.

      Διαγραφή
    24. Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, αναφερόμενος στην Αλβανία και στα όρια της, - αν και αργότερα μετέβαλε την άποψη του - είπε: «…Όρια και γεωγραφική διάπηξις. Η δε Αλβανία (το ποτέ Ιλλυρικόν και Ήπειρος) συνορεύει ανατολικά με την κάτω Μακεδονίαν και Θεσσαλίαν. Βόρεια με την Μπόσναν και Σερβίαν. Δυτικά με το Ιόνιον Πέλαγος και μεσημβινά με τον Αμβρακικόν κόλπον. Η δε των υψηλών βουνών της, από την Ραγούζαν έως το Ζητούνι, της είναι σύνορον της στεριάς επιτηδειότατον, σαν το μακρόν τείχος της Κίνας. Ο τόπος της σχεδόν όλος βουνώδης. Πλην έχει και ανάμεσα τόπους πεδινούς ευφορώτατους, καθώς η πεδιάδα της Τζαμουριάς, του Φαναρίου, ήγουν περί την Αχερουσίαν λίμνην, όπου και πολύ ρύζι γίνεται, του Δελβίνου, Αργυροκάστρου, Κορυτζάς, Αλμπασανιού, Σκόδρας, Δίμπρας και εξής…Η Αλβανία τον παλαιόν καιρόν εσύσταινε δύο τοπαρχίας ή βασίλεια, το της Ηπείρου και του Ιλλυρικού. Και το μεν της Ηπείρου περιείχε τας ακολούθους επαρχίας: την των Ιωαννίνων, της Κονίτζης, της Πωγωνιανής, του Αργυροκάστρου, του Δελβίνου, της Παραμυθίας και της Αυλώνος. Το δε του Ιλλυρικού περιείχε τους πέραν του ποταμού Βιώσης τόπους, δηλαδή το Ταγκλί, την Κολόνιαν, Γκιόρτζιαν, Όχριν, την άνω και κάτω Δίμπραν (η Όχρη και Δίμπρα ελέγετο και κάτω Μακεδονία), το Σκραπάρι, την Δεσνίτζαν, την Τοσκηριάν, το Μπεράτι, το Αλμπασάνι, την Κρούϊαν, την Τυράνναν, Καβάγιαν, το Δουρράτζο (Δυρράχιον), την Σκόδραν, το Δουλτζίνο, και όλην την Ερτζεγοβίναν μαζί με το Μαυροβούνι, Ραγούζαν και Μπόσναν. Οι εγκάτοικοι δέ τούτων των τόπων…» (Παπαχαρίσης, Α., Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, Ιωάννινα 1964, σελ. 49-50)

      Ο Ψαλίδας αναφέρει λοιπόν ως πόλεις και περιοχές της Αλβανίας τις εξείς: Δέλβινο (Delvinë), Αργυρόκαστρο (Gjirokastër), Κορυτσά (Korçë), Ελμπασάν (Elbasan), Σκόδρα (Shkodër), Μπεράτι (Berat), Κρούγια (Krujë), Τίρανα (Tiranë), Καβάγια (Kavajë), Δυρράχιο (Durrës), Αυλώνα (Vlorë), Κολόνια (Kolonjë), Σκραπάρ (Skrapar) και Τοσκαρία (Toskëri), που σήμερα βρίσκονται εντός των συνόρων της Αλβανίας, συνεχίζει αναφέροντας τα Ιωάννινα (Janinë), την Κόνιτσα (Konicë), την Πωγωνιανή και την περιοχή ως την Πίνδο, την Παραμυθιά (Paramithi), το Φανάρι (Frar), την Πρέβεζα (Prevezë) και την Τσαμουριά (Camëri) ως τον Αμβρακικό κόλπο (σήμερα εντός των συνόρων της Ελλάδας), την Οχρίδα (Ohër) και την Ντίμπρα (Dibër) που σήμερα βρίσκονται εντός της Π.Γ.Δ.Μ., το Ουλτσίν (Ulqin) και το Τίβαρ (Tivar) που σήμερα είναι εντός του Ματροβουνίου κ.α.

      Διαγραφή
    25. Αξίζει να πούμε, ότι ορισμένοι (όχι όλοι) από αυτούς τους περιηγητές που αναφέρω, είναι φιλέλληνες. Για παράδειγμα ο Πουκεβίλ το 1799 οδηγήθηκε δέσμιος στην Κωνσταντινούπολη, όπου κρατήθηκε στις φυλακές Επταπυργίου για δυο χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1801. Στο διάστημα αυτό ο Πουκεβίλ έμαθε την ελληνική γλώσσα και συνέγραψε το πεντάτομο έργο του «Voyage en Moree, a Constantinople, en Albanie et dans plusiers autres parties de l’ empire ottoman» (Ταξίδι στο Μοριά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλβανία και σε πολλά άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας), που εκδόθηκε το 1805 στο Παρίσι. Με το έργο του αυτό, έδωσε νέα δύναμη στο πνεύμα του Φιλελληνισμού που εκείνο τον καιρό είχε αναπτυχθεί σε όλη την Ευρώπη. Το γεγονός ότι στο κείμενό του δεν περιορίστηκε μόνο σε περιγραφές των χωρών αλλά αναφέρθηκε και σε πολιτικά ζητήματα της Ανατολής, στάθηκε η αφορμή να διοριστεί από τον Ναπολέοντα επίσημος διπλωματικός εκπρόσωπος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Στα Ιωάννινα ο Pouqueville έμεινε δέκα χρόνια (1805-1815).

      Ο Άγγλος συνταγματάρχης Martin Leake, αν και δεν θεωρείται φιλέλληνας, ωστόσο δεν μπορεί να κατηγορηθεί για φιλοαλβανική προπαγάνδα.

      Ο George Finlay, που έγραψε για την επανάσταση του 1821, έχει κατηγορηθεί από τους Έλληνες ιστορικούς και ερευνητές ότι γενικά ήταν εμπαθής απέναντι στους Έλληνες. Ο ίδιος όμως ο Φίνλεϋ – ο οποίος πρέπει να πούμε ότι γνώρισε από κοντά πολλούς από τους ‘πρωταγωνιστές’ των γεγονότων που κατέγραψε, αλλά και πολέμησε σε ορισμένες περιπτώσεις ως εθελοντής - είπε για την ιστορία που κατέγραψε: «Κρίνατέ την αυστηρώς. Δεν είναι άξια αβρότητος, διότι είναι ψυχρά και τραχεία καθώς το έργον απογοητευμένου ανθρώπου… Απελπισθείς ότι θα εξυπηρέτουν κατ’ άλλον τρόπον τον Ελληνικόν λαόν, έγινα ο ιστορικός του…» (Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Φιλολογική επιμέλεια: Άγγελος Μαντάς, εκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2008;)

      Ο Φίνλεϋ δηλαδή ήταν ‘εμπαθής’ για τον ίδιο λόγο που έγιναν εμπαθής και πολλοί άλλοι φιλέλληνες και μη. Ήρθε στην Ελλάδα ενθουσιασμένος για των αγώνα του 1821, περιμένοντας να βρει ανθρώπους άξιους της ιστορίας και του παρελθόντος του, αλλά απογοητεύτηκε από αυτά που είδε: έριδες μεταξύ των επαναστατών, εγωισμοί, εμπάθειες, κακία, κερδοσκοπία, φιλαρχία, φιλοχρηματία, ιδιοτέλεια, δειλία, ανηθικότητα, συναλλαγές με τους Τούρκους, ληστρικές επιδρομές πολλών αγωνιστών,τη ληστρική στάση των Σουλιοτών, κ.α. Περιγράφει π.χ. τις ληστρικές επιδρομές των Υδραίων στη Χίο, όπου βιάζαν κι έσφαζαν Ελληνίδες κι έκλεβαν τα ζώα των κατοίκων, την ώρα που ο τουρκικός στόλος επερχόταν! Περιγράφει για τους κλέφτες του Πηλίου, οι οποίοι κυνηγημένοι απ’ τους Τούρκους κατέφυγαν στη Σκιάθο και εκεί ρήμαξαν τον τόπο αρπάζοντας τις περιουσίες των ομοθρήσκων τους! Περιγράφει ακόμα και τον Κολοκοτρώνη να αναβάλει την επίθεση για την κατάληψη της Τριπολιτσάς, διαπραγματευόμενος περισσότερα λύτρα απ’ τους πολιορκημένους και μετά να κλέβει και να καίει τα γύρω ελληνικά χωριά για να εξασφαλίσει λάφυρα στους στρατιώτες του! Περιγράφει τον Υδραίϊκο στόλο να μη βγαίνει για επιχειρήσεις αν δεν προπληρώνονταν απ’ το εθνικό ταμείο τα πληρώματα για 15 μέρες!

      Γράφει για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο: «Επεδίωκε το ίδιον συμφέρον του, χωρίς να υποτάσσεται εις χαλινόν τινα καθήκοντος, ηθικής ή θρησκείας. Ο χαρακτήρ του ήτο κράμα εκ των χειρίστων κακιών των Ελλήνων και Αλβανών. Ήτο κίβδηλος όσον ο δολερώτερος Ελλην και φιλέκδικος όσον ο πλέον αιμοδιψής Αλβανός. Είχε προσέτι άκραν φιλαργυρίαν, καθολικήν δυσπιστίαν και θηριώδη σκληρότητα.»

      Περιγράφει την προδοτική στάση των καλογέρων του Αγίου Ορους, τον κομματισμό πολλών αγωνιστών και τις εμφύλιες εριδες μεταξύ τους, περιγράφει τη στάση των Αρβανιτών αλλά και πόσο εύκολα άλλαζαν κάθε λίγο και λιγάκι στρατόπεδο, κ.α. Στην ουσία ο Φίνλεϋ, χωρίς να είναι αλάθητος στο έργο του, περιγράφει – ίσως με υπερβολικό τρόπο – τα όσα έχουν περιγράψει στα απομνημονεύματα τους και οι ίδιοι οι αγωνιστές του 1821, αλλά και άλλοι ιστορικοί, ερευνητές, και περιηγητές της εποχής εκείνης, και δεν γράφει ψευδή ιστορικά γεγονότα.

      Διαγραφή
    26. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα πλήρωνε μέσω μυστικών κονδυλίων διάφορους περιηγητές, δημοσιογράφους και ιστορικούς, ώστε αυτοί να γράφουν άρθρα αλλά ακόμα και ολόκληρα βιβλία, που να υποστηρίζουν τις ελληνικές θέσεις πάνω σε διάφορα θέματα, όπως για παράδειγμα στο θέμα των Ελλήνων της Αλβανίας. Ένας από αυτούς ήταν ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος - και φιλέλληνας με το αζημίωτο - Rene Puaux, ο οποίος έγραψε το βιβλίο ‘La Malheureuse Epire’ (σημαίνει ‘Η δυστυχισμένη Ήπειρος’) που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1914. Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον καθηγητή Αχιλλέα Λαζάρου, και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τροχαλία με τίτλο ‘Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος (Οδοιπορικό 1913, απελευθέρωση, αυτονομία)’. Ο τίτλος στην ελληνική μετάφραση είναι λοιπόν διαφορετικός, ώστε να ακούγεται περισσότερο ευχάριστα στα εθνικά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Ορισμένοι άλλοι ήταν οι Michel Paillares, Gaston Deschamps και άλλοι. (Δημήτριος Κιτσίκης, Ελλάς και ξένοι 1919-1967: Από τα αρχεία του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, Εστία, 1977)

      Μία σχετική είδηση για την προπαγάνδα που έγραφε (κατώπιν πληρωμής) ο Ρενέ Πυώ, δημοσίευσε η εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 3/6/2007. Παραθέτω τη δημοσίευση έτσι ακριβώς δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα:

      «ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΠΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.
      Μυστικά κονδύλια φανερά άρθρα……..

      Η εξαγορά ξένων δημοσιογράφων και συγγραφέων με «μυστικά κονδύλια» του ΥΠΕΞ για την υποστήριξη των εθνικών μας δικαίων. Οι «μαρτυρίες» αυτών των «φιλελλήνων» (Rene Puaux …) ανακυκλώθηκαν αργότερα για εσωτερική χρήση, αποτελώντας πλέον συστατικό στοιχείο της εθνικής μας μυθολογίας. …».
      (Κυρ.Ελευθεροτυπία - 03/06/2007)

      Το 1901 τυπώθηκε στην Αθήνα από το τυπογραφείο του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατά μετάφραση εκ του γερμανικού από τον ίλαρχο Ευγένιο Ρίζο Ραγκαβή, το βιβλίο του Αυστριακού αντιστράτηγου και Ιππότη του «Τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ», Αντωνίου Τούμα φον Βάλδκαμπφ με τίτλο «Ελλάς, Μακεδονία και Νότιος Αλβανία, ήτοι η Μεσημβρινή Ελληνική Χερσόνησος». Και το βιβλίο αυτό, τυπωμένο σε ελληνική μετάφραση από το Υπουργείο Στρατιωτικών Ελλάδας, είναι ένα από τα αγαπημένα βιβλία των Ελλήνων ‘αλβανοφάγων’ εθνικιστών και των με το μυαλό τους ‘απελευθερωτών’ της Βορείου Ηπείρου.

      Διαγραφή
    27. Επίσης, όπως φαίνεται, μέρος των Ελλήνων της Αλβανίας, μετανάστευσαν εκεί από νοτιότερα μετά τον 18ο αιώνα και δεν έχουν σχέση με τους αρχαίους Έλληνες της Ιλλυρίας. Αυτό άλλωστε το μαρτυράει η πλήρης ανυπαρξία ιχνών αρχαιοελληνικής γλώσσας στην περιοχή - όπως στη γλώσσα των Ποντίων για παράδειγμα - εκτός από την περιοχή της Χιμάρας (όπου οι δίγλωσσοι κάτοικοι της χρησιμοποιούν ένα ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα που μοιάζει πολύ με τα ελληνικά που μιλούσαν στην Κέρκυρα, στη Μάνη και σε διάφορα άλλα ελληνικά νησιά). Πληροφορίες για την εγκατάσταση ελληνικών πληθυσμών στην Ήπειρο - και ειδικά στον κάμπο της Δρόπολης - υπάρχουν στο Χρονικό της Δρόπολης, που εξέδoσε ο Γάλλος γιατρός, περιηγητής και διπλωμάτης, François Pouqueville.

      Στην Τσαμουριά πάντως κατοικούσαν σε μεγάλο ποσοστό μουσουλμάνοι και χριστιανοί Αλβανοί (Τσάμηδες), όπως λέγεται και στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπέδια. (Πυρσός, Αθήνα 1933)

      Άρα λοιπόν η ιδανική εικόνα μια ελληνικής Βορείας Ηπείρου που την εξαλβάνισαν οι κακοί Αλβανοί μετά το 1914 με τη δημιουργία του αλβανικού κράτους, είναι μια εθνική νεοελληνική φαντασίωση!!!

      Διαγραφή
  2. Οι Χιμαριότες είναι δίγλωσσοι, και όχι αποκλειστικά ελληνόφωνοι, και η περιοχή τους δεν συμπεριλαμβάνεται στην λεγόμενη μειονοτική ζώνη. Οι Αλβανοί της Χιμάρας την ελληνική γλώσσα την έμαθαν κυρίως χάρη της εντατικής επικοινωνίας και θρησκευτικής-στρατιωτικής συμμαχίας με την Ελλάδα και ξεχωριστά με το νησί της Κέρκυρας (και όχι μόνο). Εκεί τα παιδιά τους εκπαιδεύονταν στα σχολεία και οι οικογένειες τους προστατεύονταν και η περιουσία τους έβγαινε από το εμπόριο. Κοιτάξτε τη γράφει ο πατέρας Giuseppe Schirò – στα αλβανικά Zef Skiroi – το έτος 1720: «Η περιοχή της Χιμάρας έπαθε δύο καταστροφές από την πανούκλα και από την ισχυρή επίθεση του Τούρκων, γιατί οι Αλβανοί της χιμαριότικης ακτής είχαν βοηθήσει στην προστασία της Κέρκυρας πολεμώντας πλάι στους Κερκυραίους.»

    Είναι οι Χιμαριότες απόγονοι Σπαρτιωτών αποίκων από την περιοχή της Μάνης; Οι διάλεκτοι των δύο περιοχών μοιάζουν, έχουν όμως και διαφορές.

    Ο Μ.Δένδιας θεωρεί ότι οι Χιμαριότες είναι ντόπιοι και δεν σχετίζονται με αποίκους από τη Μάνη. «Πιθανώτερον όθεν οι μεν Χιμαριώται να είναι αρχαίων ή μεσαιωνικών εκεί πληθυσμών απόγονοι.» (Μ.Δένδιας, «Απουλία και Χιμάρα. Γλωσσικαί και ιστορικαί σχέσεις των ελληνικών αυτών πληθυσμών.», Αθηνά – 1926, σελ. 76.)

    Ο Δένδιας στηρίζεται στο γεγονός της μη ύπαρξης ειδικών ισογλώσσων ανάμεσα σε Μάνη και Χιμάρα, αλλά και στο ότι όπως λέει «Πιθανώτερον…η δε παράδοσις να επήγασεν εξ ομοιότητος, ην παρουσίαζεν, ιδίως απέναντι των Τούρκων, η κατάστασις των Χιμαριωτών προς εκείνην της Μάνης.» (Μ.Δένδιας, «Απουλία και Χιμάρα. Γλωσσικαί και ιστορικαί σχέσεις των ελληνικών αυτών πληθυσμών.», Αθηνά – 1926, σελ. 76.)

    Ο Δ.Βαγιακάκος, παραμένει επιφυλακτικός σχετικά με μια πιθανή εγκατάσταση Μανιατών στη Χιμάρα: «Διά την επαλήθευσιν της παραδόσεως δεν έχουμεν βεβαίως ιστορικάς αποδείξεις.» (Βαγιακάκος, Δ., «Συμβολή εις την μελέτην του γλωσσικού ιδιώματος της Χιμάρας Βορείου Ηπείρου.», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Επιστημονικού Συνεδρίου «Βόρειος Ήπειρος – Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός» (Κόνιτσα 1987), Αθήνα : Ι.Μ. Δρυινουπόλεως-Πωγωνιανής και Κονίτσης – Πανελλήνιος Σύνδεσμος Β/ηπειρωτικού Αγώνος, σελ. 333)

    Υπάρχει όντως σχέση των Χιμαριοτών με τους Μανιάτες, ή πρόκειται για μία επινοημένη παράδοση, με στόχο, όπως λέει ο Hobsbawm, «τη συνέχεια με ένα ταιριαστό ιστορικό παρελθόν;» [Hobsbawm, E. & Ranger, T., “The Invention of Tradition.”, Cambridge University Press, 1983, σελ. 7;]

    Θυμίζουμε ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκε το «Χρονικόν της Δρυοπίδος», ένα λόγιο κατασκεύασμα, που εξυπηρετούσε και αυτό την ανάγκη και την προσδοκία των Δροπολιτών να αποκτήσουν άμεση σχέση με την αρχαία Ελλάδα, και μάλιστα με την Αττική:

    «Ο ευφάνταστος συντάκτης του Χρονικού … παρετυμολογεί και αξαρχαΐζει δεκάδας τοπωνυμίων της βόρειας Ηπείρου, διά να εφεύρη ηγεμόνας και οικιστάς πόλεων, κωμοπόλεων και φρουρίων, φιλοδοξεί δε να συνδέση την ιστορίαν του τόπου του με τα ενδοξότερα ονόματα της αρχαιότητος. Δεν πρόκειται καν περί λαϊκών παραδόσεων, αλλά περί ιστορικού μυθιστορήματος λογίας κατασκευής.» (Βρανούσης, Λ., «Χρονικά της Μεσαιωνικής και Τουρκοκρατούμενης Ηπείρου – Εκδόσεις και χειρόγραφα.» Ιωάννινα 1962: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, σελ. 119; και Βερνίκος, Ν. & Δασκαλοπούλου, Σ., «Στις απαρχές της νεοελληνικής ιδεολογίας. Το χρονικό της Δρόπολης.» Αθήνα 1999: Αφοί Τολίδη.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το ελληνικό ιδίωμα της Χιμάρας δεν συγκεντρώνει χαρακτηριστικά ειδικής ή αποκλειστικής συγγένειας με κανένα απó τα υπόλοιπα νεοελληνικά ιδιώματα, που να δικαιολογούν την προέλευσή του από μια και μόνο συγκεκριμένη περιοχή (π.χ. Μάνη κτλ.), αλλά έχει τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά, παρά τις όποιες ομοιότητες. Επίσης, στη Μάνη δεν υπάρχουν τοπωνύμια με καταλήξεις σε –έος ή –έο όπως στη Χιμάρα. Αντίστοιχα στη Χιμάρα δεν συναντούνται επίθετα με καταλήξεις –άκος ή –έας, όπως στη Μάνη. Ας δούμε όμως τι επίθετα συναντούνται και τι σημαίνει αυτό.

      «Εξαιτίας της γεωγραφικής τους απομόνωσης, της δυσκολίας στο εμπόριο με την αλβανική ενδοχώρα και την πίεση που δέχτηκαν από την οθωμανική διοίκηση, συνήθισαν να θεωρούν την Ελλάδα ως φυσικό προστάτη τους. Ειδικά η Κέρκυρα επειδή ήταν αρκετά προσβάσιμη, λόγω της γεωγραφικής γειτνίασης, ήταν αρκετά ελκυστική σε αυτούς, καθώς όλο και περισσότερες Χιμαριότικες οικογένειες έστελναν τα παιδιά τους να σπουδάσουν σε σχολεία σ’ αυτό το νησί και εμπόρους να κάνουν εμπόριο με τον τοπικό πληθυσμό. Η ελληνική διάλεκτος που αυτή τη στιγμή ομιλούν στη Χιμάρα και σε μερικά παρακείμενα χωριά, φαίνεται ότι έχει άμεση σχέση με την ελληνική διάλεκτο που μιλούσαν στην Κέρκυρα και πολλοί εθνολόγοι έχουν κάνει λόγο για το πώς οι Χιμαριότες κάνουν χρήση της αλβανικής για ιδιαίτερους τελετουργικούς σκοπούς. Γλωσσολόγοι που έχουν ερευνήσει την αλβανική διάλεκτο που ομιλείται στη Χιμάρα, έχουν βρει σε αυτή στοιχεία φωνητικού νασαλισμού, τα οποία μαζί με τη χρήση αρχαϊκών επιθέτων όπως ‘Γκιολέκα, Γκιπάλι, Γκιντέντε’ (από τα ‘Gjon Leka’, ‘Gjin Pali’, ‘Gjin Deda’) αποτελούν απόδειξη για μία πολύ παλιά αλβανική παρουσία στην περιοχή.» (Ardian Vehbiu, Shqipja totalitare, Çabej 2008 (a:4))

      «Ο εξελληνισμός της Χιμάρας δεν έχει μία ξεκάθαρη χρονική αρχή…τα λαογραφικά στοιχεία εξ’ ίσου μας δείχνουν αρκετά σαφέστατα τις εθνικές αλβανικές ρίζες στην περιοχή: τα παραδοσιακά τραγούδια και οι τραγουδιστές τελετουργίες (στους γάμους, στους θανάτους και στις τελετές ταφής) είναι τυπικά και καθαρά αλβανικά…Μουσικά, η Χιμάρα είναι ίδια με την υπόλοιπη Labëria (Λιαπουριά) και είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι Έλληνες ‘αυτόχθονες’ ήρθαν στην περιοχή για να ξεχάσουν τα ίδια τους τα τραγούδια και τις παραδόσεις, να εγκαταλείψουν τα μουσικά τους όργανα και να υιοθετήσουν μια κουλτούρα που την θεωρούσαν κατώτερη.» (Ardian Vehbiu, Shqipja totalitare, Çabej 2008 (b:2-3))

      Διαγραφή
    2. Αξίζει εδώ να αναφερθούμε στον Αλή πασά, ο οποίος εξόρισε τον πληθυσμό ολόκληρων χωριών της Χιμάρας σε άλλα μέρη όπου μιλιόταν η ελληνική, όπως φαίνεται και από τα δημοτικά τραγούδια της περιοχής Bregu i Detit:

      “Palasë, Dhërmi, Vunoi /
      Pilur, Kudhës, Qeparoi /
      Himarë zeza e pagoi /
      Pashai ç’i eksuroi [=syrgjynosi]”. (S. Rusha, Qeparoi, historia dhe kultura popullore, Tiranë 2005.)

      καθώς και από μια σειρά από έγγραφα του Αλή πασά, που είδαν το φως της δημοσιότητας τελευταία. (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. ΑΡΧΕΙΟ ΑΛΗ ΠΑΣΑ (Γενναδείου Βιβλιοθήκης). Έκδοση – Σχολιασμός – Ευρετήρια Β. Παναγιωτόπουλος με τη συνεργασία των Δ. Δημητρόπουλου, Π. Μιχαηλάρη. Τ.: Α΄ (1747-1808), Β΄ (1809-1817), Γ΄ (1818-1821) Αθήνα 2007, Δ΄ Εισαγωγή – Ευρετήρια – Γλωσσάρι. Αθήνα 2009.).

      Οι άνθρωποι αυτοί, επιστρέφοντας ύστερα από χρόνια στις εστίες τους, φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν ένα ιδίωμα με γνωρίσματα βόρειου φωνηεντισμού, διαφορετικό από εκείνο που είχαν αφήσει κάποτε πίσω τους.

      Το 1596 ο Σκοτσέζος Fynes Morrison σταμάτησε στην Κέρκυρα. Περιγράφοςντας τις εντυπόσεις από τις περιηγήσεις του, έγραχε επίσης για τα “ψηλά βουνά της Χιμάρας, που κατοικούνται από τους Αλβανούς”. Γι' αυτούς τους Αλβανούς, τους Χιμαριότες, γράφει αυτός ο περιηγητής, δίνοντας έμφαση στα κύρια χαρακτηρηστικά τους γνωρίσματα, τη φιλοπόλεμη φύση τους και το ακαταμάχητο τους πνεύμα της ελευθερίας, γράφει: “Δεν υποτάσονται ούτε στους Τούρκους ούτε στους Βενετούς ούτε σε κανέναν άλλον”. Αυτοί οι Αλβανοί έχουν δύο αχώριστους φίλους: το τουφέκι και το τραγούδι. Οι άνθρωποι “ντύνονται με άσπρα ρούχα, τραχιείς και καθαροί, και ποτέ μα ποτέ δεν εγκαταλείπουν τα υπερβολικά μακρύκανα όπλα τους, κρατώντας τα στους ώμους τους σαν να μην αισθάνονται καθόλου το βάρος τους”. Στη συνέχεια προσθέτει: “Ο αρχηγός τους τραγουδάει μία τραχιά αλλά ευχάριστη μελωδία, ενώ οι άλλοι τον συνοδεύουν σε χορωδία”. Η αγάπη των Αλβανών για το τραγούδι έχει επίσης καταγραφεί από τον Brown στα γραπτά του. (Mema, 1988: 15, 16, 9)

      Ας δούμε και μια επιστολή του έτους 1532, σωσμένη στο ελληνικό της πρωτότυπο, την οποία στέλνει ο «ιερεύς πρωτονοτάριος Χειμάρας» στον «συνιόρ Λαρκονη τζενεράλη του ρηάμη της Πουλίας.» Μέσω της επιστολής «γέροι της Χειμάρας και Αλβανητίας» εκτιμούν ότι «ο Τούρκος» σκοπεύει «να κατεβή εις τον Αυλώνα … και έπητα να περάση ειστην Μπούλια» (Floristan, J.M., Erytheia 13, 1992, p. 86)

      Της Αλβανιτίας λοιπόν. Της "Χειμάρας και Αλβανητίας". Ας προσεχτεί εδώ ότι λένε "της Χιμάρας και Αλβανητίας", δηλαδή της Χιμάρας και της υπόλοιπης Αλβανητίας/Αρμπερίας (Αλβανίας). Η Χιμάρα είναι μία μικρή πόλη (τότε χωριό), και ως περιοχή περιλαμβάνει και 7 ακόμα χωριά (παλαιότερα συμπεριλάμβανε 36 χωριά). Η Αλβανητία όμως είναι μία έννοια/περιοχή με πολύ ευρύτερη έκταση. Άρα δεν μπορεί να συγκρίνονται 2 ανόμοια πράγματα, δεν ξεχωρίζεται η Χιμάρα από την υπόλοιπη Αλβανητία. Είναι δηλαδή της Χιμάρας και της υπόλοιπης Αλβανητίας. Και η Χιμάρα είναι μέρος της Αλβανητίας.

      Διαγραφή
    3. Ο Πέτρο Μάρκο/Petro Marko (1913-1991), συγγραφέας από το χωριό Δρυμάδες (Dhërmi), μερικά χιλιόμετρα από τη Χιμάρα, έγραψε για τη διγλωσσία που υπάρχει στα χωριά της περιοχής:

      «Έτσι λοιπόν τι είμαστε; Αλβανοί! Αλλά γιατί χάσαμε τη γλώσσα μας; Θα πω ό,τι ξέρω: Γιατί οι μητέρες μας και οι γιαγιάδες μας ξέρουν καλύτερα αλβανικά π’ ότι ελληνικά; Γιατί τραγουδάμε και θρυνούμε στα αλβανικά; Γιατί οι παροιμίες μας είναι στα αλβανικά; Φαίνεται ότι από το 1820, ο εξελληνισμός έγινε πολιτικός στόχος από την ίδια την Ελλάδα…» (Petro Marko, Intervistë me vetveten: Retë dhe gurët, Shtëpia botuese: OMSCA, Tiranë 2000)

      Αναφερόμενος στην προσπάθεια να ανοίξουν αλβανικά σχολεία στη Χιμάρα και στα γύρω χωριά, και στην αντίσταση που επέδειξε η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο είχε ως απώτερο στόχο του τον έλεγχο του πληθυσμού της περιοχής και γιατί όχι τον σταδιακό εξελληνισμό του, ο Petro Marko είχε πει:

      «Οι πρόγονοι μας πολέμησαν με τα όπλα στο χέρι προστατεύοντας την ελευθερία και την τιμή τους, αλλά ήταν σε πόλεμο και για τα αλβανικά σχολεία. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, με τον Επίσκοπο των Ιωαννίνων καταριόταν και αφόριζε όλους εκείνους που μάθαιναν στα αλβανικά σχολεία. Είναι αυτονόητη η αγριότητα των πρακτόρων του Φαναρίου, που δεν άφησαν τίποτα χωρίς να κάνουν για να απεθνικοποιήσουν την ηρωική επαρχία της Αλβανίας, τη Χιμάρα της Λαμπερίας.» (Petro Marko, Intervistë me vetveten: Retë dhe gurët, Shtëpia botuese: OMSCA, Tiranë 2000)

      Ο Dhimitër Kamarda (1821-1882), Arbëreshë από την Ιταλία, υποστήριζε ότι οι Σουλιότες και οι Χιμαριότες ήταν Αλβανοί που είχαν εξελληνισθεί. Η άποψη του κατά την προσωπική μου γνώμη έχει σημασία, καθώς ο Καμάρντα είτε το συνολικό του έργο ήταν σωστό είτε λάθος, πέθανε 30 χρόνια πριν την ίδρυση του αλβανικού κράτους. Έτσι, η θέση του για την αλβανική καταγωγή των Σουλιοτών και των Χιμαριοτών, δεν μπορούμε να πούμε ότι προέρχεται από την ενβερχοτζική προπαγάνδα. Η Nathalie Clayer καταγράφει τη θέση του Καμάρντα: «Η ιδέα ήταν ότι οι Αλβανοί – οι Χιμαριότες, οι Σουλιότες και άλλοι – συνεργάστηκαν μαζί με τους Έλληνες για την ελευθερία.» (Nathalie Clayer, Aux origines du nationalisme albanais: la naissance d’une nation majoritairement musulmane en Europe, KARTHALA Editions, 2007, ISBN 2845868162, p.207)

      «Οι Χιμαριότες είναι σαν τους προγόνους τους την εποχή του αυτοκράτορα Καντακουζηνού, τους οποίους αποκάλεσε ‘Αλβανούς αυτόνομους νομάδες’. Οι Χιμαριότες που κατοικούν στην οροσειρά των Ακροκεραυνίων, είναι μία σκληραγωγημένη και επιθετική ράτσα Αλβανών χριστιανών, οι οποίοι μερικές φορές εξέρχονται από τους βράχους τους και μετακινούνται με βάρκες, τις οποίες βλέπουν ακινητοποιημένες απ’ τις ακτές τους. Ο καπετάνιος μας μας διαβεβαίωσε ότι πουλούν τους χριστιανούς αιχμαλώτους τους στους Τούρκους.» (Classical and Topographical tour through Greece, during the years 1801, 1805, and 1806, by Edward Dodwell, ESQ. F.S.A., London: Rodwell and Martin, 1819, vol. 1, p. 24)

      Ο Eqrem bej Vlora, αναφερόμενος στους κατοίκους της Χιμάρας, έγραφε στα Απομνημονευματά του για τους Χιμαριότες:
      «Ανάμεσά τους είναι μόνο 3000 άτομα που μιλούσαν ανέκαθεν ελληνικά και που όλοι τους ανάγονται σε μια μοναδική ρίζα, οπωσδήποτε μακρόχρονη, ελληνικής προέλευσης.» (Eqrem bej Vlora, "Kujtime (1885-1925)", Shtëpia e Librit & Komunikimit, Tiranë 2003, fq. 194.)

      Από την άλλη, ο προσωπικός γιατρός του λόρδου Byron που έζησε από μέσα τα γεγονότα της επανάστασης του 1821 (τουλάχιστον 80-100 χρόνια πριν γράψει ό,τι έγραψε ο Eqrem bej Vlora), είπε:

      «Μερικές ημέρες ύστερα από την άφιξή μας στο χωριό αυτό, παρουσιάσθηκε στον Μαυροκορδάτο ο Σπυρομίλιος, με ένα σώμα από 200 Χιμαριότες, πού είχαν την πιό πολεμοχαρή εμφάνιση μέσα σε όλον τον στρατό. ΔΕΝ ΞΕΧΩΡΙΖΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΒΑΝΟΥΣ, γιατί το ντυσιμό τους και η γλώσσα τους είναι εντελώς αλβανικά, αλλά παρ’ όλο πού η θρησκεία τους είναι ελληνική (χριστιανική), δεν καταλαβαίνουν ούτε λέξη ελληνική.». (Julius Millingen, Memoirs of the affairs of Greece, London 1831, p. 208-209)

      Διαγραφή