Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ (ΣΚΙΠΕΡΙΑ) ΚΑΙ ΤΟΥΣ «ΑΛΒΑΝΟΥΣ»/ΣΚΙΠΕΤΑΡΟΥΣ


                   Α λαστόρων προτεκτοράτον των ΗΠΑ.1
                   Λ ευκή Χώρα2
                   Β ατικανού και Αυστρο-Ουγγαρίας έκτρωμα.
                   Α ρπακτή γη, Ελληνικής κυριότητος.3
                   Ν εοελληνικής Ιστορίας πλαστογραφία.
                    Ι λλυρικής ιστορίας σφετεριστής.
                   Α ντρον Ανήμερων Σκιπετάρων.4


Η σημαία των Σκιπετάρων (ως Τουρκαλβανών) επί Οθωμανοκρατίας - FLAMURI OSMAN – SHQIPTARË ISHTE FLAMURI I SHQIPTARËVE…
Η πραγματική Σκιπετάρικη Σημαία - Flamuri i vërtetë shqiptar
 Καρικατούρα αναπαριστώντας την «Αλβανία» με το επίσημο όνομά της ΣΚΙΠΕΡΙΑ (SHQIPERIA), σε κατάσταση… άμυνας απέναντι στους γείτονές της. Το Μαυροβούνιο παρουσιάζεται υπό την μορφή πιθήκου, η Ελλάδα ως λεοπάρδαλη και η Σερβία ως φίδι. Το Σκιπετάρικο  κείμενο γράφει: «Φύγετε μακριά μου! Αιμοβόρα πλάσματα!»

ΜΕΡΟΣ 3ον
2. IΛΛΥΡΙΑ-ΙΛΛΥΡΙΟΙ
α. Ιλλυριοί:
Ως Ιλλυριοί χαρακτηρίζεται ένα πλήθος βαρβάρων, ιστορικώς καταγεγραμμένων στην παγκόσμια γραμματεία, αγνώστου όμως ταυτότητος και αρχικής προελεύσεως, εμφανισθέντες τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες και διαβιούντες επί των λεγομένων Ιλλυρικών ορέων ή στα παράλια αυτών. Περί των φύλων τα οποία απετέλουν τον λαόν που απεκαλούντο «Ιλλυριοί», παρατηρούνται διαφωνίες εις τούς αρχαίους συγγραφείς.
Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, οι Ιλλυριοί ήσαν βάρβαροι και απολίτιστοι, ζούσαν από την ληστεία και εχρησιμοποιούντο από τους Ρωμαίους, ως δήμιοι και βασανιστές.5
Μετά την οριστικήν υποδούλωση των Ιλλυριών από τούς Ρωμαίους (1ος π.Χ. ή 1ος μ.Χ. αι.), τα ίχνη τους εξαφανίζονται από την Ιστορία (αφομοιώνονται κυρίως από Ρωμαϊκά και Ελληνικά φύλα). Παραμένει, όμως, το γεωγραφικό όνομα της περιοχής «ΙΛΛΥΡΙΑ»/ ΙΛΛΥΡΙΚΟΝ, μέχρι το 1849, με γεωγραφικόν προσδιορισμόν ή τοιούτον διοικητικής διαιρέσεως, με ευρύτερη και άλλοτε με στενότερη γεωγραφική σημασία.
Αυτή η ιστορική διάσωση του γεωγραφικού ονόματος της Ιλλυρίας, χρησιμοποιήθηκε από τούς Αλβανοκατασκευαστές και τους «Αλβανούς»/Σκιπετάρους (Α-Σ), ως ιστορικόν επιχείρημα της δήθεν παλαιόθεν παρουσίας των (Α-Σ) στην περιοχή, με το προχριστιανικόν όνομα «Ιλλυριοί».
Δεν μας εξήγησαν, όμως, ποτέ οι (Α-Σ) και οι διάφοροι Ιλλυριολάγνοι, την μετάλλαξη του ονόματος Ιλλυριοί σέ Αλβανοί (Α-Σ) και τής Ιλλυρίας σε Αλβανία/Σκιπερία, δεδομένου ότι το όνομα Ιλλυρία, έστω και γεωγραφικώς, παρέμεινε στην ευρύτερη περιοχή μέχρι το 1849, ενώ μετά ταύτα εξαφανίζεται αιφνιδίως και οριστικώς από τον παγκόσμιο γεωγραφικό χάρτη (Περισσότερα στο οικείον κεφάλαιον: «Αλβανία και «Αλβανοί»/ Σκιπετάροι») .
Οι πρώτοι καταγεγραμμένοι ιστορικώς, βόρειοι γείτονες των αρχαίων Ελλήνων Ηπειρωτών, ήσαν οι Ιλλυριοί. Ονομάζονταν έτσι, πιθανώς,  από τα πρώϊμα ελληνικά φύλα, την εποχή που οι Έλληνες γειτόνευαν με τους «καθαυτό Ιλλυριούς» (Illyrii proprie dicti).
Πόθεν το όνομα Ιλλυριοί;
Η ονομασία τους αυτή, με την οποία έγιναν γνωστοί στις αρχαιοελληνικές πηγές, προήλθε αρχικά, κατά μίαν εκδοχήν, από ένα μικρό φύλο που διαβιούσε στην Ιλλυρίδα, δηλ. σε περιοχήν της σημερινής βόρειας ή κεντρικής Αλβανίας, με το οποίον ήλθαν σε επαφή για πρώτη φορά οι Έλληνες Ηπειρώτες και στην συνέχεια η χρήση του, διαδόθηκε και περιέλαβε όλα τα αποκληθέντα «ιλλυρικά» φύλα (Για την ετυμολογία της λ. Ιλλυριοί, όπως στην παρ.2β1/.).
Πότε και που συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι Έλληνες Ηπειρώτες με τους Ιλλυριούς;
Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία (ιστορικά, αρχαιολογικά, κλπ), ως αρχέγονη περιοχή συναντήσεως Ελλήνων και Ιλλυριών θεωρείται γενικώς η περιοχή των εκβολών του ποτ. Μάτι ή του ποτ. Αρζέν, περί τον 8ον-7ον  π.Χ. αιώνα [η περίπου περιοχή επισημαίνεται με μπλε χρώμα στον Χάρτη Νο 2, και στην λ. ILLYRIA που φαίνεται με κόκκινα γράμματα, δεξιά της φρ. ILLYRIA GRAECA με μαύρα γράμματα (όπως στον χάρτη Νο 1)]. Τότε άρχισαν να κινούνται προς νότον από την Σκόδρα κατά μήκος της ακτής και από το ΙΠΕΚΙΟ,6 κατά μήκος του Λευκού Δρίνου [Οι περιοχές Σκόδρας (Shkodar ) και Ιπέκιου (σημ. Pec/Πετς) φαίνονται στον σύγχρονο χάρτη Νο 3].
Χάρτης Νο 1

Χάρτης (Σκαρίφημα) Νο 2
Σύγχρονος Χάρτης Νο 3

Πιθανώς να ήταν ένα από τα πρώτα Ιλλυρικά φύλα που γνώρισαν οι Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τον όρο «Ιλλυριοί», για να ονομάσουν το ευρύτερο σύνολο, όπως οι Ασιατικοί λαοί χρησιμοποίησαν τον όρο «Yauna» («Ίωνες»), για να ονομάσουν όλους τους Έλληνες, όπως λ.χ. οι Πέρσες χρησιμοποιούσαν τους όρους Yauna = «Έλληνες στα παράκτια της Μικράς Ασίας», Yauna Paradraya = «Έλληνες μετά τη θάλασσα» για τους Έλληνες της κυρίως Ελλάδος και Yauna Takabara = «ασπιδοφόροι Έλληνες» (=«που φορούν το καπέλο που μοιάζει με ασπίδα = Καυσία») για τους Μακεδόνες, τους οποίους ξεχώριζαν από τους Skudra = «Θράκες».
Μια ένδειξη για την ύπαρξη του φύλου των Ιλλυριών, περιλαμβάνεται στο έργο του Πλίνιου του Πρεσβύτερου «Φυσική Ιστορία», που γράφτηκε στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. και στο οποίον αναφέρεται (ΙΙΙ. 144) η ύπαρξη ενός λαού στην περιοχή των εκβολών του ποταμού Δρίλωνος (σημερ. Drin) στην Αδριατική, που τον αποκαλεί, «οι λεγόμενοι κυρίως Ιλλυριοί» (Illyrii proprie dicti).
Ιστορική καταγραφή για την χρονολογική περίοδον της προϊστορικής παρουσία (είσοδος) αυτών των ιλλυρικών φύλων, στην ευρύτερη περιοχή της αποκληθείσης ΙΛΛΥΡΙΑΣ, ΔΕΝ υπάρχει. Εκτιμάται ότι πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια του 10 ου π.Χ. αιώνα.
Θα πρέπει πάντως να τονίσουμε, ότι οι συστηματικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών, που συγκέντρωσαν έναν τεράστιο όγκο αρχαιολογικού και άλλου επιστημονικού υλικού, απέδειξαν ότι οι Ιλλυριοί, ΔΕΝ απετέλεσαν ποτέ μια ομοιογενή εθνική και φυλετική οντότητα.7
Ελληνική Μυθολογία
Κατά την επικρατέστερη εκδοχή της ελληνικής μυθολογίας, ο Ιλλυριός ήταν ήρωας των Ιλλυριών, που είχε μορφή φιδιού. Αναφέρεται ως γιός του Κάδμου και της Αρμονίας (θυγατρός των θεών Άρη και Αφροδίτης), οι οποίοι, όταν έφυγαν από την Θήβα υπό μορφή φιδιών, πήγαν στην Ιλλυρία, όπου και πέθαναν.
Κατά άλλην εκδοχήν του μύθου, ο Ιλλυριός ήταν γιός του Αγήνορος και εγγονός του Κάδμου.
Ο μύθος των αρχαίων Ρωμαίων  (διατυπωθείς αιώνες μετά τον αντίστοιχον Ελληνικόν)
Ο ιστορικός του 2ου μ.Χ. αιώνα, Αππιανός ο Αλεξανδρεύς, περιέλαβε στο ιστορικό του έργο (Ρωμαϊκά), ένα βιβλίο για τους Ιλλυριούς και τους πολέμους των Ρωμαίων εναντίον τους, το οποίον περιέχει σημαντικές πληροφορίες για τα διάφορα ιλλυρικά φύλα. Εκεί παραδίδεται και μια μυθολογική γενεαλογία των λαών της εποχής εκείνης που ήσαν εγκατεστημένοι στην Ιλλυρία.
Σύμφωνα με αυτήν, από τον Κύκλωπα Πολύφημο και την γυναίκα του Γαλάτεια, γεννήθηκαν τρεις γιοι, ο Κελτός, ο Ιλλυριός και ο Γάλας, οι οποίοι μετανάστευσαν από την πατρίδα τους Σικελία και εγκαταστάθηκαν σε διάφορες χώρες όπου οι υπήκοοί τους ονομάσθηκαν αντίστοιχα Κέλτες, Ιλλυριοί και Γαλάτες.
Ο Ιλλυριός απέκτησε έξη γιους, τον Εγχελέα (Encheleus), τον Αυταριέα (Autarieus), τον Δάρδανο (Dardanus), τον Μαίδο (Maedus), τον Ταύλα (Taulas) και τον Περραιβό (Perrhaebus), αλλά και κόρες όπως την Παρθώ (Partho), την Δαορθώ (Daortho), την Δασσαρώ (Dassaro) και άλλες.
Από τα παιδιά αυτά του Ιλλυριού κατάγονται οι Ταυλάντιοι, οι Περραιβοί, οι Εγχελείς, οι Αυταριάτες, οι Δάρδανοι, οι Παρθίνοι, οι Δασσαρήτες και οι Δάρσιοι (σημ. ΔΕΕ μάλλον εννοούνται οι Δαόρσοι). Συνεχίζοντας, αναφέρει ότι ο Αυταριεύς είχε ένα γιο, τον Παννόνιο ή Παίονα και αυτός είχε γιους, τον Σκορδίσκο και τον Τριβαλλό, από τους οποίους κατάγονται οι αντίστοιχοι λαοί.8
Αυτή η μυθολογική άποψη του Αππιανού, αποκαλύπτει αφ’ ενός το ετερόφωτον ή φανταστικόν της μυθολογικής περιγραφής του περί του γενάρχου των Ιλλυριών και των απογόνων του, οι οποίοι, αν όχι όλοι τουλάχιστον αρκετοί, είναι φανερόν ότι αφορούν στα Ελληνικά Ηπειρωτικά φύλα, αφ’ ετέρου την σύγχυση και την άγνοια εθνολογικών δεδομένων, αφού διαχωρίζει τους Κέλτες από τους Γαλάτες, ενώ είναι βεβαιωμένον ότι πρόκειται περί της ιδίας φυλής, με διαφορετικόν όνομα σε διαφορετικές περιόδους!
Προϊστορικοί χρόνοι
Λίθινα εργαλεία, φολίδες από πυριτόλιθος, θραύσματα ανθρώπινων οστών, έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις, όπως σε σπήλαια και παραποτάμιες περιοχές (σπήλαιο Στίγενα στο Πετρόβιτσι του Μαυροβουνίου, στην Κράπινα κοντά στο Ζάγκρεμπ, στην βόρεια Βοσνία: Κάμεν, Ντόμποϊ, Γκράμποβτσα Μπρντο, Λόυστιτσι, Ούσοβα, Βίσοκο Μπρντο).
Σκελετοί που έχουν εντοπιστεί σε προϊστορικά νεκροταφεία και αποδίδονται σε Ιλλυριούς, δείχνουν πως το ύψος των Ιλλυριών έφτανε το 1,65 για τους άνδρες και το 1,53 για τις γυναίκες.9 Τα ανθρωπολογικά αυτά στοιχεία, ΟΥΔΕΜΙΑ σχέση έχουν τόσον με Ρωμαίους όσον και με αρχαίους Έλληνες.
Αντίθετα με τους Θράκες και τους Παίονες, οι Ιλλυριοί δεν αναφέρονται στα Oμηρικά έπη, τα οποία γράφτηκαν πριν από το 700 π.Χ. Το όνομα «Ιλλυριοί» εξαπλώθηκε δευτερογενώς, σαν ευρύτερο εθνωνύμιο. Αρχικά φαίνεται να προσδιόριζε μόνο ένα Ιλλυρικό φύλο, αυτό που οι λατίνοι συγγραφείς ονομάζουν “Illyrii proprie dicti” («ορθώς αποκαλούμενοι Ιλλυριοί»), το οποίο κατοικούσε γύρω από την λίμνη της Σκόδρας και την εκβολή του Δρίλωνα/Δρίνου. 
Ιστορικά Στοιχεία
Η αρχαιότερη περιγραφή των ιλλυρικών φύλων, γίνεται στον Περίπλου, ο οποίος γράφτηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. και λανθασμένα αποδίδεται στον θαλασσοπόρο και γεωγράφο Σκύλακα τον Καρυανδέα (Ψευδο-Σκύλαξ). Τους Ιλλυριούς μνημονεύει και ο μεγάλος Γεωγράφος της αρχαιότητος (3ος αιώνας π.Χ.) Ερατοσθένης, καθώς και ο Γεωγράφος του 2ου αιώνα π.Χ. Σκύμνος ο Χίος.
Αργυρός στατήρ της Επιδάμνου (Δυρράχιον) με επιγραφή του Ιλλυριού βασιληά, στην ελληνική γλώσσα....Κόπηκε για λογαριασμό του ηγεμόνος των Ιλλυριών Μονουνίου (περίπου 300-280 π.Χ.)

Αγράμματοι, ανιστόρητοι και «αόμματοι» Σκιπετάροι!! Ανόητοι και αργυρώνυτοι Αλβανολάγνοι ψευδοεπιστήμονες!
Δεν διαβάζετε τα Ελληνικά γράμματα στον αργυρό στατήρα της Επιδάμνου που έκοψε ο Ιλλυριός βασιλιάς Μονούνιος και σε πληθώρα άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων που ανακαλύφθηκαν σε Ελληνικές περιοχές, ευρισκόμενες σήμερα υπό την Σκιπετάρικη κατοχή;
Έχετε να μας παρουσιάσετε κάποιο νόμισμα Ιλλυρίου βασιλέως ή αρχαιολογικό εύρημα, στο οποίο να υπάρχει επιγραφή στην Ιλλυρική ή Σκιπετάρικη γλώσσα; Εάν όχι…Βουλώστε το μια για πάντα!!!
Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο βασιλιάς Βάρδυλις μετέτρεψε την Ιλλυρία σε αξιόλογη τοπική δύναμη. Οι πιο σημαντικές πόλεις των Ιλλυριών ήταν η Σκόδρα (στην σημερινή Αλβανία) και η Ρίζων (στο σημερινό Μαυροβούνιο). Το 359 π.Χ., ο ίδιος ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκκας Γ΄, μαζί με 4.000 από τους στρατιώτες του σκοτώθηκαν, προσπαθώντας να αποκρούσουν επιδρομή των Ιλλυριών του Βαρδύλεως.10
Τότε οι Ιλλυριοί κατέλαβαν τις περιοχές της Μακεδονίας Λυγκηστίδα, Ορεστίδα καθώς και άλλα εδάφη της.
Όμως το 358 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄, εισέβαλλε στην Λυγκηστίδα. Η αποφασιστική μάχη φαίνεται πως δόθηκε στην πεδιάδα της Πελαγονίας, βόρεια της Λυχνίτιδας λίμνης (Οχρίδα).. Οι Ιλλυριοί νικήθηκαν και υποχώρησαν ατάκτως, καταδιωκόμενοι. Αργότερα (356 π.Χ.), οι Ιλλυριοί συμμάχησαν με τους Αθηναίους, τους Παίονες και τους Θράκες στον πόλεμο των τελευταίων με τον Φίλιππο. Και πάλι όμως ηττήθηκαν.11
Κατά την βασιλεία του γιου του Βαρδύλεως, Κλείτου, το ιλλυρικό βασίλειο τέθηκε υπό την επικυριαρχία του Φιλίππου (352 π.Χ.).12 Στην συνέχεια, ελαφρό πεζικό των Ιλλυριών συμμετείχε στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου κατά των Περσών.13 Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αναδύθηκαν πάλι ιλλυρικά βασίλεια. Το 312 π.Χ., ο βασιλιάς των Ταυλαντίων Γλαυκίας κατέλαβε την Επίδαμνο.
Ιλλυρικοί Πόλεμοι
Η αναρχία που είχε επικρατήσει στην περιοχή βοήθησε την πειρατεία, την οποία προσπάθησαν να καταστείλουν από τα μέσα του 3ου αιώνα οι Ρωμαίοι. Η βασίλισσα της Ιλλυρίας Τεύτα, σύζυγος και διάδοχος του βασιλιά Άγρωνα, το 230 π.Χ. επιτέθηκε με Ιλλυριούς πειρατές και λεηλάτησε περιοχές της Ενιαίας Ηπείρου, την Κέρκυρα και την Επίδαμνο. Τότε κατάσφαξε και πολλούς κατοίκους της Φοινίκης, πρωτεύουσας της Χαονίας.
Οι πόλεμοι αυτοί κράτησαν από το 229 π.Χ. μέχρι το 168 π.Χ. και είναι οι εξής:
Α΄ Ιλλυρικός πόλεμος (229-227 π.Χ.)
Αφορμή για την ρωμαϊκή επέμβαση έδωσε η μεγάλη αύξηση των περιστατικών πειρατείας στην Αδριατική. Η πειρατεία υποκινούνταν από την βασίλισσα Τεύτα. Στην αναμέτρηση επικράτησαν οι Ρωμαίοι.14
Έγιναν δύο εκστρατείες, η πρώτη εναντίον της βασίλισσας των Ιλλυριών, Τεύτας και η δεύτερη εναντίον ενός Έλληνα, του Δημητρίου του Φάριου. Η αρχική εκστρατεία του 229 π.Χ. χαρακτηρίζεται από την πρώτη ρωμαϊκή εισβολή στην Ελληνική Ενιαία Ήπειρο, μέσω της Αδριατικής θάλασσας.
Το 229, η Τεύτα νικήθηκε από τους Ρωμαίους και υποχρεώθηκε να παραμείνει γύρω από την Λισσό, χωρίς δικαίωμα να ανοιχτεί στην θάλασσα. Με την ήττα της Τεύτας επιβλήθηκε η Ρωμαϊκή κυριαρχία στις ακτές της Αδριατικής (Επίδαμνος, Απολλωνία, Κόρκουρα).
Οι Ιλλυριοί όμως, συνέχισαν τις επιδρομές και προσπάθησαν να καταλάβουν ανεπιτυχώς την Επίδαμνο και την Ίσσα. Κατόπιν πολιόρκησαν την Κέρκυρα και αφού νίκησαν στην ναυμαχία των Παξών τον στόλο των Αχαιών και των Αιτωλών που έσπευσε ως βοήθεια, κατέλαβαν την πόλη.
Τότε έφτασε και ο ρωμαϊκός στόλος (200 πλοία) υπό τον στρατηγό ύπατο Γναίο Φούλβιο. Ύστερα από συνεννόηση του τελευταίου με τον Έλληνα διοικητή της εκεί φρουράς, Δημήτριο τον Φάριο που μισούσε την Τεύτα, η πόλη παραδόθηκε στους Ρωμαίους (228 π.Χ.).15
Β΄ Ιλλυρικός πόλεμος (220-219 π.Χ.)
Στον δεύτερο ιλλυρικό πόλεμο (220-219 π.Χ.), οι Ρωμαίοι επενέβησαν για να τιμωρήσουν τον Δημήτριο τον Φάριο που παραβίασε τις συνθήκες που είχε συνάψει μαζί τους. Ο Δημήτριος κατάφερε να διαφύγει στην Μακεδονία.16 Μετά την ήττα του, λεηλάτησε την Ακυτανία (την σημερινή Δερόπολη - περιοχή Αργυροκάστρου). Αργότερα οι Ιλλυριοί υπήρξαν πιστοί σύμμαχοι των Ρωμαίων κατά τον Β΄ Μακεδονικό Πόλεμο και άπιστος σύμμαχος κατά τον Γ΄ Μακεδονικό πόλεμο.
Στους πολέμους των Ρωμαίων κατά των Ιλλυριών του 229 π.Χ. και 219 π.Χ., η Ρώμη τους ενίκησε στην κοιλάδα των ποταμών Νερέτβα και κατέστειλε την πειρατεία, που είχε καταστήσει την Αδριατική επισφαλή για το Ρωμαϊκό εμπόριο.
Γ΄ Ιλλυρικός πόλεμος (168 π.Χ.)Οι Ρωμαίοι εξουδετέρωσαν τον ηγεμόνα των Ιλλυριών Γένθιο, ο οποίος είχε συμμαχήσει με τον βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, με τον οποίο βρίσκονταν σε πόλεμο (Γ΄ Μακεδονικός πόλεμος 171-167 π.Χ.).17
Ο Γ΄ Ιλλυρικός πόλεμος (αρχές 168 π.Χ.-μέσα Ιουνίου 168 π.Χ.), ήταν μία αποτυχημένη προσπάθεια αντιπερισπασμού που οργανώθηκε από την Μακεδονική αυλή του Περσέα, στα πλαίσια του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου (171-167 π.Χ.).
Επί βασιλείας του Άγρωνος (3ος αιώνας π.Χ.), οι Ιλλυριοί συμμάχησαν με τον Δημήτριο Β΄ της Μακεδονίας εναντίον των Δαρδάνων. Την επόμενη άνοιξη, οι Ιλλυριοί υπό την βασίλισσα Τεύτα, σύζυγο και διάδοχο του Άγρωνος, εισέβαλλαν αιφνιδιαστικά στο Κοινό των Ηπειρωτών το οποίο δεν ανέμενε επίθεση, και κατέλαβαν την πρωτεύουσά του Φοινίκη (νοτιοδυτικά του σημερινού Δέλβινου στην σημ. Αλβανία).
Οι Ηπειρώτες έσπευσαν να ανακαταλάβουν την πρωτεύουσά τους πριν καταφθάσουν ενισχύσεις που έστειλε η Τεύτα, αλλά νικήθηκαν και κάλεσαν σε βοήθεια τους Αιτωλούς. Τότε οι Ιλλυριοί ήρθαν σε συμφωνία με τους Έλληνες και αποσύρθηκαν, απελευθερώνοντας τους αιχμαλώτους και κρατώντας τα λάφυρα. Οι Ηπειρώτες, αναγκάστηκαν αργότερα να συμμαχήσουν με την Τεύτα.18
Χάρτης Νο 4: Οι ιλλυρικές φυλές πριν την ρωμαϊκή κατάκτηση, Αρχαϊκή Εποχή έως 168 π.Χ.

Περίοδος Ρωμαϊκής κυριαρχίας
Στην περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας η Ιλλυρική άρχουσα τάξη δεν κατόρθωσε να προωθηθεί στην αυτοκρατορική ιεραρχία. Οι γηγενείς περιορίστηκαν να υπηρετούν στον στρατό και στο ναυτικό. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο που εκδηλώθηκε ύστερα από τον θάνατο του Κόμμοδου, το 192 μ.Χ., οι Ιλλυριοί αναβαθμίζουν τον ρόλον τους στα ρωμαϊκά πράγματα, καθώς αναγορεύουν τα εκεί στρατεύματα ως αυτοκράτορα τον διοικητή της Άνω Παννονίας Λεύκιο Σεπτίμιο Σεβήρο, εκδιώκοντας τον Δίωνα Κάσσιο. Ο σημαντικός ρόλος της περιοχής φαίνεται και από το ότι επανεμφανίζεται η ονομασία Illyricum (Ιλλυρικό).
Οι Ιλλυριοί έγιναν γνωστοί κυρίως από τις μόνιμες και επικίνδυνες επιδρομές τους εναντίον των Μακεδόνων, το βασίλειο των οποίων συχνά έφθασε στα όρια της υποδουλώσεως στους Ιλλυριούς. Όμως, θα συντριβούν οριστικά από τον Φίλιππο Β΄ και τον Μ. Αλέξανδρο, αλλά στα χρόνια των Διαδόχων και των Ελληνιστικών κρατών, θα ισχυροποιηθούν και θα αρχίσουν και πάλιν, τις επιδρομές εναντίον της Μακεδονίας.
Όταν η Ιλλυρία υποτάχθηκε στους Ρωμαίους (33 π.Χ.), ανακηρύχτηκε το 27 π.Χ., σε επαρχία από την Μακεδονία, την Ιστρία (Χερσόνησο της Νοτίου Ευρώπης, παραφυάδα της Χερσονήσου του Αίμου), μέχρι και τον Δούναβη. Το 17 π.Χ. έγινε αυτοκρατορική επαρχία αποτελούμενη από την Δαλματία και την Παννονία. Μετά τις επιχειρήσεις του αυτοκράτορα Τιβέριου (6 - 9 μ.Χ.), αποσπάστηκε η Παννονία και η Δαλματία αποτέλεσε ξεχωριστή επαρχία.
Οι Ιλλυριοί θα υποκύψουν τελικώς, στις αλλεπάλληλες εκστρατείες των Ρωμαίων και μέχρι το 9 μ.Χ. θα ενταχθούν οριστικά στο Ρωμαϊκό κράτος, όπου βαθμιαία θα αφομοιωθούν και θα χάσουν ακόμη και την γλώσσα τους, ενώ παράλληλα ένα μεγάλο τμήμα τους εξελληνίσθηκε και αφομοιώθηκε από τα γειτονικά ελληνικά Ηπειρωτικά φύλα.
Κατά τον Στράβωνα, οι Ρωμαίοι επέφεραν τέτοιο οδυνηρώτατον πλήγμα στους Ιλλυριούς, ώστε το έθνος αυτό εφθάρη και όσοι απέμειναν ασχολήθηκαν πλέον με γεωργικές εργασίες, «…απέωσαν δ’ αυτούς οι Ρωμαίοι, λυμαινομένους αυτήν δια των ληστηρίων, και ηνάγκασαν γεωργείν. Τραχεία δε χώρα και λυπρά και ου γεωργών ανθρώπων, ώστ’ εξέφθαρται (το έθνος), μικρού δε και εκλέλοιπε…»……
Ένεκα τούτου, επανερχόμενος ο Στράβων στην εθνολογική σύσταση της περιοχής αυτής, αναφέρει ότι:  (Γεωγραφικά 2, 4, 6, 7, σελ. 323):
«Διά Λυχνιδιού πόλεως και Πυλώνος, ταύτην δε την την οδόν (δηλ. την Εγνατίαν) εκ των περί την Επίδαμνον και την Απολλωνίαν, τόπων ιούσιν, εν δεξιά μεν εστί τα Ηπειρωτικά Έθνη κλυζόμενα τω Σικελικώ πελάγει μέχρι του Αμβρακικού Κόλπου, εν αριστερά δε τα όρη τα των Ιλλυρίων, α προδιήλθομεν και τα έθνη τα παροικούντα μέχρι Μακεδονίας και Παιόνων».
Με άλλα λόγια, ο Στράβων στο συγκεκριμένο χωρίον, απαριθμεί όλα τα έθνη που συνήντησε, εκτός από τους Ιλλυριούς (τα Ιλλυρικά έθνη στα Ιλλυρικά όρη), διότι δεν υπήρχαν πλέον !!! Γι’ αυτό και καταγράφει μόνον τα Ιλλυρικά όρη, αφού μόνον αυτά παρατηρεί.
Δηλαδή, λήγοντος του 1ου π.Χ. αιώνος ή αρχομένου του 1ου μ.Χ. αιώνος, οι Ιλλυριοί έχουν εξαφανισθεί από το ιστορικό προσκήνιο και ΟΥΔΕΠΟΤΕ επανεμφανίζονται.
β. Η αρχαία Ιλλυρία-Όρια
1/. Ετυμολογία της λ. Ιλλυρία
Οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν με την ειδικώτερη ονομασία «Ιλλυρία» την περιοχήν εκείνη της Χερσονήσου του Αίμου, η οποία περιελάμβανε τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής θαλάσσης, όπως και τις ορεινές χώρες οι οποίες βρίσκονταν πίσω απ’αυτές τις ακτές. Δηλαδή τις σημερινές Κροατία, Βοζνία, Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιον, τμήμα της Σερβίας μαζί με τμήμα των Σκοπίων και μέρος της σημερινής Βόρειας Αλβανίας.
Ήπειρος σημαίνει την ξηράν, την γην κατ’ αντίθεση προς το πέλαγος, την θάλασσα. Παρ’ Ομήρω η πρόθεση υπέρ γράφεται και υπείρ (Υπείρ αλός, ΟΔ: Ζ, 4). Άρα χώρα υπέρεια ή Υπερείη και Υπερίη σημαίνει Ξηρά υπεράνω της θαλάσσης (ονομασία νήσων). Το όνομα Υπέρεια και Υπερία έφερε και αρχαία Σικελική πόλις, ετέρα της Τροιζήνος και ήτο το αρχαίον όνομα της Καλαυρίας από του Υπέρου και Υπερίων ονομάζεται παρ’ Ομήρω ο ήλιος. Και τα συγκριτικά επίθετα υπερώϊος, υπερώον δεικνύουν ότι, υπήρχεν ως επίθετον στην Ελληνικήν ύπερος και  ύπειρος..Υρ-ία ήταν το αρχαιότατον όνομα της νήσου Πάρου (Ξηράς που προεξέχει της θαλάσσης)
Ήπειρος λοιπόν μόνον ως χώρα «υπερίη», τουτέστιν ορεινή δύναται να θεωρηθεί δια τους Έλληνες. Αλλά και Ιλλυρία επίσης σημαίνει ορεινήν χώραν, την υψηλήν, όπως και η Αλ-αουνία ή Αλβανία. Τα ονόματα Έλυρος, Έλωρος, Όλουρος, Άλουρος έχουν σχηματισθεί με την πρόθεση του άρθρου αλ- ή ελ- και ολ- και της λ. ορ, ουρ (Ούρειος άνεμος= Εκ των υψηλών ορέων), ή υρ που σημαίνει όρος (Ιωνικά ούρος αντί όρος), μέρος υψηλόν .
Συνεπώς και Ιλλυρία σημαίνει περιοχή/χώρα ορεινή, υψηλή, με σαφώς γεωγραφική σημασία, όπως και η λ. Αλβανία.
2/. Το Ιλλυρικόν (Illiricum)
Mε τον όρον Ιλλυρικόν,19 εννοούμεν μία από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες της Ενιαίας αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μετά την διαίρεσή της από τον Μέγα Κωνσταντίνο σε «θέματα». Ο όρος είναι γεωγραφικός και διοικητικός, ουδεμία σχέση έχων με εθνότητα ή λαόν, αφού από τον 1ον αι. η διοίκηση αυτή περιλάμβανε, με έδρα την Θεσσαλονίκη, το σύνολο της χερσονήσου του Αίμου, εκτός βέβαια του Κωνσταντινοπολίτικου χώρου.
Το Ιλλυρικόν, συμφώνως προς τον αρχαιότερο κατάλογο του διοικητικού συστήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ( laterculus Veronensis ), ο οποίος συνετάχθη περί τα τέλη της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, αποτελούσαν δύο διοικήσεις, των Μοισιών ( Diocesis Moesiarum ) και των Παννονιών ( Diocesis Pannoniarum ). Από τα μέσα του Δ αἰώνα, η διοίκηση των Μοισιών χωρίσθηκε σε δύο μικρότερες διοικήσεις, την Μακεδονική (Diocesis Macedoniae ) και την Δακική ( Diocesis Daciae ). Έκτοτε, το Ιλλυρικό αποτελείτο από τις διοικήσεις ( dioceses ) Παννονίας, Δακίας και Μακεδονίας . Οι διοικήσεις της Μακεδονίας και της Δακίας αποτέλεσαν το μετέπειτα Αν. Ιλλυρικόν επί εποχής Μ. Θεοδοσίου.
Πιο συγκεκριμένα, η διοίκηση της Μακεδονίας αποτελείτο από τις επαρχίες Κρήτης, Αχαΐας, Θεσσαλίας, Νέας Ηπείρου, Παλαιάς Ηπείρου και Μακεδονίας και τις αντίστοιχες ιστορικές μητροπόλεις Γόρτυνος, Κορίνθου, Λαρίσης, Δυρραχίου, Νικοπόλεως και Θεσσαλονίκης. Η τελευταία, ως γειτνιάζουσα με την πρωτεύουσα του ανατολικού κράτους, ενωρίτατα αύξησε το κύρος της χάριν στην πολιτική και γεωγραφική της σπουδαιότητα. Πράγματι, σημαντικότερο ρόλο και από αυτήν την γεωγραφική εγγύτητα με την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, έπαιξε το γεγονός ότι υπήρξε η έδρα της υπαρχίας του Ιλλυρικού και πρωτεύουσα του Αν. Ιλλυρικού, όπως και παρέμεινε μέχρι το 535, οπότε και μετακινήθηκε προσωρινώς στην Πρώτη Ιουστινιανή, προς τιμή της γενέτειρας του Ιουστινιανού. Κατά τον Θεοδώρητο, η Θεσσαλονίκη ήταν « ηγουμένη δε της Θετταλίας και Αχαΐας και μέντοι και άλλων παμπόλλων εθνών, όσα των Ιλλυριών τον υπάρχον ηγούμενον έχει ».
Συνεπώς, το κύρος του θρόνου της Θεσσαλονίκης αυξήθηκε κατά το β ήμισυ του Δ αιώνα, λόγω της πολιτικής σπουδαιότητας της πόλης, ιδία επί Μ. Θεοδοσίου. Το 379 οι διοικήσεις της Δακίας και της Μακεδονίας, ήτοι το Ανατολικό Ιλλυρικό, παραχωρήθηκαν στο Ανατολικό κράτος, παραχώρηση που ανακλήθηκε το 380, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι παραιτήθηκαν ποτέ από τα δικαιώματά τους οι αυτοκράτορες του Ανατολικού κράτους. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 - 337) το Ανατολικό Ιλλυρικό με τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και της Κρήτης συγκροτούσε μια από τις τέσσερις μεγάλες επαρχίες του Ρωμαϊκού Κράτους.
Η οριστική λύση του διοικητικού αυτού ζητήματος δόθηκε μόνο μετά τον θάνατο του Μ. Θεοδοσίου (395). Πράγματι, το ρωμαϊκό κράτος διηρημένο σε ανατολικό και δυτικό αποδόθηκε στους δύο υιούς του, Αρκάδιο και Ονώριο αντίστοιχα.
Κατά τον χωρισμό του Βυζαντινού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό (395), το Ανατολικό Ιλλυρικό παρέμεινε πολιτικώς στην διοίκηση του Βυζαντίου, ενώ εκκλησιαστικώς υπαγόταν στην δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρώμης, μέχρι τα μέσα του Η΄ αιώνα επί της Βασιλείας του Κωνσταντίνου του Ε΄(741-775), οπότε υπήχθη στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.
Το Ιλλυρικόν, ενώ μέχρι τότε ανήκε στη Δύση, έχοντας κοινή διοικητική κεφαλή, ήτοι ύπαρχο, κοινό με την Ιταλία ( Praefectus Praetorio Italiae et Illyrici ), υπήχθη για πρώτη φορά στο κράτος της Ανατολής. Αυτή η λύση στα πλαίσια της πολιτικής διοίκησης δεν συνοδεύθηκε και από μία αντίστοιχη σε επίπεδο εκκλησιαστικής διοίκησης, όπως θα διαπιστώσουμε και κατωτέρω.20
3/. Οι «Ιλλυριοί» αυτοκράτορες.
Κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, σημαντικοί αυτοκράτορες κατάγονται από το αχανές Illyricum/ «Ιλλυρικόν» [Δέκιος(Μουντάλια, σημ. Μαρτίντσι της Σερβίας στην κάτω Πανονία), Κλαύδιος B΄ (Δαρδανία), Αυρηλιανός (Σαρδική, σημ.Σόφια Βουλγαρίας), Διοκλητιανός (Δαλματία), Μαξιμιανός (Σαρδική, σημ. Σόφια), Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας ( Νις, Σερβίας)].
Όπως προείπαμε, οι καταγεγραμμένοι στην παγκόσμια γραμματεία ως Ιλλυριοί, εξαφανίζονται από το ιστορικό προσκήνιον με πιθανώτερη εκδοχή την αφομοίωση των υπολειμμάτων τους από τους Ρωμαίους και των εν Ελληνική Ιλλυρία ευρισκομένων, από τους Έλληνες.
Μερικοί ιστορικοί, στους παραπάνω αυτοκράτορες έδωσαν την επωνυμία  «Ιλλυριοί». Είναι προφανές ότι οι ιστορικοί που εχαρακτήρισαν τους προμνησθέντες ως Ιλλυριούς, δεν εννοούσαν κάποια εθνικότητα, αλλά το έπραξαν διότι κατήγοντο από περιοχές της αχανούς γεωγραφικής εκτάσεως και διοικητικής διαρέσεως, της επονομασθείσης Ιλλυρίας.
Είναι οφθαλμοφανές, απλώς και μόνον συνεκτιμώντας τις γεωγραφικές περιοχές των γενεθλίων πόλεων των αυτοκρατόρων [Για παράδειγμα, σήμερα ονομάζουμε τους έλληνες κατοίκους της Αιτωλοακαρνανίας, Στερεοελλαδίτες ή Ρουμελιώτες (από την φρ. Ρουμ-ιλί=Η γη των Ρωμηών] . Με την ίδια λογική επεξεργασία, χαρακτηρίζονται ως «Ιλλυριοί», τα μέλη μιας Βυζαντινής φρουράς που εδραστηριοποιείτο περί τον 7ον μ.Χ. αιώνα σε περιοχή εντός της πρώην Βυζαντινής περιφερείας του Ιλλυρικού (Illyricum).
The term "Illyrians" last appears in the historical record in the 7th century, referring to a Byzantine garrison operating within the former Roman province of Illyricum.21
Σε διαφορετική περίπτωση, όσοι αποδίδουν τον χαρακτηρισμό «Ιλλυριοί» σε εθνικότητα ή φυλετικότητα, είναι αγράμματοι, ανιστόρητοι, παραχαράκτες της Ιστορίας (ενσυνείδητοι ή ασυνείδητοι δεν έχει σημασία), και η θέση τους,  ύποπτη και υποβολιμιαία.
Με αυτήν την γεωγραφικήν έννοιαν, θεωρούνται ως «Ιλλυριοί» κατ’ εκείνην την περίοδο, και οι βυζαντινοί Αυτοκράτορες: Ιοβιανός από την Σιγγιδώνα (Βελιγράδι),ο Βαλεντινιανός από τις Κιβάλες (Βίνκοβτσι-Παννονίας), κ.α..
Το βαρβαρικόν Ιλλυρικόν έπαψε να υφίσταται στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ. μετά την ήττα του Ουαλεντινιανού Β΄, στην μάχη της Ανδριανουπόλεως. Στις αρχές του 5ου αι. το Ιλλυρικόν πλήττεται λόγω των συνεχών επιδρομών Γότθων, Ούννων, Αλανών. Ο Αναστάσιος, ο Ιουστίνος και ο ανιψιός του Ιουστινιανός,  ήταν οι τελευταίοι Έλληνες εξ Ιλλυρικού, αυτοκράτορες.
Οι βόρειες περιοχές του βαρβαρικού Ιλλυρικού, καταλήφθηκαν από τους νομάδες Αβάρους και του γερμανόφωνους Λομβαρδούς αλλά το νότιο Ιλλυρικόν, εξακολουθούσε να αποτελεί πηγή τροφοδοτήσεως του ρωμαϊκού (Βυζαντινού) στρατού με έμψυχο δυναμικό. Οι Ιλλυριοί, με την έννοια που προαναφέραμε, αναφέρονται για τελευταία φορά στην συλλογή αγιολογικών κειμένων, γνωστή ως «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» (Miracula Sancti Demetri), η οποία γράφτηκε κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Χάρτης Νο 5: Η ρωμαϊκή επαρχία του "Ιλλυρικού" (Illyricum)22         

4/. Το Βασίλειον της Ιλλυρίας
Η περιοχή με το όνομα Ιλλυρία επανεμφανίστηκε με την σύσταση των ιλλυρικών επαρχιών, από το συνέδριο της Βιέννης (1815) και μετατράπηκε σε Βασίλειο της Ιλλυρίας. Το Βασίλειο αυτό που εξαρτιόταν από την αυστριακή αυτοκρατορία, εξαφανίστηκε το 1849. Μετά την εξαφάνισή του (1849) αποτέλεσε τις επαρχίες Γκόρικα, Καρνιόλης, Κορινθίας και Ιστρίας.
5/. Όρια αρχαίας Ιλλυρίας
O ακριβής προσδιορισμός των ορίων της αρχαίας Ιλλυρίας είναι δύσκολος για τους ιστορικούς καθώς, πριν την ρωμαϊκή κατάκτηση, ποτέ δεν είχαν ενοποιηθεί όλοι οι Ιλλυριοί σε ένα βασίλειο. Εκτός αυτού, τα σύνορα του βασιλείου δεν είναι σαφή. Π.χ. οι Δαλματοί, οι οποίοι έχουν ταξινομηθεί ως φυλή Ιλλυριών,  υπάγονταν στο βασίλειο της Ιλλυρίας για μικρό διάστημα και σύντομα αποσχίστηκαν, κατά την βασιλεία του Γένθιου.
Μετά την Ρωμαϊκή εποχή, η Ιλλυρία, ως γεωγραφικός, διοικητικός ή εκκλησιαστικός όρος, περιλάμβανε ευρύτερη περιοχή από την αρχαία γεωγραφική Ιλλυρία. Για παράδειγμα, στην Ρωμαίϊκη/Ελληνική (Βυζαντινή) εποχή, το Ιλλυρικόν Θέμα, περιλάμβανε και την Θεσσαλονίκη.
Το βορειότατον τμήμα της αρχαίας Ενιαίας Ηπείρου, μεθ’ ενός τμήματος της Νότιας Ιλλυρίας, εξελληνισθέντος σταδιακώς, ονομαζόταν και «Ελληνική Ιλλυρία». Η Ελληνική Ιλλυρία, περιελάμβανε τα εδάφη από τον ποτ. Δρίλωνα (Δρείνος ή Δρείλων, σήμερα Δρίνος), μέχρι τις Βόρειες όχθες του ποτ. Γενούσου.
Κατά την αρχαιότητα, Ιλλυρικές περιοχές αποικίστηκαν από τους Έλληνες, οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει εμπορικούς σταθμούς στις ακτές και στα νησιά. Τέτοιους εποικισμούς έχουμε στην Κόρκυρα, στην Λισσό και αλλού.
Χάρτης Νο 6: Κυριώτερες Ελληνικές αποικίες επί της Αδριατικής Ακτής

Χάρτης Νο 7: Ελληνικές πόλεις και αποικίες της κλασσικής αρχαιότητος (1200 π.Χ.-2ος π.Χ. αι.)

Οι Ιλλυριοί κάτοικοι της υπαίθρου χώρας, είχαν εξελληνισθεί απ’ αιώνων, μιλούσαν και έγραφαν Ελληνικά και ακολουθούσαν την Ελληνική πολιτιστική και θρησκευτική παράδοση της περιοχής. Ο Στράβων βεβαιώνει ότι και στα Ιλλυρικά όρη ή σ’επαφή με αυτά κατοικούσαν «Ηπειρωτικά έθνη»:
«Ηπειρώται δ’εισί και οι υπερκείμενοι και συνάπτοντες τοις Ιλλυρικοίς όρεσι, τραχείαν οικούντες χώραν…» (326)…ήτοι οι Ορέσται υπεροικούσι δε τοις ορεινής οι Βυλλίονες….».23
Το νοτιώτερα εγκατεστημένο φύλο των Ιλλυριών φαίνεται ότι ήσαν οι Βυλλίονες (Bylliones), στην ενδοχώρα της ελληνικής αποικίας της Απολλωνίας, στην κοιλάδα του ποταμού Αώου, που γειτόνευε στα νότιά του με το ελληνικό Ηπειρωτικό φύλο των Χαόνων. Έχει ήδη αποδειχθεί επιστημονικώς, ότι οι Βυλλίονες ήσαν ελληνικό και όχι ιλλυρικό φύλο (Cambridge Ancient History, Vol. III, part 3, σελ. 268).
               

Συνεχίζεται










1 Αλάστωρ<άλαστος>-ορος (ο και σπν. η)=Ασεβής, κακούργος, φονεύς και μιαίνων όσους τον πλησιάσουν, αποτρόπαιος (Λεξ. Σκ. Βυζαντίου, σ. 43).
2 Η ετυμολογία της λέξεως Αλβανία προέρχεται από την ρίζα Αλβ-ή Αλπ-. Ονομάζεται  Λευκή Χώρα, με καθαρώς γεωγραφική σημασία, από το χρώμα της χιόνος που μονίμως σχεδόν σκεπάζει τις λίαν ορεινές περιοχές ή το χρώμα του ηλίου που συχνότατα βλέπουν οι κατοικούντες σε λίαν ορεινές περιοχές (Το λευκό είναι το συνηθέστατο ένδυμα και παραδοσιακή στολή των χωρικών της Αλβανίας). Περισσότερα στην ανάλυση του κεφ. «Αλβανία και «Αλβανοί» /Σκιπετάροι».
3 Αρπακτός,ή,όν = Ο παρθείς (αποκτηθείς) με αρπαγήν, κλοπιμαίος.
4 Ανήμερος (ο,η)=  Άγριος, απάνθρωπος.
5 Μάριος, ΛΔ και Σερτώριος, Ε.
6 ΙΠΕΚΙΟ: Ιπέκ σερβιστί Πετς, σκιπετάρικα Πέγια, πόλη παρά τον ποτ. ΜΠΙΣΤΡΙΤΣΑ. Υπήρξε έδρα Σερβικού Πατριαρχείου από το 1346 μέχρι το 1766. Σήμερα είναι πόλη του άλλου συστημικού εκτρώματος, που ονόμασαν Κόσσοβο/Κοσσυφοπέδιον, 70 χλμ δυτικά της Πρίστινα και λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα του Μαυροβουνίου. Είναι κτισμένη στους πρόποδες των λεγομένων «Καταραμένων Ορέων» (αλβ: Bjeshkët e Nemuna, σερβ.: Prokletije) και διασχίζεται από τον ποταμό Μπίστριτσα (Bistrica) [Μπίστριτσα (Λιμ), ποταμός του Μαυροβουνίου και της Σερβίας, παραπόταμος του Λιμ.].
7 John Wilkes, Illyrians, 1996, σελ. 38.
8 Dragoslav Srejović, The Illyrians and the Thracians (Encyclopedia of the Mediterranean) Paperback – December, 1998, σελ. 13.
9 John Wilkes, Οι Ιλλυριοί, μτφρ. Εύας Πέππα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1999, σελ. 56-62, 125, 132, 286.
10 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Γ1, σελ. 450. Βλ. επίσης Claude Orrieux, Pauline Schmitt-Pantel. A History Of Ancient Greece, Blackwell, 1999, σελ. 256.
11 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Γ1, σελ. 450-451 και 455.
12 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Γ2, σελ. 50.
13 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Δ, σελ. 48.
14 Ιστορία του Ελληνικού έθνους Τόμος Δ΄ Μέγας Αλέξανδρος –Ελληνιστικοί Χρόνοι Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ (221-201 π.Χ.). Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΙΛΛΥΡΙΑ (229-228 π.Χ.). σελ.416-417.
15 Ιστορία του Ελληνικού έθνους Τόμος Δ' Μέγας Αλέξανδρος –Ελληνιστικοί Χρόνοι Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ (221-201 π.Χ.).Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΊ΄ΚΟΥ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΙΛΛΥΡΙΑ(229-228 π.Χ.).σελ.417.
-Perseus Digital Library Polybius Histories 2.11
16 Ιστορία του Ελληνικού έθνους Τόμος Δ' Μέγας Αλέξανδρος –Ελληνιστικοί Χρόνοι ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ Α΄ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (215-205 π.Χ.). Η επέκταση της ρωμαϊκής επιρροής στην Ιλλυρία και η θέση του Φιλίππου, σελ.421-422.
17 Ιστορία του Ελληνικού έθνους Τόμος Ε΄Ελληνιστικοί Χρόνοι Γ΄ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (171-167 π.Χ.). Η ήττα του Γένθιου (μέσα Ιουνίου του 168 π.Χ.).σελ.119.
18 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Δ, σελ. 391
19 Το διοικητικό καθεστώς του Ιλλυρικού Η υπαρχία του Ιλλυρικού (praefectura Illyricum), υπήρξε μία εκ των τεσσάρων υπαρχιών, στις οποίες διαιρέθηκε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τη διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού (299). Οι άλλες τρεις ήταν της Ανατολής, της Ιταλίας και της Γαλλίας. Ο ιστορικός Ζώσιμος περιγράφει τα όρια του Ιλλυρικού ως ακολούθως: «ετέρω δε (υπάρχω) Μακεδόνας και Θεσσαλούς και Κρήτας και την Ελλάδα και τα ςπερί αυτήν νήσους και αμφοτέρας Ηπείρους και προς ταύταις Ιλλυριούς και Δάκας και Τριβαλλούς και τους άχρι της Βαλερίας Παιόνας και επί τούτοις την άνω Μοισίαν». Τα όρια που παραθέτει ο Ζώσιμος συμπίπτουν με αυτά που περιγράφει η Notitia Dignitatum, του Ε΄ αἰώνα. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι ήδη από τους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου Ιλλυρικό ονομαζόταν η περιοχή που εκτεινόταν από το δυτικό τμήμα των Βαλκανίων, νότια του Δουνάβεως, μέχρι την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου.
Οι διαιρέσεις του ρωμαϊκού κράτους συνεχίσθηκαν και καθ' όλον σχεδόν τον Δ αἰώνα. Κατά τη νέα διαίρεση του 335, η υπαρχία του Ιλλυρικού δόθηκε στους Κώνστα και Δαλμάτιο, μαζί με την Αφρική την Ιταλία και την Θράκη (4). Η τελευταία, μετά τον θάνατο του Δαλμάτιου (338), προσαρτήθηκε οριστικά στην επικράτεια του Κωνστάντα και έκτοτε ανήκε πάντοτε στην Ανατολή. Στη νέα διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους μεταξύ Ουάλεντος και Ουαλεντιανού Α (367), ο τελευταίος έλαβε την Δύση με το Ιλλυρικό, το οποίο μέχρι το 378 ανήκε στο Δυτικό κράτος.
Μετά τον θάνατο του Ουάλεντος (378), όταν ο Γρατιανός προσέλαβε « κοινωνόν της βασιλείας » τον Μ. Θεοδόσιον, παραχώρησε σ' αυτόν πάσαν την Ανατολή και ένα μέρος του Ιλλυρικού, ήτοι την Μακεδονία, την Ήπειρο, την Θεσσαλία και την Αχαΐα, τις νότιες δηλαδή περιοχές του, καθώς οι βόρειες βρίσκονταν στα χέρια των Γότθων.[ Πηγές:  Ζώσιμος, Ιστορία Νέα, Β 33 και 39, Δ, 25, 26 και 27.
-Otto Seeck, Notitia Dignitatum, Βερολίνο 1876, σελ. 9-10.
-F. Dvornik, La lutte entre Byzance et Rome à propos de l'Illyricum au XIème siècle', Mélanges Charles Diehl, Paris 1930, 61-86. Piperkoviç, Το Ιλλυρικό και τα επ' αυτού δίκαια των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως κατά τας λατινικάς βλέψεις, Αθήναι 1919, σελ. 15-16. Κουμαντος, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους Α (95-867), Αθήναι 19532, σελ. 162].
21 Schaefer, Richard T. (2008), Encyclopedia of Race, Ethnicity, and Society,p.130
22Beschreibung
Deutsch: Die unteren Donauländer zur Römerzeit. Alte historische Karte aus Droysens Historischem Handatlas, 1886
English: The Roman provinces of the Lower Danube. Old historical map from Droysens Historical Atlas, 1886
Datum
1886
Quelle
Allgemeiner historischer Handatlas in 96 Karten mit erläuterndem Text Bielefeld, Velhagen & Klasing 1886, S. 16.
Urheber
Gustav Droysen (1838 — 1908)
23 Πελασγοί, Νικ. Ελευθεριάδου, 1931/1997, εκδ. Κάκτος.

28 σχόλια:

  1. Ας δούμε τι λέει ο Αππιανός στην ιστορία του, στο βιβλίο για τους Μακεδονικούς πολέμους, στο κεφάλαιο όπου αναφέρεται στους ιλλυρικούς πολέμους:

    [§1] Οι Έλληνες αποκαλούν Ιλλυριούς αυτούς τους ανθρώπους που κατοικούν στην περιοχή πίσω απ’ τη Μακεδονία και τη Θράκη, από τη Χαονία και τη Θεσπρωτία μέχρι τον ποταμό Δούναβη. Αυτό είναι το μήκος της χώρας. Το πλάτος της είναι απ’ τη Μακεδονία και τα βουνά της Θράκης, έως την Παννονία και την Αδριατική και τους πρόποδες των Άλπεων. Το πλάτος της είναι πέντε ημέρες ταξίδι και το μήκος της τριάντα – έτσι λένε οι Έλληνες συγγραφείς. Οι Ρωμαίοι μέτρησαν τη χώρα και βρήκαν το μήκος της να είναι περισσότερο από 1.000 χιλιόμετρα και το φάρδος της περίπου 220.

    [§2] Λένε ότι η χώρα πήρε το όνομα της απ’ τον Ιλλυριό, τον γιο του Πολύφημου, επειδή ο κύκλοπας Πολύφημος και η σύζυγος του, Γαλάτεια, είχαν τρεις γιους, τον Κέλτο, τον Ιλλυριό και τον Γαλάτη, οι οποίοι μετανάστευσαν όλοι στη Σικελία και τα έθνη που κλήθηκαν Κέλτες, Ιλλυριοί και Γαλάτες, προέρχονται από αυτούς. Ανάμεσα στους τόσους μύθους που κυριαρχούν ανάμεσα σε τόσους λαούς, αυτή μου φαίνεται η πιο αληθοφανής.

    Ο Ιλλυριός είχε έξι γιους, τον Εγχελέο, τον Αυταριαίο, τον Δάρδανο, τον Μαίδο, τον Τάουλα, και τον Περραιβό, επίσης κόρες, την Πάρθω, την Δαορθώ, την Δασσαρώ και άλλες, από τους οποίους προήλθαν οι Ταυλάντιοι, οι Περραιβοί, οι Εγχελείς, οι Αυταριάτες, οι Δάρδανοι, οι Παρθίνοι, οι Δασσαρέτες, και οι Δαόρσοι. Ο Αυταριαίος είχε έναν γιο, τον Παννόνιο ή Παίονα, και αυτός είχε γιους, τον Σκορδίσκο και τον Τριβαλλό, από τους οποίους προήρθαν έθνη έχοντας παρεμφερή ονόματα. Αλλά θα αφήσω αυτά τα θέματα στους αρχαιογνώστες. (Αππιανός, Ιστορία της Ρώμης, 9ο βιβλίο)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ιλλυρία ονομάζονταν στην αρχαιότητα η ορεινή περιοχή που βρίσκεται στις βόρειες ακτές της Αδριατικής, στη Βαλκανική Χερσόνησο. Οι αρχαίοι Έλληνες συμπεριελάμβαναν στα όρια της, την παραλιακή ζώνη ανάμεσα στη Δαλματία και στην Ήπειρο, ενώ οι Ρωμαίοι όλη την περιοχή από την Αδριατική μέχρι το Δούναβη και τις εκβολές του Πάδου, δηλαδή ολόκληρη τη σημερινή Αλβανία και ολόκληρο το ανατολικό τμήμα του Νοτιοσλαβικού κράτους και ο Ηρόδοτος χαρακτήριζε τους κατοίκους της ως βάρβαρο λαό, που συνήθιζε τις ανθρωποθυσίες.
      Αποικίστηκε από τους Έλληνες, που εγκατέστησαν εμπορικούς σταθμούς στο έδαφός της, την Επίδαμνο το 627 π.Χ., την Απολλωνία το 600 π.Χ., κ.ά.

      Στη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. οι κάτοικοι της συγκρούστηκαν με τους Μακεδόνες και ύστερα με τους Ρωμαίους, οι οποίοι τους υπέταξαν, αλλά δεν κατόρθωσαν να τους εκρωμαΐσουν.

      Το 230 π.Χ. η Τεούτα (Teuta), η χήρα του βασιλιά Αγκρόν (Agron), επιτέθηκε εναντίον της Ηπείρου και κατέσφαξε τους Ρωμαίους εμπόρους της Φοινίκης. Η γερουσία της έστειλε δύο λεγάτους από τους οποίους ο ένας δολοφονήθηκε. Το 229 η Τεούτα νικήθηκε και της επιβλήθηκε να μη βγει από την Αδριατική πέρα από τη Λισσό (Lezhë) και η Ρώμη επέβαλε την κυριαρχία της.

      Κατά το 220-219 π.χ. ξέσπασε δεύτερος ιλλυρικός πόλεμος. Σ' αυτόν ο Δημήτριος ο Φάριος, σύμμαχος των Ρωμαίων εναντίον της Τεούτα, νικήθηκε. Το 205 π.Χ. οι Ρωμαίοι, με την ειρήνη της Φοινίκης, πήραν την Απολλωνία, την Επίδαμνο και την Κέρκυρα.

      Στη διάρκεια του Β΄Μακεδονικού πολέμου ήταν σύμμαχος των Ρωμαίων, όμως απίστησε κατά το διάστημα του Γ' Μακεδονικού Πολέμου και χωρίστηκε σε τρία τμήματα. Αφού υποτάχθηκε το 33 π.Χ., ανακηρύχθηκε το 27 π.Χ. γερουσιακή επαρχία και το 17 π.Χ., μετά την εξέγερση των Δαλματών και των Παννονίων, αυτοκρατορική επαρχία.

      Την εποχή του Τιβέριου, το 6-9 μ.Χ., η Παννονία αποσπάστηκε και η Δαλματία έγινε επαρχία. Η ονομασία Ιλλυρικό δόθηκε στο σύνολο που σχημάτιζε η Δαλματία, η Μυσία και η Παννονία. Από την εποχή του Κώνσταντα του Β', δινόταν σε έπαρχο και το 379, όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία μοιράστηκε ανάμεσα στο Γρατιανό και το Θεοδόσιο, το Ιλλυρικό χωρίστηκε σε δυτικό και ανατολικό.

      Μετά τη σταθεροποίηση της σλαβικής κατάκτησης στην περιοχή, η ονομασία εξαφανίστηκε από τον 6ο μ.Χ. μέχρι τον 19ο αιώνα. Το 1809 οι Γάλλοι ίδρυσαν το κράτος των "Ιλλυρικών Επαρχιών". Το Συνέδριο της Βιέννης το 1815 παραχώρησε τα εδάφη της στην Αυστρία και μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ανήκε στην αυστροουγγρική μοναρχία. Ύστερα από αυτόν περιήλθε στη Γιουγκοσλαβία κατά το μεγαλύτερο μέρος.

      Διαγραφή
    2. Η οροσειρά που καλύπτει το ιλλυρικό έδαφος ανήκει στο αλπικό σύστημα και λέγεται Ιλλυρικές Άλπεις.
      «Οι Ιλλυριοί σαν αυτόχθονας λαός κι από τους πιο πολυπληθείς της αρχαίας Ευρώπης κατείχαν τα Δυτικά της Βαλκανικής χερσονήσου. Τα εδάφη που κατοικούσαν συνόρευαν βόρεια με τον Σαύο και τον Δούναβη, νότια με τον Αμβρακικό κόλπο και τις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, ανατολικά με τον Μοράβα και τον Βαρδάρη (Αξιό), που τους χώριζαν από τους Θράκες και δυτικά με το Ιόνιο και Αδριατικό πέλαγος.» (Arben Puto & Stefanaq Polo, Ιστορία της Αλβανίας, σελ. 10, εκδ. Θεσσαλονίκη)

      Τα νοτιότερα όρια εξάπλωσης των ιλλυρικών φύλων τοποθετούνται κατ’ άλλους στην κοιλάδα του ποταμού Αώου (Vjosa), στην σημερινή νότια Αλβανία, και κατ’ άλλους βορειότερα, στην κοιλάδα του ποταμού Γενούσου (Shkumbin).

      Σύμφωνα λοιπόν με τους μύθους, έτσι όπως καταγράφονται και απ’ τον Αππιανό, από τον Κύκλωπα Πολύφημο και τη γυναίκα του Γαλάτεια, γεννήθηκαν τρεις γιοι, ο Κελτός, ο Ιλλυριός και ο Γάλας, οι οποίοι μετανάστευσαν από την πατρίδα τους Σικελία και εγκαταστάθηκαν σε διάφορες χώρες όπου οι υπήκοοί τους ονομάσθηκαν αντίστοιχα Κέλτες, Ιλλυριοί και Γαλάτες, γεγονός που αποκαλύπτει την σύγχυση και την άγνοια εθνολογικών δεδομένων του Αππιανού, ο οποίος διαχωρίζει τους Κέλτες από τους Γαλάτες! Ο Ιλλυριός απέκτησε έξη γιους, τον Εγχελέα, τον Αυταριέα, τον Δάρδανο, τον Μαίδο, τον Ταύλα και τον Περραιβό, αλλά και κόρες όπως την Παρθώ, τη Δαορθώ, την Δασσαρώ και άλλες. Από τα παιδιά αυτά του Ιλλυριού κατάγονται οι Ταυλάντιοι, οι Περραιβοί, οι Εγχελείς, οι Αυταριάτες, οι Δάρδανοι, οι Παρθίνοι, οι Δασσαρέτες, κ.α.

      Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Κάδμος, γιος του Αγήνορα και ιδρυτής της ακρόπολης των Θηβών την οποία και ονόμασε Καδμεία, μαζί με τη γυναίκα του Αρμονία - κόρη της Αφροδίτης και του Άρη στων οποίων τον γάμο παρέστησαν και οι Ολύμπιοι θεοί - έφυγαν από τη Θήβα και εγκαταστάθηκαν στην Ιλλυρία, στην περιοχή των Εγχελών. Η κόρη του Κάδμου η Αγαύη, παντρεμένη με τον βασιλιά των Ιλλυριών Λυκόθερση, σκότωσε τον Λυκόθερση και προσέφερε τη χώρα της στον Κάδμο. Τότε ο Κάδμος και η Αρμονία ετάφηκαν στην Ιλλυρία και ο τελευταίος τους γιος, ο Ιλλυριός, βασίλεψε στην περιοχή. Ένας δεύτερος μύθος που έπλασαν οι αρχαίοι Έλληνες, είναι ότι η χώρα αυτή απέκτησε το όνομα της από τον ποταμό Ιλλυρικό, όπου η Αρμονία γέννησε και εγκατέλειψε το βρέφος της, το οποίο το έτρεφε ένα φίδι και το οποίο βρέφος αυτό όταν μεγάλωσε, υπέταξε τη χώρα και την ονόμασε Ιλλυρία.

      Πηγές για τους μύθους αυτούς είναι ο Παυσανίας, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Απολλόδωρος, ο Πίνδαρος, ο Ευρυπίδης κ.α. Τους Ιλλυριούς μνημονεύει και ο μεγάλος Γεωγράφος της αρχαιότητος (3ος αιώνας π.Χ.) Ερατοσθένης, καθώς και ο Γεωγράφος του 2ου αιώνα π.Χ. Σκύμνος ο Χίος, ο Ψευδοσκύλαξ και άλλοι.

      Διαγραφή
    3. Κέρκυρα σημαίνει η σκισμένη, με αρχαία προφορά Κέρκουρα. Σχερόν ήταν το κύμα, ενώ παλαιότερα το όνομα της Κέρκυρας ήταν Σχερία, δηλαδή σχισμένη από την απέναντι ακτή (από το i shqyer), ενώ Δρεπάνη ονομάστηκε από τους Έλληνες, λόγω ίσως του δρεπανοειδούς σχήματος της. Στα αλβανικά shqyej σημαίνει σχίζω, ενώ kërcyr είναι μετοχή και σημαίνει κομμένος, σκισμένος σε ακανόνιστο σχήμα (στον πληθυντικό kërcyrë). Επίσης kërcej σημαίνει πηδάω, πηδάω απέναντι κ.τλ. Άλλωστε σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, οι πρώτοι κάτοικοι της Κέρκυρας ήταν οι Λιβουρνοί και άλλα ιλλυρικά φύλλα.

      Δαλματία, από το dele ή delme που σημαίνει πρόβατο (δηλαδή δαλμάτες=κτηνοτρόφοι κ.τλ.). Οι Αρδιαίοι (στα λατινικά Vardiaei) ήταν μία ιλλυρική φυλή που κατοικούσαν στα βόρεια. Η χώρα τους, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ήταν ξερή και άγωνη, και έτσι δεν μπορούσε εκεί να αναπτυχθεί η γεωργία. Η λατινική λέξη ardea (στα ελληνικά μεταφράζεται ως ερωδιός) φέρεται ως ιλλυρικής προέλευσης. Στα αλβανικά hardh σημαίνει ‘αμπέλι’ (και hardhi ‘το αμπέλι’). Είτε λοιπόν οι Αρδιαίοι ονόμασαν την περιοχή τους ως αμπελώνα κατ’ ευφημισμό, είτε στην περιοχή τους υπήρχαν πολλοί ερωδιοί. Πάντως η δεύτερη εκδοχή ενισχύεται από το ότι σήμερα στη Βοσνία, στην κοιλάδα του ποταμού Νερέτβα, όπου και ήταν ο τόπος προέλευσης των Αρδιαίων, υπάρχει μία πόλη που λέγεται Čapljina (από το čaplja που στα σερβικά σημαίνει ερωδιός), δηλαδή πολύ πιθανόν το σημερινό σλαβικό Čapljina να είναι μετάφραση του παλαιού ιλλυρικού ονόματος.

      Ιλλυρικές φυλλές ήταν επίσης οι Άμπροι, οι Παρθίνοι, οι Γραβαίοι, οι Πενέστες, οι Μεσσάπιοι και οι Ιάπυγες της κάτω Ιταλίας, οι Δασσαρέτες (η Δασσαρώ ήταν κόρη του Ιλλυριού σύμφωνα με τη μυθολογία). Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει τους Δασσαρέτες και λέει: «…Δασσαρήται ή Δασσαρήτιοι ή Δασσαρηνοί…» και τους αναφέρει ως «έθνος Ιλλυρίας…», ενώ ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, γεωγράφος του 6ου αιώνα π.Χ., αναφέρει ότι οι Δέξαροι (άλλη ονομασία των Δασσαρετών) ήσαν «έθνος Χαόνων». Οι Εγχελείς αναφέρονται στον ‘Περίπλου’, έργο κατά πάσα πιθανότητα του Σκύλακα του Καρυανδέα, ως: «Ιλλυρίων έθνος εισίν οι Εγχελείς, εχόμενοι του Ριζούντος», ενώ ο ιστορικός Πολύβιος (203 π.Χ.-120 π.Χ.), στο έργο του ‘Ιστορίαι’ τους αναφέρει ως «Εγχελάνες». Ωστόσο, κάποιοι επιστήμονες θεωρούν τους Εγχελείς ως φρυγικό φύλο.

      Άλλες ιλλυρικές φυλές ήταν οι Κίναμβροι, οι Μελκουμάνοι, οι Σκιρτάροι, οι Δοκλεάτες, οι Αρμίστες, οι Δερβανοί, οι Κάβιοι, οι Μπαθιάτες, οι Ταυλάντιοι ή Ταουλάντιοι, οι Μαίδοι κ.α.

      Διαγραφή
    4. Από τους νεώτερους μελετητές του βαλκανικού χώρου ο Ζωρζ Καστελάν στη μνημειώδη συγγραφή του Ιστορία των Βαλκανίων γράφει πως οι Έλληνες και οι Ιλλυριοί/Αλβανοί είναι οι αρχαιότεροι λαοί της Βαλκανικής.

      Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στο Εγχειρίδιον της Γενικής Ιστορίας του, στο οποίο λέει: «Τα Ιλλυρικά έθνη, προϊόντος του χρόνου, εν μέρει μεν ηφανίσθησαν μετά εθνών ετέρας καταγωγής, Μόνοι δε οι Αλβανοί θεωρούνται υπό των πλείστων νεωτέρων ερευνητών γνήσιον της φυλής εκείνης λείψανον, ως εκ της παραθέσεως της γλώσσης αυτών μετά των περισωθεισών από της αρχαίας Ιλλυρικής λέξεων.» (τομ. Α, σελ. 96)

      Ο Γεώργιος Χατζιδάκης, ο πατέρας της ελληνικής γλωσσολογίας, στο σύγγραμμά του «Περί του Ελληνισμού των αρχαίων Μακεδόνων», αν και θεωρεί το μεγαλύτερο μέρος των αρχαίων Ηπειρωτών ως Ελλήνων, αναγνωρίζει τους Αλβανούς ως απογόνους των αρχαίων Ιλλυριών και αυτόχθονες στα Βαλκάνια: «Το δύσκολο ή μάλλον το αδύνατο του πράγματος κατανοεί τις αποβλέψας στην φύση των Ιλλυριών και των απογόνων αυτών Αλβανών.»

      Ο επιγραφολόγος Fick στο Beitrage του Bezzenberger (Τομ. Γ, σελ. 266) αναγνωρίζει τους Αλβανούς ως απογόνους των αρχαίων Ιλλυριών.

      Ο Rene Ristelhueber, ιστορικός του βαλκανικού χώρου, λέει για τους Αλβανούς: «Απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, οι κάτοικοι αποτελούσαν μια ιδιαίτερη φυλή, αρκετά αρχαία, που χρησιμοποιούσε ένα ιδίωμα παρόμοιο με τις άλλες γλώσσες της περιοχής.» (Rene Ristelhueber, Ιστορία των βαλκανικών λαών, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2003, σελ. 231)

      Διαγραφή
    5. Ο Holger Pedersen (1867-1953) ήταν Δανός γλωσσολόγος. Δούλεψε για 35 χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Κοπενχάγης ως καθηγητής συγκριτικής γλωσσολογίας για τις λεγόμενες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Μελέτησε ιδιαίτερα τα αλβανικά, τις κέλτικες γλώσσες και τα αρμενικά. Δημοσίευσε πολλές μελέτες σχετικά με την αλβανική γλώσσα, όπου έκανε σχόλια σχετικά με την αλβανική γραμματική, με τους λαρυγγικούς φθόγγους της αλβανικής γλώσσας κ.α. Επίσης, εξέδοσε μελέτες για τις λαϊκές παραδόσεις του αλβανικού λαού και την αλβανική λαογραφία. Έγραψε στις μελέτες του σχετικά με την αλβανική γλώσσα: «Η αλβανική γλώσσα είναι ινδοευρωπαϊκή και απόγονος της ιλλυρικής γλώσσας.»

      Ο Christian Sandfeld-Jensen (1873-1942) ήταν μαθητής του Holger Pedersen. Προσέφερε στο Πανεπιστήμιο της Κοπενχάγης ως καθηγητής Ρωμανικών Γλωσσών για 37 χρόνια. Μελέτησε τη συνάφεια των βαλκανικών γλωσσών που ανήκαν σε διαφορετικές γλωσσολογικές ομάδες, λόγω της συνύπαρξης των λαών στα Βαλκάνια κατά τη Ρωμαϊκή, Βυζαντινή και Οθωμανική περίοδο. Θεωρούσε την αλβανική γλώσσα ως μία από τις αρχαιότερες γλώσσες των Βαλκανίων και ως πηγή ορισμένων χαρακτηριστικών γραμματικής και συντακτικού και για τις άλλες βαλκανικές γλώσσες, όπως π.χ. η θέση του άρθρου στην κατάληξη, ο σχηματισμός του μέλλοντα με τη χρήση του βοηθητικού ρήματος «ντούα» κ.α. Κατέληξε και αυτός στο συμπέρασμα ότι το πιο πιθανό είναι ότι η αλβανική γλώσσα είναι απόγονος της ιλλυρικής.

      Ο Norbert Jokl (1877-1942) ήταν Αυστριακός γλωσσολόγος εβραϊκής καταγωγής και μελετητής των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Δούλεψε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Βιέννης και μελέτησε για πάρα πολλά χρόνια την αλβανική γλώσσα. Ήταν εξαιρετικός στην έρευνα του για την ετυμολογία και τον σχηματισμό των λέξεων, για τη φωνητική και ιστορική μορφολογία και τη σχέση της αλβανικής με άλλες μη ελληνικές γλώσσες των Βαλκανίων. Κατέταξε την αλβανική στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Πέθανε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1942. (Nelo Drizari, Spoken & Written Albanian: A Practical Handbook, Hafner Publishing Company, New York 1947, viii)

      Διαγραφή
    6. Ο Baron Franz Nopcsa von Felső-Szilvás ή απλά Baron Nopcsa (1877-1933) ήταν ένας Ούγγρος αριστοκράτης, εξερευνητής, επιστήμονας και παλαιοντολόγος. Θεωρείται ως ένας από τους ιδρυτές της παλαιοβιολογίας και των αλβανικών σπουδών. Γεννήθηκε το 1877 στην Τρανσυλβανία, στην πόλη Négyfalu (σήμερα Săcele στα ρουμανικά), η οποία τότε ήταν τμήμα της Αυστρο-Ουγγαρίας, από την ρουμανικής καταγωγής εξουγγαρισμένη αριστοκρατική οικογένεια των Nopcsa. Ο Baron Nopcsa απέκτησε πολύ καλές σχέσεις με τους ηγέτες της αλβανικής εθνικής αντίστασης εναντίον των Τούρκων που κατείχαν την περιοχή. Για ένα διάστημα μάλιστα ήταν ο διοικητής μιας ομάδας Αλβανών εθελοντών πολεμιστών.

      Ο Nopcsa άφησε μία αξιόλογη ποσότητα επιστημονικών εκδόσεων και ιδιωτικά ημερολόγια. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, από το 1907 μέχρι το 1932, εξέδοσε περισσότερες από 50 επιστημονικές μελέτες σχετικές με την Αλβανία, καλύπτοντας ένα σημαντικό φάσμα σχετικό με γλωσσολογικά, λαογραφικά και εθνολογικά στοιχεία, με την προϊστορία και την αλβανική ιστορία και το κανούν (τους εθιμικούς νόμους της βόρειας Αλβανία). Στον καιρό του θεωρούνταν ως ο ειδικός σχετικά με την Αλβανία.

      Μετά τον θάνατο του Nopcsa, πολλά από τα γραπτά του έμειναν ανέκδοτα. Συμμετείχε στο Αλβανικό Κογκρέσο στην Τριέστη (‘Kongresi Shqypëtaar i Trieshtës’ στην γκέγκικη αλβανική διάλεκτο) στις 27 Φεβρουαρίου - 6 Μαρτίου 1913, όπου παραλίγο να επιλεγεί ως βασιλιάς του νεοσύστατου τότε αλβανικού κράτους. Οι σημειώσεις και οι παρατηρήσεις του σχετικά με τις διεργασίες του συνεδρίου, απέκτησαν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Το ‘αλβανολογικό’ κομμάτι της κληρονομιάς που άφησε ο Nopcsa, κατέληξε στα χέρια του Norbert Jokl, γνωστού γλωσσολόγου και specialist στις αλβανικές σπουδές. Το υλικό του Nopcsa περιείχε χιλιάδες σελίδες από σημειώσεις, σκίτσα και ανέκδοτα κείμενα. Έπειτα, αυτή η βιβλιοθήκη ήρθε στην κατοχή του Mid'hat Bey Frashëri. Όταν ο Frashëri αναγκάστηκε να διαφύγει από τη χώρα, το υλικό αυτό του Nopcsa κατασχέθηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς του Enver Hoxha. Τελικά, τα χειρόγραφα, τα σκίτσα και τα ολοκληρωμένα κείμενα του Nopcsa σχημάτισαν τον πυρήνα του αλβανολογικού τομέα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αλβανίας. (Robert Elsie (1999), The Viennese Scholar Who Almost Became King of Albania: Baron Franz Nopcsa and His Contribution to Albanian Studies, East European Quarterly, vol. 33, no. 3, p. 327-345)

      Διαγραφή
    7. Ο Κροάτης ιστορικός και πολιτικός Milan von Šufflay (1879-1931), γεννήθηκε στη Lepoglava, νοτιοδυτικά του Varaždin, και σπούδασε ιστορία και κλασσική φιλολογία στο Πανεπιστήμιοτου Zagreb. Από το 1904 έως το 1908, δούλεψε στο εθνικό μουσείο της Βουδαπέστης, και από το 1912 έως το 1918, ως καθηγητής μεσαιωνικής ιστορίας στο Zagreb. Για πολιτικούς λόγους εξαναγκάστηκε σε πρόωρη σύνταξη το 1918 και έζησε από τότε ως εκδότης στο Zagreb. Συχνά βρέθηκε σε ανοιχτή πολιτική σύγκρουση με το νεότευκτο Βασίλιο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, και το 1921 καταδικάστηκε σε τρισύμισυ χρόνια φυλάκιση. Το 1928, του προσέφεραν την έδρα της νοτιοανατολικής ευρωπαϊκής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, αλλά η κυβέρνηση του Βελιγραδίου τον εμπόδισε απ’ το να αποδεχτεί αυτή την θέση. Δολοφονήθηκε το 1931 από 2 Σέρβους μυστικούς πράκτορες.

      Ανάμεσα στα γραπτά του Šufflay τα σχετικά με τους Αλβανούς, είναι τα “Povijest severnih Arbanasa” (Η ιστορία των βόρειων Αλβανών), που εκδόθηκε στο Βελιγράδι το 1924, το “Städte und Burgen Albaniens hauptsächlich während des Mittelalters” (Οι Πόλεις και τα Φρούρια της Αλβανίας, Πρωταρχικά κατά τη διάρκεια των Μεσαιωνικών Χρόνων), που εκδόθηκε στη Βιέννη το 1924, και το “Srbi i Arbanasi: njihova simbioza u srednjem vjeku” (Σέρβοι και Αλβανοί: Η συμβίωση τους κατά τα Μεσαιωνικά Χρόνια), που εκδόθηκε στο Βελιγράδι το 1925, καθώς και μία μεγάλη σειρά άρθρων. Μαζί με τους Ludwig von Thallóczy και Konstantin Jireček, εξέδοσε τη σημαντική δίτομη συλλογή αλβανικών ιστορικών κειμένων με τίτλο ‘Acta et diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia’ (Πράξεις και Διπλωματικές Υποθέσεις που εξιστορούν τα μεσαιωνικά χρόνια στην Αλβανία), που εκδόθηκε στη Βιέννη το 1913 και το 1918 ο δεύτερος τόμος, καλύπτοντας τα χρόνια από το 344 έως το 1406 μ.Χ.

      Ο Milan von Šufflay - όπως και ο Σέρβος εθνολόγος Jovan Erdeljanović - θεωρούσε τους Αλβανούς ως γηγενής στην Αλβανία και απόγονους των Ιλλυριών, ενώ ο γνωστός Τσέχος σλαβολόγος Konstantin Jireček που προαναφέραμε, αν και μεροληπτούσε υπέρ των Σλάβων, θεωρούσε τους Αλβανούς ως απόγονους των Ιλλυριών μεν, αλλά θεωρούσε ότι είχαν έρθει από βορειότερα, από τις ιλλυρικές φυλές που κατοικούσαν στην Δαλματία.

      Διαγραφή
    8. Ας δούμε τώρα ένα μικρό κομάτι ενός άρθρου που έγραψε ο Šufflay σε μία Βιεννέζικη εφημερίδα τον Νοέμβριο του 1912, όταν οι σερβικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν κατακτήσει το Κόσοβο και έναμεγάλο μέρος της σημερινής Αλβανίας:

      «Οι Σέρβοι πολιτικοί θα ήταν καλύτερο να μην αναφέρουν ιστορικές απαιτήσεις στο κυριότερο αλβανικό λιμάνι, αυτό του Δυρραχίου (Durrës), που πρτίθενται να το κατακτήσουν… Σε ιστορικά γραπτά, η ‘Αλβανία’ έγινε τότε ένας συμβατικός όρος, αναφερόμενη στην ορθογώνια ορεινή περιοχή ανάμεσα στο Τίβαρ, Πρίζρεν, Οχρίδα και Βαλόνα (Αυλώνα). Αυτή είναι η περιοχή στην οποία οι αυτόχθονες λαοί (Ιλλυριοί, Θράκες) βρέθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά υπό την εξουσία νέων (κρατικών) σχηματισμών από Έλληνες, Ρωμαίους και Σλάβους, όπως ο κισσός εξαπλώνεται πάνω στα γρανιτένια μνημεία ενός πρώην μεγάλου έθνους, οι Ιλλυριοί. Η λέξη ‘Αλβανία’ έχει χρησιμοποιηθεί ώστε να περιγράψει το μέσο αυτής της ορθογώνιας περιοχής από τα παλιά ιλλυρικά χρόνια…Αυτή η περιοχή ήταν πάντα μία παραμεθόρια περιοχή στην ουσία, ένα όριο ανάμεσα σε γλώσσες, θρησκείες και πολιτικές δυνάμεις. Ήταν ένα προϊόν ανατολής και δύσης, μία συγχώνευση των λιμανιών των Λατίνων και των Ελλήνων, ή ένα αμάγαλμα του Ρωμαϊκού και του Βυζαντινού κόσμου, που ήταν σε ευθεία επαφή με τους βάρβαρους - οι αυτόχθονες Αλβανοί και οι κατακτητές Σλάβοι…Ήταν μόνο στα χρόνια του Σκεντέρμπέη, του οποίου η εξέγερση ακολουθήθηκε σε όλη την Ευρώπη από μεγάλο ενδιαφέρον και υποστηρίχθηκε δραστήρια, που οι άνθρωποι άρχισαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τη σπουδαιότητα της Αλβανίας. Η χώρα έγινε διάσημη, χάρη στη γεωγραφική της θέση. Η μάχη του Σκεντέρμπέη ήταν ένα ακριτικό έπος, οι τελευταίες οδές του οποίου ακόμα τραγουδιούνται…» (Das mittelalterliche Albanien, Neue Freie Presse, Vienna, 28 November 1912, p. 26 & reprinted in Illyrisch-Albanische Forschungen, edited by Ludwig von Thallóczy, Volume 1 (München & Leipzig: Düncker & Humblot, 1916), p. 282-287)

      Διαγραφή
    9. Ο Γερμανός ιστορικός και αλβανολόγος Georg Stadtmüller (1909-1985) θεωρούσε ότι η περιοχή προέλευσης των Αλβανών, ήταν η περιοχή Ματ (περιοχή της κεντρικής Αλβανίας), θέση την οποία και διατύπωσε το 1942, παρέχοντας αρκετό υλικό για να στηρίξει την θέση του αυτή. Γεννήθηκε στο χωριό Bürstadt του Hessen στις 17 Μαρτίου του 1909. Σπούδασε γερμανική ιστορία, κλασσική και ανατολική φιλολογία και ιστορία στα πενεπιστήμια του Freiburg, του Breisgau και του Μονάχου την περίοδο 1927-1931. Το 1935 ταξίδεψε σε όλη την Αλβανία με τα πόδια.Έγινε πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου το 1958, όπου και συνέδραμε στη δημιουργία του ‘Αλβανικού Ινστιτούτου’ το 1963. Ήταν ειδικός στην ιστορία της ανατολικής Ευρώπης και στην ιστορία των Αλβανών. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός από το βιβλίο του ‘Forschung zur albanischen Frühgeschichte’ (Έρευνες στη Νεώτερη Αλβανική Ιστορία) που εκδόθηκε στη Βουδαπέστη το 1942 και επανεκδόθηκε το 1966. Έγραψε πολλά βιβλία και άρθρα σχετικά με την αλβανική ιστορία και λογοτεχνία. (Robert Elsie, Historical Dictionary of Albania, Rowman & Littlefield (2010), p. 429)

      Ο John Joseph Wilkes, Βρετανός αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός καθηγητής ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιολογίας στο University College London στο Λονδίνο, αν και είχε εκφράσει αμφιβολίες όσον αφορά την καταγωγή των Αλβανών από τους Ιλλυριούς, εντούτις έγραψε: «Η αλβανική γλώσσα η οποία ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή ομάδα γλωσσών, έχει ένα ξεχωριστό λεξιλόγιο, μορφολογία και φωνητικούς κανόνες, που έχει τραβήξει την προσοχή πολλών φιλολόγων, από τους οποίους πολλοί έχουν δηλώσει με απόλυτη βεβαιότητα την καταγωγή της από τα αρχαία ιλλυρικά.Όπως πολλοί νέοι τουριστικοί οδηγοί αποδεικνύουν, η αλβανική κουλτούρα, τόσο συναρπαστική και ποικίλη όσο καμία άλλη σε αυτή την πλευρά της Ευρώπης, είναι κληρονομιά από τις διάφορες γλώσσες, θρησκείες και τις εθνικές ομάδες που είναι γνωστές ότι έχουν κατοικήσει στην περιοχή από τα προϊστορικά χρόνια, ανάμεσα στις οποίες ήταν οι Ιλλυριοί.» (John Wilkes, The Illyrians, p.280)

      «Τα θρακο-ιλλυρικά ήταν μία από τις πιο πρώιμες ινδο-ευρωπαϊκές γλώσσες στην Ευρώπη. Επιζούν μόνο στην αλβανική.» (Culture Worlds by Richard Joël Russell. Fred Bowerman Kniffen. Science–1951, Page 202)

      Διαγραφή
    10. Ξέρουμε ότι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν έχει σημειωθεί κάποια μεγάλη μετανάστευση προς τον χώρο της σημερινής Αλβανίας. Αυτό είναι ένα πρόσθετο επιχείρημα που μας κάνει να πιστεύουμε ότι οι Αλβανοί είναι απόγονοι των Ιλλυριών. Καταγράφοντας την άποψη του Thunmann, ο Κροάτης ιστορικός-αρχαιολόγος Aleksandar Stipčević (γεννημένος στις 10 Οκτωβρίου 1930), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Zagreb από το 1987 μέχρι τη σύνταξη του το 1997, στο βιβλίο του ‘Iliri: povijest, život, kultura’ (Οι Ιλλύριοι: ιστορία, ζωή, πολιτισμός) που εκδόθηκε το 1974 στα κροατικά και μεταφράστηκε στα αγγλικά από την Stojana Čulić Burton, είπε:

      «Από την άλλη πλευρά, με το γεγονός ότι κάποιος δεν μπορεί να αποδείξει ότι από την προϊστορία μέχρι σήμερα συνέβη κάποια μετανάστευση προς την περιοχή της σημερινής Αλβανίας (και σίγουρα κάποια τέτοια μετανάστευση θα είχε κάπου καταγραφεί), ο Thunmann έφτασε στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που κατοικούν σ’ αυτά τα μέρη σήμερα, πρέπει εθνικά να είναι οι ίδιοι άνθρωποι που κατοικούσαν εδώ κατά τους προϊστορικούς χρόνους.» (Aleksandar Stipčević, The Illyrians: history and culture, Park Ridge, New Jersey: Noyes Press (1977), p.73)

      «Η αλβανική γλώσσα απότελεί την μόνη επιβιώσα διάλεκτο του θρακο-ιλλυρικού κλάδου των ινδο-ευρωπαϊκών γλωσσών. Φαίνεται να επιβεβαιώνει τη θέση των Αλβανών ότι είναι οι παλαιότεροι αυτόχθονες κάτοικοι της βαλκανικής χερσονήσου.» (One Europe, many nations: a historical dictionary of European national groups, By James Minahan, History, 2000, Page 29)

      Διαγραφή
    11. Ας δούμε εδώ ένα σημαντικό ιστορικό κείμενο, το Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae (αναφέρεται και ως CSHB ή Bonn Corpus). Είναι μία σειρά κειμένων προερχόμενων από πρωταρχικές πηγές (από Βυζαντινούς και όχι μόνο συγγραφείς), και αφορά την ιστορία του Βυζαντίου από το 330 μέχρι το 1453 μ.Χ. Το Corpus αυτό αποτελείται από 50 τόμους. Εκδόθηκε στη Βόννη το 1828 με 1897 μ.Χ. Κάθε τόμος περιέχει από ένα ιστορικό κείμενο γραμμένο στα ελληνικά, ακολουθούμενο από μία λατινική μετάφραση. Μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Καρδινάλιο Angelo Mai (7 Μαρτίου 1782 - 8 Σεπτεμβρίου 1854).

      Το έργο αυτό το επιμελήθηκε ο ιστορικός Barthold Georg Niebuhr (27 Αυγούστου 1776 - 2 Ιανουαρίου 1831). Το έργο ήταν μία επέκταση/αναθεώρηση του Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae (από μερικούς ονομαζόταν ως Byzantine du Louvre), που εκδόθηκε στο Παρίσι ανάμεσα στο 1648 και 1711 υπό την επιμέλεια του Ιησουίτη λόγιου Philippe Labbe. Αρχικά η επιμέλεια του έργου έγινε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης αλλά μετά τον θάνατο του Niebuhr το 1831, η επιμέλεια πέρασε στον συνεργάτη του Immanuel Bekker στην Πρωσσική Ακαδημία Επιστημών στο Βερολίνο.

      Ορισμένα κείμενα του συνολικού έργου αναθεωρήθηκαν ύστερα από απόφαση του 13ου Διεθνούς Συμποσίου Βυζαντινών Σπουδών (International Congress of Byzantine Studies) στην Οξφόρδη το 1966 από τον Διεθνή Σύνδεσμο Βυζαντινών Σπουδών (International Association of Byzantine Studies).

      Στον 21ο τόμο (εκδόθηκε στη Βόννη το 1840 υπό την επιμέλεια του Immanuel Bekker) βρίσκονται κείμενα του Εφραίμ του χρονογράφου (τέλη 13ου - πρώτο μισό 14ου αιώνα). Αναφερόμενος ο Εφραίμ στην Ιλλυρία στον στίχο 7674 χαρακτηρίζει τους κατοίκους της Ιλλυρίας ως Αλβανούς: «Ιλλυρίδα γην, Αλβανούς οριτρόφους».

      Οι στίχοι 7671-7674 στα ελληνικά είναι:

      ……χρατεΐ Θεσσαλίας τε συν Αχαΐα
      Μακεδονίας χαι μέρους τίνος θράχης
      αίρει Λαλματίαν τι συν Έπιδάμνω
      Ιλλυρίδα γην, Αλβανούς οριτρόφονς

      και στα λατινικά:

      ……THESSALIAM OCCUPAVIT CUM ACHAIA,
      ET MACEDONIAM CUM THRACIAE PARTICULA ;
      DALMATIAM ACQUISIVIT CUM EPIDAURO,
      ILLYRI TRACTOS MONTICOLAS ALBANOS

      Σε νεότερη ελληνική μετάφραση το κείμενο είναι:

      ……κατέκτησε τη Θεσσαλία και την Αχαΐα
      τη Μακεδονία και μέρος της Θράκης,
      προσάρτησε τη Δαλματία με την Επίδαμνο
      ιλλυρική γη των ορεινών Αλβανών

      Στον στίχο 9149 χαρακτηρίζει την Αχρίδα ως τόπο των Αλβανών: «δε’ Αχρίδος πέφθακεν Αλβάνου τόπον».

      Διαγραφή
    12. Ο Μιχαήλ Κριτοβούλος (1410-1470), γνωστός και ως Κριτόβουλος ο Ιμβριώτης, ήταν ιστορικός, λόγιος και αξιωματούχος κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Στο τρίτο του βιβλίο «Ιστορία του Μωάμεθ του Πορθητή», όταν αναφέρεται στις οθωμανικές εκστρατείες στην Πελοπόννησο και την Ιλλυρία/Αλβανία, χαρακτηρίζει την αλβανική αντίσταση εναντίον των Οθωμανών ως ιλλυρική αντίσταση και αναφέρεται στους Αλβανούς ως Ιλλυριούς… Περιγράφοντας την καταστροφή που επέφεραν στην περιοχή τα οθωμανικά στρατεύματα λέει: «…και οι Ιλλυριοί πήραν τα παιδιά τους, τις συζύγους τους, τα ζώα τους και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να μεταφερθεί, στα ψηλά και μη προσβάσιμα ορεινά καταφύγια» και σε άλλο σημείο λέει: «…τότε, με μία ισχυρή φωνή, το ελαφρά οπλισμένο πεζικό, το βαριά οπλισμένο πεζικό και οι τουφεκιοφόροι επέδραμαν εναντίον των Ιλλυριών και κάνοντας τους να προσπαθούν να ξεφύγουν, τους κυνήγησαν με όλη τους τη δύναμη και τους ξεπέρασαν και τους σκότωσαν. Και κάποιους τους έπιασαν ζωντανούς. Αλλά κάποιοι από αυτούς, πιεζόμενοι από το βαριά οπλισμένο πεζικό, έριξαν τους εαυτούς τους από τα βάραθρα και τους γκρεμούς και σκοτώθηκαν…Ένας μεγάλος αριθμός Ιλλυριών έχασαν τη ζωή τους, άλλοι στη μάχη και άλλοι εκτελέστηκαν…»

      Διαγραφή
    13. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (Αθήνα 1430-Ιταλία 1490), βυζαντινός Έλληνας ιστορικός και μέλος της ομώνυμης αρχοντικής οικογένειας της Αθήνας, η οποία ανέδειξε αρκετούς λογίους κατά τον 15ο αιώνα, γράφει: «Ουδόλως φρονώ ότι οί Αλβανοί ύπάρχουσιν Ίλλυρικόν γένος ώς τίνες λέγουσιν …», δηλαδή «καθόλου δεν συμφωνώ ότι οι Αλβανοί είναι ιλλυρικός λαός όπως λένε κάποιοι…» (Αποδείξεις Ιστοριών, βιβλίο Α, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης)

      Οι Έλληνες και οι Σέρβοι εθνικιστές, χρησιμοποιούν το παραπάνω απόσπασμα από την ιστορία του Χαλκοκονδύλη, ώστε να το παρουσιάσουν ως απόδειξη για την μη ιλλυρική καταγωγή των Αλβανών. Εδώ ο Χαλκοκονδύλης λοιπόν κατά πολλούς αρνείται στους Αλβανούς την ιλλυρική τους καταγωγή. Ωστόσο, κατά τον Χαλκοκονδύλη οι Αλβανοί είτε είναι άποικοι από την Ιαπυγία της Ιταλίας, είτε ιθαγενές στοιχείο από την περιοχή της Επιδάμνου (σημερινό Δυρράχιο): «…είτε μεν από την Ιαπυγία, όπως κάποιοι λένε, πέρασαν στην Επίδαμνο…είτε είναι από την περιοχή της Επιδάμνου, όπου ως όμοροι των Ιλλυριών, κατείχαν τη γύρω περιοχή» όπως χαρακτηριστικά λέει.

      Όποιος έχει μελετήσει τα γραπτά του Χαλκοκονδύλη, θα πρέπει να ξέρει ότι ο Χαλκοκονδύλης χρησιμοποιεί παλαιά ονόματα για να χαρακτηρίσει τους διάφορους λαούς. Για παράδειγμα τους Σέρβους τους ονομάζει ‘Τριβαλλούς’, τους Βούλγαρους τους ονομάζει ‘Μυσούς’, τους Τούρκους τους θεωρεί ‘Σκύθες’ κ.α. Ο Χαλκοκονδύλης βλέπει μια ευρύτερη ιλλυρική ομογλωσσία που έχει διασπαρθεί σε όλη την Ευρώπη και εκτείνεται από τον Ταΰγετο μέχρι την ψυχρή Ρωσία. Αντιλαμβανόμαστε εδώ πως λέγοντας ο Χαλκοκονδύλης ‘Ιλλυριούς’, εννοεί τους Σλάβους. Αυτό φαίνεται και από την αναφορά του στον Ταΰγετο, όπου είχαν εγκατασταθεί οι σλαβικές φυλές των Μηλιγγών και των Εζεριτών.

      Όταν ο Χαλκοκονδύλης αναφέρεται στους Σέρβους (τους οποίους ονομάζει ‘Τριβαλλούς’), τους περιγράφει σαν γένος «Ἱλλυρικόν». Γίνεται κατανοητό ότι εφόσον με τον όρο ‘Ιλλυριούς’ ο Χαλκοκονδύλης εννοεί τους Σλάβους, άρα λοιπόν όταν αρνείται την ιλλυρικότητα των Αλβανών, εννοεί ότι οι Αλβανοί δεν είναι Σλάβοι. Τους θεωρεί είτε αυτόχθονες της βαλκανικής χερσονήσου (και συγκεκριμένα της περιοχής γύρω από το σημερινό Δυρράχιο) είτε αποίκους από την Ιαπυγία της νότιας Ιταλίας.

      Διαγραφή
    14. Ας δούμε κάτι. Οι Ιάπυγες, οι Μεσάπιοι και άλλα φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή, έχουν άμεση σχέση με τους Ιλλυριούς αφού από την Ιλλυρία πέρασαν στην Ιταλία περίπου τον 11ο αιώνα π.Χ. Γιατί όμως ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι ενδέχεται οι σημερινοί Αλβανοί να προέρχονται από τη νότια Ιταλία; Προφανώς μπερδεύεται εδώ και θα εξηγήσω τι εννοώ. Ο βυζαντινός ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης στην «Ιστορία» του αναφέρεται στους Αλβανούς και σε μία σε εξέγερση εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 1043 μ.Χ. Εάν εξετάσουμε προσεκτικά το κείμενο, ο Ατταλειάτης αναφέρεται στους Νορμανδούς οι οποίοι προέρχονταν από την «πέραν των Άλπεων Γαλατία» (όπως λέει και ο Κεδρηνός ο οποίος τους ονομάζει «Φράγγους») και έφτασαν μέχρι τη νότια Ιταλία, όπου ίδρυσαν το Βασίλειο των δύο Σικελιών. Επιτέθηκαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, καταλαμβάνοντας την Κέρκυρα, την Αλβανία, την Ήπειρο κι έφτασαν ως τη Θεσσαλονίκη, χωρίς να καταφέρουν τίποτα περισσότερο. Μάλιστα η Άννα η Κομνηνή στο βιβλίο της ‘Αλεξιάδα’ περιγράφει τις ταραχές που προκάλεσαν οι Νορμανδοί στρατιώτες στην περιοχή του Αρβάνου (Ιλλυρίας) κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της, Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού (1081-1118).

      Γιατί όμως ο Ατταλειάτης αναφέρει αυτούς τους Νορμανδούς ως ‘Αλβανούς’; Στη μεσαιωνική λατινική γλώσσα της εποχής του, η λέξη ‘albani’ σήμαινε ‘εισβολείς’, ‘επήλυδες’. Στο λεξικό της μεσαιωνικής λατινικής του J.F.Niermeyer η λέξη ‘albanus’ μεταφράζεται στα γαλλικά ως ‘etranger’ και στα αγγλικά ως ‘alien’. Η λέξη αυτή συνδέεται με τη φράγγικη λέξη ‘aliban’ (από το λατινικό alibi) η οποία πέρασε στα λατινικά του Μεσαίωνα ως ‘alibanus’, ‘albanus’, ‘aubanus’ κ.τλ. Ακόμα και σήμερα για παράδειγμα στα γαλλικά υπάρχει η λέξη ‘aubaine’ (συνόνυμη της μεσαιωνικής λατινικής albanagium) που μεταφράζεται στα ελληνικά ως ‘ευκαιρία’, ‘κοψοχρονιά’, ‘κελεπούρι’, ‘λαχείο’, ‘ευλογία’, ‘μάννα’ κ.α. Με λίγα λόγια το γαλλικό aubaine σημαίνει κάτι που ήρθε, κάτι που δόθηκε, κάτι αρχικά ξένο κ.τλ.

      Διαγραφή
    15. Οι Νορμανδοί λοιπόν εμφανίστηκαν στη νότια Ιταλία το 1017 μ.Χ. και την περίοδο 1038-1043 στην οποία αναφέρεται ο Ατταλειάτης, θεωρούνταν albani (στα γαλλικά aubain) δηλαδή επήλυδες και ξένοι σε σχέση με τους ντόπιους Ιταλούς. Για τον λόγο αυτόν, οι πληθυσμοί αυτοί αποκαλούνταν ως ‘Αλβανοί’. Η ονομασία ‘Νορμανδοί’ επικράτησε πολύ αργότερα.

      «Θεωρήθηκε ότι αυτοί οι Αλβανοί του 1042 ήταν Νορμανδοί από τη Σικελία, αποκαλούμενοι έτσι από ένα αρχαϊκό όνομα. Η αυτή περίπτωση είναι αδιαμφισβήτητη. Προέρχεται από τον ίδιο τον Ατταλιάτη, που έγραψε ότι οι Αλβανοί (Αρβανίτες) σχετίζονταν με την εξέγερση του 1078…» (Alexandru Madgearu, "The wars of the Balkan Peninsula: their medieval origins", Lanham: Scarecrow Press, 2008, p. 25;)

      Βυζαντινοί ιστορικοί αποκαλούν αυτούς τους νορμανδικούς πληθυσμούς με διάφορα ονόματα. Ο Ατταλειάτης τους αποκαλεί ‘Αλβανούς’. Ο Σκυλίτζης-Κεδρηνός και ο Βρυέννιος τους αποκαλούν ‘Φράγγους’. Ως ‘Νορμάνους’ τους αποκαλεί όπως είδαμε αργότερα η Άννα η Κομνηνή στην Αλεξιάδα.

      Αργότερα Νορμανδοί στρατιώτες από τη νότια Ιταλία οι οποίοι επιτέθηκαν εναντίον της βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τελικά προσεχώρησαν στις αυτοκρατορικές στρατιωτικές δυνάμεις, ονομάστηκαν ‘Μανιακάτοι’ από το όνομα του βυζαντινού πρώην αρχηγού τους Γεωργίου Μανιάκη, ο οποίος είχε στασιάσει κατά της Αυτοκρατορίας και σκοτώθηκε κοντά στην Θεσσαλονίκη. (Διονύσιος Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορια 324-1071, σελ. 399)

      Αξίζει να αναφέρουμε κάτι ακόμα από την ‘Ιστορία’ του Μιχαήλ Ατταλειάτη. Ο Ατταλειάτης λοιπόν αναφέρει ότι ο δούκας του Δυρραχίου Νικηφόρος ο Βασιλάκης στα 1078-1079 στασίασε εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ετοίμασε στρατό για να βαδίσει εναντίον της. Ο στρατός του αυτός αποτελούνταν από Ρωμαίους, Αρβανίτες, Βούλγαρους κ.α. Εδώ ο Ατταλειάτης αναφέρεται σε Αρβανίτες και όχι σε Αλβανούς. Οι Έλληνες εθνικιστές χρησιμοποιούν αυτή την αναφορά του Ατταλειάτη για να διαχωρίσουν τους Αρβανίτες από τους Αλβανούς και λένε για παράδειγμα ότι «σε άλλο σημείο ο Ατταλειάτης αναφέρεται σε Αλβανούς και σε άλλο σημείο σε Αρβανίτες…άρα άλλο οι Αλβανοί και άλλο οι Αρβανίτες» όμως όπως δείξαμε, ο Ατταλειάτης με την ονομασία ‘Αλβανούς’ αναφέρεται στους Νορμανδούς της νότιας Ιταλίας που ήταν αλβανοί (ξένοι) στον τόπο εκείνον και όχι στους Αλβανούς της σημερινής Αλβανίας.

      Διαγραφή
    16. Ας δούμε το συμπέρασμα από το απόσπασμα του Χαλκοκονδύλη. Αποδείξαμε ότι λέγοντας ο Χαλκοκονδύλης ‘Ιλλυριούς’ εννοούσε τους Σλάβους και ότι αρνήθηκε ότι οι Αλβανοί είχαν σλαβική καταγωγή. Επειδή υπάρχει μία σύγχιση στις ιστορικές πηγές, γι’ αυτό προφανώς μπερδεύτηκε και ο Χαλκοκονδύλης. Παλαιότερα υπήρχε κοντά στη Ρώμη περιοχή με την ονομασία ‘Alba Longa’ και βουνό με το όνομα ‘mons Albanus’. Οι κάτοικοι της Άλμπα Λόγγα ονομάζονταν Αλβανοί. Χώρα με το όνομα ‘Αλβανία’ υπήρχε και στον Καύκασο. ‘Αλβανία’ ονομαζόταν και η Σκοτία παλαιότερα. Albany υπάρχει στις Η.Π.Α και στην Αυστραλία. Πρόκειται ασφαλώς για συνωνυμίες. Χρειάζεται επομένως μία προσεκτική μελέτη των πηγών, ώστε να μην πέφτουμε σε σφάλματα και να καταλάβουμε το τι πραγματικά εννοεί και θέλει να πει ο κάθε συγγραφέας.

      Ας δούμε κάτι ακόμα για τον Χαλκοκονδύλη. Τι είπε ο Χαλκοκονδύλης; «Καθόλου δεν συμφωνώ ότι οι Αλβανοί είναι ιλλυρικός λαός όπως λένε κάποιοι», εννοώντας όπως εξήγησα ότι δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν οι Αλβανοί ως σλαβικό έθνος, αφού τους Σλάβους στην ουσία τους ονόμαζε Ιλλυριούς και όχι τους Αλβανούς. Τι είπε σε άλλο σημείο όμως; «Θα έπρεπε να θεωρήσουμε τους Αλβανούς ως ανήκοντες στους Μακεδόνες, παρά σε οποιοδήποτε άλλο από τα έθνη της οικουμένης.» (Αποδείξεις Ιστοριών, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Βιβλίο Β)
      Είναι γνωστό ότι στη δυτική Μακεδονία αρχικά κατοικούσαν Ιλλυριοί, Βοτιαίοι και άλλοι λαοί (ενώ στα ανατολικά Θράκες και άλλοι). Θεωρούσε λοιπόν ο Χαλκοκονδύλης τους Αλβανούς ως απογόνους εκείνων των φυλών που κατοικούσαν παλαιότερα τις δυτικές περιοχές της Μακεδονίας, δηλαδή των Ιλλυριών!!!

      Διαγραφή
    17. Η προσπάθεια των Ελλήνων και των Σέρβων εθνικιστών να αποδείξουν ότι οι Αλβανοί δεν είναι απόγονοι των Ιλλυριών και αυτόχθονες στα Βαλκάνια, χρησιμοποιόντας αποσπάσματα από τα βιβλία του Χαλκοκονδύλη, πέφτει στο κενό. Οι Αλβανοί όμως ήταν Ιλλυριοί.

      Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, στον επιτάφιο προς τον αυτάδελφό του Θεόδωρο Παλαιολόγο, μας δίνει αξιοπρόσεκτες πληροφορίες για την μετοίκηση χιλιάδων Αλβανών στην Πελοπόννησο, τους οποίους αποκαλεί ‘Ιλλυριούς’, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και τα ζώα τους όπως χαρακτηρηστικά λέει: «Αλλά και Ιλλυριοί, περίπου μία μυριάδα, αθρόοι μετοίκησαν με τα παιδιά και τις γυναίκες και τα ζώα τους…» (Λάμπρου: «Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά», τ. Β, σ. 41–42).

      Στον σατυρικό διάλογο ‘Ταξίδι στον Άδη’ (Επιδημία Μάζαρι εν Άδου) του βυζαντινού Μάξιμου Μάζαρι, ο συγγραφέας περιγράφει τις επτά γλωσσικές–πολιτισμικές κοινότητες που κατοικούν από κοινού (οικεί αναμίξ γένη) το 1415 στην Πελοπόννησο: Λακεδαίμονες (Μανιάτες), Ιταλοί, Πελοποννήσιοι (Μοραΐτες), Σθλαβίνοι, (Σλάβοι) Ιλλυριοί (Αρβανίτες), Αιγύπτιοι (Τσιγγάνοι) και Ιουδαίοι (Εβραίοι). (D. Α. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, II Athènes 1953, σελ. 1.)

      Ο Γεώργιος Φραντζής (ή Σφραντζής), Βυζαντινός αξιωματούχος και ιστορικός συγγραφέας, γράφει ότι το 1454 «επανέστησαν οι Αλβανίται της Πελοποννήσου κατά των Δεσποτών και των Αυθεντών αυτών». Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος (γνωστός και ως Κριτόβουλος ο Ίμβριος), ιστορικός, λόγιος και αξιωματούχος κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο, στην ‘Ξυγγραφή Ιστοριών’ (έργο γνωστό και ως ‘Η ζωή του Μωάμεθ Β΄’) αποκαλεί αυτούς τους Αλβανούς ως Ιλλυριούς.

      «Κανένα άλλο μέρος της Ευρώπης παρόμοιας έκτασης δεν περιέχει τόσο διαφορετικούς ανθρώπους όσο η Βαλκανική χερσόνησος. Οι αυτόχθονες κάτοικοι της αντιπροσωπεύονται σήμερα από τους Αλβανούς.» (World History, By Hutton Webster, page 530)

      Διαγραφή
    18. Ο κληρικός και λόγιος του 19ου αι. Κωνσταντίνος Οικονόμος έγραψε το 1828 ένα τρίτομο βιβλίο με τίτλο «Δοκίμιον περί της πλησιεστάτης συγγενείας της Σλαβονο-Ρωσσικής γλώσσης προς την Ελληνικήν», το οποίο αφιερώνει προς τον αυτοκράτορα της Ρωσίας Νικόλαο Παυλίδη. Γράφει ο Οικονόμος: «Και αυτή δε η σημερινή Αλβανική, παραφυάς τις ούσα της αρχαίας Ιλλυρικής, φαίνεται τις ημιελληνική, περιέχουσα πλέον ή το εν τρίτον Ελληνικά και μάλιστα Αιολικά ονόματα, και άλλο τρίτον, Σλαβονικά και Λατινικά και Κελτικά, και τρίτον τελευταίον, άγνωστά τινα, ίσως αρχαία Ιλλυρικά και Θρακικά, ως παρετήρησε πιθανώτατα ο σοφός Μαλτέβρουνος.»

      Και οι Οικονόμος λοιπόν αναγνωρίζει την καταγωγή της αλβανικής γλώσσας (και των Αλβανών) από τους Ιλλυριούς, παρόλο που έχει - όπως λέει - πολλά δάνεια από την ελληνική γλώσσα.

      Διαγραφή
    19. Ας δούμε τι έγραψε το 1841 ο Nicolay, Πρίγκηπας του Vasoyevich ή Πρίγκηπας των Wassoevitch (Prince des Wassoevitch) όπως αποκαλεί τον εαυτό του στα γαλλικά. Ο Νικολάη, ήταν ο συγγραφέας μερικών δοκίμιων στη γαλλική γλώσσα και επιστολών σχετικά με την ορεινή περιοχή ανάμεσα στα σημερινά σύνορα της Αλβανίας με το Μαυροβούνιο. Έδρασε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πρίγκηπα Πέταρ του 2ου Πέτροβιτς Νιέγκος (1830-1851) του Μαυροβουνίου και φέρεται να είχε γνώση από πρώτο-χέρι σχετικά με τις ορεινές φυλές της Αλβανίας και του Μαυροβουνίου εκείνο τον καιρό. Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του.

      Το χειρόγραφο κείμενο του βρέθηκε στα Αρχεία της Κοινότητας των Λαζαριστών στο Παρίσι. Εκδόθηκε από τον Bulletin de la Société Géographique de Paris, στο Παρίσι το 1841. Μεταφράστηκε από τα γαλλικά από τον Robert Elsie.

      Λέει:

      «Συνοπτικές Πληροφορίες για τις φυλές της ορεινής Αλβανίας, ιδιαίτερα γι’ αυτές στα απροσπέλαστα Βουνά.
      Η αρχαία Χολμία (τα βουνά) βρίσκεται νάμεσα στην Αδριατική θάλασσα, την ακτή του Κότορ, τη Βουλγαρία και την παλιά Σερβία, ανάμεσα στην Ερζεγοβίνη, τη λίμνη Οχρίδα, το Ελμπασάν και το Δυρράχιο. Τώρα αποτελεί την ολότητα της ορεινής Αλβανίας, μέρος της Ερζεγοβίνης, τη Βοσνία και την Παλαιά Σερβία. Είναι περίπου 51.3 λεύγες στο μήκος [247,68 χιλιόμετρα] και περίπου 30.8 λεύγες στο πλάτος [148,7 χιλιόμετρα], που μας κάνουν περίπου 1.580 τετραγωνικές λεύγες [7628,29 τετραγωνικά χιλιόμετρα]. Έχει έναν πληθυσμό από περίπου 320.000 ψυχές, από τους οποίους 74.000 μαχητές και 5.400 ιππικό.

      Η χώρα καλύπτεται από βουνά και απόκρυμνους γκρεμούς, φαράγγια και περιοχές που είναι τόσο απρόσιτες που από τα παλαιότερα χρόνια μέχρι σήμερα, καμία οπλισμένη δύναμη δεν έχει μπορέσει να τις διαπεράσει. Δεν θα ήθελα να δώσω τοπογραφικά στοιχεία για τη χώρα επειδή είναι ένα τόσο απέραντο θέμα και θα απαιτούσε πολύ πιο προσεκτική και ειδική μεταχείριση. Θα ήθελα απλώς να σημειώσω ότι είναι πολύ δύσκολο, αν όχι απίθανο, να έχουμε μια ακριβή ιδέα της φύσης αυτής της χώρας και της φοβερής μορφής των βουνών της. Κάθε βήμα που κάνει κάποιος, ανακαλύπτει και από ένα φρούριο, κάθε βράχος είναι ένα τοίχος προστασίας που η φύση δημιούργησε ώστε να σταματήσει τους εισβολείς απ’ την προέλαση. Εν ολίγης, η ορεινή Αλβανία είναι ένα τέλειο φυσικό φρούριο που καμία δύναμη δενμπόρεσε να το κατακτήσει ή να το υποτάξει.

      Η ιστορία μας λέει ότι οι Ρωμαίοι, και ακόμα και οι Τούρκοι, ήταν κύριοι αυτής της χώρας. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά με το νόημα των προϋποθέσεων ότι εκπλήρωναν τα θέλω αυτών των φυλών, και όχι με τη δύναμη των όπλων.

      Η αρχαία Χολμία παίρνει το όνομα της από ένα ψηλό βουνό που λεγόταν Χολμ, βρισκόταν στη γη της φυλής των Vasoyevich εναντίον των Τούρκων του Kolashin. Η Χολμία διαιρείται τώρα σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι τα απροσπέλαστα βουνά που βρίσκονται στο Μαυροβούνιο και στην Μπρντα (παλιά Χολμία). Το δεύτερο είναι τα βουνά που εξαρτούνται από την Πύλη [Οθωμανική Αυτοκρατορία] για τα βοσκοτόπια και το εμπόριο τους, αλλά που δεν πληρώνουν τίποτα στους Τούρκους και κυβερνούν τους εαυτούς τους.

      Οι άνθρωποι που κατοικούν αυτή την περιοχή, ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές: οι αλβανικές φυλές και οι σλαβικές φυλές. Οι Αλβανοί ή Σκιπετάρ είναι οι απόγονοι του Ιλλιριού, του γιου του Κάδμου, Βασιλιά των Φοινίκων, που άφησε τη χώρα του όταν έφτασαν οι Ισραηλίτες, ταξίδεψεμε τον γιο του και τους ανθρώπους του για να κατοικήσουν στις ακτές της Αδριατικής Θάλασσας, από την Ελλάδα μέχρι τη λίμνη Σκόδρα, μία θέση που έχουν διατηρήσει μέχρι σήμερα, χωρίς να έχουν αλλάξει τα ήθη και τα έθιμα τους. Η γλώσσα τους ωστόσο έχει πραμείνει έτσι ακριβώς όπως ήταν 33 αιώνες πριν. Αυτή η γλώσσα δεν παρουσιάζει καμία ομοιότητα με τις γλώσσες που ομιλούνται βορείως αυτής (βόρεια της Αλβανίας), εκτός από τεχνικούς όρους και λεξιλόγιο που πήραν από τους κυρίους τους.

      Όλοι οι Αλβανοί είναι Ρωμαιο-καθολικοί [στα πολύ ορεινά βόρεια μέρη], αλλά εκτός από μία αντιπάθεια που έχουν για τον Πάπα και τη λατινική γλώσσα, έχουν χαμηλή εκτίμηση για τους κληρικούς και είναι λίγο αφοσιωμένοι στη θρησκεία τους…»

      Διαγραφή
    20. Ο λόγιος και νομομαθής από το Ναύπλιο, Μιχαήλ Λαμπρυνίδης (1850-1915), ο οποίος διετέλεσε βουλευτής Ναυπλίας, σύμβουλος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας και συγγραφέας ιστορικών μελετών, λέει στο βιβλίο του με τίτλο «Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον» (εκδ. 1907, Αθήνα): «Μία των αλλεπαλλήλων ανά τας ελληνικάς χώρας αθρόων βαρβαρικών μεταναστάσεων υπήρξε κατ’ εξαίρεσιν ήκιστα δυσήκεστος και πως ευεργετική διά τον Ελληνισμόν. Απ΄αυτών έτι των αρχών της ΙΔης μ.Χ. εκατοεντατηρίδος, περί το έτος 1320, φυλή εύρωστος, φυλή νομάδων, απόγονος των μενεπτολέμων Χαόνων ή Θεσπρωτών και των προελλήνων Σελλών, υπό λιμού και εμφυλίων σπαραγμών ελαυνομένη, διέσχισε τους δρυμούςκαι τας διασφαγάς του Πίνδου, τον Ζυγόν, και εξεχύθη αθρόως εις τα ευεπίβετα πεδία της εριβώλακος Θεσσαλίας, ένθα και κατεσκήνωσεν. Οι Αλβανοί, Σκιπετάρ, ως ωνομάζετο ο φερέοικος ούτος λαός, φεύγοντες τας πενιχράς της κοιτίδων αυτών νάπας, εισέβαλλον τότε εις την θεσσαλικήν γην».

      Ο Θωμάς Πασχίδης, Έλληνας λόγιος, εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος, μέλος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας των Αθηνών και ακραιφνής εθνικιστής, αν και ταυτίζει τους Έλληνες με τους Αλβανούς, γράφει: «…Ο Σκενδέρμπεης μετά των Αλβανών αντέστη κατά δύο Σουλτάνων, ους και ενίκησεν…Τότε νυν έχον δυνάμεθα διαιρέσει τους Αλβανούς εις δύο μεγάλους κλάδους εις Γκέγκας (ων Ιλλυριοι, Μαυροβούνιοι, Μυρδίται, Κούκοι, Πουλάται και λοιποί) και Τόσκους, ένθα, ως προείπομεν, και άλλοτε εγένοντο εξ Ηπείρου μεταναστεύσεις…Όλοι δε οι Τόσκοι καθορώσιν ότι το μέλλον αυτών εστί σφιγκτώς συνδεδεμένον τω του Ελληνισμού, ως και οι Θυάμιδες (Τσάμιδες) και Ιάπυδες (Λιάπηδες)…Οι Τόσκαι ή Τόσκιδες κατέχουσιν την μέσην Αλβανιαν, την Μουζακίαν, την χώραν του Βερετίου και του Τομάρου την Τομορίτσαν και μέχρι της Πρεμέτης. Η Θυαμουρία (Τσιαμουρία) περιλαμβάνει τους περί τον Θύαμιν και από Μαργαριτίου και Παραμυθίας οικούντας Αλβανούς…Ουδείς των κατοίκων της Αλβανίας ηνέχθη ποτέ ουδ’ ανεχθήσεται ίν’ απαρνηθεί την καταγωγήν αυτού την προγονικήν, την εκ των Πελασγών, και να ευρεθεί γεγυμνωμένος ως ξένος των εθνικών αυτού παραδόσεων, εφ’ αις σεμνύνεται, αναλογιζόμενος ότι προπάτορας έχει τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα, τον Πύρρον…Οι Αλβανοί ονομάζονται μεταξύ αυτών Σκηπετάροι, η δε χώρα ολόκληρος Σκηπερία». (Πασχίδης Θωμάς, Οι Αλβανοί και το μέλλον αυτών εν τω ελληνισμώ, εκδ. Εθνικού Πνεύματος, Αθήνα 1879)

      Ο Κοσμάς Μυρτίλος Αποστολίδης, ιστορικός-φιλόλογος, γεννήθηκε στη Φιλιππούπολη το 1869. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1897. Δίδαξε στη Φιλιππούπολη στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία. Ακολούθησε μετεκπαίδευση στην Γερμανία και αργότερα εργάστηκε σε ελληνικά εκπαιδευτήρια της Αιγύπτου. Επέστρεψε στην Φιλιππούπολη μετά το 1921 όπου μελέτησε τα αρχεία της Μητρόπολης και των συντεχνιών της πατρίδας του και μας έδωσε πολλές πληροφορίες για την ιστορία της Φιλιππούπολης και της Θράκης. Πέθανε στην Αθήνα το 1948. Τα έργα του δημοσιεύτηκαν στο Αρχείο Θράκης και τα Θρακικά. Έγραψε: «Οι Ηπειρώτες μερικές φορές αποκαλούνταν ‘Αλβανοί’ επειδή μιλούσαν την Αλβανική γλώσσα.». (Ο Στενίμαχος, σελίδα 34, Δημοσίευση: Πυρσός, Αθήνα 1929)

      Διαγραφή
    21. Ο Γεώργιος Γεννάδιος (1786-1854) γεννήθηκε το 1786 στη Σηλυβρία Ανατολικής Θράκης και κατάγονταν από τα Δολιανά του Ζαγορίου. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αναστάσιος, ο λεγόμενος Παπαναστασίου και μητέρα του η Άννα ή Σωσάννα. Λόγω της ωμότητας των Τούρκων ο πατέρας του αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με την οικογένειά του στη Σηλυβρία της Αν.Θράκης, όπου και πέθανε μετά από τρία χρόνια. Η μητέρα του πήρε τον μικρό Γιώργο και επέστρεψε στα Δολιανά, όπου διέμεινε σε συγγενείς της. Αυτοί φρόντισαν την μητέρα και το παιδί και έδωσαν στον μικρό Γεώργιο αξιόλογη μόρφωση. Αφού ο Γεώργιος έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο χωριό, συνέχισε το σχολείο στα Ιωάννινα και αργότερα πήγε στο Βουκουρέστι για σπουδές, όπου ένας θείος του ήταν ηγούμενος σε ένα μοναστήρι. Δάσκαλός του στο Βουκουρέστι ήταν ο Λάμπρος Φωτιάδης. Από εκεί πήγε στην Λειψία για να συνεχίσει τις σπουδές του στα Γερμανικά. Έλαβε μέρος σε μερικές μάχες στην Ελλάδα και κινδύνεψε. Μετά από την αποκατάσταση της ειρήνης, μόχθησε υπέρ του ορφανοτροφείου στην Αίγινα και για τον σχηματισμό δημόσιας βιβλιοθήκης. Χρημάτισε καθηγητής Πανεπιστημίου και Γυμνασιάρχης. Πέθανε τον Νοέμβριο του 1854 και τιμήθηκε από τον υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, ο οποίος σε επιστολή του στην χήρα του, αποκάλεσε τον θάνατό του εθνική συμφορά. (Αγαπητός Σ. Αγαπητός (1877). «Οι Ένδοξοι Έλληνες του 1821, ή Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος». Τυπογραφείον Α. Σ. Αγαπητού, Εν Πάτραις)

      Ο γιος του Γεωργίου Γεννάδιου, που είχε την ίδια για τον ελληνισμό αγάπη σαν τον πατέρα του, όντας επιτετραμμένος της Ελλάδας στο Λονδίνο, γράφει στο μικρό βιβλίο «εισαγωγικάς παρατηρήσεις εν τω εθνογραφικώ χάρτη της ευρωπαϊκής Τουρκίας και Ελλάδος» που εξέδωσε το 1976 στην αγγλική γλώσσα: «Οι Αλβανοί ή Σκιπετάροι ή Αρναούτηδες είναι οι γνησιότεροι αντιπρόσωποι της Πελασγικής Ιλλυρίδας, δηλαδή Έλληνες στην στοιχειώδη τους κατάσταση…Επί των πολέμων του Αλή Πασά οι Χιμαριότες Λιάπηδες και οι Σουλιότες (Τσάμηδες) παρείχαν τους κορυφαίους των αγωνιστών Μπότσαρη, Τζαβέλα, Δράκο, όπως και οι εξελληνισμένοι Αλβανοί της Ύδρας και των Σπετσών παρείχαν τον Μιαούλη, τον Τσαμαδό και τον Τομπάζη.».

      Αναγνωρίζει λοιπόν και ο Γεννάδιος τους Αλβανούς ή Σκιπετάρους όπως είναι το εθνικό τους όνομα και όπως επίσης τους λέει, ως απογόνους των Ιλλυριών.

      Διαγραφή
    22. Ο Λόρδος Byron περιγράφει τους Σουλιότες ως «κακότροπους Ρωμαίους που μιλούν λίγα Ιλλυρικά» (Byron to Hobhouse, letter from 8, St James’s Street, London, November 2nd 1811), δηλαδή ιλλυρικά=αλβανικά.

      Ο Άγγλος Συνταγματάρχης William Martin Leake, ο οποίος περιηγήθηκε στην Ήπειρο, θεωρούσε τους Αλβανούς ως απογόνους των Ιλλυριών, οι οποίοι, λόγω της ορεινής φύσης των εδαφών τους, κατάφεραν να μην επιμειχθούν με τους Σλάβους, τους Ούννους, τους Γότθους και άλλους κατά καιρούς εισβολείς.

      Στην εγκυκλοπέδια Μπριτάνικα λέγεται ότι: «Οι Ιλλυριοί κατοίκησαν στη δυτική πλευρά των Βαλκανίων…από εκεί που βρίσκεται η σημερινή Σλοβενία στα βόρειο-δυτικά μέχρι την Ήπειρο.» (Encyclopedia Britannica, p. 615, 2002). Στην ίδια επίσης εγκυκλοπέδια λέγεται: «Οι Αλβανοί θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, υπόθεση για την υποστήριξη της οποίας η συγκριτική γλωσσολογία προσφέρει μερικά επιχειρήματα. Το ισχυρότερο επιχείρημα είναι η συνέχεια των οικισμών και τοπωνυμίων στην περιοχή που περικλείουν τα σημερινά όρια της Αλβανίας.»

      «Ενδέχεται οι Ιλλύριοι να είναι οι πρόγονοι των σημερινών Αλβανών. Οι φυλές δυτικά της Πίνδου θεωρούνταν πάντα λιγότερο ελληνικές από αυτές στα ανατολικά της και το Ιλλυρικό στοιχείο στην περιοχή αυτή ήταν περισσότερο από το ελληνικό.» (Library of Universal History and Popular Science, p. 721)

      Ο ιστορικός και μελετητής των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και φιλοσόφων George Grote έγραψε: «Ο Θεόπομπος (340 π.Χ.) καταγράφει 14 διαφορετικά έθνη στην Ήπειρο, ανάμεσα στα οποία κυρίαρχη θέση στην Ήπειρο είχαν οι Μολοσσοί και οι Χάονες. Είναι πιθανόν ότι άλλα από αυτά ήταν Ιλλυρικά άλλα ημι-μακεδονικά, όλα αυτά όμως τα καταγράφει κάτω από το κοινό όνομα Ηπειρώτες.» (George Grote, History of Greece, vol. 3, p. 414 – 1987)

      Διαγραφή
    23. Την πανάρχαια καταγωγή των Αλβανών υποστηρίζει η Encyclopedia Americana (vol.1, ed. 1951), η οποία γράφει: «Οι Αλβανοί είναι ένας από τους αρχαιότερους λαούς της Ευρώπης, απόγονοι των Πελασγών και ανήκουν στον διναρικό ανθρωπολογικό τύπο. Οι σημερινοί Αλβανοί θεωρούνται ότι μιλάνε μία γλώσσα σύνθετη από Ιλλυρικά, Θρακικά, λατινικά, σλαβικά και τουρκικά στοιχεία. Από κάποιους η Αλβανική γλώσσα θεωρείται ότι βασίστηκε πάνω στη γλώσσα των αρχαίων Πελασγών…» (The Encyclopedia Americana: a library of universal knowledge, Volume 1)

      Σε άλλο τόμο της Encyclopedia Americana λέγεται: «Οι Αλβανοί, ιλλυρικής καταγωγής, είναι ο πιο αρχαίος ιστορικός λαός των Βαλκανίων. Οι Σλάβοι ήρθαν αργότερα με μεταναστεύσεις και κατάκτηση.» (The Encyclopedia Americana: a library of universal knowledge, Volume 3, page 85)

      Ο Arnold Sherman στη σελίδα 11 του βιβλίου του «Αλβανία, ο τσακισμένος αετός των Βαλκανίων (εκδ. Ίνδικτος) γράφει: «Οι Ιλλυριοί ήταν πιθανότατα οι Πελασγοί που πολύ αργότερα αναφέρουν οι Έλληνες κλασσικοί συγγραφείς ως τους αυτόχθονες κατοίκους των περιοχών της Ελλάδας και ανατολικών νησιών της Μεσογείου. Γνωρίζουμε επίσης ότι η αλβανική γλώσσα…κατά πάσα πιθανότητα είναι η μοναδική επιζώσα γλώσσα από την ομάδα των θρακοϊλλυρικών γλωσσών που κάποτε μιλούσαν οι παλαιότεροι κάτοικοι της Βαλκανικής Χερσονήσου».

      Ο Λ. Σ. Σταυριανός, καθηγητής ιστορίας του πανεπιστημίου Northwestern, στην ελληνική έκδοση της Μεγάλης Αμερικανικης Εγκυκλοπαίδειας, τ.2, σελ. 120-122, γράφει: «Οι Αλβανοί είναι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών. Οι Αλβανοί συγκαταλέγονται μεταξύ των αρχαιότερων λαών της Ευρώπης. Η αλβανική γλώσσα ανήκει εις τον θρακοϊλλυριακόν κλάδον της ινδογερμανικής γλωσσικής ομοφυλίας. Βάσις της σημερινής αλβανικής είναι η πανάρχαια Ιλλυρική. Ο Δημήτριος Καμάρδα ησχολήθη με την αλβανικήν γλώσσαν και κατέλιπε περισπούδαστας μελέτας, εξ ων σημαντικώτεραι είναι το Δοκίμιον συγκριτικής γραμματολογίας επί της αλβανικής γλώσσης και το Παράρτημα, καταδεικνύουσαι την στενήν συγγένειαν της αλβανικής προς την ελληνικήν». Ο Σταυριανός όμως λέει ότι οι Ιλλυριοί είναι ξεχωριστή πολιτισμική οντότητα από την Ελληνική και ότι οι Ιλλυριοί (αλλά και οι Θράκες) ήταν βάρβαρα φύλλα. (The Balkans since 1453)

      Διαγραφή
    24. Ο καθηγητής Κ. Άμαντος σε κείμενο που έχει γράψει στην εγκυκλοπαίδεια Πυρσός-Δρανδάκης στο λήμα Αλβανοί, γράφει:
      «Παρά τις αντιρρήσεις αυτές δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να αρνηθούμε την ιλλυρική αρχή των Αλβανών. Ίσως όμως προσετέθησαν σε αυτούς και Θράκες, ο ευκινητότερος λαός της χερσονήσου του Αίμου.»

      Ο Αθανάσιος Γιάγκας στον πρόλογο του βιβλίου του N. G. L. Hammond για την Ήπειρο, προπαγανδιστικά γράφει: «Κι όλοι γνωρίζουμε ότι με τη βοήθεια του Κάδμου οι Εγχελείς όχι μόνο αναχαίτισαν τους Ιλλυριούς, μα και τους νίκησαν και τους υπέταξαν». Όμως οι Εγχελοί ήταν Ιλλυρική φυλή και ο Κάδμος θεωρείται από τους Έλληνες ως πατέρας του Ιλλυριού. Αλλά και αν οι Εγχελοί δεν ήταν Ιλλυριοί, τότε ποια Ιλλυρική φυλή πολέμησε με τους Εγχελούς; Τελικά μεγαλύτεροι προπαγάνδα κάνουν οι Έλληνες, οι ξένοι ή οι Αλβανοί;

      Ο Αμερικανός γλωσσολόγος - ο οποίος δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αλβανική και στις κελτικές γλώσσες αλλά και στις γλώσσες των Ινδιάνων της Αμερικής και θεωρείται αυθεντία στις λεγόμενες ινδοευρωπαίκές γλώσσες - Eric Pratt Hamp υποστηρίζει ότι η αλβανική γλώσσα κατάγεται από τις ιλλυρικές και ότι σχετίζεται με τη γλώσσα των Μεσσάπιων της νότιας Ιταλίας, η οποία ήταν ιλλυρική διάλεκτος. (Eric Hamp, ‘Comparative Studies on Albanian’, 2007)

      Ο Zacharia Mayani κατέγραψε στο βιβλίο του ‘Οι Ετρούσκοι άρχισαν να μιλούν’, ότι «όλα τα δάνεια που έχουν εισχωρήσει στην αλβανική γλώσσα διαμέσου των αιώνων, δεν κατάφεραν με τίποτα να αλλάξουν ένα θεμελιώδες γεγονός: το γεγονός της συνέχειας ανάμεσα στους Ιλλυριούς και τους Αλβανούς.» (Zacharia Mayani, The Etruscans began to speak, (translated from the French by Patrick Evans), Simon & Schuster, New York, 1962, p. 383)

      Ο Σέρβος γεωγράφος και θεωρούμενος ως ο ιδρυτής της επιστήμης της γεωγραφίας στη Σερβία, Jovan Cvijic (1865-1927), πρώην πρόεδρος της Σερβικής Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών (και πολλών άλλων ευρωπαϊκών ενώσεων και ακαδημιών) και λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, αν και υποστηρικτής της σερβικής επέκτασης στις ακτές της Αδριατικής, είπε: «Οι Αλβανοί, όπως είναι γνωστό, είναι οι αρχαίοι Ιλλυριοί, που εκλατινίστηκαν μέχρις ενός σημείου, κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης. Επιπλέον, περιέχουν σίγουρα ένα σλαβικό ποσοστό, ιδιαίτερα από την περίοδο του μεσαίωνα και μετά. Πριν την κάθοδο των νότιων Σλάβων, οι Ιλλυριοί κατείχαν το δυτικό τμήμα της (βαλκανικής) χερσονήσου, από τα μέσα του Δούναβη ως την Ήπειρο και τις κεντρικές περιοχές.» (Jovan Cvijic, Balkan Peninsula and South Slavic countries, 1918)

      Διαγραφή
    25. Λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι μία μεγάλη σειρά επιστημόνων - ορισμένοι από τους οποίους είναι Αλβανοί αλλά οι περισσότεροι τους ξένοι - που υποστηρίζουν την ιλλυρική καταγωγή της αλβανικής γλώσσας, μαζί με τα έργα τους και τη χρονολογία εκδόσεως των, είναι οι εξείς:

      • 1705: Leibniz, Gottfried Wilhelm. Albaner – Brife. Hanover.
      • 1774: Thunmann, Johann. Untersuchungen über die Geschichte der östlichen europäischen Völker. Laipzig.
      • 1829: Kopitar, B. J. Albanische, walachische und bulgarische Sprache. Wien.
      • 1853: Hahn, Georg von. Albanesische Studien. Wien.
      • 1855: Bopp, Franz. Über das Albanesische in seinen verwandtschaftlichen Beziehungen. Berlin.
      • 1864: Camarda, Demetrio. Saggio di grammatologia comparata sulla lingua albanese. Livorno.
      • 1866: Camarda, Demetrio. Appendice al Saggio di grammatologia sulla lingua albanese. Prato.
      • 1870: Miklosich, Franz. Albanische Forschungen. I: Die slavischen Elemente im Albanischen; Albanische Forschugen, II: Die romanischen Elemente im Albanischen. Wien.
      • 1883-1892: Meyer, Gustav. Albanesische Studien. Wien.
      • 1894: Pedersen, Holger. Bidrag til den albanesiske sproghistorie. (Festskrift til Vilhelm Thomsen). Kobenhavn.
      • 1896: Kretschmer, Paul. Einleitung in die Geschichte der griechischen Sprache (Hyrje në historinë e gjuhës greke). Göttingen.
      • 1905: Pedersen, Holger. "Albanesisch", Rom. Jb.
      • 1919: N.lorga, Breve histoire de l’Albanie et du peuple albanais, p. 3
      • 1926: Thumb, Albert. "Altgriechische Elemente des Albanesischen". Indogerm. Forschungen.
      • 1928: M.E. Durham, Some Tribal Origins, Laws, and Customs in the Balkans, London, 1928
      • 1930: Sandfeld, Kristian. Linguistique balkanique, problemes et resultats. Paris.
      • 1935: Kretschmer, Paul. Sprachliche Vorgeschichte des Balkans (Parahistoria gjuhësore e Ballkanit). Revue Internationale des e'tudes balkaniquee, Volume II.
      • 1950: Cimochowski, Waclaw. "Recherches sur l'histoire du sandhi dans la langue albanaise". Lingua Posnaniensis, pp. 220-255.
      • 1950: Pisani, Vittore. "L'albanais et les autres langues indoeuropéennes",Annuaire de l'Institut de philologie et d'histoire orientales et slaves.
      • 1954: Çabej, Eqrem. "Rreth disa Çështjeve të historisë së gjuhës shqipe".BUSHT, SSHSH.
      • 1954: Lambertz, Maximilian. Lehrgang des Albanischen – Teil I: Albanisch-Deutsches Wörterbuch. Berlin.
      • 1955: Lambertz, Maximilian. Lehrgang des Albanischen – Teil II: Albanische Chrestomathie. Berlin.
      • 1956: Lambertz, Maximilian. Lehrgang des Albanischen – Teil III: Grammatik der albanischen Sprache. Saale.
      • 1959: Mayer, Antun. Die Sprache der alten Illyrier. Wien.
      • 1960: Cimochowski, Waclaw. "Des recherches sur la toponomastique de l'Albanie". Lingua Posnaniensis, pp. 133-145.
      • 1962: Çabej, Eqrem. "Disa probleme themelore të historisë së vjetër të gjuhës shqipe". BUSHT, SSHSH.
      • 1964: Pisani, Vittore. "Les origines de la langue albanaise". Stud. alban.
      • 1965: Tagliavini, Carlo. La stratificazione del lessico albanese. Elementi indoeuropei. Bologna.
      • 1966: Mihaescu, Haralambie. "Les elements latins de la langue albanaise".Revue des études sud-est européennes.
      • 1968: Desnickaja, A. V. Albanskij jazyk i ego dialekty. Leningrad.
      • 1968: Ajeti, Idriz. "La presence de l'albanais dans les parlers des populations slaves de la Peninsule Balkanique а la lumiere de la langue et de la toponymie". Stud. alban..
      • 1968: Gjinari, Jorgji. "Për historinë e dialekteve të gjuhës shqipe". Studime filologjike.
      • 1969: Gjinari, Jorgji. "Mbi vazhdimësinë e ilirishtes në gjuhën shqipe". Studime filologjike.
      • 1970: Çabej, Eqrem. "Mbi disa rregulla të fonetikës historike të shqipes".Studime filologjike, 1970.
      • 1972: Ajeti, Idriz. "Për historinë e marrëdhënieve të hershme gjuhësore shqiptare-sllave". Studime filologjike.

      Διαγραφή
    26. • 1972: Çabej, Eqrem. "L'ancien nom national des albanais". Stud. alban., pp. 31-40.
      • 1972: Çabej, Eqrem. "Problemi i vendit të formimit të gjuhës shqipe". Studime filologjike, pp. 5-23.
      • 1972: Ölberg, Hermann. "Einige Uberlegungen zur Autochtonie der Albaner auf der Balkanhalbinsel". Akten Innsbruck.
      • 1972: Pisani, Vittore. "Sulla genesi dell'albanese". Akten Innsbruck.
      • 1973: Cimochowski, Waclaw. "Pozicioni gjuhësor i ilirishtes ballkanike në rrethin e gjuhëve indoevropiane". Studime filologjike.
      • 1973: Desnickaja, A. V. "Language Interferences and Historical Dialectology Linguistics", Linguistics, pp. 41-52.
      • 1974: Çabej, Eqrem. "Karakteristikat e huazimeve latine të gjuhës shqipe".Studime filologjike.
      • 1976: Çabej, Eqrem. Studime etimologjike në fushë të shqipes. Tiranë.
      • 1974: Domi, Mahir. "Prapashtesa ilire dhe shqipe, përkime dhe paralelizma".Studime filologjike.
      • 1975: Domi, Mahir. "Considerations sur les traits communs ou paralleles de l'albanais avec les autres langues balkaniques et sur leur etude". Stud. alban.
      • 1976: Gjinari, Jorgji. "Struktura dialektore e shqipes e parë në lidhje me historinë e popullit". Studime filologjike.
      • 1976: Katičić, Radoslav. Ancient Languages of the Balkans (Trends in Linguistics). The Hague and Paris: Mouton.
      • 1977: Mann, Stuart E. An Albanian Historical Grammar. Hamburg: Helmut Buske Verlag.
      • 1978: Mihaescu, Haralambie. La langue latine dans le sud-est de l’Europe. Bucuresti-Paris: Editura Academiei-Les Belles Lettres.
      • 1979: Riza, Selman. Studime albanistike. Pristina.
      • 1979: A. Ducellier, Les Albanais du XIe au XIIIe siècle : nomades ou sédentaires, Byzantinische Forschungen, VII., pp. 23-36.
      • 1980: Pellegrini, Giovan Battista. "Rapporti linguistici interadriatici e l’elemento latino dell’albanese", Abruzzo.
      • 1980: Reiter, M. "Leibnizen's Albanel – Briefe". Zeitschrift fur Balkanologie.
      • 1981: Hamp, Eric P. "On Leibniz's Third Albanian Letter". Zeitschrift fur Balkanologie.
      • 1982: Çabej, Eqrem. Studime etimologjike në fushë të shqipes. Tiranë.
      • 1982: Gjinari, Jorgji. "Dëshmi të historisë së gjuhës shqipe për kohën dhe vendin e formimit të popullit shqiptar". Studime filologjike.
      • 1982: Ölberg, Hermann. "Kontributi i gjuhësisë për çështjen e atdheut ballkanik të shqiptarëve". Studime filologjike.
      • 1982: Pellegrini, Giovan Battista. "Disa vëzhgime mbi elementin latin të shqipes", Studime filologjike.
      • 1984: Huld, Martin E. Basic Albanian Etymologies. Columbus, OH: Slavica Publishers.
      • 1985: Banfi, Emanuele. Linguistica Balcanica. Bologna.
      • 1986: De Simone, Carlo. "Gli illiri del Sud. Tentativo di una definizione". Iliria(Tiranë).
      • 1987: Buchholz, Oda; Fiedler, Wilfried. Albanische Grammatik, Leipzig: VEB Verlag Enzyklopädie.
      • 1990: Desnickaja, A. V. Osnovy balkanskogo jazykoznanija, Cast 1. Leningrad: Nauka Press.
      • 1991: Banfi, Emanuele. Storia linguistica del sud-est europeo. Milano.
      • 1996: Demiraj, Shaban. Fonologjia historike e gjuhës shqipe. Akademia e Shkencave e Shqipërisë. Instituti i Gjuhësisë dhe i Letërsisë. Tiranë: TOENA.
      • 1997: Pellegrini, Giovan Battista. Avviamento alla linguistica albanese.

      Διαγραφή
    27. • 1998: Demiraj, Shaban. Gjuha shqipe dhe historia e saj. Tiranë: Shtëpia botuese e librit universitar.
      • 1999: Demiraj, Shaban. Prejardhja e shqiptarëve në dritën e dëshmive të gjuhës shqipe. Tiranë: Shkenca.
      • 2002: Demiraj, Shaban. Gramatikë historike e gjuhës shqipe. Akademia e Shkencave e Shqipërisë. Instituti i Gjuhësisë dhe i Letërsisë.
      • 2004: Demiraj, Shaban. Gjuhësi Ballkanike. Akademia e Shkencave e Shqipërisë. Instituti i Gjuhësisë dhe i Letërsisë.

      «…η άποψη της πλειοψηφίας των επιστημόνων είναι ότι οι Αλβανοί - και η αλβανική γλώσσα – είναι οι πλησιέστεροι σήμερα απόγονοι των Ιλλυριών, των Πελασγών…Αυτό μας κάνει περισσότερο σαφές το γιατί αυτός ο αρχαίος λαός έχει προσκωλληθεί τόσο επίμονα στην αρχαία του γλώσσα και κουλτούρα…παρόλο που η γη τους κατακτήθηκε επανηλειμμένα από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους και τους Σλάβους και τους Τούρκους και παρόλο που επανηλειμμένα χρησιμοποίησαν αυτές τις επιβεβλημένες από τις καταστάσεις γλώσσες, οι άνθρωποι που είναι γνωστοί ως Αλβανοί, έχουν επίμονα και θριαμβευτικά διατηρήσει τη μητρική τους γλώσσα, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους, και την αρχαία ιλλυρική και πελασγική τους ταυτότητα.» (The Albanians, an Ethnic History from Prehistoric Times to the Present – Edwin E. JACQUES, McFarland 2010)

      Διαγραφή