Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

«ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ» ή «ΣΛΑΒΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ» ΓΛΩΣΣΑ-«ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ» ΕΘΝΟΤΗΣ (Συνέχεια του προηγουμένου)
Αμφότερες (Μακεδονική ή Σλαβομακεδονική γλώσσα και Μακεδονική Εθνότης), αποτελούν εφευρέσεις-κατασκευάσματα της μεταπολεμικής περιόδου, ιστορικές και επιστημονικές ανακρίβειες, φαντασιώσεις και σκόπιμες παραχαράξεις. Όποιος επικαλείται την ύπαρξη Μακεδονικής εθνότητος ή Μακεδονικής/Σλαβομακεδονικής γλώσσης, είναι ανιστόρητος, χρήσιμος ηλίθιος, αγράμματος, ανθέλλην/μισέλλην, εθνοδιαλυτής, εγκάθετος προπαγανδιστής.
4. «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ» ΕΘΝΟΤΗΣ
Η σκέψη και μόνον περί δήθεν «Μακεδονικής Εθνότητος», συνιστά ανοησία ή ιστορική-επιστημονική παράνοια. Από τον 5ον π.Χ. αιώνα, έχομεν τις αρχαιότερες έγγραφες μαρτυρίες, αλλά και αρχαιολογικά μνημεία, που πιστοποιούν την ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ των αρχαίων κατοίκων της Μακεδονίας. Συγκεκριμένα:
α. Περσική επιγραφή, που είναι σκαλισμένη στο άνω αριστερό τμήμα της προσόψεως του τάφου του Δαρείου Α΄ (521-486 π.Χ.).
Στην περιοχή Naqsh-e Rostam, που βρίσκεται πέντε χιλιόμετρα βορείως της Περσεπόλεως, της πρωτεύουσας των Αχαιμενιδών, βρίσκονται τέσσερις μεγαλοπρεπείς, λαξευτοί,  σταυρόσχημοι βασιλικοί τάφοι: του Δαρείου Α΄ (522-486 π.Χ.), του Ξέρξη (486-465 π.Χ.), του Αρταξέρξη Α΄ (465-424 π.Χ.) και του Δαρείου Β΄  (424-404 π.Χ.).
Μία μακροσκελής περσική επιγραφή, που είναι σκαλισμένη στο άνω αριστερό τμήμα της προσόψεως του τάφου του Δαρείου Α΄ (521-486 π.Χ.), ακριβώς πίσω από την  ανάγλυφη μορφή του βασιλέως και που επεξηγεί, τρόπον τινά, τις ανάγλυφες απεικονίσεις των προσώπων, μνημονεύει  τους λαούς που ήταν τότε υποτελείς του «Μεγάλου Βασιλέως».
Το κείμενο της επιγραφής είναι γραμμένο στην αρχαία περσική γλώσσα, σε μία γραφή εμπνευσμένη από την σουμεριο-ακκαδική σφηνοειδή γραφή, αλλά με απλούστερους χαρακτήρες. Όπως έχει διευκρινισθή από τον D.T. Potts, Καθηγητή Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής, αυτή η πρώτη περσική γραφή δημιουργήθηκε κατ’ εντολήν του Δαρείου Α΄ επί τούτου, για τα κείμενα της περίφημης επιγραφής του Behistun.1
Είναι σφηνοειδής συλλαβική γραφή και αποτελείται από τριανταέξι σύμβολα. Διατηρεί όμως και  τέσσερα ιδεογράμματα, που αντιπροσωπεύουν τις λέξεις «βασιλεύς», «χώρα», «επαρχία» και «Άχουρα-μάσδα».
Από την επιγραφή του τάφου του Δαρείου Α΄, παραλείπουμε τους  εικοσιδύο υποτελείς λαούς της Ασίας και της Αφρικής και περιοριζόμαστε στους υποτελείς λαούς της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης Σημερινής Θράκης και Μακεδονίας). Αυτοί είναι οι εξής:
Katpatuka [Καππαδόκες], Sparda [Λυδοί των Σάρδεων], Yauna [Ίωνες, δηλαδή Έλληνες (της Μ. Ασίας)], Saka tyaiy paradraya [Σκύθες της Ευρώπης], Skudra [Θράκες], και Yauna Takabara.2
Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι Yauna Takabara; Το μόνο αναμφισβήτητο είναι ότι πρόκειται για Ίωνες (Yauna) δηλ. για Έλληνες [Takabara: Φέροντες επί της κεφαλής τους ασπιδόμορφον κάλυμμα (ΣΣ: Γνώρισμα των αρχαίων Μακεδόνων)], διότι οι Πέρσες αποκαλούσαν Ίωνες όλους τους Έλληνες, ένα όνομα με το οποίον οι Πέρσες (Ιρανοί) και ΟΛΟΙ οι σημερινοί λαοί της λεκάνης της Μεσογείου, μας αποκαλούν ακόμη και σήμερον (Γιουνάν, Γιουνανί, Γιουνανιστάν)!!!
β. Λοιπές Iρανικές μαρτυρίες για την ταυτότητα των Μακεδόνων και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
1/ Στο βιβλίο της Ιστορίας της Δ΄τάξεως του Ιρανικού δημοτικού σχολείου, το κεφάλαιον της σελ. 126, αναφέρεται στους Σελευκίδες (Η κυβέρνηση των Σελευκιδών), και αρχίζει ως εξής:
«Η Περσία είχε πέσει στα χέρια του Έλληνα Βασιληά Αλεξάνδρου. …Επειδή ο Αλέξανδρος πέθανε άτεκνος, μεταξύ των διαδόχων του, Ελλήνων στρατηγών, έπεσε μεγάλη φιλονικία. Τελικά απεφασίσθη ότι κάθε ένας (από τους διαδόχους)θα έπαιρνε και ένα μέρος από τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου…».
2/. Στο IRAN ALMANAC AND BOOK OF FACTS του 1992, στην παράγραφο που αναφέρεται στον Μέγα Αλέξανδρο, και επιγράφεται «INVASION OF ALEXANDER», (σελ. 17), αναφέρονται τα εξής:
«Alexander of Macedonia invaded Iran in 330 B.C. and conquered its capital Persepolis. The Selucids ruled over Iran after him. Greek customs and manners penetrated Iran and vice-versa…”
3/ Κατά την διάρκειαν κατασκευής της νέας οδού Kermanshah-Hamedan,το 1958, είχε ανακαλυφθεί ένα Αγαλματίδιον απεικονίζον τον Ηρακλή, Ελληνικό μυθολογικόν πρόσωπον. Το αγαλματίδιον εκλάπη από συμμορία αρχαιοκαπήλων τον Μάρτιον 1994 και ανευρέθη τον Νοε. 1994.
Οι ειδήσεις ανέφεραν ότι « η χρονολογία κατασκευής του αγαλματιδίου, ανήγετο στο έτος 176 π.Χ., εποχήν ενός Έλληνος Σελευκίδου βασιλέως, απογόνου του Αλεξάνδρου, νικητού του τελευταίου βασιλέως των Πάρθων…» (Eιδήσεις κεντρικού τηλεοπτικού Σταθμού Τεχεράνης, 21 Νοε. 1994 και εφημ. Kayhan International, 22 Noε. 1994). 
Η Μείζων Ελληνική Μακεδονία μας
(Τα απαράγραπτα Γεωγραφικά, Ιστορικά και Εθνολογικά όρια)

Ώ ανιστόρητοι, αγράμματοι, αδίστακτοι, άφρονες, ανθέλληνες, αθεϊστές, αμετανόητοι, ασπόνδυλοι,αριστεροφασίστες, άκαρδοι, άθλιοι, ασελγείς, απεχθείς, αξιοθρήνητοι, αμορβοί (σκοτεινοί), αναλκείς (δειλοί), ανανδριείς, ανδραποδιστές, ανοπαιόφρονες, απαγείς, απάτριδες, αγροίκοι, απαρρησίαστοι, αρατοί, αρτίπλουτοι, αρχομανείς, αταρτηροί, αλαζόνες, αυθάδεις, αχυράνθρωποι του Συστήματος!
Ποιος σας εξουσιοδότησε να διαπραγματευθείτε, ερήμην του κυρίαρχου Ελληνικού λαού, αντίθετα με την εκπεφρασμένη, πολλάκις, λαϊκή βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων και προ πάντων, αγνοώντας την στεντορείαν και διαχρονική από τα βάθη των αιώνων, φωνή των προγόνων του Έθνους μας, την γην, το όνομα, την ιστορίαν και την ιερή κληρονομιά της Μακεδονίας μας [αρχαίαν/ προχριστιανικήν, μεταχριστιανικήν, μεσαιωνικήν, Μακεδονικής Δυναστείας, μέχρι την απελευθέρωσή της από τα στρατεύματα των Ελλήνων (1913)] ;
Στην συνείδηση του Έθνους των ΡΩΜΗΩΝ/ΕΛΛΗΝΩΝ, είσθε ένοχοι ΕΣΧΑΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ !!!
Ώ άλαλοι ρασοφόροι ιεράρχες της Διοικήσεως της Ελλαδικής Εκκλησίας!
ΔΕΝ αντελήφθητε τίποτε, ΔΕΝ διαβάσατε τι περιλαμβάνει η αισχρή συμφωνία των Πρεσπών; Δεν βλέπετε την προδοσία των Ελλαδιτών εθνοδιαλυτών πολιταρχών, σε βάρος της Μακεδονία μας;
-Εάν δεν καταλάβατε ή δεν πιστεύετε ότι με την επαίσχυντη συμφωνία των Πρεσπών, παρεδόθη η Μακεδονία μας στα Σκοπιανά (Βαρδαριανά) ανθρωπάρια, υποχείρια  των Παγκόσμιων εντολοδοτών/τυράννων των λαών, τότε αποδεικνύετε ότι:
.Είσθε αγράμματοι (Αγιογραφικώς), ανιστόρητοι (Εκκλησιαστικώς και Εθνικώς), φαρισαΐζοντες / φραγκοπαπίζοντες / προτεσταντίζοντες / οικουμενίζοντες (Δογματικώς).
.Είσθε ΑΝΑΞΙΟΙ να φέρετε το τιμημένο και αιματοβαμμένο ράσο του λειτουργού του Κυρίου..
-Εάν αντελήφθητε την προδοσίαν και δεν αντιδράτε εκουσίως, αλλά προτιμάτε την ιχθυοφωνίαν, για οποιονδήποτε λόγον, τότε είσθε ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΙ και ΕΘΝΙΚΩΣ ΕΠΙΖΗΜΙΟΙ.. Τότε, στην  συνείδηση του Έθνους των ΡΩΜΗΩΝ/ΕΛΛΗΝΩΝ, είσθε συνένοχοι και συνεργοί στο Εθνικόν έγκλημα της ΕΣΧΑΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ!!!
ΡΩΜΗΕΣ-ΡΩΜΗΟΙ / ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ-ΕΛΛΗΝΕΣ!!!
ΟΤΑΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕΤΕ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΘΕ ΕΛΛΗΝΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ, ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΑΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΚΑΙ ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ ΕΥΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΡΩΜΗΟΙ/ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟΝ-ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΝ ΜΑΣ, ΤΟΤΕ ΘΑ «ΚΛΕΙΣΕΤΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΣΑΣ ΤΗΝ «ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ» ΜΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΑΙΣΘΑΝΘΕΙΤΕ ΝΑ ΛΑΧΤΑΡΙΖΕΙ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ»!!!

ΜΕΡΟΣ 23ον

18. ΡΩΜΑΙΟΙ/ΡΩΜΗΟΙ (Συνέχεια  22ου μέρους)
η. Η γλώσσα των πολιτών της Αυτοκρατορίας  
1/. Γενικά
Οι Ρωμαίοι/Ρωμηοί ονόμαζαν την καθομιλούμενη γλώσσα τους «ρωμαϊκή» ή «ρωμαίϊκη» για να την αντιδιαστείλουν από την αρχαία ελληνική, την οποία ονόμαζαν απλώς «ελληνική». Γι’ αυτό άλλωστε, υπάρχουν μεταφράσεις από αρχαίες μορφές της γλώσσας στην δημώδη που αναφέρουν ότι μεταφράζουν, «από την ελληνικήν εις την ρωμαίϊκη» .
Ο πρόδρομος του δημοτικισμού Δ. Καταρτζής3 αν και επηρεασμένος από τον Γαλλικό «διαφωτισμό», διαφωνώντας με όσους έγραφαν σε αρχαΐζουσα γλώσσα, σημείωνε το 1783:  «Κάθε συγγραφή που κάμουμε στα ελληνικά είν’ ένα είδος μετάφρασης που κάμουμ’ απτά ρωμαίϊκα, που πάντα διανοούμε, στα ελληνικά, που διανοούμε μόν’ όταν πιάσουμε κονδύλι". Επομένως "τό να φρονή κανείς πώς η ελληνική και η ρωμαίϊκια είναι μία γλώσσα και όχι δύο είναι ενάντιο στον ορθό λόγο».
Αυτό είναι λογικό συμπέρασμα, ότι η Ρωμαίϊκη γλώσσα, δεν είναι Ελληνική;
2/. Τα Ρωμαϊκά/Ρωμαίϊκα Λεξικά
Την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, δίνουν δύο άλλοι εκπρόσωποι του λεγομένου Δυτικού «Διαφωτισμού», οι Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρ. Κωνσταντάς4 που συνέγραψαν την «Γεωγραφία Νεωτερική» το 1791. Σημειώνουν στην παρουσίαση των ευρωπαϊκών γλωσσών, πώς «..η Ρωμέϊκη γλώσσα, η αλόγως και αμαθέστατα καταφρονουμένη από μερικούς, έχει μεγάλη συγγένεια με την Ελληνική, και είναι μια θυγατέρα της οπού σχεδόν την ομοιάζει επειδή όλες σχεδόν αι λέξεις είναι από την Ελληνική» («Ρωμαίϊκη», εννοεί την ονομαζόμενη σήμερα «Νεοελληνική»/ Δημοτική. «Ελληνική», εννοεί την Αρχαία Ελληνική/ Καθαρεύουσα.).
Για τον λόγον αυτόν, υπάρχουν λεξικά, από την Οθωμανοκρατία και αργότερα, με τίτλο: «Γαλλικά-Ρωμαϊκά», «Ιταλικά – Ρωμαϊκά», κλπ. Μερικά παραδείγματα:
-Το "Λεξικόπουλο", ήτοι: Το Λεξικὸν Λατινικόν, Ρωμαϊκὸν καὶ Ἑλληνικὸν τού Simon Portius, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1635. Είναι Tρίγλωσσο λεξικό (νεοελληνικό-αρχαιοελληνικό και λατινικό). Ας σημειωθεί ότι ο «διδάκτωρ τής θεολογίας» Simon Portius (Σίμων Πόρτιος ή Πόρκιος), συνέταξε (λατινιστί) μία από τις πρώτες γραμματικές τής νεοελληνικής γλώσσας, την «Γραμματικὴ τῆς Ρωμαϊκῆς γλώσσας», την οποίαν στα λατινικά ονόμασε: «Grammatica linguae Graecae vulgaris» (Παρίσι 1638). Στο λεξικό του Portius, η λατινική λέξη "fabula", για παράδειγμα, μεταφράζεται στην ελληνική ως "μύθος" και στην ρωμαϊκή/ ρωμαίϊκη ως "παραμύθι".
-Από τα λεξικά τού 18ου αι., το πιο σημαντικό και πρωτοποριακό για την εποχή του είναι το λεξικό τού παπικού μοναχού και ιεραποστόλου πατρός Alessio da Somavera. Εκδόθηκε το 1709 στο Παρίσι με τίτλο: «Θησαυρὸς τῆς Pωμαϊκῆς καὶ τῆς Φράγκικης Γλώσσας», ἤγουν Λεξικὸν Pωμαίϊκον καὶ Φράγκικον. Πρόκειται για ελληνοϊταλικό και ιταλοελληνικό λεξικό, το οποίο λόγω τού πλούσιου νεοελληνικού λημματολογίου του, απετέλεσε σημείο αναφοράς και πηγή υλικού για τους μετέπειτα λεξικογράφους και τους μελετητές τής νεοελληνικής γλώσσας.5  
-Άλλα λεξικά τού 18ου αιώνα, λιγότερο σημαντικά σε σχέση με το Λεξικό τού Somavera, αλλά ουσιώδους συμβολής στην εξέλιξη τής νεοελληνικής λεξικογραφίας είναι τα λεξικά των Γ. Κωνσταντίνου (1757), Γ. Βεντότη (1790) και Karl Weigel (1796).
Tο λεξικό του Κωνσταντίνου είναι τετράγλωσσο (Αρχ. Ελληνική – Νέα Ελληνική – Λατινική – Ιταλική), του Βεντότη τρίγλωσσο (Γαλλική – Ιταλική – Ρωμαϊκή [= απλή/προφορική Ελληνική]) και του Weigel τρίγλωσσο [Απλορωμαϊκή (= απλοελληνική) – Γερμανική – Ιταλική].6 - Το Λεξικὸν Pωμαϊκὸν Ἁπλοῦν (1783) και το λεξικό του Μεθοδίου (1795).7
-Σημαντικόν είναι επίσης και το «Λεξικό της Ρωμαίϊκης και Αρβανίτικης γλώσσας» του Ελληνόψυχου Μάρκου Μπότσαρη.8
Λεξικόν Ρωμαίϊκης και Αρβανίτικης γλώσσας, του Μάρκου Μπότσαρη

3/. Αρχικά Συμπεράσματα.
α/. Η Ρωμαϊκή/Ρωμαίϊκη γλώσσα ήταν τελείως διαφορετική της (ελληνογενούς) Λατινικής, κάτι που εκείνη την εποχήν εθεωρείτο ως αυτονόητον.
β/. Οι δυτικοί που δεν αποδέχονται την Ελληνική κυριότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παραδόξως εχαρακτήριζαν και απεδέχοντο την ύπαρξη Ρωμαϊκής γλώσσας στην Αυτοκρατορία, χαρακτηρίζοντάς την όμως ελληνική και ενίοτε Γραικική, για τους λόγους που προαναφέραμε, αλλά διαχωρίζοντάς την σαφώς από την Λατινική, την οποίαν οι ημέτεροι (αν)εγκέφαλοι εβάπτισαν Ρωμαϊκή.
Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι, η γλώσσα των αρχαίων Ρωμαίων ήταν η Ελληνική. Τουλάχιστον μέχρι  τον 3ο π.Χ, αιώνα, οι αρχαίοι Ρωμαίοι μιλούσαν και έγραφαν μόνον Ελληνικά. Από τον 3ον π.Χ. αι. και μετέπειτα, μιλούσαν και έγραφαν Ελληνικά και Λατινικά.
Η Λατινική επεβλήθη στους αρχαίους Ρωμαίους από τους παγανιστές Ρωμαίους και τους εχθρούς των Ρωμαίων, Λατίνους, κατά την διάρκεια των τριών πρώτων μ. Χ. αιώνων, των μεγάλων διωγμών των Χριστιανών!
γ/.  Εκείνη την εποχή, ασφαλώς επίστευαν ότι η Ρωμαϊκή γλώσσα ήταν Ελληνική και θεωρούσαν αυτονόητο πως τα Λατινικά, ΔΕΝ ήταν η γλώσσα των Ρωμαίων.  Η Ρωμαίϊκη/ Ρωμαϊκή γλώσσα, που ωμιλείτο από τους πολίτες της Αυτοκρατορίας μας, ήταν η δημώδης θυγατρική της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης.
θ. Οι περιπέτειες του  Εθνικού μας ονόματος, κατά την περίοδον, μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι και τον 20ον αιώνα.
1/. Το Εθνικόν και διαφυλετικόν όνομα, Ρωμαίοι/Ρωμηοί
Το εθνικό όνομα των προγόνων μας όλα αυτά τα χρόνια είναι «Ρωμαίοι» ή στην δημώδη γλώσσα «Ρωμηοί», στο οποίον περιλαμβάνεται και η πολιτική/κρατική ταυτότητα, με την έννοια του πολίτου της Αυτοκρατορίας. Σε όλες ανεξαιρέτως τις πηγές, η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως αυτοαποκαλείται "Ρωμαϊκή" ή "Ρωμανία" στην δημώδη γλώσσα, και ο αυτοκράτοράς της, μέχρι και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, «βασιλεύς Ρωμαίων».
Παραδόξως και υπόπτως, όμως, αυτό το ξεκάθαρο γεγονός, αμφισβητείται από πολλούς σύγχρονους ερευνητές, ελλαδίτες και ξένους, οι οποίοι προσπαθούν παντοιοτρόπως, να προσαρμόσουν το όνομα  «Έλληνες» στις ιδεολογικοπολιτικές τους διαστροφές, τις ανιστόρητες διαδρομές της Φράγκικης (α)παιδείας τους και στην ανασύνθεση των προσωπικών τους ιδιομορφιών, αδυναμιών και ιδεολογημάτων/ιδεοληψιών.
Έχει προβληθεί, για παράδειγμα, η αντίρρηση ότι για τον πολύ κόσμο δεν χάθηκε η εθνική σημασία της λέξεως Έλληνας, και ότι το «Ρωμαίοι» που συναντούμε σε όλες τις πηγές είναι απλώς η επίσημη ονομασία των πολιτών του κράτους, κάτι που είχε επιβληθεί από πάνω, και όχι αυτό που πραγματικά πίστευαν για τον εαυτό τους οι κάτοικοι της «Ελλάδος».
Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, πώς δικαιολογείται η χρήση του ονόματος "Ρωμαίοι" (Ρωμηοί) επί Οθωμανοκρατίας, μετά την κατάλυση του Ρωμαϊκού κράτους και μάλιστα από εξέχοντες ελληνόψυχους και πρωταγωνιστές της Εθνεγερσίας, όπως οι Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Καραϊσκάκης και άλλοι;  
Οι «Έλληνες», υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πλέον, δεν θα είχαν λόγον να χρησιμοποιούν το όνομα των «κατακτητών» τους Ρωμαίων και να αυτοαποκαλούνται Ρωμηοί.
Εκτός κι’ αν εγνώριζαν ότι αποκαλούντες εαυτούς Ρωμηούς, εννοούσαν και το Έλληνες…Εκτός και αν αισθάνονταν Ρωμαίοι/Ρωμηοί, εκτός κι’ αν το Έλληνες τους θύμιζε τους ειδωλολάτρες προγόνους τους...
Και η αλήθεια βέβαια είναι ότι, αισθάνονταν και τα γνώριζαν όλα αυτά, άσχετα με το τι προπαγάνδιζαν και αναμασούν σήμερα, οι κουτοπονηρόφραγκοι πιθηκαλωπεκίζοντες και οι δυτικολάγνοι ελληνόφωνοι οπαδοί του….διαφωτισμού, ήγουν σκοταδισμού.
2/. Από τα αναρίθμητα παραδείγματα που είναι καταγεγραμμένα στην γραμματεία, παρατίθενται ορισμένα, ενδεικτικώς, προερχόμενα όχι μόνον από λόγιους και διανοούμενους, αλλά και από τον απλό λαό.
α/. Τον 11ον αιώνα, στο μεγάλο έπος με το οποίο "αρχίζει η νεοελληνική λογοτεχνία", τον "Διγενή Ακρίτα", ο συγγραφέας, αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς, δεν υποψιάζεται ότι είναι Έλληνας (φυσικά ούτε και "βυζαντινός"). Στην αρχή-αρχή ακόμα, ο Άραβας αμηράς9 φέρεται ότι, "ακριβώς γαρ ηπίστατο την των Ρωμαίων γλώτταν" και έτσι είχε την δυνατότητα να συνομιλεί με τους αντιπάλους του. Στην συνέχεια, ένα από τα αδέρφια που ήρθαν να ζητήσουν την κόρη που απήγαγε ο αμηράς, μονομαχεί μαζί του καί, καθώς πλησιάζει προς την νίκη, οι υπόλοιποι Σαρακηνοί συμβουλεύουν τον αμηρά:
«Αγάπην επιζήτησον, τον δε πόλεμον άφες. Ο Ρωμαίος δεινός εστί, μη σε κακοδικήση».
Τα παραδείγματα από τον "Διγενή Ακρίτα" είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτα, γιατί προέρχονται από ένα έργο που διαδραματίζεται στα όρια της αυτοκρατορίας, στον Ευφράτη, και όχι στην πρωτεύουσα. Δείχνουν ότι και οι επαρχιακοί πληθυσμοί, πίστευαν ότι είναι «Ρωμαίοι»/Ρωμηοί και όχι ο,τιδήποτε άλλο.
β/. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ίσως το πρώτον, μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως,  αντλούμεν από το Χρονικόν περί της των Τούρκων Βασιλείας του 16ου αιώνος, που αποδίδεται σε κάποιον υπό το όνομα Ιέραξ. Ό Ιέρακας έγραψε το χρονικό του σε στίχους και αναφέρει τον λόγον της συγγραφής του, σύμφωνα με τον οποίον, μερικοί ζήτησαν να μάθουν «τα εν εσχάτοις της Ρωμαΐδος και Γραικών πτώσιν».
Έτσι αρχίζει ο Ιέρακας και προχωρεί να διηγηθεί «της Κωνσταντινουπόλεως το γόνυ καμψαμένης... και των Ρωμαίων της αρχής καταστρεψάσης πάντα, μέρους Ελλήνων των Γραικών όντος εν τη Ασία».
Στην διήγηση για τις άλλες κατακτήσεις των Τούρκων, ο Ιέρακας γράφει και για τις επιτυχίες των Αυτοκρατόρων: «Ο βασιλεύς της πόλεως Ρωμαίων, ο αυτάναξ εξεστράτευσε εναντίον των Βουλγάρων και εφάνη μέγας αριστεύς, ως Έλλην των Ελλήνων».10
γ/.  Κατά τον 17ον αιώνα, γύρω στο 1620, ο Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος, θρηνεί την πτώση του Ελληνισμού και χρησιμοποιεί τρία γνωστά ονόματα των Ελλήνων ως συνώνυμα:
«Αλλοίμονον, αλλοίμονον εις το γένος των Ρωμαίων, ω, πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων σ' εμάς, εις όλους τους Γραικούς, να έλθη τούτην την ώρα…»11
Για τους Έλληνες, όταν έπεσε η Πόλη έσβησε «η κοινή των Ελλήνων εστία», όπως γράφει ο σύγχρονος της πτώσεως Ανδρόνικος Κάλλιστος.12
Έπεσε η Πόλη και κατελύθη το κράτος. αλλά ο πολιτισμός, η γλώσσα, η παράδοση, ιδιαίτερα η λαϊκή, η θρησκεία και διάφοροι άλλοι θεσμοί επέζησαν στην ιστορία του Ελληνισμού και άλλων λαών της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.13
δ/. Κατά τον Ίωνα Δραγούμη, «Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν (..) να ξαναπιάσει ο Ρωμηός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Μα οι περιστάσες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γής έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του λαού το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα. Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη, την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασσική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δεν είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, κι’ αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμόντουσαν και οι ίδιοι – δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια – πως από αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει.». «…Και όπως ο φιλελληνισμός και η αρχαιομανία των Ευρωπαίων και η όμοια αρχαιομανία των γραμματισμένων Ρωμηών έπλαθαν την αντίληψη μιας μικρής Ελλάδας, στενεύοντας τα σύνορα της φυλής και ταιριάζοντάς τα με τα σύνορα της αρχαίας, ενώ ο λαός είχε ζωντανή μέσα του σαν πόθο εθνικό, πάντα τη βυζαντινή παράδοση της αυτοκρατορίας, έτσι και στα άλλα, ενώ ο λαός κρατούσε τη δημοτική παράδοση, οι γραμματισμένοι με τη βοήθεια των αρχαιόμαθων φιλελλήνων οραματίζονταν με τον αρχαίον Ελληνισμό στενεύοντας τη ζωή του έθνους. Και οι φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι Έλληνες, επρόβαιναν με το μυαλό τους κατά κάποιαν αφαίρεση.
Η νέα Ελλάδα ήταν κατευθείαν συνέχεια της αρχαίας, τα ενδιάμεσα δύο χιλιάδες χρόνια με τους δύο ελληνικούς πολιτισμούς τους ήταν σβησμένα. Αλεξαντρινά κράτη και προ πάντων βυζαντινό δεν είχαν υπάρξει. Όλα είχαν φτωχύνει τόσο μέσα στη ψυχή των μορφωμένων του έθνους, που δε εστοχάστηκαν ότι μπορούσαν να στραφούν αλλού παρά στην Ευρώπη για να γυρέψουν πρότυπα και για τους νόμους του κράτους και για τη διοίκηση και για την πνευματική ζωή(…) Ο ξενοφερμένος βασιλιάς με οργανωτές χοντρούς Βαυαρέζους αντίγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισωπεδωτικά (…) ο γερμανομαθημένος αρχιτέκτονας μετάφερνε μαζί του από τη Γερμανία δείγματα σπιτιών, ο γαλλομαθημένος ράφτης μόδες, ο φραγκοπασαλειμμένος νομικός νόμους και ο διαβασμένος ποιητής στίχους ρωμαντικούς. Και ό,τι έφτανε ίσα από την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε, ό,τι εντόπιο ήταν περιφρονημένο. Στην Ευρώπη φώλιασε ο πολιτισμός και η επιστήμη, εκεί λοιπόν φυτρώνει και κάθε τελειότητα. Όποιος δε πήγε στο Παρίσι δεν είναι άνθρωπος (…)    
Ο νομοθέτης φραγκοφερμένος και αυτός ή τουλάχιστο φραγκομαθημένος ετσάκισε με νόμους τα φυσικά του Ρωμηού, την κοινοτική ζωή, αντί να τη μελετήσει και να την καλλιτερέψει και απάνω της να θεμελιώσει τον κρατικό μηχανισμό, την κατασύντριψε, γιατί στη Βαυαρία δεν υπάρχουν κοινότητες (…) Το μόνο που θέλησαν να κρατήσουν ελληνικό, και αυτό όμως όχι νεοελληνικό, ήταν οι τύποι, η φάτσα, η εξωτερική μορφή, και βάφτισαν με αρχαιόπρεπα ονόματα τους θεσμούς και τις διάφορες θέσεις και αξιώματα.
Φτάνει να λέγονταν κάτι “δήμος” και ήταν αμέσως ελληνικό, “σύνταγμα” και ήταν καλό, “βουλευτής” και ήταν γνήσιο. Έτσι και τους ανθρώπους από πρωτητερινά χρόνια άρχισαν και τους βάφτιζαν Περικλήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Δημοσθένηδες, νομίζοντας πως θα τους έφτειαναν έτσι γνήσιους απόγονους των αρχαίων που τους σπούδαζαν ωστόσο στην Ευρώπη για να τους τελειοποιήσουν. Και αρμένιζε η Ελλάδα όλη κατάϊσα κατά κάποιον αρχαιόμορφο και ξενότροπο μαϊμουδισμό, που έκαμε το ελληνικό μυαλό να παραδέρνει σε μια λιμνοθάλασσα από ιδέες παλιές και νέες.» [«Eλληνικός πολιτισμός», του I. Δραγούμη, εκδ. Φιλόμυθος, σ. 52].
Το κείμενο αυτό του Ίωνος Δραγούμη, απόσπασμα από το βιβλίο του [«Eλληνικός πολιτισμός», περικλείει τον πυρήνα της Ιστορικής Αληθείας για την Ρωμαίϊκη/Ελληνική Αυτοκρατορίαν μας, αλλά και για τους λόγους που η Διεθνής Ψευδοδημοκρατική Αλητεία, συνωμότησε, επεδίωξε και επέτυχε, την συρρίκνωση αυτής, σε ένα Ελλαδικόν κρατίδιον, προτεκτοράτον, εσαεί υποτελές στις εκάστοτε «Μεγάλες δυνάμεις», όπως είναι σήμερα.
Ώ αφελείς, ανιστόρητοι και αγράμματοι νεροκουβαλητές των Ελληνοκτόνων, μήπως αντελήφθητε τώρα, γιατί το ΣΥΣΤΗΜΑ ώπλισε τα χέρια των παρακρατικών «δημοκρατικών ταγμάτων» του φανατικού Βενιζελικού Παύλου Γύπαρη, και εδολοφόνησαν τον Έλληνα πατριώτη Ίωνα Δραγούμη; 
ε/. Το 1901 εκδόθηκε το έργο “Ιστορία της Ρωμιοσύνης” του Α. Εφταλιώτη. Την εποχή εκείνη, ακόμα, τα ονόματα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη, συγκινούσαν περισσότερο από σήμερα τους Ρωμηούς.
Τούτο διότι τα ονόματα Έλληνας και Ελληνισμός δεν είχαν ακόμη επικρατήσει στην συνείδηση του απλού λαού. Αμέσως, όμως, ο Γεώργιος Σωτηριάδης έγραψε κριτική κατά της «Ιστορίας της Ρωμηοσύνης», όπου κατέκρινε την χρήση των ονομάτων Ρωμηός και Ρωμηοσύνη. Την υπεράσπιση του Αργ. Εφταλιώτη, ανέλαβε ο ομοϊδεάτης του, Κωστής Παλαμάς.
Λέει, ο ποιητής μας Κωστής Παλαμάς, για το έργο του Εφταλιώτη:
«(…) Ανάλογη, λογική, ακολουθούμε και στο μεταχείρισμα των όρων Ρωμηός και Ρωμηοσύνη. Η μόνη διαφορά είναι πώς και τα δύο τούτα λόγια, επειδή δε μας έρχουνται, ίσα ολόϊσα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια, αγάλια, από την επίσημη γλώσσα, καθώς κι’ όλα τα λόγια τα δυσκολομέτρητα της ζωής και της αλήθειας. Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμηοί. Το όνομα (Ρωμηός) κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη. Δείχνει ίσα ίσα τη ζωή και την πραγματικότητα της λέξης το ότι αυτή μας ήρθε πρόχειρα στην ειλικρινή μας και στην πιο φωτεινή μας ψυχική κατάσταση – στη συνείδηση του ξεπεσμού μας – για να διαλαλήσουμε τον ξεπεσμόν αυτό, πιο πολύ από το γιορτιάτικο και από το δυσκίνητο τ’ όνομα Έλλην, ακόμη και από το όνομα Έλληνας, που είναι κάπως πιο δυσκολορρίζωτο από το Ρωμηός, και κρατούσε ως τα χτές ακόμη την αρχαία ειδωλολατρική σημασία.
(…) Δεν απορεί κανείς, πώς ο Εφταλιώτης έγραψε Ρωμηός και όχι “Έλληνας”, έγραψε Ρωμηοσύνη και όχι “Ελληνισμός”. Απορεί πώς ο κ. Σωτηριάδης, με όλα τα δώρα της επιστήμης και της ευφυΐας που τον ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλούς, έκρινε ότι πρέπει να κατακρίνει το συγγραφέα για το μεταχείρισμα των σωστών και των καλόηχων και των ωραίων όρων (…) τάχα λησμόνησε (ο κ. Σωτηριάδης) πώς είναι ο άξιος μεταφραστής της “Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτεχνίας” του Κρουμπάχερ, και λησμόνησε πόσο καθαρά μας εξηγεί ο σοφός ιστορικός τη σημασία του κατηγορημένου Ρωμιού, σε λίγα λόγια ουσιαστικά, αμέσως από τα πρώτα φύλλα του έργου του; «Το όνομα τούτο (δηλαδή Ρωμαίος) διετηρήθη, γράφει ο Κρουμπάχερ, δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερον, ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της Κυβερνήσεως και σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν».
(…) Βαπτιστικός του κλασσικού Ρωμαίου της Ρώμης, από τον καιρό του Ιουστινιανού ως τον καιρό του Ρήγα του Βελεστινλή, ο ίδιος έμεινε, ξεχωρισμένος, ο ίδιος πάντα, μέσα από το δανεικό του όνομα, που τόκαμε δικό του, ο Ρωμαίος της Πόλης, ο Ρωμηός ο ραγιάς, ο Ρωμηός ο αδούλωτος, ο Ρωμηός ο Έλλην… Και αφού η Ιστορία του κ. Εφταλιώτη δεν είναι για τον Έλληνα του Περικλή, μήτε για τον Έλληνα του μεγάλου Αλεξάνδρου, ο ευσυνείδητος ιστοριοπλέχτης δεν μπορούσε παρά για τον Ρωμηό και για την Ρωμηοσύνη να μιλήση, που δεν είναι και τα δύο παρά τα νέα ονόματα του Έλληνος και του Ελληνισμού. Το θέλησε η ιστορική ακριβολογία». [Κ. Παλαμάς, «Ρωμηός και Ρωμηοσύνη», Άπαντα, τ. ΣΤ΄, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Μπίρης, Αθήνα].
Στο σημείο αυτό, υπογραμμίζουμε τα εξής: Σε όσους θελήσουν να αμφισβητήσουν την αγάπη του Κωστή Παλαμά προς την αρχαία Ελλάδα, απλώς θα υπενθυμίσουμε πως δικός του είναι ο ύμνος των Ολυμπιακών αγώνων. Αλλά ο Παλαμάς, δεν ήταν αρχαιόπληκτος, και γνώριζε πως και το «Έλληνας» και το «Ρωμαίος / Ρωμηός» είναι δικά μας, ήξερε πως οι Φράγκοι / Δυτικοί, ήθελαν να χρησιμοποιούμε το Ελληνας, και ΟΧΙ το Ρωμηός, από συμφέρον και όχι απο αγάπη. Για να ξεχάσουμε ΠΛΗΡΩΣ την (Νέα) Ρώμη μας και την Ρωμανία μας.
στ/. Στα Σφακιά του 19ου αιώνος, λέγανε πώς «απάνω στη Σαμαριά είναι παλιά χώρα των Ελλήνων. Εδακεί ετελειώσανε οι Ελλήνοι. Και λέγουνε οπώς έχει εκεί θησαυρό, όμως δεν εβρέθηκε».
ζ/. Στην Θεσπρωτία, του 20ου αιώνα μάλιστα, οι γιαγιάδες έλεγαν μια ιστορία που άρχιζε ως εξής: «τά χρόνια τα παλιά ζούσαν στα μέρη αυτά άλλης λογής άνθρωποι, οι Ελληνες (....) οι Έλληνες δεν έμοιαζαν με τους σημερινούς ανθρώπους. Ήταν ψηλοί σαν τα κυπαρίσια…».
Χαρακτηριστικό είναι το ηπειρώτικο τραγούδι του 19ου αιώνα: "Η Αγγελική της Κούμαινας έχει άντρα παλικάρι, σαν Έλληνας έχει τσαμπά και στήθια σά λιοντάρι"  (τσαμπά: μακριά μαλλιά). Γνωστό είναι και το δημοτικό τραγούδι που λέει "Η μάνα του ήταν Χριστιανή κι’ ο κύρης του ήταν Έλλην...".
η/. Ο Κακριδής αναφέρει συνολικά 85 διηγήσεις ή φράσεις απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας όπου οι «Έλληνες» έχουν παραμείνει στην λαϊκή μας παράδοση με την σημασία που αναφέραμε.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ρωμαίοι/Ρωμηοί, είχαν αρνηθεί τον Ελληνισμό ή αγνοούσαν την Ελληνικότητά τους. Πλείστα ιστορικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι εθαύμαζαν και εδίδασκαν όλες εκείνες τις μεγάλες μορφές του πνεύματος και έννοιωθαν υπερηφάνεια (Πλάτων, Αριστοτέλης, Σόλων, κλπ)…Έπαψαν να αισθάνονται ως Έλληνες φυλετικώς και θρησκευτικώς, για τους λόγους που προαναφέραμε (είχαν ταυτίσει την λέξη «Έλλην» με την ειδωλολατρία) και επί πλέον διότι:
-Το όνομα Έλλην έγινε περιεχόμενον του ονόματος Ρωμαίος και ουσιαστικώς αφομοιώθηκε από το Ρωμαίος.
-Οι Έλληνες έλαβαν τα πρωτοτόκια και την ευλογία από τον Θεόν, για την δημιουργία του Νέου Έθνους, του Νέου Ισραήλ της Χάριτος, του Αγίου διαφυλετικού Έθνους των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Ασυγκρίτως μεγαλύτερη τιμή και ιερώτερη αποστολή από εκείνη του εθνοφυλετικού Έλληνος, των στενών Ελλαδικών ορίων, όπως μας τα επέβαλαν βιαίως οι υποτιθέμενοι Φραγκοπαπικοί φίλοι και «σύμμαχοί» μας.
θ/. Το τι πίστευε για τους "Έλληνες" ο πολύς κόσμος, ο λαός, πριν «φωτιστεί» από τους δυτικοευρωπαίους, το έχει καταγράψει ο κλασικός φιλόλογος και Ομηριστής Ιωάννης Θ. Κακριδής, στην πολύτιμη λαογραφική μελέτη του «Οι αρχαίοι Έλληνες στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση».
Ο απλός λαός μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνος, πίστευε ότι οι Έλληνες ήταν κάποιος αρχαίος ειδωλολατρικός λαός γιγάντων - έτσι εξηγούσαν και την ύπαρξη των τεράστιων μνημείων που αφθονούσαν στον τόπο μας. Τους αρχαίους αυτούς, τους θαύμαζε για την δύναμή τους (στήν Κεφαλληνία του 19ου αιώνα ο Κακριδής αναφέρει ότι υπήρχε η έκφραση «μωρέ, σαν Έλληνας είναι τούτος!»), αλλά πάντως δεν ταυτιζόταν μαζί τους. Άλλωστε, επειδή προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση συγχύσεως με κάποιο τωρινό λαό, τους ονόμαζε "Έλληνες" και όχι "αρχαίους Έλληνες".
*
Σε συνδυασμό με τα παρατεθέντα και με τις πληροφορίες που έχουμε από όλες τις «επίσημες» πηγές (ιστορίες, κρατικά έγγραφα), είναι ολοφάνερο ότι οι πρόγονοί μας καλούνταν Ρωμαίοι-Ρωμηοί, παντού.
Επομένως η άποψη, ότι το «Ρωμαίοι» ήταν απλώς το επίσημο όνομά τους, ενώ οι ίδιοι προτιμούσαν κάποιο άλλο (Έλληνες; Γραικοί;), είναι επιστημονικώς αυθαίρετη και ιστορικώς, παντελώς αβάσιμη.
Οι πρόγονοί μας, κατά την διάρκειαν της χιλιόχρονης Αυτοκρατορίας μας, είτε ήξεραν είτε όχι ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, είτε γνώριζαν ότι είναι κληρονόμοι μιας παγκόσμιας πνευματικής κληρονομιάς, είτε όχι, είχαν ταυτίσει το όνομα Έλλην με το ειδωλολάτρης, και όντες ορθόδοξοι Χριστιανοί, ενσυνειδήτως απεκαλούντο Ρωμηοί, αφού η λέξη Ορθόδοξος περιέκλειε το όνομα Έλλην, είτε με εθνική είτε με πολιτιστική έννοια. Παραλλήλως οι Ρωμηοί, ονόμαζαν την πατρίδα τους Ρωμανία, όπως φαίνεται από διάφορα δημοτικά τραγούδια (π.χ. στον "Θρήνο της Κωνσταντινουπόλεως"):
«Ω Θεέ, να τόχαν πολεμάν και οι Ρωμαίοι ούτως, ποτέ να μην εχάνασιν λέγω την βασιλείαν», ή στο γνωστό τραγούδι του Πόντου, «η Ρωμανία επάρθεν»). Επίσης στον "Διγενή Ακρίτα", όπου ως μοναδικό όνομα του κράτους αναφέρεται δεκάδες φορές, το «Ρωμανία».
Θα πρέπει να προβληματίσει όλους τους Έλληνες που πιστεύουν πως κληρονόμοι των Ρωμαίων είναι οι αρχαίοι Λατίνοι, φανατικοί εχθροί των αρχαίων Ρωμαίων, και οι σύγχρονοι Ιταλοί, πολλώ δε μάλλον οι βάρβαροι Φράγκοι του Μεσαίωνος. Σε γνωστό «μεγάλο» τηλεοπτικό δίαυλο, προ καιρού, σε κάποιο Ρεπορτάζ στην Ιταλία στο δελτίο ειδήσεων χρησιμοποιήθηκε ο όρος «Νέο-Ρωμαίοι», για να περιγράψει τους σύγχρονους Ιταλούς.
Είναι ενδεικτικό της αμαθείας και αγραμματοσύνης μας, για την ίδια μας την ιστορία. Χαρίζουμε στους ξένους ό,τι ΔΕΝ τους ανήκει, είτε από άγνοια, αμάθεια, αγραμματοσύνη και ηλιθιότητα,  είτε κατόπιν διαταγής μετά σχετικών απειλών των αφεντικών, προς τους εντολοδόχους ελλαδίτες διαχειριστές της εξουσίας, του Ελλαδικού προτεκτοράτου .
3/. Η θέση των Οθωμανών κατακτητών, των δυτικοευρωπαίων και των άλλων γειτονικών λαών, στο θέμα της ονομασίας της Αυτοκρατορίας μας και των πολιτών της.
α/. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι που άρχισαν να κατακτούν εδάφη της αυτοκρατορίας μας, από τον 11ο αιώνα, μας ονόμαζαν "Ρούμ - Ρωμαίους", όπως "Ρουμ" μας αποκάλεσαν αργότερα και οι Οσμανοί/Οθωμανοί. Την χώρα που κατέκτησαν την ονόμασαν "Ρούμ-ιλί" ("χώρα των Ρωμαίων") και από κει προέρχεται η λέξη Ρούμελη που μέχρι το 1912, δήλωνε όλη την ευρωπαϊκή Τουρκία [σχεδόν το σύνολον της Χερσονήσου του Αίμου (Βαλκανίων)], και όχι μόνον την Στερεά Ελλάδα, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος στους χάρτες της εποχής.
Τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την χρήση αυτού του ονόματος, είναι αναρίθμητα. Ενδεικτικά  αναφέρουμε το φιρμάνι που εξέδωσε ο Βεζύρης τον Απρίλιο του 1821, μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου, προς τον Τούρκο νομάρχη Αδριανουπόλεως. Σ’ αυτό, το Πατριαρχείο αναφέρεται ως «η εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχεία των Ρωμαίων» και η επανάσταση του 1821 ως «το κίνημα το παρασκευαζόμενον μεταξύ του Ρωμαϊκού Έθνους». Οι Οθωμανοί/Τούρκοι, γνώριζαν δηλαδή και αυτοί, όπως και εμείς, ότι είχαν κατακτήσει Ρωμαίους – Ρωμηούς και όχι Έλληνες. Ακόμη και σήμερα, οι Ρωμηοί της Πόλης αποκαλούνται «Ρούμ» από τους Τούρκους.
 β/. Όμως, επειδή οι νεοέλληνες, «προτίμησαν» να αλλάξουν το εθνικό τους όνομα και να αυτοαποκαλούνται ‘Ελληνες (ΣΣ: Όνομα επιβληθέν βιαίως από τους παποφραγκικούς και προτεστάντες «προστάτες» μας), οι πρώην κατακτητές μας Οθωμανοί/Τούρκοι, επωφελήθηκαν και αντί για Ρωμηούς που μας ονόμαζαν από της αρχικής επαφής τους μαζί μας και κατά την διάρκεια της Τουρκικής δουλείας, απεκάλεσαν και αποκαλούν τους πολίτες της σημερινής Ελεύθερης Ελλάδος «Γιουνανί» και «Γιουνάν», δηλαδή με το αρχαιότατο φυλετικό μας όνομα Ίωνες/Έλληνες, διαφοροποιώντας έτσι τους Ρωμηούς της Πόλης από τους ομοεθνείς τους, της σημερινής ανεξάρτητης Ελλάδας.
Να, γιατί επέμεναν οι ξένοι να ονομασθεί το νεοσύστατο κρατίδιον Ελλάς και οι κάτοικοί τοι Έλληνες ή Ελλαδίτες…
Τι επέτυχαν οι Τούρκοι με αυτή την αλλαγή του ονόματός μας;
Αποστέρησαν από τους Νεοέλληνες το δικαίωμα να διεκδικήσουν κάτι έστω, από την πάλαι ποτέ Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των Ρωμαίων/Ρωμηών. Αποστέρησαν από τους Νεοέλληνες το δικαίωμα ακόμη και αναφοράς στο όνομα της πρωτευούσης τους, της Κωνσταντινουπόλεως, της Νέας Ρώμης. Με άλλα λόγια οι Τούρκοι μας είπαν:
«Αφού εσείς ονομαστήκατε Έλληνες και ονομάσατε το κράτος σας Ελληνικόν (ΣΣ: Όπως προείπαμε, μας το επέβαλλαν οι δυτικοί «σύμμαχοι»/διαχρονικοί πολιτικο-οικονομικοί επιβήτορές μας), αποδέχεσθε ότι δεν είσθε Ρωμαίοι/Ρωμηοί. Συνεπώς δεν δικαιούσθε να αναφέρεσθε στο κράτος και την αυτοκρατορία των Ρωμαίων/Ρωμηών, ούτε καν και στην Κωνσταντινούπολη»!!!
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, κάθε συζήτηση για την εθνική μας ονομασία, δεν είναι απλώς τυπική ή θέμα ονοματοκρατίας. Το όνομα "Ρωμαίοι":
-Αντιστοιχούσε σε μια εθνική συνείδηση διαφορετική απ’ αυτήν που συναντούμε στους δυτικούς λαούς, διαφορετική απ’ αυτήν που μεταφέρθηκε από τους «διαφωτιστές»/σκοταδιστές προστάτες μας, στο ελληνικό/ ελλαδικό κρατίδιο μετά το 1830.
-Αντανακλούσε και απηχούσε τον «καημό της Ρωμηοσύνης» για αποκατάσταση της Ελληνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και απόδοση της πλήρους κυριότητός της, στους ιστορικούς ιδιοκτήτες της, τους Ρωμηούς/Έλληνες.
γ/. Οι εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δυτικοευρωπαίοι, συνέχιζαν να ονομάζουν τους Έλληνες «Γραικούς» και οι ανατολικοί και σημιτικοί λαοί, «Γιουβάνι», ενώ οι ίδιοι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν και τα τρία ονόματα δηλαδή Ρωμιοί, Έλληνες και Γραικοί, ως συνώνυμα.
Οι δυτικοευρωπαίοι γνώριζαν το αληθινό μας όνομα και δεν δίσταζαν να το αναφέρουν, όταν οι πολιτικές ενέργειές τους, δεν κατευθύνονταν από άλλες πολιτικές σκοπιμότητες. Έτσι το 1713, σε μια εποχή δηλαδή για την οποία τα σημερινά συστημικά σχολικά μας βιβλία διδάσκουν ότι οι Ρωμαίοι έχουν χαθεί πριν 1200 χρόνια, ο Βενετός τυπογράφος της πρώτης εκδόσεως του "Ερωτόκριτου" γράφει ότι τυπώνει αυτό το βιβλίο «παρακινημένος από την διάπυρον αγάπην και ευλάβειαν οπού παιδιόθεν έχω προς το ένδοξον γένος των Ρωμαίων».
ίδιος δηλώνει ότι είναι «Ιταλικός και της γλώσσης ολότελα ανήξευρος», αλλά παρά ταύτα προσπάθησε να τυπώσει βιβλία «τά οποία ως τώρα και από άλλους Ρωμαίους και Ιταλικούς τυπογράφους ετυπώθησαν, αλλά και τα ασυνήθιστα και χρησιμότερα, οπού υπό τινά Ρωμαίον δεν έγιναν».
Ο πρόλογος κλείνει με παράκληση προς τους "άρχοντες Ρωμαίους" να προσφέρουν τυχόν χειρόγραφα στον εκδότη ώστε να τυπώσει αργότερα μια βελτιωμένη έκδοση. 
Στο ίδιο το ποίημα, όπως, διαβάζουμε το δίστιχο:
«Στους περαζόμενους καιρούς που οι ΄Ελληνες ορίζα
κι οπού δεν είχε η πίστη των θεμέλιο μηδέ ρίζα».
Οι στίχοι αυτοί βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με την λαϊκή παράδοση, όπως την κατέγραψε και ο Κακριδής: Υπήρχε κάποτε μια εποχή κατά την οποία κυβερνούσαν οι "Έλληνες", όχι οι "αρχαίοι Έλληνες" αλλά οι "Έλληνες", κάποιοι άλλοι από μάς, οι οποίοι είχαν μια πίστη χωρίς θεμέλιο και ρίζα, ήταν δηλαδή άθεοι και ειδωλολάτρες.
Πώς ήταν δυνατόν, λοιπόν, να αποδεχθούν το όνομα Έλληνες, οι Ελληνικής καταγωγής Εθνομάρτυρες και αγωνιστές της Ορθοδόξου Πίστεως μιας ένδοξης Αυτοκρατορίας και να ταυτιστούν με τους σοδομιστές αρχαίους και προχριστιανικούς «Έλληνες» ειδωλολάτρες;
δ/. Τετρακόσια χρόνια νωρίτερα από την προμνησθείσα μαρτυρία, τον 14ο αιώνα, ο ανώνυμος συγγραφέας του "Χρονικού του Μορέως" γνώριζε πολύ καλά ότι οι αντίπαλοι των Λατίνων, οι κάτοικοι της "Ελλάδας" φανατικοί πολέμιοι των Λατίνων, είναι οι Ρωμαίοι. Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του "Χρονικού":
«Ποίος ν’ ακούση πώποτε Ρωμαίου να έχη πιστέψει δι’ αγάπην γαρ ή δια φιλίαν ή δια καμίαν συγγένειαν;»
«Ποτέ Ρωμαίου μη εμπιστευτής δια όσα και σού ομνύει  όταν θέλει και βούλεται του να σε απεργώση, τότε σε κάμνει σύντεκνον ή αδελφοποιτόν του, ή κάμνει σε συμπέθερον δια να σε εξολοθρέψη».
ε/. Λοιπά αποδεικτικά και αποκαλυπτικά στοιχεία για την πορεία των εθνικών μας ονομάτων, όπως κατεγράφησαν στο κεφάλαιον: ΓΡΑΙΚΟΙ-ΓΡΑΙΚΙΑ (παρ. 17 ζ. «Οι περιπέτειες και η σημασία των ονομάτων Γραικός και Γραικία, μέσα από την Ελληνική και παγκόσμια γραμματεία»/Μέρος 20ον).
ι. Ετυμολογία των ονομάτων Ρωμαίος και Ρώμη
1/. Το όνομα Ρωμαίος:
ο Δηλώνει τον Ισχυρό, τον ανώτερο άλλα και τον Θεϊκό (κατά το πνεύμα), διότι μόνο ό Θεός είναι αληθώς ισχυρός και Ανώτερος.
ο Προέρχεται από το ρ. ρώννυμι ή ρωννύω = ενδυναμώνω, ενι­σχύω / θέμα ρω-) παρακείμενος έρρωμαι: Υγιαίνω, είμαι καλά (έρρωσο = έχε υγεία, χαίρε).
Παράγωγα κύρια ονόματα
-Ρώμη: Ισχύς, δύναμη.
-Ρωμύλος (ο φερόμενος σαν ιδρυτής της Ρ(όμης)= Ρωμαλέος, ισχυρός.
«Αμφιλογείται (όμως) και η κτίσις και το όνομα της Ρώμης (ΣΣ: Από τον Ρωμύλο), επειδή τινές λέγουσι ότι οι Πελασγοί περιπλανηθέντες εις πολλούς τόπους και νικήσαντες πολλά Έθνη έμειναν εκεί και κτίσαντες την πόλιν, ωνόμασαν αυτήν ρώμην, διά την εν τοις όπλοις δύναμιν και ρώμην αυτών»14.
Ρωμαίος = Ωραίος, εύρωστος (Ρωμαίος και Ιουλιέττα).
Ρούμι και Ρώμι = Ισχυρό οινοπνευματώδες ποτό.
Ρώμις: ο ανδρείος, ο ισχυρός (Κύριο όνομα).
Ρούμ- Ιλί = Η χώρα των Ρωμαίων / Ισχυρών.
Νέα Ρώμη = Νέα Δύναμη.
2/.Έτυμολογία μέ βάση τήν Παλαιό Διαθήκη.
Οι ρίζες Ρούμ - Ρώμ που απαντώνται στην Παλαιό Διαθήκη, ση­μαίνουν:
Room: elation (έξαρση) - Hight (ύψος- κυρ. καi μτφ.) - αποκορύ­φωμα, το υψηλότερο σημείο, άνωτερότης.
Το be high, to rise or raise (υψώνομαι, σηκώνω).
«Οι δε υιοί Ισραήλ eπορεύοντο εν χειρί υψηλή» (Έξ.: 14/8)
«... ούς υμείς κληρονομείτε αυτούς επί των όρέων των υψηλών (Δευτ.: 12/2)
Room (Χαλδ.): altitude (υψόμετρο - ύψος)
extol = εξυμνώ, εκθειάζω.
«Νυν οyν εγώ Ναβουχοδονόσωρ αινώ και υπερυψώ και δοξά­ζω...» (Δαν.: 4/34).
lift up = σηκώνω
Room (Ρώμ):
elevation = ανύψωση, ανωτερότης, ευγένεια, έξαρση
a loft = υψηλά
on high = υψηλά
Ruwmah (Ρωμώ ή Ρουμώ)
Ρουμά = περιοχή τhς Παλαιστίνης (Δ' Βασ.: 23/36)
Ruwm ή Rum (ρούμ)
Elation (μτφ) = έξαρση
Haughtiness = κοιτάζω άφ’ υψηλού, υπερηφάνεια.
3/. Ισραήλ
Συναφές με το .ονομα «Ρωμαίος» είναι και το Ισραήλ, όνομα δοσμένο στον Πατριάρχη Ιακώβ, για πρώτη φορά, μετά την μυστηριώδη πάλη του με τον άγγελο: «Είπε δε εις αυτόν ο άγνωστος εκείνος άνθρωπος: «Δεν θα ονομάζεσαι πλέον Ιακώβ, αλλά θα λέγεσαι Ισραήλ, διότι εφάνης ισχυρός απέναντι του Θεού. Επομένως μη φοβήσαι. Θα είσαι ισχυρός και απέναντι των ανθρώπων»• τότε ηρώτησεν αυτόν ο Ιακώβ...» (ΓΕΝ: 32/28).
Έκτοτε οι απόγονοι του οίκου Ιακώβ (12 φυλές), εκαλούντο Ισραηλίτες και υιοί Ισραήλ.
Το όνομα «Ισραήλ»:
Σημαίνει ισχυρός, δυνατός «Ένίσχυσας μετά Θεού και μετ’ άνθρώπων δυνατός έση».
Ετυμολογικώς προέρχεται από τις λ. Sarah (προεξέχω, έχω ισχύ - όπως ένας πρίγκηπας) και el ή ayil πού σημαίνει ηγέτης, έμβολο (σύμβολο δυνάμεως), δύναμη, μέγας, ισχυρός. Δηλαδή, Ισραήλ (Sarahel) = Θα κυβερνήσει ως Θεός καi Ισραηλίτης = Αυτός που έχει την δύναμη (ισχύ) του Θεού, ισχυρός (ως Θεός).

Συνεχίζεται



1 Potts D.T., The Archaeology of Elam,Cambridge 1999 317.
Πρόκειται για τρίγλωσσο κείμενο, σε σφηνοειδή γραφή: στα Αρχαία Περσικά, στα Ελαμιτικά και στα Βαβυλωνιακά. Η επιγραφή αυτή, είναι για την σφηνοειδή γραφή ό,τι είναι η Στήλη της Ροζέττης για τα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά. Η επιγραφή έχει 15 μέτρα ύψος και 25 μέτρα πλάτος και βρίσκεται σκαλισμένη σε βραχώδη λόφο ύψους100 μέτρων επί ενός αρχαίου δρόμου, που συνέδεε την Βαβυλώνα και τα Εκβάτανα.
2 Βλ. Tolman, 1908, σελ. 46, όπου παραθέτει το εκλατινισμένο περσικό κείμενο της επιγραφής του τάφου του Δαρείου Α΄ καθώς και την αγγλική απόδοσή του.
28. Katpatuka \ Sparda \ Yauna \ Sakâ \ tyaiy \ pa
29. radraya \ Skudra \ Yaunâ \ takabarâ \ Putây
30. â \ Kûšiyâ \ Maciyâ \ Karkâ \ thâtiy \ D
Φωνητική απόδοση της επιγραφής DNa. Ενδιαφέρον έχει ο στίχος 29, που αναφέρει τον λαόν Yauna Takabara”.
3 Ο Δημήτριος Φωτιάδης-Καταρτζής (1730-1807) ήταν Έλληνας συγγραφέας και δικαστής, μία από τις σημαντικότερες μορφές, του λεγόμενου νεοελληνικού διαφωτισμού.
4 Η Γεωγραφία νεωτερική είναι έργο των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά που εκδόθηκε στην Βιέννη το 1791. Είναι περιηγητικό έργο, που επικεντρώνεται σε κοινωνικά και ιστορικά θέματα των περιοχών που περιγράφονται. Θεωρείται από τα πιο σημαντικά έργα, του λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
5 Το λεξικό περιλαμβάνει λέξεις τής απλής προφορικής γλώσσας τής εποχής, χρήσεις των λέξεων σε φράσεις, ιδιωτισμούς («ιδιολεξίες»), λέξεις από διάφορες διαλέκτους-ιδιώματα της Ελλάδας και λέξεις-όρους από την περιοχή τής γραμματικής, τής φιλοσοφίας και τής θεολογίας. Συχνά στο ελληνικό λήμμα, προτού δώσει την απόδοση στα Ιταλικά, δίνει συνώνυμα· π.χ. «ἱερέας, ὁ, ἱερεύς, ὁ, παπάς, ὁ, λειτουργός (sic), ὁ, sacerdote, prete».
6 Βιβλιογραφικά στοιχεία: Γεωργίου Κωνσταντίνου, Θησαυρὸς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἤγουν Λεξικὸν τετράγλωσσον, περιέχον δηλαδὴ τὰς τέσσαρας ταύτας διαλέκτους, Ἑλληνικήν [= αρχαία Ελληνική], πεζήν, ἤτοι ἁπλῆν Pωμαϊκήν, Λατινικὴν καὶ Ἰταλικήν, Βενετία 1757·---Γεωργίου Βεντότη, Λεξικὸν τρίγλωσσον, τῆς Γαλλικῆς, τῆς Ἰταλικῆς καὶ Pωμαϊκῆς διαλέκτου, 3 τόμ., Βιέννη 1790---Karl Weigel, Λεξικὸν Ἁπλορωμαϊκόν, Γερμανικὸν καὶ Ἰταλικόν, Λειψία 1796.
7 Λεξικὸν Pωμαϊκῆς Ἁπλοῦν, Μόσχα 1783· Μεθοδίου, Λεξικὸν Ἁπλοῦν παλλαϊκὸν τῆς ἐν χρήσει γλώσσας τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων [μετάφρ. από Ρωσικά], Μόσχα 1795.
8 Τα χειρόγραφα του Μάρκου Μπότσαρη, εδώρισε ο Πουκεβίλ στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων και φέρουν την ιδιόγραφη σημείωση «Ce lexique est ecrit de la main de Marc Botzari a Corfou 1809 devant moi. Pouqueville».
 Ο Πουκεβίλ γνώρισε τον Μάρκο Μπότσαρη όταν ήταν σε ηλικία 19 χρονών και ζούσε στην Κέρκυρα. Εκεί, προέτρεψε τον 19χρονο Μπότσαρη να συντάξει το Ελληνοαρβανίτικο λεξικό (Λεξικόν της Ρωμαίϊκης και Αρβανίτηκης Απλής). Τον νεαρό Μάρκο βοήθησαν, ο πατέρας του Κίτσος Μπότσαρης, ο θείος του Νότης Μπότσαρης και ο πεθερός του Χρηστάκης Καλογήρου.
Στο χειρόγραφο του Μπότσαρη, συμπεριλαμβάνεται και ένα είδος ελληνο-αρβανίτικης μεθόδου άνευ διδασκάλου, με ελληνο-αρβανίτικους διαλόγους. Είναι γραμμένο με ελληνικά γράμματα μερικά των οποίων είναι ιδιόμορφα και δυσανάγνωστα. Ο ίδιος γνώριζε λίγα γράμματα που πιθανώς είχε διδαχθεί ή από τον καλόγηρο Σαμουήλ ή στην Μονή του Προφήτου Ηλιού.
9 Κατά τους τελευταίους αιώνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την λέξη "Αμιράς" αντί στρατηγού και τοπάρχου. Εξ αυτής της λέξεως προέρχεται και ο τίτλος Αμιράλιος. Επίσης μ’ αυτόν τον τίτλο επονόμαζαν και τους διοικητές - τοποτηρητές και άραβες ηγεμόνες. Η λέξη ετυμολογείται εκ της αραβικής "αμίρ" ή τουρκοπερσικής "εμίρ" που σημαίνει στρατηγός και κατ’ επέκταση αρχηγός. Εξ ού και ο σύγχρονος τίτλος Εμίρης.
Επίσης ο τίτλος Αμιράς στην ελληνική λαογραφία και ποίηση, φέρεται να χρησιμοποιείται ως επίθετο των λειχηνόρων (γλυψηματιών) προς άρχοντα ή αυθέντη, όπως καταφαίνεται τόσο σε στίχους του Ερωτοκρίτου όσο και της Ερωφίλης.
"Ρήγα κι Αμιρά, και δυνατέ στρατιώτη,
ακόμη ετσ΄ άνδρα σαν εσέ, δεν ήκαμεν η νιότη"
(Ερωτόκριτος στίχ. 2045-2046)
10 Ιέρακος, «Χρονικόν περί της των Τούρκων Βασιλείας», εκδ. Κ. Ν. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. l (Hidesheim New York 1972), σσ. 243-268.
11 Ε. Legrand; Bibliothèque grecque vulgaire, (Paris 1881) vol. 2, 231-333, στ. 2359, 2361, 2454.
12 Ανδρόνικος Κάλλιστος, Μονωδία, Ελληνική Πατρολογία, εκδ. J.P.Migne, τόμ. 161, στ. 1131Β, 1133 Δ.
13 Speros Vryonis, Jr. The Byzantine Legacy in the Formal Culture of the Balkan Peoples στο συλλογικό έργο The Byzantine Tradition after the Fall of Constantinople, John J. Yiannias, έκδ. (Charlottesville and London 1992), σσ. 17-44.
14 Αθ. Σταγειρίτη, Ώγυγία, Ε, Ίταλιώτις, σ. 472.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου