ΤΟ ΕΘΝΙΚΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ 15ης
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1922
ΜΕΡΟΣ 1ο
Πρόλογος
Την 11.30
πρωϊνήν ώραν της 15ης Νοεμβρίου
1922, εξετελέσθησαν εις τον παρά το πεδίον του Γουδή χώρον, οι θεωρηθέντες
ως υπεύθυνοι της μικρασιατικής τραγωδίας, μετά από δίκη-παρωδία, οι γνωστοί ως έξη (6) [πέντε πολιτικοί και ένας
στρατιωτικός]. Συγκεκριμένως:
Δημήτριος Γούναρης,
Πρωθυπουργός και Υπουργός επί της Δικαιοσύνης.
Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης,
πρώην Πρωθυπουργός.
Νικόλαος Στράτος,
πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Εσωτερικών.
Γεώργιος Χατζηανέστης,
Αρχιστράτηγος της Στρατιάς εις Μικράν Ασίαν.
Νικόλαος Θεοτόκης,
τέως Υπουργός επί των Στρατιωτικών.
Γεώργιος Μπαλτατζής,
τέως Υπουργός επί των Εξωτερικών.
Εννενήντα δύο (92) χρόνια μετά την δικαστικήν δολοφονίαν των έξη νεομαρτύρων του
Γένους των Ελλήνων, χάριν της ιστορικής αληθείας1
αλλά και δίκην μνημοσύνου:
-Θα παρουσιάσωμεν συνοπτικώς τα γεγονότα
που προηγήθησαν του εθνικού εγκλήματος και όσα ηκολούθησαν.
-Θα καταθέσωμεν στοιχεία, μαρτυρίες και
έγγραφα, που προκύπτουν από συγκεκριμένες πηγές, τα οποία απέκρυψε σκοπίμως το
Σύστημα, με αποτέλεσμα οι νεοέλληνες να αγνοούν την αλήθεια την οποίαν το
Σύστημα εκάλυψε και εξακολουθεί να καλύπτει επιμελώς, με διαφόρους τρόπους,
μεταξύ των οποίων είναι:
·Η συγγραφή συμβατικής/μυθολογηματικής/παραχαραγμένης
ιστορίας,
·Η ανέγερση ανδριάντων και προτομών, η
ονοματοδοσία οδών-εθνικών αερολιμένων-λιμνών-πλατειών-ιδρυμάτων-λεσχών προς…..τιμήν
των αληθινών ενόχων και υπευθύνων της Εθνικής τραγωδίας του 1922.
-Θα αποδείξωμεν, ότι οι Έξη (6) δεν
υπήρξαν απλώς εξιλαστήρια θύματα για την επελθούσα Εθνική Τραγωδία αλλά και
«σφάγια» εις τον βωμό των πολιτικών παθών στην θέση των πραγματικών ενόχων [ριψάσπιδων/
λιποτακτών στρατιωτικών, φυγάδων, διεστραμμένων κομματόσκυλων, μωροφιλόδοξων/μισελλήνων
πολιτικών, πρακτόρων ξένων δυνάμεων, συνομιλητών του εχθρού εν πολεμική περιόδω
(εν ώρα του υπέρ πάντων αγώνος του Έθνους), Εθνικών μειοδοτών/προδοτών], που με το ειδεχθές εκείνο έγκλημα:
o
Συγκάλυψαν
τις ιδικές τους ευθύνες, μειοδοτικές και προδοτικές ενέργειες.
o
Επαναλειτούργησαν
τον μύλον του εθνικού Διχασμού.
o Πιστοποίησαν την πολιτικήν τους
μισαλλοδοξίαν την οποίαν μετέφεραν, με διαφορετική μορφή, στα διάδοχα πολιτικά
κόμματα μέχρι των ημερών μας.
A.
Γεγονότα
προηγηθέντα του Εθνικού Εγκλήματος
Την επαύριον της βιαίας εκκενώσεως των αρχαιόθεν ελληνικών εδαφών της Ιωνίας,
του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης (1922),
στα πλησιέστερα προς την ακτή νησιά του Αιγαίου – και ιδίως στην Χίο και την
Λέσβο – επεκράτει απερίγραπτη κατάσταση.
Υπολείμματα στρατιωτικών μονάδων, φυγάδες, λιποτάκτες, στρατιώτες που δεν ήσαν
παρά στίφη, μαζί με τα πλήθη των προσφύγων συνέθεταν εικόνα αναρχίας,
διαλύσεως, χάους και θρήνου2.
Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη είχε παραιτηθεί
από τις 25 Αυγούστου. Εκλήθη ο Ν. Καλογερόπουλος, αλλ’ αυτός κατέθεσε παραχρήμα
την εντολή. Στις 28 Αυγούστου εσχηματίσθη νέα κυβέρνηση υπό τον Ν. Τριανταφυλλάκο
, πρώην αρμοστή της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη3.
Τρικυμία επεκράτει και στα ανάκτορα. Ο
μέχρι τότε αδρανών βασιλεύς ήδη εκάλει τον ένα μετά τον άλλο τους προσκειμένους
σ’ αυτόν, δηλαδή τα ίδια μοιραία και
ανίκανα πρόσωπα και τους συνεβουλεύετο για την αντιμετώπιση της
καταστάσεως. Εκλήθη για μία ακόμη φορά και ο Βίκτωρ Δούσμανης4,
ο οποίος – κατά την συνήθειά του – υπέβαλε εκτενείς γραπτές εισηγήσεις, με
δεσπόζουσα ιδέα να μεταφερθεί όλος ο διασωθείς στρατός από τα νησιά στην Θράκη.
Ήδη, όμως, οι παλαιότερες κλάσεις απελύοντο. Αρκετοί «αυτοαπελύθησαν», αφού
τίποτε πια δεν συνεκράτει τους απειθείς και απεγνωσμένους και έφευγαν για τις
εστίες τους.
Στην Λέσβο και την Χίο ελάχιστες
πειθαρχημένες μονάδες κατώρθωσαν να επιβάλουν την τάξη, ενώ στα δύο αυτά νησιά
εδημιουργήθησαν τριμελείς επαναστατικές επιτροπές, μία για κάθε νησί. Στην
Λέσβο ηγήθη των επαναστατών ο Στυλιανός
Γονατάς, στην Χίο ο Νικόλαος
Πλαστήρας. Ο προσεταιρισμός υπό των επαναστατών του μέχρι τότε μετριοπαθούς
Στυλιανού Γονατά5
υπήρξε αναμφισβήτητη επιτυχία. Προσέδωσε στο ακραιφνώς αντικαθεστωτικό τους κίνημα, χαρακτήρα διακομματικό,
ούτως ειπείν και πανεθνικό. Παρά την δι’ ευνόητους λόγους αρχική προβολή του
Γονατά πίσω εκρύπτετο ο – ευθύς εξ αρχής – πραγματικός αρχηγός της επαναστάσεως
ο Νικόλαος Πλαστήρας6.
Μετά την
προσχώρηση στους κινηματίες και μέρους του στόλου, υπό τον αρχηγό του Αλέξανδρον
Χατζηκυριάκο, όλα ήσαν έτοιμα για την κατάληψη της εξουσίας από τους επαναστάτες.
Στις 11 Σεπτεμβρίου εξεδηλώθη το επαναστατικό κίνημα ταυτοχρόνως σε Χίο και
Λέσβο, απ’ όπου ο συναρχηγός του Στυλιανός Γονατάς, απηύθυνε προκήρυξη προς το
Πανελλήνιο.
Με αυτήν,
εζητείτο η παραίτηση του βασιλέως υπέρ του διαδόχου, η διάλυση της
εθνοσυνελεύσεως, η παραίτηση της κυβερνήσεως και ο σχηματισμός νέας «αχρόου», η οποία θα ενέπνεε εμπιστοσύνη στους
συμμάχους και θα προκήρυσσε εκλογές. Με την ίδια προκήρυξη εδίδετο η
υπόσχεση ότι θα κατεβάλλετο κάθε προσπάθεια για την ενίσχυση της Θράκης.
Η υπόσχεση αυτή, όσον αφορά την Ανατολική
Θράκη, δεν ετηρήθη. Όχι
μόνον, διότι εκ των υπολειμμάτων του στρατού της Μ. Ασίας παρέλαβαν 12.000
άνδρες και τους ωδήγησαν, αντί των συνόρων της Θράκης, στις Αθήνες για την
επικράτησή τους, αλλά κυρίως, διότι,
όταν οι πρέσβεις των συμμάχων τους ανεκοίνωσαν λίγες ημέρες αργότερα,
στις 15 Σεπτεμβρίου 1922, την απόφαση των τελευταίων να παραχωρηθεί η Ανατολική
Θράκη στον Κεμάλ, ετήρησαν αιδήμονα
σιγή. Δεν προέβαλαν καμμία αντίρρηση7.
Η κυκλοφορήσασα προκήρυξις των «επαναστατών» κατά την πρωΐαν της 11ης
Σεπτεμβρίου 1922 ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Στρατός και
Στόλος ηνωμένοι διαρκούσης της νυκτός εκήρυξαν επανάστασιν προς σωτηρίαν της
Πατρίδος». Ως ήτο επόμενον πολλοί όταν είδον μάλιστα εις την
επαναστατικήν προκήρυξιν τα ονόματα των Στυλιανού
Γονατά και Δημητρίου Φωκά, φίλων του Βασιλέως Κωνσταντίνου, ενόμισαν ότι
επρόκειτο πράγματι περί πατριωτικής εξεγέρσεως και παρεσύρθησαν προσχωρήσαντες
εις την αντιπατριωτικήν ανταρσίαν.
Της
προκηρύξεως των «επαναστατών» έλαβε γνώσιν και η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, της
οποίας ο Πρωθυπουργός εκάλεσε τηλεφωνικώς αμέσως τους υπουργούς σε συμβούλιο.
Εις τούτο παρέστη και ο στρατηγός
Γεώργιος Κωνσταντινόπουλος, στρατιωτικός διοικητής Αθηνών, ο οποίος
προέτεινε όπως του δοθεί η εντολή να αντιμετωπίσει τους «επαναστάτας» δια της εις
Αθήνας στρατιωτικής δυνάμεως. Ατυχώς όμως η πρόταση του στρατηγού δεν εγένετο αποδεκτή υπό του
υπουργικού συμβουλίου.
Δυστυχώς
ο «περίφημος» τέως αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, αποτυχημένος,
αποστρατευθείς την 22 Μαΐου 1922, λόγω ορίου ηλικίας, ουσιαστικώς υπεύθυνος για
την τραγική τροπή της Μικρασιατικής Εκστρατείας8, αποσταλείς παρά της κυβερνήσεως όπως
συναντηθεί μετά των αρχιστασιαστών, όταν αυτοί αφίχθησαν μετά των
παραπλανηθέντων στρατιωτών εις το Λαύριον και εξαπατήσας τον πρόεδρον της
κυβερνήσεως, ότι δήθεν επρόκειτο περί σοβαράς κινήσεως ολοκλήρου του στρατού
και του στόλου, τον έπεισε να μην προβληθεί καμμία αντίσταση εκ μέρους του
στρατού των Αθηνών, που και μόνος τότε
μπορούσε να δώσει σκληρόν μάθημα στους ριψάσπιδες φυγάδες κινηματίες.
Σύμφωνα
με στοιχεία των βενιζελικών, ξεκίνησαν 2 νηοπομπές των κινηματιών προς τας
Αθήνας που μετέφεραν 5.000 στρατιώτες από την Μυτιλήνη και 9.000 άτομα
(στρατιώτες και πολίτες) από την Χίο, αποτελούμενες από 15 εμπορικά και φορτηγά
σκάφη, 5 πολεμικά πλοία και 2 εξοπλισμένα εμπορικά.
Η
κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου αφού εμπιστεύθηκε έναν αποτυχημένο και κοθορνίζοντα
απόστρατο στρατηγό, να επικοινωνήσει με τους στασιαστές και πείσθηκε χωρίς να επεξεργασθεί
και να αξιολογήσει τις πληροφορίες του, διέπραξε κολοσσιαίο σφάλμα, αποτέλεσμα
του οποίου υπήρξεν να παραδοθεί η Ελλάς δέσμια στους λιποτάκτες και φυγάδες.
Είναι
πλάνη να νομίζει κάποιος ότι οι «επαναστάτες» διέθεταν μεγάλες δυνάμεις ή είχαν
το ψυχικό σθένος να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε αντίσταση. Αυτοί με διάφορα
παραπλανητικά συνθήματα και υποσχέσεις είχαν κατορθώσει να επιβιβάσουν σε
κάποια πλοία ένα αριθμό στρατιωτών επί το πλείστον αόπλους και ελαχίστους
αξιωματικούς. Στους στρατιώτες είχαν υποσχεθεί με ανακοίνωσή τους ότι
μεταφερόμενοι στις Αθήνες θα απελύοντο από τις τάξεις του Στρατού και θα
πήγαιναν στα σπίτια τους. Εκτός από
ελαχίστους μυημένους, κανείς άλλος δεν εγνώριζε τους ενδόμυχους σκοπούς των
«επαναστατών» πολύ δε περισσότερο οι παραπλανηθέντες.
Το κίνημα
δεν θα επικρατούσε, αν ο διοικητής του 28ου Συντάγματος Πεζικού Δ.
Κοσμόπουλος, υιοθετούσε την πρόταση του Σχη
Μιχ. Νικολαρέα προσωρινού διοικητου της IVης Μεραρχίας να εξαπολύσει άμεση έφοδο κατά
των πραξικοπηματιών. Ο Βασιλεύς εζήτησε να πληροφορηθεί το ποσοστό των ενόπλων
δυνάμεων που αντιπροσώπευαν οι στασιαστές. Δυστυχώς η κυβέρνηση, όπως
προανεφέρθη, έστειλε τον πλέον ακατάλληλο άνθρωπο να προβεί στην εκτίμηση, τον
πρώην αρχιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα. Ο Παπούλας επιστρέφων από την αποστολήν
του έπεισε τον Τριανταφυλλάκο ότι οι στασιαστές διέθεταν ισχυρότατες δυνάμεις
και έπρεπε να συνθηκολογήσει μαζί τους..
Ο τότε Βασιλεύς
Κωνσταντίνος πεισθείς από την κυβέρνηση, ότι η κίνηση των στασιαστών
ακολουθείτο από μεγάλο μέρος των Ενόπλων Δυνάμεων απέφυγε να εξουσιοδοτήσει τον
στρατιωτικό διοικητή της πρωτευούσης υποστράτηγο Γεώργιο Κωνσταντινόπουλον όπως
αντιμετωπίσει τους στασιαστές και να τους συντρίψει.
Έτσι ο βασιλεύς, επειδή δεν επιθυμούσε να
προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο, υπέκυψε στις αξιώσεις τους και παραιτηθείς απηύθυνε
προς τον Ελληνικόν λαόν ένα ιστορικό διάγγελμα το οποίο κατέληγε ως εξής:
«……Ο
πρωτότοκος υιός μου Γεώργιος, είναι από του νυν Βασιλεύς σας. Είμαι βέβαιος,
ότι ολόκληρον το Έθνος θα συσπειρωθεί περί Αυτόν και θα Τον συντρέξη πάση
δυνάμει και πάση θυσία εις το δυσχερές έργον Του. Εγώ δε, ευτυχής διότι μοί
παρέχεται ακόμη μία ευκαιρία όπως εκ νέου θυσιάσω εμαυτόν υπέρ της Ελλάδος μας,
θα είμαι ακόμη ευτυχέστερος, όταν ίδω τον τόσον αγαπητόν μου Λαόν εν πλήρει
ομονοία, περιβαλλοντα τον νέον Βασιλέα του, να οδηγή την Πατρίδα εις νέαν δόξαν
και ακμήν.
Υπέρ της δόξης της Πατρίδος πάσα θυσία είναι
μικρά και είμαι έτοιμος
όπως αγωνισθώ επί κεφαλής του στρατού υπέρ των συμφερόντων της χώρας, αν η
κυβέρνησις και ο Ελληνικός Λαός κρίνουν χρήσιμον την υπηρεσίαν ταύτην προς την
φιλτάτην Πατρίδα».
Συνεχίζεται
1 Αλήθεια είναι η
συμφωνία της νοήσεως προς τα πράγματα, δηλαδή η γνώση παντός πράγματος, γεγονότος, θεωρίας, ιδέας, θεσμού, εξ
αντικειμένου, εκ διασταυρώσεως των πηγών της παγκόσμιας γραμματείας και ΟΧΙ εξ υποκειμενικών λόγων, προσωπικών
επιθυμιών, ιδιοτελών προσδοκιών, αληθοφανών ψευδολογημάτων, παθογόνων
ορμών/ενστίκτων, διαστροφικών απατημάτων, δημοβόρων συνθημάτων.
·«Φίλει
την αλήθειαν κάν πικρά ή» [Να αγαπάς την αλήθεια και αν ακόμα είναι πικρά (Σοφοκλής)].
·«Αψευδεί
δε προς άκμονι χάλκευε γλώσσαν [Να πλάθεις και να τροχίζεις τον λόγον σου εις
το αψευδές αμόνι της αληθείας (Πίνδαρος)].
·«Γνώσεσθε
την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (ΙΩΑΝΝΗΣ: 8/32).
·«Ιστορία χωρίς τα αληθή γεγονότα, είναι
επιβλαβές για το Έθνος μυθιστόρημα» (Πολύβιος).
2 Πολιτική-Φιλολογική
των Πατρών, α.φ. 110, Φεβρουάριος 2010, σ.4.
3 Έγινε σκέψη αναθέσεως της κυβερνήσεως στον Ι. Μεταξά,
αλλ’ ο βασιλεύς τον απέκλεισε, διότι εφοβήθη την δυσμένεια των συμμάχων στο
πρόσωπό του (Ι. Μεταξά: «Ημερολόγιον» εγγρ. 28-8-22).
4 Ο ίδιος αυταρέσκως γράφει: «Η επιμονή της κυβερνήσεως
να προστρέχη προς ημάς, οσάκις διέβλεπε κίνδυνον, μας ηνάγκασε να λησμονήσωμεν
την εχθρικήν προς ημάς στάσιν αυτής». Αυτά, ανάγονται στην 23ην
Αυγούστου, όταν εκλήθη υπό της τότε κυβερνήσεως Πρωτοπαπαδάκη. Ήδη,
εχρησιμοποιείτο από την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου. Είναι όντως τραγικό ότι σε
τέτοιες στιγμές δεν ευρίσκετο άλλος, καταλληλότερος και ικανώτερος του Δούσμανη
(βλ. Β. Δούσμανη: «Εσωτερική όψις της Μικρασιατικής εμπλοκής», σ.199).
5 «Συνετόν, αψόγου
χαρακτήρος, γνωστόν δια τα αντιβενιζελικά του φρονήματα», χαρακτηρίζει τον
Γονατά ο Π. Παναγάκος («Συμβολή εις την ιστορία
της δεκαετίας 1912-1922», σ. 739), τον θεωρεί όμως άβουλο όργανο του Πλαστήρα, λόγω του συμβιβαστικού και ηπίου
χαρακτήρος του. Ως απολιτική φυσιογνωμία, έως τότε, τον θεωρεί ο M. Smith («Ionian Vision», σ. 312), ως
αντιβενιζελικό τον χαρακτηρίζει ο Π. Πετρίδης («Πολιτικές δυνάμεις και
Συνταγματικοί θεσμοί στην νεωτέρα Ελλάδα» Θεσσαλονίκη 1984, σ. 139).
6 Ο Πλαστήρας απεφάσισε την «επανάσταση», την
κρισιμώτερη για το έθνος στιγμή των πολεμικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένως
αγνοήσας τις διαταγές του στρατηγείου για τακτική κάλυψη των οπισθοχωρούντων
ελληνικών στρατευμάτων, εγκατέλειψε ,άνευ διαταγής το πεδίον της μάχης και οπισθοχωρώντας έφθασε στον Τσεσμέ (στην ελληνική Κρήνη) [(Θ.
Πάγκαλου: «Αρχείον» τ. Α΄, σ. 150].
Τότε έκρινε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να εκτελέση την εντολή του
Βενιζέλου, καθ’όσον είχε ορισθεί ως
αρχηγός της ήδη από τον Οκτώβριο του 1921 οργανουμένης, επαναστάσεως από τον
ίδιο το Βενιζέλο (Π. Παναγάκου: ένθα ανωτ. σ. 737).
7 Βλέπε εκτός άλλων, Ιστορία Εκδοτικής Αθηνών: «Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους» τ. ΙΕ΄, σ. 253.
8 Παρασκευόπουλος,
Παπούλας και υπαρχηγός Σαρρηγιάννης είχαν εισηγηθεί στον τότε Πρωθυπουργό Νικ.
Καλογερόπουλο την έναρξη επιθετικών επιχειρήσεων, διαβεβαιούντες αυτόν ότι σε τρείς (3) μήνες θα είχαν φθάσει στην
Άγκυρα!!!
Στην υποσημείωση 8 αναφέρετε: "Παρασκευόπουλος, Παπούλας και υπαρχηγός Σαρρηγιάννης είχαν εισηγηθεί στον τότε Πρωθυπουργό Νικ. Καλογερόπουλο την έναρξη επιθετικών επιχειρήσεων...". Μάλλον εννοείτε τον αρχιστράτηγο στη Μικρά Ασία επί Βενιζέλου, Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, ο οποίος μετά την ήττα των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920 παραιτήθηκε από την αρχιστρατηγία (αντικαταστάθηκε από τον Παπούλα, αντίθετα παρέμεινε ο βενιζελικός Πτολεμαίος Σαρρηγιάννης) και αποσύρθηκε στο Παρίσι. Η μετέπειτα δράση του δείχνει ότι παρέμεινε φανατικός βενιζελικός άρα δύσκολα θα εισηγείτο ο, τιδήποτε σε αντίπαλη κυβέρνηση. Άρα, μάλλον πρόκειται για παραδρομή που καλό θα ήταν να διορθωθεί - το αναφέρω γιατί γενικώς όσα γράφετε είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό και αξιολογότατα. Αν όχι, και όντως υπάρχει τέτοια εισήγηση, είναι πολύ ενδιαφέρον ιστορικό στοιχείο που πρέπει να παραθέσετε εκτενώς, οπότε και ασφαλώς θα ζητήσω συγγνώμη για την παρούσα παρέμβαση.
ΑπάντησηΔιαγραφή